Jump to content

Οι Άτλαντες την Αυγή


Recommended Posts

Γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1995 σαν σενάριο για πιλότο τηλεοπτικής σειράς.

 

ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑΣ ΣΚΟΡΠΙΣΤΗΚΑΝ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΜΑΓΙΑΣ, ΤΩΝ ΑΖΤΕΚΩΝ, ΤΩΝ ΑΙΓΥΠΤΙΩΝ. ΕΧΤΙΣΑΝ ΤΙΣ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ.

 

ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥΣ, Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥΣ, ΗΤΑΝ Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΔΙΕΣΩΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥΣ.

 

ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ Η ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥΣ ΧΑΘΗΚΕ. Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥΣ ΜΕΙΩΘΗΚΕ. Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΓΙΝΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΣΕ ΑΝΙΔΕΑ ΧΕΡΙΑ.

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΞΕΚΙΝΟΥΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΕΝΑ ΝΕΟ ΚΥΚΛΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. ΗΤΑΝ ΠΑΛΙ ΠΑΙΔΙ.

 

ΟΙ ΑΤΛΑΝΤΕΣ ΑΠΟΣΥΡΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΣΑΝ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥΣ.

 

Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑΝ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΝ, ΤΟ ΕΚΡΥΨΑΝ.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΑΡΧΗ. ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ.

 

ΟΙ ΑΤΛΑΝΤΕΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ. ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ. ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.

 

ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΣΕΙΣ ΙΣΧΥΟΣ.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΑΠΟ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΟΥΣ.

 

ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΝ ΤΗΝ «ΟΔΗΓΙΑ». ΤΟ ΑΠΟ ΣΤΟΜΑ ΣΕ ΣΤΟΜΑ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΜΕΝΟ ΔΟΓΜΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ.

 

ΑΤΛΑΝΤΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΤΛΑΝΤΩΝ. ΚΑΝΕΙΣ ΑΣΧΕΤΟΣ ΣΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΔΡΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΣΧΩΡΗΣΕΙ ΣΤΗ ΤΑΞΗ ΤΟΥΣ.

 

ΟΙ ΑΤΛΑΝΤΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΑΡΑΒΕΣ, ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ, ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ, ΚΑΘΕ ΧΡΩΜΑ, ΦΥΛΗ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ.

 

Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ «ΟΔΗΓΙΑ» ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΝΩΝΕΙ.

 

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ. ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ…

 

 

Οι οβίδες συνέχισαν να σφυροκοπούν τους στόχους πάνω στον λόφο όλο το πρωί. Πέτρες και χαλίκια πότιζαν θάμνους και αγριόχορτα τη στιγμή που φαντάροι στους πρόποδες τάιζαν ασταμάτητα τα κανόνια τους με βλήματα. Εκτός από τις βαμμένες πέτρες στη πλαγιά που αναπαριστούσαν τον εχθρό, όλο και κάποια δύστυχη σαύρα κατέληγε παράπλευρη απώλεια στις ασκήσεις της μονάδας. Ο Μελισανίδης σήκωσε άλλη μια οβίδα και με τα μάτια του να τσούζουν από τον ιδρώτα έχωσε το βλήμα μηχανικά στον θάλαμο. Το κανόνι εκπυρσοκρότησε φυτεύοντας άλλη μια στήλη καπνού στο ύψωμα. Ήταν η τελευταία βολή της ημέρας. Η έκρηξη ράγισε βράχια, βούλιαξε το έδαφος. Πέτρες και χώμα χύθηκαν μέσα στο σκοτάδι, έραναν γυμνά, ανθρώπινα κρανία στον πάτο του σπηλαίου.

 

Ο Μελισανίδης και άλλοι δύο φαντάροι στάλθηκαν στον λόφο να καρφώσουν σημαιάκια στις τζούφιες οβίδες. Είχαν μετρήσει αρκετές από αυτές στη διάρκεια της άσκησης και έπρεπε να τις συλλέξουν για καταγραφή. Ο ήλιος έκαιγε καυτός πάνω από τα κεφάλια τους. Βρίζοντας την τύχη και την θητεία του, ο Μελισανίδης σκούπισε ξανά τον ιδρώτα από τα μάτια του. Στην αρχή νόμισε πως από το τρίψιμο έβλεπε σκιές, όμως δεν ήταν παραίσθηση, υπήρχε ένα άνοιγμα στο έδαφος, δίπλα σε έναν από τους στόχους. Πλησίασε προσεκτικά, γεμάτος περιέργεια. Ήταν ένα εντυπωσιακό άνοιγμα. Είχε κάνει αυτή την αγγαρεία αρκετές φορές σε αυτό το σημείο. Αυτή η τρύπα ήταν καινούργια. Το σκοτάδι της τον μαγνήτιζε. Πάτησε σταθερά στο χείλος και έσκυψε να κοιτάξει μέσα. Το έδαφος χάθηκε κάτω από τα πόδια του και η σκέψη «είμαι ηλίθιος» έσκασε στο μυαλό του σαν συναίσθημα χωρίς λέξεις. Δεν του βγήκε ούτε μια κραυγή.

 

Βρέθηκε μέσα σε μία στοίβα από αρχαία κόκαλα, καλυμμένος με γκρίζα σκόνη. Από πάνω, στην τρύπα φάνηκαν τα κεφάλια των συντρόφων του.

«Μελισανίδης! Μας ακούς;! Μελισανίδη!»

Τσατισμένος, δεν είχε καμία διάθεση να τους απαντήσει. Έμεινε να κοιτάζει όλες τις κενές κόγχες που ήταν μαζεμένες γύρω του, χαμόγελα καμιά δεκαριά χάρων που κοίταζαν εκείνον. Σηκώθηκε όρθιος και τίναξε την σκόνη από πάνω του. Πονούσαν τα γόνατα του. Είχε σκιστεί το παντελόνι του και είχε ματώσει. Κοίταξε έκπληκτος γύρω του στο μισοσκόταδο.

 

Βρισκόταν μέσα σε ένα θολωτό κοίλωμα του βράχου. Η πέτρα του θόλου, καθώς και το έδαφος, ήταν λεία. Τα τοιχώματα ήταν καλυμμένα με ιερογλυφικά και ζωγραφιές που θύμιζαν αιγυπτιακά. Εκτός από τη στοίβα με τα κόκαλα στη μια άκρη, στο κέντρο του κυκλικού χώρου δέσποζε μια επιβλητική σαρκοφάγος σε σχήμα κύβου. Ήταν από λευκό, δουλεμένο μάρμαρο με ανάγλυφες παραστάσεις.

 

Ένιωσε σαν μαγεμένος. Υπήρχε κάτι το παράξενο σε αυτή τη σπηλιά. Κάτι το ονειρικό. Τα βήματα του αντηχούσαν πνιγμένα, υπόκωφα. Το ίδιο και το βήξιμο του. Ήταν σίγουρος πως η σκόνη που ανέπνεε ήταν νεκρή σάρκα. Πλησίασε τον κύβο και άπλωσε τα χέρια του. Άγγιξε το λευκό μάρμαρο. Το σκέπασμα της σαρκοφάγου άφηνε έναν βόμβο. Τράβηξε τα χέρια του ξαφνιασμένος. Τον διαπέρασε μια ανεξήγητη ταραχή. Κοίταξε πίσω προς το άνοιγμα από το οποίο είχε πέσει. Είχαν πάψει να φωνάζουν το όνομα του. Οι ήχοι του έξω κόσμου φάνταζαν καθησυχαστικά μακρινοί.

 

Γύρισε την προσοχή του στην σαρκοφάγο. Το σκέπασμα δεν εφάρμοζε σωστά και κουνούσε στο ελάχιστο άγγιγμα. Το άρπαξε και άρχισε να το σπρώχνει. Το μάρμαρο έμοιαζε να γρυλίζει. Σύρθηκε πίσω ως τα μισά και ο άντρας σταμάτησε λαχανιασμένος. Κοίταξε μέσα. Διέκρινε το κάλυμμα ενός άλλου σκεύους. Ήταν ασημί, πολύπλοκα περίτεχνο, με λαβές, εξογκώματα και τρύπες. Θαυμασμός φάνηκε στο βλέμμα του. Άπλωσε ξανά το χέρι του σαν να του ήταν αδύνατο να αντισταθεί και με τα δάχτυλα του διέτρεξε τις αινιγματικές λεπτομέρειες. Σαν από μανία, να βρει τη λύση, άγγιζε, έσπρωχνε, τραβούσε, έτριβε. Ξαφνικά σταμάτησε ο βόμβος. Ακούστηκε ένα κλικ και ένα χρυσαφί φως ξεχύθηκε μέσα από τον κύβο. Αυτή τη φορά όμως ο Μελισανίδης δεν μπορούσε να μαζέψει τα χέρια του. Το προσπάθησε αλλά δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τις λαβές που βρέθηκε να κρατάει. Γούρλωσε τα μάτια του και άνοιξε το στόμα του διάπλατα έτοιμος να ξεφωνίσει. Το δέρμα του έγινε διάφανο, αόρατο. Το εσωτερικό του μετατράπηκε σε μια έκρηξη φωτός. Δεν ήταν άνθρωπος πια αλλά μια ζωντανή ακτινογραφία που πάλλονταν.

 

Η ίδια η σπηλιά έδειχνε να ζωντανεύει. Τα χρώματα στα τοιχώματα άρχισαν να καίνε. Ακολούθησε μια αστραπιαία λάμψη και ένα άψυχο κορμί τινάχτηκε πίσω. Ο Μελισανίδης προσγειώθηκε πάλι ανάμεσα στα αρχαία κόκαλα σαν πάνινη κούκλα. Το μαυρισμένο δέρμα του κάπνιζε καρβουνιασμένο.

 

Το φως της αυγής αδυνατούσε να χρωματίσει τα γιγάντια, γρανιτένια σύννεφα που σκέπαζαν την πίστα. Το έδαφος ήταν ακόμα υγρό από την χθεσινή, ξαφνική νεροποντή. Οι πιλότοι στο στρατιωτικό ελικόπτερο ήταν απασχολημένοι να ελέγχουν τα όργανα τους για την πτήση. Η ξανθιά γυναίκα με το λευκό ταγιέρ βάδιζε νευρικά και ανυπόμονα γύρω από το σκάφος. Κάθε τόσο κοίταζε το ρολόι της. Η ονειρική θέα που κύκλωνε το αεροδρόμιο πήγαινε χαμένη στα μάτια της. Κρατούσε σφιχτά έναν μαύρο χαρτοφύλακα. Το όνομα της ήταν Αθηνά Κάραλη. Γυαλιά ηλίου κάλυπταν το κατσουφιασμένο βλέμμα της. Ακούστηκε ήχος μηχανής και τσίτωσε νευρικά τον υπέροχο της λαιμό.

 

Στην άλλη άκρη του διαδρόμου μια μαύρη μερσεντές με συνοδεία έκαναν την εμφάνιση τους. Έμοιαζαν να γλιστρούν πάνω στα ήρεμα νερά μιας λίμνης προς το ελικόπτερο. Φρέναραν σιωπηλά πάνω στο υγρό τσιμέντο, μπροστά στη γυναίκα. Από το μαύρο αυτοκίνητο ξεπρόβαλαν δύο άντρες με στολή παραλλαγής και ένας άντρας με μπουφάν και τζιν παντελόνι, ο Αλέξης Σιφναίος. Η Αθηνά τους πλησίασε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα της. Ο Αλέξης δοκίμασε το καλύτερο του χαμόγελο καθώς δοκίμασαν μια τυπική χειραψία.

«Αλέξης Σιφναίος. Υπουργείο Εσωτερικών. Ζητώ συγνώμη για την καθυστέρηση. Είχαμε μια επείγουσα σύσκεψη. Συμβαίνει συχνά. Είστε η αρχαιολόγος, σωστά;»

«Αθηνά Κάραλη. Υπουργείο Πολιτισμού. Μπορούμε να ξεκινήσουμε;»

Ο Αλέξης υποκλίθηκε ευγενικά και της έκανε νόημα να περάσει πρώτη. Η μηχανή του ελικοπτέρου πήρε μπρος και οι έλικες άρχισαν να στριφογυρίζουν.

 

Σε λίγο πετούσαν πάνω από την θάλασσα. Ο άντρας και η γυναίκα κάθονταν στην πίσω καμπίνα αντικριστά, τα αυτιά τους καλυμμένα με ακουστικά. Δεν συζητούσαν. Ο ήχος της μηχανής ήταν εκκωφαντικός από πάνω τους. Ο Αλέξης αφαιρέθηκε στο να τρώει με τα μάτια τα σταυρωμένα πόδια της. Σήκωσε το βλέμμα του και την είδε να τον κοιτάζει. Χαμογέλασε σαν σχολιαρόπαιδο και έστρεψε την προσοχή του στη θέα απ’έξω. Εκείνη μειδίασε σαν γάτα. Κράτησε το βλέμμα της πάνω του και τον περιεργάστηκε. Στον καρπό του χεριού του, σχεδόν καλυμμένο από το ρολόι του, είχε ένα τατουάζ. Ένα κόκκινο τρίγωνο με έναν κύκλο στο κέντρο του. Έβγαλε τα γυαλιά της για να κοιτάξει τον άντρα καλύτερα. Το ελικόπτερο πλησίασε ξηρά και πήρε τη γη από κάτω.

 

Πλησίασαν ισοπεδωμένο, στεγνό χώμα, λευκό σαν την κιμωλία. Υπήρχαν τέρματα ποδοσφαίρου στις δύο άκρες του γηπέδου. Ένας λοχαγός και ο οδηγός του στέκονταν στην άκρη, δίπλα στο τζιπ τους. Το ελικόπτερο προσγειώθηκε σηκώνοντας πυκνό, λευκό κουρνιαχτό. Οι δύο στρατιώτες κρατήθηκαν από τα πηλίκια τους μέχρι να σβήσουν οι μηχανές. Κατέβηκαν μόνο ο άντρας και η γυναίκα. Ο Αλέξης κάτι είπε προς τους συνοδούς του πριν γυρίσει προς τον λοχαγό. Εκείνος χαιρέτησε στρατιωτικά.

«Σας έχουμε ετοιμάσει πρωινό στο στρατόπεδο» είπε βήχοντας σκόνη.

«Υπέροχα. Ευχαριστούμε πολύ» έκανε ευγενικά ο Αλέξης.

«Θα ήθελα να πάμε πρώτα στη σπηλιά» είπε η Αθηνά.

«Είναι κάπως πρωί…» προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο λοχαγός που δεν εμπιστευόταν μια αλλαγή στο κανονισμένο πρόγραμμα.

«Δεν πειράζει» παρενέβη χαμογελώντας ο Αλέξης, «Συμφωνώ κι εγώ με την κυρία. Πάμε πρώτα εκεί.»

«Όπως επιθυμείτε.»

 

Ακολούθησαν έναν καλοστρωμένο χωματόδρομο, διέσχισαν το στρατόπεδο και συνέχισαν προς το πεδίο βολής. Η στρατιωτική ζωή γύρω τους ακολουθούσε την καθημερινότητα. Παρουσίαση, ύψωση σημαίας, βάδην, τροχάδην, καθαριότητα, συντήρηση, καψώνι. Προσπέρασαν υπόστεγα και σκοπιές πριν ανηφορίσουν προς τα υψώματα.

«Πως το ανακαλύψατε;» φώναξε η Αθηνά προς τον λοχαγό.

«Από έκρηξη οβίδας. Έσκασε κατόπιν βολής δυστυχώς και στοίχισε τη ζωή ενός στρατιώτη.»

«Τραγικό» σχολίασε ο Αλέξης.

 

Δύο φαντάροι φύλαγαν σκοπιά δίπλα στο άνοιγμα του εδάφους. Τσιτώθηκαν προσοχή μόλις είδαν τον λοχαγό τους να ανηφορίζει προς το μέρος τους. Πάνω από την τρύπα είχε στηθεί ένα τρίποδο με μηχανικό βαρούλκο. Σταμάτησαν εκεί. Ο Αλέξης και η Αθηνά κοιτάχτηκαν. Ο λοχαγός έκανε νόημα στον ένα φρουρό να ανάψει την γεννήτρια που φώτιζε την σπηλιά.

«Είστε σίγουρη;» ρώτησε ο Αλέξης την Αθηνά δείχνοντας προς τα γοβάκια της.

Εκείνη γέλασε εγκάρδια. Βγήκε από αυτά, έδωσε τον χαρτοφύλακα της στον λοχαγό και χωρίς άλλο σχόλιο προσάρμοσε το πόδι της στο βίντσι. Το μηχανικό βαρούλκο πήρε μπρος και άρχισε να την κατεβάζει. Ο Αλέξης χαμογέλασε. Βρήκε την συμπεριφορά της γοητευτικότατη.

 

Τα καλώδια της γεννήτριας κατέληγαν σε άλλα τρίποδα μέσα στη σπηλιά που στήριζαν φωτιστικά. Έκαιγαν τώρα αναμμένα. Η σκιά της γλίστρησε ονειρικά πάνω στα ιερογλυφικά. Μόλις έφτασε στον πάτο ξεπέζεψε ξυπόλητη και έμεινε να καταβροχθίζει τον χώρο με τα μάτια της. Πρώτα η σαρκοφάγος. Μετά οι παραστάσεις στον τοίχο. Το χέρι της σηκώθηκε και χούφτωσε τον σβέρκο της. Ένιωθε τον ηλεκτρισμό. Έβρεξε τα χείλη της με τη γλώσσα και έβγαλε την ψηφιακή της κάμερα. Φωτογράφισε τα ιερογλυφικά.

 

Σε λίγο ο Αλέξης και ο λοχαγός βρίσκονταν δίπλα της. Ο Αλέξης έδειχνε αποσβολωμένος. Προσπαθούσε να ελέγξει την νευρικότητα του.

«Είναι εκπληκτικό. Δεν θα το περίμενα ποτέ. Τι νομίζετε;»

«Δεν είναι φυσικό σπήλαιο» απάντησε η Αθηνά, «Είναι σκαμμένο από άνθρωπο.»

«Νομίζω πως θα συμφωνήσω μαζί σας.»

«Τι λέτε λοιπόν;» ρώτησε ο λοχαγός, «Δεν είναι αιγυπτιακός τάφος; Το τι γυρεύει όμως στην Ελλάδα θα μας το πείτε εσείς που είστε οι ειδικοί.»

Η Αθηνά κοίταξε τον Αλέξη.

«Δεν θα το έλεγα αιγυπτιακό. Μάλλον προ-αιγυπτιακό. Δεν είμαι και τόσο σίγουρη και για το ‘τάφος’.»

Ο λοχαγός έδειξε προς τα κόκαλα.

«Για κάποιους σίγουρα ήταν.»

Ο Αλέξης και η Αθηνά κοίταξαν φευγαλέα τα κόκαλα.

«Δεν βλέπω καμία είσοδο» είπε ο άντρας κοιτάζοντας γύρω.

«Καμία απολύτως» συμφώνησε ο στρατιωτικός, «Ούτε ρωγμή. Είναι στεγανό.»

 

Η Αθηνά πλησίασε τη σαρκοφάγο. Ο λοχαγός έτρεξε να την προλάβει.

«Ένα λεπτό. Προσέχετε. Δεν είμαστε σίγουροι τι έχουμε εδώ. Ελπίζουμε να μας πείτε εσείς. Κοιτάξτε…»

Ο λοχαγός έβγαλε από την τσέπη του μια αλυσιδίτσα με έναν σταυρό. Τη σήκωσε μπροστά στη σαρκοφάγο και αμέσως το σταυρουδάκι τεντώθηκε προς τον κύβο σαν μαγνητισμένο.

«Λειτουργεί σαν μαγνήτης. Επηρεάζει τις πυξίδες…και από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε έχουν πέσει όλες οι επικοινωνίες στη βάση. Ασύρματος, ραδιόφωνα, τηλέφωνα, όλα άχρηστα. Αναγκαστήκαμε να στήσουμε ασύρματο στο Κατωχώρι, στην άλλη πλευρά του βουνού.»

Ο Αλέξης και η Αθηνά έκαναν κύκλους γύρω από τον κύβο. Πρώτη κοίταξε εκείνη μέσα. Υπήρχε μια αχνή αντανάκλαση ενέργειας στο ασημένιο κάλυμμα.

«Θα μπορούσαμε να το μετακινήσουμε;» ρώτησε πάλι ο λοχαγός.

«Όχι πριν καταλάβουμε τι έχουμε εδώ» είπε η Αθηνά σα να μιλούσε με τον εαυτό της.

Ο Αλέξης σήκωσε το χέρι του.

«Σταμάτησε το ρολόι μου» είπε.

Ο λοχαγός και η Αθηνά κοίταξαν τα δικά τους.

«Και το δικό μου» είπε η γυναίκα.

«Σας το είπα πως είναι περίεργο» είπε ο λοχαγός.

Ο Αλέξης έβαλε τα χέρια του στη μέση και ξεφύσησε.

«Υπάρχει δουλειά εδώ. Πρώτα όμως θα ήθελα να ενημερώσω το Υπουργείο, το συντομότερο.»

«Κι εγώ επίσης» είπε εκείνη.

 

Επέστρεψαν στο βίντσι. Ο Αλέξης κοντοστάθηκε, γύρισε να ρίξει άλλη μια ματιά στον χώρο. Σαν να τον κοιτούσε για τελευταία φορά.

«Γοητευμένος;» ρώτησε η Αθηνά.

«Αναπολεί κανείς…» κόμπιασε, «Ας πηγαίνουμε…»

Ανέβηκαν και οι τρεις, τα φώτα έσβησαν από πίσω τους. Στο σκοτάδι, το χρυσαφί φως μέσα στον κύβο πάλλονταν ζωντανό. Τα τοιχώματα έδειχναν να ανταποκρίνονται στον ρυθμό του.

 

Πήγαν στην άλλη πλευρά του βουνού και σταμάτησαν στην πλατεία του χωριού. Πάρκαραν στη σκιά ενός δέντρου και ο λοχαγός έμεινε με τον λοχαγό του στο τζιπ. Ένας-δύο γέροι γέμιζαν τα τραπεζάκια κάτω από την τέντα του ντόπιου καφενείου. Ο Αλέξης και η Αθηνά πήραν τις δύο άκρες της πλατείας για να μιλήσουν ελεύθερα στα κινητά τους.

«Ναι, είμαι ταραγμένος. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πως ένιωσα. Το προνόμιο να το δω… Ναι είναι αυτό που νομίσαμε. Λειτουργεί. Ναι λειτουργεί. Ό,τι ελπίζαμε, ό,τι φοβόμαστε είναι εκεί. Ναι, το ξέρω. Να γίνει αμέσως Άρη. Μ’ακούς; Σήμερα το βράδυ…»

 

Ο Άρης Παπανώτας, αξιωματικός του στρατού, καθόταν μόνος στο γραφείο του στο Γ.Ε.Σ. Μιλούσε στο κινητό του με τον Αλέξη.

«Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα θα έχουν τελειώσει όλα. Κοίταξε να βρίσκεσαι μακριά.»

Έκλεισε τη γραμμή και σχημάτισε άλλη μια σύνδεση. Το τατουάζ με το τρίγωνο και τον κύκλο ήταν καλά καλυμμένο στον δασύτριχο καρπό του.

 

Στην έρημο της Νεβάδα οι τεράστιοι δίσκοι των ραντάρ φάνταζαν μικροί ενάντια στον εντυπωσιακό έναστρο θόλο. Το μοναδικό άτομο της νυχτερινής βάρδιας καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του και πληκτρολογούσε συντεταγμένες. Ένα βραχιόλι των Ναβάχο κάλυπτε το δικό του τατουάζ.

 

Τα ηλιακά φτερά του στρατιωτικού δορυφόρου στην τροχιά της Γης άρχισαν να περιστρέφονται. Καθόριζαν την πορεία του ενώ ταυτόχρονα το κανόνι του υπάκουγε στα δεδομένα που λάβαινε για να προσαρμόσει το στόχαστρο του.

 

Ο Αλέξης και η Αθηνά συναντήθηκα στο κέντρο της πλατείας.

«Θα διανυκτερεύσω κι εγώ στη βάση. Για σήμερα» τη πληροφόρησε.

«Χαίρομαι. Θα ήθελα παρέα να τα πω με κάποιον. Καλό παιδί ο λοχαγός αλλά προτιμώ κάποιον του επιπέδου μου.»

Τον έπιασαν τα γέλια. Εκείνη άπλωσε το χέρι της.

«Είχαμε άσχημο ξεκίνημα το πρωί. Καιρός να κόψουμε τα ‘εσείς’ και ‘εσάς’. Είμαι η Αθηνά.»

Έσφιξαν τα χέρια.

«Χαίρομαι Αθηνά. Είμαι ο Αλέξης.»

 

Την ίδια στιγμή, σε ένα υπόστεγο του λιμανιού του Πειραιά επικρατούσε αναβρασμός. Αξιωματικοί και στρατιώτες ντυμένοι στα μαύρα φόρτωναν μια νταλίκα που η καρότσα της ήταν πιτσιλισμένη σε χρώματα παραλλαγής. Δεν ακούγονταν φωνές, ούτε διαταγές, μια έστω κουβέντα. Η όλη διαδικασία προχωρούσε στα βουβά καθώς ο κάθε ένας τους ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ανέβασαν και έσπρωξαν μέσα στη καρότσα ένα μεγάλο, μαύρο κουτί. Τα πάντα γίνονταν ενορχηστρωμένα αλλά βιαστικά. Το βλέμμα των αξιωματικών ήταν σκοτεινό. Μόλις τέλειωσαν επιβιβάστηκαν και οι στρατιώτες και πήραν θέση κατά μήκος της καρότσας, δεξιά και αριστερά, με έναν γερανό, το μαύρο κουτί και άλλα κιβώτια στη μέση. Πόρτες κλείστηκαν και ασφαλίστηκαν και η μηχανή της νταλίκας πήρε εμπρός. Ασυνόδευτη, η νταλίκα βγήκε από το υπόστεγο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του λιμανιού. Είχε να διασχίσει την κίνηση της πόλης και να βγει στο ύπαιθρο πριν την προλάβει το βράδυ.

 

Είχε σκοτεινιάσει έξω. Άναψαν τον μοναδικό γλόμπο που κρεμόταν από το ταβάνι. Ο φωτισμός του προκαλούσε μελαγχολία. Άφησε την μικρή πυξίδα πάνω στον ανοιγμένο χάρτη. Η βελόνα της στριφογύριζε σαν τρελή. Έφερε το ποτήρι στο μάτι και κοίταξε την παραμορφωμένη πυξίδα μέσα από τη βότκα. Ήταν μόνοι τους, καθισμένοι στο τραπέζι, με τον χάρτη ανάμεσα τους.

«Ιστορικά η περιοχή είναι ανύπαρκτη» είπε η Αθηνά κατεβάζοντας μια γουλιά. «Δεν υπάρχει χνάρι πολιτισμού σε ακτίνα χιλιομέτρων. Την αγνοούν όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί. Με άλλα λόγια… δεν έγινε ποτέ τίποτα εδώ.»

«Μέχρι σήμερα.»

«Μέχρι σήμερα.»

«Έχεις κάποια θεωρία;»

«Δεν βιάζομαι. Πρώτα πρέπει να ξεθαφτεί ο θόλος. Ίσως αυτό που βρήκαμε είναι μόνο η κορυφή της… του παγόβουνου.»

«Πόσο παλιό το κάνεις;»

«Αυτή την ιστορία θα μας την πουν τα οστά του θόλου. Τους μέτρησες; Ήταν είκοσι δύο.»

«Αυτούς πως τους εξηγείς;»

«Ίσως ήταν οι χτίστες του θόλου.»

Ο Αλέξης χαμογέλασε.

«Όταν σε είδα το πρωί… μου έκανες μεγάλη εντύπωση. Δεν πείθεις για αρχαιολόγος. Δεν μπορώ να σε φανταστώ μέσα στο χώμα…» κοίταξε τα μακριά της νύχια, «…να σκάβεις, να ξεθάβεις κόκαλα…»

«Έπρεπε να ήσουν μαζί μου δύο μήνες πριν στην Τυνησία.»

«Σ’αρέσει λοιπόν; Πως; Εννοώ…»

«Το πάθος του θείου μου. Εκείνος με μεγάλωσε, από μικρή, και μου μετέδωσε το μικρόβιο.»

«Τόσον καιρό που σε είχαν κρυμμένη εκεί στο Πολιτισμού; Δεν είμαι καινούργιος στα πράγματα και… ξαφνιάστηκα όταν ανέφεραν το όνομα σου χθες. Γιατί δεν σε έχω ακουστά;»

 

Ήταν η σειρά της να γεμίσει τα ποτήρια.

«Καλά, μόνο εσύ θα ρωτάς εδώ πέρα; Έχω κι εγώ απορίες.»

«Παρακαλώ.»

«Θέλω να μου πεις για το τατουάζ.»

Ο Αλέξης ξαφνιάστηκε. Έπιασε ασυναίσθητα τον καρπό του.

«Το τατουάζ;»

«Πως ένα καλό παιδί σαν εσένα απόκτησε τατουάζ;»

«Κάποτε ήμουν μικρός και άμυαλος. Ο κόσμος ήταν μεγάλος και τρομακτικός. Είχα ανάγκη από φίλους…»

Έσκυψε προς το μέρος του, πήρε το χέρι του στα δικά της. Ζωγράφισε με τα νύχια της το κόκκινο τρίγωνο.

«Ήσουν σε συμμορία;»

«Μεγάλωσα στο Κάϊρο. Η ζωή εκεί ήταν διαφορετική. Φορτισμένη με άλλες αισθήσεις…»

«Και τι σημαίνει το σχέδιο;»

«Ήταν ένα σύμβολο που συναντούσες παντού στη γειτονιά μας. Τα σπίτια ήταν παλιά, χτισμένα από πέτρες κλεμμένες από τις πυραμίδες. Το έβλεπες χαραγμένο στον κάθε τοίχο.»

Δεν άφησε το χέρι του.

«Τι ρομαντικό.»

 

Οι δύο φρουροί στην κεντρική πύλη ένιωθαν νευρικοί με τις τελευταίες εξελίξεις. Η αδυναμία τους τις τελευταίες μέρες να έρθουν σε επαφή με πρόσωπα αγαπημένα είχε φουντώσει πολλές θεωρίες συνωμοσιολογίας.

«Αυτά είναι παραμύθια. Ο Μελισανίδης δεν σκοτώθηκε από έκρηξη οβίδας. Εκεί ήμουν σου λέω! Είδες το σώμα του;!»

«Άσε, μη τα σκαλίζεις καλύτερα…»

«Θα έχω τα μάτια μου τετρακόσια! Αυτό προσπαθώ να σου πω..»

Ένα μουγκρητό διέκοψε την κουβέντα τους. Αναδύθηκαν φώτα στο τέλος του δρόμου και κάτι μεγάλο έκανε την εμφάνιση του. Αμέσως οι δύο φαντάροι σουλουπώθηκαν. Η νταλίκα με την καμουφλάζ καρότσα βρόντηξε προς το μέρος τους. Φρέναρε απότομα σηκώνοντας ένα πέπλο από χώμα. Ένας αξιωματικός βγήκε από την θέση του συνοδηγού, πήδηξε στο οδόστρωμα και πλησίασε. Οι φαντάροι στάθηκαν προσοχή και χαιρέτησαν.

«Ανοίξτε την πύλη» είπε ξερά ο γαλονάς.

«Με όλο τον σεβασμό, πρέπει πρώτα να ενημερώσω τον διοικητή μου…» φώναξε ο πρώτος φαντάρος.

Ο αξιωματικός σήκωσε το όπλο με τον σιγαστήρα και πάτησε την σκανδάλη δύο φορές. Δύο σαΐτες, ποτισμένες με άγνωστο ναρκωτικό, βρήκαν τα δύο σαστισμένα παιδιά στο στήθος. Επιχείρησαν πανικόβλητοι να ξεκρεμάσουν τα τουφέκια τους αλλά έπεσαν αναίσθητοι πριν προλάβουν να πράξουν κάτι άλλο. Δύο μαυροφορεμένοι στρατιώτες πήδηξαν από την καρότσα και έσυραν τους φρουρούς στην άκρη του δρόμου. Άνοιξαν την πύλη και η νταλίκα εισέβαλλε στο στρατόπεδο.

 

Η Αθηνά κρατούσε ακόμα το χέρι του Αλέξη. Εκείνος γύρισε τον καρπό του για να κοιτάξει την ώρα. Η Αθηνά τράβηξε τα χέρια της ενοχλημένη.

«Συγνώμη… νευρική συνήθεια. Τι ώρα λες να είναι;»

«Δεν ξέρω. Περασμένα μεσάνυχτα. Τι σημασία έχει;»

 

Ο δορυφόρος είχε σταθεροποιηθεί στη νέα τροχιά του. Το κανόνι του ήταν έτοιμο. Τα τσιπ του μετρούσαν αντίστροφα αφαιρώντας δευτερόλεπτα από το τελευταίο εικοσάλεπτο.

 

Ο Αλέξης σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να βηματίζει. Η Αθηνά δεν μπορούσε να τον καταλάβει.

«Μα τι έχεις;»

Εκείνη τη στιγμή έτριξαν τα τζάμια του θαλάμου τους. Ο Αλέξης έτρεξε στο παράθυρο και κοίταξε έξω.

«Τι τρέχει;» τον ρώτησε.

«Δεν ξέρω.»

Έτρεξε αμέσως έξω από τον θάλαμο. Τον κυνήγησε από πίσω.

«Στάσου!»

 

 

Συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

intriguing...

Πολύ καλή ιδέα, πολύ καλή αρχή (το κομμάτι με τα κεφαλαία), πολλά ανοιχτά ενδεχόμενα στη συνέχεια, ελπίζω ότι έχεις τις απαντήσεις πρόχειρες γιατί άνοιξες πολλά θέματα μαζί. Ρίξε τη συνέχεια!

 

Ερώτηση: Το μαγνητικό πεδίο της σαρκοφάγου επηρεάζει μόνο τις επικοινωνίες, αλλά όχι πχ. το μηχανικό βαρούλκο ή τα όργανα του ελικοπτέρου;

 

Και τι δεν θα έδινα να είχαμε ένα κανάλι, ιδιωτικό ή δημόσιο, που να ενδιαφέρεται να χρηματοδοτήσει μια τέτοια σειρά το χρόνο, έστω. Αλλά τότε θα λεγόταν bbc το κανάλι και... όχι Ελλάδα η χώρα, ε;

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραίο είναι. Μήπως μπορούμε να έχουμε και συνέχεια πλιζζζζζζζζζζζζ....

Link to comment
Share on other sites

Ο Αλέξης βγήκε από τον θάλαμο και μόλις πρόλαβε να δει τον όγκο της νταλίκας να χάνεται ανάμεσα από τα υπόστεγα. Ανηφόριζε προς το ύψωμα. Χωρίς να χάσει καιρό όρμησε στο παρκαρισμένο τζιπ και πήδηξε πίσω από το τιμόνι. Έβαλε μπρος την στιγμή που τον πρόλαβε η Αθηνά.

«Μα τι κάνεις;»

«Είπαν πως το τζιπ είναι στη διάθεση μας…»

«Εννοώ, τι συμβαίνει;»

«Ίσως μπελάδες. Εσύ περίμενε εδώ.»

Χωρίς να του απαντήσει πήρε την θέση δίπλα του. Εκείνος δεν είχε καιρό για λογομαχίες. Πάτησε το γκάζι και απογείωσε το τζιπ.

 

Βρέθηκαν να ακολουθούν τα πίσω φώτα της νταλίκας βαθιά μέσα στη σκόνη και το χαλίκι που σήκωναν οι ρόδες του θηρίου. Ο δρόμος ήταν τραχύς, γεμάτος πέτρες και λακκούβες. Η Αθηνά κοίταζε ανήσυχη μια τον δρόμο μια τον Αλέξη. Κρατιόταν όσο καλύτερα μπορούσε για να μην πεταχτεί από το τζιπ.

 

Οι δύο φρουροί ξαφνιάστηκαν από την φασαρία μέσα στην σιγαλιά της νύχτας. Αποκομμένο, το πεδίο βολής ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και πρόσφερε απαράμιλλη θέα του έναστρου ουρανού. Ξαφνικά εισέβαλε το τεράστιο όχημα με τα δυνατά του φώτα, καλυμμένο μέσα στο ίδιο του το κουρνιαχτό. Επιχείρησε να σκαρφαλώσει την πλαγιά όσο μπορούσε, μετά πήρε στροφή και φρέναρε πλαγίως στους πρόποδες του υψώματος. Μαύρες φιγούρες άρχισαν να ξεπετάγονται μέσα από το σύννεφο και να τρέχουν προς τη σκοπιά. Οι δύο φρουροί ύψωσαν τα τουφέκια τους σαστισμένοι.

«Αλτ! Αλτ! Ακίνητοι!» πρόλαβαν να φωνάξουν.

Δέχτηκαν αμέσως τις σαΐτες που τους ξάπλωσαν αναίσθητους κάτω.

 

Οι εισβολείς ξεκίνησαν την γεννήτρια της σπηλιάς και στη συνέχεια έσπρωξαν στην άκρη το μηχανικό βαρούλκο. Κατέβασαν από την καρότσα τον δικό τους γερανό και τον τράβηξαν προς το άνοιγμα στο έδαφος.

 

Το τζιπ σταμάτησε σε απόσταση ασφαλείας. Ό,τι και να έτρεχε, ο Αλέξης δεν ήθελε να τον δουν. Κατέβηκαν με την Αθηνά από το τζιπ και με το κάλυμμα της νύχτας πλησίασαν όσο πιο κοντά μπορούσαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Είχαν ανάψει έναν προβολέα στη νταλίκα που φώτιζε την διαδικασία γύρω από την τρύπα. Ο γερανός είχε ασφαλιστεί στην θέση του.

«Μα τι κάνουν;» ψιθύρισε ο Αλέξης στον εαυτό του.

Ξαφνικά, ο προβολέας γύρισε προς το μέρος του και τον τύφλωσε. Παρέλυσε μη ξέροντας τι άλλο να κάνει. Είδε κάποιους από τους ένοπλους με τις μαύρες στολές να τρέχουν προς το μέρος του. Ενστικτωδώς γύρισε για να το βάλει στα πόδια. Κοκάλωσε στη θέα της Αθηνάς να τον σημαδεύει με ένα όπλο.

«Σε παρακαλώ. Μη κάνεις καμιά βλακεία» του είπε.

Δεν ήξερε τι να της πει. Τέσσερις στρατιώτες και ένας αξιωματικός τον κύκλωσαν αμέσως.

«Τι έχουμε εδώ;» γρύλισε ο γαλονάς.

«Τίποτα σημαντικό» απάντησε η Αθηνά, «Συνεχίστε με το πρόγραμμα.»

«Δεν ξέρετε τι κάνετε…» ξεστόμισε ο Αλέξης.

«Θα έλεγα το αντίθετο» τον έκοψε εκείνη.

Ο Αλέξης σήκωσε το βλέμμα του, κοίταξε νευρικά προς τα άστρα.

«Δεν καταλαβαίνεις. Όπου να’ναι αυτό το σημείο θα γίνει στάχτη.»

Το βλέμμα της κατσούφιασε.

«Ανόητε…Τι έκανες;» Γύρισε στους άλλους. «Γρήγορα! Τελειώνετε!»

Οι στρατιώτες έφυγαν τρεχάτοι. Ο αξιωματικός έδειξε τον Αλέξη.

«Κι αυτός;»

«Θα τον προσέχω εγώ.»

Έμειναν μόνοι τους κάτω από το φως του προβολέα.

«Ποιοι είστε;» τη ρώτησε.

Η Αθηνά του χαμογέλασε ειρωνικά.

«Μα, το Υπουργείο Πολιτισμού.»

 

Ορειβατικά σχοινιά βρήκαν τον πάτο της σπηλιάς. Τέσσερις στρατιώτες γλίστρησαν κάτω φορώντας προστατευτικά γάντια και μάσκες. Έτρεξαν αμέσως στη σαρκοφάγο και ανέλαβε ο καθένας και μία γωνία της. Με ηλεκτρικά πριόνια άρχισαν να κόβουν το μάρμαρο ασυγκίνητοι στις εξωτερικές, γλυπτές παραστάσεις που κατέστρεφαν. Πίσω τους, ο γερανός χαμήλωσε το μαύρο κουτί μέσα στον θόλο. Κάθισε συνθλίβοντας τα αρχαία κόκαλα. Ένας στρατιώτης άνοιξε ένα πορτάκι πάνω στο μαύρο κουτί. Από την ενδοσυνεννόηση στο κράνος του άκουσε τη φωνή του αξιωματικού του.

«Όπλισε το.»

Ο στρατιώτης πάτησε τα κουμπιά μέσα στο πορτάκι και επέστρεψε στη σαρκοφάγο. Οι πλευρές του κύβου άνοιξαν σαν ροδοπέταλα. Αποκάλυψαν έναν άλλον κύβο, μικρότερο αλλά πολύ πιο εντυπωσιακό. Περίτεχνο, από ατόφιο ασήμι, μια μηχανή από το παρελθόν. Χρυσαφί ανταύγειες πάλλονταν πίσω από κάθε του τρύπα και άνοιγμα. Το κουκούλωσαν αμέσως με μια επένδυση από καουτσούκ. Με δύο μπάρες το σήκωσαν και το έφεραν ακριβώς κάτω από το άνοιγμα στην οροφή του θόλου.

 

Επάνω είχαν μαζευτεί όλοι γύρω από την τρύπα. Η Αθηνά ήταν εκεί μαζί με τον Αλέξη, τον οποίο συνέχισε να σημαδεύει. Το αρχαίο σκεύος έφτασε στη κορυφή και έξω από το έδαφος. Οι στρατιώτες το αποσύνδεσαν αμέσως από τον γερανό και κατηφόρισαν βιαστικά προς την νταλίκα. Το έσπρωξαν μέσα στην καρότσα και με μια μεταλλική επένδυση το βίδωσαν στο πάτωμα. Παράτησαν τον γερανό και κουβάλησαν στην καρότσα και τους δύο ζαλισμένους φρουρούς. Η Αθηνά έκανε νόημα στον Αλέξη να ανέβει.

«Δεν νομίζω να θέλεις να μείνεις εδώ.»

Κανείς τους δεν γνώριζε πως ο δορυφόρος από πάνω τους έτρωγε το τελευταίο λεπτό στην αντίστροφη μέτρηση.

 

Η νταλίκα πήρε μπρος και ξεχύθηκε στην κατηφόρα, με κατεύθυνση όσο πιο μακριά γινόταν από το ύψωμα. Πίσω στην καρότσα, ο Αλέξης και η Αθηνά κάθονταν αντικριστά, μαζί με τους στρατιώτες. Το πλιάτσικο τους δέσποζε στο κέντρο, ανάμεσα τους. Το κοίταξαν και οι δύο και μετά διασταύρωσαν τα βλέμματα τους.

 

Ο δορυφόρος ενώθηκε με τον πλανήτη με μια συνεχόμενη κόκκινη γραμμή λέιζερ. Ο έναστρος ουρανός χωρίστηκε στα δύο με την τομή να βρίσκει το πεδίο βολής. Κοκκίνισε όλο το ύψωμα. Ο θόλος. Τα ιερογλυφικά. Το μαύρο κουτί. Χάθηκαν στο κόκκινο που μετατράπηκε αμέσως σε καυτό λευκό. Άσπρισε η νύχτα καθώς το ύψωμα μεταμορφώθηκε σε ηφαίστειο. Το φλεγόμενο μανιτάρι σηκώθηκε ψηλά με την κάψα του να απλώνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η νταλίκα τραντάχτηκε βίαια και πάσχισαν όλοι να κρατηθούν από κάπου. Οι ρόδες άρχισαν να καπνίζουν και να γλιστρούν πέρα δώθε στον δρόμο. Ξερή θάμνοι και μερικά δέντρα γύρω τους άρπαξαν φωτιά. Μέσα στην καρότσα δονούνταν το σύμπαν από τις φλεγόμενες πέτρες που αναπηδούσαν στην οροφή της πυραμίδας. Όλο το ύψωμα πίσω και γύρω τους φλεγόταν.

«Περίμενα ένα πιο διακριτικό, χειρουργικό χτύπημα» είπε ο Αλέξης σα να δικαιολογούνταν.

«Βάλαμε και κάτι δικό μας. Κάναμε μπόμπα το λικέρ» είπε η Αθηνά μειδιώντας.

 

Πέρασαν μέσα από το ανάστατο στρατόπεδο χωρίς κανέναν να τους δώσει μια στοιχειώδη σημασία. Όλοι οι φαντάροι ήταν έξω και κοίταζαν την τεράστια φωτιά που υψωνόταν εντυπωσιακή στον νυκτερινό ουρανό. Η κεντρική πύλη του στρατοπέδου ήταν κλειστή. Η νταλίκα την πήρε μαζί της και συνέχισε ακάθεκτη μέχρι να την καταπιεί το σκοτάδι.

 

Η Αθηνά ανάσανε ανακουφισμένη. Το βλέμμα του Αλέξη πάνω της ήταν σκληρό.

«Δεν έχετε ιδέα τι κρατάτε στα χέρια σας.»

«Γιατί, εσύ έχεις;»

Η Αθηνά ξεκούμπωσε το πουκάμισο της και τράβηξε τον γιακά της. Λίγο πιο πάνω από τη γραμμή του στηθόδεσμου της είχε το τατουάζ. Το τρίγωνο με τον εσώκυκλο. Την κοίταξε έκπληκτος.

«Είστε δικοί μας… Μα τότε… Δεν καταλαβαίνω.»

«Δυστυχώς για σένα.»

«Ξέρεις πολύ καλά τι έπρεπε να γίνει. Αυτή η μηχανή πρέπει να καταστραφεί. Φαντάζεσαι τις επιπτώσεις αν πέσει σε λάθος χέρια;»

«Δεν είναι σε λάθος χέρια. Είναι στα δικά μας χέρια. Αυτό το μηχάνημα είναι η κληρονομιά μας. Μας ανήκει.»

«Ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είναι έτοιμος γι αυτή τη τεχνολογία.»

«Είσαι τόσο αφελής. Ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει φτάσει στο τέλος του. Εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε. Οι ισραηλίτες έχουν ήδη στα χέρια τους την κιβωτό της Διαθήκης. Είναι ζήτημα χρόνου πριν μάθουν πώς να τη λειτουργούν.»

«Και η οδηγία; Αυτή πότε καταργήθηκε;»

«Ευτυχώς δεν έχουμε μείνει όλοι στις δεισιδαιμονίες της παλιάς τάξης. Κάποιοι από μας σκεφτόμαστε το μέλλον. Αυτό θα πρέπει να το καταλάβετε και οι υπόλοιποι. Κάποια μέρα η Ατλαντίδα θα αναδυθεί ξανά.»

«Ξεχνώντας τι την βύθισε; Σκέφτεστε επικίνδυνα.»

Η Αθηνά χαμογέλασε και σήκωσε την κάνη της.

«Θέλω να ξέρεις πως μου αρέσεις πολύ Αλέξη. Λυπάμαι που βρίσκομαι εγώ στην πλεονεκτική θέση.»

«Όχι, δεν λυπάσαι.»

«Έχεις δίκιο. Δεν λυπάμαι. Θα τα ξαναπούμε μια άλλη φορά.»

Πίεσε την σκανδάλη. Η σαΐτα τον βρήκε στο στήθος. Την κοίταξε ξαφνιασμένος και συσπάστηκε το πρόσωπο του. Ένιωσε μια αναγούλα καθώς άρχισε να σκοτεινιάζει το βλέμμα του. Έγειρε και έπεσε καταγής.

 

Ήταν πάλι εκεί, σε εκείνο το δωμάτιο. Έξω από το παράθυρο άκουγε τη βοή του παζαριού κάτω στο στενοσόκακο. «Ο Θεός είναι μεγάλος» φώναζε ο χότζας από τον αθέατο μιναρέ. Χαλιά, βιβλία, μπιμπελό και βαριά έπιπλα πασπαλισμένα με αρχαία σκόνη τους κύκλωναν. Καθόταν στο τραπέζι απέναντι από τον ηλικιωμένο άντρα, τον γέρο αιγύπτιο με την πυκνή γενειάδα. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια μικρή υδρόγειος, ανοιγμένα βιβλία και χάρτες, κασετίνες και ναυτικές πυξίδες. Στη μέση δέσποζε ο μεταλλικός σκελετός μιας πυραμίδας σε μικρογραφία. Μέσα στο σκελετό υπήρχε μια κρυστάλλινη σφαίρα. Κάτι ψιθύρισε ο γέρος προς το μέρος του. Ήταν πάλι παιδί, ένα δεκάχρονο αγόρι. Κρεμόταν από κάθε λέξη που έβγαζαν τα ζαρωμένα χείλη. Ο γέρος πήρε το χέρι του παιδιού στο δικό του και το οδήγησε στη κρυστάλλινη σφαίρα. Ο ύμνος του χότζα ξαφνικά δυνάμωσε μέσα στο κεφάλι του.

 

Ξύπνησε ξαπλωμένος σε ένα παγκάκι. Τινάχτηκε όρθιος νιώθοντας κάπως αποπροσανατολισμένος. Κάθισε βαρύς στο παγκάκι. Τα γόνατα του ήταν αδύναμα. Η ζαλάδα και η αναγούλα εναλλάσσονταν από το κεφάλι στο στομάχι. Όπου και να κοιτούσε τα πάντα έμοιαζαν να κυματίζουν σαν να βρίσκονταν κάτω από το νερό. Βρισκόταν σε μια πλατεία και υπήρχε αρκετός κόσμος γύρω του. Ελάχιστοι τον κοίταζαν φανερά. Κάποιοι υπέθεταν πως ήταν μέθυσος, άλλοι τον πήραν για ναρκομανή. Έψαξε τις τσέπες του και βρήκε ανακουφισμένος το κινητό του. Χρειάστηκε κάποιος κόπος να πατήσει τα σωστά κουμπιά για να πιάσει τη γραμμή που ήθελε.

«Αλέξης…Σιφναίος… Κάπου στον Πειραιά νομίζω. Μια πλατεία… Ναι, θα το αφήσω ανοικτό. Κάντε γρήγορα.»

Άφησε το κινητό ανοιχτό στα γόνατα του και αναστέναξε. Προαισθανόταν πονοκέφαλο.

 

Στο υπόγειο γκαράζ άντρες και γυναίκες στο χακί γέμιζαν σειρές από πάγκους με οθόνες κομπιούτερ να χρωματίζουν γαλάζια τα τραβηγμένα τους χαρακτηριστικά. Επικρατούσε ένταση και σφυριχτοί ψίθυροι. Πίσω τους στο σκοτάδι με το ζόρι διακρίνονταν τα παρκαρισμένα στρατιωτικά οχήματα. Ένας αξιωματούχος βημάτιζε νευρικά πάνω από τα κεφάλια τους. Ο Αλέξης καθόταν σε ένα από τα ράντζα, σε μια φωτισμένη γωνία, μαζί με τον γιατρό. Κατάπινε χάπια μαζί με γουλιές καφέ.

«Νιώθεις καλύτερα;»

Ο Αλέξης κούνησε αδύναμα το κεφάλι του. Τους πλησίασε ο αξιωματούχος με βαρύ βλέμμα.

«Πως είσαι Αλέξη;»

«Μόλις… Τι στο διάολο με χτύπησε;»

«Αναλύουμε τώρα το αίμα σου. Θα το μάθουμε σύντομα» είπε ο γιατρός.

«Αυτό που έγινε είναι πολύ σοβαρό» είπε ο αξιωματούχος τρίζοντας τα δόντια του, «Καταλαβαίνεις τις επιπτώσεις που θα έχουν τα σημερινά γεγονότα; Δεν ξέρω τι να υποθέσω!»

«Τι θα κάνουμε;»

«Θα πρέπει να καλέσουμε τη σύγκλητο. Σε παγκόσμιο επίπεδο.»

«Δεν έχει γίνει τέτοια σύναξη εδώ και…πενήντα χρόνια» παρατήρησε ο γιατρός.

«Τους εντοπίσατε πουθενά;» ρώτησε ο Αλέξης.

«Όχι ακόμα. Νιώθεις αρκετά δυνατός να κάνεις μια προσπάθεια για μας;»

«Μπορώ να δοκιμάσω. Χρειάζομαι κάποια ησυχία.»

 

Τον βοήθησε ο γιατρός να σηκωθεί. Τον έφεραν σε ένα μικρό δωμάτιο με λευκούς τοίχους, ένα ράντζο και ένα φωτάκι στο ταβάνι. Μπήκε μέσα μόνος του και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ξάπλωσε στο ράντζο και από τη τσέπη του έβγαλε μια μικρή κρυστάλλινη μπίλια. Την έσφιξε μέσα στη χούφτα του και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. Έκλεισε τα μάτια και άρχισε να ελέγχει την αναπνοή του. Εισπνοή. Εκπνοή. Σιγά-σιγά άρχισε να κοκαλώνει. Το φωτάκι στο ταβάνι άρχισε να τρεμοπαίζει και ο φωτισμός χαμήλωσε αισθητά. Γύρω του ζωντάνεψε ένας δυνατός βόμβος. Η μηχανή ενός πλοίου.

 

Ένα συνηθισμένο πλοίο της γραμμής, ένα από τα παλιά, διέσχιζε μέσα στη νύχτα τα μαύρα νερά του Αιγαίου. Ελάχιστα από τα φώτα του ήταν αναμμένα. Στο κατάστρωμα του σουλάτσαραν οι στρατιώτες στα μαύρα. Τα αυτόματα κρέμονταν έτοιμα από τους ώμους τους. Δεν ήταν καθόλου χαλαρωμένοι. Αφουγκράζονταν επιφυλακτικά το σκοτάδι που τους κύκλωνε.

 

Κάτω, στο γκαράζ του πλοίου, έστεκε μόνο ένα όχημα. Η νταλίκα με τα χρώματα του καμουφλάζ.

 

Η Αθηνά ήτα;ν στην καμπίνα της συντροφιά με ένα μπουκάλι ουίσκι. Καθόταν στο μικρό γραφείο, απέναντι από το ανοικτό λάπτοπ και έπινε κοφτές γουλιές από ένα ποτήρι. Στην οθόνη περνούσαν τα ιερογλυφικά της σπηλιάς. Κάποιος χτύπησε την πόρτα.

«Εμπρός.»

Μπήκε ο αξιωματικός που είχε επιβλέψει την επιχείρηση.

«Βλέπεις τίποτα;»

«Βλέπω πολλά. Οι αγαπημένοι μας πρόγονοι δεν κάθισαν να γράψουν τόσα για να μην τους καταλάβουμε. Αυτό εδώ το βλέπεις; Νομίζω πως είναι χάρτης.»

«Χάρτης; Δηλαδή;»

«Πολύ πιθανό να στιγματίζει άλλες τοποθεσίες με θαμμένους θησαυρούς της Ατλαντίδας.»

Χαμογέλασαν και οι δύο ευχαριστημένοι.

 

Βγήκε στο κατάστρωμα μόνη, τυλιγμένη σε μια ζακέτα. Ο βραδινός θαλασσινός αέρας ήταν ψυχρός. Έγειρε στα κάγκελα και βυθίστηκε σε σκέψης παρακολουθώντας τον αφρό να φωσφορίζει λευκός πάνω στα μαύρα νερά. Ξαφνικά τέντωσε τον λαιμό της. Μια αίσθηση γαργάλισε τον σβέρκο της. Γύρισε ταραγμένη να δει και της κόπηκε η αναπνοή. Η μορφή του Αλέξη ήταν εκεί.

«Πως…;»

«Αθηνά. Δεν μπορείτε να το κερδίσετε αυτό. Σας εντοπίσαμε και ξέρεις τι έχει να ακολουθήσει.»

 

Συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

«Έπρεπε να σε είχα σκοτώσει» του είπε πικρόχολα.

«Δεν υπήρχε λόγος να σου γνωστοποιήσω την παρουσία μου. Σου ζητώ να φερθείς λογικά. Εγκαταλείψτε το πλοίο. Δεν έχετε πολύ χρόνο.»

«Το ξέρεις πως η πλευρά σου έχει άδικο. Έτσι δεν είναι; Γι αυτό είσαι μπροστά μου αυτή τη στιγμή.»

«Η εξελίξεις είναι πολύ γρήγορες. Πρώτα μετράει η οδηγία.»

«Ανόητε. Σε λυπάμαι.»

Η μορφή του Αλέξη εξατμίστηκε χωρίς άλλα λόγια. Η Αθηνά έμεινε μόνη και φοβισμένη στο κατάστρωμα.

 

Το φως δυνάμωσε πάλι μέσα στο δωμάτιο. Ο Αλέξης άνοιξε τα μάτια του και ανασηκώθηκε καταϊδρωμένος. Επέστρεψε σκεφτικός στο γκαράζ όπου τον περίμεναν οι άλλοι. Μόλις τον αντιλήφτηκαν γύρισαν όλο προσμονή τα βλέμματα τους πάνω του. Ο αξιωματούχος έσπευσε στο πλάι του.

«Λοιπόν;»

«Είναι σε πλοίο. Το Άνδρος. Στα ανοικτά της Μήλου με κατεύθυνση νοτιοδυτικά.»

«Έξοχα. Μπράβο Αλέξη.»

Ο αξιωματούχος γύρισε στον ασύρματο για να δώσει οδηγίες. Ο Αλέξης όμως δεν ένιωθε καθόλου καλά. Μια βαριά πέτρα είχε καθίσει ξαφνικά στο στομάχι του. Εκείνη την στιγμή δύο F-16 απογειώνονταν στην Τανάγρα ενώ ο αξιωματούχος είχε άμεση επικοινωνία με έναν από τους πιλότους.

«Όταν εντοπίσετε τον στόχο υπάρχει η πιθανότητα να χάσουμε επικοινωνία. Η διαταγή παραμένει σαφής. Καταστρέψατε άμεσα και ολοκληρωτικά.»

«Εντολή ελήφθη» έκρωξε ο ασύρματος.

 

Στη γέφυρα του Άνδρος ο αξιωματικός της επιχείρησης είχε να αντιμετωπίσει μια πανικόβλητη Αθηνά. Ο καπετάνιος, κάποιοι του πληρώματος και δύο στρατιώτες βρέθηκαν αναγκαστικοί μάρτυρες της βιαστικής συνομιλίας.

«Δεν καταλαβαίνω. Πως είσαι τόσο σίγουρη;»

«Δεν έχει σημασία. Απλώς το ξέρω. Πρέπει να εγκαταλείψουμε το πλοίο. Τώρα!»

«Αθηνά, ξέρεις πόσο προσέχω τη διαίσθηση σου… αλλά δεν νομίζω πως είναι δυνατόν να μας εντοπίσουν. Όχι τόσο γρήγορα.»

«Μας βρήκαν και το ξέρω. Μη με αμφισβητείς. Θα στοιχίσει σε όλους μας.»

«Δεν το δέχομαι. Το πρόγραμμα εξελίσσεται άψογα. Τι σ’έπιασε ξαφνικά;»

«Κι αυτό που έγινε στη βάση; Ήταν κι αυτό στο πρόγραμμα; Μας βλέπουν Ανδρέα!»

Το βλέμμα του άντρα έσπασε προδίδοντας απελπισία.

«Αθηνά…»

«Το ξέρω. Δεν νομίζεις πως το ξέρω; Το περιμέναμε πολύ καιρό αυτό. Χάσαμε όμως το πλεονέκτημα μας. Τώρα μας ξέρουν. Ανδρέα, δώσε το παράγγελμα!»

«Το μοναδικό μας πλεονέκτημα είναι αυτό που κρατάμε στο χέρι μας. Μου ζητάς να το εγκαταλείψω. Να καταστραφεί.»

«Έχουμε κερδίσει περισσότερα. Δώσε το παράγγελμα.»

 

Ο αξιωματικός προχώρησε στο ταμπλό του τοίχου και πάτησε το κουμπί. Αμέσως ξέσπασε η σειρήνα σε όλο το πλοίο. Έσκυψε προς την ενδοσυνεννόηση και έστειλε στα ηχεία το παράγγελμα.

«Προσοχή! Εγκαταλείπουμε το πλοίο. Σπεύσατε στις λέμβους. Κατάσταση συναγερμού Ασημογραμμή! Μην χασομεράτε! Άπαντες στις λέμβους.»

Οι φρουροί με τα μαύρα άρχισαν να εγκαταλείπουν τροχάδην τις καμπίνες και τις φρουρές τους προς το κατάστρωμα. Οι κινήσεις τους αν και βιαστικές δεν πρόδιδαν πανικό. Επιβιβάζονταν οργανωμένα στις λέμβους.

 

Η Αθηνά μπήκε βιαστικά στη καμπίνα της και ανοίγοντας το λάπτοπ έσπρωξε το σι-ντι εγγραφής στη λεπτή θυρίδα. Είχε να αντιγράψει ένα πολύτιμο αρχείο.

 

Ο γιατρός τύλιξε το πιεσόμετρο στο μπράτσο του Αλέξη και άρχισε να τρομπάρει.

«Είσαι καλύτερα. Η πίεση σου είναι ομαλή.»

«Αισθάνομαι χάλια.»

«Αν έκοβες και το πιοτό θα έβλεπες τη διαφορά.»

Ο Αλέξης σήκωσε το βλέμμα του και κάρφωσε τον γιατρό. Εκείνος χαμογέλασε απολογούμενος.

«Ξέρω πως είναι αργά για κρύο χιούμορ.»

«Δεν είναι μόνο αυτό…»

«Ξέρω. Το νιώθω κι εγώ. Όλοι μας το νιώθουμε.»

«Τότε γιατί πυροβολούμε πρώτα και κάνουμε τις ερωτήσεις μετά;»

Ο γιατρός ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν αμφισβήτησα ποτέ την οδηγία» συνεχίζει ο Αλέξης, «Όπως όλοι μας. Ήταν το πιστεύω, η ασφάλεια, η λογική μας. Στη θεωρία… Μετά έρχεται η πραγματικότητα και σκάει στη μούρη σου. Την είδα. Ήταν εκεί μπροστά μου. Να άπλωνα το χέρι μου θα την άγγιζα. Ένιωσα τη δύναμη της. Την αλήθεια της. Την αναμφισβήτητη απόδειξη της δικής μου αλήθειας. Όχι τα παραμύθια με τα οποία μεγαλώσαμε και τα κάναμε δόγμα. Ήταν η ταυτότητα όλων μας. Πως σκοτώνεις κάτι τέτοιο;»

«Δεν μπορείς… Δεν μπορείς…» συμφώνησε πικρά ο γιατρός.

 

Οι λέμβοι άρχισαν να αγγίζουν το μαύρο νερό και να απομακρύνονται από το πλοίο. Είχαν μείνει δύο-τρεις ακόμα που ανέμεναν για να κατεβούν. Ο αξιωματικός επέβλεπε την διαδικασία και ταυτόχρονα αφουγκραζόταν τη νύχτα για κάποιο ίχνος των άλλων. Έδειξε μια κάποια ανακούφιση όταν είδε επιτέλους και την Αθηνά να καταφθάνει τρεχάτη.

«Άντε…» της έκανε δείχνοντας μια από τις λέμβους.

Εκείνη πήγε να πει κάτι όταν το ηχητικό μπουμ των F-16 έσκασε πάνω από τα κεφάλια τους. Τα άκουσαν να σχίζουν αθέατα τον νυχτερινό ουρανό και προς στιγμή κοκάλωσαν. Οι υπόλοιποι στρατιώτες πήδησαν στις λέμβους και οι δύο από αυτές άρχισαν αμέσως να κατεβαίνουν.

«Γρήγορα…» της είπε όταν εκείνη τον σταμάτησε.

Ήταν κατάχλομη αλλά είχε αίμα στο βλέμμα. Του έδωσε στο χέρι το σι-ντι και έκανε πίσω.

«Φύλαξε το σαν τα μάτια σου» του είπε.

«Αθηνά! Τι κάνεις;! Που πας;!»

Άρχισε να τρέχει μακριά τους.

«Φύγετε!»

«Αθηνά!»

«Ανδρέα, φύγετε!»

Ο αξιωματικός δεν ήξερε τι να κάνει. Στη τελευταία λέμβο τον περίμεναν τρεις άντρες του. Το ουρλιαχτό των F-16 άρχισε πάλι να δυναμώνει. Έβαλε το σι-ντι στο τσεπάκι του και πήδηξε δίπλα στους στρατιώτες του.

 

Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ανάμεσα σε στενούς διαδρόμους και στροφές, πληγώνοντας τους ώμους της στους μεταλλικούς τοίχους. Κατέβαινε τα σκαλοπάτια τρία-τρία. Ο πιλότος του πρώτου F-16 χαμήλωσε προς τα κύματα και όπλισε τις ρουκέτες του. Αχνά φωτισμένο, το περίγραμμα του πλοίου ήταν ίσια μπροστά. Το Άνδρος ήταν ένας ακίνητος στόχος πάνω στη κατάμαυρη θάλασσα.

 

Έφτασε λαχανιασμένη στο γκαράζ. Κατέβασε την γροθιά της στο πλατύ κόκκινο κουμπί του ταμπλό και ταυτόχρονα άκουσε τις τροχαλίες μέσα στα τοιχώματα να περιστρέφονται. Ο καταπέλτης του πλοίου άρχισε να χαμηλώνει. Χωρίς να πάρει ανάσα έφτασε με λίγες δρασκελιές στη νταλίκα και σκαρφάλωσε πίσω από το τιμόνι. Γύρισε το κουμπί και η μηχανή πήρε αμέσως μπροστά. Της διέφυγε ένα χαρούμενο επιφώνημα και τα χείλη της ψέκασαν ιδρώτα. Ήταν μούσκεμα. Έβαλε πρώτη, αμέσως δεύτερη ταχύτητα και πάτησε γκάζι χωρίς να λυπάται τον συμπλέκτη. Χίμηξε προς την πόρτα με τον καταπέλτη ακόμα στα μισά.

«Άνοιξε! Άνοιξε πανάθεμα σε!» ούρλιαξε.

 

Οι δύο πιλότοι πάτησαν ταυτόχρονα τα μικρά κουμπιά στην άκρη του αντίχειρα τους. Τέσσερις πύραυλοι άφησαν τα φτερά τους και όρμησαν προς το Άνδρος. Οι άντρες στις βάρκες δεν μπορούσαν να δουν ούτε τα αεριωθούμενα ούτε όμως και τους πύραυλους που είχαν εξαπολύσει. Είδαν όμως το σκοτάδι να γεννά τέσσερα λευκά φίδια που επιμηκύνονταν ταχύτατα προς το ανυπεράσπιστο πλοίο.

 

Η Αθηνά άφησε μια κραυγή, και έχοντας φτάσει σε μέγιστη ταχύτητα, καβάλησε με τη νταλίκα τον καταπέλτη που δεν είχε ακόμα φτάσει στο τέρμα του. Το όχημα εκτινάχτηκε στο κενό και πραγματοποίησε ένα εντυπωσιακό μακροβούτι σκάζοντας πάνω στο κύμα και τινάσσοντας κατάλευκο αφρό. Κανείς δεν πρόλαβε να δει την καρότσα να καταπίνεται από την θάλασσα γιατί ταυτόχρονα το πλοίο τινάχτηκε στον αέρα σε μια εκτυφλωτική έκρηξη. Τα F-16 άγγιξαν για κλάσματα δευτερολέπτου το φλεγόμενο μανιτάρι που αναδύθηκε από το κατεστραμμένο πλεούμενο. Μαυρισμένο, παραμορφωμένο μέταλλο χάθηκε μέσα σε αφρίζοντα κύματα και εκεί που πριν υπήρχε φωτιά και κόλαση ήρθε πάλι το κυρίαρχο σκοτάδι. Σαν να έσβησε ένα κερί.

 

Τρεις λέμβοι του Άνδρος, μαζί με πολλά άλλα ελαφρά συντρίμμια, στέκονταν ξεβρασμένα πάνω στα χαλίκια της μουντής ακτής. Το χλωμό πρωινό ζωγράφιζε μια καταθλιπτική εικόνα. Στάχτες στιγμάτιζαν το άχρωμο κύμα και μια απαίσια μυρωδιά καυσίμων έκαιγε τα ρουθούνια του Αλέξη. Στρατιώτες στο χακί είχαν σκορπίσει από άκρη σε άκρη της παραλίας ψάχνοντας για κάποιο χρήσιμο στοιχείο. Είδε τον αξιωματούχο να τον πλησιάζει. Ο ένας καθρέπτιζε πάνω στον άλλο την απογοήτευση του.

«Θα τους βρούμε. Που θα κρυφτούν;» είπε ο στρατιωτικός σα να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του.

«Δεν θα τους βρούμε» είπε ο Αλέξης.

«Γιατί;»

«Δεν έχουμε να κάνουμε με συνήθεις αντάρτες στρατηγέ. Το κίνημα είναι βαθύτερο απ’όσο δείχνει. Βάζω στοίχημα πως θα το διαπιστώσουμε όλοι μας στην επόμενη σύγκλητο. Τα πράγματα έχουν αλλάξει.»

«Που το πας;»

«Πρέπει να σκεφτούμε. Να το σκεφτούμε όλοι μας.»

 

Απομακρύνθηκε για να μείνει μόνος με τις σκέψεις του. Περπάτησε στην κόψη του κύματος παρακολουθώντας το σκηνικό και νιώθοντας πικρά απογοητευμένος. Κοίταξε το ρολόι του και διαπίστωσε πως είχε σταματήσει. Έβγαλε το κινητό του. Δεν είχε σήμα. Γύρισε το βλέμμα του προς τη θάλασσα και του ξέφυγε ένα χαμόγελο.

 

Τέλος

 

Αυτός ήταν ο πιλότος που είχα γράψει, και… στην ιδέα έμεινε. Sorry, αλλά όχι μόνο δεν έγραψα ποτέ μια συνέχεια, ούτε καν τη σκέφτηκα. [Ήταν μια παραγγελία του Σίφη Κούνδουρου (υιού του Νίκου), να γράφαμε κάτι το «φανταστικό» για την τηλεόραση. Είχα ήδη την ιδέα στο μυαλό μου και αυτό είναι το σενάριο που του παρέδωσα. Όπως καταλαβαίνεται, δεν προχώρησε το πράγμα.]

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..