Παρατηρητής Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Θα τα καταφέρει. Θα τα καταφέρει. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει έτσι. Έχει μέσα της δύναμη, μια δύναμη που κανείς από εμάς δεν μπορεί να νιώσει. Θέλω να πιστεύω ότι θα καταφέρει. Ναι. Ελπίζω. Κρατώ τη μιζέρια για τον εαυτό μου. Πνίγω τη ματαιοδοξία που με χαρακτηρίζει και ελπίζω. Δεν δακρίζω, δεν κλαίω, δεν διαμαρτύρομαι, δεν γκρινιάζω. Ελπίζω, και με αυτό τον τρόπο είμαι κοντά της…όσο γίνεται. Άραγε τι βλέπει εκεί που είναι; Άραγε τι ακούει μέσα σε εκείνο το μαύρο σκοτάδι που την κρατά αιχμάλωτη; Άραγε τι νιώθει; Δεν μπορεί, κάτι θα νιώθει, αρνούμαι να πιστέψω ότι είναι αναίσθητη. Την κρατούν εκεί, εγκλωβισμένη, και όλοι εμείς προσπαθούμε να την εντοπίσουμε στα πιο μαύρα σημεία του ορίζοντα. Εκεί που κοιτάς όταν κλείνεις τα μάτια και προσεύχεσαι. Θα τα καταφέρει όμως. Θα συνέλθει, θα νικήσει το θηρίο που της επιτέθηκε στα ξαφνικά. Το θηρίο που μας άλλαξε τη ζωή από εκείνη την ημέρα. Ένα θηρίο όμοιο με αυτό που έχει κατασπαράξει τόσες ζωές και συνεχίζει να σκοτώνει κόσμο ανενόχλητο και άθιχτο, αδιάφορο από τους αρμόδιους που το περιστοιχίζουν. Σκοτώστε το το άτιμο, λυτρώστε την. Πόσες φωνές σας έχουν εκληπαρίσει στο παρελθόν; Πόσες ακόμα για να απάντησετε με το γνωστό σας ύφος και την περίφημη απάντηση που σας αρμόζει: «δεν είμαστε θεοί, γιατροί είμαστε…» Στο σκοτάδι που βρίσκεται, άραγε ποιος είναι πιο κοντά της; Και άραγε ποιον χρειάζεται πιο πολύ; Το γιατρό ή το Θεό; Η αιώνια διαμάχη της πίστης και της επιστήμης. Το ίδιο απρόσιτοι. Το ίδιο αδιάφοροι. Ο ένας νοιάζεται για το πόσα φακελάκια θα συγκεντρώσει και ο άλλος πόσους πιστούς. Ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Ίσως όχι, όμως κάτι τέτοιες στιγμές χάνεις την πίστη σου στους πάντες ενώ συνάμα τους πιστεύεις. Όπως και να έχει, είτε ζήσει είτε όχι, ο γιατρός θα παραμείνει γιατρός και ο Θεός θα παραμείνει Θεός. Μα είναι απίστευτο! Ποιος μπορεί να το πιστέψει. Μια χαρά ήταν η γυναίκα, πως την κατάντησαν έτσι; Ούτε χτύπησε, ούτε τραυματίστηκε, ούτε έπαθε τίποτα ξαφνικό. Ένα τροχαίο ας πούμε, μια αναποδιά. Όχι, ήταν καλά. Οι γιατροί είπαν πως θα ήταν μια εγχείρηση ρουτίνας. Θα αφαιρούσαν εκείνη την κύστη στο κεφάλι καθαρά για προληπτικούς λογους. Σήμερα θα κάνει την επέμβαση και αύριο θα την έχετε ξανά στο σπίτι, είπαν. Τότε γιατί στο διάολο τέσσερις μήνες τώρα βρίσκεται εκεί, φυτό, ανύμπορη, πρισμένη, σφαγμένη, σχεδόν νεκρή; Γιατί; Έχει μια ιδιαίτερη περίπτωση στο αίμα της, απάντησαν. Το αίμα δεν μπορεί να πίξει. Δημιούργησε πρόβλημα. Εμφανίστηκε σταδιακά. Δεν ξέραμε, οι εξετάσεις ήταν καλές κι έτσι προχωρήσαμε, είπαν. Δεν γνωρίζαμε τι θα συνέβαινε αυτό μετά την εγχείρηση. Ψεύτες. Απατεώνες. Μέχρι και ο Αίσωπος θα ζήλευε τα παραμύθια σας. Κάτι κάνατε λάθος και τώρα προσπαθείτε να το καλύψετε. Δέκα χρόνια κάνετε να πάρετε πτυχία ώστε να μάθετε όλα αυτά που ξέρετε και μέσα σε πέντε λεπτά νομίζετε ότι θα τα καταλάβει ο απλός κοσμάκης όπως εμείς. Δημιουργείτε μύθους για να καλύψετε τα λάθη σας κι επειδή ξέρετε ότι κανείς δεν θα τους αμφισβητήσει. Θα τους χάψουν όπως τους χάβουμε κι εμείς. Γιατί γνωρίζουμε καλά όλοι μας σε αυτή τη σάπια κοινωνία ότι το δυσκολότερο πράγμα είναι να παραδεχόμαστε τα λάθη μας. Δεν σας χρειάζεται. Έχει δύναμη. Έτσι κι αλλιώς τα μηχανήματα την κρατούν στη ζωή όχι εσείς. Εσείς απλώς κάνετε τους τροχονόμους. Από τον έβδομο όροφο στον τρίτο, από τον τρίτο στον πέμπτο, από τον πέμπτο στον έβδομο ξανά όταν βρεθεί κάθε φορά κρεβάτι. Γιατί την ταλαιπωρείτε έτσι; Εκεί που ανήγει τα μάτια και κουνά τα δάχτυλα της, την μετεφέρετε αλλού και σβήνει. Επιστρέφει στο σκοτάδι της να δώσει μόνη της τη μάχη για να βρει το φως. Θα τα καταφέρει. Δεν σας έχει ανάγκη. Όπως κάθε ασθενής, δεν χρειάζεται εσάς πραγματικά αλλά τους αγαπημένους της. Εμάς. Κι εμείς πιστεύουμε σε εκείνην. Μου έχει τάξει ένα γεύμα. Ένα γεύμα στο σπιτικό της, μαζί με το θείο Νικόλα και τα παιδιά τον Φίλιππο και τη Μαρία. Με περίμενε και το ξέρω. Όταν την είχα δει στο νοσοκομείο, λίγες μέρες πριν τη μαύρη εκείνη ώρα της εγχείρησης, με κοίταξε όλο χαρά, με καμάρωσε και μου παραπονέθηκε. Πόσα χρόνια έχω βρε παιδί μου να σε δω; Άντρας έγινες και πόσο νεαρούλι σε θυμάμαι. Μόνο στο τηλέφωνο μιλάμε πια. Πάρε τον αδελφό σου κι ελάτε να σας κάνω το τραπέζι. Θα φτιάξω ένα ωραίο φαγητό να φάτε να το ευχαριστηθείτε! Πόσο ένοχος αισθάνθηκα τότε. Για εκείνη την επίσκεψη με καλούσε χρόνια. Πριν πάω ακόμα φαντάρος. Πριν πάρω εκείνο το άχρηστο πτυχίο. Πριν βυθιστώ στην καθημερότητα μου, εγκαταλείποντας φίλους και συγγενείς. Βλάκα Γιώργο, τόσο δύσκολο ήταν μια μέρα να έπαιρνες το λεωφορείο και να πήγαινες από το σπίτι τους; Θα έρθω θεία, της απάντησα γελαστός. Κι ας μην κάνεις φαγητό, ας μην κάνεις τίποτα. Μόλις κάνεις την εγχείρηση και πας σπιτάκι σου, θα έρθω. Στο υπόσχομαι. Το υποσχέθηκα. Δεν ήξερα τι θα ακολουθούσε. Κανείς μας δεν ήξερε. Οι γιατροί είχαν πει ότι θα ήταν μια εγχείρηση ρουτίνας. Μη φοβάστε, κάθε μέρα κάνουμε τέτοιες επεμβάσεις. Δεν έχετε να φοβάστε τίποτα. Από την αρχή όμως την ταλαιπωρούσαν. Ευθυμία αύριο θα σε εγχειρήσουμε. Ευθυμία αύριο θα σε εγχειρήσουμε. Ευθυμία αύριο θα σε εγχειρήσουμε. Εντάξει γιατρέ μου, απαντούσε γλυκά εκείνη. Όποτε νομίζετε. Αφού τουλάχιστον έχω κρεβάτι και το εκκλησάκι του Ευαγγελισμού να πηγαίνω την Παρασκευή, θα περιμένω. Ήταν Μάρτιος ακόμα. Ώσπου μπήκε ο Απρίλης. Και ήταν η Παρασκευή των Χαιρετισμών, τότε που ο αδελφός μου όλος χαρά έπαιρνε το απολυτήριο από το στρατό. Θα το κάψουμε απόψε, λέγαμε. Την περιμέναμε πολύ εκείνη τη μέρα που ο Πάρης θα γινόταν πολίτης και ελεύθερος να ακολουθήσει το δρόμο του. Όμως εκείνο το γλέντι δεν έγινε ποτέ. Η θεία, είπε η μητέρα μου με κλάματα από το τηλέφωνο. Κάτι πήγε στραβά… Τι είχε συμβεί άραγε; Τι πήγε στραβά σε εκείνη την εγχείρηση ρουτίνας; Τα πόδια μου ήταν κομμένα. Είχα παγώσει. Μόνοι στο σπίτι εγώ κι ο Πάρης ξεφυσούσαμε και κάναμε το γύρω γύρω. Πανικός. Πάρη τι κάνουμε….; Τρέχαμε σαν κυνηγημένοι. Δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Στο νοσοκομείο δεν μπορούσαμε να πάμε γιατί τους είχαν διώξει και δεν άφηναν κανέναν να δει τη θεία. Περιφερόμασταν στο δρόμο χωρίς να ξέρουμε γιατί. Χρειαζόμασταν κάποιον. Πήγαμε στην εκκλησεία. Ακούσαμε το Ακάθιστο Ύμνο από τα μεγάφωνα του Αγίου Κωνσταντίνου και μπήκαμε. Σε κάτι τέτοιες στιγμές, εκεί που νιώθεις πως μόνο ο Θεός μπορεί να βοηθήσει, που ξεχνάς τα πάντα και ξαφνικά τον θυμάσαι και τον αναζητάς, βρεθήκαμε στον οίκο του να του ζητήσουμε χάρη. Ο ναός ήταν γεμάτος με κόσμο κι όμως ένιωθα ότι εκεί ήμουν μόνος. Πήρα κεριά για μένα και τον αδελφό μου και τα ανάψαμε. Πιστεύαμε, θέλαμε να πιστεύουμε, πως κάπως έτσι ίσως ο Θεός να βοηθούσε τη θεία μας. Πόση ντροπή ένιωσα… Η μεγαλύτερη ντροπή εκδηλώθηκε μπροστά από την εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Όταν ήμουν μικρός τον επισκεπτόμουν συχνά. Μα είχα εγκαταλείψει πια το δρόμο του Θεού και των Αγίων του. Δεν ήμουν πλέον εκείνο το αγνό παιδί που στεκόταν ενωπίων της εικόνας. Πολλές φορές αρνήθηκα την πίστη μου, κάποιες φορές για να γίνω αρεστός σε άλλες παρέες, κάποιες φορές για να παραστήσω τον έξυπνο και τον φισολοφημένο. Μα εκείνη τη στιγμή ήμουν ένας ξεφτυλισμένος που όταν τον βρήκε η άσχημη στιγμή, θυμήθηκε το Θεό και τον Άγιο προστάτη του. Τα κλάμματα με πήραν κι εκείνη τη στιγμή δεν ξέρω αν ζητούσα βοήθεια ή συγχώρεση για τον εαυτό μου. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζω εάν ο Άγιος με άκουσε. Αν για μία μηδαμινή χρονική στιγμή απέσυρε το βλέμμα του από το δράκο και κοίταξε εμένα. Ίσως να φρόντισε για τη θεία μου και να μην τον κατάλαβε ποτέ. Εκείνη η νύχτα. Ήταν απλώς η αρχή. Ήταν το ξεκίνημα για τους επόμενους τρεις μήνες που ακολούθησαν. Η μάχη η δική της, η μάχη του άντρα της, των παιδιών της, των συγγενών της. Πέρασε το Πάσχα, πέρασε και η άνοιξη και ήρθε το καλοκαίρι. Όμως για εκείνη ούτε μία μέρα δεν είχε περάσει από τις τέσσερις του Απρίλη. Πάντα εκεί, σε εκείνο το άχαρο οικοδόμημα, σε εκείνη την επιχείρηση από γιατρούς, χασάπηδες και νεκροθάφτες. Όμως θα τα καταφέρει. Θα βγει από εκεί, δεν θα τους κάνει τη χάρη. Θα σωθεί, εδώ σώθηκε εκείνο το κτήνος που έπεσε από τον πέμπτο όταν τα άπλυτα του βγήκαν στη φόρα. Τον είχαν λίγους ορόφους πάνω από τη θεία μου και τελικά τον έσωσαν. Ενώ εκείνη, μια γυναίκα υγειής, μια γυναίκα που ήρθε στον Ευαγγελισμό καθαρά για εγχείηρηση ρουτίνας, βασανίζεται σε ένα κορμί που δεν θυμίζει το δικό της, ανάμεσα σε ψυχρά μηχανήματα, σωλήνες και ορούς. Δεν της ταιριάζει η σιωπή. Δεν της ταιριάζει εκείνο το βουβό δωμάτιο με τις μονίμως κλειστές κουρτίνες και τη μυρωδιά των φαρμάκων. Θα φύγει. Θα γίνει καλά και θα τους παρατήσει όλους πίσω. Το γιατρό που ζήτησε το φακελάκι. Την αναισθησιολόγο που ζήτησε επίσης ενώ από την ημέρα της εγχείρησης δεν φάνηκε ποτέ να μας πει κάτι. Την αποκλειστική που ζητά 70 ευρώ τη βραδιά για να διαβάζει το βιβλίο της και να μιλά με τον γκόμενο στο κινητό, διαμαρτύροντας που την έχουν και ξενυχτά μέσα στους ασθενείς. Τους νοσηλευτές και τους βοηθούς τους που χαχανίζουν και τσακώνονται για τις άδειες του καλοκαιριού. Θα γίνει καλά και πάει στο σπίτι της. Στον άντρα της, στα παιδιά της. Θα κάνει το θείο μου Νικόλα χαρούμενο και πάλι να μας λέει καλαμπούρια. Στη γιαγιά μου που την αγαπά πολύ και την περιμένει να πιούνε καφέ στα Πετράλωνα. Θα πάει κοντά στο Φίλιππο που φοβάται πως θα την χάσει. Θα δει την Μαρία να παντρεύεται το χειμώνα με τον Δημήτρη. Θα δει το εγγονάκι που τόσο καιρό ανηπομονεί να αποκτήσει. Θα μου φτιάξει εκείνο το φαγητό που μου έταξε κι ας το κάψει, ας μην τρώγεται. Θέλω απλώς να την δω στο σπίτι της ξανά, να χαμογελά. Θα τα καταφέρει. Αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που κοιτάζω το νοσοκομείο να υψώνεται σαν γίγαντας πάνω από το πάρκο έξω από τη σκάλα του μετρό. Τόσους έχει κατασπαράξει αυτός ο γίγαντας. Όχι κι εκείνην. Δεν πρέπει να του κάνει τη χάρη. Για τα παιδιά της. Για τον άντρα της και τη μητέρα μου που έχασαν τον πατέρα τους σε εκείνο το καταραμένο μέρος, όταν ήταν ακόμα μικρά. Έχουμε ήδη μια χήρα στην οικογένεια, έχουμε ήδη δύο ορφανά. Μας αρκεί η δική μας μοίρα, όχι, δεν χρειαζόμαστε και άλλη. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι, ανάμεσα σε τόσους άλλους ασθενείς και συγγενείς, αισθάνομαι εκείνο το μικρό παιδί να περιφέρεται στους θαλάμους. Εκείνο το παιδί που δεν λογαριάζει ανθρώπους και ζωές, προσμονές και αγάπες. Βολτάρει ελεύθερο σαν το γυφτάκι και κανείς δεν του λέει τίποτα, κανείς δεν το διώχνει. Θυμάμαι σε ένα διήγημα το έχω αναφέρει. Ένας τρελός γεράκος που ήθελε να γίνει ιππότης, του γύρισε την πλάτη και συνέχισε τον ανήφορο του. Αυτό πρέπει να κάνει κι εκείνη, αυτό θέλω από εκείνη. Να μην πάει μαζί του. Να του γυρίσει την πλάτη και να συνεχίσει τον ανήφορο και τη μάχη της με το δράκο στην κορυφή του βουνού. Ίσως αυτό ήταν το τελευταίο που της είπα. Δεν ξέρω αν με άκουγε. Τις τελευταίες μέρες η κατάσταση της πήγαινε χειρότερα. Έπειτα από την πέμπτη επέμβαση που της έκαναν, έπαθε λήμωξη στο αίμα και οι γιατροί είχαν τώρα να αντιμετωπίσουν κάτι νέο. Όσοι την έβλεπαν έκλαιγαν. Με λυγμούς έδιναν την πράσινη ρόμπα στον επόμενο και αυτός και επέστρεφε με τις ίδιες αντιδράσεις. Εγώ πήγα τελευταίος. Έμεινα κοντά της και της είπα μια ιστορία, όπως ξέρω καλά να κάνω. Μια ιστορία θάρρους. Μια ιστορία νίκης. Μια ιστορία όπου ο καλός αδύναμος νικά τον παντοδύναμο κακό. Δεν ξέρω αν την άκουσε. Έτσι ακίνητη, ανήμπορη και ήσυχη όπως ήταν μου θύμισε την εικόνα του Αγίου. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως και οι δύο τους, ο νεαρός άγιος και εκείνη ζούσαν σε κάποιο μακρινό μέρος, όμορφο, ξεκούραστο, μακριά από πόνους και στεναχώριες. Πως αυτό που είχαν αφήσει πίσω τους ήταν απλώς ακίνητες εικόνες και βουβά είδωλα για να προσεύχονται εκείνοι που τους αγαπούν και να ελπίζουν. Να ελπίζουν ότι θα γυρίσουν και πάλι κοντά μας και θα μας συγχωρήσουν για όσα δεν πράξαμε και όσα δεν είπαμε όταν τους είχαμε κοντά μας. Ακόμα ελπίζω ότι θα τα καταφέρει. Σήμερα, πρωί πρωί, η μητέρα μου με ξύπνησε να πάω στη δουλειά. Ήταν ένα όμορφο πρωινό, καλοκαιρινό και λαχταριστό και ξεκούραση και διακοπές. Έπρεπε να πάω στο μαγαζί και να υποστώ για ακόμη μια μέρα τις αγριοφωνάρες και τα βρισίδια των ανηλίκων που συχνάζουν στο ίντερνετ καφέ. Βρέθηκα στη στάση του λεωφορείου περιμένοντας το κάνοντας ένα πρωινό τσιγάρο. Δίπλα μου μια κοπέλα συζητούσε στο τηλέφωνο πιθανός με κάποια φίλη της κάτι σχετικό με διακοπές. Σήμερα, φεύγεις, ε; ‘Αντε τυχερούλα! Εγώ μαλλον Αύγουστο… Το τηλέφωνο χτύπησε λίγο πριν φτάσει το λεωφορείο. Ήταν η μητέρα μου. Στην αρχή νόμιζα πως ξέχασα τα κλειδιά ή κάτι άλλο στο σπίτι γιατί ποτέ δεν μου τηλεφωνεί πριν το μεσημέρι. Το μόνο που κράτησα ήταν τα κλάμματα της. Την ίδια στιγμή η κοπέλα δίπλα μου έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας στη φίλη της: Καλό ταξίδι… Η θεία μου Ευθυμία, με το πραγματικά ταιριαστό της όνομα, έφυγε σήμερα το πρωί, 23 του Ιουλίου. Όλοι ξέραμε ότι στην πραγματικότητα έφυγε στις 4 του Απρίλη, όταν την χειρούργησαν για να της αιφαιρέσουν για προλυπτικούς λόγους μια κύστη από το κεφάλι. Μέχρι σήμερα ελπίζαμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Θα 'θελα να μπορούσα να ανεβάσω ένα άδειο ποστ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Δεν ξέρω τι να πω. Και πως. Ήταν μια συγκλονιστική κατάθεση ψυχής. Κατέβηκα το κείμενο σε ελεύθερη πτώση και ενώ υποψιαζόμουν πως μόνο σύγκρουση και πόνος με περίμεναν στον πάτο, όσο έπεφτα έλπιζα μαζί σου. Μην το χάσεις ποτέ Γιώργο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Όπου ο πόνος περισέυει, τα λόγια περιτεύουν. Συλληπητήρια Γιώργο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mariposa Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Πολύ κρίμα που έφυγε έτσι άδικα. Να είστε καλά να θυμάστε πάντα την θεία Ευθυμία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sileon Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Δεν ξέρω τι να πω. Ήταν πολύ όμορφο και γλυκόπικρο. Σαν την ζωή. Να αναπαυθεί η θεία σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
synodoiporos Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 (edited) Θα φύγει. Θα γίνει καλά και θα τους παρατήσει όλους πίσω. Το γιατρό που ζήτησε το φακελάκι. Την αναισθησιολόγο που ζήτησε επίσης ενώ από την ημέρα της εγχείρησης δεν φάνηκε ποτέ να μας πει κάτι. Την αποκλειστική που ζητά 70 ευρώ τη βραδιά για να διαβάζει το βιβλίο της και να μιλά με τον γκόμενο στο κινητό, διαμαρτύροντας που την έχουν και ξενυχτά μέσα στους ασθενείς. Τους νοσηλευτές και τους βοηθούς τους που χαχανίζουν και τσακώνονται για τις άδειες του καλοκαιριού. Θα γίνει καλά και θα πάει στο σπίτι της. Στον άντρα της, στα παιδιά της. Θα κάνει το θείο μου Νικόλα χαρούμενο και πάλι να μας λέει καλαμπούρια. Στη γιαγιά μου που την αγαπά πολύ και την περιμένει να πιούνε καφέ στα Πετράλωνα. Θα πάει κοντά στο Φίλιππο που φοβάται πως θα την χάσει. Θα δει την Μαρία να παντρεύεται το χειμώνα με τον Δημήτρη. Θα δει το εγγονάκι που τόσο καιρό ανηπομονεί να αποκτήσει. Θα μου φτιάξει εκείνο το φαγητό που μου έταξε κι ας το κάψει, ας μην τρώγεται. Θέλω απλώς να την δω στο σπίτι της ξανά, να χαμογελά. Θα τα καταφέρει... Συγκλονιστικό, Γιώργο. Μας μετέφερες σχεδόν αυτόσια τα συναισθήματά σου και την αγωνία σου. Θα ζει όσο θα την θυμάστε, μέσα στις ανθρώπινες ψυχές... Edited July 23, 2008 by synodoiporos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
cesar_cy Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Λυπάμαι πολύ για την θεία σου Συλληπητήρια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Λυπάμαι πολύ Γιώργο. Καλό της ταξίδι... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted July 24, 2008 Share Posted July 24, 2008 Δεν μπορώ να πω κάτι ουσιαστικό. Λυπάμαι πολύ. Μην την ξεχάσετε ποτέ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted July 24, 2008 Share Posted July 24, 2008 Λυπάμαι πολύ Γιώργο, είναι άδικο και πολύ λυπηρό να φεύγει κάποιος έτσι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted July 26, 2008 Share Posted July 26, 2008 (edited) Έχεις πολύ θάρρος που το μοιράζεσαι μαζί μας. Θυμάμαι σε ένα διήγημα το έχω αναφέρει. Ένας τρελός γεράκος που ήθελε να γίνει ιππότης, του γύρισε την πλάτη και συνέχισε τον ανήφορο του. Αυτό πρέπει να κάνει κι εκείνη, αυτό θέλω από εκείνη. Να μην πάει μαζί του. Να του γυρίσει την πλάτη και να συνεχίσει τον ανήφορο και τη μάχη της με το δράκο στην κορυφή του βουνού. Έχεις μήπως ανεβάσει αυτό το διήγημα εδώ; Edited: Είναι μήπως αυτό: Ο Γερο Τροτ και ο Θάνατος; Edited July 26, 2008 by twocows Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.