Jump to content

Καταραμένος Πλανήτης


Recommended Posts

[Διήγημα σε καθημερινές συνέχειες πλην Σ/Κ. Σχόλια καλοδεχούμενα.]

 

Κόκκινοι σχηματισμοί σμιλεμένοι λείοι από τις θύελλες, ξεπρόβαλλαν μέσα από την κίτρινη άμμο, κάτω από το πυρακτωμένο βλέμμα του άγνωστου ήλιου. Έπαιζαν ξαφνικά τον ρόλο σκηνικού σε δράμα που είχε αφιχθεί ουρανοκατέβατο. Ο λευκός ουρανός, χωρίς ίχνος από σύννεφα, κηλιδωνόταν τώρα από πυκνό, μαύρο καπνό. Ξεκινούσε από το τελικό άκρο του φρεσκοσκαμμένου χαντακιού, εκεί που είχε σφηνώσει το κατεστραμμένο διαστημόπλοιο. Όση από την καμένη του επιφάνεια εξείχε από την άμμο δεν φανέρωνε εμβλήματα ή άλλη πληροφόρηση. Μία από τις τουρμπίνες του σκάφους, καρφωμένη σε μακρινό αμμόλοφο, ήταν ακόμα τυλιγμένη στις φλόγες.

 

Τρεις αστροναύτες, δύο άντρες και μια γυναίκα, στέκονταν μπροστά στα συντρίμμια, δίπλα στη σωρό των προμηθειών που είχαν καταφέρει να διασώσουν. Πρόσωπα μουτζουρωμένα και ανήσυχα, είχαν το βλέμμα τους καρφωμένο στο σκάφος τους. Πίσω τους κείτονταν τα άψυχα κορμιά άλλων δύο του πληρώματος.

«Θα πάω» είπε ο Ντάνιελ.

Ο Ντάνιελ Μπράκμαν, συγκυβερνήτης, ψηλός, αθλητικός, ξανθός, γοητευτικός.

«Όχι!» έκανε αποφασιστικά η Λάνα.

Η Λάνα Σέρμαν, κυβερνήτης, γενετική μηχανικός, ελκυστικό κορμί, όμορφα χαρακτηριστικά, μακριά κόκκινα μαλλιά.

«Μπορεί να χρειάζεται βοήθεια» επέμεινε ο συγκυβερνήτης.

«Όχι!» επανέλαβε εκείνη ψυχρά, «Δική του απόφαση, δικό του και το ρίσκο.»

«Θα τα καταφέρει. Είμαι σίγουρος» είπε ο Λόμαν.

Ο Λόμαν Πέτρι, ζωολόγος, λιπόσαρκος, αραιά μαλλιά, κοινή φάτσα.

 

Σηκώθηκαν ταυτόχρονα στις μύτες των ποδιών τους μόλις είδαν τον τέταρτο επιζήσαντα να ξεπροβάλλει από την ανοιχτή καταπακτή του σκάφους. Σήκωσε σαν θριαμβευτής το κιβώτιο που κρατούσε για να το δουν κι εκείνοι. Οι κινήσεις του πρόδιδαν εξάντληση. Μόλις τα πόδια του βυθίστηκαν στην άμμο κόντεψε να χάσει την ισορροπία του. Το καπνισμένο του πρόσωπο είχε χαρακιές από ακατάσχετο ιδρώτα.

«Το βρήκα! Μόνο αυτό έμεινε» φώναξε.

Ο Τζέισον Χολάντερ, βοτανολόγος, υπέρβαρος, χαρακτηριστικά ανθρώπου των σπηλαίων.

 

Ήρθε ασθμαίνοντας κοντά τους.

«Τίποτα άλλο;» ρώτησε ο Λόμαν.

«Όχι…»

«Εννοώ…»

«Τίποτα που άξιζε να διασωθεί…ή να επισκευαστεί.»

«Κάποιο όπλο;» ρώτησε ο Ντάνιελ.

Ο Τζέισον κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Πρόσεξες αν υπήρχε διαρροή ραδιενέργειας;» απαίτησε η κυβερνήτης.

«Ο μετρητής είχε καταστραφεί τελείως. Αλλά νομίζω πως το σύστημα πρόλαβε να ασφαλιστεί μόλις άρχισε η πτώση.»

Έμειναν για λίγο να κοιτούν το σκάφος. Σε ολόκληρο τον πλανήτη επικρατούσε μόνο το κροτάλισμα της φλεγόμενης τουρμπίνας.

«Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ» διέκοψε την περισυλλογή τους ο Ντάνιελ. «Θα πρέπει να στήσουμε ένα καταφύγιο για το βράδυ.»

«Ας ελπίσουμε πως ο ήλιος δύει σ’αυτό το μέρος» σχολίασε ο Τζέισον.

«Αυτοί οι βράχοι εκεί πέρα δείχνουν οι πλησιέστεροι» παρατήρησε ο Λόμαν.

Είχαν ανάγκη να απασχολήσουν το μυαλό τους με τα πιο άμεσα και βασικά. Εκεί κάπου ελλόχευε ο πανικός για την κατάληξη τους.

 

Η Λάνα άρχισε να ψάχνει τα πράγματα τους και να διαλέγει το φορτίο που της αναλογούσε. Το βλέμμα του Τζέισον έπεσε πάνω στους νεκρούς αστροναύτες στην άμμο. Τα σπασμένα τους κράνη και οι σχισμένες τους στολές πρόδιδαν την ζημιά που κάλυπταν.

«Τι θα κάνουμε με την Σούζαν και την Τζόις;»

Η ερώτηση προκάλεσε ένα άβολο συναίσθημα σε όλους. Πρώτη το ξεπέρασε η Λάνα.

«Σκεπάστε τις με άμμο.»

Στη συνέχεια πέταξε ένα στυλό λέιζερ στον Ντάνιελ.

«Σχεδίασε ένα βέλος πάνω σε εκείνο το φτερό. Να σημαδεύει την κατεύθυνση που πήραμε.»

Χωρίς άλλη κουβέντα διεκπεραίωσαν τα απαραίτητα, φορτώθηκαν τις προμήθειες και ετοιμάστηκαν για πορεία.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Ένιωθαν την κάψα της άμμου να διαπερνά τις μπότες της στολής τους, ή έτσι νόμιζαν. Το τοπίο έμοιαζε να καυτηριάζει τις ίδιες τους τις σκέψεις. Ο καπνός που αναδύονταν από το σκάφος τους ήταν πια ένα μικρό σημαδάκι πίσω μακριά, οι σχηματισμοί όμως προς τους οποίους κατευθύνονταν απείχαν περισσότερο από όσο έλπιζαν. Η εξάντληση τους ολοένα μεγάλωνε, με τη Λάνα να προηγείται κατά πολύ των αντρών.

«Πριν…έδειχναν μισής ώρας δρασκελιά. Το πολύ» είπε λαχανιασμένος ο Λόμαν.

«Ξεγελούν το μάτι. Είναι θεόρατα βράχια…» είπε ο Τζέισον με βραχνή φωνή. Ήπιε άλλη μια γουλιά από το παγούρι του.

«Θα βρούμε τουλάχιστο σκιά» είπε ο Ντάνιελ με εξίσου στεγνό στόμα.

«Σπηλιές;»

«Το ελπίζω.»

«Νερό;» ρώτησε ο Λόμαν διστάζοντας να ανοίξει το παγούρι του.

Δεν του απάντησαν. Φοβούνταν να μαντέψουν.

 

Έφτασαν στον πρώτο βράχο του σχηματισμού. Ήταν πανύψηλος, στιλπνός, με απότομες πλευρές και καμία απολύτως εσοχή. Αυτή η όψη δεχόταν τις καυτές ακτίνες του ήλιου και δεν είχε σκιά ούτε για δείγμα. Ακολούθησαν τους πρόποδες της πέτρας κάνοντας τον γύρο προς την άλλη πλευρά. Ο Λόμαν κάλυψε το μέτωπο του με την παλάμη και κοίταξε το τοπίο.

«Μετακινήθηκε καθόλου ο ήλιος;»

Μετά από μισή περίπου ώρα συνάντησαν την είσοδο ενός φαραγγιού, με το εσωτερικό του βυθισμένο σε προστατευμένη σκιά. Η ανακούφιση τους ήταν μεγάλη. Επιτάχυναν το βήμα τους και με το που έχασαν τον ήλιο είδαν το κοίλωμα βαθιάς εσοχής στη βάση της πέτρας.

«Εκεί» φώναξε ο Ντάνιελ.

 

Άφησαν τα εφόδια να γλιστρήσουν από τους ώμους τους και να πέσουν στην μαλακή άμμο. Κατέρρευσαν και οι ίδιοι αναστενάζοντας, ξεβίδωσαν τα παγούρια και ρούφηξαν λαίμαργα το νερό τους. Προς στιγμή κέρδισαν λίγες σταγόνες αισιοδοξίας και αναθάρρησαν. Με ανανεωμένο το ηθικό, άνοιξαν τα σακίδια και μετρώντας τους κύβους πρωτεΐνης που είχαν, τους μοίρασαν και κάθισαν να φάνε χωρίς άλλες κουβέντες. Δεν έκαναν καν τα συνήθη τους σχόλια για την φριχτή γεύση των μερίδων του αστροστόλου. Κάθε μεταλλικό άνοιγμα ή κλείσιμο στα πακέτα των προμηθειών έστελνε μια απόκοσμη ηχώ στα τείχη του φαραγγιού που τους κύκλωνε.

«Αυτό το μέρος…είναι τόσο ήσυχο» είπε ο Λόμαν σκιαγμένος. «Ούτε ένα αεράκι…τίποτα…»

«Μπορεί κανείς να μαντέψει που είμαστε;» ρώτησε η Λάνα.

Οι τρεις άντρες την κοίταξαν για λίγο χωρίς να την καταλαβαίνουν.

«Ποιος είναι αυτός ο πλανήτης;!» συνέχισε εκνευρισμένη.

«Δεν ήταν στον χάρτη» απάντησε πρώτος ο Τζέισον, «Σαν να μην υπήρχε καν. Ο υπολογιστής δεν έδωσε καμία πληροφορία.»

Η Λάνα άφησε ένα απογοητευμένο επιφώνημα. Σηκώθηκε όρθια και βημάτισε μακριά από τον κύκλο τους.

«Θα πεθάνουμε εδώ» είπε.

«Δεν μπορούμε να το συμπεράνουμε αυτό» διαμαρτυρήθηκε ο Ντάνιελ, «Είναι πολύ νωρίς για να χάσουμε ελπίδα.»

Γύρισε και τον κοίταξε με το σοβαρό, σκληρό της ύφος.

«Θα πεθάνουμε εδώ. Ίσως αύριο, σε κανέναν μήνα, ή ένα χρόνο. Δεν στείλαμε σήμα κινδύνου και κανείς δεν ξέρει πως είμαστε εδώ. Κανείς δεν είχε στίγμα μας για μέρες.»

Ο Τζέισον δάγκασε μια αποξηραμένη φέτα μήλου και άρχισε να την μασουλάει. Ο Λόμαν βύθισε την μούρη του στα γόνατα του.

«Σκατά!» είπε.

 

Ο Ντάνιελ ξεροκατάπιε.

«Πρόσεξα πως οι σκιές έχουν μετακινηθεί. Μάλλον θα σκοτεινιάσει σύντομα. Χρειαζόμαστε ξεκούραση. Αύριο μπορούμε να ψάξουμε για καλύτερο καταφύγιο.»

Ήρθε δίπλα στη Λάνα και την πήρε από το μπράτσο. Της χαμογέλασε.

«Έλα. Κάτσε κάτω.»

Τα παγωμένα της χαρακτηριστικά έλιωσαν προς στιγμή και του χαμογέλασε κι εκείνη. Ο Τζέισον ένιωσε μια περίεργη ενόχληση να του τσιγκλάει τα σωθικά. Τράβηξε προς το μέρος του το κιβώτιο που είχε διασώσει και το ξεκλείδωσε. Με λίγη προσπάθεια κατάφερε να ακουστεί καλόκεφος.

«Το έδαφος δεν μοιάζει να υπόσχεται πολλά, αλλά…αποτελεί άλλη μια πρόκληση για τους ειδικούς μου σπόρους. Αν πιάσει, θα σηματοδοτήσει την πρώτη μας, ιστορική κατασκήνωση.»

 

Εμφανίστηκαν χαμόγελα, η απαισιοδοξία είχε διαλυθεί. Ο Τζέισον άρχισε να διαβάζει ετικέτες πάνω στις ερμητικά σφραγισμένες θήκες προσπαθώντας να πάρει μια απόφαση. Ο Ντάνιελ κατευθύνθηκε σε ένα από τα σακίδια του.

«Θα έπρεπε να σας περάσω πρώτα όλους από ένα τσεκ-απ. Είναι ακόμα ένα από τα καθήκοντα μου.»

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Η νύχτα ήρθε σιωπηλή, με τα άστρα δυσδιάκριτα πίσω από την στενή κορυφή του φαραγγιού. Μια λάμπα βυθίου έκαιγε λαμπερή ανάμεσα τους, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή φωτιά μιας κατασκήνωσης. Ο Ντάνιελ και η Λάνα έστρωναν τους σάκους ύπνου πάνω στην άμμο ενώ ο Λόμαν βοηθούσε τον Τζέισον κάπου έξω από την σπηλιά.

 

Ο βοτανολόγος έπιασε τον σπόρο με μια μακρόστενη τσιμπίδα και τον έχωσε βαθιά στην τρύπα που είχε ανοίξει στο κόκκινο χώμα στη βάση της πέτρας. Ο Λόμαν ήταν γονατιστός δίπλα του και κρατούσε αναμμένο έναν φακό. Μιλούσαν μεταξύ τους ψιθυριστά.

«Θα το κάψει ο ήλιος εδώ πέρα.»

«Όχι, θα έχει διαδοχικά φως και σκιά. Είναι σπόρος Άλφα μετατροπής. Δεν χρειάζεται υγρασία. Αν πετύχει θα είναι το δέντρο των θρύλων για τους απογόνους μας.»

Ο Τζέισον έκλεισε το μάτι στον Λόμαν. Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του νευρικά προς το ζευγάρι στη σπηλιά.

«Η νύχτα δεν είναι τόσο άσχημη…λίγο ζεστή ίσως…»

 

Ο Ντάνιελ εξέτασε πάλι τα πράγματα του και άρχισε να πετάει ορισμένα εξαρτήματα στο σκοτάδι. Γύρισε και κοίταξε την Λάνα ξεφυσώντας.

«Τι βλακεία. Τα περισσότερα από αυτά είναι άχρηστα χωρίς εργαστήριο.»

«Ό,τι δεν χρειαζόμαστε θα το θάψουμε. Και θα σηματοδοτήσουμε το μέρος.»

«Λάνα;»

«Μμ;»

«Κρίμα για την Σούζαν και την Τζόις, ε;»

«Δεν ξέρω. Ίσως πήραν το καλύτερο μερίδιο της τύχης μας. Πρέπει να βρούμε νερό. Είναι η μόνη μας ελπίδα να τα καταφέρουμε.»

Την κοίταξε χωρίς να σχολιάσει. Εκείνη προθυμοποιήθηκε ένα χαμόγελο που φανέρωσε στο ελάχιστο μια γλυκύτητα που υπόβοσκε της ψυχρής της ομορφιάς. Τον έκανε να αισθανθεί κάπως καλύτερα. Έβαλε το χέρι του στον ώμο της.

 

Η κίνηση του δεν διέφυγε της προσοχής των άλλων.

«Πιστεύεις πως θα τα καταφέρουμε;» ρώτησε ο Λόμαν τον Τζέισον.

«Χρειαζόμαστε νερό. Με τις κατάλληλες συνθήκες…Έχω φυτά στο μαγικό μου καπέλο που μπορούν να βγάλουν κήπους φορτωμένους με βιταμίνες.»

«Είδα τον πλανήτη…όταν πέφταμε. Ήταν έτσι κίτρινος παντού. Όπου και να πάμε θα βρούμε τα ίδια.»

«Έχει αέρα που μπορούμε να αναπνέουμε. Κάπου θα βρούμε και νερό.»

Εκείνη την στιγμή μια πνοή φύσηξε στα μαλλιά τους.

«Έι» αντέδρασε χαρούμενος ο Λόμαν.

Αμέσως μετά τους χτύπησε ένα δυνατότερο κύμα σηκώνοντας την άμμο γύρω τους. Κάλυψαν τα μάτια τους και άρχισαν να βήχουν. Ο Ντάνιελ τους έβαλε τις φωνές από την σπηλιά.

«Εσείς! Μαζευτείτε εδώ γρήγορα!»

 

Οι δύο άντρες ετοιμάστηκαν να τρέξουν προς την σπηλιά όταν ξαφνικά το φαράγγι δονήθηκε από έναν μακρόσυρτο, μονότονο ήχο. Ήταν ξεκάθαρα το κάλεσμα μιας σάλπιγγας. Πάγωσαν και οι τέσσερις στη θέση τους. Ακολούθησε τρομερή ηχώ που μεγέθυνε το φαινόμενο σε ανυπόφορο κρεσέντο. Και μετά σταμάτησε όσο απότομα είχε αρχίσει. Έμεινε μόνο το νυχτερινό αεράκι που φυσούσε πάνω τους, χωρίς πλέον να τους προκαλεί κάποια αίσθηση. Μαζεύτηκαν γύρω από την λάμπα, το βλέμμα τους στο σκοτάδι.

«Τι στο διάολο ήταν αυτό;» ρώτησε πρώτος ο Τζέισον.

«Έμοιαζε με σειρήνα» είπε ο Ντάνιελ, «Μεγάλωσα σε παραθαλάσσιο χωριό. Όποτε είχε ομίχλη, έτσι ακριβώς ηχούσε…»

«Αυτό δεν ήταν σειρήνα!» ούρλιαξε ο Λόμαν.

«Ίσως ένα φαινόμενο του πλανήτη. Νυχτερινή ζωή και τα συναφή…» είπε ο Τζέισον χωρίς να πείθει ούτε τον εαυτό του.

«Φαινόμενο του πλανήτη;» επανέλαβε ο Ντάνιελ εκνευρισμένος.

«Ίσως το προκάλεσε ο άνεμος. Ο Τζέισον έχει δίκιο» συμφώνησε η Λάνα.

«Όχι, όχι…δεν το δέχομαι. Αυτό…αυτό ήταν…»

Ο Λόμαν δεν μπορούσε να ολοκληρώσει, έτρεμε ολόκληρος.

«Είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλοι εδώ;» ρώτησε τώρα ο Ντάνιελ.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Για μια στιγμή κανείς τους δεν είχε να πει τίποτα. Παρακολουθούσαν το ύποπτο σκοτάδι που τους κύκλωνε. Ο Λόμαν μετακινήθηκε ασυναίσθητα στο κέντρο του κύκλου τους και στάθηκε πάνω από την λάμπα. Το πρόσωπο του φωτίστηκε σημαδιακά και η χροιά της φωνής του ήταν τέτοια που όλοι τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι.

«Ακούστε…αυτό που ακούσαμε…Ήταν μεγεθυσμένο…από τον άνεμο…και το φαράγγι. Νομίζω όμως πως το παρήγαγε ένα ζωντανό πλάσμα.»

Ο Ντάνιελ τον κοίταξε περίεργα.

«Λόμαν…υπονοείς… μιλάς για εξωγήινη ζωή;!»

«Ξέρω πως ακούγεται. Αλλά είμαι σίγουρος πως είναι κάτι ζωντανό. Τον έχω ξανακούσει αυτόν τον ήχο. Πολλά ζωικά είδη στη Γη μπορούν να βγάλουν εκείνη την κραυγή.»

«Δεν είμαστε στη Γη.»

«Ναι, δεν είμαστε στη Γη και η θεωρία μου είναι ορθή όσο όποια άλλη. Αν έχεις εσύ κάποια δηλαδή…»

 

Η κουβέντα έπαψε σαν να μην είχαν να πουν κάτι άλλο. Ο Λόμαν αντιλήφθηκε τα αμφίβολα βλέμματα τους και αποτραβήχτηκε ξανά στην ανασφάλεια του.

«Κοιτάξτε…σίγουρα μας απασχολούν πολλά, θα είμαστε όμως καλύτερα αν τουλάχιστο ξεκλέψουμε λίγο ύπνο.»

Το είχε πει η Λάνα και χάρηκαν που το είπε κάποιος.

«Ναι, ύπνο…» συμφώνησε ο Ντάνιελ.

«Έχετε την ψήφο μου για ύπνο» συμπλήρωσε ο Τζέισον.

Ετοιμάστηκαν και μπήκαν στους σάκους τους. Κανείς δεν επιχείρησε να σβήσει ή να χαμηλώσει την λάμπα. Η νύχτα δεν ήταν κρύα και η άμμος κρατούσε το έδαφος ζεστό. Δεν ήταν εύκολο, αλλά η εξάντληση από την δοκιμασία που είχαν περάσει τους διεκδίκησε έναν-έναν. Τελευταίος υπέκυψε ο Λόμαν, που από τις σκιές του φαραγγιού βυθίστηκε σε μαύρα, ανήσυχα όνειρα.

 

Ο ανατέλλων ήλιος σάρωσε το έδαφος με την κάψα του με το που ξεμύτισε στον ορίζοντα. Το φως βρήκε στο φαράγγι τους Λόμαν και Τζέισον να ακολουθούν ένα βραχώδες πέρασμα. Σάρωναν με το βλέμμα τους τα τείχη που υψώνονταν γύρω τους.

«Αυτό το μέρος είναι νεκρό» είπε ο Τζέισον, «Σίγουρα θα πρέπει να μετακινηθούμε αλλού.»

Κοίταξε τον Λόμαν.

«Εσύ τι λες;»

Ο Λόμαν δεν απάντησε. Κοίταζε τους χρωματισμούς και τα σχήματα τους στον βράχο, χαμένος σε σκέψης.

«Βλέπεις κάτι που δεν βλέπω εγώ;» ρώτησε πάλι ο Τζέισον.

Ο Λόμαν τον κοίταξε σαν να έβγαινε από βαθιά ύπνωση.

«Τι; Ω…όχι.»

«Ακόμα σκέφτεσαι το χθεσινό βράδυ;»

«Ξεστόμισα ένα σωρό ηλιθιότητες.»

«Ε, κοίτα, βρισκόμαστε όλοι σε πολύ σοβαρή θέση. Δεν έχουμε ιδέα τι μας ξημερώνει. Κι εκείνος ο ήχος…ή φωνή…» έκανε μια δραματική παύση και κοιτάχτηκαν σοβαροί, «Μεγάλο ταράκουλο.»

«Μεγάλο ταράκουλο;»

«Ακριβώς.»

 

Ο Τζέισον κοίταξε μπροστά τους.

«Βλέπω το τέλος του φαραγγιού. Δεν έχει τίποτα εδώ. Πάμε πίσω.»

«Τζέισον…»

«Όσο σκέφτομαι αυτά που χάσαμε στη συντριβή γίνομαι έξαλλος.»

«Τζέισον.»

«Ναι;»

«Πρόσεξες…την Λάνα και τον Ντάνι;»

Ξεκίνησαν την πορεία επιστροφής προς την σπηλιά. Ο Τζέισον προπορευόταν και άκουγε τον Λόμαν που ακολουθούσε.

«Εννοώ…είμαστε σε μια κατάσταση ζωής και θανάτου…αλλά…νομίζεις και ο Ντάνι παιδιαρίζει. Συμπεριφέρεται λες και ήμαστε πίσω, στην Ακαδημία. Μας έστειλε εδώ για να μείνει μόνος μαζί της.»

«Νόμιζα πως εκείνη μας ζήτησε να ψάξουμε το φαράγγι.»

«Τζέισον, απλά δεν θέλω να έχουμε φασαρίες…»

«Τι τσαμπουνάς τώρα;»

«Η ισορροπία των φύλων στην ομάδα μας…»

«Δεν έχει καμία απολύτως σημασία.»

«Τι;»

«Η Σούζαν γούσταρε τον Ντάνι. Η Τζόις γούσταρε τον Ντάνι. Η Λάνα γουστάρει τον Ντάνυ.»

«Ναι, καλά…τώρα όμως υπάρχει μια νέα κατάσταση. Και ας μην υπάρξουν φασαρίες. Αυτό λέω μόνο.»

Ξαφνικά, σαν ψευδαίσθηση, μια σκιά πέρασε πάνω από το πρόσωπο του Τζέισον. Με τα χέρια τους να κρύβουν τον ήλιο σήκωσαν τα μάτια τους και κοίταξαν ψηλά.

 

Μια τεράστια πέτρα έμοιαζε να αιωρείται από πάνω τους, μόνο που δεν αιωρούνταν αλλά έπεφτε. Ο Λόμαν άνοιξε το στόμα του να φωνάξει μια προειδοποίηση αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος. Είχε κοκαλώσει. Ο Τζέισον κατάφερε να υπερνικήσει το δικό του πάγωμα και με κινήσεις που του φάνηκαν βασανιστικά αργές κατάφερε μια σπρωξιά στον Λόμαν. Πήγε να πισωπατήσει και χάνοντας την ισορροπία του έπεσε με την πλάτη του στο χώμα. Η πέτρα έσκασε ανάμεσα στους δύο άντρες σε πολλά επικίνδυνα θραύσματα που σκόρπισαν ολόγυρα σαν ξυράφια.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Το λιγότερο που μπορώ και μου επιτρέπεται να πώ (καθώς ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί το έργο σου), είναι πως είσαι ΜΑΣΤΟΡΑΣ στο να ρίχνεις δολώματα...εγώ τσίμπησα ανεπανόρθωτα!

Περιμένω τις συνέχειες!!!!

Link to comment
Share on other sites

Ο Ντάνιελ σημάδεψε τον βράχο με το στυλό λέιζερ και έκαψε πάνω του ένα βέλος. Σημάδευε προς την νέα τους κατασκήνωση. Η Λάνα ήταν γονατισμένη μπροστά στις προμήθειες και τις χώριζε σε τέσσερις στοίβες με το βάρος τους μοιρασμένο ίσο. Ο καθένας τους θα κουβαλούσε το ίδιο. Κοίταξε ανήσυχη στο απέναντι τοίχωμα του φαραγγιού. Οι σκιές είχαν αλλάξει γωνία. Ο Ντάνιελ πρόσεξε την έκφραση της.

«Καλύτερα να πάω να τους ψάξω.»

«Θα επιστρέψουν.»

«Κι αν χρειάζονται βοήθεια;»

«Ξέρουν να φροντίζουν τον εαυτό τους.»

«Το ίδιο κι εγώ.»

«Δεν υπαινίχτηκα το αντίθετο.»

Την πλησίασε.

«Φοβάσαι για μένα. Ενδιαφέρεσαι…»

Δεν μπόρεσε να καταπνίξει το μειδίαμα της.

«Ενδιαφέρομαι για την επιβίωση μας. Η ασφάλεια ολόκληρης της ομάδας είναι ζωτική σ’αυτό.»

«Γιατί δεν μου ζήτησες να πάω στην ανίχνευση;»

Άπλωσε τα χέρια του στη μέση της. Τα χαρακτηριστικά της τσίτωσαν αυτόματα.

«Σε χρειαζόμουν εδώ…»

«Με χρειαζόσουν εδώ…»

«Ο δικός μας εξοπλισμός είναι πιο ευαίσθητος…Θέλει συνεχή επιθεώρηση…και συντήρηση…»

Την τράβηξε πάνω του.

«Συμφωνώ σε όλα.»

Τον έσπρωξε βίαια και έκανε πίσω.

«Σταμάτα τώρα! Τι έχεις πάθει;!»

«Τι έχεις πάθει εσύ;»

Του γύρισε την πλάτη της και έστρεψε την προσοχή της πάλι στις προμήθειες. Τα χαρακτηριστικά του Ντάνιελ παραμορφώθηκαν από οργή. Έμεινε εκεί για λίγο να την κοιτάει με τις γροθιές του σφιγμένες.

«Πάω να βρω τους άλλους» είπε με άχρωμη φωνή.

 

Του κράτησε την πλάτη της στραμμένη πάνω του και συνέχισε να τακτοποιεί τον εξοπλισμό τους. Αυτό που πραγματικά έκανε ήταν να επαναλαμβάνει άσκοπα τις ίδιες κινήσεις μέχρι να χαθεί εκείνος στη στροφή του φαραγγιού. Μόλις αντιλήφθηκε πως ήταν μόνη κατέρρευσε στην άμμο και έριξε την μάσκα ψυχραιμίας που διατηρούσε για τον κόσμο. Ένιωθε απελπισμένη. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο της και κοίταξε την μαυρίλα που έβγαλε στα δάχτυλα της.

«Υπέροχα…»

Πήρε το μεταλλικό της παγούρι και χρησιμοποιώντας το σαν καθρέπτη κοίταξε το πρόσωπο της. Άγγιξε τα μαλλιά της. Άλουστα καθώς ήταν, καπνισμένα και ιδρωμένα, βρήκε την υφή τους αηδιαστική. Θυμήθηκε το μινιόν μπάνιο που μοιράζονταν με τους άλλους στο σκάφος. Τα τόσα παράπονα που είχε ξεστομίσει για την υπο-λειτουργικότητα του. Φάνταζε σαν ευτυχία πέντε αστέρων τώρα.

 

Ένας μικρός χείμαρρος από άμμο και χαλίκια χύθηκε στην πρόσοψη του βράχου πίσω της. Γύρισε και κοίταξε ψηλά. Αρκετά μέτρα πάνω από το άνοιγμα της εσοχής στην οποία είχαν κατασκηνώσει υπήρχε μια τρύπα, όχι πολύ μεγάλη, σχεδόν αθέατη. Φυσούσε μάλλον σε εκείνο το σημείο και έδιωχνε την άμμο από την κρυμμένη κοιλότητα. Σηκώθηκε όρθια και έκανε πίσω για να δει κάπως καλύτερα. Μπορούσε να διακρίνει την αψίδα της τρύπας αλλά δεν διέκρινε το πόσο βαθιά θα μπορούσε να είναι. Μελέτησε την επιφάνεια του βράχου γύρω από την σπηλιά και μελέτησε τα σχισίματα και τα εξογκώματα στην πέτρα. Δημιουργούσαν μια κάποια φυσική σκάλα προς το άνοιγμα από πάνω. Κυριευμένη από περιέργεια, ξέχασε την απελπισία της και άρχισε να σκαρφαλώνει. Αγνόησε επίσης τον αυξανόμενο άνεμο που ξεσήκωνε τώρα την άμμο μέσα στο φαράγγι.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Οι Τζέισον και Λόμαν είχαν σταματήσει στο αδιέξοδο που τους είχε οδηγήσει το φαράγγι. Η πτώση του βράχου που παραλίγο να τους στοιχίσει τη ζωή, τους είχε αφυπνίσει και τους είχε πεισμώσει. Είχαν πάρει την απόφαση να μην τρέξουν σαν κυνηγημένοι πίσω στη Λάνα και τον Ντάνιελ. Τα πρόσωπα τους ήταν σκονισμένα και το αίμα στις πληγές τους είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Τα τσιρότα με τα οποία είχαν καλύψει τα βαθύτερα κοψίματα είχαν μαυρίσει κιόλας από τη βρωμιά. Το σημείο που στέκονταν ήταν προστατευμένο από τον ήλιο, άκουγαν όμως το βουητό του ανέμου και έβλεπαν τα σύννεφα της άμμου που ταξίδευαν στην κορυφή των βράχων. Αρκετή από εκείνη τη σκόνη έπεφτε κάτω στο φαράγγι και τους πασπάλιζε κίτρινους. Στην συνέχεια ο ιδρώτας μαύριζε την σκόνη στα πρόσωπα τους.

 

Ο Λόμαν βρισκόταν σε μια συνεχή ένταση. Μελετούσε τα τοιχώματα του φαραγγιού και στην παραμικρή φύσημα σκόνης νόμιζε πως έβλεπε κάτι το ύποπτο. Ο Τζέισον κάθισε σε μια πέτρα και ήπιε μια γουλιά από το παγούρι του.

«Αν υπάρχει εξωγήινη ζωή εδώ, θα πρέπει να τρέφεται με πέτρες.»

«Κοίτα πάνω εκεί…»

Ο Τζέισον ακολούθησε το δάχτυλο του Λόμαν. Σε αυτό το σημείο, ο σχηματισμός υψωνόταν σε στήλες, σαν τους πύργους ενός μεσαιωνικού κάστρου, λεία πέτρα γεμάτη από εσοχές και σκασίματα.

«Αυτά μοιάζουν με σπηλιές.»

«Δεν νομίζω πως θα μπορούσε να υπάρχει νερό εκεί πάνω.»

«Το ξέρω.»

Ο Τζέισον κούνησε το παγούρι του στον Λόμαν.

«Δεν τα πάμε καλά από νερό.»

«Έχω μερικά δισκία Νι.»

«Όχι ευχαριστώ. Κάνουν μεγαλύτερο κακό από καλό. Ίσως…σαν τελική λύση…»

Το βλέμμα του Λόμαν χαμηλώνει στο έδαφος.

«Η Σούζαν θα ήξερε που να ψάξει.»

«Ναι. Εκείνη θα ήξερε.»

Ο Τζέισον ξεροκατάπιε κι ένιωσε τον λαιμό του γεμάτο αγκάθια.

«Ξέμεινα και από σάλιο.»

Ο Λόμαν άρχισε να ακολουθεί ένα φανταστικό μονοπάτι πάνω στην άμμο.

«Η Σούζαν ήταν ευγενική…και όμορφη. Η ομορφότερη Γεωλόγος που ήξερα. Είχαμε βγει για φαγητό μια φορά. Στο είχα πει ποτέ μου;»

Ο Τζέισον ένιωθε τα βλέφαρα του βαριά και τα άφησε να κλείσουν. Ο Λόμαν ήταν τώρα μόνο μια φωνή.

«Όχι» του απάντησε, «Θα ήταν καλύτερα να μην μιλάμε. Μην σπαταλάς το σάλιο σου.»

«Τζέισον;»

«Μμ;»

«Τζέισον;!»

«Τι;»

 

Άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Λόμαν πεσμένο στα γόνατα του να τρέμει εκστασιασμένος.

«Τζέισον! Έλα εδώ!»

Ξαφνιασμένος και ανήσυχος ήρθε αγκομαχώντας δίπλα στον Λόμαν.

«Είσαι καλά;»

Ο Λόμαν του έδειχνε δύο βαθουλώματα σε περίεργο σχήμα πάνω στο πιο συμπαγές χώμα του εδάφους. Κουνούσε το χέρι του σαν να τον είχε πιάσει επιληψία.

«Κοίτα! Κοίτα!»

«Τι είναι;»

«Ίχνη! Πατημασιές!»

«Τι; Αυτά;»

«Ξέρω, είναι λίγο παραμορφωμένα, αλλά πρόσεξε, και τα δύο είναι πανομοιότυπα. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση!»

«Εμ…Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά δεν είναι τόσο ίδια…»

 

Τα χαρακτηριστικά του Λόμαν πάγωσαν. Μια ηλεκτρική εκκένωση διαπέρασε τις φλέβες του. Τινάχτηκε όρθιος. Ο Τζέισον τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει αν ο συνεργάτης του τρελάθηκε.

«Θεέ μου! Αυτά είναι πρόσφατα. Το έδαφος είναι μαλακό…»

Ξέσπασε σε ένα τρανταχτό γέλιο που τρόμαξε για τα καλά τον Τζέισον.

«Είναι λάσπη! Λάσπη!»

«Καλύτερα…»

«Ξεραμένη λάσπη! Νερό! Βρήκαμε νερό!»

Βούτηξε πάλι στο έδαφος και άρχισε να σκάβει με τα χέρια. Οι «εξωγήινες πατημασιές» εξαφανίστηκαν στην μανία του. Παρασυρμένος, ο Τζέισον έπεσε δίπλα του και άρχισε να σκάβει κι εκείνος.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Σε λίγο στεκόντουσαν μπροστά σε μια λακκούβα γεμάτη λασπωμένο νερό. Οι δύο άντρες χόρευαν, αγκαλιάζονταν, άφηναν υστερικές κραυγές, ήταν τρελοί από την χαρά τους. Έπαιρναν το λασπόνερο με τις χούφτες και το έτριβαν ο ένας στη μούρη του άλλου. Ήταν η στιγμή που έκανε την εμφάνιση του ο Ντάνιελ. Ξεπρόβαλλε από το κουρνιαχτό της σκόνης που έσπρωχνε ο άνεμος μέσα στο φαράγγι, το πρόσωπο του κατακίτρινο. Τους είδε αλλά από απόσταση δεν μπορούσε να εξηγήσει την συμπεριφορά τους. Άνοιξε το βήμα του δρασκελίζοντας προς το μέρος τους.

«Τζέισον! Λόμαν!»

Γύρισαν και τον είδαν να έρχεται. Ο Τζέισον σχεδόν έχασε την καλή του διάθεση. Έσκυψε και πήρε με την χούφτα του έναν γεμάτο σβόλο λάσπης.

«Έλα Ντάνι» φώναξε, «Σού’χουμε κάτι εδώ!»

Του τον εκσφενδόνισε και ο Ντάνιελ ενστικτωδώς έσκυψε να το αποφύγει. Αλλά δεν τα κατάφερε. Η υγρή λάσπη έσκασε στο μάγουλο του.

«Ανάθεμα!»

Το σοκ του χτυπήματος το διαδέχτηκε η απρόσμενη βρεγμένη αίσθηση στο πρόσωπο του. Ένιωσε το νερό να υγραίνει τα χείλη του.

«Ανάθεμα» επανέλαβε σε αλλαγμένο τόνο.

Άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους.

 

Είχε φτάσει στα μισά, με λίγο κόπο ακόμα θα κατακτούσε τον στόχο της. Η πέτρα γύρω από τη σπηλιά ήταν βολικά ρυτιδιασμένη για σκαρφάλωμα. Ήταν όμως ακόμα εξαντλημένη, ο ταραγμένος της ύπνος τη νύχτα δεν την είχε ξεκουράσει καθόλου. Κάθε τις κίνηση απαιτούσε διπλή προσπάθεια. Από την νέα της θέση έβλεπε πως η τρύπα ήταν βαθιά. Άκουγε τον άνεμο που μουρμούραγε όπως μπαινόβγαινε και φύσαγε άμμο και μικρές πετρούλες έξω.

 

Με ένα τελικό σπρώξιμο κατάφερε να φτάσει στο χείλος του ανοίγματος και να σκαρφαλώσει μέσα του. Μόνο γονατιστή και με το κεφάλι κάτω χωρούσε μέσα. Ξαφνικά ένιωσε τελείως ηλίθια. Πρόσεξε την απόσταση της από το έδαφος και ένιωσε έναν ελαφρύ ίλιγγο. Η κοιλότητα στης οποίας το χείλος στεκόταν συνέχιζε αρκετά μέσα στον βράχο, τόσο που το τέλος της χανόταν στο σκοτάδι. Ταυτόχρονα στένευε και της ήταν αδύνατο να προχωρήσει άλλο. Με το σώμα της να εμποδίζει το φως της ημέρας, της ήταν δύσκολο να διακρίνει λεπτομέρειες μέσα στο σκοτάδι. Επέμεινε να κοιτάζει μήπως και συνήθιζε το μάτι της. Υπήρχε κάτι εκεί. Αν άπλωνε το χέρι της, με λίγη προσπάθεια, θα το άγγιζε. Θα ήταν και άλλη μια χαζή κίνηση από μέρους της.

«Τώρα που ήρθα ως εδώ…» είπε στον εαυτό της και πρότεινε το χέρι της προς το αντικείμενο πριν το μετανιώσει.

Τέντωσε τον ώμο της όσο μπορούσε και τα δάχτυλα της το έφτασαν όταν ξέσπασε ένα αναπάντεχο βουητό που αναδύθηκε βαθιά μέσα από τον βράχο. Την χτύπησε κατά πρόσωπο δυνατός αέρας και την έσπρωξε βίαια έξω. Προσπάθησε να αρπαχτεί από κάπου αλλά το σώμα της δεν ήταν παρά ένα σκουπιδάκι που το δυνατό φύσημα τίναξε έξω από την πέτρα. Βρέθηκε στο κενό και έπεσε κάτω.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Έσκασε στην άμμο με τα πόδια και γυρνώντας βίαια στο πλευρό της κύλησε και έπεσε πάνω στις στοίβες με τις προμήθειες. Έμεινε για λίγο προσανατολισμένη, το κεφάλι της ένα κενό. Άμμος είχε γεμίσει το στόμα της και στάθηκε στα τέσσερα βήχοντας και φτύνοντας. Τουλάχιστο δεν είχε χτυπήσει, είχε πέσει στα μαλακά. Ξαφνικά ένιωσε να την αρπάζουν και ξεφώνισε τρομαγμένη μόνο για να βρεθεί στα χέρια του Ντάνιελ και του Τζέισον. Είχαν δει την πτώση της και είχαν τρέξει ανήσυχοι στο πλευρό της.

«Είσαι καλά;»

«Τι έγινε; Τι έκαμνες εκεί πάνω;»

Ανακουφισμένη στη θέα τους ξέσπασε σε γέλια. Ταυτόχρονα ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν. Την είχαν τσακώσει σε μια χαζή σκανταλιά. Γελούσαν κι εκείνοι μαζί της.

«Βρήκαμε νερό!» ξεφώνισε ο Τζέισον.

«Νερό;!»

«Ναι, έλα πάμε» της είπε ενθουσιασμένος ο Ντάνιελ.

«Νερό, δεν το πιστεύω…»

«Τι είναι αυτό Λάνα;»

Η προσοχή του Τζέισον είχε κολλήσει στο αριστερό της χέρι. Κρατούσε ένα κόκαλο.

«Που το βρήκες αυτό;»

Το κοίταξε κι εκείνη σαν να το αντιλαμβανόταν μόλις τώρα. Ήταν μια στιγμή γεμάτη από εκπλήξεις και κανείς τους δεν έβρισκε κάτι να πει.

 

Η δεύτερη νύχτα τους βρήκε σε νέα κατασκήνωση. Καθισμένοι γύρω από την λάμπα, η προσοχή των τριών ήταν στραμμένη στον Λόμαν. Στο χέρι του κρατούσε την ανακάλυψη της Λάνας. Το ύφος του είχε μια περίεργη ευφορία.

«Είναι πλευρό» είπε. «Μέρος του τέλος πάντων. Πιθανό να ανήκει στο ίδιο πλάσμα που μας άφησε τα ίχνη του στη λάσπη. Σε αυτή την περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με κάτι μεγάλο και δυνατό. Μαντεύω πως περπατάει όρθιο, από τις πατημασιές, και θώρακας αυτού του μεγέθους…θέλει μια κάποια δύναμη να τον κουβαλάς…»

«Αυτό…το καθιστά και επικίνδυνο;» ρώτησε ο Ντάνιελ.

«Αν μπορεί να σηκώνει και να πετάει τεράστια βράχια στα κεφάλια μας, θα έλεγα ναι» σχολίασε αμέσως ο Τζέισον.

«Και πως αποδεικνύονται όλα αυτά;» συνέχισε ο Ντάνιελ, «Εννοώ, πως και δεν το είδαμε ακόμα; Ή δεν τα είδαμε ακόμα; Πόσα θα μπορούσαν να είναι;»

«Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω» απάντησε ο Λόμαν, «Βρήκαμε μόνο ένα ζευγάρι ίχνη δίπλα στην πηγή. Μάλλον δεν κινούνται σε αγέλες.»

«Θα ήθελα να είχα δει εκείνα τα ίχνη» είπε η Λάνα.

«Θα ήθελα να τα ξαναδώ κι εγώ» είπε ο Λόμαν κοκκινίζοντας, «Ήταν ακριβώς πάνω από τον νερόλακκο. Ήταν η στιγμή τέτοια που δεν σκεφτήκαμε σωστά…»

«Λόμαν, ένα πλάσμα τόσο μεγάλο…με τι θα μπορούσε να τρέφεται εδώ;»

«Μου είναι αδύνατο να μαντέψω. Θα ήθελα να βρω αυτή την απάντηση πάρα πολύ.»

«Αυτό μου υπενθυμίζει πως θα’πρεπε να φυτέψω μερικούς σπόρους εδώ γύρω.»

«Κοιτάξτε. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως έχουμε κατασκηνώσει ακριβώς δίπλα στο νερό του. Νομίζω πως θα ξανάρθει εδώ.»

«Έχεις δίκιο» είπε ο Ντάνιελ κοφτά με το βλέμμα του να πετάγεται στο σκοτάδι.

«Τι μπορούμε να κάνουμε;» ρώτησε η Λάνα.

«Να πάμε ίσως λίγο πιο πέρα…» συνέχισε ο Ντάνιελ.

«Ίσως να μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μαζί του» είπε ο Λόμαν.

Η πιθανότητα τους μούδιασε το μυαλό.

«Το αμφιβάλω» είπε η Λάνα. «Δεν μπορούμε να συμπεράνουμε την εξυπνάδα του, αλλά βάση του περιβάλλοντα σκηνικού μέσα στο οποίο ζει, πραγματικά το αμφιβάλω.»

«Θα μπορούσε να είναι δειλό και άκακο. Πολύ περισσότερο να είχε ανάγκη τη βοήθεια μας…» επέμεινε ο Λόμαν.

«Θα ήμουν πιο ήσυχη αν κάποιος καθόταν σκοπιά το βράδυ.»

«Εγώ» είπε ο Ντάνιελ, «μετά την τρομακτική ιστορία του Λόμαν δεν θα μου κολλάει ύπνος.»

«Πως μπορούμε να αμυνθούμε;» ρώτησε η Λάνα.

«Αυτό άστο σε μένε» είπε ο Τζέισον και άπλωσε το χέρι του στις ιατρικές προμήθειες.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Χρειάστηκε μια χειρουργική λαβίδα βιδωμένη ορθάνοιχτη και ένας λαστιχένιος σωλήνας δεμένος στα χερούλια για την πρώτη τους σφεντόνα. Μόλις τελείωσε το όπλο του, ο Τζέισον σήκωσε μια πέτρα από το έδαφος, την προσάρμοσε στο λάστιχο και παίρνοντας σημάδι σε έναν φανταστικό στόχο την εκσφενδόνισε στο σκοτάδι. Ο γδούπος στον αθέατο τοίχο απέναντι έδειξε να τον ικανοποιεί.

 

Η Λάνα γέμισε τις χούφτες της με νερό από τον λάκκο και έπλυνε το πρόσωπο της. Δίπλα της επέστρεψε ο Τζέισον για να γεμίσει το παγούρι του.

«Θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε τα φίλτρα.» του είπε.

«Το δοκίμασα. Το νερό είναι μια χαρά. Δεν το χρειάζεται.»

Την παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένος να πλένεται, με μια αρχέγονη ανάγκη να τον τσιγκλάει σε σημεία που τα θεωρούσε ξεχασμένα. Δεν ήταν προετοιμασμένος για τέτοια συναισθήματα. Έπιασε το βλέμμα του και του χαμογέλασε. Βρέθηκε ξαφνικά σε τρομερή αμηχανία.

«Χαίρομαι τελικά που διακινδύνεψες για τους σπόρους σου.»

Τον παίνεψε βγάζοντας τον ταυτόχρονα και από την δύσκολη θέση. Σα να του έλεγε «Δεν τρέχει και τίποτα που με κοιτάζεις. Είναι φυσιολογικό.»

«Ευχαριστώ» της απάντησε.

«Έχω πραγματικά επιθυμήσει τη γεύση φρέσκου φρούτου.»

«Αυτό είναι μόνο μέρος του τι μπορούμε να πετύχουμε. Μπορούμε να βγάλουμε καυσόξυλα, όπλα, υλικά για να χτίσουμε κατάλυμα, να φτιάξουμε ρούχα…Θα χρειαστεί βέβαια μια αναμονή…»

Γέλασαν ταυτόχρονα. Η ξαφνική έξαρση αισιοδοξίας είχε ακουστεί αστεία και στον ίδιο. Κι εκείνη έδειχνε ομορφότερη από ποτέ. Το πρόσεξε κι ένιωσε την δαγκωνιά στο στήθος.

«Φέρθηκες επιπόλαια σήμερα» της είπε, «Ήταν επικίνδυνο αυτό που έκανες στη σπηλιά.»

«Ξέρω να φυλάγομαι.»

«Δεν ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε εδώ.»

«Πόσο σίγουρος είσαι γι αυτό;»

«Δεν είμαι σίγουρος» της ψιθύρισε, «Αλλά σέβομαι τον Λόμαν. Είναι από τους καλύτερους του τομέα του και δεν θα περνούσα στα γρήγορα την εκτίμηση του. Πρέπει να προσέχεις διπλά από τους υπόλοιπους.»

«Επειδή είμαι γυναίκα;»

«Όχι…ε, ναι. Δεν είσαι μόνο μια γυναίκα. Είσαι η μόνη γυναίκα. Η μόνη γυναίκα σε όλον τον πλανήτη. Μας είσαι πολύτιμη…»

Από μέσα του ευχόταν πως οι λέξεις έβγαιναν σωστά και δεν πρόδιδαν τα ακατονόμαστα. Είδε το βλέμμα της να σκοτεινιάζει. Είχε ρυτίδες στο μέτωπο της.

«Το πλάσμα του Λόμαν μπορεί να είναι θηλυκό» είπε χωρίς ίχνος από χιούμορ στη φωνή της.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Ο Τζέισον και ο Λόμαν χώθηκαν στους υπνόσακους τους, αβέβαιοι αν θα κατάφερναν να κοιμηθούν. Ο Ντάνιελ είχε σκαρφαλώσει σε μια γκρεμισμένη πέτρα στα όρια της κατασκήνωσης και είχε βολευτεί όσο καλύτερα μπορούσε για την σκοπιά του. Η Λάνα χαμήλωσε την ένταση της λάμπας στα μισά, βυθίζοντας τις φιγούρες τους στο ημίφως. Μετά ανέβηκε σιωπηλά και κάθισε δίπλα στον Ντάνιελ. Το φαράγγι εδώ πλάταινε αρκετά για να επιτρέπει μια καλή θέα του νυχτερινού ουρανού. Δεν φυσούσε και χωρίς το κουρνιαχτό να τους σκεπάζει τα άστρα ακτινοβολούσαν εντυπωσιακά.

«Λες να μας βρουν ποτέ; Νεκρούς ή ζωντανούς;» τη ρώτησε.

«Θα ήταν σαν τυχερή ζαριά. Ήμασταν εκτός πορείας πριν το ατύχημα. Όλα όσα βλέπεις εκεί ψηλά είναι καινούργια στην ομοσπονδία. Θα μπορούσαμε να ήμαστε οπουδήποτε ή να ήμαστε νεκροί.»

«Καθόλου παρήγορο αυτό.»

«Είμαστε ζωντανοί. Και έχουμε καλές προοπτικές.»

«Αυτό το μέρος όμως, δεν δείχνει κατάλληλο να συντηρήσει ζωή. Ανθρώπινη ή εξωγήινη.»

«Έχει αέρα που αναπνέουμε και πόσιμο νερό.»

Χαμήλωσε την ένταση της φωνής του.

«Αν δεν ήσουν κι εσύ εδώ νομίζω πως θα τρελαινόμουν.»

Άπλωσε τα χέρια του και ένιωσε τα μακριά μαλλιά της στα ακροδάχτυλα του. Είδε τα άστρα μέσα στα μάτια της. Ήταν εκεί η ίδια λαχτάρα, αυτό στο οποίο ήλπιζε.

«Ντάνι…»

Έσκυψε αποζητώντας τα χείλη της και αυτή τη φορά του ανταποκρίθηκε. Ένα μακρόσυρτο πεινασμένο φιλί. Κατέβηκε πρώτος από την πέτρα και κρατώντας το χέρι της βοήθησε κι εκείνη. Γύρισαν το βλέμμα τους ταυτόχρονα, και ένοχα, προς την κατασκήνωση. Οι Λόμαν και Τζέισον είχαν παραδοθεί στον ύπνο, στριφογύριζαν ανήσυχοι μέσα στους σάκους τους. Ο Ντάνι πήρε την Λάνα από το μπράτσο και αποτραβήχτηκαν έξω από την ανταύγεια της λάμπας, προς το σκοτάδι.

 

Βρέθηκαν ολοκληρωτικά καλυμμένοι από την νύχτα. Μπορούσαν από την θέση τους να δουν την κατασκήνωση, οι ίδιοι όμως ήταν σιλουέτες μέσα στις σκιές. Η αίσθηση της άμμου στα γυμνά τους πέλματα ήταν ζεστή και ευχάριστη. Το άγγιγμα του την έκανε να σκιρτήσει. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά; Τώρα, με την προοπτική να χάσει τη ζωή της ανά πάσα στιγμή, της ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτο. Τα φιλιά τους ήταν σκληρά, λαίμαργα, ανυπόμονα. Τράβηξαν ο ένας τον άλλον καταγής, πάνω στο απαλό στρώμα της άμμου. Χαμένη στη ζάλη της στιγμής δεν αντιλήφθηκαν αμέσως το ξαφνικό φούντωμα του ανέμου. Φύσηξε και διέλυσε ένα ζευγάρι φρέσκα ίχνη στο έδαφος παραπέρα.

 

Ο Τζέισον τινάχτηκε στον ύπνο του και ανασηκώθηκε αποπροσανατολισμένος. Ένα κακό συναίσθημα έτρεχε στο αραχνιασμένο του μυαλό. Άκουσε το βουητό του ανέμου. Ψήγματα άμμου του τσίμπησαν τα μάτια. Δίπλα του ο Λόμαν ήταν τόσο καλά τυλιγμένος μέσα στον σάκο του που δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Κοίταξε επίμονα στο σκοτάδι. Ο άνεμος ήταν ψίθυρος σε σχέση με τον ήχο που πλησίαζε από μακριά, ο στροβιλισμός δισεκατομμυρίων κόκκων άμμου που έρχονταν σαν μηχανή τρένου έτοιμη να ξεπηδήσει από το τούνελ.

 

Η Λάνα δεν ήταν στον σάκο της. Και που ήταν ο Ντάνιελ; Τινάχτηκε όρθιος με χολή να πικρίζει το στόμα του. Τόλμησε μερικά βήματα προς το σκοτάδι όταν ξαφνικά επέστρεψε η τρομερή σάλπιγγα από τα ύψη του φαραγγιού.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Ο Λόμαν τινάχτηκε ουρλιάζοντας έξω από τον σάκο του. Η εξωγήινη ηχώ δονούσε τα τείχη που τους κύκλωναν, και αυτό δεν ήταν το πιο ανησυχητικό στοιχείο. Ήταν μόνος του.

«Τζέισον! Λάνα!»

 

Ο Τζέισον άκουσε τις φωνές του αλλά δεν πρόλαβε να ανταποκριθεί. Κάτι άλλο άρπαξε την προσοχή του. Είδε τον Ντάνιελ και την Λάνα να ξεμυτίζουν πίσω από τα βράχια, οι στολές τους ξεκούμπωτες, έκπληκτοι και λαχανιασμένοι, σαν παιδιά που τα είχαν τσακώσει να αταχτούν. Ο Ντάνιελ πρώτος είδε τον Τζέισον να τους κοιτάζει. Ανεξήγητα προς στιγμή, χωρίς ο ίδιος ο Τζέισον να αντιλαμβάνεται ένα λογικό κίνητρο, χίμηξε κατά του συγκυβερνήτη. Ένιωθε να τον ορίζει ο ήχος αυτής της περίεργης σάλπιγγας που τον δονούσε βαθιά, που του τράνταζε τα πιο αρχέγονα ένστικτα.

 

Ο Ντάνιελ άργησε να μαντέψει την πρόθεση του βοτανολόγου. Έμεινε να τον κοιτάει με μια απορημένη έκφραση μέχρι που ο άλλος έπεσε πάνω του σαν οδοστρωτήρας. Τον τίναξε πίσω, πάνω σε μια πέτρα, και η επίθεση συνεχίστηκε με σφιγμένες γροθιές. Η Λάνα ξεφώνιζε έξαλλη.

«Τι κάνεις; Τρελάθηκες;»

Ο Τζέισον γύρισε να την κοιτάξει με ένα βλέμμα που την κατηγορούσε, άγνωστο για τι. Η οργή είχε παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά του. Εκείνη ανταπόδωσε με ένα κοίταγμα απέχθειας. Ο Ντάνιελ δεν θα του επέτρεπε δεύτερη ευκαιρία. Όρμησε με την σειρά του και κατάφερε να τον ρίξει κάτω παρά τον όγκο του. Κύλησαν βίαια στην άμμο ανταλλάσσοντας χτυπήματα. Η Λάνα προσπαθούσε απελπισμένα να εισχωρήσει στον κύκλο τους και να τους χωρίσει.

«Σταματήστε! Μην το κάνετε αυτό!»

Εκείνος που βούτηξε ξαφνικά και άφοβα πάνω τους ήταν ο Λόμαν. Χώθηκε ανάμεσα τους και τους έσπρωξε χώρια χωρίς να φάει καμία γροθιά σαν από θαύμα.

«Τζέισον! Ντάνι! Τέρμα! Σταθείτε!»

 

Ο Ντάνιελ είχε ματώσει στη μύτη ενώ του Τζέισον του είχε σκιστεί το δεξί φρύδι. Είχαν όρεξη και γι άλλο. Η έκφραση όμως του Λόμαν ανάμεσα τους είχε δουλέψει καταλυτικά. Τους κρατούσε χωρισμένους στην απόσταση των απλωμένων του χεριών. Και εκείνη τη στιγμή σίγησε η σάλπιγγα. Η απότομη σιωπή έσκασε εκκωφαντικά πάνω τους. Τα βλέμματα τους πλανήθηκαν στις κορυφές του σχηματισμού, εκεί που τα βράχια άγγιζαν τα άστρα. Ένας άλλος ήχος αντικατέστησε τον προηγούμενο, εκείνος μιας αμμοθύελλας που έσβησε τα άστρα πίσω από ένα σκοτεινό κουρνιαχτό.

«Χρειαζόμαστε καταφύγιο» είπε με σταθερή φωνή ο Λόμαν.

Άρχισε να τους τραβάει και να τους σπρώχνει προς την κατασκήνωση. «Ελάτε! Κουνηθείτε! Θα τα βρούμε αργότερα.»

Ο Ντάνιελ και ο Τζέισον αντάλλαξαν ηλεκτρισμένα βλέμματα. Ο Λόμαν έμενε σταθερά ανάμεσα τους. Η Λάνα τους προσπέρασε τρεχάτη για να φτάσει πρώτη στην κατασκήνωση. Εκείνη ήθελε να τους αποφύγει όλους.

«Βιαστείτε! Έρχεται γρήγορα!» συνέχισε ο Λόμαν, περισσότερο για να τους αποσπάσει την προσοχή από οτιδήποτε άλλο τους έκαιγε εκείνη την στιγμή.

 

Η άμμος τους πρόλαβε και τους κάλυψε με το που έφτασαν στην κατασκήνωση. Η Λάνα σήκωσε στον ώμο της όσες προμήθειες μπορούσε να κουβαλήσει. Οι άντρες μιμήθηκαν το παράδειγμα της. Ήταν πλέον αναγκασμένοι να φωνάζουν ο ένας στον άλλον για να ακούγονται.

«Μείνετε δίπλα στον βράχο. Ας τον ακολουθήσουμε μέχρι να βρούμε μια εσοχή που θα μας χωράει» τους ορμήνεψε ο Λόμαν.

Πρώτη στην πομπή μπήκε η Λάνα με την λάμπα της σηκωμένη. Οι υπόλοιποι την ακολούθησαν από κοντά, ο κάθε ένας με το χέρι του ακουμπισμένο στο σακίδιο που είχε στην πλάτη του ο μπροστινός του.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Η ορατότητα ολοένα χειροτέρευε. Κινούνταν δυσκολότερα, με τα πόδια τους να βυθίζονται στην άμμο ως τα γόνατα. Η Λάνα δεν μπορούσε πλέον να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Η καταραμένη άμμος γέμιζε το στόμα και τα ρουθούνια της. Προχωρούσε ψηλαφώντας τον βράχο στον οποίο έγερναν. Ξαφνικά το χέρι της χάθηκε σε ένα άνοιγμα. Ξαφνιασμένη, και εξαντλημένη, παρασύρθηκε από το βάρος των προμηθειών που κουβαλούσε στο φαρδύ ράγισμα. Έπεσε κάτω και καλύπτοντας το στόμα της άρχισε να φωνάζει.

«Εδώ! Λόμαν!»

Προσπάθησε να σηκωθεί για να δει αν την ακολουθούσαν και της διέφυγε τελείως η κίνηση πίσω στην εσοχή. Στην χαμηλή ανταύγεια της λάμπας που κρατούσε κινήθηκε κάτι μεγάλο, με κατεύθυνση προς την πλάτη της.

«Ελάτε εδώ μέσα! Χωράμε εδώ!» συνέχισε να φωνάζει.

 

Ο Ντάνιελ κατάφερε να διακρίνει την Λάνα από την λάμπα στο χέρι της. Γύρισε να ειδοποιήσει τους άλλους.

«Εδώ! Προς τα εδώ!»

Η Λάνα άκουσε την φωνή του Ντάνιελ και πισωπάτησε στο στενό καταφύγιο. Έλυσε τα λουριά των σακιδίων και τα ξεκρέμασε από πάνω της. Γονάτισε κάτω και τοποθετώντας την λάμπα ενάντια στον βράχο ανέβασε την ένταση του. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν οι οπλές του πλάσματος που βούλιαζαν στην άμμο δίπλα της. Το μυαλό της αρνήθηκε να δεχτεί αμέσως την εικόνα. Σταμάτησε ο χρόνος. Έκπληκτη σήκωσε το βλέμμα της και αμέσως το μετάνιωσε. Ένας σπηλαιώδης μυκηθμός ράπισε ζεστός το πρόσωπο της. Αμέσως βούτηξε μακριά από τον τρόμο και άρχισε να ουρλιάζει.

 

Θορυβημένος από τις κραυγές της, ο Ντάνιελ άρχισε να τρέχει όπως μπορούσε μέσα στην άμμο προς το φως της λάμπας. Η κραυγή της κόπηκε απότομα.

«Λάνα! Λάνα!»

Βρήκε το καταφύγιο αλλά όχι εκείνη. Τα σακίδια ήταν μισοθαμμένα και η λάμπα ήταν πεσμένη πλαγίως. Συνέχιζε να φωνάζει το όνομα της χωρίς να λαβαίνει μιαν απάντηση. Άρπαξε την λάμπα και χώθηκε στο στενό πέρασμα που σχημάτιζε η εσοχή στον βράχο. Ό,τι και να είχε συμβεί, αυτή ήταν η πιο λογική κατεύθυνση. Άλλαξε γνώμη πολύ γρήγορα. Δέκα βήματα κατάφερε όλο κι όλο. Τον χτύπησε κατά μέτωπο τρομερή κραυγή, ένα είδος μεγεθυσμένου βελάσματος. Ξεπετάχτηκε σαν θολούρα από το σκοτάδι και με έναν ανατριχιαστικό γδούπο έστειλε τον Ντάνιελ αιμόφυρτο στον πέτρινο τοίχο.

 

Την ίδια στιγμή πρόλαβαν να φτάσουν στη σκηνή οι Λόμαν και Τζέισον. Ο πρώτος γονάτισε δίπλα στον συγκυβερνήτη ενώ ο δεύτερος προσπαθούσε να δει μέσα στο στενό.

«Που είναι; Που είναι η Λάνα;» φώναξε ο Τζέισον.

Άρπαξε την λάμπα και ετοιμάστηκε να συνεχίσει το κυνήγι. Ο Λόμαν τον άρπαξε από το πόδι.

«Όχι!»

«Η Λάνα κινδυνεύει» ούρλιαξε εκείνος και χάθηκε στο βάθος του μονοπατιού.

Οι Λόμαν και Ντάνιελ αφέθηκαν μέσα στο σκοτάδι.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Το μονοπάτι συνέχιζε ανηφορικά και γινόταν ολοένα και πιο στενό. Κρατούσε την λάμπα σηκωμένη μπροστά του. Η ταλάντευση της δημιουργούσε σκιές που στροβιλίζονταν γύρω από την παραμικρή πτυχή της πέτρας λες και ο ίδιος ο βράχος ήταν ζωντανός. Έψαξε για ίχνη καταγής αλλά το έδαφος ήταν γυμνό από άμμο ή χώμα. Μια πέτρα αναπήδησε βίαια ανάμεσα από τα πόδια του. Από κάπου στο βάθος ακούστηκε ένα απόκοσμο μουγκανητό, ακολουθούμενο από περισσότερες πέτρες που σφύριζαν επικίνδυνα γύρω από το κεφάλι του. Μία από αυτές βρήκε τη λάμπα και το φως της τρεμόπαιξε σαν να ήταν έτοιμο να σβήσει. Γονάτισε κάτω και προστάτεψε τη λάμπα με το σώμα του. Έβγαλε την σφεντόνα του και οπλίζοντας τη με ένα από τα θραύσματα που έπεφταν γύρω του, σημάδεψε μπροστά προς το σκοτάδι. Έριξε την πρώτη του βολή στα τυφλά. Αμέσως σταμάτησαν να του πετούν πέτρες. Χωρίς να χάσει την ευκαιρία, άρπαξε πάλι την λάμπα και ξεχύθηκε πάλι στο κυνήγι. Σε ελάχιστα βήματα σκόνταψε σε κάτι και έπεσε φαρδύς-πλατύς κάτω.

 

Ήταν η Λάνα, λιπόθυμη. Ετοίμασε αμέσως την σφεντόνα και ετοιμάστηκε για νέα μάχη. Στο φως της λάμπας το στενό έδειχνε ήσυχο και απάνεμο. Άκουγε μόνο την δική του λαχανιασμένη αναπνοή. Αφού κράτησε την στάση του αρκετά για να βεβαιωθεί πως ο κίνδυνος είχε αποσυρθεί, σήκωσε την Λάνα στους ώμους του και οπισθοχώρησε προς την ασφάλεια.

 

Το φως της αυγής έδιωξε τις σκιές και ο βράχος φόρεσε τον πορφυρό του μανδύα. Ο αέρας είχε καταλαγιάσει και το φαράγγι ήταν σιωπηλό. Η αμμοθύελλα ήταν ένας εφιάλτης που είχε περάσει.

 

Ο Ντάνιελ ήταν ασφαλισμένος στον υπνόσακο του, αναίσθητος, με ματωμένους επιδέσμους δεμένους στο κεφάλι του. Γονατισμένος δίπλα του, ο Λόμαν έβαλε πίσω στο σακίδιο τα ιατρικά τους είδη. Πίσω του στεκόταν η Λάνα, η έκφραση της ένα μίγμα κούρασης, σοκ, ανησυχίας. Είχε τα μπράτσα της σταυρωμένα σαν να κρύωνε. Και κατά έναν τρόπο, παρά την αυξανόμενη ζέστη, είχαν παγώσει τα εσώψυχα της. Ταλαιπωρημένος αλλά σε εγρήγορση δίπλα της ήταν ο Τζέισον. Πηγαινοερχόταν σαν φυλακισμένος σε κλουβί, το βλέμμα του μόνιμα στην κορυφή του βράχου.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο γι αυτόν» είπε ο Λόμαν.

«Σταμάτησε η αιμορραγία;» ρώτησε η Λάνα.

«Εξωτερικά ναι. Δεν έχω ιδέα τι ζημιά έχει εσωτερικά. Δεν δείχνει εντάξει.»

«Αυτό το πράγμα είχε τον πλανήτη με το μέρος του χθες το βράδυ» είπε ο Τζέισον εκνευρισμένος, «Δεν θα το αφήσουμε να μας πιάσει ξανά απροετοίμαστους.»

«Ήταν αρσενικό…» είπε η Λάνα σαν αλλοπαρμένη.

«Τι;»

«Ήταν ‘εκείνο’.»

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Ο Λόμαν και ο Τζέισον κοιτάχτηκαν. Ο Λόμαν σηκώθηκε και τους έδειξε κάτι που έμοιαζε με κόκαλο.

«Αυτό το βρήκα δίπλα στον Ντάνι, εκεί που είχε πέσει. Είναι ένας σπόνδυλος. Τον είχε χτυπήσει με αυτό. Από τα σημάδια στο πρόσωπο του μπορώ να πω πως το πλάσμα τον χτύπησε με ολόκληρη σπονδυλική στήλη, σαν ρόπαλο. Δεν είναι ανθρώπινη αλλά έχει ομοιότητες. Χρησιμοποιεί όμως όπλα, έστω και ασυνήθιστης κατασκευής. Αυτό το ανάγει σε κάτι ανώτερο από ζώο στην εκτίμηση μου.»

«Που θέλεις να καταλήξεις;»

«Έχει ανεπτυγμένο εγκέφαλο. Δεν πρέπει να το υποτιμήσουμε. Θα μας αποβεί επικίνδυνο σε όποια απόσταση.»

Ο Τζέισον κοίταξε τις προμήθειες τους.

«Τι άλλο έχουμε; Εκτός από σφεντόνες δηλαδή;»

Ο Λόμαν σήκωσε ένα σακίδιο και κοίταξε μέσα του.

«Έχουμε δύο φιάλες πεπιεσμένου αέρα, για το πιστολάκι εμβολιασμού…Ξέρω πώς να φτιάξω χειροβομβίδες από αυτές. Ένα κάνιστρο αναισθητικού…χειρουργικά εργαλεία…»

«Όλα αυτά είναι χρήσιμες προμήθειες για περίπτωση ανάγκης» είπε η Λάνα με τρεμάμενη φωνή.

«Στην περίπτωση μας…» είπε ο Λόμαν και σταμάτησε ξεροκαταπίνοντας. «Δεν μπορούμε πλέον να σχεδιάζουμε την επιβίωση μας μακροπρόθεσμα. Πρέπει να προσαρμοστούμε στις αμεσότερες ανάγκες. Αυτή είναι τώρα η κατάσταση. Θα προτιμούσα να μπορέσω να συνεννοηθώ μαζί του. Θα ήταν σαν την επαλήθευση ενός ονείρου…Αλλά τώρα ξέρουμε πως δεν είναι ούτε ο χώρος που καταλαμβάνουμε, ούτε το νερό μας που θέλει.»

 

Οι δύο άντρες κοίταξαν την Λάνα. Υπήρχε μια αναγνώριση προσωπικής τους ενοχής στο βλέμμα. Τους επέστρεψε το κοίταγμα.

«Ας το κάνουμε τότε» τους είπε.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Ο ήλιος έκαιγε χαμηλά στον ορίζοντα. Έδειχνε ακόμα τεράστιος μπροστά στους πέτρινους σχηματισμούς που ξεφύτρωναν σαν νησιά μέσα από την θάλασσα της κίτρινης άμμου. Μοναχικό μυρμήγκι πάνω στην πέτρα, ο Τζέισον, ακολουθούσε ένα ανηφορικό μονοπάτι, σκαμμένο από τον χρόνο στον τοίχο του φαραγγιού. Στο χέρι του κρατούσε πάντα έτοιμη την σφεντόνα, πρόσεχε το βήμα του και ταυτόχρονα περιεργαζόταν τις απέναντι κορυφές του σχηματισμού. Κάθε τόσο γλιστρούσαν οι μπότες του στέλνοντας χαλίκια στον τρομακτικό γκρεμό που έχασκε δίπλα του. Το μέρος αποκάλυπτε σιγά-σιγά τα μυστικά του στους ναυαγούς. Μονοπάτια, σπηλιές, εσοχές, αψίδες και περάσματα που μόλις την προηγούμενη μέρα τους ήταν αόρατα. Λες και το μάτι του επισκέπτη προσαρμοζόταν στο φως και μάθαινε εκ νέου να διαβάζει την πέτρα.

 

Ανακάλυψε τυχαία αυτό το χείλος που χαράκωνε διαγώνια την πρόσοψη του βράχου και ήταν η πρώτη φορά, στις πρόσφατες περιπολίες του, που βρέθηκε τόσο ψηλά στο φαράγγι. Είχε μια νέα οπτική για το μέρος στο οποίο πιθανόν να άφηναν τα κόκαλα τους. Ήταν όντως σαν μια πόλη από κατακόκκινες, μετέωρες πέτρες, και ανάμεσα τους ένας λαβύρινθος από φαράγγια, ένα κεντρικό και πολλά μικρότερα, με «δρόμους» στρωμένους με κίτρινη άμμο.

 

Κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του βράχου που στεκόταν, ένα πλάτωμα στο όριο του σχηματισμού. Βρισκόταν ψηλά, υπήρχαν όμως βράχια και μυτερές κορυφές πολύ πιο ψηλές από την τωρινή του θέση. Βάδισε στο άλλο άκρο του πλατώματος και έριξε μια ματιά στον υπόλοιπο πλανήτη. Έβλεπε λόφους, κοιλάδες και βουνά από την ίδια κίτρινη άμμο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Κάποιες σκιές στον ορίζοντα ίσως ήταν άλλο ένα νησί σαν και αυτό, ή περισσότερα υψώματα από άμμο. Δεν είχε να δει κάτι άλλο. Αποφάσισε να πάρει τον δρόμο του γυρισμού πριν τον πιάσει το σκοτάδι.

 

Η Λάνα και ο Λόμαν κάθονταν δίπλα στον φασκιωμένο συγκυβερνήτη, χαμένος ακόμα σε βαθύ κώμα. Ο Λόμαν άνοιξε το φερμουάρ του υπνόσακου και άγγιξε τον καρπό του τραυματία.

«Μετά βίας πιάνω τον σφυγμό του. Είναι πολύ αδύναμος. Θα προσευχόμουν αν πίστευα πως θα βοηθούσε. Θα προσευχόμουν για όλους μας.»

Κοίταξε την Λάνα. Είχε αποτραβηχτεί στον εαυτό της. Στο χέρι της κρατούσε σφιχτά μια φιάλη πεπιεσμένου αέρα και κοίταζε προς τις κορυφές.

«Αυτό είναι θαρρείς…ένα ξεχασμένο μέρος. Δεν έχω άλλο τρόπο να το περιγράψω. Όλα είναι λάθος. Χωρίς προοπτική. Δεν μπορεί να ήταν πάντα έτσι. Δεν μπορεί. Το αποδεικνύει το ίδιο το φαράγγι. Κοίτα τις γραμμές στην πέτρα..»

Σηκώνεται και έρχεται κοντά της. Εκείνη σηκώνεται και απομακρύνεται από εκείνον. Νιώθει ένα τσίμπημα στο στήθος του. Προσπαθεί να το αγνοήσει.

«Θα τα καταφέρουμε όμως. Μαζί μπορούμε. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε να μας αποτελειώσει. Νομίζω πως είμαστε ικανότεροι…»

«Τους είδες χθες το βράδυ Λόμαν. Τον Ντάνι και τον Τζέισον. Ήταν έτοιμοι να κάνουν ο ένας τον άλλο κομμάτια.»

«Χθες ήταν μια άτυχη στιγμή. Ο Τζέισον παρασύρθηκε…»

«Δεν μας σηκώνει άλλη μια ‘άτυχη στιγμή’. Θα μας αποτελειώσει. Και δεν θέλω την ευθύνη! Θέλω να επιβιώσω, Λόμαν. Σκοπεύω να επιβιώσω εδώ…αλλά…δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου.»

Σταμάτησε για να καλύψει το τρέμουλο στη φωνή της. Ο Λόμαν δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει το ξέσπασμα της.

«Ε…είναι δύσκολα για όλους μας. Δώσε μας λίγο καιρό…»

Η Λάνα επέστρεψε δίπλα στον Ντάνιελ και αποτραβήχτηκε πάλι στον εαυτό της. Ο Λόμαν κράτησε την πλάτη του γυρισμένη προς εκείνη. Δεν τολμούσε να την κοιτάξει κατά πρόσωπο.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Είχε βρει ένα νέο μονοπάτι και δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να το ακολουθήσει. Ήταν ένα από τα πολλά φυσικά πεζούλια που κρέμονταν πάνω από τα στενά περάσματα, αυτό όμως ήταν φαρδύτερο από τα άλλα και επέτρεπε ευκολότερη προσπέλαση. Βρέθηκε γρήγορα σε αρκετό ύψος, τόσο που το στενό από κάτω βυθίστηκε στις σκιές. Το ίδιο το πεζούλι χάθηκε στα μισά μέσα στην πέτρα και ο Τζέισον βρέθηκε μπροστά σε μια ασυνήθιστη γέφυρα. Μια λεπτή αψίδα, κάποτε ίσως σμιλεμένη από τα ορμητικά νερά ενός ποταμού και στη συνέχεια από τον ανελέητο άνεμο, ένωνε της δύο προσόψεις του φαραγγιού σε μια απόσταση όχι μεγαλύτερη των τριών μέτρων. Το απέναντι πεζούλι ακολουθούσε πάλι τον βράχο μέσα από στροφές, ανοίγματα και εσοχές.

 

Μπορούσε να τη διασχίσει με δύο δρασκελιές. Δεν είχε πρόβλημα ισορροπίας. Εκείνο που του καθόταν λίγο ύποπτο ήταν η λεπτή λουρίδα ουρανού είκοσι μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Μέχρι την κορυφή η πέτρα ήταν διάτρητη. Θα μπορούσαν να του την είχε στημένη εδώ. Ήταν ιδανικό μέρος για ενέδρα.

«Που τη διευκολύνεις με τον δισταγμό σου, ηλίθιε» ψιθύρισε στον εαυτό του.

Σήκωσε τα χέρια του και έκανε το πρώτο βήμα πάνω στην αψίδα. Το μάτι του πήγε ενστικτωδώς στον αθέατο πάτο του στενού και έχασε την σκιά που ακολούθησε το παράδειγμα του ψηλά, μια σιλουέτα που διέσχισε το ίδιο κενό με ένα πήδο. Ο δισταγμός του Τζέισον τον έφερε να ταλαντεύεται και να χρονοτριβεί στο κέντρο της αψίδας όταν άρχισε να βρέχει πέτρες. Μούγκρισε το φαράγγι και ήξερε πως ακολουθούσαν μεγαλύτερες κοτρόνες. Πήδηξε απέναντι και χτύπησε το κεφάλι του στην πέτρα, πασχίζοντας ταυτόχρονα να βρει τρόπο να πιαστεί από κάπου. Οι πέτρες έκαναν γκελ από πρόσοψη σε πρόσοψη, και χρειάστηκε μόνο μία να βρει την αψίδα στη μέση για να την κόψει στα δύο. Η κατάρρευση πήρε μαζί της και το πεζούλι κάτω από τα πόδια του Τζέισον. Ο άντρας έπεσε στο κενό τυλιγμένος σε κόκκινο κουρνιαχτό.

 

Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του βρισκόταν μέσα στο σκοτάδι. Ήταν μισοθαμμένος σε άμμο. Προσπάθησε να ανασηκωθεί και αντιλήφθηκε πως πονούσε όλο του το σώμα. Έψαξε στην τσέπη του και έβγαλε έναν ηλεκτρικό φακό. Τον άναψε και σάρωσε γύρω-γύρω με την δέσμη του. Οι πέτρες είχαν γκρεμίσει το έδαφος στον πάτο του στενού και είχε βρεθεί σε ένα υπόγειο σπήλαιο. Καθόταν στην κορυφή σωρού κόκκινης άμμου και μια στάμπα από αίμα ξεραινόταν στο μέτωπο του. Πήγε να γυρίσει στο πλάι και κατρακύλησε από τη σωρό βαθύτερα, σε ένα στρώμα από άμμο και κόκαλα. Ανασηκώθηκε στα γόνατα έκπληκτος, πρόσωπο με πρόσωπο με έναν γιγάντιο σκελετό που καθόταν απέναντι του. Ίσως βασικά να θύμιζε κάτι ανθρώπινο, πλην των οπλών αντί για πόδια και του κρανίου. Μακρόστενη μουσούδα, γυριστά κέρατα, φθαρμένα πίσω δόντια, θύμιζε περισσότερο γήινο θηλαστικό αγροτικής Γης. Αν ήταν φάρσα, θα ήταν πολύ αστεία. Ο Τζέισον όμως δεν βρήκε κανέναν λόγο για να γελάσει. Ένιωσε αντίθετα να τον διαπερνάει ρίγος.

«Είναι τεράστιος» ψέλλισε.

Και μετά αντιλήφθηκε που στεκόταν.

 

Το εσωτερικό της σπηλιάς ήταν διάσπαρτο από κόκαλα. Στοίβες από κομμάτια εκατοντάδων σκελετών μέσα σε μια θάλασσα από κέρατα και άλλα θραύσματα. Το σημείο στο οποίο είχε καταρρεύσει η οροφή της σπηλιάς ήταν πέρα από την προσέγγιση του. Και το φως που έφτανε απ’ έξω ήταν ισχνό. Αν ήταν να βγει από αυτό το ομαδικό μαυσωλείο έπρεπε να βρει μιαν άλλη έξοδο. Πάτησε πάνω στα κόκαλα που κροτάλισαν περίεργα στο βάρος του και προχώρησε ανάμεσα από τις σωρούς ψάχνοντας με τον φακό τα τοιχώματα. Πολλοί σκελετοί είχαν μουμιοποιημένο δέρμα κολλημένο ακόμα πάνω τους, και οι πιο άρτιοι από αυτούς ήταν τοποθετημένοι σε καθιστή στάση γύρω-γύρω στο σπήλαιο, σαν να επέβλεπαν των ύπνο των νεκρών.

 

Το φως του φακού χάθηκε ξαφνικά μέσα σε ένα σκοτεινό άνοιγμα, ανάμεσα σε δύο σκελετούς. Δεν ήταν φυσική εσοχή καθώς είχε το γνώριμο σχήμα πόρτας. Ήταν η μόνη έξοδος που του προσφερόταν τώρα.

«Όπου έξοδος και είσοδος» μουρμούρισε χλωμός κάτω από την κόκκινη βρωμιά που τον κάλυπτε, πριν χαθεί μέσα στο άνοιγμα.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Η Λάνα και ο Λόμαν είχαν κουρνιάσει στην σκιά μιας εσοχής, με τον τραυματισμένο Ντάνιελ στο βαθύτερο σημείο της πέτρας πίσω τους. Έδειχναν και οι δύο αποχαυνωμένοι από την ζέστη. Ο ήλιος ήταν στο υψηλότερο του σημείο και η κύρια αρτηρία του φαραγγιού καιγόταν κάτω από τις ακτίνες του. Ο Λόμαν ήταν έτοιμος να βυθιστεί σε κώμα, αδυνατώντας να σχηματίσει μια σκέψη. Η Λάνα ξεβίδωσε το παγούρι της και βρέχοντας την παλάμη της δρόσισε απολαυστικά το πρόσωπο της. Έχυσε λίγο ακόμα νερό στη χούφτα της και το πέρασε στο μέτωπο του Λόμαν που άνοιξε τα μάτια του ευχάριστα ξαφνιασμένος. Την κοίταξε με ευγνωμοσύνη.

«Ευχαριστώ…» είπε βραχνά.

«Θα έπρεπε να φύγουμε από δω.»

«Πρέπει να περιμένουμε τον Τζέισον.»

«Κι αν…»

Το βλέμμα της πάγωσε. Μια φευγαλέα σκιά γλίστρησε μπροστά στα πόδια της, από την κορυφή του βράχου στον οποίον ακουμπούσαν. Πετάχτηκε όρθια με την πλάτη της πάντα ενάντια στον τοίχο.

«Λόμαν!»

Ο φόβος στο βλέμμα της ήταν μεταδοτικός. Σηκώθηκε αργά δίπλα της.

«Τι τρέχει;»

«Από πάνω μας. Είναι εκείνος.»

«Ποιος;»

Δεν χρειαζόταν να του απαντήσει. Το είδε στην έκφραση της. Πήρε μια πέτρα από κάτω και την έβαλε στη σφεντόνα του.

«Θα ρίξω μια ματιά» της ψιθύρισε.

 

Βγήκε απότομα στα ανοιχτά και σήκωσε το βλέμμα του ψηλά. Ο ήλιος του έκαψε αμέσως τα μάτια. Γύρισε το κεφάλι του και άρχισε να τρίβει τις βλεφαρίδες του.

«Σκατά…»

Η Λάνα του φώναξε ανήσυχη.

«Έλα πίσω εδώ.»

Τώρα ξαναείδε την σκιά να γλιστράει προς το μέρος τους. Αργά και μεθοδικά, σαν κυνηγός στο θήραμα του. Δεν θα έτρωγε άλλο τον καιρό της. Είχε τη φιάλη με το αέριο στο χέρι της. Έδωσε μια στροφή στο στόμιο του και μόλις εκείνο άρχισε να σφυρίζει πετάχτηκε έξω από την σκιά και με όλη της τη δύναμη το πέταξε προς την κορυφή του βράχου.

«Τώρα θα δούμε τι πουλιά πιάνεις στον αέρα» την άκουσε να λέει ο Λόμαν.

 

Η φιάλη έφτασε ως την κόψη στην κορυφή του βράχου και έσκασε εκκωφαντικά. Στην τρομερή ηχώ που ακολούθησε ακούστηκε μια έξαλλη κραυγή. Ο Λόμαν κάλυψε τον ήλιο με το χέρι του και κοίταξε πάνω.

«Τον βλέπω!»

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Το πλάσμα ήταν μια αμυδρή θολούρα. Κινήθηκε ταχύτατα πίσω από τα βράχια σηκώνοντας ένα κουρνιαχτό σκόνης πίσω του. Ο Λόμαν ένιωσε να τον διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα.

«Ναι, τον είδα! Εκεί!»

Χωρίς σκέψη άρχισε να τρέχει κατά μήκος του φαραγγιού, ακολουθώντας την πορεία του πλάσματος από πάνω. Η Λάνα προσπάθησε να διακρίνει αυτό που ακολουθούσε ο Λόμαν, χωρίς όμως επιτυχία. Την συνεπήρε ένας αδιόρατος φόβος.

«Όχι! Λόμαν! Γύρνα πίσω!»

«Μείνε εδώ!» της φώναξε εκείνος και συνέχισε να τρέχει.

Τον κοίταξε σαν να κοίταζε έναν τρελό. Ή μελλοθάνατο. Επέστρεψε στην εσοχή, δίπλα στον Ντάνιελ. Μπουσούλισε δίπλα του και έλεγξε να δει αν αναπνέει.

 

Ο Λόμαν δεν είχε πια κάποιο ορατό σημάδι από το πλάσμα. Έβλεπε συννεφάκια σκόνης να ανασηκώνονται στο χείλος της κορυφής ψηλά, θα μπορούσε όμως κάλλιστα να φταίει σε αυτό ο άνεμος. Σταμάτησε να ανακτήσει την αναπνοή του. Η σφεντόνα κρεμόταν άδεια στο χέρι του και ούτε που τον απασχολούσε. Έκανε μερικά βήματα ακόμα για να εκτιμήσει αν άξιζε να συνεχίσει και αναπτερώθηκαν οι προσδοκίες του. Το τείχος του φαραγγιού είχε καταρρεύσει σε ένα σημείο δημιουργώντας ένα ανάχωμα που κατέληγε σε ένα μακρόστενο άνοιγμα ακριβώς κάτω από την κορυφή του βράχου. Ήθελε κάποιον κόπο, αλλά δεν ήταν ακατόρθωτο να το επιχειρήσει. Άρχισε να ανεβαίνει πεσμένος στα τέσσερα, με χέρια και πόδια να βουλιάζουν σε κόκκινο χώμα, και δεν άργησε να φτάσει στο στόμιο του ανοίγματος. Κοίταξε στο σκοτάδι με τον ιδρώτα να τσούζει τα μάτια του αλλά φοβούμενος να τα κλείσει. Μπορούσε να χωρέσει μέσα αν γυρνούσε το σώμα του στο πλάι αλλά δεν πρόλαβε να το δοκιμάσει.

 

Άκουσε τον μυκηθμό και μπόρεσε να δει μια σκιά να κινείται εναντίον του. Έβγαλε μια από τις πέτρες που είχε μαζέψει στο φαράγγι, γέμισε τη σφεντόνα και σημάδεψε το σκοτάδι. Το πλάσμα κάλπαζε προς το μέρος του, προδίδοντας ένα εντυπωσιακά μεγάλο όγκο, με ένα βλέμμα που έκαιγε πάνω στον άνθρωπο, με τα ρουθούνια του να ξεφυσούν ατμό, οι οπλές του να σκάβουν ρωγμές στον γρανίτη. Ο Λόμαν ξεφώνισε και το δεξί του χέρι απελευθέρωσε ενστικτωδώς το λάστιχο της σφεντόνας. Πολύ αργά για να εμποδίσει το αναπόφευκτο. Το χτύπημα ήταν σκληρό και επώδυνο. Πετάχτηκε μακριά από την πέτρα σαν πάνινη κούκλα και κατρακύλησε αιμόφυρτος στο ανάχωμα.

 

Κατέληξε ανάμεσα στις πέτρες, μια τσακισμένη φιγούρα. Δεν ήταν όμως έτοιμος να κάνει τον ψόφιο. Προσπάθησε να ανασηκωθεί όταν αντιλήφθηκε πως το εξωγήινο κτήνος είχε βγει στα φανερά και κατέβαινε το ανάχωμα προς το μέρος του. Με τον ήλιο να το στεφανώνει, δεν ήταν παρά μια αδιόρατη σιλουέτα, αν και θανατηφόρα επικίνδυνη. Οι άγριοι του μυκηθμοί έκαναν ολοφάνερες τις προθέσεις του. Ο Λόμαν έβηξε αίμα και σηκώνοντας τα χέρια του αντιλήφθηκε πως δεν κρατούσε πια την σφεντόνα.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Τώρα τι να σου πω. Κατάφερες να κάνεις έναν άνθρωπο που δε βλέπει ποτέ σίριαλ και που δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την επιστημονική φαντασία, να περιμένει κάθε πρωί τη δόση του. Τέλος πάντων, για να δούμε παρακάτω… :coffee-reading:

Link to comment
Share on other sites

Το χέρι του χώθηκε στην εσωτερική τσέπη της στολής του και τράβηξε έξω την φιάλη πεπιεσμένου αέρα. Βογκώντας γύρισε στο στομάχι του. Πρέπει να είχε σπάσει αρκετά πλευρά. Η ανάσα του έβγαινε σφυριχτή και η γεύση του αίματος είχε δώσει την απαίσια χάλκινη γεύση στη γλώσσα του. Άρχισε να σέρνεται μακριά από το θηρίο. Ήταν μια απελπισμένη, άσκοπη κίνηση. Το πλάσμα άφησε μια διαπεραστική κραυγή και με ένα πήδημα προσγειώθηκε μπροστά στον Λόμαν. Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του και το κοίταξε με δέος. Έμοιαζε με κάτι που είχε ξεπηδήσει από την ελληνική μυθολογία. Μαλλιαρά πόδια που κατέληγαν σε διχαλωτές οπλές. Ένα γιγάντιο στέρνο με φαρδύς ώμους, γεμάτο φολίδες. Και ένα τρομερό κεφάλι, σαν κριάρι με γυριστά κέρατα. Δυνατά μπράτσα και χέρια με τρία κοντά δάχτυλα επικαλυμμένα με σκληρό νύχι. Υπήρχε οργή μέσα στα μαύρα, γυάλινα του μάτια προς τον άντρα, αλλά προς στιγμή στεκόταν εκεί και παρατηρούσε αυτόν τον παράξενο εισβολέα στον κόσμο του. Άκουγε τα βογκητά και την ανάσα του σαν να ενδιαφερόταν να τα ερμηνεύσει.

 

«Σήκω ηλίθιε» είπε ο Λόμαν στον εαυτό του και το πλάσμα τίναξε το κεφάλι του σαν ξαφνιασμένο από τις λέξεις.

Ο άντρας ένιωθε πως βρισκόταν πολύ κοντά στον θάνατο. Είχε ανάγκη της συντροφιάς μιας ανθρώπινης φωνής κι ας ήταν η δική του. Με κόπο και μικρές κραυγές προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος.

«Δεν είναι η ώρα…και η στιγμή να θαυμάζεις…σαν χάνος…τον εκτελεστή σου…»

Το πλάσμα αναγνώρισε την φιάλη στο χέρι του Λόμαν. Ήταν ίδια με εκείνη που του είχε πετάξει νωρίτερα το θηλυκό. Άφησε ένα ενοχλημένο μουγκρητό και με μια απότομη κλοτσιά τσάκισε το χέρι του άντρα στέλνοντας τη φιάλη στον αέρα. Ο Λόμαν ούρλιαξε και διπλώθηκε στο έδαφος ενώ η φιάλη αναπήδησε στον απέναντι βράχο και κύλησε στο έδαφος στραβωμένη. Ο Λόμαν την κοίταξε, εξακολουθούσε να είναι η τελευταία του ελπίδα. Σε άριστη σωματική κατάσταση θα μπορούσε να τη αρπάξει πάλι με ελάχιστο κόπο. Τώρα είχε άχρηστο και το αριστερό χέρι.

«Τώρα ή ποτέ» φώναξε και χουφτώνοντας έναν σβόλο άμμου τον τίναξε στο πρόσωπο του τέρατος.

Το πλάσμα πισωπάτησε ξαφνιασμένο και τίναξε το κεφάλι του. Με όσο σθένος του είχε απομείνει, ο Λόμαν βούτηξε προς την φιάλη ενώ δέχτηκε άμεση αντεπίθεση. Οι οπλές καρφώθηκαν στο πίσω μέρος των ποδιών του τσακίζοντας τα γόνατα του. Ούρλιαξε και σφίγγοντας την φιάλη πάνω στο στήθος του με το σπασμένο χέρι, έστριψε το πώμα του με το άλλο. Στη συνέχεια κατέρρευσε πάνω στην φιάλη λιπόθυμος, και ίσως ευτυχώς για εκείνον, η φιάλη δεν εξερράγη ως θα’πρεπε. Το πλάσμα μύρισε το αέριο που σφύριζε στα χέρια του θηράματος και φταρνίστηκε ενοχλημένο. Απομακρύνθηκε καχύποπτο από τον πεσμένο άντρα και τον παράτησε εκεί, θήραμα τώρα του ήλιου που έκαιγε από ψηλά.

 

Ο Τζέισον δεν ήξερε πόση ώρα ακολουθούσε το ατελείωτο υπόγειο τούνελ. Άκουγε τώρα πλατσούρισμα νερού και νόμιζε πως είχε παραισθήσεις. Μέχρι που ο αδύναμος φακός αποκάλυψε την μικρή πηγή πάνω στην πέτρα από όπου ξεπηδούσε καθαρό νερό. Το τούνελ γύρω του ήταν καλυμμένο με βρύα. Ήρθε τρεχάτος και γονάτισε κάτω από την πηγή, αφήνοντας το νερό να τρέξει μέσα στο ανοιχτό του στόμα. Τα χέρια του χάιδευαν την υγρή, κατάφυτη επιφάνια της πέτρας που φάνταζε μαλακιά κι αισθησιακή, σαν δέρμα στην αφή. Ήπιε αχόρταγα και έπλυνε το πρόσωπο, τα μάτια, τα μαλλιά του. Ξεκούμπωσε και έβγαλε το σακάκι του και ξέπλυνε τον λαιμό, το στήθος και τα μπράτσα του, ελευθερώνοντας τους πόρους του από την καταραμένη κίτρινη άμμο. Ήταν μια βάφτιση και ήταν σαν να ανακτούσε δυνάμεις χάρη σε κάποιο μαγικό φίλτρο. Ελευθέρωσε μια θριαμβευτική, άφοβη κραυγή.

 

Γύρισε τον φακό του μπροστά, προς το τούνελ που είχε να διασχίσει ακόμα. Οι σωροί από κόκαλα συνέχιζαν ως εδώ αλλά είχαν αρχίσει να αραιώνουν σημαντικά. Υπήρχαν και άλλα ραγίσματα στην πέτρα που έσταζαν νερό και που σχημάτιζαν ένα μικρό ποταμάκι στον πάτο του τούνελ.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Ο ήλιος ξεκίνησε την βύθιση του στον μακρινό ορίζοντα. Σε έναν από τους πύργους του πέτρινου σχηματισμού στάθηκε όρθιος ο μοναχικός ιθαγενής του πλανήτη και σηκώνοντας ένας σπασμένο κέρας, φύσηξε μέσα σε αυτό. Ο ήχος που έβγαλε ξεκίνησε πνιχτός μέχρι που απλώθηκε ενισχυμένος μέσα από τα βράχια σαν μια ουράνια σάλπιγγα.

 

Κάτω στην κατασκήνωση τους, η Λάνα είχε σκάψει την άμμο με τα χέρια και είχε τραβήξει το σώμα του Ντάνιελ μέσα στη γούβα. Έσπρωχνε τώρα άμμο για να τον σκεπάσει όταν η γνώριμη σειρήνα έσκασε πάνω στη θέση της. Της έκοψε την πράξη μόνο στο ελάχιστο. Συνέχισε το έργο της αγνοώντας το σάλπισμα. Κάλυψε τον άντρα παντού, αφήνοντας μόνο το πρόσωπο του να εξέχει από την άμμο. Έβρεξε με το παγούρι τα δάχτυλα της και με αυτά δρόσισε τα χείλη του. Έσκυψε κοντά και του τα φίλησε ελαφρά και μετά τον κοίταξε απελπισμένη.

«Ντάνι…σου υπόσχομαι να επιστρέψω» είπε.

Έβρεξε ένα κομμάτι ύφασμα και μετά το άπλωσε πάνω στο αναίσθητο πρόσωπο.

 

Σηκώθηκε και βγήκε στα φανερά, πήγε και στάθηκε στη μέση του φαραγγιού. Ένα σακίδιο κρεμόταν από τον ένα ώμο της και στο χέρι της είχε έναν φακό. Πήρε γουλιές από το παγούρι της και παρακολούθησε το φως του ήλιου να εξαφανίζεται πίσω από τα βράχια. Το παραπέτασμα του ουρανού διατήρησε για λίγο μια έντονα πορφυρή απόχρωση που ολοένα σκούραινε και γέμιζε άστρα. Πήρε μια βαθιά εισπνοή.

«Ωραία λοιπόν…Έλα να το πάρεις» είπε στον κανέναν.

Καταπολεμώντας κάθε υποψία φόβου ή πανικού, έκανε το πρώτο βήμα και άρχισε να βαδίζει κατά μήκος του φαραγγιού.

 

Περπάτησε αρκετά χωρίς να χρειαστεί να ανάψει τον φακό της. Όσο της επέτρεπε και η πιο αμυδρή αντανάκλαση του ουρανού πάνω στην κίτρινη άμμο, βάδισε στο σκοτάδι. Περισσότερο ήθελε να κάνει οικονομία στις μπαταρίες παρά να μην εντοπιστεί από εκείνον. Εκείνος μπορεί να έβλεπε μια χαρά μέσα στο σκοτάδι. Σταμάτησε μια-δυο φορές να ξεκουραστεί ατενίζοντας τα άστρα. Εκείνη η συμπαντική ομορφιά, σε αντίθεση με την δική της ασημαντότητα, δεν της ήταν καθόλου παρήγορη. Δεν είχε ποτέ της την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Συνάντησε μαύρες εσοχές πάνω στις οποίες έλαμψε τον φακό της. Η πέτρα είχε τόσες πτυχές που οι σκιές ζωγράφιζαν μια ακόμα πιο τρομακτική εικόνα.

 

Είχε αρχίσει να νυστάζει. Παρά την εξάντληση της τις τελευταίες μέρες, δύσκολα την έπιανε ο ύπνος, κι αν τα κατάφερνε ίσα που κρατούσε καμιά ώρα. Η αντίληψη της ήταν το λιγότερο ασταθής. Ήταν έτοιμη να διαλέξει μια γωνία ανάμεσα στις πέτρες για να ξαπλώσει όταν άκουσε έναν ήχο. Σαν βήματα στην άμμο. Βαθιά βήματα. Κοντά της. Πίσω της.

 

Γύρισε απότομα και σήκωσε τον αναμμένο της φακό. Εκείνος ήταν εκεί! Στεκόταν όρθιος πάνω σε μια πέτρα και την κοίταζε με τα κατάμαυρα, γυάλινα μάτια του.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Μόλις ο εγκέφαλος της αντιλήφθηκε πως όντως τον αντίκριζε, πως ήταν αληθινά εκεί, άρχιζε να ουρλιάζει. Δεν άφησε όμως να την προδώσουν τα αντανακλαστικά της. Γύρισε και άρχισε να τρέχει μέσα στο σκοτάδι. Τα πόδια της όμως βυθίζονταν στην άμμο και βρισκόταν μέσα σε έναν ζωντανό εφιάλτη, όπου σε αντίθεση με τον πανικό που έκαιγε τον νου της, η φυγή της διαδραματιζόταν σε βασανιστική, αργή κίνηση. Κρατούσε ακόμα τον φακό στο χέρι της, δεν μπορούσε όμως καν να σκεφτεί να φωτίσει τον δρόμο της. Έτρεχε στα τυφλά. Και τον άκουγε. Οι οπλές του κάλπαζαν στο κατόπι της. Τις άκουγε να αναπηδούν από πέτρα σε πέτρα όλο και κοντύτερα της.

 

Άκουσε άλλον έναν δυνατό κρότο σε σκληρή επιφάνεια και μετά μια παρατεταμένη σιωπή δευτερολέπτων. Ήταν στον αέρα. Είχε δώσει ένα εντυπωσιακό άλμα και ερχόταν πάνω της. Η τεράστια του μάζα προσγειώθηκε σχεδόν δίπλα της και ένιωσε να την αρπάζει από την στολή της. Έκανε στροφή και τον χτύπησε με δύναμη στη μουσούδα, ξανά στο λαιμό και πάλι στο στήθος. Την έσπρωξε βίαια και την έριξε στην άμμο μουγκρίζοντας εξοργισμένο. Έπεσε πάλι από πάνω της και η Λάνα συνέχισε να τον γρονθοκοπεί και να τον κλοτσάει. Της άρπαξε πάλι τη στολή και κάνοντας πίσω την τράβηξε τόσο απότομα που του έμεινε στο χέρι σαν σκισμένο κουρέλι. Η Λάνα άρπαξε το σακίδιο της από κάτω και συνέχισε να τρέχει. Η αδρεναλίνη είχε βάλει φωτιά στο αίμα της. Δεν θα παρέδιδε τα όπλα, θα πουλούσε ακριβά το τομάρι της.

 

Το πόδι της σκόνταψε σε μια πέτρα και κυλίστηκε βίαια στο έδαφος ουρλιάζοντας μια βρισιά. Ο φακός συνέχισε να είναι στο χέρι της. Τον άναψε και βούτηξε στο σακίδιο. Με τους μυκηθμούς του πλάσματος να την πλησιάζουν έψαξε απεγνωσμένα προσπαθώντας να κρατήσει τον νου της εστιασμένο. Βρήκε το νυστέρι. Αυτή τη φορά ο όγκος του έπεσε πάνω της και την κάρφωσε στην άμμο. Την άρπαξε από τα μαλλιά και με το ελεύθερο του χέρι ξέσχισε την φανέλα της. Η κραυγή που άφησε η Λάνα εκείνη τη στιγμή δεν ήταν πόνου ή τρόμου, αλλά οργής και αντίστασης. Γύρισε από κάτω του και άρχισε να το καρφώνει και να το κόβει επανειλημμένα. Το πλάσμα μούγκρισε και αποτραβήχτηκε από πάνω της, παίρνοντας μαζί του και το νυστέρι, χωμένο βαθιά στο τομάρι του.

 

Είχε μόνο λίγα δευτερόλεπτα να δει την γροθιά του να κατεβαίνει στο πρόσωπο της. Ο φακός πέταξε από το χέρι της στον αέρα και έγινε θρύψαλα στον τοίχο του φαραγγιού. Κάτω από τον φωτισμό των αστεριών το πλάσμα σήκωσε το θήραμα του στους ώμους και αποχώρησε προς τα άγνωστα μονοπάτια του μεγάλου σχηματισμού.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Το φως του ήλιου γλίστρησε μέσα στις ρωγμές του βράχου και ζωήρεψε την κόκκινη απόχρωση της πέτρας. Χρυσαφένιες ακτίνες κατέβηκαν από την οροφή του σπηλαίου και άστραψαν πάνω στην υπόγεια στέρνα. Ο Τζέισον άνοιξε τα βλέφαρα του και κοίταξε κατάματα το φως. Για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι να θυμηθεί που ήταν, αντίκρισε ένα άλλο ηλιοβασίλεμα. Ήταν ξαπλωμένος στο μαλακό κρεβάτι ενός ξενοδοχείου, με το μπαλκόνι του να σημαδεύει την ανατολή. Από κάτω άκουγε τις φωνές του πλήθους στην αμμουδιά, άκουγε τα κύματα, τον παφλασμό που άφηναν τα κότερα στον διάβα τους. Δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ την Κυανή Ακτή.

 

Σύρθηκε μέχρι το νερό και βούτηξε το κεφάλι του μέσα. Γύρω του υπήρχαν τρία με τέσσερα ανοίγματα στον βράχο. Όλα τους άδειαζαν τα υπόγεια τους ρυάκια σε αυτό το σημείο. Είχε φτάσει εδώ μέσα στο σκοτάδι και αφού ικανοποίησε την δίψα του, έγειρε πίσω και παραδόθηκε στην κούραση του. Δεν ήξερε πόσο είχε κοιμηθεί, σίγουρα όμως δεν ένιωθε καλύτερα. Πονούσε ολόκληρος. Ο πέτρινος θόλος από πάνω του είχε ρωγμές στις οποίες θα μπορούσε να φτάσει εύκολα αν δεν κούτσαινε στο ένα πόδι. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Γέμισε το παγούρι του, ήπιε κι άλλο με τις χούφτες του, και μετά, σφίγγοντας τα δόντια του σκαρφάλωσε στις σωρούς από πέτρες.

 

Η κορυφή του σπηλαίου εξείχε από την άμμο σαν τσόφλι αβγού. Βρισκόταν στο άκρο μιας ουράς από πετρώματα που διέσχιζαν την κίτρινη άμμο μακριά από τον βραχώδη σχηματισμό στον οποίο είχαν βρει καταφύγιο. Ο Τζέισον στάθηκε με κόπο όρθιος στην καυτή άμμο και κοίταξε την απόσταση που τον χώριζε από το σημείο στο οποίο έπρεπε να επιστρέψει. Θα ήταν πιο συνετό να έκανε την διαδρομή υπόγεια, όπως είχε έρθει, το υπέδαφος όμως ήταν ένας λαβύρινθος. Δεν μπορούσε να προσανατολιστεί εκεί κάτω και ποιος ξέρει που θα κατέληγε. Η Λάνα και οι άλλοι ήταν εκεί και ίσως τον είχαν ανάγκη τώρα. Δεν έπρεπε να χάνει καιρό. Άρχισε να κουτσαίνει προς τον σχηματισμό.

 

Εκεί πίσω, σε μια γωνιά του φαραγγιού, ο Λόμαν έδινε τον δικό του αγώνα για να επιστρέψει στην κατασκήνωση τους. Μια τραγική εικόνα ενός ανθρώπου με αχρηστευμένα κάτω άκρα, και το δεξί του χέρι μια συνθλιμμένη μάζα. Έμπηγε το αριστερό του χέρι στην άμμο και τραβούσε το υπόλοιπο του κορμί μπροστά, μια φρίκη που σερνόταν με απάνθρωπο πείσμα. Είχε διανύσει είκοσι μέτρα μέσα σε μία ώρα. Το πρόσωπο του ήταν ένας χάρτης από πληγές, ρυτίδες, φουσκάλες και ραγίσματα. Σαν να μην έφτανε ο ήλιος που έκαιγε από πάνω και η άμμος από κάτω, ψηνόταν και στον πυρετό. Τα πάντα γύρω του ήταν θολά, κι αν σερνόταν δεν ήξερε που πήγαινε. Το μυαλό του αποζητούσε επιβίωση στο αυτόματο. Έπρεπε να φτάσει κάπου. Εκεί που τον περίμεναν. Εκεί που θα πέθαινε στην συντροφιά των δικών του.

 

Δεν κράτησε κι αυτή τη φορά για πολύ. Έχασε τις αισθήσεις του για τρίτη φορά από την στιγμή που άρχισε να έρπει.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Λιποψύχησε αρκετές φορές. Με το παγούρι του όμως ακόμα γεμάτο, ο Τζέισον αντίκρισε πάλι το σημείο που είχαν κατασκηνώσει. Ήταν σίγουρος πως είχε βρει το σωστό σημείο, αναγνώρισε τις πτυχές του βράχου. Δεν έβλεπε όμως πουθενά τα σακίδια τους, ούτε υπήρχε ίχνος από τους άλλους.

«Λάνα!» φώναξε και η φωνή του υψώθηκε στα τοιχώματα του φαραγγιού.

Δεν ήρθε καμία απάντηση.

«Λόμαν!»

Σκέτη ηχώ. Καμία απόκριση.

«Που πήγατε όλοι;!» φώναξε ξανά και ένιωσε τον λαιμό του να στεγνώνει.

Ακούμπησε σε μια σκιερή πτυχή του βράχου και ξεβίδωσε το παγούρι του. Ένα χέρι αναδύθηκε από την άμμο και του άρπαξε το πόδι. Άφησε ένα ξαφνιασμένο επιφώνημα και αναπήδησε πίσω. Τράβηξε μαζί του και το χέρι και η τυλιγμένη φιγούρα του Ντάνιελ σύρθηκε έξω από το έδαφος. Οι επίδεσμοι του κρέμονταν λερωμένοι και λυμένοι από το κεφάλι του. Τα βλέφαρα του ήταν ανοικτά, αποκαλύπτοντας όμως μόνο το λευκό των ματιών του. Τα σκασμένα χείλη του ανοιγόκλειναν σαν να προσπαθούσε να πει κάτι.

 

Γονάτισε δίπλα του. Με δυσκολία μπορούσε να αναγνωρίσει το φάντασμα που ήταν κάποτε ο συγκυβερνήτης του.

«Ντάνιελ! Που είναι η Λάνα; Ο Λόμαν;»

Τότε πρόσεξε τις υπόλοιπες προμήθειες τους. Ήταν θαμμένες δίπλα στον Ντάνιελ. Άρχισε να ψάχνει μανιασμένα μέχρι να βρει μερικά πακέτα από βρώσιμη ύλη που καταβρόχθισε σαν να ήταν ο τελευταίος επιζών. Μόλις χόρτασε, έστρεψε την προσοχή του στον Ντάνιελ. Του έδωσε να πιει από το παγούρι του. Ο καταβεβλημένος άντρας ρούφηξε το νερό λαίμαργα και ο Τζέισον τράβηξε πίσω το παγούρι.

«Ήρεμα. Με το στανιό. Ντάνιελ…Που είναι η Λάνα; Που είναι ο Λόμαν; Σε άφησαν έτσι εδώ;»

Ο Ντάνιελ άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε. Δεν έδειξε να τον αναγνωρίζει. Του ξέφυγε μόνο ένα μουγκρητό. Ο Τζέισον τον βοήθησε να ανακαθίσει και μετά άρχισε να ψάχνει πάλι στα σακίδια.

«Θα πάω να ρίξω γύρω μια ματιά. Να δω για τους άλλους. Δεν θα πάω μακριά. Θα γυρίσω σε ένα λεπτό.»

Βρήκε ένα πακέτο πρώτων βοηθειών και σηκώθηκε όρθιος. Γύρισε να δει τον Ντάνιελ που τον κοιτούσε με ένα κενό, χαζό ύφος.

«Δεν έχεις αντίρρηση έτσι;» τον ρώτησε.

Δεν του άρεσε το ίδιο του το αστείο. Έριξε μια ματιά όλο οίκτο στον καταβεβλημένο άντρα και διάλεξε μια κατεύθυνση μέσα στο φαράγγι.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..