Jump to content

Αθήνα 2054


Ballerond

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Ballerond

Είδος: φαντασία - επιστημονική φαντασία - μυστηρίου

Βία; Ναι

Σεξ; Ναι

Αριθμός Λέξεων:

Αυτοτελής; Όχι, αυτό είναι το πρώτο κεφάλαιο από το πρώτο μέρος της ιστορίας

Σχόλια: Ξεκίνησα αυτήν την ιστορία πολύ καιρό πριν και την άφησα δυστυχώς στην μέση. Πρόσφατα, αφού μπήκα στο φόρουμ αυτό, μου ήρθε η έμπνευση να την συνεχίσω και κατάφερα και ολοκλήρωσα το πρώτο κεφάλαιο. Είναι μία μεγάλη ιστορία, που ξεκινάει σαν μυστηρίου και εξελλίσεται σε φαντασίας και ΕΦ και χωρίζεται σε τρία μεγάλα μέρη. Εδώ είναι το πρώτο κεφάλαιο από το πρώτο μέρος. Περιμένω τις γνώμες σας :). Επίσης προς το παρόν δεν έχει ούτε σεξ ούτε βία αλλά θα έχει στα επόμενα κεφάλαια.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η μεταμόρφωση

 

 

Κεφάλαιο πρώτο: Αντιμέτωπος με τον θάνατο.

 

Αμήχανος, ανέκφραστος και με κατεβασμένο το κεφάλι ο Βύρωνας περίμενε.

Περίμενε το αναπόφευκτο, το οποίο πλησίαζε με χαμηλή ταχύτητα κάνοντας την αναμονή του επίπονη και ψυχοπλακωτική. Αν και είχε δρόμο ακόμα για να φτάσει στο τέλος της διαδρομής του, o Βύρωνας το είχε δεχτεί. Μπορεί να ήταν μικρός ακόμα, με αθώο μυαλό και αφελείς σκέψεις αλλά ήξερε ότι ο ταλαιπωρημένος πενηντάρης που βρισκόταν μπροστά του δεν είχε πολλά περιθώρια ζωής. Του φαινόταν περίεργο που δεν θα του χάιδευε ξανά τα μαλλιά, δεν θα πηγαίνανε ξανά μαζί σινεμά και ούτε θα τον έπαιρνε στις πλάτες του στην θάλασσα παίζοντας μονομαχίες με τους φίλους του. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Ο πατέρας του πέθαινε.

Σηκώθηκε από την καρέκλα, έλεγξε τα σωληνάκια και τους ορούς του πατέρα του και αφού σιγουρεύτηκε ότι κοιμάται βγήκε στο μπαλκόνι. Το κρύο αεράκι και η ησυχία του νοσοκομείου τον έβαλαν σε σκέψεις. Θυμήθηκε πότε έμαθε πρώτη φορά για την αρρώστια του πατέρα του. ¨Ήταν τότε που έπαιζε ποδόσφαιρο με τον Τηλέμαχο. Ήταν η μοναδική φορά που είχε καταφέρει να του κάνει τρίπλα, να του πάρει την μπάλα και να σκοράρει. Η χαρά που είχε μετά τον αγώνα ήταν τεράστια. Αλλά ο γκρεμός στον οποίο έπεσε μετά η ψυχολογία και η διάθεση του μεγαλύτερος. Η μαμά του άρχισε να λέει «Αγόρι μου πρέπει να φανείς δυνατός, ο πατέρας σου σε χρειάζεται, μην το βάζεις κάτω», η αδερφή του «Βυρωνάκο μην αγχώνεσαι, υπάρχουν ελπίδες, θα του σταθούμε και οι δύο, είμαι υπερήφανη για σένα», οι φίλοι του «Φιλαράκο ότι χρειαστείς εδώ θα είμαστε, πάρε τηλέφωνο μην κολλάς, δεν μασάνε οι ατσίδες του 16ου» αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν είχαν σημασία όταν τον αντίκρισε μετά το χειρουργείο. Καταβεβλημένος από την εγχείρηση με την νάρκωση να κυλάει ακόμα στον οργανισμό του, ο πατέρας του του κράτησε το χέρι και του είπε «Μην φοβάσαι».

Ο Βύρωνας όμως φοβήθηκε πολύ. Και τώρα ακόμα φοβάται. Πέντε μήνες μετά τα πράγματα δεν είχαν καλυτερεύσει. Αντιθέτως, είχαν κυλήσει ολοένα και προς το χειρότερο, καταρρακώνοντας ολάκερη την οικογένεια. Η αδερφή του μάζευε τα κομμάτια της προσπαθώντας να δουλέψει διπλοβάρδιες για να βγάλει τα έξοδα. Η μητέρα του είχε πέσει σε κατάθλιψη και μονολογούσε ότι κάποτε όλοι θα πεθάνουμε. Οι φίλοι του, απρόσβλητοι από τέτοιες δυστυχίες και χωρίς σκοτούρες, ζούσαν κανονικά την καθημερινότητα τους δείχνοντας ένα υποτυπώδες ενδιαφέρον για τον Βύρωνα. Οι ατσίδες του 16ου είχαν λυγίσει. Και ο Βύρωνας απεγνωσμένος έψαχνε ψηλά στα αστέρια για μία απάντηση. Γιατί να υποφέρει τόσο ο πατέρας του. Γιατί να αρρωσταίνουν έτσι οι άνθρωποι. Τι είναι ο θάνατος, η ζωή. Αλλά απάντηση δεν πήρε.

Ξαναμπήκε στο δωμάτιο γιατί το κρύο είχε τρυπώσει στα κόκαλα του. Ο πατέρας του, ξαπλωμένος ευθυτενής στο κρεβάτι, είχε πάρει μία έκφραση απόλυτης ηρεμίας. Σαν να περίμενε κι αυτός. Ο Βύρωνας αναρωτήθηκε τι όνειρα να έβλεπε και αν τα είχαν επηρεάσει οι δαίμονες του θανάτου. Πάντα πίστευε ότι τον θάνατο τον φέρνουν κάποιοι υπηρέτες του διαβόλου οι οποίοι ανάλογα τι όρεξη είχαν, διάλεγαν και τον τρόπο που θα πέθαινε κάποιος. Ο Θεός και η εκκλησία άφηναν αδιάφορο τον Βύρωνα, αλλά ο Διάβολος και οι δυνάμεις του κακού τον εντυπωσίαζαν. Έκατσε δίπλα στο κρεβάτι και έπιασε το κινητό του. Σκεφτόταν που να στείλει μήνυμα και το πρώτο όνομα που του ήρθε στο μυαλό τον γέμισε έξαψη και ενθουσιασμό.

«Γεια, τι κάνεις; Πως ήταν η μέρα σου; Εγώ είμαι στο νοσοκομείο από τις 7. Τίποτα νεότερο δυστυχώς. Έχεις δουλειά αύριο;»

Πάτησε το πλήκτρο «ΑΠΟΣΤΟΛΗ» και μετά επέλεξε το όνομα της Έλσας. Πέρασαν τρία ατελείωτα λεπτά μέχρι να απαντήσει αλλά το μήνυμα που διάβασε δεν τον ικανοποίησε.

« Καλησπέρα, καλά είμαι τώρα γύρισα από το μάθημα. Κουράγιο Βυρωνάκο, είσαι δυνατός εσύ και αντέχεις. Είμαι κομμάτια και αύριο δουλεύω γαμώτο.

Σκέφτηκε αρκετή ώρα πριν απαντήσει. Την γούσταρε την Έλσα και η ίδια πολλές φορές τον βοηθούσε να κάνει κουράγιο και να είναι δυνατός. Είχε περάσει και αυτή δύσκολα και τον καταλάβαινε. Αλλά δεν ήθελε να την πρήζει συνέχεια και να την κυνηγάει. Τελικά αποφάσισε να το ρισκάρει.

« Κατάλαβα, δύσκολη μέρα και για σένα. Αύριο θες να περάσω να σε πάρω από την δουλειά να πάμε για φαγητό; Έχω ανάγκη να δω κάποιον να με κάνει να ξεχαστώ λίγο. Κι εσύ είσαι η κατάλληλη γι αυτό.»

Με το που το έστειλε, το μετάνιωσε. «Τι πάει να πει κατάλληλη γι αυτό; Λες και την θέλω μόνο για να με ψυχολογεί. Πόσο μαλάκας είμαι πια!», αλλά τώρα ήταν αργά. Το μήνυμα που ακολούθησε τον διαβεβαίωσε γι αυτό.

« Σόρρυ Βυρωνάκο, αλλά αύριο θέλω να ξεσκάσω λίγο. Θα βγω με τα κορίτσια για ψώνια και μετά για μπύρα. Άλλη φορά αν είναι εντάξει; Φιλιά και καλό σου βράδυ.»

Η ειλικρίνεια και η αμεσότητα της τον πίκρανε αλλά την κατάλαβε. Παρ’ όλα αυτά πέταξε νευριασμένος το κινητό του στην απέναντι καρέκλα και βγήκε έξω από το δωμάτιο αφήνοντας την πόρτα λίγο ανοιχτή για να ελέγχει την κατάσταση του πατέρα του. Ο διάδρομος του νοσοκομείου ήταν μισοφωτισμένος και ελάχιστος κόσμος κινούταν πάνω του. Δύο νοσοκόμες έκαναν την νυχτερινή βάρδια σέρνοντας ένα τραπεζάκι με τα υλικά για την νοσηλεία. Ο Βύρωνας προχώρησε λίγο προς το μέρος τους για να τις ρωτήσει για τις ενέσεις του πατέρα του όταν κάτι περίεργο τράβηξε την προσοχή του στο διπλανό δωμάτιο. Οι κουρτίνες είχαν τραβηχτεί και είχαν περικυκλώσει το κρεβάτι του Κ. Ισίδωρου και δύο έντονες μαύρες φιγούρες διαφαίνονταν μέσα τους. Ο Βύρωνας έμεινε να κοιτάζει λίγο παραξενευμένος όταν ξαφνικά η μία φιγούρα έβγαλε το κεφάλι της από την κουρτίνα, έσμιξε τα φρύδια της κοιτάζοντας τον έντονα και γρήγορα ο Βύρωνας άλλαξε βλέμμα και έφυγε από το δωμάτιο. Ξαφνιασμένος έφτασε στις νοσοκόμες έχοντας ξεχάσει όμως τι ήθελε να τις ρωτήσει.

- Συνέβη κάτι; τον ρώτησε η μία νοσοκόμα. Ο Βύρωνας κόλλησε και έκανε ώρα να απαντήσει.

- Ε…να…μας είπε ο γιατρός να μην κάνετε στον πατέρα μου και τις τρεις ενέσεις στο δεξί μπράτσο γιατί πονάει.

- Από ποιο δωμάτιο είσαι θύμισε μου…

- Το 307.

Η νοσοκόμα έψαξε τον κατάλογο της, άλλαξε το ύφος της και τον κοίταξε με ένα καλοσυνάτο βλέμμα.

- Ναι αγόρι μου, μην ανησυχείς. Το έχουμε υπόψη μας θα τον φροντίσουμε κατάλληλα τον πατέρα σου.

- Ναι δεν αμφιβάλλω γι αυτό… αλλά ο Βύρωνας είχε και αλλού το μυαλό του. Απομακρύνθηκε από τις νοσοκόμες και στάθηκε λίγο στο σαλονάκι του ορόφου να σκεφτεί. Ποιες ήταν αυτές οι μαύρες φιγούρες στο δωμάτιο του Κ. Ισίδωρου; Γιατί είχε την εντύπωση ότι κάπου τις είχε ξαναδεί; Όταν τον είχε κοίταξε η μία από αυτές ένα ρίγος ανατριχίλας διαπέρασε το σώμα του. Έτρεξε πάλι προς τις νοσοκόμες.

- Συγνώμη! Να σας κάνω μία ερώτηση;;

Η νοσοκόμα τον πλησίασε κάνοντας του νόημα να κάνει ησυχία.

- Σε ακούω, αλλά μίλα πιο σιγά σε παρακαλώ! Εδώ είναι νοσοκομείο, όχι γήπεδο!

- Έχετε δίκιο συγνώμη. Θα ήθελα να σας ρωτήσω, ποιοι είναι οι κύριοι στο δωμάτιο του Κ. Ισίδωρου; Δεν έχει τελειώσει το επισκεπτήριο;

Η νοσοκόμα τον κοίταξε έκπληκτη.

- Κύριοι; Ποιοι κύριοι; Δεν είδα κανέναν να μπαίνει στο δωμάτιο του!

Γρήγορα έτρεξε προς το δωμάτιο 306 φωνάζοντας και τον σεκιουριτά του ορόφου να έρθει μαζί της. Ο Βύρωνας ανυπόμονα έτρεξε κι αυτός προς το δωμάτιο όταν βγήκαν και οι δύο με ένα ερωτηματικό και ένα ίχνος υποψίας στο πρόσωπο τους.

- Δεν είναι κανείς μέσα. Σίγουρα είδες κάποιους στο κρεβάτι του Κ. Ισίδωρου ή μας κάνεις πλάκα;

Ο Βύρωνας φανερά έκπληκτος κοίταξε μέσα. Δεν υπήρχε κανείς, οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες στην άκρη και ο Κ. Ισίδωρος κοιμόταν του καλού καιρού.

- Αλήθεια σας λέω, ήταν δύο περίεργοι και μαυροντυμένοι τύποι μέσα, είχαν τραβήξει και τις κουρτίνες! Και φοβήθηκα λίγο και ήθελα να σας ρωτήσω αν τους ξέρετε!

- Δεν ξέρω τι είδες, αλλά εμείς δεν βλέπουμε κανέναν. Πήγαινε στο δωμάτιο του πατέρα σου τώρα και περίμενε να έρθουμε.

Ενοχλημένοι αποχώρησαν και οι δύο ο καθένας για το πόστο του. Ο Βύρωνας απογοητευμένος από τον εαυτό του δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι δεν είχε δει κανέναν. Σκέφτηκε να ξυπνήσει τον Κ. Ισίδωρο και τον ρωτήσει αλλά σίγουρα θα άκουγε τα καντήλια της ζωής του. Πήγε στο παράθυρο να κοιτάξει τις σκάλες στην έξοδο κινδύνου αλλά αφού το μόνο που είδε ήταν σκοτάδι σκέφτηκε ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να φύγουν από εκεί χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.

«Τότε τι σκατά συνέβη;» αναρωτήθηκε αλλά αμέσως θυμήθηκε τον πατέρα του και έτρεξε να δει αν ήταν καλά. Ευτυχώς ακόμα κοιμόταν. Αποφάσισε να μείνει εκεί δίπλα του μέχρι να έρθουν οι νοσοκόμες για την νοσηλεία προτού ξαναβγεί.

Ο Βύρωνας κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και σκέφτηκε ότι μάλλον τα μάτια του έπαιζαν περίεργα παιχνίδια. Όπως και να έχει η βραδιά είχε γίνει πιο ενδιαφέρουσα και θα είχε κάτι να κάνει μέχρι να έρθει και να τον αλλάξει η αδερφή του. Ο πατέρας του συνήθως ξυπνούσε το βράδυ και έβλεπε λίγη τηλεόραση. Οι ιστορίες μερικών ντέντεκτιβ που προσπαθούν να ανακαλύψουν ποιος κρύβετε πίσω από την στυγερή δολοφονία μίας όμορφης τουρίστριας σε κάποιο νησί των Κυκλάδων, τον εξίταραν και συγχρόνως τον χαλάρωναν κι όλας. Ο Βύρωνας δεν έβλεπε ελληνικές σειρές οπότε την συγκεκριμένη ώρα διάβαζε κάτι ή προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή του πατέρα του από την τηλεόραση για να του μιλήσουνε περί ανέμων και υδάτων. Σήμερα όμως, θα είχε κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνει. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάται για τους μαυροντυμένους και μυστηριώδεις τύπους. Του προσέφεραν τροφή για περιπέτεια και θα είχε και μια ωραία ιστορία να πει στην Έλσα όταν την έβλεπε.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο για την νοσηλεία, η μία νοσοκόμα έκανε νόημα στον Βύρωνα να βγει έξω και να του πει κάτι. Νόμιζε ότι θα του έκανε παρατήρηση για την άσκοπη προειδοποίηση νωρίτερα αλλά αντίθετα του είπε κάποια νέα που έριξαν μία ακόμα σουβλιά στην ταλαιπωρημένη καρδιά του.

- Δυστυχώς θα πρέπει να του δώσουμε ένα έξτρα μπουκαλάκι με σίδηρο. Η ενδοφλέβια τροφή δεν κάνει και πολλά πράγματα και χρειάζεται δύναμη.

- Έχει κάποιες παρενέργειες αυτό; ρώτησε όλο αγωνία ο Βύρωνας.

- Όχι απλά χρειάζεται να τον προσέχεις λίγο παραπάνω σήμερα και ελπίζουμε από αύριο τα πράγματα να φτιάξουν.

Ο Βύρωνας την κοίταζε σαστισμένος.

- Τι εννοείτε να φτιάξουν; Αφού ξέρουμε ότι…

- Εμείς εδώ προσπαθούμε για το καλύτερο. Και θα προσπαθούμε μέχρι τελευταία στιγμή.

Και με αυτά τα λόγια προχώρησε μέσα στο δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα πίσω της αφήνοντας τον Βύρωνα μετέωρο χωρίς περιθώρια απάντησης. Στάθηκε στην γωνία του διαδρόμου και συλλογίστηκε.

Όλα αυτά ήταν πολλά για να τα αντέξει ένας δεκαεπτάχρονος. Πάνω στο σημείο όπου μάθαινε για τις εκπλήξεις της ζωής και ανακάλυπτε τις δυνατότητες του, έπεσε μία πέτρα κατευθείαν μέσα στην λίμνη της ψυχής του και του τάραξε τα νερά σε σημείο αναστρέψιμο. Κάθε μέρα βίωνε και ένα μικρό θάνατο που ερχόταν και του έδινε πισώπλατες μαχαιριές εκεί που δεν το περίμενε. Η αρρώστια του πατέρα του, η απογοήτευση από τους φίλους του, η τροπή που θα έπαιρνε από δω και πέρα η ζωή του. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει είχε γονατίσει κάτω και είχε κρύψει το κεφάλι του μέσα στα χέρια του θέλοντας να το προστατέψει από τυχόν εχθρούς που παραμόνευαν στο σκοτάδι.

«Όχι άλλες λύπες, όχι άλλες στεναχώριες. Θα εκραγώ!».

Ο Βύρωνας μονολογούσε ασταμάτητα και ένιωθε ότι από στιγμή σε στιγμή το σύμπαν γύρω του θα αρχίσει να διαλύεται, τα κομμάτια θα πέφτουν γύρω του και τίποτα δεν θα μπορεί να το επαναφέρει στην αρχική του μορφή. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε ποτέ λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα να έκανε τέτοιες σκέψεις. Κανείς δεκαεπτάχρονος δεν το πιστεύει αυτό. Αλλά η ζωή του την έφερε άσχημα σε ένα παιχνίδι που από την αρχή έχει την κάρτα του χαμένου.

Μία ξαφνική φωνή έβγαλε τον Βύρωνα από τους συλλογισμούς του και γύρισε προς το μέρος της, όχι επειδή ενδιαφερόταν τόσο το ποιος φώναξε αλλά γιατί άκουσε και κάτι διαφορετικό πέρα από έναν ματαιόδοξο μονόλογο του εαυτό του. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις και διέκρινε κίνηση στο βάθος του διαδρόμου. Μία γυναίκα έτρεχε κουνώντας τα χέρια πάνω κάτω μία προς τα γραφεία των γιατρών, μία προς το δωμάτιο απέναντι. Την δεύτερη φορά που βγήκε από τα γραφεία κουβαλούσε κι έναν γιατρό ο οποίος έδειχνε κάπως εκνευρισμένος από την συμπεριφορά της γυναίκας και της επιμονής της. Ο Βύρωνας άνοιξε λίγο την πόρτα του δωματίου που ήταν ο πατέρας του και τον είδε να έχει πιάσει την κουβέντα με τις νοσοκόμες όσο αυτές του έβαζαν τον ορό με τον σίδηρο οπότε υπέθεσε ότι είχε λίγο χρόνο να πάει να δει τι είχε συμβεί.

- Μα αφού κυρία μου, πριν λίγο του κάναμε νοσηλεία και ήταν μια χαρά ο άνθρωπος! άκουσε ο Βύρωνας να φωνάζει ο γιατρός από το δωμάτιο χωρίς να μπορεί ακόμα να τον δει.

- Δεν αναπνέει γιατρέ μου! Σας παρακαλώ κοιτάξτε τον! Δεν αναπνέει, δεν κουνιέτε! Πώπω θεέ μου! Γιώργο μουυυυυυυ!.

Η γυναίκα έκλαιγε και αναστέναζε με αναφιλητά. Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή και μετά ακούστηκε ένα ισχυρό ουρλιαχτό ακολουθούμενο από κλάματα και θρήνους της γυναίκας. Ο γιατρός βγήκε συνοφρυωμένος και είπε κάτι στην νοσοκόμα που έδειχνε κι αυτή έκπληκτη. Ο Βύρωνας είχε φτάσει έξω από το δωμάτιο αλλά δεν ήθελε να μπει μέσα, ούτε καν να κοιτάξει. Ο γιατρός τον κοίταξε και του έκανε νόημα να φύγει και μπήκε γρήγορα μέσα. Έβγαλε την γυναίκα τραβώντας την και την παρακάλεσε να περιμένει στο σαλόνι. Οι λιγοστοί επισκέπτες της πτέρυγας έτρεξαν να της συμπαρασταθούν. Αμέσως τρεις νοσοκόμες βγήκαν από το γραφείο τους και έτρεξαν να κλείσουν όλες τις πόρτες των υπόλοιπων δωματίων. Μπήκαν στο δωμάτιο και η πόρτα με τον αριθμό 302 έκλεισε τελευταία. Μετά από πέντε λεπτά βγήκε ο γιατρός και προχώρησε βιαστικά προς το γραφείο του θέλοντας να αποφύγει οποιονδήποτε θα τον ρωτούσε τι συνέβη.

Ο Βύρωνας δεν χρειαζόταν καμία επεξήγηση, ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί. Είχε δει αυτή τη γυναίκα μερικές φορές στο ασανσέρ ερχόμενος στο νοσοκομείο και το μόνο που είχαν ανταλλάξει ήταν μία καλημέρα και πόσο χάλια ήταν ο καφές του κυλικείου. Δεν είχε ιδέα τι είχε ο άντρας της αλλά δεν φαινόταν τόσο σοβαρά όσο ο πατέρας του. Περισσότερο από αμήχανη περιέργεια παρά από ενδιαφέρον πλησίασε την γυναίκα και προσπάθησε να ακούσει τι λέει. Δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά από τις λέξεις που έβγαιναν ανάμεσα στους θρήνους και στις φωνές αλλά το σημαντικό ήταν ότι ο άντρας της είχε πεθάνει ξαφνικά και χωρίς να το πάρει ούτε η ίδια χαμπάρι στην αρχή. Είχε κλείσει απλά τα μάτια του, είχε σταυρώσει τα χέρια του κι έφυγε. Σαν να το είχε προσχεδιάσει. Σαν να το είχε προμελετήσει.

Ο Βύρωνας σκέφτηκε πως είναι να ξέρεις το πότε θα πεθάνεις. Κι αν δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι αυτό; Θα περιμένεις έτσι απλά να έρθει η ώρα σου; Ή θα κάνεις ότι πιο τρελό είχες σκεφτεί ποτέ;

«Εγώ πάντως θα έκανα έρωτα στην Έλσα χωρίς δεύτερη σκέψη».

Δεν γούσταρε το προσποιητό ενδιαφέρον των αγνώστων που είχαν περιτριγυρίσει την γυναίκα και αποφάσισε να την αφήσει στον πόνο της. Την καταλάβαινε αλλά δεν μπορούσε να την νιώσει. Είχε τον δικό του πόνο βαθιά ριζωμένο μέσα του και τίποτα άλλο δεν τον άγγιζε. Χαζεύοντας από το παράθυρο του σαλονιού σκέφτηκε την Έλσα. Πόσο τέλεια θα ήταν μαζί. Πόσο καλά θα της φερόταν, πόσα χατίρια και δώρα θα της έκανε. Ο Βύρωνας δεν καταλάβαινε από το στυλ του «αδιάφορου» και «δήθεν» τύπου. Ότι ένιωθε το έλεγε και το έδειχνε ντόμπρα. Χωρίς αναστολές και περαιτέρω σκέψεις. Άλλο που μέχρι τώρα δεν του είχε βγει σε καλό και το μόνο που κέρδιζε ήταν σχόλια του στυλ «Είσαι πολύ καλός φίλος, σε ευχαριστώ για όλα».

Η γυναίκα δίπλα είχε ηρεμήσει λίγο και έπινε ένα ποτήρι νερό που της είχε δώσει κάποιος. Ο Βύρωνας αποφάσισε να πάει στο δωμάτιο του πατέρα του όταν ξαφνικά άκουσε κάτι που τον έκανε να σαστίσει και να μείνει κόκαλο. Δεν μπορεί να παράκουσε ούτε να τον ξεγέλασαν τα αυτιά του. Μπορεί οι σκέψεις της Έλσας να τον έκαναν να αφαιρεθεί αλλά ήταν σίγουρος ότι άκουσε την φράση «μαυροφορεμένοι άντρες».

Γύρισε αμέσως προς το μέρος της γυναίκας για να της μιλήσει αλλά τότε βγήκε ο γιατρός από το δωμάτιο για να κάνει και την επίσημη ανακοίνωση. Η γυναίκα ξέσπασε πάλι σε κλάματα, έπεσε στα γόνατα και ωρυόταν. Ο Βύρωνας δεν βρήκε ευκαιρία να της μιλήσει και αποφάσισε να φύγει για το δωμάτιο του. Το κεφάλι του αρνούταν να επεξεργαστεί λογικά τα δεδομένα και να βγάλει ένα συμπέρασμα, κυρίως γιατί φοβόταν. Έτσι ζαλισμένος από τις σκέψεις του, περνώντας από το δωμάτιο του Κ. Ισίδωρου δεν πρόσεξε καν ότι ο άνθρωπος στο κρεβάτι είχε σταυρώσει τα χέρια του και η καρδιά του είχε σταματήσει να χτυπά…

Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Ξεκινώντας, ας σημειώσω ότι ίσως ήταν λάθος μου που προσπάθησα να ασκήσω κριτική σε ένα μη-αυτοτελές κείμενο επειδή είναι δύσκολο να διακρίνω το πού το πας με κάθε ιδέα που εισάγεις. Θα κάνω κάποιες υποθέσεις αλλά δε μπορώ να αναμένω να έχουν ιδιαίτερη αξία. Οπότε είναι πολύ πιθανό να κάνω τεράστια λάθη στο πώς κρίνω.

 

Τέλος πάντων, η υπόθεσή μου είναι ότι σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να γίνει μια εισαγωγή στο χαρακτήρα του Βύρωνα και στη ζωή του και να δοθεί ένα hint για το πώς θα κινηθεί η ιστορία.

 

Νομίζω πως θέλεις να βάλεις έναν απλό, καθημερινό χαρακτήρα σε μια περιπέτεια που θα σπάει τα φράγματα της καθημερινής του ζωής και σε αυτόν τον άξονα θα στηρίξεις την ανάπτυξή του. Το θέμα με τον θάνατο είναι πάντα επίκαιρο κι ενδιαφέρον αλλά θέλει προσοχή να μην πέσεις σε κοινοτυπίες. Ειδικά εκεί που αναφέρεις το "Κακό" και τους "διαβόλους" με ανησυχείς λίγο. Αλλά για να πάμε λίγο στα πιο συγκεκριμένα, που μπορώ να γράψω και κάτι που ίσως να έχει αξία. Θα έλεγα το πρόβλημα στο κείμενό σου είναι η ατμόσφαιρα. Ξεκινάμε σε ένα νοσοκομείο, τη νύχτα, με έναν νέο του οποίου ο πατέρας είναι ετοιμοθάνατος και η οικογένειά του καταρρέει. Και κάτι παράξενο συμβαίνει: Βλέπει κάτι σα σκιές ανθρώπων, άγγελοι του θανάτου που επισκέπτονται κάποιον, κάνουν κάτι και αυτός ετοιμάζεται να πεθάνει. Οι ιδέες αυτές μου φέρνουν στο μυαλό μια αίσθηση μακάβρια και τρόμου. Στον αντίποδα, έχουμε τον Βίκτωρα με τα μηνυματάκια στη γκόμενα, το γραφικό σεκουριτά και τη γυναίκα που πεθαίνει ο άντρας της, κόσμο που κάθεται. Είναι αυτά όλα τόσο απαραίτητα; Καταλαβαίνω ότι μπορεί να θες να ορίσεις τον Βίκτωρα ως καθημερινό ήρωα αλλά όλα τα προηγούμενα σου χαλάνε την ατμόσφαιρα (που υποθέτω ότι θα ήθελες να χτίσεις). Δε λέω να μην χτίσεις τους ήρωές σου όπως τους θες αλλά πρέπει να βρίσκεις τρόπους έτσι ώστε τα στοιχεία της ιστορίας να μην αλληλοσυγκρούονται. Για παράδειγμα, εγώ είτε θα έβαζα να υπάρχουν φλας-μπακς με την καθημερινή απλή ζωή του Βύρωνα είτε θα ξεκινούσα την αφήγηση από πιο πριν, ώστε να εδραιωθεί ο χαρακτήρας όπως τον ήθελα προτού τον βυθίσω στην περιπέτεια που θα τον αλλάξει. Αυτά τα λίγα. Επισυνάπτω ένα αρχείο με πιο αναλυτικά σχολιάκια σε κάποια συγκεκριμένα κομμάτια του κειμένου. Αθήνα_2054.pdf

 

Κλείνοντας, να επισημάνω ότι κρίνοντας μόνο από την ιστορία που ανέπτυξες, θα ήθελα να διαβάσω τη συνέχεια. Η παρουσίαση, όμως, με έκανε να δυσπιστήσω κάπως, τα πράγματα που γράφεις ξέρω ότι έχουν ουσία και είναι σημαντικά δεν τα ένιωσα έτσι όμως, τα ένιωσα κάπως πεζά. Βέβαια, κρίνοντας από τη βιβλιοθήκη στην οποία βρίσκεται η ιστορία, ίσως το κριτήριο του τρόμου με το οποίο την έκρινα να ήταν άστοχο. Θα δείξει η συνέχεια, υποθέτω.

Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Δεν πίστευα ποτέ ότι θα διάβασε κάποιος αυτήν την ιστορία κι όμως να που μετά από ένα χρόνο που σερφάρω εδώ βλέπω μία απάντηση...και τι απάντηση! Αποστωμτική :).

 

Καταρχάς σε ευχαριστώ για τον χρόνο που διέθεσες και για την ανάγνωση της ιστορίας και για τις επισυνάψεις. Ομολογώ ότι είχα να ασχοληθώ με την παρών ιστορία πάνω από 1.5 χρόνο γιατί ήταν κάτι αυθόρμητο, χωρίς προσχεδιασμό που απλά το έγραψα και το άφησα.

Κοιτώντας όμως τις σημειώσεις σου μπορώ να πω ότι πραγματικά έχεις δίκιο στα περισσότερα σημεία. Ξεκίνησα την ιστορία χωρίς να έχω πραγματικά ιδέα τι ακριβώς θέλω να γράψω οπότε γι αυτό βλέπεις τόσες ανακρίβειες σε όλο το κείμενο. Αυτό που σκέφτομαι να κάνω τώρα είναι να ξεκινήσω από την αρχή, μιας και δεν έχω προχωρήσει καθόλου έτσι κι αλλιώς, και να προσθέσω ένα κεφάλαιο πριν από το χρονικό σημείο που έγραψα ήδη ώστε να αναπτύξω καλύτερα τους χαρακτήρες μου.

Ευελπιστώ να το προχωρήσω και όχι να το παρατήσω πάλι. Σύντομα θα ακολουθήσει νέο topic και ελπίζω να σου αρέσει περισσότερο ;)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..