Jump to content

Μπάμπης, το Φισέκι


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Σενάριο βασισμένο σε μια ιδέα του Andy Kelly. (Τίτλος πρωτότυπου: Bobby Ballistic – The Four Norsemen of the Apocalypse)

 

Μπάμπης το Φισέκι

 

Οι Τέσσερις Νορβηγοί της Αποκάλυψης

 

Το φωτεινό ουράνιο τόξο καταλήγει εντυπωσιακά πάνω στις χρυσές στέγες της Βαλχάλα. Η ουράνια πόλη είναι απλωμένη πάνω σε μια ατελείωτη έκταση από τεράστια, πουπουλένια σύννεφα. Στο κέντρο της υψώνεται γιγάντιο το Ηρώο, διακοσμημένο με αγάλματα από θρυλικούς πολεμιστές του παρελθόντος.

 

Κάπου εκεί μέσα, στο κεντρικό θρόνο κάθεται ο Όντιν, με κεφάλι βαρύ από τις σκοτούρες. Τον πλαισιώνουν ο Θορ και ο Λόκι, σκυμμένοι ανήσυχοι προς το μέρος του. Στο τραπέζι που απλώνεται μπροστά τους τα πιάτα είναι γεμάτα από ανέγγιχτα κρέατα, τα τρία κύπελλα τους γεμάτα από κρασί.

«Λοιπόν Όντιν; Είναι το τέλος των ημερών στο κατώφλι μας; Ή μήπως η αρχή του τέλους πέφτει ακόμα μακριά;» ρωτάει ο Θορ.

Ο Όντιν κατσουφιάζει ακόμα πιο έντονα, το μουστάκι του τσακίζει, τα ρουθούνια του αναστενάζουν. Από την άλλη άκρη της αίθουσας ακούγονται φωνές, φασαρία πανηγυριού και μέθης. Οι τρεις θεοί προσπαθούν να τις αγνοήσουν.

«Χτύπα! Βάρα! Χώσ’τα! Άνοιξε τους τα κρανία! Πιές τα μυαλά τους! Ρούφα με τη μία τα’άντερα τους! Με τη μία, άσπρο πάτο! Ναι!» φωνασκεί η γιορτή.

 

«Το Ράγκναροκ…» συνεχίζει ψύχραιμα ο Όντιν, «στον δικό μας χρόνο…στην εποχή μας…είναι ένα ζήτημα που πρέπει να μας απασχολεί βέβαια. Πότε ήταν η τελευταία φορά που η πολεμική ιαχή του Βόρειου ακούστηκε στα πεδία; Που χάθηκαν τα μακριά πλοία; Που πήγε η δόξα η παλιά…;»

«Στο Γλκούγκεστουπ, ναι!» συνεχίζει και η φασαρία, «Εκείνο ήταν ένα γλιστερό πεδίο μάχης! Το πιο γλιστερό όλων των πεδίων μάχης! Πόδια καλυμμένα από κρούστα με αίμα να τρέχουν πάνω σε χυμένα αχνιστά άντερα, ξεριζωμένα μάτια και πετσιασμένα κόκαλα! Τι τσιμπούσι για τα όρνεα! Εκείνα τα Φινλανδικά πετούμενα δεν είχαν αντικρίσει ποτέ τόσο πολύ ζεστό γεύμα μαζεμένο μεμιάς! Και δεν θα το έβλεπαν ποτέ αν είχαμε αφήσει τον Όλαφ να το τελειώσει! Θα τέλειωνε τους Φινλανδούς μέχρι την τελευταία μπουκιά! Χαρ-χαρ-χαρ! Χτύπα! Βάρα! Χώσ’τα!»

Ο Όντιν αρχίζει να τρίζει τα δόντια του.

«Έχουμε αναρωτηθεί…πολλές φορές στο παρελθόν…Εννοώ, τι θεοί είμαστε εμείς αν δεν μπορούμε να προβλέψουμε…»

«Όλαφ! Όλαφ! Όλαφ! Δεν υπήρξε κανείς να φτάσει την οργή σου! Σε χαιρετούμε ατραγούδιστε φίλε μας! Στην υγειά σου! Σπάστε τα κρανία παιδιά! Άσπρο πάτο! Τιμή στο ξίφος! (ρέψιμο) Τιμή στον πέλεκυ! (ρέψιμο) Τιμή στη λόγχη! (ρέψιμο) Τιμή στο ρόπαλο! (ρέψιμο) Φτου στην ασπίδα! Και όταν το ατσάλι μας προδίδει, έχουμε την γροθιά, έχουμε τα δόντια…γιατί είμαστε Βόρειοι!!»

 

Με πρόσωπο κατακόκκινο και τις φλέβες να πάλλονται στον λαιμό του, ο Όντιν τινάζεται όρθιος και εκρήγνυται.

«Θα βουλώσετε επιτέλους τα καταραμένα σας στόματα;!! Ούτε τις σκέψεις μου δεν ακούω εδώ μέσα!!»

Πέφτει μαχαίρι νεκρική σιγή. Στην πραγματικότητα, όλα τα τραπέζια μέσα στην κεντρική αίθουσα του Ηρώου είναι άδεια. Εκτός από ένα. Εκεί κάθονται τέσσερις βίκινγκ, οι Θόριρ, Γκριμρ, Ορν και ο Σνόρι, ο τεράστιος. Έχουν παγώσει κάτω από την οργή του Όντιν, σαν μια εικόνα τεσσάρων πολεμιστών που τσουγκρίζουν τις κούπες τους που είναι φτιαγμένες από ανθρώπινα κρανία. Αφρός μπύρας στάζει πάνω σε χυμένα φαγητά από κρέατα και σάλτσες. Το τραπέζι τους μοιάζει με πεδίο μάχης. Κοιτούν με γουρλωμένα μάτια τον Όντιν.

«Δεν έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε από το να μου προκαλείτε πονοκέφαλο;!» ουρλιάζει ο θεός.

 

Οι τέσσερις βίκινγκ βγαίνουν από την τεράστια πύλη του Ηρώου και ακολουθούν κατηφορικά τις πλατιές, μαρμάρινες σκάλες του. Δείχνουν κατσουφιασμένοι, με το κεφάλι χαμηλά και με τα χέρια τους άπραγα μέσα στις τσέπες.

«Ο Όντιν θέλει να σκεφτεί! Του χαλάμε τις σκέψεις, σου λέει» γρυλίζει ο Θόριρ.

«Κάνει το μυαλό του πουρέ ενώ οι λεπίδες σκουριάζουν στους τοίχους» ξεστομίζει ο Γκριμρ.

«Έτσι ακριβώς!» συμφωνεί ο Όρν.

Ο Σνόρι δεν είναι καλός στις κουβέντες.

«Ίσως έπρεπε να πάμε στο παιχνίδι του κρίκετ με όλους τους άλλους» συνεχίζει ο Θόριρ με μια ακραία, θηλυκή απομίμηση.

«Το ξέρεις πως το παίζουν με μπαλάκι τώρα;» χύνει λάδι στη φωτιά ο Γκριμρ.

«Μπλιάχ! Είναι όντως το τέλος των αιώνων!» συμπεραίνει ο Όρν.

Στο τελευταίο σκαλοπάτι κάθεται ένας αρπιστής και παίζει μια ουράνια μελωδία. Ο Σνόρι κάθεται και τον κοιτάζει ενώ οι άλλοι τρεις συνεχίζουν την πορεία τους.

 

«Φταίω εγώ;» ρωτάει ο Θόριρ. «Εγώ βλέπω το κάδρο στραβό ή στραβά κρέμεται;»

«Σφάξτε, ξεκοιλιάστε, στραμπουλίξτε, μας είπαν» προσθέτει ο Γκριμρ, «Η Βαλχάλα θα είναι η ανταμοιβή σας μας είπαν…»

Ο Όρν κρύβει το πρόσωπο του στις χούφτες του και ξεφωνίζει.

«Είμαι βίκινγκ! Αυτή δεν μπορεί να είναι η μοίρα μου! Είμαι στην κόλαση;!»

Από πίσω τους ακούγεται ένα κρακ, το σπάσιμο χορδών και η ουράνια μελωδία διακόπτεται. Ο Σνόρι προλαβαίνει τους φίλους του.

«Μου λείπει η μπόχα της μάχης! Θέλω πάλι τη γεύση από αίμα και σωθικά στα δόντια μου! Θέλω ΠΟΛΕΜΟ!» συνεχίζει ο Όρν.

«ΠΟΛΕΜΟ!» μιμείται ο Γκριμρ.

«ΠΟΛΕΜΟ!» συμπληρώνει ο Θόριρ.

Ο Σνόρι αρπάζει τον Θόριρ από τα πόδια και χρησιμοποιώντας τον σαν ρόπαλο αρχίζει να βαράει τους άλλους δύο. Σηκώνεται κουρνιαχτό από το σύννεφο και η σύγκρουση καλύπτεται από ένα λευκό πέπλο. Όταν το νέφος καταλαγιάζει οι τρεις τους έχουν τα χάλια τους, και ματωμένες μύτες. Χαμογελούν όμως χαρούμενοι με μερικά λειψά δόντια.

«Ευχαριστώ…» λέει ο Θόριρ φτύνοντας άλλο ένα δόντι, «Το είχαμε ανάγκη αυτό.»

 

Ξαφνικά, μέσα από το σύννεφο υψώνεται μπροστά τους μια σκοτεινή φιγούρα με κουκούλα. Είναι ο Άρνορ, ο μάγος.

«Καλείστε στον οίκο του Άρνορ!» λέει με μια βαθιά, επιβλητική φωνή.

 

Ο οίκος του Άρνορ είναι το καλύβι του μάγου. Οι τέσσερις πολεμιστές μόλις που χωρούν μέσα στην ακαταστασία από περίεργα βάζα, βαλσαμωμένες νυχτερίδες, κρανία, κόκαλα, αστρολογικά εργαλεία και χάρτες. Ο μάγος τους κοιτάζει σοβαρός δίπλα στο γεμάτο τσουκάλι του. Πράσινοι ατμοί αναδύονται από την περίεργη σούπα που κοχλάζει μέσα.

«Ο Άρνορ άκουσε το κάλεσμα σας. Τι σας βασανίζει γενναίοι μου;»

«Η Βαλχάλα πήρε την κατηφόρα» γκρινιάζει πρώτος ο Θόριρ.

«Πράγματι έτσι είναι» συμφωνεί ο μάγος.

«Θέλουμε δράση!» φωνάζει ο Γκριμρ.

«Θέλουμε να γίνουμε πάλι βίκινγκ!» ουρλιάζει ο Ορν.

Γυρνούν να κοιτάξουν όλοι τον Σνόρι. Τους κοιτάζει κι εκείνος.

«Δεν είστε οι μόνοι που αισθάνεστε έτσι» λέει ο Άρνορ, «Αυτό το ντέρτι τραγουδιέται πολύ στη Βαλχάλα τελευταία. Ακόμα και οι θεοί εύχονται για το Ράγκναροκ, τη μάχη που θα ολοκληρώσει όλες τις μάχες, ένα φινάλε μέσα στις ένδοξες φλόγες!»

«Επιτέλους! Μια λογική φωνή! Πότε όμως μάγε, πότε;!» ρωτάει ο Θόριρ με λαχτάρα.

«Η Τελική Μάχη δεν θα τελεστεί ποτέ παρά μόνο όταν όλοι οι βίκινγκ μπουν στην Βαλχάλα! Και μας πέφτει…ένας λειψός!» απαντάει ο μάγος.

«Λειψός;!!» φωνάζουν ξαφνιασμένοι οι τρεις.

«Ένας Μανιακός με το όνομα Όλαφ Αρκουδοδόντης Μπγιάρκι!»

 

Ο μάγος σηκώνει τα γαμψά νύχια ενός αετού και σημαδεύει το τσουκάλι του. Οι βίκινγκ σκύβουν και παρακολουθούν κάποιες εικόνες να στροβιλίζονται πάνω στους ατμούς. Βλέπουν τον Όλαφ να γρυλίζει και να αφρίζει από το στόμα. Σπάει κεφάλια στο πεδίο της μάχης με ένα τεράστιο ρόπαλο.

«Ο Όλαφ!» ξεστομίζει ο Θόριρ, «Ο Μανιακός μας σύντροφος.»

«Τελευταία φορά που τον είδαμε ήταν στην μάχη του Γκλουγκ. Ήταν σε καταπληκτική φόρμα. Μάτια γουρλωμένα, δόντια που ροκανίζουν, χέρια που στραμπουλίζουν και που ξεριζώνουν…» αναπολεί ο Ορν.

«Και όλα αυτά στον εαυτό του, πριν αρχίσει η μάχη…» συμπληρώνει ο Γκριμρ, «Μόλις άρχισε η επίθεση έπρεπε να τον δείτε να ορμάει στους άλλους…Τι θέαμα!»

«Τον χάσαμε σε μια παραζάλη από αστραφτερό ατσάλι. ΕΚΕΙΝΟ ήταν τέλος ταιριαστό για έναν ήρωα, μάγε» υπογραμμίζει ονειροπόλα ο Ορν.

«Και πράγματι δεν τον βρίσκουμε πουθενά» κάνει ο Γκριμρ ξύνοντας το γένι του. «Δεν τον έχουν ούτε ακουστά στο Μέγαρο των Μανιακών.»

«Που στη Βαλχάλα είναι τότε;» ρωτάει ο Θόριρ ανασηκώνοντας τους ώμους του.

«Δεν είναι στην Βαλχάλα» λέει ο μάγος, «Το πνεύμα του είναι παγιδευμένο στη Γη!»

 

«Θεοί! Στη Γη;!» αναφωνεί ο Θόριρ.

«Το πνεύμα του όμως μπορεί να ελευθερωθεί και να επιστραφεί!» συνεχίζει ο Άρνορ, «Αν ήσασταν αρκετά γενναίοι και πρόθυμοι να τον αναζητήσετε...»

«Εννοείς πως μπορούμε να επιστρέψουμε στη Γη; Να λάβουμε μέρος και σε άλλες μάχες;!» ρωτάει με ελπίδα ο Γκριμρ.

«Να αδράξουμε τα ξίφη και τα τσεκούρια μας ξανά;!» χαμογελάει ο Ορν.

Ο Άρνορ καθαρίζει για λίγο τον λαιμό του.

«Εε, λοιπόν…Τα πράγματα εκεί κάτω έχουν αλλάξει κάπως…»

Ένα από τα βαλσαμωμένα κοράκια στον τοίχο αφήνει ένα ξαφνικό κρώξιμο. Ο Άρνορ τους δείχνει το πουλί.

«Δώστε βάση! Το μαντείο μίλησε! Ο Όλαφ ο Μανιακός ζει! Καταραμένος από μια εξοργισμένη Βαλκιρία επειδή στον πυρετό της τελευταίας του μάχης μάσησε το σανδάλι της. Με το πόδι της ακόμα μέσα.»

«Παλιογυναίκες» μουρμουράει ο Θόριρ.

«Είναι παγιδευμένος μέσα στο σώμα ενός αγοριού που το λένε…Μπάμπη.»

«Μπάμπη;!»

«Ο Μπάμπης είναι ένα πολύ μπερδεμένο αγοράκι. Φυσικά μπορείτε να μαντέψετε πόσο μπερδεμένος είναι ο Όλαφ.»

 

Ο Μάγος φανερώνει κι άλλες εικόνες μέσα στους ατμούς. Εκεί βλέπουν τον Μπάμπη, ένα τόσο δα κουτσούβελο, να κάθεται απορημένο σε ένα σκαμνάκι. Βρίσκεται σε ένα γραφείο. Απέναντι του κάθεται ένας ψυχίατρος και του δείχνει σκίτσα ρόρσκατς.

«Κι εδώ; Τι βλέπεις; Τι βλέπεις εδώ Μπάμπη παιδί μου;»

 

Οι τέσσερις βίκινγκ κοιτάζονται.

«Τώρα εξηγούνται όλα» λέει ο Θόριρ.

«Τι φριχτή μοίρα» στενάζει ο Ορν.

Ο Γκριμρ τραβάει το πλατύ του ξίφος από το θηκάρι του.

«Δείξε μας το μούλικο. Θα το ανοίξουμε στα δύο, θα ελευθερώσουμε τον φίλο μας με τη μία.»

«Ας μην βιαζόμαστε» λέει ο μάγος, «Η βία δεν θα λύσει το συγκεκριμένο πρόβλημα. Δυστυχώς. Εδώ χρειάζεται λεπτεπίλεπτη προσέγγιση.»

Τον κοιτάζουν σαν να τους μιλάει κορακίσια. Ο Άρνορ ξέρει πως χάνει τον καιρό του.

«Μην τον κόψετε. Θα στείλει τον Όλαφ στα μαύρα πηγάδια του Ράγκναροκ. Θα χαθεί χωρίς να δώσει μάχη.»

«Τι μπορούμε να κάνουμε τότε;»

«Και η Βαλκιρία είναι παγιδευμένη από την ίδια κατάρα που εξαπέλυσε. Θα τη βρείτε να τριγυρνάει κάπου εκεί γύρω από το παιδί. Πρέπει να την αναγκάσετε να αφήσει τον Όλαφ ελεύθερο. Μόνο εκείνη έχει τη δύναμη να το κάνει.»

«Θέλεις να τα βάλουμε με μια γυναίκα;»

«Μην υποτιμάτε τις δυνάμεις της. Είναι μια ξινισμένη γεροντοκόρη, έχει όμως δόντια και δαγκώνει.»

 

Με μια ξαφνική κίνηση ο Άρνορ ράνει τους τέσσερις με μια χρυσόσκονη.

«Magnus obilis ubilis publum teorum malakus dufus improvisatorus!»

Οι βίκινγκ εξαφανίζονται σε μια έκρηξη καπνού.

 

Μια βαριά καταιγίδα βροντάει ψηλά πάνω από την φωταγωγημένη πόλη. Αστραπές κόβουν φέτες τα μεγάλα, μαύρα σύννεφα. Τέσσερις φιγούρες γκρεμίζονται από τα ουράνια προς το έδαφος ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας.

 

Ο Μπάμπης είναι ακόμα μωράκι. Κάθεται μέσα στην καγκελωτή κούνια του. Με τα μάτια του ορθάνοιχτα αφουγκράζεται την καταιγίδα απ’έξω. Αεροπλανάκια και λαγουδάκια κρέμονται πάνω από το κεφάλι του. Ένα αρκουδάκι σε ίσο μέγεθος με εκείνον είναι δίπλα στο μαξιλάρι του. Η ταπετσαρία στους τοίχους είναι γεμάτη συννεφάκια.

 

Οι τέσσερις βίκινγκ εμφανίζονται στο ταβάνι και πέφτουν μέσα στο δωμάτιο διαλύοντας μερικά έπιπλα. Τινάζονται σχεδόν αμέσως όρθιοι με τα ξίφη, τα ρόπαλα και τα τσεκούρια τους έτοιμα. Κοιτάζουν γύρω τους γρυλίζοντας σαν να αναμένουν ενέδρα. Ο Θόριρ κόβει στα δύο ένα αναμμένο αμπαζούρ. Βλέπουν το μωρό. Τους βλέπει κι εκείνο. Ο Σνόρι σηκώνει και μελετάει έναν λούτρινο ρινόκερο.

«Τι κόλπα μας επιφυλάσσει ετούτη η μαγεία;» αναρωτιέται ο Θόριρ.

«Τι είναι αυτό το μωρό;» λέει καχύποπτα ο Γκριμρ.

Ο Σνόρι σκύβει ανάμεσα από τα κάγκελα και κοιτάζει από κοντά τον Μπάμπη.

«Λέτε αυτό…να…» ξεκινάει ο Ορν.

«Όλαφ;!» φωνάζουν οι τρεις μαζί.

«Δεν του μοιάζει καθόλου.»

«Τα μωρά είχαν περισσότερες τρίχες στην εποχή μας.»

«Έι, κοιτάξτε! Στάζει σάλια!»

«Α, πράγματι! Είναι λοιπόν ο Όλαφ!»

«Κι όμως…» ο Θόριρ κοιτάζει γύρω του καχύποπτα. «Αυτές οι ζωγραφιές και τα είδωλα μου κάθονται λάθος…»

«Μου προκαλούν κι εμένα μια αναγούλα» συμφωνεί ο Ορν.

«Το κακό παίζει παιχνίδια μαζί μας» τονίζει ο Γκριμρ.

 

Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και στο δωμάτιο εισβάλλει η Γκουβερνάντα Γκεστάπο-Χέλγκα. Είναι τεράστια και κουτσαίνει στο ένα πόδι. Οι βίκινγκ βουτούν να κρυφτούν πίσω από την κούνια. Η Χέλγκα πλησιάζει.

«Τι φασαρία ήταν αυτή;!» ουρλιάζει. Βλέπει τα σπασμένα έπιπλα. «Τι έκανες τώρα άτακτο παιδί;! Γιατί επιμένεις να συγχύζεις την γκουβερνάντα σου;!»

Το μωρό δείχνει πίσω από το κρεβάτι, προς τους βίκινγκ.

«Αγκελάντες!» λέει.

Η Χέλγκα αρπάζει το αρκουδάκι από το μαξιλάρι και το κρατάει μπροστά στο μωρό. Τραντάζει βίαια το παιχνίδι.

«Θα τιμωρήσουμε τον Λολό πάλι; Ο κακός-κακός Λολός θα πληρώσει τις ζημιές που έκανε ο Μπάμπης! Έτσι Μπάμπη;!»

Το κάτω χείλος του Μπάμπη αρχίζει να τρέμει. Υγραίνονται τα ματάκια του.

 

Ο Θόριρ ψιθυρίζει προς τον Ορν.

«Είτε είναι Βαλκιρία, κι αν δεν είναι, είναι χειρότερη από μία. Δεν μπορώ να κρύβομαι άλλο πίσω από ένα μωρό.»

Ο Θόριρ ορμάει στα φανερά αφήνοντας την πιο τρομερή του ιαχή. Πέφτει πάνω στη Χέλγκα, περνάει άυλος από μέσα της και πετιέται έξω από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου. Η Χέλγκα παραμένει να κοιτάζει σκληρά το μωρό, τελείως ανυποψίαστη από ό,τι προηγήθηκε. Οι Γκριμρ και Ορν πετάγονται και της ρίχνονται κι αυτοί, την διαπερνούν, τσακίζονται όμως πάνω στον τοίχο του δωματίου. Κάδρα πέφτουν από τα καρφιά τους και σπάνε στο πάτωμα. Αυτό η Χέλγκα το αντιλαμβάνεται πολύ καθαρά.

 

Εντωμεταξύ ο Θόριρ έχει καταλήξει στο μπάνιο μπροστά στο ενεργό πλυντήριο που γουργουρίζει και στροβιλίζει τον κάδο του. Ο Θόριρ κατεβάζει τον πέλεκυ του στο μηχάνημα και καταφέρνει να το κόψει. Νερά, σαπουνάδες και σπίθες σκάνε πάνω στον βίκινγκ.

 

Η Χέλγκα στην κρεβατοκάμαρα ακούει το πατιρντί και κοιτάζει εξοργισμένη τον Μπάμπη.

«Εσύ τα κάνεις αυτά δαιμόνιο;! Εσύ φταις γι αυτά;»

Ο Θόριρ επιστρέφει στο δωμάτιο με βρεγμένα ρούχα και κάλτσες στα κέρατα και την πανοπλία του.

«Έσφαξα το τέρας! Το ξεκοίλιασα!»

Με την σειρά του, ο Σνόρι παίρνει φόρα και πηδάει πάνω στην γκουβερνάντα για να την λιώσει κάτω από τον όγκο του. Καταλήγει φαρδύς-πλατύς στο πάτωμα, το οποίο σπάει και…η κρεβατοκάμαρα του Μπάμπη καταλήγει στο σαλόνι του ισογείου. Τα πάντα χάνονται μέσα σε ένα σύννεφο από σοβά και πριονίδι.

 

Ο Θόριρ καταλήγει στα μαλακά μιας πολυθρόνας.

«Είναι σαν φάντασμα. Δεν μπορούμε να την αγγίξουμε!»

Ο Ορν σέρνεται δίπλα στον Θόριρ.

«Νόμιζα πως εμείς ήμασταν τα φαντάσματα.»

Ο Γκριμρ έχει καταλήξει μπροστά στην αναμμένη τηλεόραση. Παίζει «επαγγελματική πάλη».

«Μανιακοί!» φωνάζει έκπληκτος.

Στην οθόνη, ένας παλαιστής κάνει προκλητικές, ειρωνικές γκριμάτσες. Ο Γκριμρ ανταποκρίνεται ορμώντας με τα κέρατα του. Σπάει την οθόνη και η τηλεόραση εκρήγνυται με γαλάζιες σπίθες.

 

Ο Μπάμπης έχει πέσει πάνω στο χαλί. Βλέπει τον Λολό λίγο πιο εκεί. Αρχίζει να μπουσουλάει προς τον αρκούδο του. Η Χέλγκα όμως είναι ακόμα εκεί. Αρπάζει τον Λολό και στέκεται πανύψηλη πάνω από το μικρό μωρό.

«Άτακτο παιδάκι! Πως θα εξηγήσω όλα αυτά στους γονείς σου; Εσύ, εσύ το έκανες! Πες το μου να το ακούσω! Πες ‘εγώ το’κανα’. Πες αλλιώς δες τι θα κάνω στον αρκούδο…»

Αρχίζει να στρίβει το κεφάλι του αρκούδου. Το πρόσωπο του Μπάμπη γίνεται κόκκινο, το κάτω του χείλος τρέμει και ανοίγουν οι βρύσες με τα δάκρυα. Η Χέλγκα αρχίζει να γελάει.

«Για κοίτα τον κλαψιάρη! Τι κλαψιάρης! Χα-χα-χι-χι-κα-κα-κα!»

Εκείνη τη στιγμή όμως αρχίζουν περισσότερα πράγματα να συμβαίνουν στον Μπάμπη. Τα μάτια του γουρλώνουν σε αφύσικο μέγεθος. Πρώτα το αριστερό, μετά το δεξί. Το κεφάλι του βγάζει καπνούς και τα δόντια του κροταλίζουν περίεργα. Η Χέλγκα σταματάει να γελάει και τον κοιτάζει θορυβημένη.

«Τι τρέχει; Καινούργια κόλπα είν’αυτά;»

 

Σπίθες σκάνε και πάνω στους τέσσερις βίκινγκ. Κοιτάζονται έκπληκτοι μεταξύ τους. Οι Θόριρ, Γκριμρ, Ορν και Σνόρι επιμηκύνονται και αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από το μωρό σαν να έχουν παγιδευτεί σε μια δίνη. Απότομα ρουφιούνται μέσα στο μωρό και… ΜΠΟΥΜ… σε μια έκρηξη μυών, ο Μπάμπης αλλάζει σε Όλαφ, σε όλη την αχαλίνωτη, καλπάζουσα, δοξασμένη του μανία. Γεμίζει όλο το σαλόνι. Το στόμα του ανοίγει σαν σπήλαιο να ουρλιάξει την οργή του, φτύνοντας καταρράκτες αφρού. Ο άνεμος που δημιουργεί η κραυγή του στέλνει την γκουβερνάντα να γίνει χαλκομανία στον απέναντι τοίχο. Ο Όλαφ κλοτσάει και γρονθοκοπεί τα έπιπλα που στέκονται ακόμα όρθια γύρω του.

«Λο-λό!! Λο-λό!!!» φωνάζει.

Η Χέλγκα γλιστράει πάλι προς το πάτωμα και πατάει κατά λάθος τον αρκούδο. Αυτό εξοργίζει τον Μανιακό διπλά. Η κραυγή του τινάζει τις φουρκέτες από τον κότσο της Βαλκιρίας. Τα μαλλιά της ανοίγουν σαν τρελή αφάνα. Σηκώνει τον αρκούδο στα χέρια της.

«Ουπς… Αυτό ήθελες;»

 

Κατεβάζει την γιγάντια του γροθιά και στέλνει την Βαλκιρία μέσα από τον τοίχο ανοίγοντας μια τρύπα. Το καύκαλο της γκουβερνάντας Χέλγκας παραμένει μπροστά στη γροθιά του Όλαφ, κι εκεί διαλύεται σε κομματάκια. Ο Όλαφ σηκώνει λατρευτικά τον αρκούδο από το πάτωμα.

«Λο-λό…»

Αγκαλιάζει τον αρκούδο του και ταυτόχρονα σμικρύνεται στο γνωστό μέγεθος του Μπάμπη. Οι τέσσερις βίκινγκ πέφτουν γύρω από το μωρό.

«Νιώσατε την κάψα της μάχης;!» φωνάζει ο Θόριρ.

«Ήταν πάλι όπως παλιά!» ξεφωνίζει ο Ορν.

«Ναι…μα που πήγε ο Όλαφ;!» αναρωτιέται ο Γκριμρ.

Ο Σνόρι δείχνει τον Μπάμπη.

«Μπήκε πάλι πίσω» συμπεραίνει ο Θόριρ.

 

Ο δεύτερος τοίχος διαλύεται και μπροστά τους εμφανίζεται η Βαλκιρία, αυτή τη φορά σε όλη της την αρματωμένη λάμψη. Τώρα τους βλέπει και γελάει κοροϊδευτικά.

«Έπρεπε να το περιμένω. Εσείς είστε ό,τι καλύτερο είχε να στείλει η Βαλχάλα;!»

«Μας βλέπει!»

«Και βέβαια ηλίθιε! Σαν Βαλκιρία μπορώ!»

«Η Βαλκιρία!»

«Ελευθέρωσε τον Μανιακό γυναίκα!!»

«Αναγκάστε με αν μπορείτε!»

Το υπεροπτικό γέλιο της αλλάζει σε τσιγαρόβηχα. Ο κορσές της σπάει. Η πανοπλία της εκσφενδονίζεται και βρίσκει τον Θόριρ στη μούρη. Ο βίκινγκ καρφώνεται στην ταπετσαρία.

«Άουτς! Το ένιωσα αυτό!»

 

Η Βαλκιρία ξεδιπλώνεται και είναι εμφανές πως τα χρόνια δεν της στάθηκαν ευγενικά. Είναι όντως μια ξινισμένη, υπέρβαρη γεροντοκόρη. Γίνεται κόκκινη από την ταπείνωση.

«Σύντροφοι…Νομίζω πως η Βαλκιρία είναι επιτέλους…ετοιμοπόλεμη» καγχάζει ο Γκριμρ.

Για άλλη μια φορά τραβούν τα όπλα τους.

«Αξιοθρήνητοι Σκανδιναβοί! Θα έχω την εκδίκηση μου! Περιμένετε και θα δείτε!»

Όπως ορμούν εναντίον της εκείνη εξαφανίζεται μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη. Χάνουν για λίγο το φως τους και κουτρούν ο ένας πάνω στον άλλον. Πέφτουν μαζί κάτω στο χαλί και τρίβουν τα μάτια τους. Ο Μπάμπης τους κοιτάζει απορημένος.

 

Σε λίγες ώρες έχουν μαζευτεί πολλά περιπολικά γύρω από το πολύπαθο σπίτι. Ένας αστυνομικός δίνει αναφορά στον διοικητή του.

«Το μικρό εμμένει στην εκδοχή με τις αγελάδες κύριε.»

«Αδέσποτο κοπάδι στα προάστια; Περίεργη υπόθεση» λέει ο ανώτερος ξύνοντας το κεφάλι του.

 

Οι τέσσερις βίκινγκ στέκονται στην κουζίνα, μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο. Ο Μπάμπης είναι στα χέρια του Σνόρι. Σηκώνει το μωρό ως την κατάψυξη. Ο Μπάμπης παίρνει από εκεί ένα παγωτό και πασχίζει να σχίσει το περιτύλιγμα. Ο Θόριρ κρατάει ένα μπούτι από κοτόπουλο, προσπαθεί να το δαγκάσει αλλά τα δόντια του το διαπερνούν άυλα.

«Αυτό είναι σκέτο βασανιστήριο! Μπορώ να το κρατώ αλλά δεν μπορώ να το φάω!!»

«Ο Όλαφ όμως θα μπορούσε να το φάει…»

«Μπορούμε να νιώσουμε όλα όσα νιώθει και ο Μανιακός μας φίλος!»

Και οι τέσσερις κοιτούν τον Μπάμπη που γλύφει το παγωτό του.

«Αν του έπαιρνα το αρκουδάκι του είμαι σίγουρος…»

Με μια έκρηξη καπνού εμφανίζεται ο Άρνορ μπροστά τους.

«Όχι! Δεν πρέπει να αναστατώσετε ποτέ το παιδί επίτηδες!»

«Ποτέ;»

«Ποτέ!»

«Ούτε λιγουλάκι;»

«Καθόλου! Αν τραυματιστεί ο Όλαφ, το ίδιο θα πάθει και ο Μπάμπης. Αν τραυματιστεί ο Μπάμπης, το πνεύμα του Όλαφ θα χαθεί για πάντα. Η αποστολή σας είναι να κάνετε την Βαλκιρία να ελευθερώσει τον Όλαφ με δική της θέληση!»

«Μα είναι φριχτή και ξεροκέφαλη!»

«Δεν είπα πως θα είναι εύκολο.»

 

Ο Άρνορ παίρνει το μπούτι από κοτόπουλο και δαγκώνει μια μπουκιά.

«Μμμ!»

«Έι! Αυτό είναι άδικο!» φωνάζει ο Θόριρ.

«Μην ξεχνάτε, ο Όλαφ υπάρχει μέσα από σας, και σεις υπάρχετε μέσα από τον Όλαφ!»

«Τότε…»

«Δεν θα τον αναστατώνεται ποτέ είπα! Η Βαλχάλα στηρίζει τις ελπίδες της πάνω σας!»

Ο Άρνορ εξαφανίζεται. Μένουν να κοιτούν το μωρό να πασαλείβεται στη σοκολάτα.

 

Χρόνια μετά. Δημοτικό σχολείο. Το κουδούνι μαζεύει μια τάξη στην αυλή. Ο Μπάμπης στέκεται με φανέλα και σορτσάκι, όπως και οι συμμαθητές του, μπροστά σε έναν ψηλό, στρογγυλό κύριο με δύο προγούλια και μια τεράστια κρεμαστή κοιλιά. Είναι ο δάσκαλος γυμναστικής. Φοράει μια στολή παραλλαγής που σχεδόν του κάνει. Ο Μπάμπης είναι ένα μικροκαμωμένο αγοράκι, λίγο πιο μινιόν από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Ο γυμναστής τον σημαδεύει με το δάχτυλο του και τον παροτρύνει να βγει μπροστά, ξέχωρα από τους άλλους. Τον έχει σχεδόν κάτω από την κοιλιά του και του βάζει αμέσως τις φωνές.

«Στρατιώτη Φισέκι, έκανες τα πενήντα πους-απς που σου ζήτησα;! Έκανες το τέντωμα, το γύρισμα και το ζέσταμα όπως έχω απαιτήσει; Ένιωσες την μέση σου να διαμαρτύρεται και τα κόκαλα σου να σκάνε;! Πονάς αυτή τη στιγμή στρατιώτη Φισέκι, υποφέρεις καθόλου;! Είσαι έτοιμος για τα δώδεκα μίλια βάδην, σούρσιμο και κύλισμα μέσα από την πιο σκληρή, πιο βραχώδη και πιο ακανθώδη ύπαιθρο σε αυτή την πλευρά της κόλασης;! Μέσα από χαλίκι, πέτρα και λάσπη;! Είσαι έτοιμος να φερθείς σαν αληθινός στρατιώτης, να το δεχτείς σαν άντρας;!»

«Εμ…»

«Τι θα κάνω μαζί σου στρατιώτη;! Μου προκαλείς ντροπή να σε κοιτάζω! Είσαι ένας χαμένος! Ένας λούφας! Μια αποτυχία! Ένα μηδενικό! Ένας άχρηστος! Ένας ξοφλημένος! Ένας ανίκανος!»

 

Λίγο πιο εκεί, οι Θόριρ, Γκριμρ, Ορν και Σνόρι κάθονται στο σκάμμα της αυλής. Ακούν κάθε λέξη που φωνάζει ο γυμναστής. Δείχνουν να μην δίνουν σημασία, κοιτάζουν κυρίως τα νύχια τους.

«Τι βλέπω στρατιώτη Φισέκι;!» συνεχίζει ο γυμναστής, «Είναι δάκρυ αυτό που βλέπω;! Θα μου βάλεις τώρα τα κλάματα;! Θα μου φωνάξεις μήπως και τη μαμάκα σου;! Είσαι μαμάκιας στρατιώτη;! Θα αρχίσεις τις κλάψες, τα ζουμιά και τα μπουχουχού πάνω στη στολή μου;! Διαπερνούν τα όσα λέω το κούφιο σου το κεφάλι Φισέκι;!»

«Δεν κάνουμε τίποτα» λέει ο Θόριρ.

«Κοιτάμε τη δουλειά μας» συμπληρώνει ο Γκριμρ.

«Δε φταίμε που αυτό το όρθιο ψοφίμι πάει γυρεύοντας…» ολοκληρώνει ο Ορν.

 

Σπίθες αρχίζουν να πετούν από τα σώματα των βίκινγκ. Η όψη τους επιμηκύνεται και ρουφιούνται εκτός σκάμματος προς τον Μπάμπη.

«Πάμε πάλι από την αρχή συμπολεμιστές!» κραυγάζει ο Θόριρ.

«Μα τον Όντιν!»

«Μα τον Θορ!»

 

Τις ιαχές τους ακολουθεί η αφρίζουσα κραυγή του Όλαφ.

 

Τέλος

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...
  • 7 months later...

Δεν είμαι πολύ βέβαιος για το αφαιρετικό νόημα της ιστορίας, αλλά εκεί που τελικά κατέληξα είναι τα εξής: Τέσσερις Βίκινγκ, μπουχτισμένοι από την έλλειψη δράσης στη Βαλχάλα, βλέπουν τη μεγαλύτερη επιθυμία τους να εκπληρώνεται όταν τους δίνεται η ευκαιρία να προκαλέσουν το Ράγκναροκ, τη μεγαλύτερη μάχη όλων των εποχών (και το τέλος του κόσμου). Ίσως να μην τα καταφέρνουν ακριβώς, αλλά τουλάχιστο εξασφαλίζουν μια ζωή (μικρότερων) μαχών.

 

Πιο συγκεκριμένα, η δομή της ιστορίας με ικανοποίησε εκτός ίσως από μερικά σημεία: Πρώτα, ο ρόλος της Βαλκίριας ποιός είναι ακριβώς; Αν, σκοτώνοντάς την στην υλική της μορφή, την ελευθερώνουν από το δικό της μέρος της κατάρας και αυτή την κάνει, τότε γιατί υπονοείται ότι θα ξαναγυρίσει και γιατί μετά συζητούν για το πώς δεν καταφέρνουν να την πείσουν; Αν αυτή παραμένει, τότε γιατί σταματάει να παίζει ρόλο στην ιστορία χωρίς να έχει λυθεί η συμμετοχή της στο δράμα; Δεύτερο, τα περί υλικών και πνευματικών μορφών νομίζω γίνονται λίγο πιο περίπλοκα από όσο χρειάζονται. Καταλαβαίνω ότι ήθελες να μπορούν οι Βίκινγκ να αλληλεπιδρούν με τα αντικείμενα (για να έχουμε τις σκηνές που τα σπάνε όλα) αλλά να μην είναι ορατοί από τους ανθρώπους. Αλλά εκεί που αναφέρεις για το πώς μπορούν να νιώσουν τη σοκολάτα που τρώει ο Μπάμπης, φοβάμαι σε χάνω. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Ακόμα, για ποιό λόγο αυτοί σκέφτονται καν να πειράξουν το παιδί και γιατί γίνεται τόσο μεγάλη μνεία στο πώς δεν πρέπει να τον αναστατώσουν επίτηδες; Υπάρχει το κομμάτι της πλοκής με το πώς αν πάθει κάτι ο Μπάμπης, ο Όλαφ στέλνεται στα πηγάδια και ίσως το προηγούμενο κονφούζιο προκαλείται από το γεγονός ότι δε το συνδέεις αρκετά καλά με την υπόλοιπη ιστορία. Τρίτο, στην αρχή είχα νομίσει ότι το κείμενο όδευε προς το Ράγκναροκ και εκεί θα τελείωνε. Αλλά μετά οι τέσσερις φαίνεται να αποτυγχάνουν στην αποστολή τους. Οπότε φαντάστηκα ότι καταλήγουμε στο νόημα που έγραψα στην αρχή, ότι δηλαδή από το τίποτα της Βαλχάλας, καλύτερα οι σποραδικές μάχες στη Γη αφού χάθηκε η ευκαιρία για το Ράγκναροκ. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε μου φαίνεται ότι θα ήταν καλύτερα να το επιβεβαίωνες αυτό κάπως περισσότερο μέσα στο κείμενο (ας πούμε στο τελευταίο διάλογο των Βίκινγκ στο τέλος) ώστε να είναι πιο ξεκάθαρο. Αν δεν έχουν έτσι τα πράγματα, ποιά είναι η κατάληξη του κειμένου; Το αφήνεις απλώς ανοικτό; Δεν είδα "συνεχίζεται" στο τέλος. Από εκεί και πέρα, νομίζω η μετάφραση από το Αγγλικό πρωτότυπο σε μερικά σημεία είναι απίστευτα πετυχημένη ενώ σε κάποια άλλα όχι και τόσο. Μερικά από αυτά τα σημεία και μερικά επιπλέον συγκεκριμένα σχολιάκια μπορείς να βρεις στο συννημένο αρχείο. Μπάμπης__το_Φισέκι.pdf

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..