white_unicorn Posted July 9, 2008 Share Posted July 9, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Αθηνά - Βασιλική Β. (White Unicorn)Είδος: Urban Fantasy αλά Ελληνικά Βία; ελάχιστη Σεξ; Μπα Αριθμός Λέξεων: Αυτοτελής; Οχι. Μέρος 2ο Σχόλια: Περιμένω τα δικά σας.... ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο – Ψυχικά Φαινόμενα (Παρασκευή Σαββάτο) Πέρασε έτσι αρκετή ώρα, όταν εντελώς απροσδόκητα ένιωσα μια ξένη παρουσία στο μυαλό μου, στην αρχή φάνηκε να απωθείται εύκολα. Δευτερόλεπτα όμως αργότερα η παρουσία είχε αποκτήσει δύναμη πάνω στην σκέψη μου. Προσπάθησα να κλείσω τις σκέψεις μου συνεχίζοντας να ασχολούμαι με τα τραγούδια αλλά η δύναμη εκείνη είχε, αποκτήσει βάθος ωκεανού και ορμή χειμάρρου. Η αντίσταση ήταν η μόνη μου αποδεκτή επιλογή και η ερώτηση <Ποίος έχει τέτοια δύναμη;> που στριφογύριζε στις σκέψεις μου δεν θα έμενε αναπάντητη για πολύ. Όταν 'είδα' σε έναν 'τοίχο' του μυαλού μου την λέξη "Κοίτα!", κατάλαβα πως ήταν πολύ αργά για να προσπαθήσω, έστω, να αντιδράσω. Έκανα το μόνο που μπορούσα για να μην υποκύψω στην διαταγή, έσφιξα τις γροθιές μου νιώθοντας τα νύχια να μπήγονται σχεδόν στο δέρμα μου. Κατάφερα να παραμείνω ήρεμη και μια φωνή που σίγουρα δεν είχα ακούσει ποτέ επανέλαβε την διαταγή στο μυαλό μου, "Κοίτα με!" έσφιξα ακόμα περισσότερο τις γροθιές μου και επαναλάμβανα συνεχώς ένα <ΟΧΙ> στην σκέψη μου. Δευτερόλεπτα αργότερα η επόμενη προσταγή ήρθε ακόμα πιο δυνατή. "Κοίτα με στα μάτια Βίκυ. Τώρα!". Ένιωσα ένα υγρό ανάμεσα στα δάχτυλα μου και φοβήθηκα ότι είχα ματώσει τις παλάμες μου, δεν σταμάτησα όμως να πιέζω τα νύχια μου στις παλάμες, ούτε και να φωνάζω από μέσα μου εκείνο το ατέλειωτο <ΟΧΙ>. Κατάλαβα Ποίος είχε δώσει τις διαταγές, ήταν ο μόνος που δεν είχα κοιτάξει στα μάτια, ο μόνος που ίσως είχε την δύναμη που χρειαζόταν για να με κάνει να υπακούσω. Ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζα κάτι τέτοιο. Ναι, ξέρω άτομα με δυνάμεις του νου, ψυχικές δυνάμεις, άτομα που μπορούν να μετακινούν αντικείμενα και να διαβάζουν την σκέψη των άλλων. Είμαι ένα από αυτά, ανήκω στην 'οικογένεια', έχω την έκτη αίσθηση πιο ανεπτυγμένη από τους άλλους. Και ορισμένα προαισθήματα που έρχονται μόνα τους και όχι όποτε εγώ το θέλω, πολλές φορές είναι σωστά. Κανείς από όσους ξέρω δεν θέλησε να αποκτήσει αυτό το δώρο - χάρισμα ή κατάρα; - ίσως εκείνο να μας διάλεξε για κάποιο σκοπό, άγνωστο για μένα και τους άλλους. Το θέμα όμως είναι πως ότι έγινε εκείνη την νύχτα δεν ήταν συνειδητή μου επιλογή. Αν ήξερα, εκείνη η νύχτα δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Όμως, τελικά, η ζωή αυτή σου φέρνει όσα δεν θες. Ή όσα δεν ξέρεις ότι θες ενώ το υποσυνείδητο σου τα καλεί... Γεγονός είναι πως η γνώση του 'υποβολέα' και μόνο με έκανε να 'πολεμήσω' με όσες δυνάμεις είχα και να μην σηκώσω το βλέμμα μου από το ποτήρι μου, ενώ τα νύχια μου είχαν ίσως ήδη σκίσει το δέρμα μου. Ο Φίλιππος δεν είχε κάνει καμία κίνηση, δεν είχε μιλήσει καθόλου. Ίσως η προσπάθεια του να μην τον άφηνε να κάνει κάτι άλλο. Ίσως πάλι, απλά να του άρεσε να με βλέπει να προσπαθώ να αντισταθώ στις εντολές του. Από την άλλη πλευρά, εγώ δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου ούτε για να μιλήσω. Ήθελα να φύγω από εκεί έστω και για ελάχιστα λεπτά, αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι τα λόγια μου θα υπάκουαν στις επιθυμίες μου. Όταν άρχισα να πιστεύω πως δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω πλέον τον εαυτό μου, η παρουσία έφυγε, το ποτάμι είχε στερέψει. Τα χέρια μου πονούσαν από την πίεση καθώς προσπαθούσα να τα χαλαρώσω, τελικά δεν είχα ματώσει όπως φοβήθηκα. Το υγρό ήταν απλός ιδρώτας. Καθώς επανερχόμουν στον κόσμο άκουσα την Ίρις να μου μιλάει, σαν μέσα σε όνειρο, η φωνή της έμοιαζε να έρχεται από πολύ μακριά. "Βίκυ; Βίκυ μ' ακούς;" Σαν να ξυπνούσα από όνειρο γύρισα προς το μέρος της, χαμογέλασα με κόπο, "Ναι, απλά απορροφήθηκα από την μουσική. Τι είπες;" Χαμογέλασε, από ότι φάνηκε ήταν πιο εύκολος στόχος από μένα για τον Φίλιππο. "Είπα πως ο Ερρίκος πρότεινε να πάμε σε ένα κλαμπάκι που ξέρει, και σε ρώτησα αν θες να έρθεις και εσύ." Δεν πρόλαβα καν να σκεφτώ, η Έλενα είχε ήδη απαντήσει για μένα, "Νομίζω πως θα περάσει καλύτερα εδώ, δεν θα της αρέσει το κλαμπ." Το 'έγκλημα' ήταν ομαδικό, αν και ο μόνος 'ένοχος' ήταν ο Φίλιππος, ήμουν σίγουρη για αυτό. Η Ίρις με κοίταξε περιμένοντας να συμφωνήσω, δεν είχα επιλογές. "Μάλλον, έχει δίκιο η Έλενα. Αν είναι στα δικά σας μέτρα δεν θα είμαι καλή παρέα. Να περάσετε καλά, πάρε με τηλέφωνο το πρωί, μόλις ξυπνήσεις." της είπα και ηρέμησε. Εκείνη ήταν ήρεμη, εγώ πάλι μόλις άρχιζα να νιώθω την ανησυχία μου να αυξάνετε δραματικά μέσα μου. Για πρώτη , ίσως, φορά στην ζωή μου ένιωθα τόσο ανυπεράσπιστη. Ήθελα να μπορούσα να επιταχύνω τον χρόνο. Να περάσουν 6 ώρες σε 6 δεύτερα. Ο χρόνος όμως είναι ένα περίεργο σύστημα, όταν θες να επιβραδυνθεί επιταχύνει και όταν θα προτιμούσες να τον επιταχύνεις αυτός πάει όσο γίνετε πιο αργά. Μόλις έφυγαν οι άλλοι, ο Φίλιππος άλλαξε θέση, άφησε την πολυθρόνα και ήρθε στον καναπέ, στην θέση που λίγο πριν καθόταν η Έλενα. Τον ένιωθα σαν ένα 'αθώο' γατάκι δίπλα μου, μόνο που και τα γατάκια βγάζουν νύχια. Το να προσπαθήσω να τον αγνοήσω, πλέον, ήταν τουλάχιστον δύσκολο. Για την ακρίβεια ήταν ακατόρθωτο, ο Φίλιππος έκανε την παρουσία του αισθητή στον χώρο από μέτρα μακριά και εκείνη την στιγμή ήταν ελάχιστα εκατοστά μακριά μου. Το βλέμμα του πάνω μου σαν της γάτας που περιεργάζεται το ποντίκι. Δεν μίλησα, - τι θα μπορούσα να πω; - δεν ήξερα αν θα μπορούσα να μιλήσω χωρίς να δείξω ότι φοβόμουν. Ο τρόμος με είχε κυριεύσει, χωρίς να ξέρω το γιατί. Δευτερόλεπτα αργότερα ήρθε η εισαγωγή του Hotel California και η αφορμή για να ξεκινήσει ο διάλογος δόθηκε. Προσπαθώντας να ξορκίσω κάποιο κακό που περίμενα να συμβεί, θέλοντας να διώξω την απειλή που είχε πια τυπωθεί στην σκέψη μου <Δεν θα φύγεις πια από εδώ!>, ψιθύρισα τους τελευταίους στίχους του τραγουδιού <Last thing I remember, I was running for the door, I had to find the passage back to the place I was before. "Relax" said the night man "we are programmed to receive, you can check - out any time you like, but you can never leave..."> και η απάντηση ήρθε από τον Φίλιππο υπερβολικά απλά, με ένα είδος γουργουρητού στην φωνή του. "Αν θες μπορώ να σε συνοδεύσω ως το σπίτι σου. Ότι ώρα θες." Γύρισα προς το μέρος του αποφεύγοντας συνειδητά, και με μεγάλη προσπάθεια, να τον κοιτάξω στα μάτια. "Και, τι σε κάνει να νομίζεις πως χρειάζομαι συνοδό για να πάω στο σπίτι μου;" Χαμογελούσα αθώα καθώς το είπα, ήξερα όμως πως το νόημα της φράσης είχε γίνει κατανοητό από τον αποδέκτη της. 'Δεν χρειάζομαι προστασία.' Το χαμόγελο του και τα λόγια του έδειχναν πως δεν είχε συνηθίσει να δέχεται αντιρρήσεις. "Δεν εννοούσα αυτό! Φυσικά και δεν χρειάζεσαι προστασία. Αυτό το κάνεις μόνη σου και πολύ καλά! Υψώνεις κάστρα και κλείνεσαι μέσα χωρίς να ανοίγεις σε κανέναν." Προσπαθώ να μην επηρεάζομαι από αυτά τα σχόλια. Πολλοί μου έχουν πει πως είμαι απόμακρη, ίσως ακόμα και ψυχρή, πως δεν αφήνω κανέναν να με γνωρίσει. Όλοι βλέπουν μόνο όσα εγώ θέλω να δείξω. Έτσι είναι και δεν αλλάζει, πλέον είναι ο μοναδικός τρόπος άμυνας που έχω. Χαμογέλασα και απάντησα προσπαθώντας να φανώ πιο προσιτή. Κάτι που αργότερα κατάλαβα πόσο λάθος ήταν. "Όχι, απλά περιμένω τον κατάλληλο Ιππότη να με ελευθερώσει από το κάστρο." Συγκράτησα την φωνή μου, όμως ένιωθα πως κάτι μέσα μου είχε σπάσει. Τα δάκρυα έπρεπε να περιμένουν για αργότερα. Ίσως για αυτό και να προσπάθησα να τον πείσω πως είμαι προσιτή όταν θέλω. Προσπαθούσα να πείσω εκείνον ή εμένα; Ακόμα και τώρα δεν είμαι σίγουρη. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν έπεισα κανέναν μας. "Ή πιο απλά φοβάσαι." Το αθώο γατάκι που γουργούριζε είχε μεταμορφωθεί σε Τίγρη που γρύλιζε μέσα σε δευτερόλεπτα, το χαμόγελο του όμως δεν άλλαξε. "Με φοβάσαι Βασιλική;!" Μου φάνηκε ως δήλωση, δεν είχα κάτι να αντιτάξω και έμεινα σιωπηλή. "Με φοβάσαι. Έτσι δεν είναι;" Τελικά ήταν ερώτηση. Δεν απάντησα αμέσως. Ήθελε θάρρος η απάντηση και το θάρρος μου με είχε εγκαταλείψει από ώρα. "Τι ακριβώς να φοβηθώ; Όσα βλέπω, δεν τα φοβάμαι. Όσα δεν βλέπω, θα έλεγα πως ναι, αυτά που δεν μπορώ να δω με φοβίζουν. Ίσως και να με τρομάζουν." Χαμογέλασα προσπαθώντας να φανώ γενναία αλλά η φωνή μου είχε γίνει σχεδόν ψίθυρος στην τελευταία μου φράση εντελώς ασυνείδητα. Χαμογέλασε σαν να είχε μόλις πάρει κάποιο δώρο. "Τελικά δεν έκανα λάθος για σένα." Όσο και να φοβόμουν, και εκείνη την στιγμή ήμουν τρομοκρατημένη, η φωνή μου είχε χρωματιστεί από τον θυμό που έψαχνε τρόπο για να ξεσπάσει. "Σε τι ακριβώς δεν έκανες λάθος; Μήπως μπορώ να μάθω και εγώ, εφόσον φαίνεται να με αφορά;" Χαμογέλασε σχεδόν γλυκά, "Δεν χρειάζεται να θυμώνεις! Άλλωστε, προσπαθώ να κάνω μια φιλοφρόνηση στην γλυκιά κοπέλα που βρίσκεται δίπλα μου. Δεν έχω σκοπό να σε διώξω, να σε κρατήσω θέλω." Με αποκάλεσε 'γλυκιά', κοίταξα γύρω μου, δεν υπήρχε καμία άλλη σε ακτίνα τουλάχιστον 3 μέτρων, επιπλέον η τελευταία του φράση ήταν σαν σύστημα συναγερμού. <Δεν με κρατάει κανείς αν δεν το θέλω. Θέλω να μείνω κάπου, δεν με αναγκάζουν.> Τουλάχιστον αυτό ίσχυε ως εκείνη την νύχτα, γιατί εκείνη η νύχτα ήταν σαν η ζωή μου να ξεκινούσε ξανά από την αρχή. Σχεδόν όλα όσα ήξερα, θα άλλαζαν ακριβώς εκείνο το βράδυ. Τις επόμενες βδομάδες θα άλλαζα και εγώ η ίδια. Αλλά τότε, αυτό δεν το ήξερα, δεν μπορούσα να το γνωρίζω. <Σε αυτό το σημείο ακριβώς λέμε καληνύχτα.> Η οργή είχε ήδη πνίξει όσο τρόμο μου προκαλούσε ο Φίλιππος. "Με συγχωρείς, μόλις θυμήθηκα πως αύριο πρέπει να ξυπνήσω νωρίς. Χάρηκα πολύ, αλλά πρέπει να φύγω." Σηκώθηκα, αλλά πριν κάνω ένα βήμα προς την έξοδο ήταν ακριβώς μπροστά μου. "Σε έφερα σε δύσκολη θέση, με συγχωρείς. Σε παρακαλώ, μείνε. Πρέπει να μιλήσουμε." Δεν ήταν τόσο το 'σε παρακαλώ', όσο ο φόβος που με παρέλυσε ακριβώς εκεί. Κάθισα ξανά, μάλλον σωριάστηκα στον καναπέ. "Τι ακριβώς έχουμε να πούμε;" Δεν προσπάθησα να κρύψω τον φόβο που ένιωθα. Χαμογέλασε και παρατήρησα πως τα δόντια του δεν ήταν όπως των υπολοίπων, οι κυνόδοντες του ήταν, αφύσικα μεγάλοι. Σαν των μεγάλων αρπακτικών. Δεν μίλησα για αυτό, προσπάθησα να μην δείξω ότι είχα δει κάτι, και μάλλον το κατάφερα. Η σκέψη μου γύρισε σε μια ταινία που είχα δει μόλις το προηγούμενο βράδυ, 'Το ημερολόγιο ενός Βαμπίρ', αλλά δεν μπορούσα να πιστέψω πως υπήρχαν στην πραγματικότητα Βαμπίρ. Μέχρι τότε ζούσα με την πεποίθηση ότι οι Βρυκόλακες, όπως και οι Λυκάνθρωποι, ήταν υπαρκτά πλάσματα μόνο στην σφαίρα της φαντασίας μας. Γεννημένα από τον αρχαίο φόβο του αγνώστου που κρύβει το σκοτάδι της νύχτας. Προσπάθησα σκληρά και κατάφερα να παραμείνω ήρεμη. Δεν είχα καμία αντίδραση και περίμενα να απαντήσει στην ερώτηση μου, κάτι που δεν άργησε να γίνει. "Βασιλική, μην γίνεσαι τόσο ανυπόμονη. Όλα στην ώρα τους. Για την ώρα, θέλω απλά να σε γνωρίσω. Το μόνο που ξέρω είναι το όνομα σου, και πως είσαι μόνη σου αρκετό καιρό." Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου. Προσπάθησα να μείνω ακίνητη, τα αντανακλαστικά μου όμως με πρόδωσαν. Τραβήχτηκα και άφησε το χέρι του να ακουμπήσει απαλά στο γόνατο του. "Με συγχωρείς, τώρα έγινα εγώ ανυπόμονος." Ίσως ήταν η ιδέα μου, όμως η φωνή του έδειχνε ότι είχε πληγωθεί. <Δεν θα νιώσω και τύψεις!> Ο θυμός άρχισε να βράζει ξανά μέσα μου. Όσο και να μην το ήθελα, όσο και αν ο θυμός και ο φόβος είχαν αναμιχθεί μέσα μου, σε μια γωνία του μυαλού μου είχα αρχίσει να έχω τύψεις. Είχα τύψεις για κάποιον που με είχε σχεδόν εξαναγκάσει να μείνω δίπλα του, που ήξερε πράγματα που δεν του είχα πει. Είχα τύψεις γιατί δεν τον είχα αφήσει να με αγγίξει. <Ξεκολλά!> φώναξα στον εαυτό μου, δεν κατάφερα όμως να αφήσω πίσω μου τις ενοχές που είχαν ήδη εγκατασταθεί στο μυαλό μου. Δεν μίλησα. Η ερώτηση που με 'έτρωγε' ήταν το πως μπορούσε να ξέρει - εκτός αν το μυαλό μου του είχε δώσει την πληροφορία πριν προλάβω να το σταματήσω - και αν ήταν έτσι θα μπορούσε να ξέρει ακόμα περισσότερα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ξεκίνησε εκείνος με ένα εντελώς αναπάντεχο σχόλιο. Βέβαια εκείνο το βράδυ τίποτα δεν ήταν προβλέψιμο. "Είσαι έξυπνη! Πολύ έξυπνη. Το ξέρεις; Εγώ το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Είσαι από τα πιο έξυπνα και προικισμένα άτομα που έχω δει στην ζωή μου." Χαμογέλασα, ο αυτοσαρκασμός είναι ένα από τα ταλέντα μου, "Μάλλον έχεις γνωρίσει ελάχιστα άτομα δηλαδή." Ένιωσα το βλέμμα του σαν πυρακτωμένο σίδερο να διαπερνάει το σώμα μου και πήρα μια βαθιά ανάσα για να μην αντιδράσω. "Ναι! Έχω δει πολλούς σαν εσένα, με κάποιο χάρισμα σαν το δικό σου. Έχω δει πολλούς, αλλά έχω γνωρίσει ελάχιστους. Λίγα είναι τα άτομα που αξίζουν την προσοχή μου. Εσύ είσαι ένα από αυτά, Βασιλική." Η αδρεναλίνη που με είχε κρατήσει, το θράσος που με είχε βοηθήσει να αγωνιστώ είχε πια εξαφανιστεί και ο φόβος ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα. Αν και ήθελα να αντιτάξω πως δεν είναι Θεός για να κάνει τέτοιες διακρίσεις, κατάφερα να συντάξω μια 'γελοία' πρόταση. "Πως το ξέρεις; Έχω τατουάζ στο μέτωπο μου που λεει τι είμαι;" γέλασε δυνατά. Στην θέση του ίσως και εγώ να γελούσα. Όχι! Δεν είμαι τόσο σκληρή με τους άλλους. Άρχισα να νευριάζω με τον εαυτό μου, τον διασκέδαζα και δεν είχα αυτό τον σκοπό! Γελωτοποιός δεν υπήρξα ποτέ και για κανέναν. "Η αύρα σου μιλάει για σένα." η απάντηση του ήταν σταθερή, λες και το γέλιο είχε έρθει από κάποιον άλλο και όχι από τον άνθρωπο - αν ήταν άνθρωπος - που βρισκόταν δίπλα μου. Ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω, "Η αύρα μου μπορεί να σου δείξει αν έχω κάποιο 'χάρισμα' όπως λες. Δεν μπορεί να σου δείξει όμως αν είμαι έξυπνη ή όχι, ούτε και οτιδήποτε πέρα από την διάθεση μου, όπως το αν είμαι ή όχι μόνη και για πόσο καιρό." Από ότι φάνηκε του άρεσε η απάντηση, δεν περίμενε κάτι τέτοιο και χαμογέλασε 'κανονικά' για πρώτη φορά. Εννοώ πως το χαμόγελο του μέχρι εκείνη την στιγμή μου δημιουργούσε ένα είδος προαισθήματος για κάποιο επικείμενο κίνδυνο. Αυτή η φορά όμως ήταν διαφορετική, εκείνο το χαμόγελο ήταν αληθινό. Έχει όμορφο χαμόγελο, όταν δεν σε τυφλώνει ο φόβος σε σημείο που δεν μπορείς να δεις τίποτα πέρα από τις παλάμες σου. "Κι' όμως! Η αύρα μπορεί να δείξει πολλά για κάποιον με τη δική σου δύναμη, αρκεί κάποιος να ξέρει που ακριβώς να κοιτάξει." Ήθελα να χαμογελάσω αλλά μετά βίας κατάφερα να μιλήσω σταθερά. "Δύναμη; Μάλλον κάνεις λάθος. Δεν έχω τέτοια δύναμη." Ήταν μία από τις ελάχιστες στιγμές που θα προτιμούσα να φοράω την πλήρη εξάρτηση ενός Ιππότη του Μεσαίωνα, από το βάρος που ένιωσα να πέφτει μέσα μου. Ένιωθα στο βλέμμα του το νέο βάρος που είχε κατρακυλήσει στο στομάχι μου, κάνοντας το προηγούμενο να μοιάζει με πούπουλο. "Μην υποτιμάς τον εαυτό σου! Δεν είσαι η ανυπεράσπιστη Κοκκινοσκουφίτσα που φοβάται τον Λύκο! Ούτε η φυλακισμένη στον πύργο Δεσποσύνη που περιμένει τον Ιππότη για να την σώσει!" Ο εγωισμός μου ορθώθηκε και το αποτέλεσμα που ήθελε είχε ήδη πραγματοποιηθεί. "Δεν με υποτιμώ, είμαι απλά ρεαλίστρια. Και όχι, δεν ένιωσα ποτέ σαν την φυλακισμένη, στον πύργο, πριγκίπισσα. Ούτε και Κοκκινοσκουφίτσα υπήρξα ποτέ για να φοβάμαι τον μεγάλο, κακό, Λύκο. Επιπλέον, δεν βλέπω καμία ομοιότητα ανάμεσα σε σένα και τον Λύκο του παραμυθιού. Εκτός εάν, μοιάζετε σε όσα δεν μπορώ να δω." Στην τελευταία μου φράση ένοιωσα τον τρόμο να με περικυκλώνει σαν ομίχλη, αποκόβοντας με από την πραγματικότητα. Αν και το χρονικό διάστημα δεν είχε υπερβεί τα λίγα δευτερόλεπτα, για μένα ήταν σαν να είχαν περάσει ώρες. Άκουσα την φράση του σαν μέσα σε όνειρο, "Καλύτερα να μην μάθεις ποτέ." Η έκφραση του ήταν ανεξιχνίαστη, δεν ήξερα πως να αντιδράσω, τι να κάνω. Η επιθυμία και η ανάγκη μου να φύγω από εκεί, να μην τον νιώθω πια δίπλα μου με έκαναν να μαζέψω όσο κουράγιο μου απέμενε και να κάνω την τελευταία, ήλπιζα, ερώτηση της βραδιάς. "Δεν έχω άλλο χρόνο. Μπορείς να μου πεις τι θέλεις από εμένα;" Σαν να τον επανέφερε στην πραγματικότητα η ερώτηση μου γύρισε προς το μέρος μου. Το βλέμμα του δεν είχε πια βάρος πάνω μου, λες και το πνεύμα να βρισκόταν αλλού. "Τι θέλω; Για την ώρα, μόνο να σε ξαναδώ. Μπορείς να έρθεις αύριο, την ίδια ώρα; Υπόσχομαι πως δεν θα σε κρατήσω πολύ, απλά θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. Λοιπόν; Να σε περιμένω αύριο κατά τις 23:00 εδώ;" Πάλεψα για να κάνω το μυαλό μου να λειτουργήσει, αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Η φωνή του με είχε σχεδόν υπνωτίσει και το μόνο που κατάφερα να πω ήταν ένα ψιθυριστώ "Ναι." Μόλις απάντησα η ομίχλη που με εμπόδιζε να σκεφτώ έχασε την πυκνότητα της, κατάλαβα πως είχα δώσει την υπόσχεση μου και πως το επόμενο βράδυ θα έπρεπε να τον ξαναδώ. Δεν είχα δυνάμεις για να αντιδράσω, ήθελα μόνο να φύγω. Ίσως το έδειξα, ίσως απλά να το ένιωσε, "Σε κράτησα πολύ, με συγχωρείς. Η προσφορά ισχύει ακόμα, αν θες μπορώ να σε πάω ως το σπίτι σου." σηκώθηκα όσο πιο σταθερά μπορούσα και χαμογέλασα για να μην ουρλιάξω. "Όπως ισχύει και η απάντηση. Ευχαριστώ αλλά δεν χρειάζομαι συνοδό. Καληνύχτα." Δεν του έδωσα την ευκαιρία να απαντήσει, γύρισα και ξεκίνησα να περπατάω προς την πόρτα, όσο πιο σταθερά μπορούσα. Λίγα βήματα πριν την έξοδο άκουσα την φωνή του στην σκέψη μου, χωρίς καν να καταλάβω ότι είχε μπει ξανά στο μυαλό μου. "Καληνύχτα γλυκιά μου πριγκίπισσα. Θα τα πούμε σύντομα. Να προσέχεις." Δεν γύρισα προς το μέρος του, αν και κάτι μου το υπαγόρευε. Ο δροσερός αέρας με καλωσόρισε μόλις άνοιξα την πόρτα. Το μυαλό μου, που μέχρι εκείνη την στιγμή έμοιαζε να είναι γεμάτο ομίχλη, ξεκαθάρισε και μπόρεσα να δω καθαρά, πλέον, ότι είχε γίνει. ¨Έφτασα στο σπίτι λίγο μετά τις 2:30, όταν είδα το ρολόι στην πλατεία πίστεψα πως είχε σταματήσει, οι ώρες που πέρασα στο μπαρ ήταν λιγότερες από 3 κι όμως έμοιαζαν για διπλάσιες. Ήθελα να κοιμηθώ, πίστευα πως ο Μορφέας θα ερχόταν αμέσως. Ήταν όμως η πρώτη νύχτα που ήρθε νωρίς το πρωί, η πρώτη από τις πολλές νύχτες που θα περνούσαν έτσι. Με τον Μορφέα να αρνείται πεισματικά να έρθει και με εμένα να σκέφτομαι όσα συνέβαιναν. Τελικά κατάφερα να κοιμηθώ την αυγή, λίγο πριν η σελήνη δώσει την θέση της στον ήλιο. Και μέχρι εκείνη την στιγμή στο μυαλό μου στριφογύριζαν όσα είχα ζήσει λίγες μόλις ώρες πριν. Τα λόγια του Φίλιππου, "Υψώνεις κάστρα, κλείνεσαι μέσα, και δεν ανοίγεις σε κανέναν." ο πόνος που ένιωσα καθώς κάτι μέσα μου έσπαγε. Δάκρυσα χωρίς να το καταλάβω. Ίσως ήταν ο τρόπος που το είπε, ίσως απλά να μην άντεχα να το ακούσω από αυτόν. Ξύπνησα έντρομη λίγο πριν τις 10 με λιγότερες από 4 ώρες ύπνου. Πρώτη φορά μετά από καιρό είχα εφιάλτες. Εφιάλτες όπου η πραγματικότητα έμπλεκε με το όνειρο, ακριβώς όπως στους πίνακες του μπαρ, έτρεχα χωρίς να θέλω να ξεφύγω, φοβόμουν αλλά δεν ήθελα να γλιτώσω. Η σκηνή ξεκίνησε με τα λόγια του Φίλιππου, "Δεν ανοίγεις σε κανέναν." Βρέθηκα σε ένα από τα δωμάτια ενός κάστρου, έβλεπα μόνο τους πέτρινους τοίχους, δεν υπήρχε πόρτα ή παράθυρο. Ελάχιστα κεριά, στερεωμένα σε λεπτά, σκουριασμένα, κηροπήγια, τοποθετημένα στο πάτωμα εντελώς άναρχα, φώτιζαν χλωμά το άδειο, αλλά γεμάτο αράχνες, δωμάτιο. Η αίσθηση του φόβου ήταν πραγματική, αν και ήξερα πως βρισκόμουν σε όνειρο ήμουν τρομοκρατημένη. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και ήξερα πως σε λίγο θα ήταν εκεί. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα ένιωσα την παρουσία του ακριβώς πίσω μου. Γύρισα με όσο κουράγιο είχα για να αντικρίσω τον Φίλιππο. Το σώμα του καλυπτόταν από ένα μαύρο ύφασμα. Μια κάπα που έφτανε μέχρι το χώμα, καλύπτοντας ακόμα και τις μύτες των παπουτσιών του. Το πρόσωπο του χλωμό, τα μάτια του σκούρα μπλε, με μια μυστηριώδη λάμψη, ενώ στα κατακόκκινα χείλη του είχε σχηματίσει ήδη το γνωστό αλαζονικό χαμόγελο. "Καλωσόρισες στο μικρό μου σπίτι." είπε χωρίς να αλλάξει έκφραση. Δεν μίλησα, προχώρησε σχεδόν χωρίς να κινείται και σταμάτησε ένα βήμα μακριά μου, συνέχισε να με κοιτάζει ενώ το χαμόγελο του άφησε δύο κατάλευκους κυνόδοντες να κάνουν την εμφάνιση τους. Περίμενα να συνεχίσει, και όταν δεν το έκανε μίλησα εγώ, "Λοιπόν;". Η φωνή του μου θύμισε αιλουροειδές, "Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις;". η απάντηση μου ίσως πιο σκληρή από όσο ήθελα, "Θα έπρεπε;" το γέλιο του γλυκό και παγωμένο, "Πρέπει να μιλήσουμε. Χτες δεν μπορέσαμε. Θα σε περιμένω απόψε.". Δεν ήθελα να πάω ξανά σε εκείνο το μπαρ, "Και, αν δεν έρθω;". Ένιωσα έναν κρύο άνεμο να διαπερνάει το σώμα μου, "Αν δεν έρθεις; Αυτή δεν είναι επιλογή γλυκιά μου. Θα έρθεις!". Ακούμπησα στον τοίχο χωρίς να μπορώ να αντιδράσω, η αναπνοή μου είχε γίνει ακανόνιστη, από τον φόβο. Η επόμενη κίνηση του έγινε μέσα σε δευτερόλεπτα. Ήταν υπερβολικά κοντά μου, η ανάσα του στο αυτί μου, ακανόνιστη, είχα κολλήσει πάνω του, η πλάτη μου στον τοίχο και τα μπράτσα μου μέσα στις παλάμες του σαν ανάμεσα σε σφιγκτήρες. "Πίστεψε με, δεν θέλω να σε κάνω να έρθεις με πιο βίαιο τρόπο.". Δεν κατάφερα να απαντήσω, ένιωσα τα χείλη του στον λαιμό μου, μεταξένια, την γλώσσα του, υγρή να διαπερνάει σχεδόν το δέρμα μου και σκληρά μυτερά δόντια να τρίβονται στο σημείο ακριβώς που χτυπάει ο σφυγμός μου. Δεν κατάλαβα πως, η φωνή μου βγήκε από μόνη της, το "ΟΧΙ!" που φώναξα ήταν ακριβώς αυτό που με ξύπνησε, αντανακλαστικά άγγιξα τον λαιμό μου, δεν υπήρχε τίποτα. Ο φόβος του ονείρου όμως δεν είχε φύγει. Τον ένιωθα να κυριαρχεί μέσα μου, πρωτόγνωρος, παράξενος… Δεν φοβόμουν τον Φίλιππο, τουλάχιστον όχι όσο φοβόμουν εμένα. Ο εφιάλτης μου είχε δείξει πολλά, όταν ένιωσα τα δόντια του στο λαιμό μου ένα μέρος μου ήθελε να γίνει. Ήθελα να με δαγκώσει, έπιανα τον εαυτό μου να λαχταρά το άγγιγμα του και ήξερα πως δεν ήταν κάποια παραίσθηση. Δεν το είχε προκαλέσει εκείνος, εγώ ήμουν η μόνη 'υπεύθυνη' και δεν θα παραδινόμουν έτσι εύκολα. Ο 'πόλεμος' είχε ξεκινήσει, η λογική μου πάλευε σκληρά με το συναίσθημα και για την ώρα φαινόταν να κερδίζει. Ντύθηκα και μπήκα στην κουζίνα, ένας καφές βοηθάει πολλές φορές να δω πιο καθαρά τα πράγματα. Έβαλα καφέ στο αγαπημένο μου φλιτζάνι με το ζώδιο μου, δώρο της Μάριον για τα 18α γενέθλια μου, και πηγαίνοντας στο σαλόνι έβαλα το νέο CD των Evanescence στο stereo. Μισοξάπλωσα στον καναπέ, έναν λευκό 3θέσιο σε σχέδιο ανακλίντρου που αγόρασα την αμέσως επόμενη μέρα του χωρισμού μου από τον Κώστα, προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Τα ερωτήματα ήταν πολλά περισσότερα από τις απαντήσεις που μπορούσα να δεχτώ. Το όνειρο, ο εφιάλτης που είδα, ήταν περισσότερο τρόπος επικοινωνίας παρά 'προφητεία'. Κι όμως, δεν μπορούσα να δεχτώ την τόσο εμφανή εξήγηση. "Δεν μπορεί να υπάρχουν!" επαναλάμβανα στον εαυτό μου, αλλά μέσα μου ήξερα την αλήθεια. Μια αλήθεια που φοβόμουν να παραδεχτώ. Κάτι με έσπρωξε να προσέξω τους στίχους από το τραγούδι που άκουγα, <You belong to me my snow white queen there's nowhere to run so let's just get it over, soon I know you'll see you're just like me, don't scream anymore my love cause all I want is you>, ήμουν σχεδόν σίγουρη πως αυτή ήταν η κατάσταση ανάμεσα σε μένα και τον Φίλιππο. Δεν μπορούσα όμως να την δεχτώ, χρειαζόμουν βοήθεια και ήξερα ακριβώς σε ποιόν έπρεπε να μιλήσω. Σχημάτισα τον αριθμό του πατέρα - Ευγένιου, ήταν ο μοναδικός που μπορούσα να εμπιστευθώ, ήταν ο μόνος που ήξερε για τα προαισθήματα μου και πάντα με βοηθούσε, ακόμα και αν κάποιες φορές κινδύνευε περισσότερο από όσο εγώ ήθελα. Τα τελευταία χρόνια δεν πήγαινα στην εκκλησία όσο συχνά ήθελε. Από τα 17 μου, από τότε που ξεκίνησα τις σπουδές, πήγαινα 2 φορές το χρόνο, Χριστούγεννα και Πάσχα. Πιστεύω στον Θεό, απλά δεν με εκφράζει πια αυτός ο τρόπος λατρείας. Δεν ήθελα να τον ανησυχήσω. "Καλημέρα, τι κάνεις; Μας ξέχασες τελευταία!" ήταν πάντα η πρώτη φράση που άκουγα όταν τον έπαιρνα τηλέφωνο ή όταν πήγαινα να τον δω. "Απλά δεν προλαβαίνω." του απαντώ πάντα. Μετά από αυτή την στιχομυθία συνεχίζουμε κανονικά την κουβέντα. "Θα είστε εκεί σήμερα;" - δεν κατάφερα ποτέ να του μιλήσω στον ενικό, είναι από τους ανθρώπους εκείνους που σου προκαλούν τον σεβασμό - η ερώτηση μου τον ξάφνιασε, κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε. Δεν ξέρω πώς, πάντα καταλαβαίνει ότι κάτι έχει γίνει. "Βασιλική, τι έγινε; Είσαι καλά;" "Είμαι μια χαρά, απλά θέλω να σας μιλήσω. Θα είστε εκεί σήμερα;" "Ναι, τι ώρα θα έρθεις;" "Σε 10' θα είμαι εκεί." του είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο. Ήταν μόλις 10:30, ήμουν σχεδόν στην πόρτα έτοιμη να φύγω όταν χτύπησε το τηλέφωνο, δεν ήθελα να καθυστερήσω και άφησα τον τηλεφωνητή να απαντήσει. Όποιος και να ήταν θα έπρεπε να περιμένει οι προτεραιότητες μου ήταν άλλες. Edited July 10, 2008 by white_unicorn Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.