Namris Posted August 9, 2008 Share Posted August 9, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Αναστασιάδης Κων/νος Είδος: Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα Βία; Μπα Σεξ; Ξώφαλτσα Αριθμός Λέξεων: 8000 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Εξαιρετικό το θέμα του Dain, με πλούσια εφαρμογή σε όλους τους χώρους του φανταστικού. Την ιστορία που ανεβάζω την έγραψα σχετικά πρόσφατα και έχω την αίσθηση ότι σχετίζετε με το συγκεκριμένο θέμα. Εννοείται φυσικά ότι δεν συμμετέχει σε ψηφοφορία, μια και ξεπερνάει το όριο λέξεων του διαγωνισμού. Δαμάζοντας Τους Δαίμονες -1- Η αίθουσα αναμονής του οδοντιατρείου ήταν καλαίσθητα διακοσμημένη, με τους τοίχους βαμμένους σε απαλό δαμασκηνί, με τους μαύρους δερμάτινους καναπέδες στους οποίους μπορούσες άνετα να πάρεις έναν υπνάκο όταν έβλεπες τη σειρά σου να αργεί απελπιστικά, τα γυάλινα μοντέρνα τραπεζάκια με τα κόκκινα βαθιά μπολ γεμάτα καραμέλες, τα καταπράσινα φυτά εσωτερικού χώρου στις γωνίες να δίνουν μια νότα τροπικού δάσους και τους πίνακες σύγχρονης ζωγραφικής στους τοίχους να δένουν αρμονικά με το χώρο. Η Μαρίνα παρατηρούσε με θαυμασμό το όμορφο περιβάλλον, αναρωτώμενη πόσο σωστό θα ήταν να εφάρμοζε ανάλογες πινελιές και στο δικό της σαλόνι. Μοναδική παραφωνία στο διακοσμητικό έργο τέχνης της αίθουσας αναμονής αποτελούσαν οι πελάτες του δόκτορα Αιμίλιου Σιδέρη, που περίμεναν στωικά τη σειρά τους προκειμένου ν’ απαλλαχθούν από τα μοχθηρά δαιμόνια στα στόματά τους και τα οδυνηρά πάρτι που οργάνωναν δίχως τη συγκατάθεσή τους. Άλλοι ξεφύλλιζαν νευρικά τις σελίδες κάποιου περιοδικού ελπίζοντας πως οι φανταχτερές φωτογραφίες θα απορροφούσαν τον πόνο. Άλλοι – είτε με μικρότερη υπομονή είτε επειδή είχαν απλά ξεχάσει τα γυαλιά τους – είχαν το βλέμμα τους καρφωμένο σε κάποιο από τα κάδρα του δαμασκηνί τοίχου. Άλλοι πάλι, διπλωμένοι στα δύο σαν εφημερίδα χωμένη στη μασχάλη του ιδιοκτήτη της, έπιαναν σφιχτά το στόμα και τα μάγουλά τους, σαν τραυματισμένοι στρατιώτες που πιέζουν την πληγή για να σταματήσει το αίμα. Και κανένας από αυτούς δεν έμοιαζε να δίνει δεκάρα για τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του διακοσμητή, που πιθανότατα είχε βάλει όλο του το γούστο προκειμένου να φτιάξει τη διάθεση των εκάστοτε θαμώνων όση ώρα περίμεναν τη σειρά τους. Εντούτοις, η Μαρίνα είχε την πολυτέλεια να εκτιμήσει όλη αυτή την προσπάθεια, διότι ήταν η μόνη που δεν πονούσε. Η παρουσία της στο οδοντιατρείο είχε καθαρά συνοδευτικό χαρακτήρα, μια κι ο αρραβωνιαστικός της ο Σταύρος φοβόταν παθολογικό τον τροχό, τις ενέσεις και κάθε είδους οδοντιατρικό εργαλείο που δημιουργούσε την αίσθηση μεσαιωνικού βασανιστηρίου. Αλλά παρότι είχε δεχθεί πρόθυμα να τον συνοδεύσει, αυτός δεν έδειχνε να ωφελείται ιδιαίτερα από την ηθική της υποστήριξη. «Πονάς πολύ;» τον ρώτησε στοργικά, βλέποντας το μισό του πρόσωπο χωμένο στις χούφτες και το βλέμμα βυθισμένο στην ανοιχτόγκριζη θάλασσα της μοκέτας. «Μμμ!» επιβεβαίωσε το ξεψυχισμένο μουγκρητό του αρραβωνιαστικού της, που στην πραγματικότητα δεν κοιτούσε στη μοκέτα, αλλά τα ηλιοκαμένα πόδια της νεαρής ξανθιάς απέναντί του με το μικροσκοπικό εφαρμοστό μίνι. «Λίγη υπομονή ακόμη. Είναι η σειρά μας να μπούμε». «Μμμ!» «Ευτυχώς, δεν είχε πολύ κόσμο όταν ήρθαμε». Η Μαρίνα σκέφτηκε να τον χαϊδέψει στην πλάτη, αλλά μην ξέροντας πώς θα αντιδρούσε, άλλαξε γνώμη. Ο Σταύρος ήταν απρόβλεπτος άνθρωπος. Παρότι συζούσαν τρία χρόνια μαζί και σκέφτονταν σύντομα να παντρευτούν, ορισμένες φορές αισθανόταν ότι δεν τον γνώριζε καθόλου. Πού να το φανταστεί ότι ένας τόσο δυναμικός άνθρωπος που λάτρευε τα επικίνδυνα σπορ, θα φοβόταν να πάει μόνος στον οδοντίατρο. Κι αφού φοβόταν τον οδοντίατρο, τι πήγε ο Χριστιανός κι έκανε αυτή τη βλακεία στα καλά καθούμενα; Παρά τα είκοσι πέντε του χρόνια, πολλές φορές συμπεριφερόταν λες κι ήταν οχτάχρονο αγοράκι. Αναρωτιόταν αν έπρεπε πράγματι να τον παντρευτεί. Στο κάτω-κάτω, είκοσι τριών χρονών κοπέλα ήταν ακόμη. Πώς μπορούσε να δέσει ολόκληρη τη ζωή της μ’ έναν άνθρωπο που την γέμιζε ανασφάλεια; Μόνο και μόνο για χάρη του σεξ; Σύμφωνοι, στο κρεβάτι περνούσε μια χαρά μαζί του, αλλά ποιος ήξερε αν ήταν η μόνη που απολάμβανε τις επιδόσεις του στο συγκεκριμένο τομέα. Ιδίως όταν έβλεπε τα μάτια του να παίζουν σαν τρελαμένες μπίλιες σε φλιπεράκι, όποτε περνούσε δίπλα του κάποια σουσουράδα με λειψόστενο ρουχισμό, την ίδια ώρα που της ορκιζόταν αιώνια πίστη κι αφοσίωση. Πώς ήταν δυνατόν να ελπίζει σ’ ένα σταθερό μέλλον με έναν άνθρωπο των άκρων; Εκείνη την ώρα, η πόρτα του ιατρείου άνοιξε κι μια μεσόκοπη κυρία βγήκε από μέσα χαμογελαστή, παρά το μουδιασμένο της στόμα από την ένεση και τα ψήγματα πόνου που ‘χαν ξεμείνει στην έκφραση των ματιών της. «Σήκω», είπε η Μαρίνα κάπως επιτακτικά, τραβώντας ελαφρά τον Σταύρο από το μανίκι. Οι υπόλοιποι πελάτες τους κοιτούσαν με ζήλια, επειδή η δική τους σειρά αργούσε. Ο αρραβωνιαστικός της σηκώθηκε απρόθυμα και την ακολούθησε νιώθοντας ελαφρά αδικημένος, θεωρώντας ότι έπρεπε να παζαρέψει σκληρότερα την επίσκεψή του στο οδοντίατρο. Αν ήταν πράγματι οχτάχρονος πιτσιρικάς όπως τον έβλεπε η Μαρίνα, θα ζητούσε κάποιο ακριβό γυαλιστερό παιχνίδι ή μία μέρα κοπάνα απ’ το σχολείο. Στην περίπτωσή του, είχε απαιτήσει απ’ την αρραβωνιαστικιά του, όταν θα επέστρεφαν σπίτι από το ιατρείο, να φορέσει το τιγρέ στριγκάκι που της είχε πάρει. Τώρα, όμως, που την ακολουθούσε σαν πρόβατο στη σφαγή, μετάνιωσε που δεν είχε απαιτήσει κάτι περισσότερο. Μέχρι να καταμετρήσει όλες τις διαφυγούσες σεξουαλικές χάρες με τις οποίες θα μπορούσε να τη δεσμεύσει, βρέθηκε δίχως να το καταλάβει καθισμένος στην πολυθρόνα του ιατρείου, με το μεταλλικό βραχίονα του τροχού να κρέμεται απειλητικά μπροστά στα μάτια του σαν αιματοβαμμένη λεπίδα καρμανιόλας. «Τι πρόβλημα έχουμε;» ρώτησε ο γιατρός χαμογελαστός, βλέποντας το φοβισμένο ύφος του πελάτη του, που παρά τη μυώδη κορμοστασιά του, έμοιαζε με ορφανό κουταβάκι πεταμένο στην αποχέτευση. «Χρόνια ανωριμότητα», πετάχτηκε η Μαρίνα με ύφος θυμωμένης δασκάλας, που είχε οδηγήσει τον άταχτο μαθητή της στο γραφείο του διευθυντή. Είδε τον γιατρό να την κοιτάζει με απορία. Παρότι φαινόταν πενηντάρης στην ηλικία κι επισκεπτόταν το ιατρείου του για πρώτη φορά, αισθανόταν μεγάλη οικειότητα απέναντί του. «Στον αρραβωνιαστικό μου αρέσουν οι ακραίοι πειραματισμοί», συνέχισε, «και μια ώρα πριν, αποφάσισε να πιει καυτό τσάι, αφού πρώτα καταβρόχθισε μισό κιλό παγωτό». «Ώχχ!» φώναξε ο γιατρός μ’ ένα μορφασμό πόνου, σαν να συμμετείχε κι ο ίδιος στο μαρτύριο του Σταύρου. «Φαντάζομαι, θα νιώθετε τα ούλα σας μουδιασμένα και τα δόντια έτοιμα να δραπετεύσουν απ’ το στόμα για να πάνε εκδρομή». «Μμμ!» μούγκρησε ο Σταύρος ζωηρά κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά. Τον συμπάθησε αμέσως τον γιατρό, γιατί καταλάβαινε τι περνούσε. Σε αντίθεση με τη σκληρόκαρδη μέγαιρα που τον έσυρε άρον-άρον στο σφαγείο. Ας επέστρεφαν σπίτι να φορέσει η Μαρίνα το τιγρέ στριγκάκι της και θα της έδειχνε αυτός. «Για να δούμε τι έχουμε εδώ», είπε καλοσυνάτα ο γιατρός, ακουμπώντας το κεφάλι του Σταύρου πίσω στην πολυθρόνα. «Για ανοίξτε μου το στόμα σας… Λίγο πιο πολύ… Λιγάκι ακόμη. Μη φοβάστε σας παρακαλώ, δεν πρόκειται να σας δαγκώσω… Έεεεετσι μπράβο». Μετά την ολιγόλεπτη επιθεώρηση του γιατρού με το σιδερένιο μυτερό σκαλιστήρι και τα δέκα κιλά ιδρώτα στο πρόσωπο του Σταύρου από τις, επώδυνες κάποιες στιγμές, ανασκαφές στη στοματική του κοιλότητα, ο γιατρός ίσιωσε τη μέση του και ζήτησε απ’ τον πελάτη του να φτύσει, γεμίζοντας παράλληλα ένα πλαστικό ποτηράκι με νερό. «Λυπάμαι που θα σας στεναχωρήσω», ανακοίνωσε στο ζευγάρι κοιτάζοντας περισσότερο τη Μαρίνα μια και την θεωρούσε κηδεμόνα του μαντραχαλά πελάτη της, «αλλά δεν έχω και πολύ καλά νέα. Ο αρραβωνιαστικός σας δεν πρέπει να ‘χει πολύ καλές σχέσεις με τα οδοντιατρεία. Δυστυχώς, θα πρέπει να κάνουμε πέντε σφραγίσματα και τέσσερις απονευρώσεις. Επιπλέον, δύο δόντια έχουν σαπίσει εντελώς και θα πρέπει να αφαιρεθούν». Ο Σταύρος ζάρωσε στην άκρη της πολυθρόνας σαν μελαγχολικό ζωύφιο με πονόκοιλο. Όποια συμπάθεια είχε αναπτύξει πρωτύτερα στο πρόσωπο του γιατρού εξαφανίστηκε στη στιγμή. Τώρα, τον έβλεπε σαν άσπλαχνο ιεροεξεταστή που τον προόριζε για τα μαρτύρια της κόλασης, προβάλλοντας ως γελοίο πρόσχημα τη στοματική του υγιεινή. Η Μαρίνα έμεινε άναυδη από τη δήλωση του γιατρού. «Μα καλά, πώς έγινε αυτό;» ρώτησε, συναισθανόμενη την αγωνία του αρραβωνιαστικού της. «Όταν αφήνουμε το κακό να παραγίνει, είναι λογικό να απαιτούνται δραστικά μέτρα στη συνέχεια, προκειμένου να διορθώσουμε τη βλάβη». «Και το πρόβλημα με τα ούλα; Που ήπιε καυτό τσάι μετά από παγωτό;» «Α, αυτό δεν είναι τίποτα. Με το ειδικό τζελ που θα σας γράψω διορθώνεται. Ο Θεός τον φώτισε κι έκανε αυτή τη βλ… την κουτουράδα και έτσι τον φέρατε εδώ. Μπορεί εμείς να ξεχνάμε ή να αποφεύγουμε τις υποχρεώσεις μας, το σύμπαν όμως βρίσκει τρόπο να μας τις θυμίζει». Στη συνέχεια, ο γιατρός κοίταξε τον Μάρκο. «Πρέπει να ομολογήσω πάντως ότι ήταν εξαιρετικά τολμηρή η πράξη σας να συνδυάσετε παγωτό με καυτό τσάι», είπε διπλωματικά, καμουφλάρονται το στοργικό χέσιμο που ήθελε πραγματικά να του ρίξει. Ο Σταύρος πήρε θάρρος από τα κολακευτικά λόγια του γιατρού και κορδώθηκε στο κάθισμά του. «Έτσι είμαι εγώ! Άνθρωπος των άκρων! Μου αρέσουν τα extreme sports κι οι δυνατές συγκινήσεις. Ακόμη και μπάνιο όταν κάνω, αλλάζω συνέχεια το νερό από ζεστό σε παγωμένο». «Κάτσε να σ’ αρχίσω στον τροχό και τις ενέσεις, να δούμε πόσο extreme είσαι», σκέφτηκε αμέσως ο γιατρός, αλλά προτίμησε να στείλει τη σκέψη του στην εξορία. Εξάλλου, ήταν άνθρωπος ευαίσθητος και συμπονετικός κι ήθελε στ’ αλήθεια το καλό των ασθενών του, πράγμα που οι ασθενείς του το καταλάβαιναν και γέμιζαν το ιατρείο του καθημερινά. Παλιότερα μάλιστα, ήθελε ν’ ασχοληθεί με την πολιτική, ώστε να είναι σε θέση να βοηθήσει το σύνολο των συμπολιτών του και όχι μόνο αυτούς που αντιμετώπιζαν προβλήματα με τα δόντια τους. Παράτησε όμως την ιδέα, γνωρίζοντας ότι παρά τις καλές του προθέσεις, θα κατέληγε να υπηρετεί διεφθαρμένα συμφέροντα αντί για τον λαό. Στην περίπτωση του Σταύρου, ήθελε να του εξηγήσει ότι η ζωή κι η σύνεση δεν είναι ανάγκη να αποτελούν έννοιες ασυμβίβαστες μεταξύ τους. «Γνωρίζετε φαντάζομαι ότι όποτε θέλουν οι νοικοκυρές να ρίξουν καυτό υγρό σ’ ένα γυάλινο ποτήρι, βάζουν στο ποτήρι πρώτα ένα κουταλάκι; Διαφορετικά το γυαλί ενδέχεται να μην αντέξει στη θερμότητα και να σπάσει». «Μα κι εγώ με κουταλάκι έφαγα το παγωτό. Γιατί δεν έκανε τίποτα στην περίπτωσή μου;» «Μήπως επειδή είσαι ηλίθιος και το κουταλάκι αποφάσισε να απεργήσει;» Άλλη μια εξόριστη σκέψη, να κάνει παρέα στην προηγούμενη. «Έχετε βλέπω ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ. Νομίζω πάντως πως η υγεία μας είναι αρκετά πολύτιμη ώστε να παίζουμε μαζί της». Ο Σταύρος κορδώθηκε πάλι σαν παγώνι από τον έπαινο του γιατρού σχετικά με το χιούμορ του, προσπερνώντας το σχόλια περί υγείας. Η Μαρίνα χαμογέλασε με το δούλεμα που του έριχνε ο γιατρός. Όμως το χαμόγελο ήταν πικρό, μια και το να δουλεύουν τον αρραβωνιαστικό σου δεν αποτελεί κίνητρο για να αισθάνεσαι περήφανη. «Λοιπόν, δε θέλω να σας ταλαιπωρήσω άλλο βραδιάτικα. Θα σας γράψω τη συνταγή για το τζελ και αύριο απόγευμα, σας περιμένω ν’ αρχίσουμε τη θεραπεία». «Αύριο κιόλας;» ρώτησε ο Σταύρος τρομαγμένος που ένιωθε να χρειάζεται τουλάχιστον ένα μήνα προκειμένου να προσαρμοστεί στην ιδέα των επώδυνων επισκέψεων. «Μην ανησυχείτε καθόλου», προσπάθησε να τον καθησυχάσει ο γιατρός, ενώ έγραφε τη συνταγή για το τζελ. «Θα ξεκινήσουμε μαλακά με τα σφραγίσματα, ώστε να μπείτε εύκολα στο κλίμα. Δε θα νιώσετε το παραμικρό». «Μην κάνεις σαν παιδί», είπε η Μαρίνα χώνοντας τη συνταγή στην τσάντα της, ενώ ο Σταύρος είχε ήδη ανοίξει την πόρτα του ιατρείου έτοιμος να το βάλει στα πόδια. «Ευχαριστούμε γιατρέ. Αύριο απόγευμα θα είμαστε εδώ». «Να πάτε στο καλό», απάντησε ο γιατρός βλέποντας το ζευγάρι να φεύγει και στη συνέχεια, αναστέναξε βαθιά, καθώς η νεαρή ξανθιά με το μίνι και τα ηλιοκαμένα πόδια άφηνε το περιοδικό στο τραπεζάκι και σηκωνόταν από τον καναπέ. -2- Δύο ώρες αργότερα, ο γιατρός έκλεισε το ιατρείο του κι επέστρεψε στο πολυτελές του διαμέρισμα στη Φιλοθέη. Το είχε αγοράσει δώδεκα χρόνια πριν με τη σύζυγό του λίγο προτού παντρευτούν, κι η χαρούμενη επίπλωση αντανακλούσε σε κάθε του γωνιά την ευτυχία του ζευγαριού. Μόλις η διακόσμηση του σπιτιού ολοκληρώθηκε, η γυναίκα του άλλαξε ριζικά και τη διακόσμηση του ιατρείου, προσπαθώντας να το μετατρέψει σε χώρο δημιουργικό για το σύζυγό της και, όσο το δυνατόν, χαρούμενο για τους ασθενείς. Πριν από δύο χρόνια όμως, η γυναίκα του σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κι από τότε το σπίτι φάνταζε στα μάτια του γιατρού σαν ευρύχωρος οικογενειακός τάφος. Περιφερόταν στα άδεια του δωμάτια σαν φάντασμα, με τις αναμνήσεις του να μοιάζουν περισσότερο ζωντανές από τον ίδιο. Μόνο στο ιατρείο του γινόταν άλλος άνθρωπος. Όλο το ενδιαφέρον που θα πρόσφερε στη γυναίκα του, αν ήταν ακόμη ζωντανή, το πρόσφερε απλόχερα στους ασθενείς του. Τα χαμόγελα ανακούφισής τους τον γέμιζαν ικανοποίηση, λες και με τη θεραπεία τους εξοφλούσε ένα χρέος προς τη νεκρή του σύζυγο· να μην αφήσει την αγάπη του να μπαγιατιάσει, αλλά να τη μοιράσει σε όσους είχαν την ανάγκη του. Παρά την αβάσταχτη πολλές φορές θλίψη του, ενδιαφερόταν πραγματικά για το καλό τους και τους αντιμετώπιζε περισσότερο σαν συγγενής παρά σαν τυχαία ονόματα στο πελατολόγιό του. Κι ας του έσπαγαν τα νεύρα ορισμένοι, με τη βλακεία που κουβαλούσαν στα κεφάλια τους. Όταν όμως επέστρεφε σπίτι του αργά το βράδυ, η αγάπη του κλεινόταν σ’ ένα κρυφό, σκοτεινό συρτάρι της καρδιάς του και θα ‘μενε κλειδωμένη εκεί μέχρι την επομένη ημέρα. Μέσα στα δωμάτια αυτά, ο «γιατρός» παραχωρούσε τη θέση του στο Αιμίλιο, έναν απλό, δυστυχισμένο άνθρωπο. Στο σπίτι του δεν είχε θέση η χαρά· μόνο η απώλεια και τα ποτάμια αναμνήσεων που προσπαθούσαν μάταια να τη γεμίσουν. Ένιωθε την παρουσία της συζύγου του παντού. Να διασχίζει κάθε δωμάτιο του σπιτιού με τη γαλάζια μεταξωτή της ρόμπα, να στέκεται δίπλα σε κάθε έπιπλο, να παρακολουθεί τηλεόραση χωμένη στην πολυθρόνα του σαλονιού, να απολαμβάνει την παγωμένη της βυσσινάδα στη βεράντα. Και μαζί με το αίσθημα της παρουσίας της, τα αρνητικά συναισθήματα σέρνονταν γύρω του σαν φίδια, είτε αφορούσαν θλίψη, είτε ενοχές επειδή αυτός ήταν ακόμη ζωντανός, είτε οργή για τον ασυνείδητο οδηγό που χαράμισε τη ζωή της. Και αυτά, βλέποντας την πονεμένη του καρδιά σαν αδειανή ζεστή φωλίτσα, τρύπωναν μέσα της να κουλουριαστούν στο νέο τους σπιτικό. Η θλίψη έλιωνε την ύπαρξή του, γερνώντας τον πριν την ώρα. Οι ενοχές κατέτρωγαν την ψυχή του, σαν ορδές λιμασμένων αρουραίων σε σιταποθήκη. Η οργή τον μετέτρεπε σε τέρας και τον ανάγκαζε να τιμωρεί στο μυαλό του τον φονιά με δεκάδες αποτρόπαιες μεθόδους. Το βράδυ εκείνο, δεν ήταν διαφορετικό. Οι δαίμονες τον αγκάλιασαν ξανά, ο καθένας με τη σειρά του. Η θλίψη, όταν κάθισε στο τραπέζι για να φάει κι είδε ξανά την καρέκλα απέναντί του άδεια. Οι ενοχές, όταν βγήκε για λίγο στη βεράντα κι η αγαπημένη του δεν ήταν εκεί να απολαύσει μαζί του τον πνιγμένο στο πράσινο πεζόδρομο, υπέροχα φωτισμένο μέσα στη νύχτα, με τις νεαρές παρέες να συγκεντρώνονται και να γελούν οργανώνοντας τη νυχτερινή τους διασκέδασή. Και τέλος, η οργή, όταν έπεσε στο κρεβάτι και, μέχρι να τον πάρει ο ύπνος, σχεδίαζε τρόπους να τιμωρήσει τον απρόσεχτο οδηγό έτσι και μάθαινε ποιος ήταν. Πράγματι, το βράδυ εκείνο, δεν ήταν καθόλου διαφορετικό. Μέχρι τη στιγμή, που τον πήρε τελικά ο ύπνος. Όταν άνοιξε τα μάτια, ήταν σκοτάδι. Κατάλαβε ότι ονειρευόταν, διότι ήταν όρθιος δίπλα στο κρεβάτι του κι έβλεπε το σώμα του ξαπλωμένο και κοιμισμένο. Πρώτη φορά, έβλεπε ένα όνειρο τόσο ζωντανό. Στην πραγματικότητα ένιωθε ξύπνιος, ενώ ο ύπνος ήταν απλά η αφορμή ώστε να χαλαρώσει αρκετά και να δραπετεύσει από τη φυλακή του. Το κορμί του, ακίνητο στο κρεβάτι, έμοιαζε ταλαιπωρημένο σάρκινο κουστούμι, λερωμένη φόρμα εργασίας, που έβγαλε από πάνω του στο τέλος της ημέρας. Διέσχισε τα δωμάτια του σπιτιού σαν φάντασμα, περνώντας μέσα από τους τοίχους, κυλώντας στο χώρο σαν άνεμος αντί να περπατάει. «Είμαι νεκρός!» συλλογίστηκε, μόλις βρέθηκε στο σαλόνι. Σταμάτησε για να αναλύσει την ανατριχιαστική αυτή σκέψη και την πραγματικότητα που συνεπαγόταν. «Όχι, δεν είσαι νεκρός», ακούστηκε πίσω του η φωνή. «Το σώμα σου κοιμάται ακόμη». Γύρισε απότομα και είδε έναν άντρα, ένα κεφάλι ψηλότερο απ’ αυτόν. Η υπόθεση ότι επρόκειτο για άντρα οφειλόταν στη διαίσθησή του και όχι στα χαρακτηριστικά του επισκέπτη του. Με τη λάμψη που ακτινοβολούσε, η οντότητα έμοιαζε περισσότερο με ζωντανή στήλη φωτός, παρά με οτιδήποτε ανθρώπινο. Ίσως ήταν μακρύς λευκός χιτώνας αυτό που κάλυπτε το σώμα του, ίσως πάλι κι όχι. Ίσως ήταν μακριά λευκά μαλλιά αυτά που έπεφταν μέχρι τους ώμους, ίσως πάλι κι όχι. Ίσως να ήταν όλα φως. «Είσαι… άγγελος;» «Τι σημασία έχει; Άγγελοι, θεοί, πνεύματα, είναι απλά ονομασίες. Σημασία δεν έχω εγώ, αλλά οι δαίμονές σου». «Οι δαίμονές μου;» «Αυτοί που σου ρουφάνε τη ζωή δύο χρόνια τώρα. Αυτοί που σου στερούν την ευτυχία». Ο Αιμίλιος κοίταξε το πάτωμα θλιμμένος. «Τι σχέση έχει με μένα η ευτυχία; Για κάποιο λόγο, η ευτυχία αποφάσισε να με μισήσει, κι εγώ δεν έχω σκοπό να την παρακαλέσω». Θα ορκιζόταν ότι η φωτεινή οντότητα έβαλε τα γέλια. «Το μυαλό σου είναι αυτό που σου στερεί την ευτυχία και κανένας άλλος. Το μυαλό σου που γεννάει δαίμονες και σ’ αναγκάζει να τους αναθρέψεις». «Δε σε καταλαβαίνω». Η οντότητα οδήγησε τον Αιμίλιο πίσω στο υπνοδωμάτιό του. «Κοίταξε το κρεβάτι σου», διέταξε κι αυτός υπάκουσε. Είδε το σώμα του να κοιμάται ανάσκελα. Πρόσεξε καλύτερα το ακίνητο κορμί και το σεντόνι που το σκέπαζε και, τότε, πρόσεξε τι ήταν αυτό που προσπαθούσε η οντότητα να του δείξει. Ήτανε τρεις σκιές, ή μάλλον τρία σώματα φτιαγμένα από καπνό, κουλουριασμένα πάνω στο σεντόνι. Αναδεύονταν νωχελικά, λες και μέσα στο λήθαργό τους προσπαθούσαν να ξεπιαστούν. Λες κι η δραστηριότητά τους έπεφτε σε χειμερία νάρκη, όσο ο αφέντης τους κοιμόταν. Στη θέα τους, ο Αιμίλιος τρόμαξε. «Τι είναι τα πράγματα αυτά; Φαντάσματα;» «Όχι. Δεν είναι φαντάσματα. Είναι δικά σου παιδιά. Δημιουργήματα του νου σου. Είναι η θλίψη, οι ενοχές και η οργή σου». «Μα πώς είναι δυνατόν;» «Γιατί το θεωρείς αδύνατο; Ολόκληρη η Δημιουργία μία σκέψη είναι. Στην ουσία, είναι διάχυτη θεϊκή ενέργεια, που η σκέψη μας την πλάθει και τη μορφοποιεί σα να ‘ταν πλαστελίνη. Μόνο που οι δικές μας σκέψεις είναι ελεγχόμενες και πλάθουν σύμπαντα, πλανήτες και τις μορφές όπου κατοικούνε οι ψυχές σας. Ενώ οι δικές σας σκέψεις είναι ασθενικές και παρορμητικές, σαν τα κακοφτιαγμένα κάστρα που πλάθουν τα παιδιά στην παραλία». «Δηλαδή, η σκέψη μου έπλασε τα όντα αυτά; Έχει ο άνθρωπος παρόμοιες ικανότητες; Να πλάθει κόσμους όπως κι οι θεοί;» «Μη γίνεσαι αυτάρεσκος. Είναι αλήθεια ότι δημιουργηθήκατε κατ’ εικόνα και ομοίωση του υπέρτατου Θεού όπως και εμείς. Αν όμως ο υπέρτατος Θεός είναι καθηγητής πανεπιστημίου, εμείς είμαστε πρωτοετείς του φοιτητές, ενώ εσείς οι άνθρωποι επιμένετε να παραμένετε στο νηπιαγωγείο. Στο χέρι σας είναι να προοδεύσετε, αλλά προτιμάτε να δαπανάτε το χρόνο σας κυνηγώντας χρήματα, δόξα κι απολαύσεις, μολύνοντας την ατμόσφαιρα με αρνητικές επιθυμίες, κι όποτε κάτι δεν πάει σύμφωνα με τα σχέδιά σας, μολύνετε ξανά την ατμόσφαιρα με τα αρνητικά σας συναισθήματα». «Δεν είμαστε όλοι ίδιοι», διαμαρτυρήθηκε ο Αιμίλιος. «Ποτέ δεν κυνήγησα τα χρήματα ούτε μ’ ενδιαφέρει η δόξα. Και αν μολύνω την ατμόσφαιρα με τα δικά μου δημιουργήματα», συνέχισε δείχνοντας τις αναδευόμενες σκιές πάνω στο κρεβάτι, «είναι από αγάπη». «Σίγουρα αγαπούσες τη σύζυγό σου, αλλά τα δημιουργήματα αυτά δεν είναι αποτέλεσμα αγάπης, μα προσκόλλησης. Να είσαι σίγουρος ότι η σύζυγός σου περνάει μια χαρά εκεί που βρίσκεται. Θα ‘πρεπε μάλιστα να νιώθεις χαρούμενος με την ευτυχία της, αντί να λιώνεις μέρα με την ημέρα όλο και πιο πολύ». «Μου λείπει», απάντησε ο Αιμίλιος θλιμμένος. «Μου λείπει τρομερά». «Λείπει στο νου σου· όχι σε σένα. Στο νου, που παραμένει προσκολλημένος στη θύμησή της. Πάντως έχεις δίκιο. Δεν είσαι σαν τους άλλους. Αν ήσουν δε θα βρισκόμουν εδώ». «Τι θέλεις από μένα;» «Να είσαι ευτυχισμένος. Μόνον αυτό. Η ευτυχία σου έχει μεγάλη σημασία για μας». Στη συνέχεια, η οντότητα έδειξε τις τρεις σκιές πάνω στο κρεβάτι. «Όσο όμως συντηρείς αυτά, όσο τα θρέφεις με τις σκέψεις σου, ποτέ δεν πρόκειται να τους ξεφύγεις. Δύο χρόνια πριν, όταν έχασες τη γυναίκα σου, οι δαίμονές σου ήταν μικροσκοπικοί. Είχαν μέγεθος φασολιού. Κοίτα πόσο μεγάλωσαν τώρα. Διψάνε για την ενέργειά σου, κολλάνε πάνω σου για να τη ρουφήξουν. Κι εσύ, συνεχίζεις να τους τρέφεις μ’ ακόμη δυνατότερες σκέψεις. Τι περιμένεις; Να γίνουν τεράστιοι σαν το σπίτι σου και να σε καταπιούν;» «Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά». «Στο ιατρείο σου μπορείς. Εκεί δεν είσαι θλιμμένος ούτε οργισμένος ούτε ένοχος. Είσαι γιατρός που προσφέρει φροντίδα, θεραπεία και αγάπη. Για ποιο λόγο, δε φέρνεις σπίτι όλη αυτή την αγάπη, αλλά την αφήνεις κλειδωμένη στο ιατρείο;» «Επειδή εδώ ζούσε εκείνη και της ανήκω... Επειδή, είμαι αδύναμος». «Όχι, δεν είσαι. Κάνεις απλά, ό,τι κάνουν κι όλοι οι άλλοι. Όμως εσύ είσαι δυνατός και μπορείς να κάνεις κάτι καλύτερο. Έλα μαζί μου». Η οντότητα άγγιξε τον Αιμίλιο στον ώμο και την επόμενη στιγμή, βρέθηκαν κάπου άλλου. Σε κάποιο άλλο υπνοδωμάτιο. Υπήρχε κι εκεί ένα διπλό κρεβάτι, το οποίο φιλοξενούσε τα σώματα ενός νεαρού ζευγαριού. Ο άντρας ήταν ανάσκελα ξαπλωμένος με το κεφάλι στραμμένο προς το κομοδίνο του, ενώ η γυναίκα ήταν διπλωμένη σαν έμβρυο στραμμένη προς το δικό της κομοδίνο. Το χιλιοτσαλακωμένο λευκό σεντόνι σκέπαζε πρόχειρα τα γυμνά κορμιά τους κι ένα τιγρέ στριγκάκι πεταμένο σε μια γωνιά του κρεβατιού στόλιζε το στρώμα σαν ανθοδέσμη σε νυφικό. Ο Αιμίλιος πρόσεξε το ζευγάρι και του φάνηκε γνώριμο. «Μα ναι! Είναι πελάτες μου! Αυτός ο μπουμπούνας πήγε και σακάτεψε τα ούλα του πίνοντας καυτό τσάι μετά από παγωτό». «Πρόσεξε τα πρόσωπά τους», πρότεινε η οντότητα. Ο Αιμίλιος υπάκουσε και διαπίστωσε αμέσως ότι το ζευγάρι δεν κοιμόταν. Παρότι είχαν τα μάτια τους κλειστά, αυτά τρεμοπαίζανε στο ρυθμό των σκέψεων, άνοιγαν πού και πού ατενίζοντας για δευτερόλεπτα το σκοτάδι και, στη συνέχεια, ξαναέκλειναν επιστρέφοντας στην προσποίησή τους. Μα το φριχτό στην υπόθεση, ήταν οι δύο σκιές που έμοιαζαν φιγούρες φτιαγμένες από καπνό. Μία από αυτές ήταν σκυμμένη κοντά στο κεφάλι του νεαρού, ενώ η άλλη κοντά στο κεφάλι της κοπέλας. Δε βρίσκονταν σε λήθαργο όπως αυτές του Αιμίλιου, αλλά έδειχναν ζωντανές, λαίμαργες, μα κι ικανοποιημένες. Λες και τα κύματα που δημιουργούσαν οι σκέψεις και τα συναισθήματα του ζευγαριού δεν ήταν απλές δονήσεις, αλλά νόστιμο αέρινο ποτό που το κατάπιναν διψασμένες. Και όσο περισσότερο κατάπιναν, τόσο πιο εθισμένες καταντούσαν, και χάιδευαν τους αφέντες τους ικετευτικά, παρακινώντας τους για ακόμη περισσότερη τροφή. Και αυτοί υπέκυπταν φιλότιμα στις επιθυμίες τους. Ο νεαρός συνέχισε να φαντασιώνεται άγρια όργια με γυμνές καλλίγραμμες καλλονές σε όμορφα εξωτικά τοπία, σε πλούσια χαρέμια με μεταξωτά χαλιά και πολύχρωμα μαξιλάρια, σε λιμουζίνες, τραίνα και αεροπλάνα, και δεκάδες άλλα μέρη απ’ τα οποία εμπνεόταν η φαντασία του, πλάθοντας φαί για τον αχόρταγο δαίμονά του. Και όσο αυτός τρεφόταν, τόσο πιο σύνθετες και ζωντανές γίνονταν οι σκηνές οργίων στο μυαλό του νεαρού. Παράλληλα, η κοπελιά βασανιζόταν απ’ τις αμφιβολίες. Αμφιβολίες για τον αρραβωνιαστικό της. Αμφιβολίες για το μέλλον που σκόπευε να οικοδομήσει μαζί του. Αμφιβολίες για τα παιδιά που ενδεχομένως θα γεννούσε. Αμφιβολίες για την ευτυχία της. Αμφιβολίες για την ακεραιότητά του. Και κάθε μερίδα αμφιβολιών έμοιαζε νόστιμο μεζεδάκι, που το σκιώδες τέρας δίπλα στο κεφάλι της κατάπινε με λαιμαργία, χαϊδεύοντας την νεαρή αφέντρα του για ακόμη περισσότερους μεζέδες. Και αυτή του έκαμνε το χατίρι και συνέχιζε να βασανίζει το μυαλό της με περισσότερες αμφιβολίες. Για τις απόψεις των γονιών της όσον αφορά το γάμο, τις απόψεις των φίλων της και των γειτόνων. Για το πώς θα χωρούσαν τα ρούχα του και τα προσωπικά του αντικείμενα στο μικρό της δυαράκι. Για το επίπεδο ζωής που θα ‘χαν με τους φτωχικούς μισθούς τους. Για το πότε θα σταματούσε την αντισύλληψη, για το αν θα έπρεπε να τον ενημερώσει σχετικά. Και το τέρας κατάπινε τις αμφιβολίες της ευτυχισμένο, και όσο έτρωγε μεγάλωνε, και όσο μεγάλωνε ζητούσε περισσότερο φαί, αδιαφορώντας αν οδηγούσε έτσι την αφέντρα του σε νέα κανάλια σκέψης, όλο και πιο επικίνδυνα, όλο και πιο σκοτεινά. «Όπως βλέπεις», είπε η φωτεινή οντότητα στον Αιμίλιο, «έχουν κι αυτοί τους δικούς τους δαίμονες να ταΐσουν. Τους δαίμονες της λαγνείας και της αμφιβολίας. Οπότε, δεν αποτελείς την εξαίρεση αλλά τον κανόνα». Ο Αιμίλιος κοιτούσε θλιμμένος. Μόνο που αυτή τη φορά, η θλίψη του δεν είχε να κάνει με τη νεκρή του σύζυγο, αλλά με την ατυχία του ζευγαριού. Τους είχε δοθεί η ευκαιρία να βιώσουν την αληθινή αγάπη, αλλά αυτοί ξόδευαν την ευκαιρία τους σ’ ανοησίες. Και τότε, συνειδητοποίησε πόσο ανόητος είχε σταθεί κι ο ίδιος. Του είχαν παραχωρηθεί δέκα υπέροχα χρόνια με τη σύζυγό του, που θα μπορούσε κάλλιστα να μην τα είχε καν, και αντί να ευγνωμονεί το σύμπαν ή όποιον τέλος πάντων ήταν υπεύθυνος για το πολύτιμο αυτό δώρο, θρηνούσε τη μοίρα του σαν μυξιάρικο, ταΐζοντας τους αχόρταγους δαίμονές του. Τελικά, σκέψεις και απόψεις μας που θεωρούμε αφάνταστα σημαντικές, είναι απίστευτο πόσο γελοίες φαίνονται, όταν τις δούμε να βασανίζουν άλλους. «Χαίρομαι που το κατάλαβες», είπε η φωτεινή οντότητα σπάζοντας τη σιωπή. «Είναι εξαιρετικά δύσκολο, ίσως και αδύνατο να δαμάσεις το μυαλό σου· είναι όμως αναγκαίο να δαμάσεις τους δαίμονές σου». Ο Αιμίλιος δεν μπήκε στον κόπο ν’ απαντήσει, αλλά έγνευσε καταφατικά δείχνοντας το πόσο συμφωνούσε. «Έχουμε κάπου αλλού να πάμε τώρα», συνέχισε η φωτεινή οντότητα και άγγιξε τον ώμο του ξανά. Βρέθηκαν στο διάστημα. Τ’ αστέρια γύρω τους λαμπύριζαν, σαν ακριβά διαμάντια ραμμένα σε μαύρη βελούδινη τουαλέτα κοσμικής κυρίας. Η φωτεινή οντότητα έδειξε προς κάποια κατεύθυνση κι ο Αιμίλιος είδε στο βάθος τη Γη, γαλάζια γυαλιστερή χάντρα κρεμασμένη στο λαιμό του σύμπαντος για φυλαχτό. Κι ενώ οι τεράστιες υδάτινες περιοχές έμοιαζαν τόσο ζωντανές και σαγηνευτικές που ήθελες να χώσεις ένα καλαμάκι μέσα τους να τις ρουφήξεις σαν εξωτικό κοκτέιλ, οι εκτάσεις που αφορούσαν τη στεριά ήταν ολόκληρες καλυμμένες από γκρίζα πυκνή ομίχλη. Ζωντανή θαρρείς ομίχλη κι εχθρική, φτιαγμένη όχι από σύννεφα, αλλά από άπειρα καπνισμένα κορμιά, ξαπλωμένα στριμωχτά στα αχανή κρεβάτια των πέντε ηπείρων, σαν ορδές χιλιάδων μολυσμένων ποντικών που προσπαθούν να βολευτούν στα λίγα τετραγωνικά μέτρα ενός σκοτεινού αμπαριού. «Είναι σκεπτομορφές», εξήγησε η φωτεινή οντότητα, αντιλαμβανόμενη την έκπληξη του Αιμίλιου, «όπως αυτές που τεμπελιάζουν στο κρεβάτι σου, όπως αυτές που τρέφονται από το ζευγάρι των πελατών σου. Σκεπτομορφές αποκομμένες από τους αφέντες τους, είτε επειδή αυτοί έχουν πεθάνει, είτε επειδή κατάφεραν να τις αποβάλουν από το μυαλό τους. Αιωρούνται σαν φαντάσματα πάνω απ’ τα κεφάλια σας, απομυζώντας τα αποθέματα της χαράς σας, προσπαθώντας να αντλήσουν λίγη ενέργεια για να τραφούν». «Μα είναι απαίσιο. Δεν μπορείτε εσείς οι θεοί, οι άγγελοι, ή ό,τι τέλος πάντων είστε να κάνετε κάτι;» «Μα, γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Μέχρι τώρα, σας κοιτούσαμε από μακριά, ελπίζοντας με το πέρασμα του χρόνου να ωριμάσετε και να αρχίσετε να αντιμετωπίζετε τις ζωές σας με υγιέστερο τρόπο. Να εκτιμάτε όσα κερδίζετε με τη δουλειά σας, να απολαμβάνετε τη χαρά που σας προσφέρουν οι σύντροφοί και τα παιδιά σας, να κάνετε επιλογές θεμελιωμένες στην αγάπη και την κατανόηση. »Όμως εσείς, όσο αυξάνεται η φήμη σας, τόσο αυξάνει κι η ματαιοδοξία σας. Όσο μεγαλύτερη είναι η κατανόηση που βρίσκετε στις σχέσεις σας, τόσο μεγαλώνει κι η αχαριστία σας. Όσο περισσότερα κερδίζετε, τόσο πιο άπληστοι καταντάτε και τόσο περισσότερο σκληραίνουν οι καρδιές σας. Και όμως, κατά βάθος είστε φιλότιμοι και γενναιόδωροι, αλλά ο νους σας δε σας επιτρέπει να αντιληφθείτε τις κρυμμένες σας ποιότητες, αλλά σας ωθεί να βγάζετε τον χειρότερο εαυτό σας. »Οι αρνητικές σας σκέψεις κι οι ατέλειωτες επιθυμίες σας έχουν μολύνει τον πλανήτη σε τόσο μεγάλο βαθμό, που είναι αδύνατον πλέον να ελπίζουμε σε σας για τον καθαρισμό του. Ο πλανήτης σας έχει καταντήσει σαν τα δόντια ορισμένων πελατών σου, που φοβούμενοι τον τροχό και τις ενέσεις αποφεύγουν να επισκεφτούν το ιατρείο σου, και όταν παίρνουν τελικά την απόφαση, η σήψη τους έχει προχωρήσει απελπιστικά». «Και τι σκοπεύετε να κάνετε; Θα μας καταστρέψετε;» «Όχι βέβαια. Δεν πλάθουμε τα σύμπαντα και τους πλανήτες για τα δούμε να καταστρέφονται πριν την ώρα τους. Αυτό που σκοπεύουμε να κάνουμε, είναι να στείλουμε με τη σκέψη μας ισχυρά κύματα ενέργειας που θα διαλύσουν όλες αυτές τις σκεπτομορφές. Η ατμόσφαιρα θα καθαρίσει, όλοι οι δαίμονες που δημιουργήσατε και σας ρουφάνε τη χαρά θα εξαφανιστούν. Θα γίνουμε για χάρη σας σκουπιδιάρηδες και θα διαλύσουμε τα βουνά μαυρίλας που σας συνθλίβουν ψυχικά. Αλλά…» «Αλλά; Να υποθέσω ότι θα υπάρξει κάποιο τίμημα;» «Αλλά η ενέργεια αυτή θα είναι καταστροφική για την ψυχοσύνθεσή σας. Θα είναι σαν να χύνεις καυτό υγρό σε παγωμένο γυάλινο ποτήρι· σαν το τσάι που ήπιε ο πελάτης σου έχοντας πρώτα φάει παγωτό». «Είμαστε χαμένοι δηλαδή». «Όχι ακριβώς. Θυμάσαι τι είπες στον πελάτη σου ότι πρέπει να κάνουμε σε ανάλογες περιπτώσεις;» «Τι είπα;… Α, για το κουταλάκι που πρέπει να βάζουμε στο ποτήρι, ώστε να μην σπάσει απ’ τη θερμότητα του υγρού;» «Ακριβώς. Για το λόγο αυτό βρίσκομε εδώ. Όχι μόνο εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι από εμάς. Προετοιμάζουμε τα κατάλληλα “κουταλάκια”, ώστε να αντέξετε την ενέργεια που θα εξαπολύσουμε. Έτσι, η ενέργεια θα επιδράσει καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή σας και όχι καταστροφικά. Οι περισσότερο έτοιμοι από εσάς, όσοι αξίζουν δηλαδή να αποκαλούνται άνθρωποι, θα έρθουν σ’ επαφή με την πνευματική τους φύση και θα εξελιχθούν σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Θα γίνουν αυτό, που προσπαθούσε να εντοπίσει δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν εκείνος ο φιλόσοφός σας, ο οποίος ζούσε σε πιθάρι κι έπαιρνε τους δρόμους μάταια ψάχνοντας με το φανάρι του. Οι λιγότερο έτοιμοι θα χρειαστούν χρόνο για να “χωνέψουν” ψυχολογικά τη νέα κατάσταση όπου θα βρεθούν και, όταν κάποια στιγμή προσαρμοστούν, θα μιμηθούν τους προοδευμένους του είδους σας. Οι εντελώς ανέτοιμοι, αμφιβάλω αν θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Η κατάσταση στην οποία θα βρεθούν, θα είναι σαν να παίρνεις μύγες από τη βρώμικη τουαλέτα επαρχιακής ταβέρνας στην οποία ζούσαν ευτυχισμένες και να τις μεταφέρεις στο αποστειρωμένο περιβάλλον ιατρικού εργαστηρίου. Σαν αποτέλεσμα, είτε θα χάσουν τα λογικά τους είτε θα πεθάνουν από εγκεφαλικό». «Μα αυτό είναι παράλογο! Ισχυρίζεσαι ότι θέλετε να βοηθήσετε τον πλανήτη και την ανθρωπότητα, αλλά μου ανακοινώνεις ότι ένα ποσοστό του πληθυσμού θα πρέπει να εξοντωθεί. Αυτό είναι υποκρισία». «Ίσως έτσι φαίνεται απ’ το δικό σου πεδίο αντίληψης. Επειδή για σας, η ζωή διαρκεί τις λίγες δεκαετίες που κατοικείτε σ’ ένα συγκεκριμένο σώμα. Από το δικό μας πεδίο όμως, είστε αιώνιοι. Οι άνθρωποι που θα αναγκαστούν να χάσουν τη ζωή τους, σύντομα θα ξαναγεννηθούν, ώστε να αναπτυχθούν εκ γενετής στο νέο κόσμο που θα προκύψει. »Εξάλλου, οι δικές μας προσπάθειες στοχεύουν ώστε όλοι οι άνθρωποι να καταφέρουν να προσαρμοστούν στην νέα αυτή κατάσταση, δίχως κανένα πρόβλημα. Στον πλανήτη σας ζουν πνευματικοί διδάσκαλοι που σας ποτίζουν κάθε λεπτό με την ενέργειά τους, αλλά οι προσκολλήσεις σας δε σας επιτρέπουν να τους αντιληφθείτε. Παράλληλα, ερχόμαστε σ’ επαφή με καλλιτέχνες ικανούς να επηρεάσουν τεράστιους αριθμούς ανθρώπων. Σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, συνθέτες, στιχουργοί, ζωγράφοι, τους οποίους εμπνέουμε να καλλιτεχνούν έργα, που αφενός θα ενημερώνουν την ανθρωπότητα για ό,τι πρόκειται να συμβεί, αφετέρου, να τους προτρέπουν σ’ ένα περισσότερο αισιόδοξο τρόπο ζωής. Τους φέρνουμε σε επαφή με διεθνούς φήμης ηθοποιούς, τραγουδιστές, παραγωγούς, γκαλερίστες, ώστε να επηρεάσουν με τα έργα τους όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Όποτε βλέπεις μια ταινία ή διαφημιστικό σποτ που προσκαλεί τον κόσμο σ’ ένα θετικό τρόπο σκέψης και ζωής, όποτε ακούς ένα τραγούδι ή βλέπεις ένα έργο τέχνης που σου δημιουργεί την παρόρμηση να βγεις στους δρόμους και ν’ αγκαλιάσεις τον πρώτο που θα βρεις μπροστά σου, τότε πιθανότατα κάποιος από εμάς θα κρύβεται από πίσω. Στόχος μας είναι, τα επόμενα χρόνια, να αφήσετε πίσω σας τις ταπεινές, μικροπρεπείς επιθυμίες για δόξα, πλούτη και δύναμη δίχως να χρειάζεται η δική μας συμβολή γι’ αυτό, και να μετατρέψετε τον πλανήτη σας σε μια τεράστια πίστα διασκέδασης, όπου όλοι θα χορεύουνε, θα τραγουδούν και θ’ αγκαλιάζονται ευτυχισμένοι». «Πράγματι, ακούγεται ωραίο», είπε ο Αιμίλιος, προσπαθώντας να φανταστεί τη σχετική εικόνα. «Ρομαντικά υπεραισιόδοξο βέβαια, αλλά ωραίο. Και γιατί δεν έρχεστε σε επαφή με πολιτικούς, που επηρεάζουν εκατομμύρια ανθρώπους;» «Ήταν οι πρώτοι με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή. Σύντομα όμως απογοητευτήκαμε, διότι το πρώτο πράγμα που είδαν στις προσπάθειές μας, ήταν η προοπτική για ακόμη μεγαλύτερη δύναμη. Δυστυχώς, η πλειοψηφία των πολιτικών ανήκουν στη χειρότερη βαθμίδα ανθρώπων. Έχουν ξεχάσει την πραγματική φύση της εργασίας τους, να αντιπροσωπεύουν το λαό τους δηλαδή, και αντί να τον υπηρετούν, τον εξουσιάζουν. Έχουν μεθύσει σε τέτοιο βαθμό από την εξουσία, ώστε ταυτίζουν το λαό τους με τα γίδια στο μαντρί, θεωρώντας ότι έχουνε κάθε δικαίωμα να τους κλέβουνε το γάλα, να τα γδέρνουν για να τους κλέψουν το μαλλί, να τα σφάζουν για τους φαν το κρέας. »Προσποιούνται δήθεν ότι παλεύουν με πείσμα για τη φτώχεια, ενώ αφήνουν δισεκατομμύρια ανθρώπων να πεθαίνουν απ’ την πείνα και τη δίψα. Οργανώνουν επιτροπές με πρόσχημα την ειρήνη, αλλά ταυτόχρονα εξοπλίζουν εκατομμύρια χέρια με τα υπερσύχρονα όπλα τους, πνίγοντας λαούς ολόκληρους στο αίμα. Μιλάνε για πρόνοια και φροντίδα, την ώρα που πίνουν και τις τελευταίες σταγόνες από το αίμα των φτωχών, ενώ ταυτόχρονα, προσφέρουν απλόχερα ευκαιρίες στους υπερβολικά πλούσιους ν’ αυγατίσουν τις εξωφρενικές τους περιουσίες, συμμετέχοντας πολιτικοί κι επιχειρηματίες στο κοινό όραμα της ασυδοσίας. Κόπτονται ότι παλεύουν δήθεν για την οικολογία και τους εργαζομένους, ενώ στην πραγματικότητα ξεπουλιούνται σαν πόρνες στα ισχυρά συμφέροντα που υπηρετούν, ξεπουλώντας ταυτόχρονα τις πατρίδες τους και όσους πολίτες τους εμπιστεύτηκαν. »Δυστυχώς, το παράδειγμα των κομματικών μεγαλοστελεχών, ακολουθούν πρόθυμα και μικροί σε δύναμη πολιτικοί, που αποποιούνται με ζήλο τις αρχές και τις αξίες τους, για να κάνουν τα χατίρια των αρχηγών τους, ελπίζοντας σε μια καλύτερη καρέκλα με περισσότερο βελούδο στο μαξιλάρι της. Η πλειοψηφία των πολιτικών σας αποτελεί τη χειρότερη μορφή ανθρώπων και θα είναι από τους πρώτους που θα εξαφανιστούν, καθώς θα βλέπουν την εξουσία τους να γλιστράει από τα χέρια τους ανεπιστρεπτί». «Και τότε, ποιοι θα κυβερνάνε;» «Οι λίγοι πολιτικοί που θα έχουν επιβιώσει και θα έχουν καταφέρει να εξελιχθούν στο επόμενο επίπεδο. Μαζί, με όσους απλούς πολίτες παραταχθούν στο πλευρό τους. Εξάλλου, οι πολιτικοί δικά σας δημιουργήματα είναι. Όπως επιλέγετε εστιατόρια, με ανάλογο τρόπο επιλέγετε τα κόμματα που σας αντιπροσωπεύσουν. Αν επιθυμείτε ψάρι και θαλασσινά δεν καταλήγετε σε πιτσαρία, αλλά σε παραλιακή ψαροταβέρνα. Αν επιθυμούσατε αληθινά κράτος πρόνοιας και δικαίου, ποτέ δε θα επιλέγατε κόμματα διεφθαρμένα. Ίσως είναι οδυνηρό να το παραδεχτείτε, αλλά οι επιλογές σας καθρεφτίζουν τις βαθύτερες επιθυμίες σας». «Και να υποθέσω ότι στη νέα αυτή εποχή, τα πολιτεύματα θα αλλάξουν;» «Όχι, καθόλου. Τα πολιτεύματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν ως έχουν. Το πρόβλημα δε είναι στο πολίτευμα, αλλά σ’ αυτούς που το στελεχώνουν. Δεν μπορείς να επιβάλεις δημοκρατία σε μουσουλμανικούς λαούς που δεν την επιθυμούν, όπως δεν μπορείς να επιβάλεις φασισμό (είτε δεξιό είτε αριστερό) σε λαούς που θεωρούν την ελευθερία ισοδύναμη με οξυγόνο. Νέοι πολιτικοί και νέοι μονάρχες θα κάνουν την εμφάνισή τους, εμπνευσμένοι από τα ανώτερα ιδανικά της νέας εποχής, αποφασισμένοι να στήσουν ένα δίκαιο, ανθρώπινο κόσμο. Επιπλέον, πνευματικοί διδάσκαλοι θα στρατευτούν προσωρινά για να παίξουν ρόλο γερουσίας, ελέγχοντας τις αποφάσεις των πολιτικών και διασφαλίζοντας ότι θα εργάζονται με ανιδιοτέλειά για την ευημερία των λαών τους. Και όποτε κάποιος υπουργός, πρωθυπουργός ή μονάρχης κάνει να ξεφύγει απ’ την πορεία του, θα έχουν τον τρόπο τους να τον επαναφέρουνε στην τάξη». «Και ποιος εγγυάται ότι οι διδάσκαλοι αυτοί δε θα αλλοτριωθούν από την εξουσία και δε θα καταντήσουν όπως κι οι υπόλοιποι;» «Διότι οι διδάσκαλοι αυτοί δεν έχουν πλέον πάθη να ικανοποιήσουν και, έτσι, δεν έχουν κίνητρο για να διαφθαρούν. Η εξουσία και τα χρήματα είναι τόσο ασήμαντα για αυτούς, όσο ασήμαντες είναι για σένα οι φωλιές των μυρμηγκιών, παρότι για τα ίδια τα μυρμήγκια είναι εξαιρετικά σημαντικές. Το ν’ αναλάβουν δράση στην πολιτική αποτελεί τόσο μεγάλη θυσία, όσο το ν’ αφήνει ένας άρχοντας το παλάτι του προκειμένου να διευθύνει δημόσια ουρητήρια». «Και γιατί δεν αφήνετε τα πράγματα ως έχουν; Να συνεχίσουμε να παλεύουμε όπως τώρα, κι όπου φτάσει. Ούτε οι άνθρωποι να χαθούν ούτε κι οι διδάσκαλοι αυτοί να χάσουν τη βολή τους. Γιατί δεν αφήνετε το καλό και το κακό στην αέναη μάχη τους δίχως να κάνετε τον αγώνα τους σικέ; Εξάλλου, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται πλέον με γιόγκα και διαλογισμό. Όλο και περισσότεροι ενδιαφέρονται για την πνευματική τους φύση. Υπάρχει υλικό ώστε η ανθρωπότητα να εξελιχθεί από μόνη της, δίχως τη δική σας βοήθεια». «Πράγματι, πάντοτε υπήρχε μια ισορροπία ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Στις ημέρες σας το καλό είναι περισσότερο ισχυρό σε σχέση με παλαιότερες εποχές και, το σημαντικότερο, έχει επίγνωση της φύσεώς του. Αλλά και το κακό έχει ανάλογα δυναμώσει, ώστε η ισορροπία να διατηρείται πάνω-κάτω σταθερή. Μόνο που η ανθρωπότητα έχει φτάσει σε ένα οριακό σημείο, όπου το καλό δεν έχει πολλά περιθώρια πλέον να εξελιχθεί από μόνο του, ενώ το κακό συνεχίζει να εξαπλώνεται σαν μολυσματικός ιός. »Κοίτα, η αέναη μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό δεν είναι αγώνας πυγμαχίας ούτε κι εμείς οι θεατές του που ζητωκραυγάζουν τρώγοντας πατατάκια. Όσο το καλό ήταν αδύναμο, παρακολουθούσαμε τον αγώνα του να εξαπλωθεί, να γίνει η φωνή του ισχυρή σε όλο τον πλανήτη. Παρακολουθούσαμε την ανάπτυξή του με αγωνία, όπως οι γονείς παρακολουθούν την ανάπτυξη των παιδιών τους. Το καλό έχει πλέον ενηλικιωθεί και γι’ αυτό έχει έρθει η ώρα σαν καλοί γονείς να του κάνουμε δώρο ένα αυτοκίνητο. Να το βοηθήσουμε δηλαδή να χτίσει το δικό του μέλλον. Σας αρέσει δε σας αρέσει, μπαίνουμε σε μία νέα εποχή κι οι σύγχρονοι εγωπαθής δεινόσαυροι δεν έχουν θέση μέσα σ’ αυτόν. Κι από την ενέργειά μας να γλιτώσουν, το ίδιο το σύστημα θα τους αποβάλει σαν μικρόβια. Και αυτό, πίστεψε με, θα είναι περισσότερο οδυνηρό». «Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, σκοπεύετε να κάνετε τον κόσμο παραδεισένιο;» «Αυτό ακριβώς σκοπεύουμε να κάνουμε. Οι πόλεμοι θα σταματήσουν, οι πλούσιες χώρες θα φροντίσουν ώστε να χορτάσουν κι οι φτωχές, η αδικία θα εκλείψει. Πράγματι, για ένα διάστημα, ο κόσμος σας θα μετατραπεί σε επίγειο παράδεισο». «Για ένα διάστημα;» «Για ένα διάστημα, πράγματι. Όπως σου είπα, θα γίνουμε οι σκουπιδιάρηδές σας και θα καθαρίσουμε για χάρη σας τον πλανήτη. Ταυτόχρονα, η ενέργειά μας θα σας μπανιαρίσει, ώστε να καθαρίσετε από την αρνητικότητα που σας απομυζά. Στο χέρι σας είναι να διατηρήσετε τον παράδεισο που θα λάβετε καθαρό. Στο χέρι σας είναι να παλέψετε με τα πάθη, που θα σας προτρέπουν επίμονα να τον μετατρέψετε ξανά σε κόλαση. Σας προσφέρουμε μια νέα πίστα, όπως αυτές στα ηλεκτρονικά σας παιχνίδια, στην οποία θα πρέπει να εφαρμόσετε όση εμπειρία έχετε συσσωρεύσει από τις προηγούμενες πίστες, ώστε να την κερδίσετε. Αν θα καταφέρετε να κερδίσετε και να ανεβείτε στο επόμενο επίπεδο, στην επόμενη πίστα δηλαδή, ή θα φάτε τα μούτρα σας αναπαράγοντας τις ίδιες ανοησίες, είναι δικό σας θέμα». «Εσύ τι πιστεύεις ότι θα γίνει τελικά;» «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να μάθεις;» Ο Αιμίλιος το σκέφτηκε λίγες στιγμές κι αποφάσισε. «Απόλυτα σίγουρος». «Θα φάτε τα μούτρα σας τελικά. Όσο καιρό το καλό θα ζει εφησυχασμένο στο νέο του γυαλιστερό παράδεισο, το κακό θα εξαπλώνει τα πλοκάμια του αργά-αργά. Σε λίγες χιλιάδες χρόνια θα έχετε μετατρέψει τον παράδεισο σε μια ακόμη χειρότερη κόλαση, και εμείς θα αναλάβουμε ξανά το ρόλο του κοσμικού σκουπιδιάρη για το χατίρι σας. Ή το ρόλο του οδοντογιατρού αν προτιμάς, που θα κάνει σφραγίσματα, απονευρώσεις και εξαγωγές ώστε να διαμορφώσει ένα νέο παράδεισο για σας, τον οποίο πάλι μετά από κάμποσες χιλιάδες χρόνια θα έχετε καταστρέψει». «Μα τότε, δεν καταλαβαίνω, γιατί μπαίνετε στον κόπο; Γιατί δεν αφήνετε τα πράγματα ως έχουν;» «Ποια νοικοκυρά σταματά να καθαρίζει το σπιτικό της, παρότι γνωρίζει ότι θα χρειαστεί να το ξανακαθαρίσει την επόμενη βδομάδα; Ποια νοικοκυρά σταματά να πλένει ρούχα, παρότι γνωρίζει ότι σύντομα θα ξαναλερωθούν;» «Μιλάς, λες και ο κόσμος σας ανήκει. Εμείς, όμως, ζούμε σ’ αυτόν· όχι εσείς. Δικός μας λογαριασμός είναι το τι θα κάνουμε μ’ αυτόν. Αν και μίλησες κατά του φασισμού, μου δίνεις την εντύπωση ότι εσείς είστε ακόμη μεγαλύτεροι φασίστες». «Καλέ μου φίλε, εκεί νομίζω πως βρίσκεται όλη η παρανόηση. Πιστεύετε ότι ο πλανήτης σας ανήκει, μόνο και μόνο επειδή ζείτε πάνω σ’ αυτόν και νομίζετε ότι έχετε το δικαίωμα να κάνετε ό,τι θέλετε. Ο κόσμος δεν είναι δικός σας, αλλά δικός μας. Δεν είμαστε φασίστες· είμαστε οι ιδιοκτήτες του. Εμείς σχεδιάσαμε και πλάσαμε τον πλανήτη σας, όπως και το σύμπαν στο οποίο βρίσκετε, όπως και τόσα άλλα σύμπαντα τα οποία αγνοείτε. Τον φτιάξαμε για σας, όπως κι εσείς φτιάχνετε ζωολογικούς κήπους για τα ζώα που θα κλείσετε σ’ αυτούς. Όσο μπορούν τα ζώα ενός ζωολογικού κήπου να ισχυριστούν ότι ο κήπος τούς ανήκει, άλλο τόσο μπορείτε να ισχυριστείτε και εσείς ότι σας ανήκει ο πλανήτης. Όπως αναλαμβάνουν οι υπάλληλοι ενός ζωολογικού κήπου να καθαρίσουν τους χώρους του, έτσι κι εμείς αναλαμβάνουμε να καθαρίσουμε τον πλανήτη σας. Το ήρεμα ζώα δεν ενοχλούνται όταν οι υπάλληλοι καθαρίζουν τα κλουβιά τους, ενώ τα άγρια θηρία οι υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να τα κοιμίσουν προκειμένου να κάνουν τη δουλειά τους. Κι όπως μπορεί ο ιδιοκτήτης του ζωολογικού κήπου να ανταλλάξει ζώα με άλλους ζωολογικούς κήπους, έτσι κι εσείς όταν πεθαίνετε, μπορεί να ξαναγεννηθείτε είτε σ’ αυτόν τον πλανήτη είτε σε κάποιον άλλον, ακόμη και σε άλλο σύμπαν αν είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο». «Δηλαδή, για εσάς είμαστε απλά ζώα που φυλακίζετε σε πλανήτες για να σας διασκεδάζουν;» «Δυστυχώς, εσείς υποβιβάζετε τους εαυτούς σας στο σημείο αυτό. Αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω. Σε αντίθεση με τα ζώα, οι άνθρωποι έχετε τη δυνατότητα να αποδράσετε. Αρκεί να συνειδητοποιήσετε την πνευματική σας φύση. Να διαπραγματευτείτε με το νου σας και να χορτάσετε τη λαχτάρα του για ικανοποίηση με άλλες τεχνικές, ώστε σιγά-σιγά να ελευθερωθείτε από τα πάθη που σας κρατούν σαν άγκυρες δεμένους με την ύλη και ν’ ανεβείτε στο επίπεδό μας. Μπορείτε, όχι μόνο να μας φτάσετε, αλλά και να μας ξεπεράσετε. Αρκεί να αποφασίσετε ότι κάτι τέτοιο σας ενδιαφέρει. Αρκεί να συνειδητοποιήσετε ότι δεν είστε ζώα με ευφυΐα, αλλά λανθάνοντες θεοί που σπαταλάνε τις ζωές τους προσομοιάζοντας τα ζώα». «Και γιατί ήρθες σε μένα; Εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης ούτε έρχομαι σε επαφή με τόσο πολύ κόσμο. Άντε με είκοσι-τριάντα άτομα την ημέρα, ενώ το μόνο καλό που κάνω είναι τα μαστορέματα των δοντιών τους». «Ναι, αλλά αισθάνεσαι ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα της δουλειά σου. Χαίρεσαι πραγματικά όταν βλέπεις τους ασθενής σου απαλλαγμένους από τους πόνους. Και επιπλέον, έχεις φροντίσει δωρεάν αρκετό κόσμο που δεν έχει χρήματα να σε πληρώσει. Παρότι έχεις συντριβεί από το θάνατο της συζύγου σου, δεν έγινες δούλος της μνησικακίας, αλλά συνεχίζεις να επιθυμείς το καλό των υπολοιπων». «Και τι έχω να προσφέρω στον κόσμο;» «Κάποτε ήθελες να γίνεις πολιτικός για χάρη των ανθρώπων και όχι για να κερδίσεις δόξα. Θα σου δοθεί η ευκαιρία να υπηρετήσεις την ανθρωπότητα μαζί με πολλούς άλλους συμπατριώτες σου, σαν στυλοβάτες της νέας εποχής που πλησιάζει. Θα είσαι απ’ αυτούς, που όχι μόνο θα αντέξουν στην ενέργειά μας, αλλά θα ευεργετηθούν από αυτήν. Σε λίγα χρόνια, θα διαπιστώσεις ότι η επιθυμία σου να κάνεις το καλό θα έχει δεκαπλασιαστεί και, μαζί με την επιθυμία, θα έχουν πολλαπλασιαστεί και οι δυνάμεις σου να την εκπληρώσεις. Ο λόγος που βρίσκομαι εδώ, είναι για να σε βοηθήσω να ξεκολλήσεις από αρνητικές σκέψεις και επιθυμίες που σκοτεινιάζουν την ψυχή σου, διότι ο νέος κόσμος πλησιάζει και όσοι πρόκειται να τον θεμελιώσετε, πρέπει να τον υποδεχτείτε με καθαρή καρδιά. Πρέπει να ξυπνήσεις από τον λήθαργο του παρελθόντος. Να ξυπνήσεις από τη χειμερία νάρκη της θλίψης, των ενοχών και της οργής. Να ξυπνήσεις, ώστε όταν η νέα εποχή σ’ αναζητήσει με το φανάρι της σαν νέος Διογένης να είσαι έτοιμος για δράση δηλώνοντας παρών. Ξύπνα!» Ο Αιμίλιος ξύπνησε κι ένιωθε παράξενα ανάλαφρος, λες κι είχε επισκεφτεί ειδικό σπα για κοιμισμένους. Ήταν μόνος του φυσικά. Η φωτεινή οντότητα κι οι ανθρωπόμορφες φιγούρες καπνού είχαν εξαφανιστεί. Τουλάχιστον, δεν ήταν σε θέση να τους διακρίνει. Ίσως, τίποτα απ’ όλα αυτά να μην υπήρχε πραγματικά και να ‘ταν όλα μέρος του ονείρου. Σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα και, εκεί, βλέποντας την άδεια μπανιέρα, θυμήθηκε τη σύζυγό του, που έπαιρνε το μπάνιο της ενόσω αυτός ξυριζόταν. Έδιωξε τη σκέψη απ’ το μυαλό του, αλλά αυτή επέστρεψε δυνατότερη, λες κι ο νους, ο dj των αναμνήσεών του, προσπαθούσε να ικανοποιήσει την απαίτηση κάποιου ακροατή. «Θυμάσαι πόσο όμορφα γελούσε, όποτε μπέρδευες τις ξυριστικές σας μηχανές και έπαιρνες κατά λάθος αυτή που είχε για τις γάμπες; Θυμάσαι πόσο χαριτωμένη ήταν, όταν από τα γέλια έμπαινε στα μάτια της σαπουνάδα και προσπαθούσε να την βγάλει; Θυμάσαι όταν κοβόσουν καμιά φορά κι έβγαινε σαν σίφουνας απ’ την μπανιέρα για να σε βοηθήσει, μόλις έβλεπε το μισό σου πρόσωπο γεμάτο αίμα;» «Σταμάτα! Δε θέλω να θυμάμαι! Δε θέλω αναμνήσεις που με θλίβουν!» «Θυμάσαι εκείνη τη φορά, που προσποιήθηκες ότι είχες κοπεί, μόνο και μόνο για να τη δεις να βγαίνει απ’ την μπανιέρα;» «Σταμάτα είπα!» «Θυμάσαι πόσο όμορφος ήταν ό έρωτας που κάνατε τότε, όταν…» «Όχι!» Ο Αιμίλιος βγήκε απ’ την τουαλέτα σαν τρελός. Αποφάσισε ότι αυτό έπρεπε να σταματήσει. Μέχρι τώρα νόμιζε ότι ο ίδιος αποφάσιζε πότε να ανασύρει τις αναμνήσεις για να γλυκάνει τον πόνο απ’ τον χαμό της. Τώρα πια συνειδητοποιούσε ότι έπαιζε το παιχνίδι κάποιου άλλου. Ίσως να ‘ταν κάποιος νοητικός μηχανισμός, ώστε να παίρνει ο νους ικανοποίηση. Ίσως να ‘ταν οι σκιώδης καπνόμορφες σκεπτομορφές που του ‘χε δείξει η φωτεινή οντότητα. Σίγουρα, πάντως, δεν ήταν η δική του θέληση που τις προκαλούσε. Τόσα χρόνια ζούσε προσκολλημένος στη θλίψη, στην οργή και τις ενοχές, παίζοντας το παιχνίδι τους. Έπρεπε να απελευθερωθεί. Να σπάσει τις προσκολλήσεις του στο παρελθόν. Όπως είπε κι η φωτεινή οντότητα (είτε υπήρχε πραγματικά είτε αποτελούσε ονειρικό δημιούργημα): «Είναι εξαιρετικά δύσκολο, ίσως και αδύνατο να δαμάσεις το μυαλό σου· είναι όμως αναγκαίο να δαμάσεις τους δαίμονές σου». Έκλεισε το ιατρείο για ένα μήνα και έφυγε στο εξωτερικό να γεμίσει το μυαλό του με νέες παραστάσεις. Ταξίδεψε σε μέρη που ήθελε ανέκαθεν να επισκεφτεί, αλλά οι συνθήκες δεν του επέτρεπαν να το κάνει. Είχε διαβάσει κάποτε ότι ο εγκέφαλος τρέφεται με εικόνες και, όταν δεν έχει αρκετές λόγω της καθημερινής ρουτίνας, αναγκάζει το νου να φαντασιώνεται, ώστε να πάρει έμμεσα όσες εικόνες έχει ανάγκη. Επέστρεψε σπίτι έναν μήνα μετά, με τον εγκέφαλο βαρυστομαχιασμένο απ’ την πολύ εικονοφαγεία και τη διάθεσή του ανανεωμένη. Έτσι, είχε να ανησυχεί για έναν αντίπαλο λιγότερο στη μάχη με τους δαίμονές του. Το σπίτι ήταν σκοτεινό κι αφόρητα μουντό από την κλεισούρα. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω του, η θλίψη, η οργή κι οι ενοχές τον αγκάλιασαν αμέσως σαν μοναχικά σκυλάκια που είχαν πεθυμήσει τον λατρεμένο τους αφέντη. Μόνο που δεν ήξερε αν τον αγκάλιαζαν από αγάπη ή από πείνα, μια και τα είχε αφήσει θεονήστικα για έναν ολόκληρο μήνα, δίχως αναμνήσεις και συναισθήματα. Άνοιξε όλα τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες, να γεμίσει το σπίτι με φως και οξυγόνο. Βγήκε έξω στη βεράντα και κοίταξε τον όμορφο πεζόδρομο με την πλούσια βλάστηση. Ήταν πολύ πρωί για να έχει διαβάτες, είτε εργαζομένους που πήγαιναν στις δουλειές τους είτε συνταξιούχους που έβγαζαν βόλτα τα σκυλάκια, τις μαγκούρες και τις εφημερίδες τους. Και υπερβολικά νωρίς για το νεαρόκοσμο, που μετά τη νυχτερινή του έξοδο, ζήτημα ήταν να ‘χε κλείσει την τέταρτη ώρα ύπνου. Για την ώρα, ο πεζόδρομος ανήκε αποκλειστικά στη φύση. Τα φανάρια στους πυλώνες ήταν ακόμη αναμμένα και, σε συνδυασμό με το αδύναμο φως της ημέρας, έκαναν τον πεζόδρομο να μοιάζει αγουροξυπνημένος. Σαν ρομαντικός ποιητής, λουσμένος ακόμη με την αύρα των ονειρικών του στοχασμών, που ταυτόχρονα ντυνόταν να πάει στο σούπερ-μάρκετ. «Θυμάσαι τι όμορφα ήταν, τότε που ζούσε η σύζυγός σου κι αγναντεύατε τον πεζόδρομο παρέα;» Η επίθεση ήταν ξαφνική, αλλά ο Αιμίλιος ήταν προετοιμασμένος. «Και τώρα, ωραία είναι». «Ναι, αλλά τότε ήταν καλύτερα. Με τη γυναίκα σου αγκαλιά, να νιώθεις στα δάχτυλα τη ζεστασιά της, να γεύεσαι τα σαρκώδη χείλη της, να βυθίζεσαι στα υπέροχα τεράστια μάτια της, να…» «Ήταν πράγματι ωραία. Όχι απλά ωραία· ήταν θεϊκά. Όπως θεϊκό ήταν και το ταξίδι, απ’ το οποίο μόλις επέστρεψα και θα ‘θελα να διαρκούσε για πάντα. Όλα όμως τα καλά, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν». «Ναι, αλλά χάρηκες μόνος σου το ταξίδι αυτό. Αν ζούσε ακόμη η γυναίκα σου, θα είχε κι αυτή μερίδιο απ’ τη χαρά. Άλλη μια ευτυχία που στερήθηκε, επειδή χάθηκε τόσο νέα. Είναι άδικο». «Ίσως είναι άδικο, ίσως και όχι. Δεν φταίω όμως εγώ γι’ αυτό. Κάθε τι έχει το δικό του κύκλο και δεν αποφασίζουμε εμείς για τη διάρκειά του». «Όχι! Ήταν άδικο! Αν δεν υπήρχε εκείνος ο ασυνείδητος οδηγός θα ζούσε ακόμη. Θα ήταν ακόμη μαζί σου και θα ζούσατε ευτυχισμένοι». «Ίσως ναι, ίσως κι όχι. Χιλιάδες άνθρωποι χάνονται καθημερινά σε ατυχήματα, ασθένειες, πυρκαγιές, τυφώνες. Πάντα θα υπάρχει μια αφορμή για να τερματίσει ένας κύκλος. Πρέπει να αφήνουμε τους κύκλους να κάνουν τη δουλειά τους, αντί να τους φανταζόμαστε αιώνια ανοιχτούς». Περίμενε να νιώσει μια νέα προτροπή. Μια νέα επιθυμία να σχηματίζεται στο μυαλό του, που θα τον παρακινούσε να θυμηθεί, να μελαγχολήσει, να νιώσει ενοχές, να οργιστεί. Και πράγματι, αρκετές παρόμοιες προτροπές ακολούθησαν, αλλά ήταν πλέον αδύναμες να τον παρασύρουν στον χορό τους. Διαδέχονταν ακατάπαυστα η μία την άλλη, σαν τα αδύναμα χτυπήματα εξουθενωμένου πυγμάχου, λίγο πριν σωριαστεί λιπόθυμος στο ρινγκ. «Έζησα μαζί της δέκα υπέροχα χρόνια», σκέφτηκε συνειδητά ο Αιμίλιος. «Δέκα χρόνια πολύτιμων αναμνήσεων, που δεν θα λερώσω ποτέ ξανά μ’ αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις. Αλήθεια, πόσο ανόητα φερόμαστε πολλές φορές. Μας δίνεται απ’ τη ζωή ένα δώρο, κι αντί να το εκτιμήσουμε, μυξοκλαίμε σαν μικρά παιδάκια, επειδή είχαμε την απαίτηση το δώρο αυτό να διαρκέσει μέχρι το θάνατό μας». «Πονάει η απώλειά του», ένιωσε δυνατά μια νέα προτροπή, λες κι οι δαίμονες είχαν συγκεντρώσει όλες τους τις δυνάμεις σε ένα αποφασιστικό χτύπημα. «Πράγματι πονάει. Όσο μεγαλύτερη η προσκόλληση, τόσο τρομακτικότερος κι ο πόνος. Σα να ξεριζώνεις το δέρμα από το κορμί σου. Είναι φυσικό κι ανθρώπινο. Να συντηρείς όμως τον πόνο της απώλειας και να τρέφεις για χρόνια το νου σου με αυτόν, είναι έγκλημα απέναντι στον εαυτό σου. Δε φταίμε εμείς όταν ο κύκλος των άλλων ολοκληρώνεται, φταίμε όμως για τη μιζέρια που οδηγούμε τις ζωές μας, αρνούμενοι να αποδεχτούμε το γεγονός». Οι προτροπές σταμάτησαν να τον ενοχλούν. Ο πυγμάχος τους νικήθηκε με νοκ-άουτ κι ο Αιμίλιος χαμογέλασε βλέποντας τους πρώτους περαστικούς να διασχίζουν τον πεζόδρομο βαριεστημένοι πηγαίνοντας στις δουλειές τους. Μια νέα ημέρα ξεκινούσε. Και μαζί της, ξεκινούσε μια νέα εποχή για τον Αιμίλιο. Η εποχή όπου η σκέψη του, ελεύθερη απ’ τις άγκυρες του παρελθόντος, θα αφοσιωνόταν στη δουλειά του, στη θεραπεία των ασθενών του και στις νέες προκλήσεις που ετοιμαζόταν η ζωή να του παρουσιάσει. Ίσως η φωτεινή οντότητα υπήρχε πραγματικά, ίσως πάλι κι όχι. Ίσως πραγματικά κάποιοι θεοί ξαμολούσαν την ενέργειά τους στον πλανήτη για να τον οδηγήσουν στη νέα εποχή, ίσως πάλι κι όχι. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρος μόνον. Ότι ο άνθρωπος δικαιούται πολύ περισσότερα από τη μίζερη φυλακή στην οποία ο νους του τον κλειδώνει κι ότι είναι στο χέρι του καθενός να ελευθερωθεί, φέρνοντας μια νέα εποχή στον εαυτό του. Edited August 12, 2008 by Dain Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted August 12, 2008 Share Posted August 12, 2008 Τι κατάλαβα: Ένας οδοντίατρος δέχεται στον ύπνο του την επίσκεψη ενός αγγέλου που τον καθοδηγεί να αντιμετωπίσει τις αρνητικές σκέψεις που είχε λόγω του χαμού της γυναίκας του. Τι δούλεψε καλά: Μέχρι την επίσκεψη στα "άστρα" ήταν απολαυστικό. Βαθιά κατανόηση και περιγραφή των χαρακτήρων, ολοκληρωμένη περιγραφή του τοπίου/σκηνικού, προσεγμένες και ζυγισμένες προτάσεις και παράγραφοι, άψογη τεχνική! Ο τίτλος πληροφοριακότατος, ο πρωταγωνιστής συμπαθητικός, οι διάλογοι πιστευτοί και υποστηρίζονται πολύ καλά από τις σκέψεις των προσώπων. Και η ιδέα σε αρμονία με αυτό που λέγεται "γνωστικοσυμπεριφορική" θεωρία. Μου άρεσε πάρα πολύ η αντιστοίχηση της υγιεινής του πλανήτη με την υγιεινή του στόματος - του μιλάει στην γλώσσα του! Τι δε δούλεψε καλά: Μετά την επίσκεψη στα άστρα, ο διάλογος έχασε τη φυσικότητά του. Ο πρωταγωνιστής έκανε ερωτήσεις cue, για να μπορεί ο άγγελος να κάνει το κύρηγμά του στους αναγνώστες. Μια μικρή ασυνταξία που με μπέρδεψε στη φράση "Παρότι φαινόταν πενηντάρης στην ηλικία κι επισκεπτόταν το ιατρείου του για πρώτη φορά, αισθανόταν μεγάλη οικειότητα απέναντί του". Επίσης η "θεολογία" της ιστορίας μου φάνηκε λίγο ασυνεπής. Πιο συγκεκριμένα: Ο Αιμίλιος φαίνεται αρχικά κάπως θρησκευόμενος λέγοντας "Ο Θεός τον φώτισε κι έκανε αυτή τη βλ..." και ο άγγελος λέει μετά "δημιουργηθήκατε κατ’ εικόνα και ομοίωση του υπέρτατου Θεού" και ξανά "Αν όμως ο υπέρτατος Θεός είναι καθηγητής πανεπιστημίου", υποδηλώνοντας μια Χριστιανικού τύπου θεολογία. Στη συνέχεια όμως ο Αιμίλιος λέει "αντί να ευγνωμονεί το σύμπαν ή όποιον τέλος πάντων ήταν υπεύθυνος για το πολύτιμο αυτό δώρο" και "Δεν μπορείτε εσείς οι θεοί, οι άγγελοι, ή ό,τι τέλος πάντων είστε να κάνετε κάτι;" σα να μην είναι καθόλου θρησκευόμενος, ενώ ο άγγελος αναφέρει ότι "Οι άνθρωποι που θα αναγκαστούν να χάσουν τη ζωή τους, σύντομα θα ξαναγεννηθούν, ώστε να αναπτυχθούν εκ γενετής στο νέο κόσμο που θα προκύψει" υποδηλώνοντας μετενσάρκωση, μπλέκοντας κάπως τα πράγματα. Πρόταση: Προσωπικά θα μου άρεσε περισσότερο αν ο άγγελος απλώς του έδειχνε τον πλανήτη και μετά τον άφηνε μόνο του να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του, χωρίς τα περί καταστροφής και νέας κοινωνίας κλπ Επίσης το τελευταίο κομμάτι που αγωνίζεται με τους δαίμονες είναι πολύ καλό και θα ήθελα να δείξει ότι ο αγώνας δεν κερδίζεται σε έναν μήνα αλλά θέλει προσπάθεια και επιμονή Ερώτηση: Φαίνεται εντυπωσιακά δουλεμένο κείμενο. Πόοοοσο χρόνο σου πήρε να το γράψεις, έτσι για να ζηλέψω; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Namris Posted August 16, 2008 Author Share Posted August 16, 2008 Αγαπητέ τέταρτε, Κατ’ αρχάς, συγχαρητήρια για την υπομονή σου να το διαβάσεις μέχρι τέλους με τόση μεγάλη προσοχή. Επίσης, σ’ ευχαριστώ θερμά για τις εύστοχες παρατηρήσεις σου. Συμφωνώ απόλυτα με όλες σου τις προτάσεις. Όντως θα έπρεπε να κόψω το κομμάτι που προτείνεις, γιατί αλλοιώνει το κεντρικό νόημα, που έχει να κάνει με την πάλη του ανθρώπου με το νου. Φυσικά, αυτό που κερδίζει ο Αιμίλιος στο τέλος είναι απλά μία μάχη, και ήταν λάθος μου να μην το ξεκαθαρίσω, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κέρδισε τον πόλεμο. Με εξέπληξε ευχάριστα που αντιλήφθηκες τη θεολογική ασυνέπεια, την οποία έχω χρησιμοποιήσει συνειδητά (και σε μεγαλύτερη έκταση) και σε άλλα κείμενα. Το ότι καταλήγει να φαίνεται στον αναγνώστη σαν ασυνέπεια, έχει να κάνει αποκλειστικά με την απειρία μου στο χώρο της συγγραφής. Συγκεκριμένα: Ο ήρωας, δίχως να είναι θρησκόληπτος, ακολουθεί τις αρχές της θρησκείας του – είτε του Χριστιανισμού είτε κάποιας άλλης. Έρχεται σε επαφή με κάποιο ον που δρα πέρα από θρησκείες, του οποίου η οπτική γωνία σχετικά με την αλήθεια συμπεριλαμβάνει κομμάτια διαφορετικών μεταξύ τους θρησκειών. Σαν αποτέλεσμα, ο ήρωας χάνει ελαφρά την αίσθηση του τι είναι «θεολογικά» ορθό. Τέλος, όσον αφορά το χρόνο, δε γνωρίζω αν θεωρείται πολύς, λίγος ή κανονικός, αλλά μου έφαγε συνολικά γύρω στις 30 ώρες. Πάντως, αν υπάρχει κάποιος αλγόριθμος που να ορίζει ότι ένα κείμενο Χ σελίδων, απαιτεί Υ ώρες συγγραφής, θα μ’ ενδιέφερε να τον μάθω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 16, 2008 Share Posted August 16, 2008 Να πω κατ’αρχήν πως μου άρεσε. Με ενόχλησε μόνο λίγο που μετά τη μέση, και ένα πολύ ενδιαφέρον ξεκίνημα (ζωντανοί, αληθινοί χαρακτήρες), το διήγημα έγινε διάλεξη. Ίσως και να μην υπήρχε άλλος τρόπος. Μου θύμισε Πλάτωνα. Και να εξηγήσω. Τα φιλοσοφικά δοκίμια με ζαλίζουν. Χάνομαι σε αυτά και δυσκολεύομαι να ακολουθήσω το σκεπτικό του φιλοσόφου. Η συζήτηση ξεκινά απλά και ωραία, και μετά από λίγο καταλήγει λαβύρινθος για μένα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως χάθηκα στο δεύτερο μέρος της ιστορίας σου. Ήταν άκρως κατανοητή. Ο Πλάτωνας λοιπόν, πριν μπει στα φιλοσοφικά, στήνει μια πολύ όμορφη εικόνα και σκηνές από την αρχαία Αθηναϊκή ζωή που δεν χορταίνω να διαβάζω. Μου αρέσουν δηλαδή τα ξεκινήματα των κειμένων του. Έτσι και το παρόν διήγημα, διαβάζεται σαν κείμενο της γνωστικής που γράφτηκε για μια συγκεκριμένη διδαχή. Όχι πως αυτό με προδιάθεσε αρνητικά. Πως μπορεί όμως το δεύτερο μέρος της ιστορίας, τόσο κοσμογονικά εντυπωσιακό να φαντάζει στάσιμο σε σύγκριση με το ανθρώπινο πρώτο μέρος; Για να καταλάβεις τι εννοώ, πως δηλαδή άγγιξες αυτόν τον συγκεκριμένο αναγνώστη, εδώ το σύμπαν καίγεται και εγώ θέλω να μάθω τι απέγινε η Μαρίνα! Γλίτωσε από τον ηλίθιο γκόμενο της; Βρήκε την ευτυχία που ευχόμουν για εκείνη; («Εκείνη και ο γιατρός θα ταίριαζαν πολύ» όπως θα έλεγε και η μάνα μου.) Αυτά τα ολίγα ψιλά και από μένα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Namris Posted August 17, 2008 Author Share Posted August 17, 2008 (edited) ..εδώ το σύμπαν καίγεται και εγώ θέλω να μάθω τι απέγινε η Μαρίνα! Γλίτωσε από τον ηλίθιο γκόμενο της; Βρήκε την ευτυχία που ευχόμουν για εκείνη; («Εκείνη και ο γιατρός θα ταίριαζαν πολύ» όπως θα έλεγε και η μάνα μου.) Χαλάω εγώ χατίρι στον Ντίνο; Η Μαρίνα, τελικά, παντρεύτηκε τον γκόμενο. Όμως, μια Κυριακή πρωί στο Κορωπί, εκεί που ο Σταύρος έκανε πτώσεις με αλεξίπτωτο παραπέντε, η Μαρίνα γνωρίστηκε με τον Πάρη· συναθλητής και καρδιακός φίλος του Σταύρου, ιδιοκτήτης γραφείου ταξιδίων. Ο γοητευτικός ξανθομάλλης Πάρης, που έμοιαζε με μοντέλο σε διαφήμιση του αποσμητικού AXE, ανήκε στην κατηγορία των αντρών που η σύγχρονη κοινωνία αποκαλεί μετροσέξουαλ. Δηλαδή, στρέιτ άντρες με την τάση να περιποιούνται τον εαυτό τους κάπως περισσότερο απ’ ό,τι είναι συνηθισμένο. Ο Πάρης, όμως, πέρα από τις ενυδατικές και τα conditioners, είχε ψυχή ρομαντική κι ευαίσθητη σαν το αρκουδάκι του Casolin τη νύχτα που έχασε την παρθενιά του. Η Μαρίνα βρήκε στο πρόσωπο του Πάρη τον στρέιτ – παραλίγο γκέι – φίλο που πάντα ονειρευόταν, κι οι ανασφάλειές της ταξίδεψαν μακριά, εκεί που οι ελέφαντες πηγαίνουν ν’ αφήσουν τα κόκαλά τους. Επόμενο ήταν να τα φτιάξει μαζί του, χαρίζοντας στον Σταύρο ένα ζευγάρι καλογυαλισμένων, αξιοπρεπών κεράτων – παρά τη σιγουριά ορισμένων ότι η ταρανδοποίηση του Σταύρου θα προερχόταν από τον οδοντογιατρό του. Την ώρα που ο Σταύρος ήταν στη δουλειά, η Μαρίνα μάζεψε λίγα ρουχαλάκια σε μια πράσινη καρό βαλίτσα και έφυγε απ’ το μικρό της δυαράκι, αφήνοντας πάνω στο μαξιλάρι του κρεβατιού το πανάκριβο τιγρέ στριγκάκι που της είχε αγοράσει και μία δακρύβρεχτη δεκασέλιδη επιστολή, ικανή να μαλακώσει την καρδιά πεινασμένου κανίβαλου επιτρέποντας στους ζουμερούς ιεραπόστολους να βγουν απ’ το καζάνι και να το σκάσουν μακριά, παίρνοντας μαζί τους και τα καρότα. Ο Σταύρος, όμως, δεν μπόρεσε να καταπιεί την προσβολή. Θεωρούσε τη Μαρίνα απόκτημά του, ενώ χάνοντάς την συνειδητοποίησε ότι ήταν καλύτερη απ’ όλες όσες είχε γνωρίσει. Ήταν η τέλεια γυναίκα και δεν είχε κανένα σκοπό να την αφήσει στα χέρια του μουρόχαυνου προδότη φίλου του. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε καταφέρει να διαβάσει ολόκληρη την επιστολή, ώστε να επηρεαστεί από το δακρύβρεχτο περιεχόμενό της. Οι προτάσεις: «αγαπώ τον Πάρη» και «φεύγω μαζί του για πάντα» υπήρξαν αρκετές ώστε να ξεχειλίσει ο εγκέφαλός του από πληροφορίες, σαν λεκάνη τουαλέτας που της πετάς μια σερβιέτα κι έχεις την απαίτηση να μην φρακάρει η αποχέτευση. Με την επιστολή της Μαρίνας στην κωλότσεπη και το τιγρέ στριγκάκι ανάμεσα στα κωλομέρια, κίνησε αμέσως για τη Συγγρού, όπου βρισκόταν το τουριστικό γραφείο του προδότη φίλου. Όμως, το αμαρτωλό ζευγάρι την είχε κοπανήσει για Χαβάη και η υπάλληλος του πρακτορείου, η Τζασμίν, η μαύρη καλλονή από την Τανγκανίκα, δεν σκόπευε να ομολογήσει τον προορισμό τους. Έξαλλος αυτός, έβγαλε το παντελόνι του μπροστά της και προσπάθησε να τη δωροδοκήσει με το πανάκριβο τιγρέ στριγκάκι. Η κοπέλα αναγνώρισε αμέσως την υπογραφή του Γκωτιέ στο animal print εσώρουχο και, προφασιζόμενη ότι της θύμιζε τον τόπο καταγωγής της, κάρφωσε, στη στιγμή, το αμαρτωλό ζευγάρι στον εξοργισμένο κερατά. Ο Σταύρος, με την επιστολή της άπιστης στην κωλότσέπη και το αεροπορικό εισιτήριο για τη Χαβάη στο μπουφάν, μαζί με το διαβατήριο και τη διεύθυνση του ξενοδοχείου, κίνησε φουριόζος για το αεροδρόμιο (με τα κωλομέρια ν’ αερίζονται απ’ τους αεραγωγούς του παντελονιού του, μια και το τιγρέ στριγκάκι τριβόταν πλέον ευτυχισμένο στον πισινό της συντοπίτισσάς του). Ο Σταύρος πέτυχε το ερωτευμένο ζευγάρι, βραδάκι σε μία παραλία. Κάθονταν αγκαλιασμένοι στην παχιά αμμουδιά, ανάμεσα στους πανύψηλους κοκκοφοίνικες και παρακολουθούσαν τους Χαβανέζους σέρφερς να δαμάζουν με τις σανίδες τους τα κύματα με φόντο το βυσσινί ηλιοβασίλεμα. Έτρεξε προς το μέρος τους εξοργισμένος, αποφασισμένος να βάψει την άμμο κόκκινη. Όμως, δέκα μέτρα πριν φτάσει το ζευγάρι, σταμάτησε μαγεμένος στην απίστευτη θέα των σέρφερς, που έμοιαζαν να ταξιδεύουν στον βυσσινί ουρανό και προσγειώνονταν στην αμμουδιά με τις σανίδες τους σαν εξωγήινοι έφηβοι που ‘θελαν να βγουν για λίγο από το διαστημόπλοιο να ξεσκάσουν. Θυμήθηκε τότε την δική του αγάπη για τα extreme sports, ανάμεσα στα οποία ήταν και το σερφ. Παράτησε το άπιστο ζευγάρι, νοίκιασε μια σανίδα, έβγαλε όλα του τα ρούχα και βούτηξε ολόγυμνος στα αφρισμένα νερά του Ειρηνικού. Όταν βγήκε έξω κάμποσες ώρες αργότερα, το ζευγάρι είχε επιστρέψει στο ξενοδοχείο και αποφάσισε ν’ αναβάλει την αιματοχυσία για την επομένη. Την επομένη, πράγματι τους παραφύλαξε στο εστιατόριο του ξενοδοχείο και, όταν το άπιστο ζευγάρι κάθισε σ’ ένα τραπέζι για το πρωινό, ο Σταύρος βγήκε μπροστά τους κρατώντας το μακρύ κοφτερό μαχαίρι που είχε αγοράσει για το υποβρύχιο κολύμπι (που σκόπευε να κάνει αμέσως μετά το φονικό, προκειμένου να χαλαρώσει). Η Μαρίνα τρόμαξε. Σηκώθηκε όρθια φωνάζοντας: «Μη Σταύρο! Δεν ήθελα να σε προδώσω!» Ταυτόχρονα, σηκώθηκε κι ο Πάρης, κρατώντας την ερωμένη του από τους ώμους. Τα γκαρσόνια έτρεξαν αλαφιασμένα στην κουζίνα να ειδοποιήσουν την αστυνομία, ενώ οι Αμερικανοί τουρίστες παρακολουθούσαν με δέος, νομίζοντας ότι επρόκειτο για σόου του ξενοδοχείου και προσπαθήσουν να εντοπίσουν τα σακουλάκια με το αίμα κάτω από τα ρούχα του ζευγαριού. «Θα σε σκοτώσω σκύλα», ούρλιαξε ο Σταύρος, «και στη συνέχεια, θα ευνουχίσω τον αγαπητικό σου». Η Μαρίνα μπήκε μπροστά από τον τρομοκρατημένο Πάρη, ο οποίος υπολόγιζε τα χρήματα που θα του χρέωναν στο νοσοκομείο, για του συγκολλήσουν τα κομμένα του παπάρια. «Όχι!» φώναξε με σθένος η κοπέλα. «Δεν φταίει σε τίποτα αυτός! Εγώ ήμουν η άπιστη! Εγώ πρέπει να πληρώσω!» «Κανείς δεν πρόκειται να πληρώσει!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το βάθος. Γύρισαν έκπληκτοι και είδαν τη Τζασμίν να έρχεται προς το μέρος τους αισθησιακά, λιγωμένη από την αίσθηση που άφηνε στη βελούδινη επιδερμίδα της το πανάκριβο τιγρέ στριγκάκι. Αγκάλιασε τον Σταύρο τρυφερά, τον φίλησε στο στόμα και πήρε το κοφτερό μαχαίρι από το χέρι του. «Δε σε θέλω στη φυλακή», ψιθύρισε η μαύρη καλλονή στο αυτί του, «αλλά στην κρεβατοκάμαρά μου, να ξετυλίγω τα δεκάδες πακέτα που θα μου αγοράσεις, γεμάτα με πανάκριβα στριγκάκια Γάλλων σχεδιαστών». Ο Σταύρος, συνεπαρμένος από τον ακαταμάχητο ερωτισμό της Τζασμίν, κοίταξε το αμαρτωλό ζευγάρι με κατανόηση. Κατάλαβε ότι η Μαρίνα δεν ήταν η κατάλληλη γυναίκα γι’ αυτόν. Κατάλαβε ότι το σημαντικό δεν είναι να βρεις την τέλεια γυναίκα, αλλά τη γυναίκα που είναι τέλεια για σένα. Χαμογέλασε στη Μαρίνα, αγκάλιασε την Τζασμίν από τη μέση και έφυγαν για τα μαγαζιά της Χονολουλού, ν’ αγοράσουν πανάκριβα στριγκάκια για αυτήν και εξοπλισμό ορειβασίας για τον ίδιο. Είχε δει κάμποσες γοητευτικές κορυφές καθώς προσγειωνόταν το αεροπλάνο, και θα πέθαινε αν έφευγε από την Χαβάη δίχως να τις σκαρφαλώσει. ΥΓ. Την ώρα που εσύ διαβάζεις αυτό, εγώ προσπαθώ να επιβιώσω από την σκόνη που σηκώθηκε σκαλίζοντας τα ντουλάπια της βιβλιοθήκης μου. Πού θα πάει όμως, κάπου θα τα βρω εκείνα τα παλιά βιβλία του Πλάτωνα. Edit: Διορθώθηκαν διάφορα λαθάκια που είχαν γίνει πάνω στη βιασύνη μου. Edited August 20, 2008 by Namris Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 17, 2008 Share Posted August 17, 2008 Wow Namris! Δεν έχω λόγια! Ήταν τέλειο. Σε ευχαριστώ πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted September 3, 2008 Share Posted September 3, 2008 Πάνω κάτω, τα ίδια με τους προλαλήσαντες έχω κι εγώ. Η ιστορία ξεκινάει σε περιορισμένο πλαίσιο, με δυο άτομα, προσυίθεται ένα τρίτο, βλέπουμε και τη δική του οπτική γωνία. Και μετά ανοιγει, ανοίγει, και φτάνουμε όχι απλά σε παγκόσμιο επίπεδο, όχι απλά συμπαντικό επίπεδο, αλλά σε διασυμπαντικό. Εκεί, το πράγμα γίνεται κάπου αδύναμο. Έξω από τη γη, ο "άγγελος" επιμένει υπερβολικά σε ένα πρόγραμμα κοινωνικής ανασυγκρότησης που προσωπικά δε με έπεισε (και δεν είμαι και βέβαιος πως είναι ουσιώδης επί της πλοκής), η σκηνή κρατά υπερβολικά και ο διάλογος αφενός περιέχει πάρα πολλές αναλογίες/παρομοιώσεις, αφετέρου δε θυμίζει τον τρόπο που μιλούσαν τα δυο πρόσωπα ως τότε. Και μετά επιστρέφεις απότομα στο ατομικό επίπεδο, δίχως να κάνεις ένα σταδιακό "zoom in" σαν το ωραίο "zoom out" που ακολούθησες ως εκεί, και κλείνεις κάπως βιαστικά, αφήνοντας εκκρεμότητες (σαν αυτές που ο Ντίνος θέλησε να δει ολοκληρωμένες). Συμφωνώ ότι πρέπει να φανεί η περιορισμένη εμβέλεια της νίκης του πρωταγωνιστή επί των δαιμόνων του. Και ίσως θα ήταν καλά να οπτικοποιηθεί κάπως η μάχη (δεν εννοώ, φυσικά, κάποια σωματική μάχη, αλλά κάποια συμβολική εικόνα πέρα από το διάλογο πειρασμού-απάρνησης) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Namris Posted September 4, 2008 Author Share Posted September 4, 2008 Αγαπητέ Electroscribe, Ευχαριστώ θερμά για την κριτική. Είθε τα ξωτικά να σε προστατεύουν και να σου δίνουν υγεία, ευτυχία και μακροημέρευση. Έχεις δίκιο, ούτε μου πέρασε απ' το μυαλό το zoom in. Κακώς. Χμμ, οπτικοποίηση της νοητικής μάχης, ε;… Ενδιαφέρον ακούγεται μα τον Κρομ… Μου έδωσες ιδέες… Thanks Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.