Jump to content

Ανθρώπινη φύση, 2632


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κέλλης Κωνσταντίνος

Είδος: επιστημονική φαντασία

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων:3293

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Ιδού και το πρώτο μου ποστ στις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Είναι λίγο μεγάλο (9 σελίδες) και το μετέφρασα από την αγγλική του μορφή (όπως το πρωτοέγραψα πριν λίγους μήνες). Είναι το αγαπημένο μου διήγημα κι ελπίζω να σας αρέσει και να προσφέρετε και το creative feedback σας. Επίσης, είναι 2,3 σημεία που είναι γραμμένα με bold και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Μην ψαχτείτε, απλά είναι ένα λάθος.

 

 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ, 2632

 

 

“Μέσω της αλλαγής, βρίσκουμε τον σκοπό.

 

Ηρόδοτος

 

 

 

Ο θάνατος είναι σίγουρα δύσκολο πράγμα.

 

Αυτή ήταν η σκέψη μέσα στο κεφάλι του Κέσευ11641Α. Μερικά εκατοστά νοτιότερα αυτής της απλής νοητικής δραστηριότητας, ξεκινούσε μια δραστηριότητα, πιο σωματική , καθώς οδηγούσε ένα κοφτερό κομμάτι μετάλλου μέσα στο στέρνο του. Μια φορά και μετά άλλη μια.

 

Πόνεσε διαολεμένα πολύ. Και δεν δούλεψε.

 

Κάτι κινήθηκε μέσα στο χέρι που κράδαινε το μέταλλο και αυτό ακινητοποιήθηκε.

 

Όχι, όχι απλά κάτι.

 

Δισεκατομμύρια από κάτι κινήθηκαν μέσα στο χέρι που κράδαινε το μέταλλο κι αυτό ακινητοποιήθηκε.

 

Τα δάχτυλα του λύγισαν το μέταλλο με υπεράνθρωπη δύναμη και έσπασε σαν ένα κομμάτι ξύλου. Έπεσε στο μεταλλικό πάτωμα με μια δυνατή κλαγκή.

 

 

Το έτος 2632, οι άνθρωποι δεν πέθαιναν.

 

Το έτος 2632, οι άνθρωποι δεν γεννιόνταν καν.

 

Ένας πληθυσμός 28 δισεκατομμυρίων επάνω στον πλανήτη ήταν ήδη αρκετός.

 

Ο γηραιότερος άνθρωπος στον πλανήτη ήταν μια γυναίκα κάπου στην παλιά Βρετάνη. Ήταν 322.

 

Ο Κέσευ11641Α δεν είχε πατήσει καν τα 160. Ήταν ένας από τους «νεοαίματους», την τελευταία γενιά ανθρώπων που γεννήθηκαν πριν την ολοκληρωτική απαγόρευση των γεννήσεων και το κλείσιμο όλων των εργοστασίων εκκόλαψης παγκοσμίως.

 

Είχε μια ήρεμη και καθωσπρέπει ζωή για τον τελευταίο ενάμιση αιώνα, δουλεύοντας σε μια πληροφοριοθήκη μέσα στον Διάκοσμο.

 

 

Ο Διάκοσμος ήταν το μέρος που οι άνθρωποι δουλεύαν και αλληλεπιδρούσαν και ζούσαν. Οι εγκέφαλοι τους ήταν συνδεδεμένοι μέσα από ένα αχανές δίκτυο καλωδίων, δημιουργώντας μια συλλογική συνείδηση. Ποτέ δεν άφηναν τα μικρά μεταλλικά κυβικά διαμερίσματα που ονόμαζαν «σπίτια». Δεν χρειαζόταν. Ο κόσμος ερχόταν σ’αυτούς, μέσα από το κλείσιμο των ματιών τους.

 

 

Τι υπήρχε εκεί έξω; Τι βρισκόταν πέρα από τους τοίχους. Κανείς δεν ήξερε πια. Κανείς δεν νοιαζόταν ή το σκεφτόταν καν πια. Ο κόσμος πίσω από τα βλέφαρα τους ήταν πιο αληθινός, πιο συμβατικός. Λειτουργούσε.

 

 

Περίπου δυο μήνες πριν την απόπειρα αυτοκτονίας, ο Κέσευ11641 είχε μια απόλυτα κανονική ημέρα, πάνω κάτω όπως και οι προηγούμενες πενήντα έξι χιλιάδες της ζωής του. Τότε ένα παλιό ράφι ακριβώς πάνω από το κεφάλι του δεν άντεξε άλλο. Με το βάρος του να νικάει έναν πόλεμο 150 χρόνων, οι παλιές βίδες επιτέλους υποχώρησαν και έπεσαν.

 

Ένα βαρύ μεταλλικό κουτί τον χτύπησε στο κεφάλι. Οι νανίτες μέσα στο σώμα του, τρισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια ρομπότ σε μέγεθος κυττάρου, κινήθηκαν άμεσα στο σημείο για να επανορθώσουν την ζημιά όπως έκαναν πάντα. Αυτή ήταν η δουλειά τους και γι’αυτό τους είχε δωθεί Τεχνητή Νοημοσύνη λίγους αιώνες νωρίτερα.

 

Σ’αυτή την περίπτωση όμως, οι μηχανές έκαναν λάθος. Η πιθανότητα ενός τέτοιου γεγονότος είχε υπολογιστεί κοντά σε μερικές εκατοντάδες-χιλιάδες-δισεκατομμύρια προς 1. Ήταν κάτι ανήκουστο, αδιανόητο.

 

Ως την στιγμή που συνέβη.

 

 

Ο Κέσευ11641Α κρατούσε το κεφάλι του από τον πόνο, ένας πόνος που κράτησε μόλις δύο δευτερόλεπτα. Ένα κομμάτι του εγκεφάλου του όμως είχε τραυματιστεί όμως και δεν επιδιορθώθηκε όπως έπρεπε. Ήταν το κομμάτι των ανθρώπινων συναισθημάτων. Μια περιοχή που τα συναισθήματα αναμειγνύονταν και μεγάλωναν, σε απόλυτη καταστολή από την ώρα που σχηματιζόταν μέσα στην μήτρα της μητέρας του, κατά την θεσμοθετημένη διαδικασία. Το συμβάν και ο πόνος που ήρθε από αυτό θα έπρεπε να αφήσει τον Κέσευ11641Α απόλυτα απαθή ως συνήθως.

 

Όχι αυτή την φορά όμως. Αυτή την φορά, έκανε τον Κέσευ11641Α να σκεφτεί. Τον έκανε να αναρωτηθεί.

 

Όχι για κάτι συγκεκριμένο. Μα για τα πάντα. Τον έκανε να αναρωτηθεί ακόμη και τι είναι «να αναρωτιέσαι».

 

Κοίταξε τα κάτισχνα χαρακτηριστικά του. Το σώμα του ήταν σχεδόν σκελετωμένο, μια μάζα από πάλλευκο άτριχο δέρμα που κάλυπτε κόκκαλα και δυνατούς μύες. Και καλώδια. Πολλά καλώδια που τρυπούσαν το κορμί του. Μπορούσε να δει τις άκρες τους στον μεταλλικό τοίχο, να τον «ταίζουν» με ενέργεια. Λευκό φως έτρεχε μέσα του, τροφοδοτώντας τους νανίτες, κι έτσι τροφοδοτώντας και τον ίδιο.

 

Τα έβλεπε κάθε μέρα για τα προηγούμενα 160 χρόνια. Γιατί έμοιαζαν τόσο εξωπραγματικά σήμερα; Αυτά τα περίεργα συναισθήματα μέσα του, τον ώθησαν να ψάξει.

 

Έκλεισε τα μάτια και συνδέθηκε στον Διάκοσμο. Υπήρχαν κλήσεις που τον περίμεναν, γνωστοί που ήθελαν να «αλληλεπιδράσουν». Τους αγνόησε, με την επιθυμία αυτή να δυναμώνει κάθε λεπτό που περνούσε. Ήξερε ενστικτωδώς που έπρεπε να πάει. Το μέρος στο οποίο δούλευε για τόσες δεκαετίες και ποτέ δεν νοιάστηκε να μπει στα ενδότερα του. Ποτέ δεν νοιάστηκε να μάθει τι υπήρχε πραγματικά εκεί μέσα. Μέχρι σήμερα. Εισήλθε και έκανε μια ερώτηση, που πιθανότατα δεν είχε ξαναγίνει ποτέ.

 

«Επιζητώ πληροφορίες για τους Παλιούς Ανθρώπους.»

 

Η αρχική του έρευνα ήταν άκαρπη. Οι περισσότεροι διάδρομοι πληροφοριών ήταν προστατευμένοι από κωδικούς. Φυσικά αυτό το μικρό εμπόδιο δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει τώρα. Χρησιμοποίησε κάποιους κωδικούς και ο πρώτος διάδρομος άνοιξε μπροστά του.

 

Κάποια πράγματα είχαν πραγματικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

«Φαγητό.» Μουρμούρισε. Κάποτε οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούσαν καθαρή ενέργεια αλλά ύλη, σαν πηγή ενέργειας και θρέψης. Διάβασε για τους υδατάνθρακες, τις πρωτεϊνες, το λίπος και τις βιταμίνες. Αυτά ήταν τα βασικά κομμάτια της αυτοσυντήρησης προτού δημιουργηθούν οι νανίτες που έκαναν τα πάντα ευκολότερα και συμβατικά για όλους. Οι άνθρωποι συνήθιζαν να καταναλώνουν «φαγητό» κάποτε. Μα τι ήταν το φαγητό; Υπήρχαν κάποια αλλόκοτα πλάσματα εκεί. Ογκώδη παραφουσκωμένα τετράποδα με μαύρες κηλίδες στο άσπρο δέρμα τους. Ονομάζονταν «βοοειδή». Υπήρχε ακόμη η εικόνα ενός ανθρώπου με ένα καμπυλωτό δοχείο μπροστά του. Κρατούσε μερικά λευκά καλώδια με ένα μικρό αστραφτερό εργαλείο μπροστά του. Το όνομα της εικόνας ήταν «σπα-γκέ-τι».

 

Περιεργάστηκε την μορφή του ανθρώπου. Ήταν αποκρουστικός. Τα χέρια του ήταν πρησμένα. Περίπου τρείς φορές όσο τα δικά του, δίχως να φαίνονται καθόλου μύες. Σκούρες ίνες προέβαλαν από το κεφάλι του και το πρόσωπο του έμοιαζε παραμορφωμένο.

 

Χαμογελάει. ‘Ηταν μονάχα μια σκέψη, μια τολύπη καπνού που γρήγορα εξανεμίστηκε. Όμως, είχε αφήσει το σημάδι της. Δεν ήξερε πως το ήξερε. Απλά...το ήξερε.

 

‘Χαμογελάει...’ είπε ο Κέσευ11641Α και άρχισε να ψάχνει τους διαδρόμους γι’αυτό. Βρήκε τις εικόνες περισσότερων αλλόκοτων ανθρώπων που χαμογελούσαν. Άνοιξε τα μάτια του, αφήνοντας τον διάδρομο πίσω του. Προσπάθησε να αναπαράγει την περίεργη κίνηση. Οι μύες του προσώπου του, λεπτοί σαν κλωστές από την έλλειψη χρήσης ή αναγκαιότητας, καταπονήθηκαν, πόνεσαν. Οι νανίτες έτρεξαν, υπακούωντας στην θέληση του συμβιωτή τους. Ο Κέσευ11641Α χαμογέλασε. Τον έκανε να νιώσει «όμορφα».

 

Κοίταξε γύρω του. Οι τοίχοι του μικρού δωματίου του ήταν σκοτεινοί. Ήταν φτιαγμένοι από ψυχρό μέταλλο. Το πάτωμα ήταν πιο ανοιχτού χρώματος. Ήταν κι αυτό επίσης φτιαγμένο από μέταλλο.

 

Παρακολουθούσε τους τοίχους γύρω του καθώς αλλάζαν χρώμα, παίρνοντας μια ερυθρόφαιη απόχρωση ορείχαλκου που υποτίθεται ότι ήταν κατευναστικοί. Παρατήρησε με περιέργεια για λίγα ακόμη δευτερόλεπτα κι έκλεισε τα μάτια του ξανά, επιθυμώντας να μάθει περισσότερα για τους Παλιούς Ανθρώπους.

 

Ο προσωπικός υπηρέτης του κύλησε έξω από το ντουλάπι του και σήκωσε το βαρύ κουτί που έπεσε και χτύπησε τον Κέσευ11641Α. Ηταν γεμάτο με ανταλλακτικά κομμάτια, αχρείαστα ακόμη. Ο υπηρέτης σκαρφάλωσε τον τοίχο με τα μεταλλικά του πλοκάμια, επισκέυασε το ράφι με νέες βίδες μέσα από το κουτί κι έβαλε τον εξοπλισμό στην θέση του. Έπειτα επέστρεψε στο ντουλάπι του και απενεργοποιήθηκε αυτόματα.

 

Ο άντρας δεν πρόσεξε καν τον υπηρέτη όσο κινόταν γύρω του. Ήταν κομμάτι της πραγματικότητας του για 80 χρόνια.

 

Το μυαλό του περιπλανιόταν μέσα στα απαγορευμένα μονοπάτια της πληροφοριοθήκης. Ξαπλωμένος στον μεταλλικό του κρεβάτι, με τα μάτια του κλειστά, προσπάθησε να χαμογελάσει ξανά. Γι’άλλη μια φορά, ένιωσε «όμορφα».

 

 

Την επόμενη μέρα, ο Κέσευ11641Α συνάντησε μερικούς από τους φίλους του μέσα στον Διάκοσμο. Κάθισε εκεί σε μια εικονική καρέκλα καθώς οι υπόλοιποι αντάλλαζαν πληροφορίες και δεδομένα για τις δουλειές τους. Προσπάθησε να τους εξηγήσει τι είχε δει, τι είχε ανακαλύψει. Δεν καταλάβαιναν. Σ’εκείνους, τα λόγια του έμοιαζαν με ασυναρτησίες. Ένιωθε περίεργα, άσχημα αυτή τη φορά. Προσπάθησε να χαμογελάσει μα δεν μπορούσε. Όχι μέσα στον Διάκοσμο. Τους κοίταξε. Είχαν ξεχάσει αμέσως αυτά που τους είχε πει, μπλοκάροντας τέτοιες εξωπραγματικές ιδέες και συνέχισαν να ανταλλάσουν πληροφορίες για την καθημερινή τους εργασία. Έμοιαζαν ικανοποιημένοι με την ύπαρξη τους. Εκείνος ένιωθε φόβο μα δεν είχε όνομα γι’αυτό το συναίσθημα ακόμα. Ήταν αυτή και η δική του ύπαρξη τόσα χρόνια; Όλοι έμοιαζαν τόσο ψυχροί κι απόμακροι... Αφησε την «παρέα» τους και επέστρεψε στην πληροφοριοθήκη, επιθυμόντας να ελέγξει τι σήμαινε «φίλος» εκείνες τις παλιές μέρες.

 

Υπήρχαν περισσότερες εικόνες των αλλόκοτων ανθρώπων, να αγγίζουν ο ένας τον άλλον. Και χαμογελούσαν. Το χαμόγελο έμοιαζε κάτι φυσιολογικό μεταξύ φίλων. Έμοιαζε εκπληκτικά συναρπαστικό. Διαφορετικά συναισθήματα διέτρεχαν μέσα από εκείνο το τραυματισμένο σημείο του μυαλού του σαν στρόβιλος μέσα σε ρυάκι. Ήθελε να τα μάθει όλα. Ήθελε να τα νιώσει όλα.

 

Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το διαμέρισμα. Οι τοίχοι τώρα ήταν ένα σκοτεινό ασημί χρώμα, σημαδεμένο από μαύρο. Έκλεισε τα μάτια του ξανά. Πέρασε μέσα σε λίγες ακόμη απαγορευμένες περιοχές της πληροφοριοθήκης, δίχως να ενδιαφέρεται για τα αυτόματα μηνύματα προειδοποίησης που του έκλειναν στιγμιαία τον δρόμο, ψάχνοντας περισσότερες πληροφορίες στους Παλιούς Ανθρώπους και τις συνήθειες τους. Αναρωτήθηκε τι ήταν ένας περίπατος και ποιά ήταν η αίσθηση ενός φιλιού. Ήταν εντελώς χαμένος με την έννοια μερικών όρων, όπως το «κλάμα» και η «αρρώστια» αλλά πίστευε ότι μπορούσε να καταλάβει άλλους, όπως η «λύπη και η «πλήξη». Και ο «φόβος». Ήταν σίγουρος πως τα ένιωθε όλα αυτά όταν καθόταν με τους φίλους του. Συνέχισε να ψάχνει για παλιές λέξεις και έννοιες, βουτώντας στα ενδότερα τους.

 

 

Οι εβδομάδες περνούσαν. Περισσότεροι κωδικοί έσπαζαν και περισσότερες έννοιες και ιδέες γίνονταν μέρος του διψασμένου μυαλού του. Πίστευε ότι είχε μάθει τι περιείχε η ανθρώπινη φύση. Τώρα ήθελε να μάθει για τον απόγονο της, την ανθρώπινη κουλτούρα. Άκουσε παλιά τραγούδια και λύπη και ομορφιά τον κατέκλυσαν.

 

‘Θείο.’ Ψιθύρισε και τώρα πίστευε ότι είχε καταλάβει τι σήμαινε η έννοια. Χαμογέλασε ξανά. Έμοιαζε ευκολότερο κάθε φορά που προσπαθούσε να το κάνει.

 

Είδε πίνακες και ζωγραφιές, φτιαγμένα από τον ανθρώπινο νου και όχι από αλγοριθμικούς υπολογισμούς. Ήταν τόσο υπέροχα τέλειοι που το μυαλό του πονούσε. Άνοιξε τα μάτια του και για μια στιγμή κοίταξε τους χρυσούς τοίχους του. Τώρα έμοιαζαν...

 

‘Ποιά ήταν η λέξη...’ Μουρμούρισε και έκλεισε τα μάτια του, ψάχνοντας τα παλιά λεξικά της πληροφοριοθήκης. Βρήκε αυτό που έψαχνε.

 

‘Άσχημο, άχαρο, αποκρουστικό, ειδεχθές, αηδιαστικό, φρικιαστικό, αποτρόπαιο.’ Μίλησε και η φωνή του ήταν δυνατή. Για πρώτη φορά στην ζωή του, ο Κέσευ11641Α ένιωσε θυμωμένος.

 

‘Απενεργοποιήσου.’ Είπε και το χρώμα του διαμερίσματος επέστρεψε βαθμιαία στα βασικά μεταλλικά χρώματα του. Σκοτάδι τον κάλυψε και ένιωσε ότι αυτό ήταν το πρέπον.

 

 

Οι νανίτες στο σώμα του συνέχισαν να τον ταίζουν με ενέργεια, συντηρώντας την μοριακή σταθερότητα του. Αυτή ήταν η ζωή για τους ανθρώπους του 2632. Καθισμένοι σε ένα μικρό ηχομονωμένο διαμέρισμα δίχως... «παράθυρα» και «πόρτες», πάντα συνδεδεμένοι στον Διάκοσμο, μια πλαστή παρωδία των σκηνών που ο Κέσευ11641Α έβλεπε μέσα στις πληροφοριοθήκες.

 

 

Η κουλτούρα ήταν γεμάτη ως επάνω με όρους και ιδέες. Εισέβαλλαν μέσα στο μυαλό του από παντού γύρω του και αυτός τους παραδόθηκε πλήρως.

 

«Αγάπη...Όνειρα...Θάνατος». Προσπάθησε να σκεφτεί πως θα ήταν να ονειρεύεται. Προσπάθησε με όλη του την δύναμη. Το μυαλό του έτρεχε, μέσα απ’όλους τους μικρούς διαδρόμους και τα μονοπάτια του εγκεφαλικού πλέγματος του και ήξερε ότι θα καταλάβαινε, τι σήμαινε να ονειρεύεσαι. Έφτασε ξανά σ’εκείνο το μικρό τραυματισμένο κομμάτι γι’άλλη μια φορά.

 

 

Το έτος 2632, οι άνθρωποι δεν κοιμόνταν.

 

 

Οι μέρες περνούσαν, οι νανίτες έτρεχαν κι αυτός μάθαινε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Θα έπρεπε πάση θυσία να το εξηγήσει στους υπόλοιπους. Στους φίλους του, στην υπόλοιπη ανθρωπότητα! Μια Αναγέννηση πνεύματος και νου. Ναι, βρίσκονταν στο σκοτάδι, μα το φως δεν είχε σβηστεί. Όλος ο χρόνος του κόσμου ήταν δικός τους.

 

 

Τότε κάτι φριχτό συνέβη στον Κέσευ11641Α. Η πληροφοριοθήκη τραβήχτηκε βίαια από τα μάτια του. Τα λεξικά χάθηκαν, όλοι οι πίνακες και η μουσική έμοιαζαν να καίγονται μέσα σε μια πύρινη λαίλαπα. Οι αρχές είχαν ανακαλύψει την εισβολή του. Προσπάθησε να τους εξηγήσει, ήταν κι αυτοί άνθρωποι σαν όλους τους υπόλοιπους. Δεν κατάλαβαιναν. Δεν ήθελαν να ακούσουν. Τα παρακάλια του δεν μπορούσαν να γίνουν κατανοητά από την γνώση που είχαν και χρησιμοποιούσαν. Τα πρόσωπα τους...Ήταν τόσο τρομαχτικά που ο Κέσευ11641Α ήθελε να ανοίξει τα μάτια του και να ελευθερωθεί από την τρομερή όψη τους. Ήξερε τι έβλεπε εκεί. Απάθεια. Τα ίδια χαρακτηριστικά που κάλυπταν το δικό του πρόσωπο, λίγες βδομάδες πριν. Απάθεια.

 

Τιμωρήθηκε με 222 μέρες απαγόρευσης εισόδου στον Διάκοσμο.

 

Ήξερε εκείνη την στιγμή ότι ποτέ δεν θα ξανάμπαινε μέσα. Και ποιόν λόγο είχε άλλωστε; Του είχαν πάρει την δυνατότητα εισόδου στις πληροφοριοθήκες και ποτέ ξανά δεν θα μπορούσε να διαβεί μέσα στις απαγορευμένες αίθουσες της Γνώσης.

 

Και έτσι απλά ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Είχε επιτέλους ανακαλύψει τι ήταν το «όνειρο». Ένα θριαμβευτικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα μαύρα χείλια του. Η απλή κίνηση είχε συμβεί από μόνη της. Ο Κέσευ11641Α γέλασε και γέλασε δυνατά και δεν ήθελε να σταματήσει να γελάει.

 

Το πρώτο δυνατό γέλιο στο πρόσωπο της Γης μετά από πάνω από 4 αιώνες πνίγηκε μέσα σε ένα μικρό ηχομονωμένο διαμέρισμα. Ποσώς τον ενδιεφέρε. Βυθιζόταν μέσα σ’αυτά τα συναισθήματα και ένιωθε ότι η ζωή του ήταν ένα τίποτα ως αυτή την στιγμή. Και δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα παραπάνω, μετά από αυτή.

 

 

Το έτος 2632, οι άνθρωποι δεν ονειρεύονταν.

 

Ο Κέσευ11641Α το κατάφερε. Ήξερε ποιό ήταν το όνειρο του. Ονειρεύτηκε ότι μπορούσε να πεθάνει.

 

 

 

Τις επόμενες ημέρες, όλες οι νέες ιδέες, ένοιες και γνώσεις που είχε μαζέψει εκείνες τις ευτυχισμένες ώρες, ζυμώνονταν μέσα του. Επαναλάμβανε ολόκληρα παλιά σονέτα, μπορούσε να δει τις νότες της μουσικής και να ακούσει τον ήχο τους στο μυαλό του. Άρχισε να μιλάει ξανά στον εαυτό του, απαγγέλοντας δίχως δυσκολία ολοκληρωμένα κείμενα από μνήμης, παλιές φράσεις και ρητά για να απολαύσει την ομορφιά τους και να καταλάβει το νόημα τους. Το μυαλό του ήταν ένα υπέροχο εργαλείο που καμμία μηχανή δεν μπορούσε να φτάσει. Και ποτέ δεν το είχε χρησιμοποιήσει πραγματικά ως την στιγμή που εκείνο το ευλογημένο κουτί από ατσάλι έπεσε πάνω του. Ειρωνία, σκέφτηκε. Το πιο πολύτιμο κομμάτι του ανθρώπινου σώματος, φυλακισμένο από τις μηχανές, όπως και ο ίδιος και η υπόλοιπη ανθρωπότητα, με την θέληση τους.

 

‘Μέσω της αλλαγής, βρίσκουμε τον σκοπό.’

 

‘Καμμία δικαιοσύνη, μονάχα εγώ.’

 

‘Εδώ και τώρα, είμαστε ζωντανοί!’

 

 

Και χαμογελούσε και γελούσε και ούρλιαζε, μα ποτέ δεν θα σταματούσε. Οι νανίτες έτρεχαν, τον κρατούσαν ζωντανό. Έτρεχε κι ο ίδιος και έκανε τον εαυτό του όλο και περισσότερο ανθρώπινο, κάθε δευτερόλεπτο που ανέπνεε.

 

 

Και έτσι, την σημερινή ημέρα, Άυγουστος του 2632, - και είχε μάθει με έκπληξη ότι ο μήνας είχε ονομαστεί έτσι από έναν αρχαίο αρχηγό ανθρώπων- ο Κέσευ11641Α αποφάσισε ότι θα έκανε το όνειρο του πραγματικότητα.

 

Δεν είχε ιδέα γιατί οι άνθρωποι το είχαν κάνει αυτό στον εαυτό τους. Υπήρχαν τόσες πολλές ερωτήσεις.

 

Γιατί ήταν κλεισμένοι, φυλακισμένοι μέσα σ’αυτές τις μικρές κατοικίες;

 

Γιατί είχαν σταματήσει να αγγίζουν ο ένας τον άλλον, ανταλλάσοντας το ελαφρύ άγγιγμα ενός εραστή ή το κατευναστικό χάδι ενός γονιού με την ψυχρή αγκαλιά των καλώδιων;

 

Πως μπορούσε αυτό να λέγεται ζωή, όταν δεν υπάρχει το αντίθετο, δεν υπάρχουν επιλογές; Δεν είχαν καταλάβει οι άνθρωποι ότι σταματώντας τον θάνατο, είχαν κάνει την ζώη άσκοπη; Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι δίχως τον θάνατο, δεν μπορούσε να υπάρχει αληθινή ζωή;

 

 

 

Έπρεπε να απαλλαγεί από αυτά τα καλώδια. Τράβηξε ένα από την μια άκρη, όσο δυνατότερα μπορούσε. Οι νανίτες έδωσαν δύναμη στους μύες του συμβιωτή τους και το καλώδιο ξεριζώθηκε από τον τοίχο. Το μικρό μεταλλικό κομμάτι χρωματίστηκε αμέσως μαύρο και ο ρομποτικός υπηρέτης βγήκε βιαστικά μέσα από το ντουλάπι.

 

‘Όχι, μη.’

 

‘Ο αφέντης βρίσκεται σε κίνδυνο.’

‘Μήν το βάλεις πίσω.’

 

Το ρομπότ αντικατέστησε γρήγορα το καλώδιο και επισκεύασε την ζημιά.

 

 

Ο Κέσευ11641Α ούρλιαξε και τράβηξε άλλα 3. Ξεριζώθηκαν από τον τοίχο. Αιμορράγησε μαύρο. Ο υπηρέτης τα επισκέυασε άμεσα.

‘ΜΗΝ ΤΑ ΒΑΖΕΙΣ ΠΙΣΩ!’

 

‘Ο αφέντης βρίσκεται σε κίνδυνο.’

 

‘Το ξέρω ότι είμαι, επίστρεψε στην θέση σου.’

 

‘Ο αφέντης βρίσκεται σε κίνδυνο.’

 

‘Δεν μπορείτε να με ελέγχετε πια! Θα σου δείξω ποιός βρίσκεται σε κίνδυνο!’ Είπε και πετάχτηκε με την δύναμη των υπερτροφικών μυών του από το κρεβάτι. Έπεσε επάνω στο μικρό ρομπότ που στεκόταν πειθήνιο από κάτω του.

 

‘Ο αφέντης βρίσκεται σε κίνδυνο.’ Επανέλαβε με λυπηρή σταθερότητα.

 

Τα χέρια του ξερίζωναν μεταλλικά κομμάτια και τα πετούσε μακριά με οργή. Ένα μαύρο υγρό σημάδεψε το λευκό του πρόσωπο και συνέχισε ώσπου η μηχανή κοιτόταν μέσα σε μια μικρή λίμνη από λάδι και μεταλλικά εξαρτήματα.

 

‘Ο αφέντης...βρίσκ...’ Η μικρή φωνή έσβησε. Εκείνος άρχισε να ξεριζώνει καλώδια από τον τοίχο κι από τον εαυτό του μέσα σε μια άγρια φρενίτιδα, ουρλιάζοντας από πόνο. Κάποια σημεία του άρχισαν να αιμορραγούν το ίδιο μαύρο υγρό. Ένιωθε το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει βίαια και αποφάσισε ότι αυτό ήταν ή «κούραση» και η «ευφροσύνη». Ήξερε τι σηημαίνει πόνος όπως ποτέ άλλοτε και αυτό τον έκανε ακόμη πιο χαρούμενο. Ο πόνος ήταν ανθρώπινος. Το είχε διαβάσει αυτό, κάπου στην πληροφοριοθήκη.

 

 

Οι νανίτες προσπάθησαν να επιδιορθώσουν τις ζημιές μα ήταν πια πολύ αργά, οι ομφάλιοι λώροι του είχαν αποκοπεί. Το κάτισχνο σώμα του δούλευε πια με μπαταρίες και ένα μικρό ντεπόζιτο ενέργειας, κάπου στα σωθικά του. Προσπάθησε να σκοτωθεί με το μεταλλικό κομμάτι, μέρος του διαλυμένου υπηρέτη του, μα ήταν ακόμη νωρίς. Το σχέδιο του είχε αποτραπεί από τους νανίτες που προστάτευαν τον συμβιωτή τους.

 

 

Θα έπρεπε να περιμένει.

 

Άλλες δυο εβδομάδες. Δεν σταμάτησε ποτέ να μουρμουράει στίχους και ρητά καθώς οι νανίτες έτρεχαν.

 

‘Μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, Κι ήμασταν κολλημένοι, ούτε μια ανάσα, ούτε μια κίνηση’

 

‘Τι υπέροχος νέος κόσμος, με τέτοιους ανθρώπους μέσα του...’

 

‘Γέρο, δεν είναι τόσο δύσκολο να πεθάνεις!’

 

 

Ακόμα κι αν του επιτρεπόταν ξανά η είσοδος στον Διάκοσμο, δίχως τα καλώδια να τον δένουν μέσα του, το μόνο που μπορούσε να δει με τα μάτια του κλειστά ήταν σκοτάδι. Δεν τον ένοιαζε. Δεν θα έβρισκε ποτέ κάτι άλλο εκεί μέσα που θα μπορούσε να τον κάνει τόσο χαρούμενο όσο οι ζωές για τις οποίες είχε μάθει εκεί μέσα. Ζωές ανθρώπων που είχαν πεθάνει αλλά δεν είχαν ποτέ ξεχαστεί. Είχαν φροντίσει να αφήσουν κάτι πίσω τους. Ζωές που είχαν κλαπεί από τον ίδιο και τους σύγχρονους του, αιώνες πριν.

 

Η όραση του ήταν σκοτεινή και θολή. Είχε πρόβλημα πια να ξεχωρίσει ήχους και ήξερε οτι οι νανίτες απενεργοποιούσαν διάφορες δευτερεύουσες λειτουργίες καθώς παλεύαν να τον κρατήσουν ζωντανό με τα λιγοστά ενεργειακά αποθέματα του. Χτύπησε το χέρι του στο μεταλικό πάτωμα. Ακούστηκε πολύ μακρινό. Είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο της φωνής του. Οι νανίτες προσπαθούσαν να σταματήσουν τις απαγγελίες του μιας και το θεωρούσαν φοβερή σπατάλη ενέργειας.

 

Προσπάθησε πεισματικά να συνεχίσει. Ένιωθε τα μικροσκοπικά πλάσματα να κρατάνε τον λαιμό και τις φωνητικές χορδές του. Ήθελαν να σταματήσει. Αν πέθαινε, θα πέθαιναν κι αυτά.

 

‘Δεν θα...Δεν θα πάρετε την φωνή μου! Όχι την φωνή μου... μικροσκοπικοί δολοφόνοι! Μου κλέψατε την ζωή! Δεν... Δεν θα πάρετε τίποτα...τίποτα άλλο...’

 

Η φωνή του σταδιακά πνίγηκε. Χρειαζόταν να μαζέψει όση δύναμη του απέμενε για να ψιθυρίσει μια δύο φράσεις προτού τον σωπάσουν ξανά.

 

Στεκόταν εκεί, βουβός. Ήθελε να κλάψει. Καταλάβαινε πια τι σήμαινε. Δεν υπήρχαν δάκρυα όμως.

 

 

Άλλες τρεις ημέρες κύλησαν. Οι νανίτες σταμάτησαν να τρέχουν. Δεν είχαν άλλη ενέργεια για να θρέψουν αυτόν ή τον εαυτό τους.

 

Οι εσωτερικές μπαταρίες του είχαν πια σωθεί. Το μικρό ντεπόζιτο ήταν στεγνό. Ήταν ξαπλωμένος στο μεταλλικό κρεβάτι του, ένιωθε το κρύο του και ήλπιζε ότι η ώρα του θα έφτανε σύντομα. Το μυαλό του, αυτή η υπέροχη δημιουργία, είχε πια σιγήσει. Προσπάθησε να θυμηθεί μα ένιωθε πια τόσο παγωμένος...

 

Σαν τις νεκρές στάχτες ενός κεραυνοβολημένου δέντρου, η σπίθα που τρεμόπαιζε ακόμη μέσα του τελικά έσβησε.

 

Λίγα ακόμη δευτερόλεπτα. Ίσως ένα ολοκληρο λεπτό. Αυτή δεν ήταν ακριβώς μια συνειδητή σκέψη. Το μυαλό του δεν είχε πια την δυνατότητα να αναλογιστεί κάτι τέτοιο. Ήταν περισσότερο κάτι σαν ένστικτο. Και ήταν αληθές.

 

Η θολή του όραση πρόσεξε κάτι δίπλα στον άδειο τοίχο απέναντι του. Κάτι κινιόταν εκεί, ένα ζωντανό ον που περπατούσε. Ήταν μια κατσαρίδα. Ίσως λίγες μέρες νωρίτερα, να την αναγνώριζε γι’αυτό που ήταν. Είχε μάθει γι’αυτές. Γύρισε την πλήρη προσοχή του επάνω της, σ’έναν κόσμο που σκοτείνιαζε γοργά.

 

Με την ελάχιστη δύναμη που είχε απομείνει μέσα του, σύρθηκε κάτω και τέντωσε το χέρι του προς το μικρό ζωύφιο.

 

‘μμμ...φαγητό.’ Ψιθύρισε και η απόμακρη φωνή του ακούστηκε χαρούμενη. Τα μακριά χλωμά δάχτυλα του πάγωσαν λίγες πιθαμές πριν την κατσαρίδα. Το έντομο απομακρύνθηκε καθώς ο Κέσευ11641 έμεινε ακίνητος.

 

Έμοιαζε με άγαλμα, ξαπλωμένος στο πάτωμα με το χέρι του απλωμένο και ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του. Αυτό το χαμόγελο ποτέ δεν θα χανόταν. Κάτι γυάλιζε στο μάγουλο του. Ήταν ένα μικρό δάκρυ.

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Dinosxanthi,

 

Πολύ ανθρώπινο και η ανάπτυξη κλιμακωτή και ομαλή. Ωραίο και μελετημένο! Μπράβο!

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Πολύ ωραίο διήγημα και (επιτέλους) καθαρή επιστημονική φαντασία! Θα ακολουθήσω το δικό σου πρότυπο σχολιασμού.

 

Τι θέλει να πει ο συγγραφέας;

Στο απώτερο μέλλον οι άνθρωποι ζούνε μόνο μέσα σε εικονική πραγματικότητα. Ένας από αυτούς καταλαβαίνει τη ματαιότητα αυτού του τρόπου ύπαρξης και αφού γνωρίσει τις χαμένες χαρές των συναισθημάτων και της τέχνης τελικά αυτοκτονεί.

 

τι δουλεύει καλά

Ο μελλοντικός κόσμος είναι καλοστημένος και πιστευτός. Το λυρικό ύφος δημιουργεί επιτυχημένα μια νουαρ αίσθηση, που επιτείνεται από τις σύντομες, κοφτές προτάσεις. Η περιγραφή του κόσμου αλλά και της πορείας του πρωταγωνιστή είναι λεπτομερείς και ολοκληρωμένες. Η ιστορία έχει ένα λογικό τέλος, που την ολοκληρώνει και της δίνει νόημα. Ο τίτλος είναι σαφής και κατατοπιστικός.

 

Τι θα μπορούσε να δουλέψει καλύτερα

Το κείμενο θα μπορούσε να λέει την ίδια ιστορία με λιγότερες λέξεις και πιο στιβαρό τρόπο. Ορισμένα σημεία του ίσως να γίνονται κουραστικά χωρίς να υποστηριζουν ιδιαίτερα την πλοκή, π.χ. "Οι νανίτες στο σώμα του συνέχισαν να τον ταίζουν με ενέργεια, συντηρώντας την μοριακή σταθερότητα του. Αυτή ήταν η ζωή για τους ανθρώπους του 2632. Καθισμένοι σε ένα μικρό ηχομονωμένο διαμέρισμα δίχως... «παράθυρα» και «πόρτες», πάντα συνδεδεμένοι στον Διάκοσμο, μια πλαστή παρωδία των σκηνών που ο Κέσευ11641Α έβλεπε μέσα στις πληροφοριοθήκες."

Μερικές επιστημονικές λεπτομέρειες θα μπορούσαν να προσεχθούν περισσότερο, όπως π.χ. μόνο με ενέργεια δεν δουλεύει το σώμα, ή ότι οι μύες τους θα έπρεπε να είναι ατροφικοί και όχι δυνατοί (για περισσότερα στείλε μου PM)

Οι παράγραφοι θα μπορούσαν να είναι πιο ομοιογενείς και μεγάλες, εμπεριέχοντας ένα νόημα/μια ιδέα.

 

Συγχαρητήρια, λοιπόν, και καλή συνέχεια!

Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Από όσο κατάλαβα, η ιστορία αφαιρετικά έχει να κάνει με το πώς οι άνθρωποι αρνούνται την ίδια τους τη φύση και επιδιώκουν να παραιτηθούν από αυτή και να την αλλάξουν. Το διήγημα αναφέρεται στη θνητότητα, στο συναίσθημα και στην ελευθερία ως τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της φύσης.

 

Πιο συγκεκριμένα, στο μακρινό μέλλον, οι άνθρωποι έχουν επιτύχει την αθανασία (και ταυτόχρονα έχουν απαγορέψει τις γεννήσεις), έχουν απαλλαχτεί από κάθε συνάισθημα και η τεχνολογία είναι τόσο ανεπτυγμένη που είναι πλήρως εξαρτημένοι από τις μηχανές. Τότε, ένας άνθρωπος, εξαιτίας ενός ατυχήματος, ξυπνάνε τα συναισθήματά του. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, ανακαλύπτει ότι η ανθρώπινη φύση είναι κάτι διαφορετικό από ό,τι πίστευε ως τότε και επιδίδεται στο να την ανακαλύψει. Μαθαίνει για τις φυσικές ανάγκες των ανθρώπων και για τις σχέσεις τους. Μετά, τον πιάνουν και τον απαγορεύουν να αναζητήσει την παλιά γνώση. Τότε αυτός αποφασίζει να αυτοκτονήσει και καθώς τα καταφέρνει ταυτόχρονα επιτυγχάνει να προσεγγίσει πραγματικά την ανθρώπινη φύση για πρώτη και τελευταία φορά. Το πρόβλημά μου είναι το εξής: Προσπαθείς να πάρεις πολύ μεγάλα θέματα, μετά τα αντιμετωπίζεις επιφανειακά. Το διήγημα καταλήγει σε κάποια κομμάτια να πλατειάζει ενώ ταυτόχρονα αποτυγχάνει στο να αναλύσει τα θέματά του. Επίσης, ο κόσμος έχει κάποια προβλήματα: Γιατί οι άνθρωποι αποφάσισαν να γίνουν αθάνατοι; Γιατί αποφάσισαν ότι δε θέλουν συναισθήματα; Με ποιον τρόπο αποφασίστηκε πώς θα συνυπάρχουν με τις μηχανές; Τι δουλειά κάνουν οι άνθρωποι σε έναν τέτοιο κόσμο; Γιατί αποφάσισαν να κρύψουν την ιστορία τους; Αν δεν την ήθελαν γιατί δεν την κατέστρεψαν απλώς; Οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις και η αντιμετώπισή τους από τον πρωταγωνιστή νομίζω θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πολύ πιο ουσιώδες κείμενο, αν και σίγουρα όχι τόσο κλειστοφοβικό. Ακόμα, τα νοήματα του κειμένου είναι κάπως ασύνδετα. Γιατί τα συναισθήματα τον κάνουν να έχει συνείδηση; Γιατί αποφασίζει ότι θέλει να αυτοκτονήσει και όχι ότι θέλει να κάνει την πνευματική αναγέννηση που αναφέρεις κάπου; Γιατί νιώθει φυλακισμένος των μηχανών; Οπότε, τελικά θα πρότεινα ότι είτε πρέπει να αναπτύξεις όλα σου τα θέματα πολύ περισσότερο για να γίνει πειστικός (με κίνδυνο το κείμενο να χάσει την ατμόσφαιρά του, βέβαια) είτε πρέπει να περιοριστείς σε ένα πολύ μικρότερο θέμα για να μπορέσεις να το αποδόσεις στο χώρο ενός διηγήματος.

 

Προσωπικά, νομίζω το πώς η λογική και η τεχνολογία μας κάνουν να μην έχουμε συναισθήματα και πώς η έλλειψη συναισθημάτων μας κάνει λιγότερο ανθρώπους είναι πολύ κουρασμένο και αρκετά αφελές θέμα και θα πρότεινα να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι πιο πρωτότυπο.

Ανθρώπινη_φύση__2632.pdf

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..