Ivan Gig Nth Yuk Posted August 27, 2008 Share Posted August 27, 2008 Όνομα Συγγραφέα: Απόστολος Τ. Είδος: Επιστημονική Φαντασία Αριθμός Λέξεων: 1018 Αυτοτελής: Ναι Σχόλια: Ευχαριστώ τον αδερφό μου για τη βοήθεια. Αν δε με βοηθούσε δε θα έγραφα για το διαγωνισμό. Ξεχασμένοι Δρόμοι Ήταν πλέον αργά το βράδυ. Μόλις τελείωσε την τρίτη ανάγνωση του σεναρίου και ετοιμάστηκε να κοιμηθεί. Ξάπλωσε στο κρεββάτι του, φόρεσε το μεταλλικό στεφάνι στο κεφάλι του και αφού έβαλε το φλασάκι με τις μνήμες στο μηχάνημα έκλεισε τα μάτια του και χαλάρωσε. Πολύ σύντομα βυθίστηκε σ' έναν βαθύ ύπνο αφήνοντας το μυαλό του να αφομοιώσει τις μνήμες του πρωταγωνιστή. Για τους επόμενους μήνες θα μοιράζονταν το σώμα του με τις τεχνητές μνήμες του ήρωα που θα υποδύονταν. Το επόμενο πρωί σηκώθηκε ξεκούραστος. Τα όνειρά του έμοιαζαν θολά σαν αναμνήσεις από μια παλιά του ζωή, κομμάτια του εαυτού του που χαθήκανε μέσα στο χρόνο. Σαν απ' το πουθενά ένιωσε την ανάγκη να ψάξει στο σπίτι για τη γυναίκα του. Αμέσως θυμήθηκε πως δεν είναι παντρεμένος. “Οι παρενέργειες” ψιθύρισε και πήρε ένα απ' τα χαπάκια που του έδωσαν μαζί με το φλασάκι. Του είχαν πει πως θα τον κρατήσουν σε εγρήγορση το πρωί μέχρι να φτάσει στο στούντιο που θα γίνονταν τα γυρίσματα. Μετά θα περνούσε η επίδραση -πράγμα επιθυμητό για την ταινία. Το επόμενο θα το έπαιρνε μετά το τέλος των γυρισμάτων. Και αυτό θα συνεχίζονταν όσο διαρκούσε η ταινία, διαδικασία τυπική. Είχε περάσει ένας μήνας. Το πιο κουραστικό ήταν η επανάληψη. Η επανάληψη των σκηνών τον σκότωναν. Γυρνούσε σπίτι του κατάκοπος και απλώς ξάπλωνε στο κρεββάτι. Του είχαν πει πως όταν το κάνεις αυτό για πρώτη φορά βιώνεις έντονα της σκηνές της ταινίας. Και ήταν αλήθεια. Στα όνειρά του έβλεπε της σκηνές αυτές. Μόνο που οι κάμερες και το προσωπικό δεν υπήρχε και όλες του οι πράξεις έμοιαζαν να μετράνε. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως πριν σκεφτεί καν τί θα ήταν καλύτερο να κάνει, το έκανε, μηχανικά, σχεδόν σα να αδιαφορούσε για τη ζωή του. Και όλα τα όνειρα ήταν εφιάλτες. “Ήταν ανάγκη να διαλέξω τέτοια ταινία για να το δοκιμάσω; Θα έπρεπε να έκανα κάτι πιο ελαφρύ για πρώτη φορά, καμιά χαζοκομωδία, να συνηθίσω πρώτα.” έλεγε συχνά στον εαυτό του, ξαπλωμένος, ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε. Και ο σκηνοθέτης τον είχε βάλει στο μάτι. Ένας ηθοποιός να πήγαινε και να κάνει προτάσεις για να αλλάξει διαλόγους και σκηνές. Στην αρχή ήταν απλώς μικροαλλαγές στους διαλόγους με τις οποίες κανείς δεν είχε πρόβλημα. Καθώς περνούσε όμως ο καιρός άρχιζε να είναι πιο απαιτητικός. Διαφωνούσε για τον τρόπο που δρούσε και σκέφτονταν ο χαρακτήρας σε σημαντικές σκηνές. Μάλιστα του έλεγε πως ο χαρακτήρας δεν είναι ρεαλιστικός. Και αυτό που πάντα ζητούσε να αλλάξει ήταν το τέλος. Όσες φορές και να είχε διαβάσει το σενάριο δε μπορούσε πλέον να χωνέψει το τέλος. Αισθανόταν έναν κόμπο σου λαιμό με τη σκέψη ότι θα αναγκαστεί να παίξει τις σκηνές αυτές. Ένιωθε σα να ξέρει το μέλλον αλλά να μη μπορεί να το αποτρέψει. Σαν η ζωή των ανθρώπων να είναι γραμμένη σ' ένα χαρτί, αναλλοίωτη και αυτός να κατάφερε να ρίξει μια ματιά στο βιβλίο του θεού. Και οι μνήμες ολοένα γίνονται δικές του. Ή ίσως ο ήρωας να χάνεται μέσα του, όντας ένα μικρό κομμάτι μέσα στο μυαλό του, ανίκανο να μιλήσει με τη δικιά του φωνή οπότε σιγά-σιγά χάνεται, πνίγεται μέσα στη θάλασσα του δημιουργού του, αυτού που του δίνει ζωή. Και τον αλλάζει. Είχε αρχίσει και πάλι το κάπνισμα. Του θύμιζε τις μέρες στο εξοχικό τους με τη γυναίκα του, καθισμένοι δίπλα στη θάλασσα, να αγναντεύουν, καθώς ο ήλιος χανόταν, βάφοντας χρυσοκίτρινο το νερό που κουνιόταν ρυθμικά, γαληνεύοντάς τους. Του θύμιζε τις μέρες που ήταν χαρούμενος μαζί της. Πόσο μισούσε αυτές τις μνήμες. Είχαν αρχίσει να γίνονται κομμάτι της ζωής του. Έκανε πράγματα απίστευτα. Λες και ξυπνούσε μέσα του ένας άλλος άνθρωπος και έπαιρνε τον έλεγχο της ζωής του. Αλλά πιο πολύ ζήλευε. Ζήλευε που ο ήρωας, η μαριονέτα του, είχε ζήσει μια τόσο όμορφη ζωή τόσο υπέροχη και αυτός απλώς την παρίστανε. Και μερικές φορές έπιανε τον εαυτό του να εύχεται κάποια μέρα να τα χάσει τελείως, να γίνει για πάντα ο άλλος και να περιπλανιέται σε ξεχασμένες παραλίες τα βράδια και να καπνίζει τσιγάρα. Και ας έκανε μόνο αυτό. Και πόσο μισούσε τον εαυτό του που το ευχόταν. Τα γυρίσματα όλο και πλησίαζαν στο τέλος. Και όλο και πιο πολύ διαφωνούσε με το προσωπικό. Για τα ρούχα που θα φορούσε για τα λόγια που θα έλεγε. Ακόμα και για την προφορά του. Όμως όλοι αδιαφορούσαν. Έτσι πέτρωσε την καρδιά του άφησε το μίσος του για τον ήρωα να τον κυριέψει, αυτή η ζήλια και έπαιξε την τελευταία σκηνή. Θυμήθηκε πως ήταν να βρίσκεται στην αγκαλιά της. Θυμήθηκε τα βράδια που περνούσαν μαζί, τη μέρα που τη ζήτησε σε γάμο. Και όλα αυτά είχαν τελειώσει. Τα είχε τελειώσει ο ίδιος. Και αύριο το πρωί αφού είχε κοιμηθεί στο κρεββάτι του, ήσυχος σα να μη συνέβη τίποτα όλα αυτά θα είχαν χαθεί. Θα φορούσε και πάλι το στεφάνι, θα έβαζε το φλασάκι και το άλλο πρωί. Ένιωθε πως ήταν ένα τέρας. Χωρίς ψυχή. Πως θα μπορούσε να το κάνει σε αυτήν; Μετά από τόσα πολλά. Γιατί; Πως θα το έκανε σε αυτόν; Στον εαυτό του. Ήταν πλέον αργά το βράδυ. Τα φώτα στο στούντιο είχαν κλείσει. Τα γυρίσματα είχαν τελειώσει αλλά αυτός σα διαρρήκτης είχε βουτήξει τα κλειδιά από τον φύλακα το απόγευμα. Και περπατούσε μόνος του, αργά μέσα στο σκοτάδι. Ψάχνοντας, σα κλέφτης να ξεκλέψει λίγα ακόμα λεπτά απ' τη ζωή του, πριν το τέλος. Ήταν στο σπίτι του, στο σαλόνι. Οι πιο ακριβοί καναπέδες που είχε αγοράσει με τη γυναίκα του το στόλιζαν. Το κοιτούσε έτσι σκοτεινό και το μυαλό του γέμιζε μνήμες απ' τις γιορτές. Πρωτοχρονιά και το σαλόνι γεμάτο κόσμο, οικογένεια και φίλοι, φωνές, γύρω απ' το τεράστιο τραπέζι που στήναν κάθε χρόνο. Λιχουδιές της γυναίκας του, καλαμπούρι, μυρωδιές, ο ήχος απ' τον φελλό της σαμπάνιας που πετάγεται, γέλια και αριθμοί που τραγουδούν όλοι μαζί, μεθυσμένοι. Πώς μπόρεσε; Στέκεται, κοιτάζει το χαλί λερωμένο απ' το αίμα της. “Εγώ σε συγχωρώ” ψιθυρίζει. “Εγώ σε συγχώρεσα, δεν ήθελα να το κάνω, αγάπη μου, αλλά με ανάγκασαν.” Κλαίει. Λέει ψέματα. “Ψέματα. Το ήξερα. Το ήξερα πριν καν σε γνωρίσω, όμως δεν έκανα τίποτα. Δε νοιάστηκα ποτέ για σένα, πραγματικά. Σε σκότωσα. Συγνώμη.” Το επόμενο πρωί σηκώθηκε ξεκούραστος. Αισθανόταν ανάλαφρος, σαν όλη η ζωή του να ξεκινούσε απ' την αρχή. Άρχισε να διαβάζει το καινούριο σενάριο. Η ταινία λέγονταν “Ξεχασμένοι Δρόμοι”. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted September 11, 2008 Share Posted September 11, 2008 (edited) Λοιπόν, σπάζω τα δάχτυλά μου κι αρχίζω την σοβαρή "κριτική", άσχετα με τον διαγωνισμό. Η ιστορία μου θύμισε την ταινία "Νικόλ" (δεν ορκίζομαι κιόλας για τον τίτλο, η μνήμη μου είναι χρυσόψαρου) με τον Πατσίνο, που φτιάχνει μια ψηφιακή ηθοποιό και της περνάει σενάρια κλπ, μέχρι που στο τέλος παλαβώνει με δαύτηνα. Το σενάριο ήταν πανέξυπνο. Η ιδέα, όταν διάβασα την πρώτη παράγραφο, με τράβηξε απίστευτα. Και μετά την πήρες αυτή την ιδέα και την πέρασες πολύ επιδερμικά, πολύ βιαστικά. Χάνονται όνειρα, πραγματικότητα και σενάριο μέσα σε μια χαώδη διήγηση. Δεν δίνεις βάθος στην πραγματική ζωή του πρωταγωνιστή για να την αντιπαραβάλεις με την ταινία που παίζει. Περνάς τα συναισθήματά του σχεδόν τυποποιημένα, ρομποτικά. Επίσης, δεν δίνεις σκηνές της ταινίας, εκτός απ' το τέλος, στο οποίο (εικάζω) σκοτώνει την γυναίκα του. Αλλά ποια είναι αυτή η γυναίκα; Ποια είναι η μορφή της; Πού είναι η παρουσία της; Αρχίζεις μ' ένα φλασάκι στο οποίο είναι περασμένες οι "μνήμες" του ηθοποιού. Όμορφα. Μπαίνουμε κατευθείαν στο ζουμί της ιστορίας. Φλασάκι με μνήμες, χαπάκι για επιστροφή στην πραγματικότητα, αναμενόμενες παρενέργειες. Μέχρι εδώ, άψογα. Εκεί έπρεπε να υπάρχει χώρος για τον πραγματικό άνθρωπο. Για το άδειο του σπίτι, για την μέχρι εκείνη τη στιγμή ζωή του, έστω μια περιγραφή των γεγονότων του μήνα που πέρασε, στον οποίο πας πολύ απότομα. Χωράει πολύ ζουμί ακόμα. Εισάγεις μια ιδέα στην οποία δεν δίνεις χώρο επεξεργασίας κι έναν πρωταγωνιστή στον οποίο δεν δίνεις χώρο γνωριμίας, πριν τον περάσεις ένα μήνα μετά, στην κατρακύλα που νιώθει. Μετά νιώθει πτώμα απ' όλη αυτή την κατάσταση. Πού είναι η διαδικασία με την οποία ένιωσε έτσι; Την περνάς τόσο γρήγορα που ο αναγνώστης δεν προλαβαίνει να την βιώσει. Ποιο είναι το σενάριο της ταινίας και πώς επιδρά πάνω του; Κατ' εμέ, θα ήταν απαραίτητη τουλάχιστον μια σκηνή της ταινίας, αν μη τι άλλο, για να δει ο αναγώστης την οπτική γωνία του σκηνοθέτη που είναι έξω απ' το χορό, με τις κάμερες κλπ σε αντιπαραβολή με τον ηθοποιό που δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Το περιγράφεις, αλλά δεν το ζωγραφίζεις. Και φτάνουμε στο τέλος, που του δίνεις μεν λίγο περισσότερο χώρο ανάπτυξης, αλλά ήδη έχει χαθεί το παιχνίδι, αφού μέχρι εκείνη την στιγμή δεν υπάρχει δρόμος να ταυτιστεί κάποιος με τον πρωταγωνιστή και σ' εκείνη τη φάση είναι αργά. Η ιδέα σου ήταν πάρα πολύ καλή. Η απόδοση πρόχειρη. Συμβουλή μου: πιάσε τον ήρωά σου απ' την αρχή. Δώσε του ζωή, παρελθόν, προσωπικότητα. Πιάσε το σενάριο: δώσε του πρωταγωνιστές, υπόθεση, αρχή, μέση και τέλος. Πιάσε την ιστορία κι εμπλούτισέ την με κόσμο, με τη βαβούρα ενός στούντιο, με την μοναξιά ενός άδειου σπιτιού, με το βασανιστήριο της προσαρμογής ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία. Γέμισε και κάποια νοηματικά κενά (π.χ αν το σενάριο θέλει να σκοτώνει τη γυναίκα του κι αυτός το βιώνει στην πραγματικότητα, αυτό δεν θα σήμαινε πως την σκότωσε κιόλας;), δώσε στην ιστορία σου το βάθος που μπορεί να κάνει αυτή την πανέξυπνη ιδέα ένα αριστουργηματικό διήγημα. Edited September 11, 2008 by Sonya Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 11, 2008 Share Posted September 11, 2008 Το πλέξιμο της πραγματικής και της πλασματικής προσωπικότητας του ήρωα με καθήλωσε. Μούδιασα, για την ακρίβεια. Ένιωσα ανήμπορη κι ούτε να θυμώσω δεν ήθελα. Υποθέτω ότι αυτό ήθελες να μας περάσεις. Αν όχι, τότε σου συνέβη ένα υπέροχο ατύχημα. Δε θα σταθώ πουθενά αλλού, θέλω να το κρατήσω στη μνήμη μου έτσι και να το απολεύσω όπως το πρωτογνώρισα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 11, 2008 Share Posted September 11, 2008 Η ιστορία μου θύμισε την ταινία "Νικόλ" (δεν ορκίζομαι κιόλας για τον τίτλο, η μνήμη μου είναι χρυσόψαρου) με τον Πατσίνο Σιμόν, αν θυμάμαι καλά και μια δόση από την ίδια ταινία την πήρα κι εγώ διαβάζοντας. Αλλά περισσότερα ή το βράδυ ή αύριο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted September 11, 2008 Share Posted September 11, 2008 Σιμόν, αν θυμάμαι καλά και μια δόση από την ίδια ταινία την πήρα κι εγώ διαβάζοντας. Αλλά περισσότερα ή το βράδυ ή αύριο. Γιες, αυτό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted September 20, 2008 Share Posted September 20, 2008 Γραφή: Στρωτή και σταθερή. Ίσως οι προτάσεις σου να ήταν μερικές φορές υπερβολικά μικρές. Πλαίσιο: Ουσιαστικά δεν αναπτύχθηκε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο, πέραν της εφεύρεσης. Χαρακτήρες: Μου άρεσε το σταδιακό βύθισμα του ηθοποιού στον ρόλο του. Ήταν όμορφη η περιγραφή του. Πλοκή: Μικρή η ιστοριούλα, σύντομη και η πλοκή. Ίσως θα μπορούσες να της δώσεις κάποιο twist, εμπλοκή κάποιου χαρακτήρα, something more. Διάλογοι: Δεν υπήρχαν. Δε λέω ότι χρειάζονταν αλλά θα έδιναν λίγη περισσότερη ζωντάνια στο κείμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.