DinMacXanthi Posted June 24, 2008 Share Posted June 24, 2008 Σήμερα διάβασα στην βιβλιοθήκη, την ιστορία τρόμου της Naroualis ονόματι "Όσκαρ" βασισμένη σε μια είδηση που είχε ακουστεί πριν λίγους μήνες από την Αμερική. Παραθέτω το κομματάκι όπως το δίνει η Naroualis για την είδηση. (Στην Πρόβιντενς, που τόσο αγάπησε ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, υπάρχει μια κομψή γηριατρική κλινική, που λέγεται Steere House Nursing and Rehabilitation Center. Κάποιες από τις νοσοκόμες της πτέρυγας διανοητικών νοσημάτων, στον τρίτο όροφο, υιοθέτησαν μια μέρα ένα μικρό άσπρο και γκρι γατάκι, και το ονόμασαν Όσκαρ. Ο Όσκαρ είναι δύο χρονών κι έχει το συνήθειο να κοιμάται πάνω στο κρεβάτι ενός ασθενούς, δύο ώρες πριν ο ασθενής αυτός πεθάνει. Οι ασθενείς αισθάνονται καλύτερα και πεθαίνουν πιο ήσυχοι, γιατί το γουργουρητό του Όσκαρ τους κάνει να νιώθουν ότι είναι σπίτι τους. Αν κάποιος απομακρύνει τον γάτο, πριν ο ασθενής πεθάνει, τότε εκείνος γυρίζει πίσω, νιαουρίζει τρελαμένος και προσπαθεί να μπει στο δωμάτιο γρατζουνώντας την πόρτα. Οι νοσοκόμες λένε ότι γενικά ο Όσκαρ δεν απολαμβάνει τη συντροφιά των ανθρώπων, παρά μόνο αν εκείνοι πρόκειται να πεθάνουν. Κάποιος γιατρός ερεύνησε το θέμα για λογαριασμό ενός ιατρικού περιοδικού. Δε μπόρεσε να δώσει την παραμικρή απάντηση.) Κάπου τον Δεκέμβριο ξεκίνησα να γράφω μια νουβέλα, εμπνευσμένος από την παραπάνω είδηση και ιδού η αρχή της. Την άφησα στην αρχή μιας και γράφω ένα άλλο project αλλά πιστέυω θα επιστρέψω σύντομα στην συγγραφή της. Όνομα Συγγραφέα: Κέλλης Κωνσταντίνος Είδος: modern fantasy Βία; ελάχιστη Σεξ; οχι Αριθμός Λέξεων: 3.929 Αυτοτελής; Ναι, σαν δείγμα νουβέλας Σχόλια: Προσέθεσα περίπου 1500 λέξεις το τελευταίο 2ωρο για να πάρει την μορφή αυτοτελούς επεισοδίου οπότε συγχωρέστε τυχόν ορθογραφικές ατασθαλίες, το word μου δεν έχει διορθωτή. Όσο για το συμπαθές τετράποδο, ιδού η φωτογραφία της όπως την σκέφτηκα και την βρήκα. http://en.wikipedia.org/wiki/Image:WhiteCat.jpg ΑΓΓΕΛΟΚΡΟΥΣΤΗΣ Η πόλη ήταν φωταγωγημένη από τα γιορτινά φώτα της πρωτοχρονιάς. Το νεογέννητο 2008 ήταν μόλις είκοσι ωρών και ο κόσμος ανυπομονούσε να ξοδέψει τα λεφτά του για να ευχαριστηθεί τις διακοπές του. Η κλινική Άρκινς, στα προάστια της πόλης είχε στολιστεί ευπρεπώς και οι ελάχιστοι γιατροί και νοσοκόμοι που δούλευαν τις νυχτερινές ώρες, προσπαθούσαν τουλάχιστον να περάσουν ήρεμα την βάρδια τους. Μια κλινική για καρκινοπαθείς σε τελικό στάδιο δεν ήταν και το πιο χαρούμενο μέρος για να περάσει κανείς τις γιορτές του. Το μαιευτήριο στο διπλανό κτίριο ήταν σίγουρα πιο ευχάριστο. Ο Σάιρους Μπράουν, ένας από τους ασθενείς της κλινικής, δεν ήταν σε κατάσταση να κάνει πολλά πράγματα. Αυτή τη στιγμή, είχε μόνο ένα πράγμα να κάνει, να ανασάνει, μα κι αυτό του φαινόταν σχεδόν ακατόρθωτο. Οι σκέψεις του ήταν λιγοστές. Η πρώτη ήταν ότι θα ήταν ωραία να ζήσει ως αύριο, την ημέρα των εικοστών όγδοων γενεθλίων του. Η δεύτερη ήταν πως τελικά το κάπνισμα τριών πακέτων ημερησίως την τελευταία δεκαετία και βάλε ήταν μεγάλο σφάλμα. Η μύτη του έκανε σαν ατμομηχανή καθώς προσπαθούσε να τραβήξει οξυγόνο στα κατεστραμμένα πνευμόνια του. Πόσες ώρες μέχρι να αλλάξει η μέρα; Με πολύ προσπάθεια έστριψε λίγο το κεφάλι του για να δει το ρολόι στον τοίχο. Οι φωσφορίζοντες δείκτες έλεγαν οχτώ και δέκα. Τέσσερις ώρες. Σκέφτηκε. Δύσκολα τα πράγματα. Λίγα δωμάτια μακριά, μια άλλη από τους θαμώνες της κλινικής κοιμόταν πιο ήσυχα. Κουρνιασμένη μέσα στην ντουλάπα με τα σεντόνια, η Σάσα γουργούριζε με ευχαρίστηση στην ζεστασιά του καλαθιού της. Το μικρό δωμάτιο ήταν ο χώρος όπου ξεκουράζονταν οι γιατροί από την κούραση των εφημερίων τους. Είχε ελάχιστο φως, ησυχία αλλά και άμεση πρόσβαση στους θαλάμους των ασθενών και αυτό έκανε την συγκεκριμένη γωνιά, το αγαπημένο σημείο της Σάσα. Τα μάτια της ήταν κλειστά, σίγουρη για την ασφάλεια της. Ο επιστάτης της κλινικής άνοιξε την πόρτα σφυρίζοντας και έβγαλε ένα καρφί από την τσέπη του. Στο άλλο του χέρι κρατούσε ένα κάδρο. Παρατήρησε την γάτα που κοιμόταν και της μίλησε. ‘Κοίτα Σάσα. Αυτό εδώ είναι για σένα.’ Η γάτα άνοιξε ένα μάτι. Ήταν ένας μαύρος δίσκος κλεισμένος μέσα σε μια καταγάλανη σφαίρα που τώρα λαμπύριζε στο λιγοστό φως του δωματίου. Ο επιστάτης άρχισε να καρφώνει το καρφί στον τοίχο, τραγουδώντας φάλτσα ένα παλιό χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Η γάτα τώρα σηκώθηκε και βγήκε από το καλάθι της. Ή λεία γούνα της ήταν κάτασπρη σαν το φρέσκο χιόνι που είχε ντύσει την πόλη τα τελευταία μερόνυχτα. Βηματίζοντας αργά, πήγε και στάθηκε δίπλα στον επιστάτη, νιαουρίζοντας και ζητώντας χάδια. Αυτός, έχοντας κρεμάσει το κάδρο, γονάτισε για να την χαϊδέψει. Η Σάσα έκανε ένα μικρό σάλτο και σκαρφάλωσε με ευκολία στον ώμο του μεγαλόσωμου άντρα. Αυτός γέλασε δυνατά. ‘Θες να δεις, ε; Έλα να σε πάω πιο κοντά.’ Είπε και πλησίασε το μικρό κάδρο. Η Σάσα έσκυψε μπροστά και κοίταξε σουφρώνοντας τα γαλάζια μάτια της. ‘Νίκυ! Έι, Νίκυ, έλα να το δεις αυτό!’ Είπε ο επιστάτης σε μια νοσοκόμα που περνούσε εκείνη την ώρα από έξω. Αυτή κοντοστάθηκε και μπήκε μέσα στο δωμάτιο. ‘Αυτή η γάτα καταλαβαίνει τα πάντα. Μα την πίστη μου, θαρρείς και μπορεί να διαβάσει την πλακέτα!’ Το μικρό κάδρο είχε την φωτογραφία της Σάσα και από δίπλα έγραφε τα εξής λόγια: "Στην Σάσα από την διοίκηση της Κλινικής Άρλινς και όλο το προσωπικό για την συμπονετική φροντίδα στους ασθενείς στο τέλος της ζωής τους.» ‘Είναι το πιο έξυπνο γατί του κόσμου. Και εγώ ξέρω καλά, οι αδερφές μου πρέπει να έχουν καμιά εικοσαριά γάτες στα σπίτια τους! Άντε κούκλα μου, δεν είναι ώρα για την περιπολία σου;’ Η Σάσα πήδηξε ελαφρά στο πάτωμα και βγήκε νωχελικά στον φωτισμένο διάδρομο. Η γάτα ήταν η ατραξιόν της κλινικής. Από την πρώτη στιγμή, τραβούσε το βλέμμα. Το στιλπνό πάλλευκο τρίχωμα και τα ζωηρά μπλε μάτια της έκαναν το τετράχρονο αιλουροειδές αγαπητό σε όλο το προσωπικό. Όμως η Σάσα είχε και ένα ακόμη ιδιαίτερο χάρισμα που συνάρπαζε μα συγχρόνως προβλημάτιζε τους γιατρούς. Με τα σιωπηλά πατήματα της διέσχιζε τους διαδρόμους και έμπαινε στους θαλάμους. Οι άνθρωποι που την προσπερνούσαν χαμογελώντας δεν την ενδιέφεραν. Η Σάσα έδειχνε ενδιαφέρον σε άλλους ανθρώπους. Σ’αυτούς που δεν μπορούσαν πια να χαμογελάσουν. Η γάτα έβαλε το κεφάλι της μέσα σε ένα δωμάτιο. Τέσσερις ασθενείς ξεκουράζονταν και τα ελαφριά ροχαλητά τους διακόπτονταν κάθε τόσο από χαμηλόφωνα βογκητά πόνου. Η Σάσα περιεργάστηκε λίγο το δωμάτιο και ξαναβγήκε έξω, συνεχίζοντας στο επόμενο. Αυτό γινόταν κάθε μέρα, τα τελευταία τρία χρόνια. Η Σάσα είχε το εξής αλλόκοτο χάρισμα. Όταν κουλουριαζόταν στα πόδια ενός ασθενή, τότε μεταξύ των νοσηλευτών επικρατούσε πανικός. Το επόμενο δωμάτιο είχε μόνο έναν ξαπλωμένο και τέσσερις επισκέπτες γύρω του. Η γάτα είδε μια από τους επισκέπτες, μια έφηβη με βουρκωμένα μάτια να της χαμογελάει και να την καλεί να έρθει κοντά της. Δεν έδωσε σημασία και ξαναβγήκε έξω. Τα βήματα της την έφεραν στον θάλαμο Δεκατέσσερα. Τα κρεβάτια του ήταν άδεια με εξαίρεση ένα στην άκρη. Εκεί ήταν ξαπλωμένος ο Σάιρους Μπράουν. Τα λιγοστά μαλλιά που του είχαν μείνει στο κεφάλι του ήταν λευκά σαν το τρίχωμα της Σάσα. Με πολλή προσπάθεια προσπαθούσε να ανασάνει μέσα από τα σωληνάρια που τον κρατούσαν στη ζωή. Η γάτα περιεργάστηκε το δωμάτιο και νιαούρισε μαλακά. Για μια στιγμή κάθισε και ανοιγόκλεισε τα ματάκια της. Μπορούσε να ακούσει τον ασθμαίνοντα άντρα από την άκρη του διαδρόμου. Έκανε ένα μικρό σάλτο στο κρεβάτι και φώλιασε στην άκρη της κουβέρτας του άντρα. Έγλυψε λίγες φορές το πόδι της και ξάπλωσε γουργουρίζοντας. Όταν η Σάσα κουλουριαζόταν στα πόδια ενός ασθενή, σήμαινε ότι στον ασθενή απέμεναν πια λίγες ακόμη ώρες ζωής. Κανείς δεν ήξερε πως το έκανε. Σημασία είχε ότι η γάτα ήταν αλάνθαστη. Τα τελευταία τρία χρόνια, στους εκατόν σαράντα δύο θανάτους ασθενών που σημειώθηκαν, η Σάσα ήταν εκεί, στην τελευταία τους ώρα. Μάταια πάσχιζαν οι γιατροί να δώσουν μια καλή εξήγηση για το πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί αυτό. Κατέληξαν στο ότι μέσω της όσφρησης της, μπορεί να αντιληφθεί κάποιες αλλαγές στον μεταβολισμό του ετοιμοθάνατου. Ή ακόμη πως η παντελής έλλειψη κινήσεων του ανθρώπου, τις τελευταίες του ώρες, την τραβούσε. Πράγμα που αποδεικνύει πόση λίγη φαντασία έχουν πια οι άνθρωποι. Δέκα χιλιάδες χρόνια πριν, οι γάτες ήταν οι φύλακες των ψυχών. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τις λάτρευαν για αυτό. Οι άνθρωποι άλλαξαν. Και ξέχασαν. Η ώρα ήταν δέκα. Η Σάσα είχε αποκοιμηθεί στα πόδια του Σάιρους. Το ρολόι στον τοίχο συνέχισε να κόβει δευτερόλεπτα και μαζί με το γουργουρητό της γάτας ήταν οι μοναδικοί θόρυβοι. Η ανάσα του άντρα ήταν πια πολύ ήσυχη. Το τικ-τακ του ρολογιού άρχισε να επιβραδύνεται ώσπου σταμάτησε τελείως. Μια σκιά κάλυψε το δωμάτιο. Μια σκιά που φάνηκε να ρίχνει την θερμοκρασία στον χώρο. Το ρολόι είχε σταματήσει. ‘Είναι ώρα τώρα.’ Ένας νεαρός άντρας με γκρίζα μαλλιά μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Ήταν ψηλός και καλοντυμένος, με ένα κομψό μαύρο κουστούμι. Ο διάδρομος πίσω του έμοιαζε παγωμένος στον χρόνο. ‘Οι στιγμές σου σ’αυτόν τον κόσμο σκορπίστηκαν στον ατέλειωτο άνεμο, Σάιρους Μπράουν. Ήρθα για να σε συλλέξω.’ Είπε χαμογελώντας και κάτι λευκό φάνηκε να σπαρταράει μέσα στο σώμα του ξαπλωμένου άντρα. Ο άντρας άρχισε να γελάει μα τότε την είδε. Η Σάσα άνοιξε τα μάτια της και έστριψε το κεφάλι της προς το μέρος του. Το γέλιο έμεινε μέσα στον λαιμό του. Δυο λαμπερές σφαίρες από γαλάζιο τον κάρφωναν στο πρόσωπο. ‘Όχι… Όχι και αυτόν, αυτός είναι δικός μας! Δικός μας σου λέω! Δεν θα τον κρατήσεις!’ Ένα λαμπερό φως άρχισε να αναδύεται γοργά από το σώμα της γάτας. Ο άντρας τώρα φαινόταν σαν να είναι δεμένος στη θέση που στεκόταν. Βγάζοντας ένα γρύλισμα ανάμεσα από τα δόντια του, προσπάθησε να πλησιάσει το κρεβάτι. Η Σάσα σηκώθηκε και το σώμα της έμοιαζε πλασμένο από παλλόμενο φως. Τα μάτια της τον έκαιγαν σαν πυρωμένες λόγχες. Καθώς πλησίαζε με δυσκολία, το σακάκι του άρχισε να ξεφλουδίζεται, με κομμάτια υφάσματος να πέφτουν και να γίνονται στάχτη. ‘ΌΧΙ!’ Βόγκηξε και καθώς έκανε άλλο ένα αγωνιώδες βήμα, το μέχρι πρότινος ροδαλό υγιές δέρμα του άρχισε να σκίζεται. Μικρές γλώσσες φωτιάς άρχισαν να φαίνονται μέσα από τις κόκκινες γραμμές και καθώς προέκτεινε ένα χέρι προς το κρεβάτι ή Σάσα έστριψε το κορμί της και καμπούριασε σφυρίζοντας επιθετικά. Το φως στο κορμί της άστραψε λαμπρότερο από ποτέ και έκανε το δωμάτιο κάτασπρο. Ο άντρας ούρλιαξε με τρόμο και τώρα το πρόσωπο του είχε πάρει μια δαιμονική όψη. Το σκισμένο δέρμα είχε αφήσει ένα γκριζωπό προσωπείο με γαμψές άκρες. Τα πράσινα μάτια του είχαν γίνει μελανά σημεία μέσα σε κοκάλινες κόγχες και το στόμα του είχε επιμηκυνθεί, φανερώνοντας κοφτερά δόντια και μια μακριά διχαλωτή γλώσσα. Το σώμα του καλυπτόταν πια ελάχιστα από το κατεστραμμένο κουστούμι. Ήταν ανατριχιαστικά λεπτό με πολλές κοκάλινες εξοχές να σκίζουν το γκρίζο νεκρό δέρμα. Καθώς η Σάσα πήδηξε στο πάτωμα και τον πλησίασε, το απόκοσμο πλάσμα τινάχτηκε στον τοίχο και κόλλησε εκεί με πόδια και χέρια σαν σιχαμερός βάτραχος. Με την μακριά του γλώσσα να μαστιγώνει τον χώρο ανάμεσα σ’αυτόν και την γάτα, μίλησε σε μια βαθιά φωνή, προσπαθώντας να αντέξει τους φριχτούς πόνους που του προκαλούσε η παρουσία της. ‘Οι αφέντες μου θα μάθουν ότι ο Σάιρους περπατάει ξανά ανάμεσα σας. Οι άρχοντες του Ντις θα αδράξουν την ψυχή του και θα την σύρουν μέσα στην σιδερένια πόλη!’ Αυτά ήταν και τα τελευταία του λόγια καθώς το σώμα του έγινε μαύρος καπνός και χάθηκε από έναν αόρατο άνεμο, αφήνοντας μια μυρωδιά καμένης σάρκας και θειαφιού. Το σκοτάδι και το κρύο από τον θάλαμο, χάθηκαν όσο απότομα εμφανίστηκαν. Το ρολόι άρχισε ξανά να χτυπάει σαν να μην είχε σταματήσει ποτέ. Η Σάσα κοίταξε για λίγο τον τοίχο απέναντι, έπειτα έγλυψε τον ώμο της και γύρισε με ένα σάλτο στο κρεβάτι. Μια νοσοκόμα μπήκε μέσα στον θάλαμο κουβαλώντας έναν δίσκο με λίγο λιωμένο φαγητό. ‘Κύριε Μπράουν, ο μάγειρας σας ετοιμάζει κάτι ιδιαίτερο για αύρ…’ Ξεκίνησε να λέει μα μόλις αντίκρισε την γάτα, ο δίσκος σχεδόν έπεσε από τα χέρια της. ‘Ω Θεέ μου…’ Αμέσως έστριψε προς τα έξω και φώναξε σε μια γιατρό που βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου. ‘Γιατρέ! Γιατρέ, ελάτε γρήγορα στον θάλαμο 14!’ Αυτή ήρθε τρέχοντας προς την νοσοκόμα. ‘Τι έγινε Νίκυ;’ ‘Η Σάσα! Η Σάσα είναι ξαπλωμένη στα πόδια του ασθενή!’ Η γιατρός δεν έχασε χρόνο και κινήθηκε προς τον Σάιρους. Είχαν πάψει εδώ και μήνες να αμφισβητούν το χάρισμα της. ‘Φώναξε αμέσως τον Δρ.Έντουαρτς και την Δρ.Άκμπε. Και πες να φέρουν ένα φορείο αμέσως εδώ, ο ασθενής πρέπει να μπει στο χειρουργείο.’ Είπε καθώς πλησίασε γρήγορα το κρεβάτι. Ο άντρας τώρα, με το βλέμμα του θολό, ανέπνεε όλο και πιο δύσκολα. ‘Και κοίταξε να επικοινωνήσεις με τους συγγενείς του! Πιθανότατα θα χρειαστεί να έρθουν όσο πιο σύντομα γίνεται.’ Η Σάσα παρά τον πανικό των γιατρών, έδειχνε να μην δίνει σημασία. Παρέμεινε κουλουριασμένη στα πόδια του Σάιρους και έκλεισε τα μάτια της. ‘Συγγνώμη κούκλα μου, μα τώρα πρέπει να κατέβεις κάτω.’ Η γάτα άνοιξε τα μάτια της καθώς ένιωσε χέρια να κλείνουν μαλακά γύρω από το κορμί της. Καθώς η γιατρός την ακούμπησε κάτω, αυτή νιαουρίζοντας ξαναπήδηξε επάνω για να ξαπλώσει στο ίδιο μέρος. ‘Όχι τώρα Σάσα, δεν μπορείς να μείνεις εδώ! Πρέπει να με βοηθήσεις για να σωθεί αυτός ο κακόμοιρος άντρας!’ Είπε καθώς εκείνη την ώρα μπήκαν δυο νοσοκόμοι μέσα με το φορείο. ‘Ελάτε, σηκώστε τον.’ Καθώς ο εξαντλημένος άντρας ξαπλώθηκε στο φορείο, η Σάσα με ένα μικρό σάλτο πήδηξε στα πόδια του και κάθισε εκεί. ‘Νίκυ, πάρε την Σάσα σε παρακαλώ. Ελάτε παιδιά, γρήγορα στο χειρουργείο.’ ‘Έλα εδώ καλό μου κοριτσάκι.’ Είπε η νοσοκόμα και πήρε στην αγκαλιά της την λευκή γάτα. Αυτή άρχισε να νιαουρίζει δυνατά, προσπαθώντας να στρίψει το κορμί της για να ξεφύγει. ‘Έλα τώρα, έλα, ησύχασε, πηγαίνουν να τον σώσουν. Προσπαθούν να τον βοηθήσουν Σάσα…’ Μάταια. Η γάτα συνέχισε να πασχίζει να ξεφύγει ώσπου σε μια στιγμή τα κατάφερε. Με γρήγορες κινήσεις, πήδηξε στο έδαφος και έφυγε με ταχύτητα προς τον διάδρομο που ακολούθησαν οι γιατροί. Η νοσοκόμα τίναξε τα χέρια της από τις λιγοστές τρίχες και μουρμούρισε στον εαυτό της. ‘Μεταβολισμός και πράσινα άλογα. Αυτό το γατί είναι ή πανέξυπνο ή θεότρελο.’ Η Σάσα μπορούσε να οσφρανθεί εύκολα την μυρωδιά του ασθενή. Χρειάστηκε μισό λεπτό για να φτάσει στην αίθουσα χειρουργείου. Η πόρτα όμως ήταν κλειστή. Ο Σάιρους προετοιμαζόταν για το χειρουργείο. Οι γιατροί μουρμούριζαν μεταξύ τους και αντάλλαζαν εντολές. Στο κέντρο, ο εξασθενημένος άντρας, διασωληνωμένος έμοιαζε σαν να μην νοιάζεται πια για το τι συνέβαινε γύρω του. Εδώ και ώρα είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον του. Οι φωνές των γιατρών άρχισαν να ξεθωριάζουν ώσπου χάθηκαν τελείως. Πάνω από τον νεκρό ήρθε και στάθηκε μια νεαρή γυναίκα σπάνιας ομορφιάς. Τα κοντά μαλλιά της ήταν καστανόξανθα και ήταν ντυμένη με ένα γκρίζο ταγιέρ και άσπρο πουκάμισο. Το υπέροχο χαμόγελο της ήταν ζεστό και ειλικρινές. Τα μάτια του Σάιρους άνοιξαν και την κοίταξαν. ‘Ποιά είσαι;’ Η φωνή του ήταν ήρεμη και υγιής σαν να μίλαγε κάποιος άλλος από τον άρρωστο άντρα. ‘Με συγχωρείς που άργησα καλέ μου. Λυπάμαι που έφτασα μετά τον δαίμονα αλλά με παγίδευσε για να φτάσει πρώτος. Δεν έχει σημασία τώρα. Η ζωή σου στην Γη ήταν σύντομη αλλά ο παράδεισος σε περιμένει.’ Καθώς σηκώθηκε, ο Σάιρους ένιωσε μια αγαλλίαση μέσα του, σαν να άφηνε τα προβλήματα του πίσω. Ήταν νέος και σφριγηλός, κοντά στα τριάντα του. Τα μαλλιά του δεν ήταν λίγα και λευκά αλλά καστανά, όπως ήταν κάποτε προτού αρρωστήσει. ‘Μια γάτα. Αυτή κράτησε τον δαίμονα μακριά μου.’ Είπε καθώς κοίταξε γύρω του. Ένιωθε ότι έβλεπε όνειρο, ότι αυτά που εκτυλίσσονταν τώρα συνέβαιναν σε κάποιον άλλον. Το χαμόγελο της γυναίκας παρέμεινε αλλά τώρα ο Σάιρους πρόσεξε ότι υπήρχε κάτι άλλο από πίσω. ‘Δεν έχει σημασία Σάιρους. Έλα, μας περιμένουν.’ Αυτός σήκωσε αργά το χέρι του προς το μέρος της αλλά τώρα φάνηκε λίγο διστακτικός. ‘Δεν μπορεί να εξαφανίστηκε, θα ήθελα να την δω για λίγο.’ Η Σάσα μάταια νιαούριζε και γρατζούνιζε την πόρτα. Δεν μπορούσε να μπει μέσα. Οι γιατροί προσπαθούσαν ακόμη να σώσουν τον ετοιμοθάνατο. Τα στριγκλίσματα των μηχανημάτων τους δεν έδειχναν να συμφωνούν μαζί τους. Καθώς η γάτα είχε σηκωθεί στα δυο πόδια της και στεκόταν στην πόρτα, μια σκιά πέρασε από δίπλα της και μέσα από την πόρτα. Αμέσως η γάτα κατέβηκε και έδειξε να ηρεμεί. ‘Σίγουρα είναι κάπου εδώ γύρω. Μπορώ να μείνω λίγο ακόμη;’ Είπε σχεδόν παρακαλώντας. Η γυναίκα γράπωσε το χέρι του και χαμογελώντας ακόμη του είπε. ‘Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για την γάτα, Σάιρους Μπράουν. Οι αφέντες μου θα έχουν πολλά να σου…’ Είπε μα σταμάτησε καθώς κάτι άστραψε ανάμεσα τους. Η γυναίκα έμεινε βουβή καθώς είδε το χέρι της κομμένο στο ύψος του αγκώνα. Δεν υπήρχε αίμα εκεί αλλά ένα ασημένιο υγρό που έσταζε σαν υδράργυρος. Καθώς παραπάτησε προς τα πίσω, ένα κύμα πάγου άρχισε να εξαπλώνεται από την πληγή και προς τα πάνω. Ο Σάιρους κοίταξε το ακρωτηριασμένο χέρι που τον κρατούσε να μετατρέπεται σε θολό γυαλί και να σπάει στο έδαφος. Δίπλα του στεκόταν μια άλλη γυναίκα. Φορούσε ένα κόκκινο ξεθωριασμένο δερμάτινο και τζιν παντελόνι μέσα από βαριές μπότες. Στα χέρια της κρατούσε ένα βαρύ ξίφος με διάφανη λάμα. Στο σημείο που είχε κόψει το χέρι, υπήρχε ένας λεκές από το ασημένιο υγρό. ‘Καλή προσπάθεια άγγελε. Εκεί που οι άλλοι χρησιμοποιούν βία, εσείς χρησιμοποιείτε χαμόγελο. Σχεδόν τα κατάφερες.’ Η φωνή της ήταν βραχνή και σταθερή. Η φωνή της απέναντι της αντιθέτως τώρα, είχε γίνει σκληρή και τσιριχτή, σχεδόν δαιμονική. ‘Οι ημέρες σας είναι μετρημένες. Η δική του και μαζί και αυτές των υπόλοιπων επαναστατών. Τα χειρότερα μπουντρούμια ετοιμάζονται για εσάς, βλάσφημοι…’ Είπε και δυο μεγάλες φτερούγες από γκρίζα φτερά άνοιξαν από την πλάτη της, ξεσκίζοντας το γκρίζο σακάκι. ‘Εξαφανίσου τώρα. Προτού το σπαθί μου μετατρέψει τις όμορφες φτερούγες σου σε γέμισμα για μαξιλάρια.’ Είπε και φέκανε ένα βήμα προς τα εμπρός κραδαίνοντας το όπλο μπροστά της. Η άγγελος δεν απάντησε. Κρατώντας το πληγωμένο άκρο της, χίμηξε προς τα πλάγια και χάθηκε μέσα από τον τοίχο, αφήνοντας μερικές χιονονιφάδες πίσω της. Η γυναίκα γύρισε για να κοιτάξει τον Σάιρους. ‘Αααα…αναζωογονητικό.’ Είπε αναστενάζοντας και χαμογέλασε. Τα μαλλιά της ήταν μακριά και σχημάτιζαν ζωηρές κόκκινες μπούκλες. Το όμορφο πρόσωπο της δεν είχε την αλαβάστρινη τελειότητα του πλάσματος που είχε μόλις αντιμετωπίσει μα ήταν νεανικό και εξέπεμπε ενέργεια. ‘Καλωσόρισες στον κόσμο μας. Πρέπει να ομολογήσω ότι δείχνεις πιο ωραίος από ότι όταν ανέπνεες.’ Ο Σάιρους δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει. Κοίταζε το ακίνητο σώμα δίπλα του. Δεν ήταν πια δικό του. Δεν θα το ένιωθε ποτέ ξανά. Δεν θα έπρεπε να στεναχωρηθεί; Να πανικοβληθεί; Αναρωτήθηκε εάν οι ορμόνες που είχαν μείνει πίσω ήταν υπεύθυνες για τα ξεσπάσματα συναισθημάτων που ένιωθαν οι άνθρωποι. ‘Είμαι νεκρός.’ Είπε ξερά. ‘Δέκα βαθμοί για την παρατηρητικότητα. Εύγε.’ Είπε αυτή καθώς θηκάρωσε το σπαθί της. ‘Τι πρέπει να κάνω;’ ‘Πολλοί ουρλιάζουν. Κάποιοι κλαίνε σαν νεογέννητα. Και άλλοι δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτα… Ε, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε παντού για να αναχαιτίζουμε τις επισκέψεις τους.’ Είπε η γυναίκα διαβάζοντας την σκέψη του. Την είδε να τον ερευνά με το βλέμμα της, σαν να προσπαθούσε να μαντέψει τις επόμενες κινήσεις του. ‘Δεν πιστέυω να προσπαθήσεις να τρέξεις, έτσι;’ Ο Σάιρους την κοίταξε με περιέργεια. ‘Όχι. Θα πρεπε;’ ‘Κάποιοι το κάνουν. Είναι το σοκ του ερχομού σ’αυτή τη ζωή.’ ‘Και που πάνε;’ ‘Δεν ξέρουν και δεν τους νοιάζει. Δεν το σκέφτονται. Συνήθως πέφτουν σε κάποια περίπολο από δαίμονες. Τους καταβροχθίζουν προτού προλάβουν να ουρλιάξουν.’ Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια του. ‘Τι εννοείς;’ ‘Αυτό ακριβώς που άκουσες. Οι δαίμονες συνήθως θα σε ρουφήξουν πιο γρήγορα απ’ότι μια παρέα φοιτητόπαιδων θα τελείωνε το πρώτο βαρέλι Φόστερς. Φυσικά υπάρχουν και χειρότερα. Θα μπορούσε να σε πιάσει άγγελος.’ ‘Τι χειρότερο θα μπορούσαν να σου κάνουν από το να σε φάνε;’ ‘Το ίδιο ακριβώς. Αλλά θα το κάνουν πιο αργά. Και με το πάθος του πιο ένθερμου ζηλωτή. Δεν είναι ζώα σαν τους δαίμονες. Χρειάζεται ιδιαίτερη εξυπνάδα για να είσαι τέρας. Ο Σάιρους ανατρίχιασε στην σκέψη και έπειτα σκέφτηκε το ανατρίχιασμα. Γιατί μπορούσε να ανατριχιάσει; Πολλές ερωτήσεις. ‘Αυτή η γυναίκα πριν… Ήταν ένας άγγελος.’ ‘Ναι. Κι από τους χειρότερους του σιναφιού τους.’ ‘Άγγελοι. Δαίμονες. Νόμιζα πως όταν πεθάνω…’ ‘Περίμενες ίσως ένα δυνατό Φως και μια μεγάλη σκάλα;’ ‘Πάντως δεν περίμενα να συζητάω με μια ξιφομάχο με σκισμένο δερμάτινο.’ Η γυναίκα έστριψε για να κοιτάξει το ρούχο της. Πράγματι μια άκρη ήταν σκισμένη σαν να είχε πιαστεί κάπου όταν έτρεχε προς το χειρουργείο. ‘Μπα που να με πλακώσει ένας τόνος χώμα, αυτό ήταν το αγαπημένο μου τζάκετ! Πέθανα μέσα σ’αυτό και δεστο τώρα πως έγινε! Θα πρέπει να πιάστηκε μέσα στην πόρτα όταν την διέσχιζα. Δεν ήμουν αρκετά συγκεντρωμένη, ο άγγελος βρωμούσε σαν λιωμένο κερί.’ ‘Συγγνώμη αλλά έχω χαθεί εδώ πέρα. Πως πιάστηκε μέσα στην πόρτα το δερμάτινο σου; Σε είδα να την διαπερνάς σαν να έσκιζες ένα σύννεφο καπνού. Και τι εννοείς, βρωμούσε σαν λιωμένο κερί; Και τι θα γίνει αν σε πλακώσει χώμα αν μπορείς να περάσεις μέσα από μια μεταλλική πόρτα; Και γιατί κάθετι που λες δημιουργεί ερωτήσεις αντί να απαντάει;’ Η γυναίκα τον κοίταξε και μειδίασε. Τον φίλησε στιγμιαία αλλά με δύναμη γροθιάς στο στόμα και του είπε. ‘Είμαι η Μόργκαν. Μην ρωτήσεις για το φιλί, θα στο εξηγήσω άλλη στιγμή. Δεν νομίζω ότι αντέχω νέα ερώτηση για το επόμενο λεπτο.' Ο Σάιρους έκλεισε το μισάνοιχτο στόμα του και κατέβασε το χέρι του. Ένοιωσε να τον κατακλύζει μια καταπραϋντική ζαλάδα και έμεινε να την κοιτάζει με το βλέμμα κάπου ανάμεσα στο σαγόνι και τον λαιμό της. ‘Λοιπόν, αν κοιτάξεις τα πόδια σου, θα αντιληφθείς ότι στέκεσαι επάνω στο πάτωμα αντί να πέφτεις αέναα. Μην με διακόπτεις, το ξέρω ότι δεν έκανες την ερώτηση αλλά είναι απο τις συχνότερες. Με αρκετή συγκέντρωση μπορείς να κάνεις απίστευτα πράγματα.’ Και καθώς τα έλεγε αυτά άρχισε να χανεται αργά μέσα στα άσπρα πλακάκια ώσπου τα γόνατα της είχαν βυθιστεί μέσα στο καθαρό πάτωμα. Με ένα μικρό αλματάκι ξαναβγήκε στην επιφάνεια. ‘Κάποια υλικά δεν μπορούμε να τα περάσουμε σχεδόν με τίποτα. Όπως το ατόφιο μάρμαρο. Ή την φωτιά. Τα περισσότερα είναι εύκολο με λίγη εξάσκηση. Αλλά για τους νεόθνησκους είναι αρκετά δύο μέτρα Γης για να τους παγιδέψουν. Τουλάχιστον ώσπου να έρθουν να τους μαζέψουν.' 'Το κερί που καίγεται μας ζαλίζει, θολώνει τον νου και αντίθετα δυναμώνει τις αγγελικές δυνάμεις. Πες μου.’ ‘Γιατί;’ Η Μόργκαν έκανε πίσω. Η ερώτηση ήταν πιο αόριστη κι από βλέμμα τυφλού. ‘Γιατί;’ ‘Γιατί ένας δαίμονας κι ένας άγγελος ήρθαν να με πάρουν και γιατί μια γάτα και μια γυναίκα με σπαθί με έσωσαν; Από τον δαίμονα το καταλαβαίνω και σας ευχαριστώ, αλλά από τον άγγελο;’ ‘Η Κόλαση είναι παράδεισος μπροστά στον Παράδεισο. Συγχώρεσε την παραδοξότητα της παρομοίωσης αλλά ισχύει. Γεννήθηκες μέσα σε έναν πόλεμο. Οι ψυχές των ανθρώπων αρνούνται να δικάζονται αιώνια για λίγες στροφές της Γης γύρω από τον Ήλιο. Ένας δεκαοχτάχρονος που έκλεψε για την δόση του και πέθανε από αυτήν, θα καίγεται αιώνια στην Κόλαση. Το βρίσκεις δίκαιο αυτό; Ένας ογδοντάχρονος φονιάς και εγκληματίας, «μετανόησε» και θα πάει στον Παράδεισο.’ ‘Νόμιζα ότι Παράδεισος και Κόλαση ήταν συμβολικές έννοιες.’ ‘Λάθος. Όσο η ανθρωπότητα γερνάει, τόσο πιο λάθος αντιλαμβάνεται την μεταθανάτια ζωή. Αν θες μια καλή ιδέα, σκέψου κάτι του στυλ, μμ, Ιερώνυμος Μπος.’ Η σκέψη δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Ο Σάιρους είχε επισκεφτεί μουσείο με αφιέρωμα στον ολλανδό ζωγράφο. ‘Φυσικά, οι άγγελοι και οι δαίμονες δεν θα μπορούσαν να μας αφήσουν έτσι απλά να φύγουμε. Είμαστε το φαγητό τους, τα χρήματα τους, οι σκλάβοι τους, μας λαχταρούν και μας μισούν. Μας μισούν όσο τίποτα.’ ‘Μα γιατί μας μισούν;’ ‘Επειδή εμείς είμασταν πάντα οι αγαπημένοι Του.’ ‘Και τι είδους πόλεμος είναι αυτός;’ ‘Αυτό το νοσοκομείο είναι θύλακας αντίστασης. Έχουμε έναν Αγγελοκρούστη μαζί μας, την Σάσα. Ένα κομμάτι χαρτί έχει περισσότερες πιθανότητες επιβιώσεις μπροστά από την κάννη ενός φλογοβόλου απ’ότι ένας κοινός δαίμονας μπροστά στην Σάσα. Και συνήθως στέλνουν τέτοιους γι’αυτές τις δουλειές. Όμως στην περίπτωση σου... Τα πράγματα είναι διαφορετικά.’ Ο Σάιρους δεν ρώτησε. Όχι με λόγια τουλάχιστον. Όλο του το σώμα έβγαζε αυτό το «γιατί;» που ανέμενε η Μόργκαν. Προτού απαντήσει, ένας θόρυβος σαν έκρηξη βαθιά κάτω από την γη την σταμάτησε. Κοίταξε γύρω της και άκουσε το νιαούρισμα της Σάσα. ‘Ανάθεμα, έφτασαν πολύ πιο γρήγορα απ’ότι ήλπιζα! Είσαι περισσότερο σημαντικός κι από’τι μου είπαν και πίστεψε με, η υπόθεση σου γέμιζε ένα ολόκληρο τετράδιο. Πρέπει να ξεκινήσουμε. Αμέσως!’ Είπε και τον άρπαξε από το χέρι. Άλλες δυο εκρήξεις ακούστηκαν και αρκετά πιο κοντά αυτή τη φορά. ‘Που, που θα πάμε;’ Είπε κλείνοντας τα μάτια καθώς η Μόργκαν περνούσε μέσα από την πόρτα. Ένιωσε ένα σύγκρυο, σαν το γυμνό δέρμα πάνω στο κρύο μέταλλο αλλά όταν άνοιξε ξανά τα μάτια, έτρεχε στον διάδρομο. Προσπερνούσαν γιατρούς και ασθενείς, ήρεμους, ακίνητους και μακρινούς σαν ζωγραφιές, δίχως κανείς να καταλαβαίνει την ύπαρξη τους. ‘Πρέπει να σε βγάλω από εδώ μέσα. Ο ερχομός σου ίσως μας στοιχίσει όλη την κλινική!’ Η Μόργκαν έβγαλε ένα μικρό μπουκαλάκι μέσα από μια τσέπη. Η Σάσα έτρεχε δίπλα τους με την λευκή της γούνα σηκωμένη και την ουρά της όρθια σαν παλιά σκούπα. Η γάτα έμοιαζε τώρα διπλάσια και έκαιγε από το εσωτερικό φως της. ‘Ίσως καταφέρουμε να τους παραπλανήσουμε εγώ και η Σάσα. Πιες αυτό.’ ‘Τι είναι;’ Ρώτησε αυτός καθώς έπαιρνε το μικρό φιαλίδιο στο χέρι του. ‘Πάντως δεν είναι ουίσκυ, πιες το που να σε πάρει ο δ... για να ΜΗΝ σε πάρει ο διάολος!’ Ο Σάιρους ήδη το κατέβαζε καθώς έφτασαν στις σκάλες. Αρκετούς ορόφους κάτω, πορτοκαλί φως πότιζε τους τοίχους και σιγά σιγά ανέβαινε. Η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει γύρω τους. ‘Είναι πολλοί. Πάρα πολλοί.’ Είπε αυτή κοιτάζοντας κάτω. Τα γκρίζα μάτια της γέμισαν φωτιά. ‘Δεν νιώθω τίποτα.’ Είπε ο Σάιρους και τότε κοίταξε με έκπληξη ότι το χέρι που του κρατούσε η Μόργκαν είχε γίνει λευκό και έπειτα διάφανο. ‘Θα χρειαστεί να χωριστούμε για την ώρα. Θα τους κρατήσω μακριά σου. Τρέχα δίχως να σταματάς και απέφευγε τους ανθρώπους όταν αυτό σταματήσει να δρα!’ Η φωνή της χανόταν αν και απείχε μονάχα ένα μέτρο. ‘Και που θα σε ξαναβρώ;’ Ρώτησε ο Σάιρους και η ίδια η φωνή του έμοιαζε να βγαίνει μέσα από έναν ωκεανό σιροπιού. ‘Θα συναντηθούμε σε λίγα εικοσιτετράωρα στην κηδεία σου! Και τώρα τρέχα!’ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Equilibrium Posted June 26, 2008 Share Posted June 26, 2008 Καταρχάς να χαιρετίσω τα υπολοιπα μέλη του φορουμ στην παρθενική μου δημοσίευση. Και περνόντας στο ζουμί Ξεκινώντας να το διαβάζω αναροτίεμε, "Γιατί να διαβάσω ένα μικρό διήγημα που μου έστειλε ένας φίλος;" θα πρέπει να έχει κάτι που να με τραβήξει εξ αρχής. Η απάντηση ήρθε στον πρόλογο από το θέμα το οποίο εξ αρχής δεν σε αφείνει αδιάφορο και από την πρώτη πρόταση του διηγήματος. Συνεκτική απόδοση πληροφοριών κρυμένη σε όμορφα τοποθετημένες περιγραφές, αυτό ήταν που με κράτησε στις πρώτες παραγράφους. Και πάνω που άρχισα να διαμορφώνω μια εικόνα και αρχισα να βαριέμαι, άρχισε η πραγματική ιστορία να εξελίσετε. Με βρήκε τελείως απροετοίμαστο και με ξάφνιασε ευχάριστα. Ωραίο θέμα , γρήγρορη δράση που σε συνεπέρνει , σου αφήνει ερωτηματικά που αγωνιάς να απαντηθούν. Σου δίνει αρκετές πληροφορίες ώστε να αρχίζει η φαντασία σου να καλπάζει πριν καν συνεχίσει να σου εξηγεί. Το θέμα μπορεί να μην είναι τελείως προτότυπο και σίγουρα χρειάζεται μιρκοδιορθώσεις ώστε να το κάνει άψογο σε κάθε του πτυχή αλλά ξέρωντας ότι ακόμα βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και ότι θα εργαστεί πάνω σε αυτό δεν μπορώ παρα να ανυπομονό να διαβάσω τα επόμενα κεφαλαια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted June 26, 2008 Share Posted June 26, 2008 Λοιπόν, η ιστορία μου άρεσε αρκετά, αν και από τον τρόπο γραφής σου βρίσκω ότι έχεις περισσότερα να δώσεις. Το θέμα με την γάτα που πολεμάει δαίμονες μου θύμισε πολύ εντονα μια ιστορία του Gayman αν δεν απατώμαι, οπού εκεί η γάτα πολεμούσε τον διάβολο. Όπως και να 'χει όμως η ιστορία σου δεν μένει σ' αυτό. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να έχεις δώσει περισσότερο χρόνο σε διάφορες σκηνές και ειδικά στις αρχικές. Θα ήθελα να δω λίγο περισσότερο τον χαρακτήρα, να αφιερώσεις λίγο περισσότερο χώρο στην αλλόκοτη συνήθεια της γάτας ώστε να χωνέψουμε καλύτερα τον "πραγματικό" κόσμο πριν βουτήξουμε στον φανταστικό. Είναι πολύ ωραίο που εμπνεύστηκες από πραγματικό γεγονός και ερμήνευσες με την φαντασία σου αυτό που μπορεί να κρύβεται πίσω από όλο αυτό. Επίσης μου έδωσες την εντύπωση ότι βιάστηκες να το γραψεις, βιάστηκες να προχωρήσεις στο ενδιαφέρον σημείο. Υπάρχουν και κάποια εκφραστικά λάθη, που όμως με ένα καλό χτένισμα θα μπορούσαν εύκολα να εξαλειφθούν. Το γράψιμό σου είναι στρωτό και ευχάριστο, αλλά αν το παιδέψεις λίγο θα γίνει άπιαστο. Περιμένουμε για το επόμενο! :catchase: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted June 26, 2008 Author Share Posted June 26, 2008 Ευχαριστώ για τον χρόνο που δώσατε για να το διαβάσετε και εσάς που σχολιάσατε κιόλας, είναι αλήθεια ότι είναι γραμμένο βιαστικά, άλλωστε υποσχέθηκα στην naroualis να δείξω την δική μου σκοπιά στην ιστορία της γάτας, πράγματι, μετά το σημείο της μάχης με τον δαίμονα όπου το είχα σταματήσει, περίπου πριν λίγους μήνες, προχθές έγραψα το υπόλοιπο μέσα σε 3 ώρες και αμέσως το ανέβασα δίχως να κοιτάξω πίσω μου. Δείτε το σαν ένα πρώιμο δείγμα δουλειάς, κάτι σαν τρέηλερ αυτού που θα επακολουθήσει, άλλωστε αυτή η νουβέλα είναι το επόμενο project μου. Σίγουρα το παρόν θα εξελιχθεί, θα επιηκυνθεί, θα αποκτήσει βάθος (και σίγουρα δεν θα είναι η σελίδα νο1.) Έπρεπε να το κάνω αυτοτελές, και γι'αυτό θυσίασα λεπτομέρειες και επεξηγήσεις, εισαγωγή και παραπάνω σκηνές, για να μην γίνει τεράστιο σε όγκο. Ακόμη κι έτσι πλησίασε επικίνδυνα τις 4000 λέξεις και ευχαριστώ όσους το διάβασαν ως το τέλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 3, 2009 Share Posted January 3, 2009 Σήμερα το διάβασα κι εγώ και δεν κατάλαβα ότι ήταν τόσο μεγάλο! Για πότε τέλειωσε.... Το θέμα μου άρεσε (αν και στην αρχή που διάβασα αυτό το "τμήμα καρκινοπαθών σε τελικό στάδιο" είπα "Ωωωχ... Τι μας λες τώρα ρε φίλε;" ). Η συμπεριφορά της γάτας είναι...πώς να το πω; Ψυχογράφημα; Όποιος έχει γάτα θα καταλάβει! (Πάντα κάτι ξέρουν περισσότερο από εμάς και επιμένουν τόσο σ' αυτό που θέλουν να κάνουν, που σηκώνουμε τα χέρια)! Η γραφή σου είναι πολύ ζωντανή. Όταν ο συγγραφέας με κάνει να βλέπω τις εικόνες του, πράγμα που πέτυχες, μου αρέσει πολύ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.