Jump to content

Ο γερο-Ντέπο και ο Θάνατος


Guest Anime_Overlord

Recommended Posts

Guest roriconfan

Ο γερο-Ντέπο και ο Θάνατος

 

Crossover ιστοριών Διαγωνισμού Ιουνίου

 

Ο γέρο-Ντέπο παρέμεινε στο πάτωμα, εκεί που είχε πέσει. Δεν σάλευε, σαν να ήταν νεκρός. Και βασικά, τόσο άσχημα που ένοιωθε το προηγούμενο βράδυ, πραγματικά νόμιζε ότι ήταν αρκετό για να τον σκοτώσει. Έμεινε εκεί λοιπόν όλη την νύκτα, βέβαιος ότι είχε πεθάνει.

 

Όμως όταν το επόμενο πρωινό ήρθε, μπορούσε να ακούει τα Τσίουμ απ’έξω και τον ήλιο που έμπαινε από το παράθυρο να ζεσταίνει το κορμί του. Παρόλα αυτά, αρνιόταν να ανοίξει τα μάτια του και να σηκωθεί. Ήταν πεπεισμένος ότι είχε πεθάνει και περίμενε τον κουκουλοφόρο Θεριστή να έρθει να τον παραλάβει.

 

Περίμενε και περίμενε και περίμενε υπομονετικά… Ώσπου ένοιωσε ένα βάρος στο στομάχι του να του κόβει την ανάσα.

 

Μα νοιώθουνε βάρος οι πεθαμένοι;

 

…Σάμπως αναπνέουνε; …

 

Τέτοια ήταν η δυσφορία του που δεν άντεξε και άνοιξε ελαφρά το ένα μάτι του … για να αντικρίσει ένα λευκόγκριζο Μέορ (έτσι λέγανε τις γάτες στα μέρη του) που είχε κουρνιάσει πάνω του. Αναστατωμένος που ξαφνικά κατάλαβε ότι έγινε κρεβάτι για βρομιάρικα ζώα, με μια απότομη κίνηση του χεριού του έδιωξε το ζωντανό από πάνω του. Τρομαγμένο, το Μέορ πήδηξε και έφυγε από το παράθυρο στην στιγμή.

 

-Παλιόζωο… Μου χάλασε τον θάνατο μου! … Αρκέστηκε να πει.

 

Σηκώθηκε άρον, άρον και αφού το πήρε απόφαση ότι δεν τα είχε κακαρώσει ακόμη, αποφάσισε να σουλουπωθεί και να πάει στο μαντρί. Αλλά ο πονόκοιλος και ο πονοκέφαλος ακόμα τον κρατούσανε σε μια κατάσταση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Πήγε να πλυθεί στην γαβάθα για να συνέρθει κάπως. Το νερό όμως είχε τελειώσει προ πολλού. Και τότε κατάλαβε ότι διψούσε και πεινούσε. Τόσες μέρες στο κρεβάτι, μετά βίας έβαζε κάτι στο στόμα του. Τέρμα τα βότανα και το γάλα Μούταν! Μόνο κακό του έκανε. Θα επιχειρούσε να βρει κάτι άλλο για να φάει.

 

Πήρε την μαγκούρα του και βγήκε όπως μπορούσε από την καλύβα. Η τρομακτική καταιγίδα που κρατούσε όλο το βράδυ είχε λήξει. Και εκείνος ο τρομακτικός καβαλάρης δεν φαινόταν πουθενά. Ο ουρανός παρέμενε συννεφιασμένος και μουντός, γεμάτος με βαθύ μπλε και σάπιο μήλο κόκκινα σύννεφα. Νερόλακκοι είχαν σχηματιστεί σε αρκετά σημεία αλλά ο Ντέπο ήξερε ότι δεν ήταν σωστό να χρησιμοποιήσει εκείνο το νερό. Κίνησε προς το άλσος κοντά στην καλύβα του, όπου μια μικρή λίμνη σχηματιζότανε από τα καθαρά ποταμάκια των γύρω βουνών. Δεν πήρε τον φωσφορόλιθο μαζί του, μιας που παρόλη την συννεφιά, υπήρχε αρκετό φως από πολλαπλά ξανοίγματα των σύννεφων για να βλέπει που πηγαίνει. Οι σκουντουφλόπετρες δε θα γελούσανε ούτε σήμερα.

 

-Δε βαριέσαι, που να τον κουβαλάω. Μη ζητάω και πολλά. Καμιά φορά το να βλέπεις είναι αρκετό… Είπε κοφτά.

 

Έφτασε σε κατάσταση ζάλης στο άλσος και αμέσως μετά την λίμνη στο κέντρο του.

 

Εδώ θα είχε κρυφτεί εκείνο το παλιόπαιδο πριν από χρόνια. Ευτυχώς που όμως το βρήκε εκείνος ο τρομακτικός καβαλάρης και το πήρε…

 

Χαμογέλασε.

 

Και το έκανε σαν εκείνον…

 

Το χαμόγελο χάθηκε.

 

Έβγαλε από το μυαλό του αυτές τις δυσάρεστες σκέψεις. Έσκυψε να πλυθεί... Και τότε το βρήκε...

 

Ένα δαχτυλίδι. Ένα περίτεχνο δαχτυλίδι να φεγγοβολάει μισοθαμμένο στην όχθη της λίμνης. Μα πως βρέθηκε εκεί; Έπεσε από το αγόρι; … Μήπως από τον τρομακτικό καβαλάρη;! …

 

Όποιος και να ήταν ο λόγος, ο Ντέπο το σήκωσε με σκοπό να το κρατήσει. Μη πάει και χαμένο!

 

Το πήρε στην χούφτα του και το κοίταξε προσεκτικά. Τι παράξενο που ήταν. Και τι παράξενα που τον έκανε να νοιώθει. Γέμισε με αυτοπεποίθηση και οι πόνοι του σώματος του μυστηριωδώς καταλαγιάσανε. Το έβαλε στην τσέπη του φθαρμένου του γιλέκου.

 

-Πολύτιμό μαςςςςς! … Ξεστόμισε χωρίς να καταλάβει το γιατί.

 

Σηκώθηκε νιώθοντας μια μυστήρια ευφορία.

 

Και ξάφνου αντίκρισε στην αντίπερα όχθη της λίμνης ένα αγόρι.

 

-Όχι! Όχι πάλι! … Σκέφτηκε και τα μάτια του γουρλώσανε.

 

Δεν το είχε ξαναδεί. Δεν ήταν το παιδί που μετατράπηκε σε εφιάλτη χθες στην πόρτα του. Το αγόρι ήταν ντυμένο στα μαύρα και τον κοιτούσε με ένα βλέμμα ικανοποίησης και ειρωνείας.

 

-Γέρο-Ντέπο, έλα μαζί μου. Είναι ώρα να πηγαίνουμε… Του είπε στα ανοικτά, λες και τον γνώριζε για χρόνια.

 

-Ρε άντε χάσου! Δε σε ξέρω και ούτε θέλω να σε μάθω. Φύγε από την ζωή μου! Ούτε στο σπιτικό μου σε βάζω, ούτε φαγητό σου δίνω, ούτε καν διάλογο δε σου ανοίγω! … Απάντησε απότομα και άρχισε να απομακρύνεται στα γρήγορα από την λίμνη. Μην έχουμε πάλι τα ίδια. Όπου φύγει, φύγει. Ένα κωλόπαιδο ήταν αρκετό.

 

-Δε θέλω τίποτα από εσένα. Απλά είναι ώρα να πας στο…

 

-…Στο διάολο! Εκεί να πας εσύ και να μη γυρίσεις! … Απάντησε διακόπτοντας το και χωρίς να σταματήσει να απομακρύνεται.

 

-Α, μη με αρνείσαι. Θα προκαλέσεις κακό στον εαυτό σου αν συνεχίσεις να…

 

Αλλά ο Ντέπο άρχισε να περπατά όσο πιο γρήγορα του επιτρέπανε τα ποδιά του και δεν πρόσεχε τι προσπαθούσε να του πει το παιδί. Ήθελε την ησυχία του. Ήθελε να μείνει μόνος. Ήθελε να κλείσει τα αυτιά και τα μάτια του και να μη δώσει σημασία σε κανέναν και τίποτα!

 

Και τότε άκουσε ένα τραγούδι… Από γύρω του ξαφνικά ακούγονταν χαρούμενες φωνές. Ολόκληρος ο τόπος άρχιζε να βροντάει από το τραγούδι του δάσους που ξεκίνησε αμέσως μόλις διαολόστειλε το παιδί. Και οι στοίχοι που ακούγονταν ήταν:

 

«Για του Σέργιου τον νταλγκά,

δώσαν ρέστα τα νεκρά!

Τους λυγμούς καναν πενιές

Κάτω στις ταφό-στις ταφό-στις ταφό-πλακες!»

 

Χωρίς να καταλάβει πότε γέμισε ο τόπος από δαύτους, γύρω του πετάγονταν μέσα από θάμνους, πίσω από δέντρα και ακόμα και μέσα από το χώμα, ξερακιανοί και ρακένδυτοι άνθρωποι που χορεύανε σαν τρελοί.

 

Πρώτη φορά του έβλεπε τόσους ανθρώπους. Μα πότε ήρθανε στην κοιλάδα; Και τι θέλανε από αυτόν;

 

-Χαχαχα! Καλά του ξηγήθηκες του μπόμπιρα! … Είπε ένας.

 

-Έλα! Έλα στον χορό μας! Η ζωή είναι ωραία! Ποιος θέλει να κοιμάται αιώνια; … Είπε ένας άλλος.

 

Ο Ντέπο σχεδόν δελεάστηκε, παρά την αρχική έκπληξη του, να πάει μαζί τους. Όχι φυσικά για να χορέψει ή να ανοίξει φιλίες. Ήθελε την ησυχία του. Να τους ρωτήσει μόνο αν είχανε τρόφιμα να μοιραστούνε και αν ξέρανε ίσως αν ο καβαλάρης θα ξαναερχότανε. Αλλά τότε κατάλαβε…

 

Τούτοι δεν ήταν φυσιολογικοί άνθρωποι. Δεν ήταν απλά κοκαλιάρηδες. Η σάρκα είχε σχεδόν χαθεί πάνω στα σώματα των περισσότερων και πολλοί ξεφυσούσανε χώμα και έντομα μέσα από τα σώματα τους καθώς χορεύανε. Πολλούς τους έλειπαν χέρια, πόδια, σαγόνια… Και πάλι όμως αυτοί χορεύανε χαρούμενοι και υμνούσανε την ζωή με τα φρικιαστικά σκελετωμένα πρόσωπά τους!

 

…Εννοείται ότι ο Ντέπο είχε σχεδόν πάθει καρδιακό από την λαχτάρα του…

 

-Έλα σε εμάς Ντέπο! Όπα! … Είπε ένας, ρίχνοντας ένα συρτάκι.

 

-Διασκέδασε την ζωή σου. Είναι τόσο μικρή που θα τελειώσει πριν το καταλάβεις! … Είπε ένας άλλος, παίζοντας ένα ταμπούρλο με ένα κομμένο χέρι.

 

-Να πεθάνει ο χάρος! … Είπε ένας τρίτος χτυπώντας παλαμάκια και σηκώνοντας ένα σύννεφο καπνού.

 

-Α, που να φας την γλώσσα σου! … έκανε από πίσω το αγόρι.

 

Σχεδόν κάνοντας τα πάνω του, ο Ντέπο άρχισε να πισωπατάει. Προσπάθησε να τρέξει και να ξεφύγει από αυτά τα τέρατα αλλά από την μια η ηλικία του και από την άλλη ο φόβος του, τον κάνανε να πηγαίνει απελπιστικά αργά.

 

Ο τρελός χορός τον πλησίαζε όλο και περισσότερο. Για κάθε ένα βήμα που έκανε για να απομακρυνθεί, τρία κάνανε εκείνοι και τον προσεγγίζανε. Και πλησιάζανε! Και πλησιάζανε! Και πλησιάζανε! Και γελούσανε! Και χορεύανε! Και τραγουδούσανε! Αλλά προπαντός πλησιάζανε!

 

-Μανούλα μου, τι ήθελα ο χαζός και άφησα το σπίτι μου; Να καταφέρω να γυρίσω πίσω και ούτε που θα ξαναβγώ ποτέ μου από εκεί!

 

Ο Ντέπο είχε φτάσει στην άκρη του Άβατου Δρόμου, με τα τέρατα να είναι μόλις δύο συρτάκια και τρία παλαμάκια μακριά του. Απελπισμένος όπως ήταν, ούτε που πρόσεξε το δαχτυλίδι στην τσέπη του που φεγγοβόλησε μυστήρια για μια στιγμή ή μια παράξενη άμαξα να περνάει από τον δρόμο εκείνη την στιγμή.

 

-Συγνώμη, μπορώ να βοηθήσω σε κάτι; … Είπε ο οδηγός, ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού.

 

Ο Ντέπο χωρίς να σκεφτεί καν τι κάνει, μπήκε μέσα και φώναξε «ΦΥΓΕΕΕΕ! ΜΑΚΡΙΑ ΤΟΥΣ ΠΗΓΑΙΝΕΕΕΕ!»

 

-Καλά ντε, μη φωνάζεις κι όλας. … Απάντησε ο οδηγός με απόλυτη ψυχραιμία κλείνοντας την πόρτα. Μαρσάρισε γρήγορα και άφησε γρήγορα πίσω του τον χορό των τεράτων.

 

-Χαχαχα! Που πας; -Σαν εμάς θα γίνεις στο τέλος! -Τι το κουράζεις; Έλα εδώ! … Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε να λένε πριν απομακρυνθούνε αρκετά.

 

Πάντως, τα απρόοπτα δεν τελειώσανε εκεί. Τι διαολόπραμα ήταν αυτό που βρισκόταν μέσα του; Έκανε παράξενους θορύβους και δε το έσερναν Ίαν. Από το ένα κακό στο άλλο έπεσε!

 

… Αν και πιο πολύ τον τρόμαζε η πρωτοτυπία της μέρας παρά τα ίδια τα παράξενα γεγονότα που βίωνε …

 

-Μα τι σκατά άμαξα είναι αυτή;! … Ρώτησε και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, δίχως να ξέρει πως γυρίζει το χερούλι.

 

-Και τι σκατά είσαι εσύ;! … Ρώτησε ξανά, βλέποντας το παράξενο πανκ χτένισμα που είχε ο ξανθός οδηγός.

 

-Αυτό είναι αυτοκίνητο. Κι εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος. Μα καλά, στις ερημιές ζεις όλη σου την ζωή και δεν έχεις ξαναδεί κάτι τέτοια; … Είπε χαμογελώντας.

 

«Ναι» ήταν η απάντηση αλλά δεν είχε όρεξη να ανοίξει συζήτηση. Ήθελε απλά να πάει σπίτι του. Αυτός ο παράξενος τύπος μόλις του έσωσε το τομάρι αλλά το μόνο που πρόσεχε ο Ντέπο ήταν ότι βρισκόταν στον Άβατο Δρόμο και απομακρυνόταν από την κοιλάδα.

 

-Που με πας; Πήγαινε πίσω! Με βγάζεις από την κοιλάδα ηλίθιε!

 

-Στα τερατάκια που χορεύουν θέλεις να γυρίσεις;

 

-Το προτιμώ από το να βγω από την κοιλάδα!

 

-Μια βόλτα να δεις τι υπάρχει στο…

 

-Όχι! Δεν θέλω βόλτες! Δεν θέλω άλλα απρόοπτα! Θέλω να γυρίσω στην ησυχία μου! Σταμάτα αυτό το πράμα! … Έκανε και χτυπιότανε αλαφιασμένος.

 

-Γέρο, είσαι παράξενος. Εσύ είσαι που μπήκες μέσα. Δε σε έβαλα με το ζόρι. Εδώ σου δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία. Και δεν είναι τρόπος αυτός για να ευχαριστείς κάποιον που…

 

-ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΠΙΣΩ! … Φώναξε σαν μικρό παιδί.

 

Αλλά μόλις που τελείωσε να λέει «πίσω», ακούστηκε ένας γδούπος στην οροφή του αυτοκινήτου. Πριν προλάβει να ρωτήσει τι ήταν αυτό… ένα μεταλλικό χέρι ξερίζωσε την οροφή! Μια όμορφη γυναίκα με παράξενα μεταλλικά χέρια τον κοίταξε απειλητικά.

 

-Είσαι νεκρός γέρο! … Είπε κοφτά και άπλωσε το χέρι της για να τον αρπάξει. Ο Ντέπο έμεινε παγωμένος από φόβο να την κοιτάει.

 

Ο οδηγός, με απόλυτη ψυχραιμία έστριψε απότομα το τιμόνι και κάρφωσε το αυτοκίνητο πάνω σε μια βελανιδιά, έξω από τον δρόμο. Η γυναίκα πετάχτηκε από την πρόσκρουση επάνω στην βελανιδιά, η οποία μυστηριωδώς άπλωσε τα κλαδιά της και την εγκλώβισε.

 

-Τι χάσκεις; Τρέχα! … Είπε ο οδηγός βγαίνοντας από το αυτοκίνητο και τρέχοντας μακριά.

 

Ο Ντέπο ξεκόλλησε από το σοκ που βρισκόταν και βγήκε από την πόρτα του συνοδηγού (που είχε ανοίξει από τη σύγκρουση) και άρχισε να τρέχει όσο μπορούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήθελε να ξεφύγει από αυτήν την τρελή αλλά και από τον παράξενο οδηγό.

 

Είδε εκεί κοντά έναν λόφο με αμπέλια και κίνησε να κρυφτεί μέσα τους. Ήλπιζε ότι θα τον έχαναν και ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στην κοιλάδα μόλις ησύχαζαν τα πράγματα.

 

Μόλις όμως μπήκε, αντί για την ησυχία του, βρήκε άλλον έναν παράξενο τύπο να βρίσκεται εκεί μέσα, καθισμένο σε μια καρέκλα. Είχε μαύρες σακούλες στα πόδια του και έπινε κάτι από ένα φλιτζάνι. Ήταν προχωρημένης ηλικίας, σαν τον ίδιο, και το βλέμμα του ήταν γεμάτο αυτοπεποίθηση.

 

-Ήρθες συνάδελφε; … Νωρίς όμως δεν είναι ακόμα; … Δε περιμένεις την στιγμή να πάρεις εκδίκηση, ε; Μπαγάσα!

 

Ο Ντέπο δεν είπε λέξη. Ο άλλος γέρος συνέχισε να λέει χωρίς να περιμένει απάντηση.

 

-Ποιος είσαι εσύ τώρα; … Καταραμένο Αλτσχάημερ, ξεχνάω τώρα και τους ίδιους μου τους φίλους … Αλλά σύντομα όλα αυτά δεν θα έχουνε σημασία! Σύντομα θα χτυπήσουμε την αδικία που μαστίζει την τρίτη ηλικία στη χώρα μας. Ακόμα και στα τελευταία μας, θα δείξουμε ότι μπορούμε να κάνουμε την αλλαγή. Θα δείξουμε στον κόσμο την δύναμη που έχει η Τρομοκρατική Οργάνωση Γερόντων του … Σταμάτησε και άρχισε να βήχει …

 

-Καταραμένα ακροαστικά! … Πάρε τις σακούλες και πήγαινε τες μέσα στην ταβέρνα, όπως λέγαμε. Θα σε πάρει το αυτοκίνητο διαφυγής αμέσως μόλις τις αφήσεις. Και από εκεί θα πάμε … εεε … θα πάμε … Που θα πάμε;

 

-Στην καλύβα της κοιλάδας εδώ κοντά! … Απάντησε ο Ντέπο, εκμεταλλευόμενος την περίσταση. Θα χρησιμοποιούσε μια από αυτές τις παράξενες άμαξες για να γυρίσει πίσω στην ησυχία του σπιτιού του.

 

-Ναι, σωστά… Στην καλύβα … Γιατί θυμάμαι κάτι για αποθήκη; … Τέλος πάντων, πάρε τις σακούλες και ξεκίνα. Θα έρθω να σε βρω με τους υπόλοιπους μόλις τελειώσω το τσάι από σταφύλι μου.

 

-Από … σταφύλι;

 

-Ναι. Σε αμπελώνα δε βρισκόμαστε; Από τι θα το έφτιαχνα;

 

Ο Ντέπο δε ρώτησε παραπάνω πράγματα. Μάλλον ξεμωράθηκε εντελώς τούτος και δεν ήξερε τι έλεγε. Πήρε μια μαύρη σακούλα στο κάθε χέρι του και ξεκίνησε να πηγαίνει προς ένα χωριό εκεί κοντά.

 

Για πρώτη φορά στην ζωή του μπήκε σε χωριό. Είδε ψηλά κτήρια και παράξενες κατασκευές και ανθρώπους ντυμένους με αλλόκοτα ρούχα. Ο κόσμος είχε αλλάξει ραγδαία και ο Ντέπο νόμιζε ότι βρισκόταν σε άλλο πλανήτη. Είδε όμως μερικούς ιππότες ντυμένους με πανοπλίες σαν αυτές του τρομακτικού καβαλάρη από εχθές και κατάλαβε ότι ήταν ακόμη σε γνώριμα εδάφη. Δυσάρεστα αλλά γνώριμα. Δεν του αρέσανε καθόλου όλα αυτά.

 

-Ουουου! Κωλόγερε! … Του είπανε μια παρέα από παιδιά, καθώς τον είδανε να περπατάει μόνος του με τις σακούλες στο χέρι.

 

-Άντε χαθείτε παλιόπαιδα! … Απάντησε. Μα τι άσχημα που ακούστηκε αυτό το «κωλόγερε». Πρώτη φορά που τον κοροϊδεύανε στα φανερά και όχι κατά φαντασία και ο Ντέπο ένοιωθε πολύ άσχημα. Τόσο άσχημα ένοιωθαν και όλοι όσοι έβριζε τόσα χρόνια με το που περνούσανε μπροστά από το καλύβι του; Το να νοιώθει το ίδιο το φάρμακό του, ήταν πολύ άσχημη εμπειρία.

 

Βρήκε μια ταβέρνα μπροστά του και υπέθεσε ότι αυτήν ήταν ο «στόχος». Η ταμπέλα στην είσοδο έγραφε «Το Κουνιστό Χέλι». Μα τι γελοίο όνομα!

 

Μπήκε μέσα. Οι θαμώνες ήταν ο ένας πιο παράξενος από τον άλλον. Σαν παρέλαση καρνάβαλων ήταν η αίθουσα. Ο Ντέπο δεν ήθελε καμία σχέση με όλα αυτά τα φρικιά. Από την βαβούρα εκεί μέσα ξεχώριζε η φωνακλάρα ενός ψιλόγιγνου γυμνασμένου άντρα.

 

-Φαγιά! Βυζιά!

 

-Ήρθαν χρυσό μου! … Απάντησε κάτι που ο Ντέπο δεν καταλάβαινε αν είναι άντρας ή γυναίκα.

 

-Μα τον Βυζβόρουν! Φύγε ρε Σίλια! Δεν έχω τέτοια γούστα. … Απάντησε ο άντρας και της/του γύρισε την πλάτη.

 

Ο Ντέπο κατάλαβε ότι μόνο το φαγητό και το σεξ ένοιαζε αυτόν τον άνθρωπό. Χαζομάρες! Τα Μούταν του ήταν υπέρ αρκετά. Τι τις θέλεις τις γυναικοδουλειές και τα φαγοπότια;

 

Άφησε τις σακούλες σε μια γωνιά και κίνησε να φύγει. Δεν είχε ιδέα τι είχανε μέσα και ούτε τον ένοιαζε να μάθει. Άκουγε κάτι τικ-τακ και υπέθεσε ότι είναι μηχανικά ξυπνητήρια ή κάτι τέτοιο.

 

-Ε! Δαχτυλοκουβαλητή! … Άκουσε κάποιον να του λέει. Γύρισε και είδε έναν γεράκο με λευκό μούσι, πίπα στο στόμα και ψηλό μυτερό καπέλο να τον κοιτάει.

 

-Αισθάνομαι ότι έχεις το δαχτυλίδι. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;

 

Ο Ντέπο δεν του απάντησε και κίνησε να βγει από την ταβέρνα. Ο γεράκος του είπε με έντονη φωνή.

 

-Σημαίνει ότι είσαι ο διάδοχος σε ένα τρανό βασίλειο. Αλλά ποτέ μη το φορέσεις! Ναι μεν θα σε κάνει αόρατο. Αλλά μακρυπρόθεσμα, αντί να κρυφτείς, θα του φανερωθείς και θα χάσεις την ψυχή σου!

 

Ο Ντέπο δε κατάλαβε λέξη. Ποιο βασίλειο; Να γυρίσει στο απλό καλύβι του ήθελε μόνο.

 

Βγήκε από την ταβέρνα και κοίταξε γύρω του για το αυτοκίνητο διαφυγής. Δεν βρήκε τίποτα. Μήπως πήγε σε λάθος ταβέρνα; Μήπως ο γέρος ξέχασε που έπρεπε να πάει; Οι ιππότες που είχε δει πριν, πλησίαζαν προς το μέρος του.

 

-Τι είναι τούτος τόσο ανήσυχος; Λες να ξέρει κάτι για τον πολέμαρχο μας;

 

-Και δε πάμε να ρωτήσουμε; Γι’ αυτό μας πληρώνει άλλωστε.

 

Ο Ντέπο ανατρίχιασε με το που τους είδε να πλησιάζουνε. Ούτε που ήθελε να τους μιλήσει. Θυμήθηκε τα λόγια του γέροντα και κάτι για ότι θα γίνει αόρατος. Γρήγορα έβγαλε το δαχτυλίδι από την τσέπη και το φόρεσε. Και πραγματικά, οι ιππότες σταματήσανε με απορία και κοιτάζανε γύρω τους. Ήταν πραγματικά αόρατος!

 

Ποιος το χρειαζόταν το αυτοκίνητο πλέον; Περπάτησε με την ησυχία του προς την κοιλάδα. Άκουσε μια έκρηξη από το χωριό που είχε φύγει αλλά ούτε που γύρισε να κοιτάξει τι ήταν. Μόνο το καλύβι του είχε στο νου του. Προσπέρασε την τρελή γυναίκα με τα μεταλλικά χέρια, που περίμενε στην μέση του δρόμου γι’ αυτόν. Μπήκε στην κοιλάδα και εξίσου εύκολα προσπέρασε και τους σκελετωμένους που ακόμα χορεύανε στο άλσος. Κάποιοι πιο φυσιολογικοί στην εμφάνιση τους κυνηγούσανε για να τους βάλουνε κάπου αλλά δεν έδωσε πολύ σημασία.

 

Έφτασε μπροστά από το καλύβι του κατά το ηλιοβασίλεμα. Τι ωραίο που ήταν αυτό το δαχτυλίδι! Μπορούσε με αυτό να κρύβεται από τους πάντες. Κάθε φορά που θα τον πλησίαζε κάποιος στο μέλλον, απλά θα το φορούσε και θα κρατούσε την ησυχία του, μόνος και έρημος στην κοιλάδα. Άνοιξε την πόρτα για να μπει…

 

…Και προς έκπληξη του, βρήκε μέσα τον τερατόμορφο καβαλάρη να τον περιμένει! Και ήταν ακόμα πιο τερατόμορφος από πριν. Ντυμένος με μαύρα κουρέλια γύρω από τα άκρα του και με τρομακτικά σκελετωμένο πρόσωπο.

 

-ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ! … ΦΕΡΕ ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ! … Είπε με απόκοσμη φωνή.

 

-Όχι! Είναι δικό μαςςς! Μόνο δικό μαςςς! … Απάντησε ο Ντέπο, χωρίς να καταλάβει ότι μιλούσε για κάποιο λόγο στον πληθυντικό και ότι ο καβαλάρης τον έβλεπε.

 

-ΜΕ ΑΥΤΟ, ΘΑ ΓΙΝΩ ΒΑΣΙΛΙΑΣ! ΠΑΝΙΣΧΥΡΟΣ! ΘΑ ΜΕ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΟΛΟΙ! ΘΑ ΓΙΝΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΘΕΛΑΝΕ ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΟΥΝΕ! ΘΑ ΓΙΝΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΣΥ ΒΟΗΘΗΣΕΣ ΝΑ ΓΙΝΩ! ΦΕΡΤΟ ΜΟΥ!

 

-Όχι, ποτέ! Και δε θέλουμε βασίλεια. Θέλουμε μόνο να μείνουμε μόνοι μας!

 

-ΜΟΝΟ ΑΥΤΌ;

 

-Μόνο! Να μείνουμε μόνοι μας χωρίς παρέα για πάντα!!! … Απάντησε εσώψυχα ο Ντέπο, βγάζοντας με μιας όλη του την δυσφορία για τον κόσμο.

 

Τότε μια δυνατή λάμψη βγήκε από το δαχτυλίδι και ο Ντέπο χάθηκε στην στιγμή, μαζί με το δαχτυλίδι. Από τις παρυφές των βουνών, ένας μαυροφόρος που κρατούσε δρεπάνι άρχισε να απομακρύνεται, οδηγώντας μια άδεια άμαξα. Προσπάθησε με τόσα μηνύματα να κάνει τον Ντέπο να θελήσει κάτι καλύτερο από την μεταθανάτια ζωή του αλλά τελικά έκανε αυτό που εξαρχής ήθελε ανέκαθεν ο Ντέπο από το Πέρασμα του.

 

……

 

Περάσανε αμέτρητα χρόνια. Η καλύβα πλέον είχε γίνει σκόνη και τον Ντέπο δεν τον θυμότανε κανένας. Ούτε καν ότι έζησε ήταν πλέον γνωστό. Η κοιλάδα είχε παραμείνει πρακτικά ανέγγιχτη και σπάνια πήγαινε κάποια οικογένεια εκεί για πικ-νικ. Μια τέτοια οικογένεια μια ηλιόλουστη μέρα έφτασε με το αυτοκίνητο της για να απολαύσει την καλή διάθεση του γέροντα καιρού. Ένα κοριτσάκι έτρεχε στο γρασίδι, κυνηγώντας χαρούμενο μια πεταλούδα. Ξαφνικά, σκόνταψε πάνω σε μια πέτρα και έπεσε κάτω. Άρχισε να κλαίει και οι γονείς του τρέξανε να το παρηγορήσουνε. Ακούστηκε ένα αχνό γέλιο από την πέτρα και έπειτα τα εξής λόγια:

 

-Να για να μάθεις κωλόπαιδο! Άσε με τώρα στην ησυχία μου…

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..