Oberon Posted July 11, 2008 Share Posted July 11, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Διονύσης (Dain) Τζαβάρας Είδος: "Μυστηρίου και φαντασίας"/dark fantasy Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 3162 Αυτοτελής; Ναι. Σχόλια: Είναι μια διορθωμένη και επεκταμένη βερσιόν μιας ιστορίας που είχα γράψει για ένα παμπάλαιο write off με το Northerain, σε πρόλογο του Βάρδου. Το στυλ θυμίζει αρκετά τις κλασσικές ιστορίες "μυστηρίου, φαντασίας και τρόμου" που εξέδιδε το περιοδικό Weird Tales. Τα Ταρώ είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και πλήρες φιλοσοφικομεταφυσικό σύστημα, και καθόλου για γέλια. Επίσης οι πραγματικοί γνώστες των Ταρώ δεν είναι τόσο στερεότυποι όσο η χαρτορίχτρα στην ιστορία μου. Τα γλυκύτατα ζωάκια που λέγονται γάτες, αν και νοήμονα, ποτέ δεν θα σκεφτόντουσαν να εκδικηθούν έναν άνθρωπο για το κακό που τους έχει κάνει, σε αντίθεση με την ιστορία, γιατί στερούνται τέτοιου ενστίκτου και δέχονται τη μοίρα τους όπως έχει. Δυστυχώς γι’αυτές!! --Ένα Δαχτυλίδι και Μία Μαύρη Γάτα-- Ήταν νύχτα. Ο Μάρκος Χ. στάθμευσε το αμάξι του στη πυλωτή της πολυκατοικίας του, άνοιξε τη πόρτα, βγήκε, πήρε το χαρτοφύλακά του από το πίσω κάθισμα, κλείδωσε την πόρτα και προχώρησε μέχρι την εξώπορτα του κτηρίου. Με μια νωχελική κίνηση έβγαλε τα κλειδιά του από την τσέπη του και άνοιξε την πόρτα. Ήταν γύρω στα τριάντα, μετρίου αναστήματος, με καστανά μαλλιά που είχαν αρχίσει να υποχωρούν, σχηματίζοντας μια μικρή καράφλα. Αν και νεότερος είχε αθλητική κορμοστασιά, τώρα είχε αρχίσει να κάνει κοιλίτσα. Για αυτό έφταιγε η δουλειά του: Ήταν λογιστής σε μια μεγάλη επιχείρηση, με σοβαρές πιθανότητες να ανέρθει σύντομα σε κάποια υψηλότερη θέση. Είχε μια καλή δουλειά, ένα αυτοκίνητο, νοίκιαζε ένα καλό δυάρι, Είχε λίγους φίλους, έβγαινε με μια κοπέλα εδώ και μισό χρόνο και σκεφτόταν σοβαρά το γάμο. Με άλλα λόγια ζούσε μια φυσιολογική ζωή. Κουβαλώντας το χαρτοφύλακά του μπήκε στο ασανσέρ (ανελκυστήρα, όπως επέμενε να τον λεει ο συνταξιούχος φιλόλογος που έμενε στο απέναντι διαμέρισμα) και ανέβηκε στον τέταρτο όροφο. Βγήκε από το ασανσέρ και, κρατώντας ακόμα τα κλειδιά του στο χέρι, πήγε στη πόρτα του. Το φως του διαδρόμου ήταν σβηστό, κι όμως ο Μάρκος μπόρεσε εύκολα να βρει την κλειδαρότρυπα και να ανοίξει την πόρτα του. Ένιωσε ανακούφιση που έφτανε σπίτι του να ξεκουραστεί μετά από μια δύσκολη μέρα. Δε γνώριζε όμως ότι ανοίγοντας τη πόρτα του άνοιγε και ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του. Ένα κεφάλαιο όπου ό,τι θεωρούσε φυσιολογικό θα ανατρεπόταν? Μπαίνοντας, πρόσεξε πως η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και οι κουρτίνες θρόιζαν στο ζεστό, νυχτερινό αέρα. Έτρεξε να την κλείσει προτού καν ανάψει το φως. Δεν ήθελε να τρυπώσει μέσα στο διαμέρισμα η γάτα της γειτόνισσας, από το διπλανό μπαλκόνι. Αν και δεν το παραδεχόταν, ο Μάρκος είχε μια βαθιά απέχθεια για τις γάτες, χωρίς να ξέρει το γιατί. Απλά του προκαλούσαν άσχημα συναισθήματα. Αγαπούσε την τάξη, τη προβλεψιμότητα, γι’αυτό είχε γίνει και λογιστής, και οι γάτες ήταν άτακτα και απρόβλεπτα ζώα. Εξ ίσου δεν συμπαθούσε τη γειτόνισα. Ήταν μια μεσόκοπη γυναίκα, από αυτές που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την ηλικία τους και έδειχναν ανάμεσα στα 55 και τα 70. Ήταν κρυψίνοη, ντυνόταν με ρούχα που θύμιζαν χίππις - κάτι που επίσης μισούσε ο Μάρκος - και οι κουτσομπόληδες της πολυκατοικίας έλεγαν πως ήταν μια απατέωνισα. Χαρτορίχτρα, μέντιουμ ή κάποια άλλη τέτοια ανοησία. Ακούμπησε τον χαρτοφύλακά του πάνω στο γραφείο, και έψαξε για ένα σημειωματάριο. Θα σημείωνε πως έπρεπε στην επόμενη συνάντηση ενοικιαστών/ιδιοκτητών, να περάσει στο κανονισμό της πολυκατοικίας μια απαγόρευση. "Όχι μικρά ζώα στα διαμερίσματα". Καθώς άπλωνε το χέρι του να ανάψει το λαμπατέρ, πρόσεξε ένα μικρό αντικείμενο πάνω στο γραφείο. Ήταν ένα δαχτυλίδι. Μαύρο σαν φτιαγμένο από οψιδιανό είχε πάνω του σκαλισμένη μια μορφή. Άναψε το φως. Η μορφή ήταν το κεφάλι μιας μαύρης γάτας. Ποιος θα μπορούσε να το είχε αφήσει εκεί; Σίγουρα όχι ο ίδιος. Μόνο o ιδιοκτήτης του διαμερίσματος - ο συνταξιούχος φιλόλογος που ζούσε δίπλα -, είχε επίσης κλειδιά, αλλά ο Μάρκος δεν μπορούσε να σκεφτεί το γιατί θα άφηνε αυτό το πράγμα στο γραφείο του. Αποφάσισε να λύσει το μυστήριο αμέσως. Έσβησε το φως και άνοιξε την εξώπορτα. Για μια στιγμή του φάνηκε πως είδε μια κίνηση, με την περιφερική του όραση, σαν μια σκιά να κινήθηκε κοντά στις κουρτίνες. Αλλά ήταν σίγουρος πως είχε κλείσει την μπαλκονόπορτα. «Δεν είμαι αρχαιολόγος, αγαπητέ μου,» είπε ο γέρος γείτονάς του εξετάζοντας το δαχτυλίδι, «αλλά είμαι σίγουρος πως είναι Αιγυπτιακό, πάρα πολύ παλιό, και σίγουρα πανάκριβο. Θα σου πρότεινα να το πας στη αρχαιολογική υπηρεσία πρωί-πρωί, για να μην κατηγορηθείς για αρχαιοκαπηλία». «Μα δεν είναι δικό μου» είπε ο Μάρκος ανήσυχος. «Το βρήκα πάνω στο γραφείο μου». «Είσαι ο κάτοχός του, αυτή τη στιγμή, και ο νόμος σε καθιστά υπεύθυνο, νεαρέ μου» είπε ήρεμα ο συνταξιούχος καθηγητής πίνοντας το τσάι του. «Ακόμα και αν πρόκειται για κάποια κακόγουστη φάρσα, και σε διαβεβαιώ πως δεν συνηθίζω να κάνω τέτοιες φάρσες, πρέπει να το παραδώσεις στις αρμόδιες αρχές». Ο Μάρκος επέστρεψε αναστατωμένος στο διαμέρισμά του. Δεν ήθελε μπλεξίματα με τις αρχές. Αν μαθευόταν κάτι στο γραφείο, θα ήταν αρκετό για να χάσει τη προαγωγή που περίμενε. Ζούσε σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο, όπου όλοι επιβουλεύονταν τη θέση των ανωτέρων του, και ο ίδιος ο Μάρκος δεν ήταν εξαίρεση. Αν μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάτι για να εμποδίσει κάποιον αντίπαλο να εξελιχθεί στη δουλειά, θα το έκανε. Το είχε κάνει ήδη, είτε επρόκειτο για μια φήμη πως το Χ στέλεχος είχε εξωσυζυγικές σχέσεις με τη γυναίκα του διευθυντή του τμήματος, είτε πως ο Ψ ήταν κρυφά γκαίη. Το είχε κάνει και δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως το ίδιο θα έκαναν και όλοι οι άλλοι συνάδελφοί του. Γι'αυτό και ο κόσμος των επιχειρήσεων λεγόταν "ο αγώνας των αρουραίων". Όλοι θα κοίταζαν πώς να ανέβουν στην επαγγελματική ιεραρχία με όποιο τρόπο μπορούσαν, και πώς θα κατατρόπωναν κάθε άλλο αντίπαλο. Δεν υπήρχε καμμία ένδειξη πως είχε γίνει διάρρηξη και σίγουρα θα ήταν πολύ δύσκολο για κάποιον να σκαρφαλώσει τέσσερεις ορόφους και να μπει από το μπαλκόνι! Και γιατί να το κάνει κάποιος αυτό; Του πέρασε από το νου η ιδέα πως ήταν μια φάρσα από τους συνάδελφούς του στο γραφείο, για να γελάσουν μαζί του, αλλά απέρριψε αυτή την πιθανότητα. Δε θα έφταναν στο σημείο να κατηγορηθούν για διάρρηξη μόνο για μια φάρσα. Θα γύριζε πολύ γρήγορα κατ'απάνω τους και θα βρίσκονταν άσχημα μπλεγμένοι. Όμως το μυστήριο παρέμενε. Ένα τηλεφώνημα στην κοπέλα του απέδειξε πως ούτε εκείνη είχε ιδέα για το δαχτυλίδι, και μάλιστα φάνηκε να ενοχλείται πολύ από τον έμμεσο υπαινιγμό πως θα έμπαινε απρόσκλητη στο διαμέρισμά του. Θα της αγόραζε λουλούδια την άλλη μέρα για να την ηρεμήσει, η ίσως να δεχόταν να επισκεφτούν εκείνη τη χαρτορίχτρα στην οποία ήθελε η φίλη του να πάνε εδώ και καιρό. Εκείνος είχε φυσικά γελάσει, και αρνηθεί αφού ήταν σίγουρος πως αυτά τα πράγματα είναι ψευτιές επιτήδειων απατεώνων. Ναι, αυτό θα ήταν μια καλή χειρονομία από μέρους του προς την κοπέλα του. Θα έδινε την εντύπωση πως σέβεται την προσωπικότητά της, κάτι που όλες οι γυναίκες θέλουν, και σίγουρα θα ξεχνούσε τη μικρή της ενόχληση με τον υπαινιγμό του για το δαχτυλίδι. Ίσως και να της αγόραζε ένα φτηνό δαχτυλίδι ή κάτι παρόμοιο, ώστε να βεβαιωθεί για τις "καλές του προθέσεις". Καθώς ετοιμαζόταν να ξαπλώσει, αναρωτήθηκε πού θα μπορούσε να κρύψει το δαχτυλίδι ως το πρωί. Κι αν μέσα στη νύχτα έρχονταν να το ξαναπάρουν; Θα έπρεπε να ειδοποιήσει την αστυνομία για διάρρηξη. Θα γίνονταν ανακρίσεις και το όνομά του σίγουρα θα εμπλεκόταν στην ιστορία. Σχεδόν αυθόρμητα αποφάσισε να φορέσει το δαχτυλίδι. Τουλάχιστον θα το είχε πάνω του ώσπου να περάσει αυτή η αλλόκοτη νύχτα. Έσβησε τα φώτα και ξάπλωσε. Κουρασμένος καθώς ήταν, ένιωσε να τον παίρνει ο ύπνος αμέσως. Οι στριγκλιές και η φασαρία τον ξύπνησαν απότομα. Ήταν κάθιδρος και έτρεμε. Είχε δει έναν φριχτό εφιάλτη. Προσπάθησε να ανάψει το λαμπατέρ δίπλα στο κρεβάτι αλλά το έριξε στο πάτωμα. Το ρολόι έλεγε 2:47 το πρωί. Μέσα στο ημίφως του δωματίου, που φωτιζόταν από το φεγγαρόφωτο είδε τη σκιά, καθαρά αυτή τη φορά. Ήταν μια μαύρη γάτα καθισμένη στο σκαμπό απέναντι από το κρεβάτι. Σχεδόν πανικόβλητος, πετάχτηκε και άναψε το φως της κρεβατοκάμαρας. Η γάτα είχε εξαφανιστεί και όλα ήταν σιωπηλά. Ήξερε τι έφταιγε για την αναστάτωσή του. Αυτή η φάρσα με το δαχτυλίδι. Ποτέ πριν δεν ήταν τόσο νευρικός. Αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να το αφήσει να αναστατώσει τη ζωή του. Θα το έβγαζε, θα το άφηνε πάνω στο γραφείο εκεί που το είχε βρει και ας γινόταν ό,τι ήθελε. Ας μην το άφηναν εκεί. Ας πρόσεχαν. Με αποφασιστικότητα, τράβηξε το δαχτυλίδι από το μεσαίο δάχτυλό του. Φαινόταν να έχει κάπως σφηνώσει. Ίσως είχαν πρηστεί τα δάχτυλά του λίγο. Το πάθαιναν αυτό οι λογιστές, που δούλευαν συνεχώς με τα χέρια τους πάνω στο πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή. Αλλά το δαχτυλίδι αρνιόταν να βγει. Ο Μάρκος παραξενεύτηκε γιατί όταν το φόρεσε είχε μπει πολύ άνετα σαν να ήταν φτιαγμένο για το δικό του δάχτυλο. Το τράβηξε δυνατά, πόνεσε, αλλά δεν μπόρεσε να το βγάλει. Ένιωσε πάλι αναστάτωση και έτρεξε στην κουζίνα. Έχυσε υγρό για τα πιάτα γύρω από το δάχτυλό του και τράβηξε πάλι το δαχτυλίδι. Αλλά δεν έβγαινε. Δεν φαινόταν να έχει κολλήσει, μάλιστα το υγρό είχε μπει ανάμεσα στο δάχτυλο και το δαχτυλίδι, αλλά δεν γλίστραγε καθόλου. Προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό και τον πανικό που πήγαιναν να τον κυριέψουν, πέρασε στην τραπεζαρία και βγήκε στο μπαλκόνι να τον φυσήξει λίγο ο αέρας. Και εκεί, καθισμένη πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού ήταν και πάλι η μαύρη γάτα, λουσμένη στο φως της σελήνης. Ο Μάρκος ένιωσε να κοκκινίζει από θυμό και με μια απότομη κίνηση προσπάθησε να τρομάξει τη γάτα. Αλλά εκείνη διέτρεξε το μήκος του κάγκελου και στάθηκε στην άλλη πλευρά. Ο Μάρκος πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ήταν αυτή η γάτα της γειτόνισας; Δεν ήξερε. Ποτέ δεν πρόσεχε τις γάτες, και όλες του φαίνονταν ίδιες και εξ ίσου αντιπαθητικές. Απλά--- γάτες! Μήπως την φάρσα την είχε κάνει η γειτόνισα; Ίσως είχε πάρει κι άλλη γάτα. Είχε φέρει το δαχτυλίδι στο σπίτι του; Αλλά πως; Δεν είχε κλειδιά σίγουρα, και δεν μπορούσε να τη φανταστεί σαν διαρρήκτρια, μεγάλη γυναίκα, είτε ήταν τρελή, είτε όχι. Είχε βάλει τη μαύρη γάτα να κουβαλήσει το δαχτυλίδι; ΄Η δεν είχε σχέση η γειτόνισσα, και η γάτα μόνη της--- Κοίταξε το μικρό ζώο. Εκείνο συνέχισε να τον παρακολουθεί με πολύ ενδιαφέρον. Ο Μάρκος γέλασε χωρίς χιούμορ. Το γέλιο του ακούστηκε παρανοϊκό μέσα στη νύχτα. Σκούπισε τον ιδρώτα με το χέρι του. Ένιωσε τα γένια του σκληρά, αδρά και το πρόσωπό του ρουφηγμένο. Τρελαινόταν, άραγε; Έτρεξε μέσα στο διαμέρισμα, δίπλα στο τηλέφωνο και άρχισε να ξεφυλλίζει τον χρυσό οδηγό. Σε λίγο βρισκόταν στο αυτοκίνητό του αναζητώντας κάποιο ανοιχτό κλειδαράδικο ή τουλάχιστον κάποιο μαγαζί απ’όπου θα μπορούσε να αγοράσει εργαλεία για να αφαιρέσει μόνος του το δαχτυλίδι. Η φάρσα, ή ό,τι κι αν ήταν, είχε παρατραβήξει πια! Ήταν καιρός να σκεφτεί λογικά. Αιγυπτιακά δαχτυλίδια και ανοησίες! Τώρα που το σκεφτόταν καλύτερα, η πιθανότητα κάποιος γελοίος συνάδελφος να είχε κάνει αντικλείδια και να του σκάρωσε τη φάρσα, ίσως για να τον κάνει νευρικό και μη αποδοτικό στη δουλειά του και να χάσει την προαγωγή, του φαινόταν πολύ πιο πιστευτή. Μία ώρα μετά επέστρεψε στο σπίτι του. Έβαλε στην πρίζα την μικρή οξυγονοκόλληση που είχε αγοράσει. Γύρω από τα δάχτυλά του έβαλε κομμάτια από αμίαντο, περνώντας ένα από αυτά προσεκτικά ανάμεσα στο δάχτυλό του και το δαχτυλίδι. Άναψε την οξυγονοκόλληση. «Θα κάψεις τα δάχτυλά σου, αλλά το δαχτυλίδι δεν πρόκειται να βγει, οπότε μην κάνεις τον κόπο, και πονέσεις άδικα» είπε μια φωνή. Ο Μάρκος ούρλιαξε, η οξυγονοκόλληση τού έφυγε από το χέρι, και στράφηκε απότομα προς τα εκεί από όπου είχε ακουστεί η φωνή. Πάνω στον καναπέ του γραφείου ήταν καθισμένη αναπαυτικά η μαύρη γάτα. «Πραγματικά δεν σας καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Κάνετε κάθε πιθανή ανοησία, αντί να πιστέψετε αυτό που τα ίδια σας τα μάτια σας λένε». «Μιλάς; * Eσύ * μιλάς;» μουρμούρισε ο Μάρκος καθώς ένιωθε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. «Εγώ μιλάω, Μαρ’Κχοτέπ! Το θυμάσαι αυτό το όνομα, Μαρ’Κχοτέπ; Εγώ το θυμάμαι. Εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια, δεν το ξέχασα ποτέ» ξαναείπε η γάτα κουνώντας νευρικά την ουρά της. «Και τώρα, επιτέλους, σε βρήκα!» Άνοιξε το στόμα της σαν να χαμογελούσε και ο Μάρκος είδε τους κυνόδοντές της. Το αίμα στον εγκέφαλό του τον έπνιξε, η καρδιά του χτύπαγε δυνατά και ο πανικός που ένιωθε τον κατέβαλε. Με ένα βογκητό, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος, κατέβηκε κουτρουβαλώντας τις σκάλες και άρχισε να τρέχει στους σκοτεινούς δρόμους. Μέσα στο νου του εικόνες, φρικαλέες εικόνες, χωρίς ειρμό, χωρίς λογική ξεχύνονταν σαν ένα φράγμα να είχε σπάσει όταν η γάτα πρόφερε το όνομα «Μαρ’Κχοτέπ». Έτρεχε και σε κάθε γωνία, κάτω από κάθε φανάρι, έβλεπε τη γάτα. Και εκείνη επαναλάμβανε τη φράση που του είχε πει στο διαμέρισμά του. «Μαρ’Κχοτέπ, επιτέλους σε βρήκα--- Μαρ’Κχοτέπ---» Τι του συνέβαινε; Είχε τρελαθεί, ή του είχαν κάνει μάγια; Ποτέ δεν είχε πιστέψει σε τέτοιες ανοησίες, αλλά τώρα που όλος ο κόσμος φαινόταν να έχει γίνει ένας εφιάλτης βγαλμένος από ένα χάος που κατέστρεφε την γνώριμη, τακτοποιημένη ζωή του, θα μπορούσε να πιστέψει σε οτιδήποτε, αρκεί κάποιος να τον βοηθούσε. Οποιοσδήποτε. Στάθηκε να πάρει μια ανάσα. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να προσανατολιστεί. Το τρέξιμο τον είχε φέρει σε μια άλλη, άγνωστη, γειτονιά, φτωχική με παλιά κακοδιατηρημένα σπίτια. Ήταν όλα σκοτεινά εκτός από ένα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στο οποίο έλαμπε ένα πράσινο φωτάκι πάνω από μια πινακίδα. Διέσχισε το δρόμο βιαστικά . Η γάτα δεν φαινόταν πουθενά. Η πινακίδα ήταν μισοσβησμένη και γεμάτη σκόνη, αλλά έγραφε: ΜΑΝΤΑΜ ΤΖΟΚΑΣΤΑ ΧΕΙΡΟΜΑΝ ΤΑΡΩ ΜΕΝΤΙΟ Μ Δεχ--- Έσπρωξε την πόρτα. Ήταν ανοιχτή. Χωρίς να το καταλάβει ο Μάρκος μπήκε στο παλιό σπίτι. Η μυρωδιά της κλεισούρας ήταν έντονη. Ένας μικρός διάδρομος τον έφερε σε ένα δωμάτιο γεμάτο παλιά έπιπλα και ιστούς από αράχνες. Το μόνο φως προερχόταν από ένα κηροπήγιο με τρία κεριά, πάνω σε ένα στρογγυλό τραπεζάκι. Στη μια μεριά καθόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα με πολύχρωμα, τσιγγάνικα, ρούχα. Τα μακριά νύχια της ήταν βαμένα βαθυκόκκινα και λαμπύριζαν σαν αναμένα κάρβουνα στο ημίφως. Σαν να ξαφνιάστηκε που τον είδε, σήκωσε το βλέμα της και του έδειξε την καρέκλα απέναντι από τη δική της. Ο Μάρκος την αναγνώρισε. Ήταν η γειτόνισσά του, αυτή για την οποία έλεγαν πως ήταν μάγισσα,ή μέντιουμ. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει αλλά την είχε δει στο ασανσέρ μερικές φορές και δεν είχε καταδεχτεί να απαντήσει στην καλημέρα που του έλεγε. Την ήξερε μόνο σαν--- Κυρία Τζ. Λ. Χόρνερ. Σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει τρέχοντας κι από κει, αλλά η γυναίκα αυτή ήταν τώρα το μόνο άτομο, η μόνη σανίδα σωτηρίας, μέσα στη θύελλα του τρόμου που αναδευόταν μέσα του. Κάθησε απέναντί της. Η γυναίκα τον κοίταξε εξεταστικά για λίγο. Δεν έδειχνε πως τον είχε αναγνωρίσει. «Σε κυνηγούν» είπε. «Ναι» «Και δεν ξέρεις γιατί;» «---Όχι!» Παρέμεινε για λίγο σκεπτική. «Θα μας το πουν τα χαρτιά» είπε τελικά και άρχισε να ανακατεύει την τράπουλα που κρατούσε στα χέρια της. Μια τράπουλα παράξενη, γεμάτη άγνωστα σύμβολα και εικόνες. Άπλωσε κάμποσα χαρτιά σε κύκλο, και άλλα τρία χιαστί στο κέντρο του. Όλα με την εικόνα ανάποδα. «Ο κύκλος θα μας πει τα γεγονότα. Τα τρία χαρτιά στο κέντρο θα μας πουν την αιτία και την κατάληξη» είπε. «Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον» Καθώς άνοιγε ένα-ένα χαρτί το βλέμμα της φαινόταν από παραξενεμένο, σε ανήσυχο και τελικά - καθώς άνοιγε τα τρία χαρτιά στο κέντρο - πανικόβλητο. Τα χέρια της έτρεμαν και ψέλλιζε ακατάληπτα. «Πες μου, πες μου τι συμβαίνει!» φώναξε ο Μάρκος νιώθοντας πάλι πανικό. «Όχι--- όχι--- φύγε--- όχι! Φύγε και τρέχα αν θέλεις--- αν θέλεις να σωθείς!» ψέλλισε η γυναίκα. Οι κόρες των ματιών της στράφηκαν προς τα πάνω. Ο Μάρκος έσκυψε μπροστά και κοίταξε τα χαρτιά. Το χαρτί του μέλλοντος ήταν ο Θάνατος, του παρόντος ήταν η Δικαιοσύνη, και με την καρδιά του να χτυπά άστατα κοίταξε και το κάτω-κάτω χαρτί, του παρελθόντος. Ήταν η Σελήνη, και στην εικόνα, κάτω από την πανσέληνο, ήταν σχεδιασμένη μια--- μαύρη γάτα! «Επιτέλους σε βρήκα, Μαρ’Κχοτέπ» Τα λόγια είχαν βγει από το στόμα της χαρτορίχτρας. Τον κοίταζε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο ενώ τα μάτια της, λευκά, είχαν αποκτήσει δύο κάθετες σχισμές σαν τα μάτια μιας γάτας. Ο Μάρκος ούρλιαξε. Πετάχτηκε από την καρέκλα. Έπρεπε να φύγει, να φύγει. Μέσα στον πανικό του, άνοιξε την πρώτη πόρτα που είδε μπροστά του. Έβγαζε στο πίσω μέρος του σπιτιού, σε μια πέτρινη αυλή. Η Πανσέληνος μεσουρανούσε και μέσα στο ημίφως ο νεαρός άντρας είδε πως η αυλή δεν είχε καμία διέξοδο. Πανικόβλητος κόλλησε με την πλάτη σε μια γωνιά. Ήξερε πια πως δεν θα γλίτωνε. Ήξερε ποιος ήταν ο Μαρ’Κχοτέπ. Ήξερε τι είχε κάνει. Οι μνήμες τον συγκλόνιζαν. Η μαύρη γάτα βγήκε ήρεμα, από την ίδια πόρτα, στην αυλή και στάθηκε απέναντί του. «Θυμάσαι, τώρα, Μαρ’Κχοτέπ; Ήσουν ιερέας της θεάς Μπαστέτ, στην Αίγυπτο. Εσύ είχες πρώτος την ιδέα να θυσιάζονται γάτες στο όνομα της θεάς. Πόσες γάτες έσφαξες, πόσες έκαψες όσο ήσουν ιερέας, Μαρ’Κχοτέπ; «Όχι! Η θεά το ζήτησε αυτό. Όχι εγώ» φώναξε ο Μάρκος. «Έκανα μόνο το θέλημα της Μπαστέτ». «Για τη δική σου απληστία το έκανες!» φώναξε η γάτα. «Για να πλουτίζεις εσύ και ο ναός από τις προσφορές του λαού, που παραπλανημένος, πίστεψε, βασισμένος στα δικά σου λόγια, πως η θεά θα ευχαριστιόταν από τις θυσίες και θα τους έκανε τα χατίρια.» «Η θεά το ήθελε! Η Μπαστέτ με έβαλε να το κάνω!» «Η θεά; Ηλίθιοι άνθρωποι. Και τι νομίζεις πως είναι η Μπαστέτ; Mέσα στην άγνοιά σας δεν βλέπατε πως οι ίδιες οι γάτες, όλες εμείς, είμαστε το σώμα της θεάς. Είμαστε η ίδια η θεά!» Η γάτα τον πλησίασε. Η ουρά της κουνιόταν πέρα-δώθε νευρικά. Τα μάτια της πράσινα, άστραφταν στο φως του Φεγγαριού. «Αλλά όταν για να αποκτήσεις το δαχτυλίδι μιας πριγκίπισσας, (ναι, αυτό που φοράς στο χέρι σου), μιας πριγκίπισσας που σήμερα είναι η κοπέλα σου, δεν δίστασες να θυσιάσεις το γατάκι του γιου σου, αυτού που σήμερα είναι ο γείτονάς σου ο καθηγητής, η θεά αποφάσισε να παρέμβει. Εγώ ήμουν το γατάκι αυτό, Μαρ’Κχοτέπ! Καθώς πέθαινα η Μπαστέτ μου έδωσε κι άλλες ζωές. 999 ζωές ακόμα! Θα ενσαρκωνόμουν ώσπου να σε βρω σε κάποια επόμενη δική σου ζωή. Και για να βεβαιωθεί η θεά πως θα σε εύρισκα, διέταξε μια πιστή της ιέρεια που μισούσε τις θυσίες, αυτή που σήμερα είναι η Τζοκάστα Λεονέσσα Χόρνερ, να κατασκευάσει μυστικά αυτό το δαχτυλίδι!» Η γάτα στάθηκε μπροστά από τον νεαρό άντρα. «Δυσκολεύτηκα πολύ. Έχασα εκατοντάδες ζωές μόνο στο Μεσαίωνα, τότε που μας σκοτώνατε γιατί μέσα στο αρρωστημένο μυαλό σας μας βλέπατε σαν όργανα του διαβόλου. Το ίδιο και η Τζοκάστα Χόρνερ. Αλλά συνέχιζα να ψάχνω. Για χιλιάδες χρόνια μια γάτα που κουβάλαγε στο στόμα της ένα δαχτυλίδι, έγινε θρύλος σε πολλούς λαούς. Η γάτα-φάντασμα. Η μαύρη γάτα που ήταν "γρουσουζιά" να τη δεις να κόβει κάθετα το δρόμο σου. Και τώρα σε βρήκα επιτέλους, Μαρ’Κχοτέπ. Και θα κόψω κάθετα το δικο σου δρόμο για μία και τελευταία φορά!» Τα μάτια της άστραψαν, το δαχτυλίδι στο δάχτυλό του άστραψε κι εκείνο και ο Μάρκος ένιωσε το σώμα του να συρρικνώνεται. Μικρές τριχίτσες άρχισαν να το καλύπτουν, ενώ μια λεπτή ουρά ξεπρόβαλε πίσω του. Το πρόσωπό του έγινε μυτερό και λεπτά μακριά μουστάκια φύτρωσαν πάνω από τα χείλη του. Η γάτα συνέχισε να μιλά. «Θα περάσεις και συ χιλιάδες ζωές όσες ήταν και οι γάτες που θυσίασες, ώσπου να ξεπλυθεί το αίμα που έχυσες και το αίμα που έχυσαν κι άλλοι που ακολούθησαν το παράδειγμά σου. Μη ρωτήσεις τι θα βγει από αυτό, Μαρ’Κχοτέπ. Θα έχεις όλο τον καιρό να το ανακαλύψεις καθώς θα ζεις κυνηγημένος και φοβισμένος.» Ο άνθρωπος που τώρα ήταν ένα ποντίκι, ξεπρόβαλε από το σωρό ρούχα που κάποτε φορούσε. Η φωνή του ήταν τσιριχτή και φοβισμένη. «Και τώρα--- τώρα τι μπορώ να κάνω; ρώτησε. «Θα είσαι ένα παράδειγμα, μέσα στο ανθρώπινο ασυνείδητο, εκεί που κατοικούν οι θεοί, και ίσως μια μέρα να ξαναγίνεις άνθρωπος, αν αυτό σε παρηγορεί» είπε η γάτα, ανοίγοντας το στόμα της σαν να χαμογελούσε και δείχνοντας τους μυτερούς κυνόδοντές της. «Αλλά τώρα--- τώρα--- θα δεις τον πραγματικό αγώνα ενός μόνο "αρουραίου". Άρχισε λοιπόν να τρέχεις, ποντικάκι. Άρχισε να τρέχεις όσο πιο γρήγορα μπορείς!» ΤΕΛΟΣ Edited July 11, 2008 by Dain Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 11, 2008 Share Posted July 11, 2008 Yeah! Classic tale! Συνέχισε Διονύση. Πάρε μπρος επιτέλους και μη σταματάς. Καιρός να κάνεις και την δική σου κίνηση στον εκδοτόκοσμο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted July 11, 2008 Author Share Posted July 11, 2008 Thanks Ντίνο. Για να πω την αλήθεια δεν αισθάνομαι ακόμα έτοιμος για τον "εκδοτόκοσμο". Δηλαδή δεν είμαι ακόμα ευχαριστημένος τόσο από τη συγγραφή μου. Το ερώτημα είναι αν ποτέ θα αισθανθώ έτοιμος... Αλήθεια, είχες διαβάσει και την παλιά βερσιον? Μπορεί να μην τη θυμάσαι βέβαια, αλλά θα ήθελα να μου έλεγες αν οι αλλαγές που έκανα, το μεγαλύτερο δέσιμο των χαρακτήρων, η επέκταση στις προσωπικότητές τους και στην πλοκή κλπ λειτουργούν καλά στη νέα βερσιόν. Προσωπικά νομίζω πως η νέα βερσιόν που είναι όπως ήθελα να τη γραψω αρχικά αλλά δεν μπορούσα λόγω περιορισμού λέξεων, είναι καλύτερη. Η παλιά (μαζί με την εξαίρετη ιστορία του "αντιπάλου"΄μου Northerain) είναι εδώ: http://community.sff.gr/index.php?showtop...45&hl=write Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 11, 2008 Share Posted July 11, 2008 Σίγουρα η νέα έκδοση είναι καλύτερη. (Έχουμε αρκετούς βασικούς λόγους να αντιπαθούμε τον ήρωα πολύ πριν μάθουμε για το αρχαίο του έγκλημα.) Αλλά μήπως...δεν μας έδωσες ακόμα the full uncut version; Που είναι η σκηνή στο νοσοκομείο (με τα...καμένα δάχτυλα!!) Που είναι οι μνήμες από το παρελθόν που του έρχονται μία-μία με το γύρισμα των ταρώ; Τα φυλάς για extra στο dvd; Και πως έτυχε ομιλούσα γάτα και στην ιστορία του northerain χωρίς να υπάρχει νύξη στην εισαγωγή; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted July 11, 2008 Author Share Posted July 11, 2008 Xμμ, η σκηνή στο νοσοκομείο δε μου φάνηκε απαραίτητη να τη βάλω, αν και ίσως ήταν ευκαιρία να έδειχνα λίγο την κοπέλα του Μάρκου. Εκείνη την εποχή μπαίναμε συχνά στο τότε κανάλι #sff.gr στο IRC και κάναμε, μεταξύ άλλων, διάφορες γατοκουβέντες. Μια που ο Northe έγραφε ήδη ιστορίες με ένα γάτο, και εγώ έψαχνα την ευκαιρία να γράψω γατοιστορία :catrun: ήταν σύμπτωση, αν και όχι παράξενη, που γράψαμε και οι δυο γατοιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
rodonaura Posted July 11, 2008 Share Posted July 11, 2008 Αγαπητέ Dain, Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα, που κέντρισε το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον. Θα μου επιτρέψεις, ωστόσο, να παρατηρήσω ότι η νέα εκδοχή της ιστορίας, κατά τη γνώμη μου, καθόλου δεν προσθέτει στο αρχικό κείμενο, ίσως μάλιστα και να διαταράσσει τη συνοχή της αρχικής γραφής, η οποία νομίζω ότι έρεε περισσότερο αβίαστα. Έχω την αίσθηση ότι σε ένα κείμενο αυτού του είδους, περισσότερο ενδιαφέρει τον αναγνώστη η «εσωτερική» συνέπεια σκέψεων, αισθημάτων και συμπεριφοράς του ήρωα, παρά η τεκμηρίωσή τους με «αντικειμενικές» αναφορές στον έξω κόσμο. Θέλω να πω ότι όταν σκέψεις και πράξεις δένουν μεταξύ τους, αρκεί μόνο το υποκείμενο και η υποκειμενική του αντίληψη για τον κόσμο να πείσει τον αναγνώστη για την προσωπική του αλήθεια, αφού ούτως η άλλως αυτή είναι που ενδιαφέρει τον αναγνώστη. Θα πρότεινα, λοιπόν, διαβάζοντας ξανά και ξανά την ιστορία σου να κάνεις διαγραφή των στοιχείων που τελικά δεν εξυπηρετούν το κείμενο (ροή, πλοκή)- π.χ. η εκτενής αναφορά στα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας από ένα σημείο και μετά αρχίζει να κουράζει, η προσπάθεια να βγάλει το δαχτυλίδι με οξυγονοκόλληση ξενίζει αρκετά, διότι είναι μάλλον υπερβολική ως λύση, εξάλλου η έναρξη της ιδιότυπης συνομιλίας μεταξύ ανθρώπου και ζώου, δεν απαιτεί ιδιαίτερη δικαιολόγηση , εκπλήσσει θετικά ούτως ή άλλως - κι ακολούθως να δοκιμάσεις να ενσωματώσεις κάπως πιο έντεχνα στην ιστορία σου στοιχεία που θα λειτουργούν περισσότερο ανατρεπτικά ή υποβλητικά για τον αναγνώστη, ακόμη κι αν χρειαστεί να ξαναγράψεις κάποια κομμάτια από την αρχή. Για παράδειγμα, εμένα θα μου άρεσε πολύ να περάσεις στο ντούκου τις πολλές περιγραφές για τους δύο γείτονες (τον φιλόλογο και την γριά χαρτορίχτρα) σαν να είναι αδιάφοροι για τον ήρωα (ο φιλόλογος ο διακριτικός, σχεδόν αόρατος, ιδιοκτήτης, η γριά μια παλαβιάρα άνευ σημασίας) ώστε o ρόλος τους στην ιστορία να έχει το στοιχείο της ανατροπής. Θα μου άρεσε επίσης ο εφιάλτης να γίνει πιο ζωντανός, πχ να εμπλέκεται η αφήγηση ενός μικρού παιδιού, που ο πατέρας του θυσίασε το γατάκι του ή να μας περιγράφεται το γεγονός σαν να συμβαίνει τώρα και να ξυπνήσει ο ήρωας από το γοερό κλάμμα του απαρηγόρητου παιδιού ή τη φρίκη των νιαουρισμάτων των βασανισμένων ζώων, χωρίς όμως να δένουν τα στοιχεία του ονείρου με τα προηγούμενα ή τα αμέσως επόμενα, παρά μόνο στο τέλος να σχηματίζεται το παζλ της ιστορίας. Θα μου άρεσε ακόμη η κλιμάκωση της αγωνίας (και ταυτόχρονα η λύση της αφήγησης) να γίνεται με το άνοιγμα χαρτί χαρτί των τριών καρτών του ταρώ κι όχι να δηλώνεται και κατόπιν να επεξηγείται στον αναγνώστη. Η «αποκάλυψη» από την χαρτορίχτρα ότι ο αρχαίος βασανιστής και ο ήρωας ταυτίζονται να γίνεται εν μέσω ύπνωσης, χωρίς όμως να γίνει εξαρχής αντιληπτό ότι είναι και η ίδια κυνηγός του ήρωα, αλλά ξαφνικά αυτή να επιτίθεται, εκείνος να τρέπεται σε φυγή επί ματαίω και να κλείνει με τη μεταμόρφωση σε ποντικό, χωρίς ευθεία απειλή, αλλά με σκέψεις του ήρωα που να ταιριάζουν σε φυγά ή μελλοθάνατο και που σίγουρα θα έχουν καρμικές επιρροές, αναφορές ή προεκτάσεις, διάλεξε και πάρε. Ελπίζω να μην σε κούρασα, οπωσδήποτε είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία σου και διαβάζεται με ευχαρίστηση, αλλά είναι βέβαιο ότι μπορεί να γίνει το λιγότερο απολαυστική με λίγες παρεμβάσεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted July 11, 2008 Author Share Posted July 11, 2008 Σ'έυχαριστώ πάρα πολύ για το σχόλιο και τις παρατηρήσεις σου τις οποίες θα λάβω σοβαρά υπόψη και θα τις μελετήσω πιο προσεκτικά, αν και ήδη νομίζω πως καταλαβαίνω τι εννοείς και πράγματι βλέπω όσα λες για την ιστορία. Πιστεύω πως θα άξιζε λοιπόν να έκανα ένα τρίτο rewrite! Και πάλι σ'ευχαριστώ που διάβασες την ιστορία μου και για τον κόπο που έκανες να γράψεις όλα αυτά. Το εκτιμώ πραγματικά πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted August 3, 2008 Share Posted August 3, 2008 Ακολουθώντας το "καινούριο" μου πρότυπο: Νόημα: Ένας ιερέας της Αρχαίας Αιγύπτου καταδιώκεται ανά τους αιώνες μέσα από μετενσαρκώσεις από μια γάτα και μια μάγισσα και τιμωρείται τελικά με μεταμόρφωση/επαναλαμβανόμενες μετενσαρκώσεις σε ποντικό Τι δούλεψε καλά: Υποβλητικό το σκοτεινό κλίμα. Ολοκληρωμένη η αφήγηση με αρχή-μέση-τέλος και νόημα. Ανεμπόδιστη η ροή της ιστορίας, πειστικός ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή. Τι δεν δούλεψε καλά: Ορισμένες φράσεις (rat race - δεν την έχω ακούσει στα ελληνικά). Μεγάλο μέρος του παζλ αποκαλύπτεται μόνον στο τέλος Πρόταση: Θα είχε ενδιαφέρον να δοκιμάσεις τις προτάσεις της rodonaura! Μια πιο πειστική εξήγηση για το μίσος του για τις γάτες; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted August 3, 2008 Author Share Posted August 3, 2008 Σ'ευχαριστώ για το σχόλιο, Γιώργο, και μ'αρέσει το "φόρματ" που χρησιμοποιείς. Σίγουρα θα λάβω υπ'όψη μου σοβαρά τις προτάσεις της rodonaura, όπως και όλες δηλαδή, όταν έρθει η στιγμή να ξαναγράψω την ιστορία. Σχετικά με το "rat race" έχεις δίκιο. Δεν υπάρχει η έκφραση στα Ελληνικά, αλλά νομιζω λειτουργεί στα πλαίσια της ιστορίας κυρίως λόγω της "ειρωνίας" της. Ίσως "χτυπάει" κάπως σε όσους ξέρουν ήδη την έκφραση, και όχι τόσο σε όσους δεν την ξέρουν στα Αγγλικά. Θα το κοιτάξω όμως μήπως μπορώ να δείξω την "εικόνα" που θέλω με πιο smooth τρόπο. Η αντιπάθεια προς τις γάτες είναι σίγουρα κάποιος είδος "μνήμης", αλλά πιο πολύ ήθελα να κάνω λίγο "πλακίτσα" σ'αυτούς που δεν αγαπούν τα ζώα (όχι πως κάποιος θα διάβαζε την ιστορία βέβαια). "Μεταφυσικά" μιλώντας, και σύμφωνα με τις δοξασίες της μετενσάρκωσης, οι ανεξήγητες αντιπάθειες και φοβίες που έχουμε, οφείλονται σε "προβιωτές" μνήμες, δηλαδή κομμάτια αναμνήσεων από εμπειρίες προηγούμενων ζωών. Αν και έχω πάμπολλες αμφιβολίες σχετικά με τη δοξασία αυτή, στο χώρο της φαντασίας ανοίγει πολλές ενδιαφέρουσες και ωραίες δυνατότητες. Αν στο επόμενο rewrite βάλω έξτρα σκηνές, ίσως γράψω κάτι περισσότερο για το παζλ, ώστε να μη φαίνεται πως αποκαλύπτεται όλο στο τέλος. Αναρωτιέμαι μόνο μήπως λειτουργεί καλύτερα δωσμένο όλο μαζί, και όχι σε κομμάτια. Αυτό, λόγω του μεγέθους της ιστορίας που είναι ένα μικρό διήγημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.