Jump to content

ΡΟΝΤΝΙΚ (heavenly scene of mind or could be hell)


George InTheGround

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: κολιόπουλος γιώργος

Είδος: μυστηρίου-θρίλερ

Βία; όχι

Σεξ; όχι

Αριθμός Λέξεων:

Αυτοτελής; ναι

Σχόλια: βασικά αυτό το διάστημα είμαι φαντάρος και δεν εχω χρόνο (και κουράγιο) ρε γαμώτο να γράψω. Μόλις προχτές βρήκα και έκανα την παρακάτω ιστορίουλα.

 

 

 

 

 

ΡΟΝΤΝΙΚ (heavenly scene of mind or could be hell)

 

 

Ο Γουίλσον ήπιε την τελευταία στάλα μπύρας που είχε το ποτήρι μεγάλου μεγέθους και το άφησε απαλά μπροστά στην μπάρα. Απέναντι του ακριβώς υπήρχε ένα καθρέπτης όπου περιεργαζόταν το πρόσωπο του. Το διασκέδαζε γιατί παραμόρφωνε λίγο τα πράγματα ο συγκεκριμένος καθρέπτης.

 

''Φέρνεις λίγο στον Αστερίξ, ε φιλαράκο'', ακούστηκε μια φωνή στα δεξιά του.

 

Ο Γουίλσον δεν γύρισε να κοιτάξει καν ποιος ήταν. Η αλήθεια ήταν ότι είχε καστανόξανθα μαλλιά με μια μικρή καραφλίτσα στην κορυφή και ένα τεράστιο μουστάκι να δεσπόζει περήφανα κάτω από την γαμψή μύτη του. Το είχε αφήσει για κάμποσο διάστημα και του άρεσε πάρα πολύ, ένιωθε πιο επιβλητικός και αξιοπρεπής.

 

Πάνω από τον καθρέπτη υπήρχαν ποτά παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ο Γουίλσον τους έριξε μια ματιά και σήκωσε το λεπτοκαμωμένο σώμα του από το ψηλό καμπό. Φορούσε ένα ξεθωριασένο, όσο δεν πήγαινε, τζιν και μια κόκκινη μπλούζα από πάνω. Έβαλε το χέρι του στην κωλότσεπη και έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα. Το ακούμπησε στον πάγκο και έκανε μεταβολή για την έξοδο. Το μπαράκι στο οποίο ξαπόσταινε την τελευταία περίπου ώρα, είχε πολύ χαμηλό φωτισμό που μαζί με την κάπνα που υπήρχε έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Όπως περπατούσε με την άκρη του ματιού του προσπάθησε να δει ποιος ήταν αυτός που τον είχε αποκαλέσει Αστερίξ. Πρόσεξε έναν αρκετά εύσωμο τύπο με ένα τζόκει καπελάκι να κάθεται μόνος του σε ένα άδειο τραπέζι. Το πρόσωπο του δεν διακρινόταν σχεδόν καθόλου, ενώ διατηρούσε μια αρκετά μεγάλη γενειάδα. Ο Γουίλσον στήλωσε όσο μπορούσε το κορμί του και συνέχισε. Λίγο πριν από την ξύλινη πόρτα το πόδι του σκόνταψε σε ένα μεταλλικό αντικείμενο που προεξείχε στο πάτωμα. Του φάνηκε ότι άκουσε κάποιο χαχανητό από πίσω του αλλά μπορεί να ήταν και η φαντασία του. Πάνω από την πόρτα υπήρχε μια αφίσα με την Αμάντα Λίαρ να κοιτάζει ναζιάρικα.

 

Έξω είχε νυχτώσει, άνοιξε το λουκέτο με το οποίο κλείδωνε την πόρτα του οδηγού στο αμάξι του, και μπήκε μέσα. Έφτιαξε λίγο τον καθρέπτη για να βλέπει καλύτερα πίσω και έβαλε εμπρος. Το μπαρ χανόταν πίσω στο σκοτάδι της νύχτας ενώ άνοιξε το ντουλαπάκι όπου έβαζε μικροπράγματα, Έπιασε μια κουρελιασμένη κασσέτα και την έβαλε να παίξει. Οι Nautilus Pompilius με το Utro polini άρχισαν να ακούγονται και ο Γουίλσον τους συνόδευε τραγουδώντας και αυτός στα ρώσικα, κουνόντας το κεφάλι του μπρος πίσω με αργές κινήσεις. Ήταν στα μέσα του καλοκαιριού και το αεράκι που υπήρχε εκείνη την νύχτα ήταν σωτήριο. Έβαλε το χέρι του κάτω από την καρέκλα του συνοδηγού και έπιασε μια rodnik βότκα. Έιχε δώσει σχεδόν μια περιουσία για να την αγοράσει αλλά άξιζε τον κόπο. Την είχε για ειδικές περιπτώσεις και αυτή η μέρα ήταν στα σίγουρα. Στην κασσέτα σειρά είχαν πάρει τώρα οι Aquarium και ο Γουίλσον συνέχιζε ακάθεκτος με όλη την δύναμη της φωνής του, Το σπίτι απείχε καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα ακόμη. Η διαδρομή ήταν γεμάτη στροφές, αλλά δεν βιαζόταν καθόλου. Μετά από πολύ καιρό απολάμβανε ηρεμία. Είχε κουραστεί με την δουλειά του τόσα χρόνια. Το σκεφτόταν πολύ καιρό και τελικά είχε πάρει την μεγάλη απόφαση. Θα παραιτούταν με όποιο κόστος. Στην αρχή οι συναδελφοί του είχαν προσπαθήσει να τον μεταπείσουν αλλά αυτός το είχε σχεδιάσει, ήταν καρφωμένο στο μυαλό του. Φυσικά ούτε στους ανώτερους του θα άρεσε η συγκεκριμένη απόφαση, τον αγαπούσαν πολύ, αλλά δεν πήγαινε άλλο δεν μπορούσε τόση πίεση, στο τέλος θα τρελαινόταν. Σίγουρα έπερεπε να κάνει κάποιες θυσίες αλλά αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται.

 

Η εικόνα μιας φιγούρας λίγα μέτρα πιο κάτω, στην άκρη του δρόμου, τον διέκοψε από τις σκέψεις του. Έκοψε λίγο ταχύτητα να δει τι συνέβαινε. Ήταν ένας νεαρός γύρω στα είκοσι με κοντοκουρεμένο μαύρο μαλλί και με αρκετά καθαρό πρόσωπο.

 

''Συγνώμη για την ενόχληση'', του είπε με μια βαριά φωνή, ''αλλά είμαι φανταρός και πάω στο στρατόπεδο που είναι λίγο πιο πέρα. Μπορείτε να με πετάξετε γιατί ήδη έχω αργήσει και δεν έχω λεφτά για ταξί''. Ο Γουίλσον τον κοίταξε λίγο. Για μια στιγμή δίστασε, μπορεί να ήταν κανένας πειραγμένος, αλλά όχι, πρέπει να ήταν καλό παιδί, ήξερε να διακρίνει με μια ματιά τι άνθρωπος ήταν ο άλλος. Άνοιξε την ασφάλεια και του έκανε νόημα να μπει μέσα. Όπως έμπαινε, πρόσεξε ότι η μπλούζα που φορούσε είχε πάνω ένα πρόσωπο μαιμούς. Ο νεαρός του συστήθηκε ως Τζον και ξεκίνησαν. Κατά τη διάρκεια ο Τζον δεν μιλούσε σχέδον καθόλου. Ο Γουίλσον παρατήρησε ότι που και που γύριζε το κεφάλι του και κοίταζε προς τα πίσω. Ο Γουίλσον άρχισε να ανυσηχεί, τι υπήρχε πίσω, μήπως τον ακολουθούσε κάποιος, μήπως είχε κάποιο συνεργό και τον περίμενε, τι ήθελε και πήρε το γαμημένο το κωλόπαιδο;

 

''Μου αρέσει αυτό το αμάξι γιατί έχει μεγάλο πορτ-μπαγκάζ. Σίγουρα θα έχετε πολυπληθή οικογένεια ε;'' του είπε με ένα χαμόγελο.

 

''Ναι έτσι είναι'', του απάντησε σκεπτόμενος ότι πρέπει να ήταν και λίγο βαρεμένος ο μικρός.

 

''Εννοώ ότι έχει χώρο για πολλά ψώνια'', του είπε. Ο Γουίλσον απλώς κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Μετά από λίγο του είπε να σταματήσει το αμάξι του. Δεν φαινόταν κάποιο στρατόπεδο εκεί κοντά. Μήπως για κάποιο άλλο λόγο του είχε πει να σταματήσει; Στα αριστερά του είχε σε μια θήκη ένα σουγιαδάκι. Με το χέρι του έκανε σιγά σιγά κίνηση να το πιάσει. Ο Τζον έβαλε ξαφνικά το χέρι του σε μια τσέπη και έβγαλε έναν μαύρο μπερέ. Το έβαλε στο κεφάλι του και βγήκε έξω.

 

''Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Γουίλ'', είπε ''εγώ κατεβαίνω εδώ από τον χωματόδρομο και σε δύο λεπτά θα έχω φτάσει. Σας είπα να σταματήσετε εδώ για να μην λερωθεί το αυτοκινητό σας. Του έκανε ένα στρατιωτικό χαιρετισμό και έφυγε στον κατήφορο. Ο Γουίλσον έκανε ένα ξερό α και έπιασε πάλι το μπουκάλι με την βότκα. Ηπιε μερικές γουλιές ακόμη. Σίγουρα ήταν χαζός αφού το αμάξι είναι τίγκα στην σκόνη, αλλά δεν βαριέσαι καλύτερα που ξεμπέρδεψα μαζί του ας πάει να βαρέσει το σκοπέτο του. Έβαλε το ράδιο να παίζει και συνέχισε την διαδρομή του.

 

Δεν είχε προχωρήσει πολύ όταν είδε φώτα να τον πλησιάζουν από πίσω. Κοίταξε τον καθρέπτη και διέκρινε ένα περιπολικό να τον πλησιάζει. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει, αν τον σταματούσαν για έλεγχο, ήταν χαμένος. Σίγουρα είχε ξεπεράσει κατά πολύ το όριο στο αλκοολ. Το περιπολικό άνοιξε την σειρήνα και τον προσπέρασε με ταχύτητα. Ο Γουίλσον ένιωσε την καρδιά του να έρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα πάλι. Σταμάτησε λιγάκι γιατί έπρεπε να ανάψει την πίπα του. Είχε αγχωθεί αρκετά και χρειαζόταν μερικά λεπτά χαλάρωσης. Η συγκεκριμένη μέρα έπρεπε να ήταν ξεχωριστή και έπρεπε να την απολαύσει. Βγήκε έξω, ακούμπησε την πλάτη του πάνω στο αμάξι και έβαλε τον αρωματικό καπνό στην πίπα του. Στα αυτιά του ήρθε ένας ήχος ποδοβολητού. Δεν ήταν άνθρωπος αυτό που έτρεχε , ακουγόταν αρκετά πιο βαρύ. Προσπάθησε να δει καλύτερα στο σκοτάδι. Κάτι φαινόταν να έρχεται προς το μέρος του από την κάτω μεριά του δρόμου. Σκέφτηκε να μπει μέσα αλλά κάτι τον έκανε να κολλήσει ακίνητος. Μάλλον ήταν η ξαφνική τρομάρα. Τώρα είχε πλησιάσει πολύ. Έιδε κάτι μαύρο μεγαλόσωμο και ερχόταν πολύ γρήγορα. Ο Γουίλσον κόλλησε πάνω στο αμάξι ενώ ένα μαύρο άλογο τον προσπέρασε ξυστά και σταμάτησε λίγα μέτρα πιο κάτω. Ο Γουίλσον το κοίταξε με απορία και πήγε προς το μέρος του. Που βρέθηκες εσύ εδώ καλό μου αλογάκι, του είπε και πήγε να του χαιδέψει την χαίτη. Το άλογο έκανε ένα δυνατό περίεργο χλιμίντρισμα και σηκώθηκε στα δύο του πόδια. Ο Γουίλσον έκανε λίγο πίσω και του φάνηκε ότι είδε τα μάτια του να βγάζουν ένα άσπρο χρώμα. Σαν το άσπρο της δικαιοσύνης, σκέφτηκε. Το άλογο έστριψε και συνέχισε να τρέχει. Το κωλο αλκοολ μόνο προβλήματα μου φέρνει, συλλογίστηκε, αλλά είναι ωραίο.

 

Μπήκε ξανά στο αμάξι του γύρισε το κλειδί. Δεν έλεγε να ξεκινήσει. Πες μου ότι τελείωσε η μπαταρία, αναφώνησε δυνατα, να τα κάνω όλα λίμπα! Στο ταμπλό η λυχνία με την ένδειξη ότι δεν έχει μπαταρία άναψε ειρωνικά. Το ήξερα γαμώ την τύχη μου, κλαψούρισε και άρχισε να κοπανάει το τιμόνι και μαζί και την κόρνα. Τώρα έπρεπε να περιμένει να περάσει κάποιο άλλο αμάξι να τον βοηθήσει. Αλλά πιο πιθανό ήταν να δει κάποιο χιμπαντζή να περνά με μια μπανάνα στα χέρια. Άσε που δεν ήθελε να ξαναπετύχει το περιπολικό. Η ιδέα έλαμψε μέσα στο κεφάλι του. Θα περπατούσε μέχρι το στρατόπεδο, δεν ήταν πολύ μακριά και εκεί σίγουρα θα έβρισκε μια χείρα βοήθειας. Πήρε μαζί του ένα φακό που είχε, καθώς και το παγούρι με το νερό. Κλείδωσε καλά το αμάξι και ξεκίνησε. Ο φακός λειτουργούσε με μανιβέλα, ήταν λίγο κουραστικός αλλά πολύ καλύτερα από το να ψάχνει μπαταρίες στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Ο δρόμος φυσικά δεν είχε καθόλου φωτισμό, ήταν επαρχιακός και ότι έβλεπε ήταν από τον φακό και το σχεόν ανύπαρκτο φεγγάρι. Όχι ότι φοβόταν, αλλά δεν του πολυάρεσε κιόλας. Ευτυχώς μετά από κανά τέταρτο έφτασε στον χωματόδρομο που είχε αφήσει τονΤζον. Άρχισε να τον κατηφορίζει. Είδε έναν δυνατό προβολέα όπου εκεί λογικά θα ήταν η πύλη. Η διάθεση του είχε αρχίσει να φτιάχνει πάλι. Περπάτησε μια στροφή και ακριβώς μπροστά του εμφανίστηκε μεγαλοπρεπώς η κεντρική πύλη. Οι μεταλλικές πόρτες ήταν ορθάνοιχτές και μόνο κάτι μπάρες κατεβασμένες έκλειναν την είσοδο. Ακριβώς στα δεξιά όπου ήταν το σπιτάκι του σκοπού δεν υπήρχε κανείς. Ούτε στο άλλο που ήταν στα αριστερά του.

 

''Ε παιδιά είναι κανείς εδώ!'', έβαλε μια φωνή αλλά χωρίς να πάρει απάντηση. Έσκυψε, πέρασε κάτω από την μπάρα και μπήκε μέσα. Πήγε να ρίξει μια ματιά στο σπιτάκι αριστερά του σκοπού. Ήταν άδειο, μόνο ένα μπουκαλάκι άδειο υπήρχε ακουμπισμένο κάτω. Όπως κοίταξε προς τα πάνω είδε μια τρύπα να υπάρχει στο ταβάνι. Πήγε στο σπιτάκι αριστερά και προσπάθησε να δει μέσα από ένα θωλομένο τζάμι. Κάτι πετάχτηκε και σχεδόν κόλησε στο τζάμι εκεί που είχε το πρόσωπο του. Έκανε πίσω τρομαγμένος. Μια γάτα βγήκε από την μισάνοιχτη πόρτα και έφυγε τρέχοντας. Αποφάσισε να συνεχίσει μήπως είχαν μαζευτεί κάτω στα κεντρικά κτίρια. Όπως περπατούσε, ο προβολέας άρχισε να κάνει διακοπές. Ένα παρτέρι με λουλούδια που ήταν εκεί δίπλα ήταν τελείως μαραμένο, δεν είχε ποτιστεί για μέρες, άκουσε κάποιο θόρυβο να έρχεται απο το μικρό σπιτάκι. Γύρισε και ασυναίσθητα πέταξε το παγούρι του, φωνάζοντας ''μακριά από εμένα αυτά!'' Τίποτα. Συνέχισε και έφτασε στο κέντρο του στρατοπέδου. Τα κτίρια ήταν παρατεταγμένα σε ορθογώνιο και στην μέση είχε μερικά δέντρα και δυο τρία παγκάκια. Ήταν σαν ένα στρουμφοχωριό του φάνηκε πολύ αστείο. Το άσχημο όμως ήταν ότι ούτε εδώ δεν έβλεπε να υπάρχει κάποιος. Πήγε προς ένα κτίριο που έμοιαζε να είναι το κεντρικό. Δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα και είδε ότι ήταν ξεκλείδωτη. Μπήκε μέσα. Στον τοίχο αριστερά του υπήρχε ένας πίνακας με κάτι ονόματα. Σε ένα άλλο αριστερά του υπήρχαν φωτογραφίες με εκδηλώσεις της μονάδας, όπως έγραφε. Σκασίλα μας, σκέφτηκε και προχώρησε στο διάδρομο αριστερά. Σε ένα δωματιάκι υπήρχε ένα κρεβάτι με μερικά περιοδικά και πάνω σε ένα τραπέζι μια άδεια γυάλα. Ξαναβγήκε έξω. Όπως κατέβαινε τα σκαλιά δεν πρόσεξε κάτι λάδια που υπήρχαν σε ένα σημείο και άρχισε να φέρνει σβούρες.

 

Άνοιξε τα μάτια του και βρισκόταν σε ένα μικρό άσπρο δωμάτιο. Φορούσε μια λευκή ολόσωμη ποδιά και τα χέρια του ήταν δεμένα πάνω σε ένα τραπέζι. Ένας τύπος που ήταν στα δεξιά του, μίλησε.

 

''Λοιπόν Γουίλ, κάναμε ότι μπορούσαμε για να βελτιώσουμε την κατάσταση σου αλλά όλοι οι μεθόδοι ήταν άκαρποι. Μας μένει μια τελευταία λύση. Σήκωσε ένα κόκκινο ακουστικό χωρίς καλώδιο και μίλησε με κάποιον.

 

''Τώρα έρχεται'', του είπε, ''εγώ όμως φεύγω γιατί φοβάμαι φίλε μου''. Ο Γουίλ πήγε να μιλήσει αλλά τότε συνειδητοποίησε ότι στο στόμα του είχε χωμένη μια πετσέτα Ο άλλος άνοιξε μια πόρτα και χώθηκε μέσα. Ο Γουίλσον άρχισε να τρέμει, τι ερχόταν; Άκουσε βήματα στην πόρτα του μπροστά. Ένα παραθυράκι άνοιξε και δύο πράσινα μάτια τον κάρφωσαν. Τα είχε ξαναδεί σίγουρα. Η πόρτα άνοιξε, το σώμα του σφίχτηκε πάνω στην καρέκλα, μια γυναίικα μπήκε μέσα. Περπατούσε κάπως περίεργα, κάπως σπαστά. Όπως έστριψε στο τραπέζι και ερχόταν προς το μέρος του είδε ότι πίσω στο κεφάλι της υπήρχε καρφωμένος ένας μπαλτάς. Πήγε από πίσω του. Στον τοίχο έβλεπε την σκιά της. Μια άλλη σκια εμφανίστηκε από το πουθενά και άρχισε να μεγαλώνει. Εξελίχθηκε μια ανθρώπινη μορφή. Έπιασε το μπαλτά απο το κεφάλι της γυναίκας και τον τράβηξε. Αίματα άρχισαν να πετάγονται παντού. Ο μπαλτάς σηκώθηκε ψηλά και άρχισε να κατεβαίνει με δύναμη.

 

Ξανάνοιξε τα μάτια του. Το πόδι του πονούσε, με το ζόρι άρχισε να περπατάει. Καλύτερα να την κάνω από εδώ αναλογίστηκε, όλα πάνε κατά διαόλου, πήγε προς την πύλη και ένα φως τον τύφλωσε.

 

''Ε τι κάνεις εδώ;'', ακούστηκε μια φωνή.

 

''Βοήθεια, μου χάλασε το αμάξι'', απάντησε ο Γουίλσον και πήγε προς το μέρος του.

 

''Καλά και εσύ εδώ ήρθες ανθρωπέ μου, το στρατόπεδο είναι κλειστό δεν λειτουργεί, δεν το κατάλαβες;''

 

''Μα πριν από λίγο άφησα έναν φαντάρο εδώ'', είπε Γουίλσον

 

''Και είσαι σίγουρος ότι ήρθε προς τα εδώ;''

 

''Ε ναι, δεν νομίζω να πήγε στα χωράφια. Και γιατί είναι κλειστό το στρατόπεδο;''

 

''Πριν δύο εβδομάδες ένας στρατιώτης αυτοκτόνησε ένω ήταν σε αυτή την σκοπιά'', είπε ο άλλος και του έδειξε.''Έλα εδώ να δεις''. Ο Γουίλσον πλησίασε και του έδειξε την τρύπα που υπήρχε στην σκεπή της σκοπιάς.

 

''Να εδώ ήταν και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα κάνοντας την τρύπα. Και έφυγε ψηλά στα αστέρια''.

 

''Καλά και γιατί αυτοκτόνησε;'' ρώτησε ο Γουίλσον, ''ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος, έχεις ακούσει τίποτα;''.

 

''Δεν έχω ιδέα φιλαράκο, μερικές φορές έτσι συμβαίνει, απλά χώρις λόγο. Αλλά έλα, πάμε με το αυτοκινητό μου στο δικό σου να το φορτίσουμε''.

 

Ο Γουίλσον είδε ότι ο τύπος είχε μούσια σαν αυτόν που είχε συναντήσει στο μπαρ. Αλλά ήταν αρκετά πιο λεπτός. Έφτασαν στο σημείο που είχε μείνει το αμάξι του άνοιξαν τα καπώ και συνδέεσαν τις μπαταρίες με καλώδια και έβαλαν μπρος τις μηχανές.

 

''Εμένα να με συγχωρέσεις λίγο αλλά θα πάω προς νερού μου εντάξει;''

 

''Ναι κανένα πρόβλημα'', απάντησε ο Γουίλσον.

 

Ο άλλος πήγε μερικά δέντρα πιο μέσα. Τότε ξαφνιασμένος παρατήρησε ότι η κλειδαριά του πορτ-μπαγκαζ στο αμάξι του ήταν παραβιασμένη. Όχι ρε πούστη μου!, ποιος το έκανε αυτό, σίγουρα εκείνο το τζάνκι ο φαντάρος, αναφωνήσε οργισμένος ο Γουίλσον. Κοίταξε να δει μήπως ο άλλος ερχόταν και το άνοιξε σιγά σιγά. Μέσα βρισκόταν κουλουριασμένη μια γυναίκα με δεμένα τα χέρια. Ένας μπαλτάς ήταν βίαια καρφωμένος στο κεφάλι της. Όλος ο χώρος ήταν πλημμυρισμένος από αίμα. Ο Γουίλσον παρατήρησε το θέαμα ανέκφραστος και ξανάκλεισε το πορτ-μπαγκαζ.

 

''Και τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε'', άκουσε μια φωνή από πίσω του. Γύρισε και είδε τον Τζον να έρχεται από το σημείο που είχε πάει για κατούρημα ο άλλος.

 

 

 

''Τελικά τον βρήκαν;''

 

'''Οχι, βρέθηκε μόνο το αμάξι του, άδειο όμως, λένε ότι κρύβεται μέσα στο δάσος''.

 

''Χμμ, δεν νομίζω να τα καταφέρει για πολύ ακόμη, αργά η γρήγορα θα τον πιάσουν''.

 

Αυτός που καθόταν σε ένα γραφείο ακούμπησε το τσιγάρο του σε ένα τασάκι που είχε πάνω του ζωγραφισμένο ένα άλογο. Δίπλα έγραφε 'Ψυχιατρική Κλινική Χαλ'.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..