Jump to content

Homo Novus 2632


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κέλλης Κωνσταντίνος

Είδος: επιστημονική φαντασία

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2501

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Ένα δίηγημα που είχα ανεβάσει παλαιότερα, τώρα επιμελημένο και αρκετά πιο σύντομο. Παραμένει για μένα, για διάφορους λόγους, το αγαπημένο μου διήγημα. Ελπίζω να αρέσει και σε εσάς. Δεν μπορώ να κάνω edit το προηγούμενο και δεν καταλαβαίνω γιατί, οπότε το ανεβάζω εδώ. Επίσης, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχει τόσο κακή στοίχηση το κείμενο και γιατί υπάρχουν σημεία γραμμένα με bold. Αγνοήστε το bold, δεν σημαίνει τίποτα. Αν κάποιος mod μπορεί να το σουλουπώσει, θα ήμουν υπόχρεος.

 

 

 

 

 

 

 

 

HOMO NOVUS, 2632

 

 

 

 

 

Ο θάνατος είναι σίγουρα δύσκολο πράγμα.

 

Αυτή ήταν η σκέψη γυρνούσε μέσα στο κεφάλι του Κέσευ11641Α. Μερικά εκατοστά νοτιότερα αυτής της απλής νοητικής δραστηριότητας, ένα κοφτερό κομμάτι μετάλλου γυρνούσε μέσα στο στέρνο του.

 

Πόνεσε διαολεμένα πολύ. Και δεν δούλεψε.

 

Κάτι κινήθηκε μέσα στο χέρι που κράδαινε το μέταλλο και αυτό πάγωσε.

 

Όχι. Όχι απλά κάτι.

 

Τρισεκατομμύρια από «κάτι» κινήθηκαν μέσα στο χέρι που κράδαινε το μέταλλο κι αυτό πάγωσε.

 

Τα δάχτυλα του λύγισαν το μέταλλο με υπεράνθρωπη δύναμη και έσπασε σαν κομμάτι πάγου. Έπεσε στο πάτωμα με μια δυνατή κλαγγή.

 

 

 

Το έτος 2632, οι άνθρωποι δεν πέθαιναν.

 

Το έτος 2632, οι άνθρωποι δεν γεννιόνταν καν.

 

Ένας πληθυσμός 28 δισεκατομμυρίων επάνω στον πλανήτη ήταν ήδη αρκετός.

 

Ο Κέσευ11641Α ήταν ένας από τους «Νέους Ανθρώπους», την τελευταία γενιά ανθρώπων που γεννήθηκαν πριν την ολοκληρωτική απαγόρευση των γεννήσεων και το κλείσιμο όλων των εργοστασίων εκκόλαψης παγκοσμίως. Ήταν 159 χρονών.

 

 

 

Τον τελευταίο αιώνα, δούλευε σαν υπεύθυνος ασφαλείας σε μια πληροφοριοθήκη του Διακόσμου.

 

 

 

Ο Διάκοσμος ήταν το μέρος που οι άνθρωποι δούλευαν, αλληλεπιδρούσαν και ζούσαν. Συνδεδεμένοι μέσα από ένα αχανές δίκτυο καλωδίων, δημιουργούσαν μια συλλογική συνείδηση. Ποτέ δεν άφηναν τα μικρά μεταλλικά κυβικά διαμερίσματα που ονόμαζαν «σπίτια». Δεν χρειαζόταν. Ο κόσμος ερχόταν σ’αυτούς, μέσα από το κλείσιμο των ματιών τους.

 

 

 

Τι υπήρχε εκεί έξω; Τι βρισκόταν πέρα από τους τοίχους. Κανείς δεν ήξερε πια. Κανείς δεν το σκεφτόταν ή νοιαζόταν πια. Ο κόσμος πίσω από τα βλέφαρα τους ήταν πιο αληθινός, πιο συμβατικός. Λειτουργούσε.

 

 

 

Περίπου δυο μήνες πριν την απόπειρα αυτοκτονίας, ο Κέσευ11641Α είχε μια απόλυτα κανονική ημέρα, πάνω κάτω όπως και οι προηγούμενες πενήντα έξι χιλιάδες της ζωής του. Ένα ελάχιστα σημαντικό γεγονός όμως ξεκίνησε την αλλαγή.

 

Ένα παλιό ράφι ακριβώς πάνω από το κεφάλι του δεν άντεξε άλλο. Με το βάρος του να νικάει έναν πόλεμο 150 χρόνων, οι παλιές βίδες υποχώρησαν.

 

Ένα βαρύ μεταλλικό κουτί τον χτύπησε στο κεφάλι. Οι νανίτες μέσα στο σώμα του, τρισεκατομμύρια ρομπότ σε μέγεθος κυττάρου, κινήθηκαν άμεσα στο σημείο για να επανορθώσουν την ζημιά. Αυτή ήταν η δουλειά τους, ο λόγος που τους είχε χαριστεί Τεχνητή Νοημοσύνη λίγους αιώνες νωρίτερα. Η αθανασία των συμβιωτών τους.

 

 

 

Σ’αυτή την περίπτωση όμως, οι μηχανές λάθεψαν.

 

Κάτι τέτοιο ήταν ανήκουστο, αδιανόητο.

 

Ως την στιγμή που συνέβη.

 

 

 

Ο Κέσευ11641Α κρατούσε το κεφάλι του από τον πόνο. Ένα μικροσκοπικό κομμάτι του εγκεφάλου του είχε τραυματιστεί και δεν επιδιορθώθηκε όπως έπρεπε. Ήταν το κομμάτι στο οποίο αναμειγνύονταν και μεγάλωναν τα ανθρώπινα συναισθήματα. Η περιοχή είχε κατασταλεί από την ώρα που σχηματιζόταν μέσα στην μήτρα της μητέρας του, κατά την θεσμοθετημένη διαδικασία. Το συμβάν και ο πόνος που προκλήθηκε από αυτό θα έπρεπε να αφήσει τον Κέσευ11641Α απόλυτα απαθή ως συνήθως.

 

Όχι αυτή την φορά όμως. Αυτή την φορά, έκανε τον Κέσευ11641Α να σκεφτεί. Να αναρωτηθεί.

 

Όχι για κάτι συγκεκριμένο. Για τα πάντα. Τον έκανε να αναρωτηθεί ακόμη και τι είναι «να αναρωτιέσαι».

 

Κοίταξε τα κάτισχνα χαρακτηριστικά του. Το σώμα του ήταν σχεδόν σκελετωμένο, μια μάζα από πάλλευκο άτριχο δέρμα που κάλυπτε κόκκαλα και μύες. Και καλώδια. Πολλά καλώδια που τρυπούσαν το κορμί του. Μπορούσε να δει τις άκρες τους στον μεταλλικό τοίχο, να τον «ταΐζουν» με ενέργεια. Λευκό φως έτρεχε μέσα τους, τροφοδοτώντας τους νανίτες, άρα και τον ίδιο.

 

Τα έβλεπε κάθε μέρα εδώ και ενάμιση αιώνα. Γιατί έμοιαζαν τόσο εξωπραγματικά σήμερα; Αυτά τα περίεργα συναισθήματα μέσα του, τον ώθησαν να ψάξει.

 

Έκλεισε τα μάτια και συνδέθηκε στον Διάκοσμο.

 

Ήξερε ενστικτωδώς που έπρεπε να πάει. Το μέρος στο οποίο δούλευε για τόσες δεκαετίες και ποτέ δεν νοιάστηκε να μπει στα ενδότερα του. Εισήλθε και έκανε μια ερώτηση, που πιθανότατα δεν είχε ξαναγίνει ποτέ.

 

«Επιζητώ πληροφορίες για τους Παλιούς Ανθρώπους.»

 

Τα μονοπάτια ήταν απαγορευμένα. Τα είχε κλειδώσει ο ίδιος, αυτή ήταν η δουλειά που του είχε ανατεθεί.

 

Χρησιμοποιώντας τους κωδικούς, τα ξεκλείδωσε και εισήλθε.

 

Κάποια πράγματα είχαν πραγματικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

«Τροφή.» Μουρμούρισε. Κάποτε οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούσαν καθαρή ενέργεια αλλά ύλη, για την μοριακή σταθερότητα του σώματος τους. Διάβασε για τους υδατάνθρακες, τις πρωτεΐνες, το λίπος και τις βιταμίνες. Αυτά ήταν τα βασικά κομμάτια της αυτοσυντήρησης προτού δημιουργηθούν οι νανίτες που έκαναν τα πάντα ευκολότερα για όλους. Οι άνθρωποι κάποτε συνήθιζαν να καταναλώνουν τροφή, ή «φαγητό». Μα τι ήταν το φαγητό;

 

Τα μάτια του κατέκλυσαν αλληλουχίες εικόνων. Μια όμως του τράβηξε την προσοχή. Όχι για την τροφή που έδειχνε αλλά για τον άνθρωπο που την κατανάλωνε.

 

Περιεργάστηκε την μορφή του. Ήταν αποκρουστικός. Τα χέρια του ήταν πρησμένα, τρείς φορές όσο τα δικά του. Σκούρες ίνες προέβαλαν από το κεφάλι του και το πρόσωπο του έμοιαζε παραμορφωμένο.

 

Χαμογελάει. Ήταν μονάχα μια σκέψη, μια τολύπη καπνού που γρήγορα εξανεμίστηκε. Όμως, είχε αφήσει το σημάδι της. Δεν ήξερε πως το ήξερε. Απλά...το ήξερε.

 

‘Χαμογελάει...’ είπε ο Κέσευ11641Α και άρχισε να ψάχνει τους διαδρόμους γι’αυτό. Βρήκε τις εικόνες περισσότερων αλλόκοτων ανθρώπων που χαμογελούσαν. Άνοιξε τα μάτια του, αφήνοντας τον διάδρομο πίσω του. Προσπάθησε να αναπαράγει την περίεργη κίνηση. Οι μύες του προσώπου του, λεπτοί σαν κλωστές από την αχρηστία, πόνεσαν. Οι νανίτες έτρεξαν, υπακούοντας στην θέληση του. Ο Κέσευ11641Α χαμογέλασε. Τον έκανε να νιώσει «όμορφα».

 

Κοίταξε γύρω του. Οι τοίχοι ήταν σκοτεινοί. Το πάτωμα ήταν πιο ανοιχτού χρώματος. Όλα ήταν από μέταλλο.

 

 

 

Έκλεισε τα μάτια του ξανά, επιθυμώντας να μάθει περισσότερα για τους Παλιούς Ανθρώπους.

 

Ο προσωπικός υπηρέτης του κύλησε έξω από το ντουλάπι του και σήκωσε το βαρύ κουτί που τον είχε χτυπήσει. Ήταν γεμάτο με ανταλλακτικά καλώδια. Ο υπηρέτης σκαρφάλωσε με τα μεταλλικά του πλοκάμια, επισκεύασε το ράφι κι έβαλε τον εξοπλισμό στην θέση του. Έπειτα επέστρεψε στο ντουλάπι του και απενεργοποιήθηκε.

 

Ο άντρας δεν το είχε καν προσέξει. Ήταν κομμάτι της πραγματικότητας του για 80 χρόνια.

 

Το μυαλό του ήταν αλλού. Ξαπλωμένος στον μεταλλικό του κρεβάτι, προσπάθησε να χαμογελάσει ξανά. Για άλλη μια φορά, ένιωσε «όμορφα».

 

 

 

Την επόμενη μέρα, ο Κέσευ11641Α συνάντησε μερικούς από τους φίλους του μέσα στον Διάκοσμο. Κάθισε εκεί σε μια εικονική καρέκλα καθώς οι υπόλοιποι αντάλλαζαν πληροφορίες και δεδομένα για τις δουλειές τους. Προσπάθησε να τους εξηγήσει τι είχε δει, τι είχε ανακαλύψει. Δεν καταλάβαιναν. Σε εκείνους, τα λόγια του έμοιαζαν με ασυναρτησίες. Ένιωσε άσχημα. Προσπάθησε να χαμογελάσει μα δεν μπορούσε. Τους κοίταξε. Είχαν ξεχάσει αμέσως αυτά που είχε πει, μπλοκάροντας τέτοιες εξωπραγματικές ιδέες και συνέχισαν να ανταλλάσουν πληροφορίες για την καθημερινή τους εργασία. Έμοιαζαν ικανοποιημένοι με την ύπαρξη τους. Εκείνος ένιωθε φόβο μα δεν είχε όνομα γι’αυτό το συναίσθημα ακόμα. Έτσι ζούσε τόσα χρόνια; Όλοι έμοιαζαν τόσο ψυχροί κι απόμακροι. Άφησε την «παρέα» τους και επέστρεψε στην πληροφοριοθήκη, επιθυμώντας να ελέγξει τι σήμαινε «φίλος» εκείνες τις παλιές μέρες.

 

Υπήρχαν περισσότερες εικόνες των αλλόκοτων ανθρώπων, να αγγίζουν ο ένας τον άλλον. Χαμογελούσαν. Έμοιαζε κάτι φυσιολογικό μεταξύ φίλων. Διαφορετικά συναισθήματα διέτρεχαν μέσα από εκείνο το τραυματισμένο σημείο του μυαλού του σαν στρόβιλος σε ρυάκι. Ήθελε να τα νιώσει όλα.

 

 

 

Αναρωτήθηκε τι ήταν ένας περίπατος και ποιά ήταν η αίσθηση ενός φιλιού. Ήταν εντελώς χαμένος με την έννοια μερικών όρων, όπως το «κλάμα» και η «αρρώστια» αλλά πίστευε ότι μπορούσε να καταλάβει άλλους, όπως η «λύπη και η «πλήξη». Και ο «φόβος». Ήταν σίγουρος πως τα ένιωθε όλα αυτά όταν καθόταν με τους φίλους του. Συνέχισε να ψάχνει για παλιές λέξεις και έννοιες, βουτώντας στα ενδότερα των απαγορευμένων περιοχών.

 

 

 

Οι εβδομάδες περνούσαν. Περισσότεροι κωδικοί έσπαζαν και περισσότερες έννοιες και ιδέες γίνονταν μέρος του διψασμένου μυαλού του. Πίστευε ότι είχε μάθει τι περιείχε η ανθρώπινη φύση. Τώρα ήθελε να μάθει για τον απόγονο της, την ανθρώπινη κουλτούρα. Άκουσε παλιά τραγούδια και λύπη και ομορφιά τον κατέκλυσαν.

 

‘Θείο.’ Ψιθύρισε και τώρα πίστευε ότι είχε καταλάβει τι σήμαινε η έννοια. Χαμογέλασε ξανά. Έμοιαζε ευκολότερο κάθε φορά που προσπαθούσε να το κάνει.

 

Είδε πίνακες και ζωγραφιές, φτιαγμένα από τον ανθρώπινο νου και όχι από αλγοριθμικούς υπολογισμούς. Ήταν τόσο υπέροχα τέλειοι που το μυαλό του πονούσε. Άνοιξε τα μάτια του και για μια στιγμή κοίταξε τους χρυσούς τοίχους του. Τώρα έμοιαζαν...

 

‘Άσχημοι.’ Είπε και η φωνή του ήταν δυνατή. Για πρώτη φορά στην ζωή του, ο Κέσευ11641Α ένιωσε θυμωμένος.

 

‘Απενεργοποίηση φωτός.’ Είπε και το φως του διαμερίσματος χαμήλωσε. Σκοτάδι τον κάλυψε και ένιωσε ότι αυτό ήταν το πρέπον.

 

 

 

Οι διάδρομοι της ανθρώπινης κουλτούρας ξεχείλιζαν από όρους και ιδέες. Εισέβαλλαν μέσα στο μυαλό του από παντού και αυτός τους παραδόθηκε πλήρως.

 

«Αγάπη...Όνειρα...Θάνατος». Προσπάθησε να σκεφτεί πως θα ήταν να ονειρεύεται.

 

 

 

Το έτος 2632, οι άνθρωποι δεν ονειρεύονταν.

 

 

 

Οι μέρες περνούσαν, οι νανίτες έτρεχαν κι αυτός μάθαινε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Θα έπρεπε πάση θυσία να το εξηγήσει στους υπόλοιπους. Στους φίλους του, στην υπόλοιπη ανθρωπότητα! Μια Αναγέννηση πνεύματος και νου. Ναι, βρίσκονταν στο σκοτάδι, μα το φως δεν είχε σβηστεί. Όλος ο χρόνος του κόσμου ήταν δικός τους.

 

 

 

Τότε κάτι φριχτό συνέβη στον Κέσευ11641Α. Η πληροφοριοθήκη τραβήχτηκε βίαια από τα μάτια του. Τα λεξικά χάθηκαν, όλοι οι πίνακες και η μουσική έμοιαζαν να καίγονται. Οι αρχές είχαν ανακαλύψει την εισβολή του. Προσπάθησε να τους εξηγήσει, ήταν κι αυτοί άνθρωποι σαν όλους τους υπόλοιπους. Μάταια.

 

Δεν καταλάβαιναν τις ικεσίες του. Τα πρόσωπα τους ήταν τόσο τρομαχτικά που ο Κέσευ11641Α ήθελε να ανοίξει τα μάτια του και να ελευθερωθεί από την τρομερή όψη τους. Ήξερε τι έβλεπε εκεί. Απάθεια. Τα ίδια χαρακτηριστικά που κάλυπταν το δικό του πρόσωπο, λίγες βδομάδες πριν. Απάθεια.

 

 

 

Τιμωρήθηκε με 101 μέρες απαγόρευσης εισόδου στον Διάκοσμο και δια βίου αποκλεισμό από οποιαδήποτε πληροφοριοθήκη.

 

Ποτέ ξανά δεν θα μπορούσε να διαβεί μέσα στις απαγορευμένες αίθουσες της Γνώσης. Μέσα στο σκοτάδι του, ο απομονωμένος Κέσευ11641Α σκέφτηκε την τιμωρία του.

 

Ήταν σαν θάνατος.

 

Σαν Θάνατος.

 

 

 

Και έτσι απλά ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Είχε επιτέλους ανακαλύψει τι ήταν το «όνειρο». Ένα θριαμβευτικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα μαύρα χείλια του. Η απλή κίνηση είχε συμβεί από μόνη της. Ο Κέσευ11641Α γέλασε και γέλασε δυνατά και δεν ήθελε να σταματήσει να γελάει.

 

Το πρώτο δυνατό γέλιο στο πρόσωπο της Γης μετά από πάνω από 4 αιώνες πνίγηκε μέσα σε ένα μικρό ηχομονωμένο διαμέρισμα.

 

Δεν τον ένοιαζε. Βυθιζόταν μέσα σε συναρπαστικά συναισθήματα και ένιωθε ότι η ζωή του ήταν ένα τίποτα ως εκείνη την στιγμή. Και δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα παραπάνω έπειτα.

 

 

 

Το έτος 2632, οι άνθρωποι δεν ονειρεύονταν.

 

Ο Κέσευ1164Α ονειρεύτηκε.

 

Ονειρεύτηκε ότι μπορούσε να πεθάνει.

 

 

 

 

Τις επόμενες ημέρες, όλες οι ιδέες, έννοιες και γνώσεις που είχε μαζέψει εκείνες τις ευτυχισμένες ώρες, ζυμώνονταν μέσα του. Επαναλάμβανε ολόκληρα παλιά σονέτα, μπορούσε να δει τις νότες της μουσικής και να ακούσει τον ήχο τους στο μυαλό του. Άρχισε να μιλάει ξανά στον εαυτό του, απαγγέλλοντας ολοκληρωμένα κείμενα από μνήμης, απολαμβάνοντας την ομορφιά τους και το νόημα τους. Το μυαλό του ήταν ένα υπέροχο εργαλείο που καμία μηχανή δεν μπορούσε να φτάσει. Και ποτέ δεν το είχε χρησιμοποιήσει πραγματικά ως την στιγμή που εκείνο το ευλογημένο κουτί από ατσάλι έπεσε πάνω του.

 

Ειρωνεία, σκέφτηκε. Είχαν ηθελημένα παραδώσει στις μηχανές κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσαν εκείνες να εξομοιώσουν. Είχαν ανταλλάξει την φύση του ανθρώπου με την αθανασία της μηχανής.

 

Γιατί το είχαν κάνει αυτό στον εαυτό τους;

Γιατί ήταν κλεισμένοι, φυλακισμένοι μέσα σε αυτές τις μικρές κατοικίες;

 

Γιατί είχαν σταματήσει να αγγίζουν ο ένας τον άλλον, ανταλλάσοντας το ελαφρύ άγγιγμα ενός εραστή ή το κατευναστικό χάδι ενός γονιού με την ψυχρή αγκαλιά των καλωδίων;

 

 

 

Πως μπορούσε αυτό να λέγεται ζωή, όταν δεν υπήρχε αντίθετο;

 

Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι δίχως τον θάνατο, δεν μπορούσε να υπάρχει αληθινή ζωή;

 

 

 

Θα αποδείκνυε το λάθος τους με τον πιο εμφατικό τρόπο. Ο Κέσευ11641Α αποφάσισε ότι θα έκανε το όνειρο του πραγματικότητα.

 

 

 

 

Έπρεπε να απαλλαγεί από τα καλώδια. Τράβηξε ένα από την μια άκρη, όσο δυνατότερα μπορούσε. Οι νανίτες έδωσαν δύναμη στον συμβιωτή τους και το καλώδιο ξεριζώθηκε από τον τοίχο. Ο ρομποτικός υπηρέτης βγήκε βιαστικά μέσα από το ντουλάπι.

 

‘Όχι, μη.’

 

‘Ο αφέντης βρίσκεται σε κίνδυνο.’

‘Μην το βάλεις πίσω.’

 

Το ρομπότ αντικατέστησε γρήγορα το καλώδιο και επισκεύασε την ζημιά.

 

 

Ο Κέσευ11641Α ούρλιαξε και τράβηξε άλλα τρία. Ξεριζώθηκαν από τον τοίχο και αιμορράγησαν μαυρίλα. Ο υπηρέτης τα επισκεύασε άμεσα.

‘Επέστρεψε στην θέση σου!’

 

‘Ο αφέντης βρίσκεται σε κίνδυνο.’ Επανέλαβε με λυπηρή σταθερότητα.

 

‘Δεν μπορείτε να με ελέγχετε πια! Θα σου δείξω ποιός βρίσκεται σε κίνδυνο!’ Είπε και κινήθηκε απειλητικά προς το μικρό ρομπότ που στεκόταν πειθήνιο από κάτω του.

 

Με δύναμη που πλήγωνε τα ίδια του τα χέρια άρχισε να το χτυπάει. Μαύρο υγρό πότισε το λευκό του πρόσωπο, μα αυτός συνέχιζε ώσπου η μηχανή κειτόταν μέσα σε μια μικρή λίμνη από λάδι και μεταλλικά εξαρτήματα.

 

‘Ο αφέντης...βρίσκ...’ Η μικρή φωνή έσβησε. Εκείνος άρχισε να ξεριζώνει καλώδια από τον τοίχο κι από τον εαυτό του μέσα σε μια άγρια φρενίτιδα, ουρλιάζοντας από πόνο. Κάποια σημεία του άρχισαν να αιμορραγούν το ίδιο μαύρο υγρό. Ένιωθε το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει βίαια και τα χέρια του να καίνε.

 

Ένιωθε πόνο όπως ποτέ άλλοτε και αυτό τον έκανε ακόμη πιο χαρούμενο. Ο πόνος ήταν ανθρώπινος.

 

 

 

Προσπάθησε να σκοτωθεί με το μεταλλικό κομμάτι, μέρος του διαλυμένου υπηρέτη του, μα ήταν ακόμη νωρίς. Το αρχικό σχέδιο του είχε αποτραπεί από τους νανίτες που προστάτευαν τον συμβιωτή τους.

 

Μέσα στις επόμενες ώρες οι νανίτες προσπάθησαν μάταια να επιδιορθώσουν τις ζημιές στο σώμα του. Οι ομφάλιοι λώροι είχαν αποκοπεί. Το κάτισχνο κορμί δούλευε πια με ένα μικρό ντεπόζιτο νερού και ενέργειας.

 

 

 

Θα έπρεπε να περιμένει.

 

 

 

Το μόνο που μπορούσε να δει με τα μάτια του κλειστά ήταν σκοτάδι. Δεν τον ένοιαζε. Δεν θα έβρισκε ποτέ κάτι άλλο εκεί μέσα που θα μπορούσε να τον κάνει τόσο χαρούμενο όσο οι ζωές για τις οποίες είχε μάθει. Ζωές ανθρώπων που είχαν πεθάνει αλλά δεν είχαν ποτέ ξεχαστεί. Είχαν φροντίσει να αφήσουν κάτι πίσω τους. Ζωές που είχαν κλαπεί από τον ίδιο και τους σύγχρονους του, αιώνες πριν.

 

Η όραση του ήταν θολή. Είχε πρόβλημα πια να ξεχωρίσει ήχους και ήξερε ότι οι νανίτες απενεργοποιούσαν διάφορες δευτερεύουσες λειτουργίες καθώς πάλευαν να τον κρατήσουν ζωντανό με τα λιγοστά ενεργειακά αποθέματα του.

 

Είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο της φωνής του. Οι νανίτες προσπαθούσαν να σταματήσουν τις απαγγελίες του μιας και το θεωρούσαν ανούσια σπατάλη ενέργειας.

 

Προσπάθησε πεισματικά να συνεχίσει. Ένιωθε τα μικροσκοπικά πλάσματα να σφίγγουν τις φωνητικές χορδές του. Ήθελαν να σταματήσει. Αν πέθαινε, πέθαιναν κι εκείνα.

 

‘Δεν θα πάρετε την φωνή μου! Όχι την φωνή μου... Μου κλέψατε την ζωή! Δεν... Δεν θα πάρετε τίποτα...άλλο...’

 

Οι νανίτες σταδιακά επικράτησαν. Στεκόταν εκεί, βουβός. Ήθελε να κλάψει. Καταλάβαινε πια τι σήμαινε. Δεν υπήρχαν δάκρυα όμως.

 

 

 

Άλλες δύο ημέρες κύλησαν. Οι νανίτες σταμάτησαν να τρέχουν. Δεν είχαν άλλη ενέργεια για να θρέψουν αυτόν ή τον εαυτό τους.

 

Η φύση του είχε κατανικήσει την αθανασία τους.

 

Οι εσωτερικές μπαταρίες του είχαν πια σωθεί. Το μικρό ντεπόζιτο ήταν στεγνό. Ήταν ξαπλωμένος στο μεταλλικό κρεβάτι του, ένιωθε το κρύο του και ήλπιζε ότι η ώρα του θα έφτανε σύντομα. Το μυαλό του, αυτό το υπέρλαμπρο πλέγμα φωτός ήταν τώρα σκοτεινό.

 

 

 

Σαν τις νεκρές στάχτες ενός κεραυνοβολημένου δέντρου, η σπίθα που τρεμόπαιζε ακόμη μέσα του τελικά έσβησε.

 

Λίγα ακόμη δευτερόλεπτα.

 

 

 

Η θολή του όραση πρόσεξε κάτι να περπατάει στον τοίχο δίπλα του. Ήταν μια κατσαρίδα.

 

Έστριψε το πρόσωπο του προς το μέρος της, σ’έναν κόσμο που σκοτείνιαζε γοργά.

 

Με την ελάχιστη δύναμη που είχε απομείνει μέσα του, τέντωσε το χέρι του προς το μικρό ζωύφιο.

 

‘Μμμ...τροφή.’ Ψιθύρισε με δυσκολία και η απόμακρη φωνή του ακούστηκε χαρούμενη. Τα μακριά χλωμά δάχτυλα του πάγωσαν λίγες πιθαμές πριν την κατσαρίδα. Το έντομο απομακρύνθηκε καθώς ο Κέσευ11641Α έμεινε ακίνητος.

 

Έμοιαζε με άγαλμα, ξαπλωμένος με το χέρι του απλωμένο και ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του.

 

Κάτι γυάλιζε στο μάγουλο του. Ήταν ένα μικρό δάκρυ.

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

 

Edited by Dinosxanthi
Link to comment
Share on other sites

Θες να σου κάνω έντιτ για να βγάλω τα bold;Νομίζω μπορείς ακόμη εσύ,βέβαια.

Διάβασα την ιστορία και μου άρεσε.Η ιδέα δεν ήταν σούπερ πρωτοποριακή αλλά ήταν δοσμένη όμορφα.Μόνο που αναρωτήθηκα.Τον κατάλαβαν σχετικά γρήγορα όταν έψαχνε τα στοιχεία για το παρελθόν της ανθρωπότητας αλλά όταν αυτοκτονούσε δεν πήρα χαμπάρι κανείς τίποτα;Επιπλέον μου χτυπάει υπερβόλή να κκλείνεις με το χαμόγελο και μετά να ξανακλείνεις με το δάκρυ.ΟΚ,συγκίνησης.Αλλά μου φάνηκε σαν να ήθελες να δείξεις και τη λύπη και έβαλες και τα δύο.

Γενικώς δεν έχω να πω πολλά πράγματα..καλό είναι αυτό!

Link to comment
Share on other sites

Αν μπορείς θα ήταν ωραία Heiron.

Περασαν αρκετές βδομάδες για να καταλάβουν ότι εσπαγε τα απαγορευμενα επιπεδα των πληροφοριοθηκων. Του απαγόρεψαν την είσοδο στον "κοσμο" τους, οπότε δεν ειχαν την δυνατοτητα να τον ελεγξουν ότι κι αν έκανε, αφού ήταν εκτός.

Στο τέλος θέλω να περάσω την χαρμολύπη του. Εξου το χαμόγελο και το δάκρυ μαζί.

Σίγουρα δεν είναι πρωτοποριακό, αλλά οι συμβολισμοί είναι πιο σημαντικοί από την πλοκή. Αυτό συμβαίνει συχνά στα γραπτά μου.

Link to comment
Share on other sites

Οκ,το έφτιαξα.Καλά φαίνεται,δε νομίζω να χάλασα τίποτα(σβήνοντας τα έπρεπε να βάλω κενά).

Αν πήρε τόσο καιρό να τον πιάσουν,εντάξει.Αλλά δεν μου φάνηκε έτσι.Κι αυτό στο τέλος απλά δεν μου πολυάρεε.Όχι ότι είναι λάθος ή κάτι τέτοιο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..