Jump to content

Καταραμένος Πλανήτης


Recommended Posts

Καθόταν συρρικνωμένη σε μια άκρη της σπηλιάς, κρατώντας πάνω της την σχισμένη της στολή σαν ένα είδος σωσίβιο από το οποίο εξαρτιόταν η ζωή της. Το σώμα της γεμάτο μελανιές και γδαρσίματα, τα χείλη της σχισμένα και ματωμένα, δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει. Καταβεβλημένη από το σοκ, τα γουρλωμένα της μάτια ήταν κολλημένα σε εκείνον, τεράστιο και τερατώδη, που πηγαινοερχόταν μέσα στη σπηλιά, κλοτσώντας με τις οπλές του πέτρες και κόκαλα. Άφηνε θυμωμένους μυκηθμούς καθώς της έριχνε περιοδικές ματιές. Η Λάνα προσπαθούσε εδώ και ώρες να μαντέψει τις προθέσεις του κτήνους, να υποθέσει έστω τι μπορούσε να σκέπτεται. Δεν μπορούσε όμως να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα.

 

Η σπηλιά βρωμούσε. Στο γυμνό πάτωμα ήταν πεταμένα κόκαλα και πετσιασμένα δέρματα. Δεν ήταν σίγουροι, αλλά υπήρχαν κρανία, και κομμάτια κρανίων, που ανήκαν στο είδος του πλάσματος. Και εκείνος ίσως βάδιζε όρθιος, ίσως είχε λειτουργικά χέρια, έδειχνε όμως πολύ περισσότερο σαν ζώο παρά σαν νοήμον ον. Πουθενά στη σπηλιά δεν έβλεπε κάποιου είδους εργαλείου ή χειρονακτική κατασκευή. Κανένα άλλο ίχνος κοπαδιού ή μέλους της φυλής στο οποίο θα ανήκε εκείνος. Το άνοιγμα του σπηλαίου ήταν μεγάλο αλλά έξω δεν έβλεπε τίποτα παρά τον άχρωμο, ζεστό ουρανό του πλανήτη. Θα έπρεπε να βρίσκονται ψηλά από το έδαφος κάπου στα όρια του σχηματισμού. Την είδε που κοίταζε έξω και της ούρλιαξε απειλητικά. Αυτόματα, ξέσπασε και η ίδια.

«Έλα τότε! Τέλειωνε μαζί μου! Τι περιμένεις;!» του κραύγασε.

 

Οι φωνές της είχαν μια κατασταλτική επίδραση πάνω του. Έδειξε να καλμάρει. Μύρισε τον αέρα και καμπουριάζοντας δίπλα σε μια σωρό από κόκαλα άρχισε να ψάχνει ανάμεσα τους. Η Λάνα άρχισε να κλαίει βουβά και να ξεπλένει τη σκόνη από τα μάγουλα της. Εκείνος σήκωσε στα χέρια του ένα κρανίο και το τίναξε δυνατά. Από μέσα του έπεσαν μερικές στρογγυλές ρίζες. Τις πήρε στις χούφτες του και άρχισε να τις μυρίζει. Διάλεξε μία και την πέταξε προς το μέρος της. Η ρίζα κύλησε στο έδαφος και σταμάτησε στα πόδια της. Έμοιαζε με μια μικρή πατάτα. Η Λάνα δεν την άγγιξε.

 

Εκείνος μασούλισε τα υπόλοιπα κάνοντας αστείους τραγανιστούς ήχους. Υποκρινόταν να την αγνοεί σαν να ήθελε να την ενθαρρύνει να φάει. Το στομάχι της γουργούρισε παρά τη θέληση της. Άπλωσε το χέρι της προσεκτικά αποφεύγοντας τις απότομες κινήσεις. Σήκωσε τη ρίζα και έξυσε την επιφάνεια της με το νύχι. Μέσα ήταν λευκή και τραγανή. Τόλμησε μια δαγκωνιά και ένιωσε αμέσως την πίκρα να κατακλύζει το στόμα της. Συνέχισε να μασάει. Μόλις το κατάπιε ένιωσε υπέροχα. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πεινούσε. Δάγκωσε ξανά και λευκό ζουμί χύθηκε στο πηγούνι της. Όσο πικρό και να ήταν, το μάσησε με απόλαυση. Όλη της η σύγχυση έμοιαζε να εξαφανίζεται έστω και προσωρινά.

 

Εκείνος είχε τελειώσει να τρώει. Τώρα κοιτούσε εκείνη και περίμενε. Στην Λάνα φάνηκε σα να έμπαινε περισσότερο φως από το στόμιο της σπηλιάς. Η πέτρα ρουφούσε τις ακτίνες του ήλιου και έκαιγε έντονα κόκκινη. Ενάντια στο αιμάτινο αυτό φόντο, το πλάσμα έδειχνε ειρηνικό, άκακο. Η Λάνα μπορούσε να αντιληφθεί την αλλαγή στην ατμόσφαιρα. Κατάπιε το τελευταίο της κομμάτι και χαλάρωσε ενάντια στον βράχο. Η στολή της γλίστρησε και φανέρωσε το λευκό δέρμα του στήθους της.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Το χέρι της ενστικτωδώς σκέπασε τη γύμνια της. Εκείνος ίσιωσε το σώμα του και πήγε να σταθεί στο άνοιγμα της σπηλιάς. Τον έλουσε λευκό φως, τον έδειξε λιγότερο απειλητικό. Το τομάρι του έδειχνε λείο, σχεδόν ανθρώπινο. Τα μάτια του γαλάζια, ονειρικά. Οι αισθήσεις της Λάνας είχαν πιαστεί σε άγνωστη σαγήνη. Έκλεισε τα μάτια της και παραδόθηκε σε κάτι που δεν την τρόμαζε πια. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά. Ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε το πρόσωπο της. Αντέδρασε χαρούμενη. Ακολούθησε ένα μπουμπουνητό από τον ουρανό και άνοιξε τα μάτια της.

 

Το πέπλο μιας ομίχλης χόρευε στην είσοδο της σπηλιάς. Το φως είχε σκουρύνει κάπως. Άκουσε πάλι την βροντή απ’έξω. Συνειδητοποίησε πως ήταν μόνη της. Σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το χείλος της εισόδου. Στάλες βροχής άγγιξαν το πρόσωπο της. Πίστεψε αυτό που έβλεπε. Πίστεψε αυτό που ένιωθε. Η σπηλιά ανοιγόταν σε έναν γκρεμό, και από κάτω απλωνόταν μπροστά της μια πυκνή, ατελείωτη ζούγκλα. Οι κορυφές των δέντρων χόρευαν στο ξέσπασμα μιας τροπικής καταιγίδας. Βαριά, γκρίζα σύννεφα βάραιναν τον ουρανό. Ένας κεραυνός στο βάθος χώρισε στα δύο τον ορίζοντα.

 

Δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τις αισθήσεις της. Άκουσε να ψιθυρίζουν το όνομα της. Γύρισε να δει ποιος ήταν. Δεν φοβόταν. Εξάλλου, δεν ήταν άλλος από τον Ντάνιελ. Ήταν εκεί, όμορφος και χαμογελαστός. Έσκυψε να την φιλήσει. Και φιλήθηκαν. Άφησε την σχισμένη της στολή να γλιστρήσει και να πέσει καταγής. Το σώμα της είναι κατάλευκο, τονίζοντας αισθησιακά κάθε σκούρα ή κόκκινη πτυχή της. Τα μπράτσα της τυλίχτηκαν στο γυμνασμένο, ηλιοκαμένο κορμί του εραστή της. Ξάπλωσαν στην λεία, υγρή πέτρα, εκτεθειμένοι στη βροχή που ολοένα δυνάμωνε. Με τα κορμιά τους ενωμένα, βρεγμένα, ξεδιψούσαν ο ένας από το δέρμα του άλλου. Ο Ντάνιελ την έπινε, στον λαιμό, στο στήθος, στον αφαλό. Η Λάνα βυθιζόταν όλο και βαθύτερα στην έκσταση της. Τα χέρια του την κρατούσαν γερά από τους ώμους. Εκείνη κόντευε να εκραγεί. Ξαφνικά την γύρισε στο στομάχι της, στα τέσσερα. Δεν αντιστάθηκε. Περίμενε. Την άρπαξε από τα μαλλιά. Την τράβηξε και ταυτόχρονα έσπρωξε. Άφησε να της ξεφύγει μια κραυγή. Η βροχή έσκασε πάνω της σαν κύμα. Δεν ήθελε να τελειώσει αυτό. Ο ρυθμός του αναβάτη της ήταν δυνατός, ηδονικός. Ο Ντάνιελ ακούμπησε το στήθος του στην πλάτη της. Άκουσε το μουγκανητό του. Της δάγκωσε τον σβέρκο. Η Λάνα εξερράγη σε ένα συναίσθημα πρωτόγονο, άγριο. Ρίγησε ξαφνιασμένη. Άρχισε να κλαίει. Άρχισε να γελάει. Ένιωσε ευτυχισμένη.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Ξύπνησε με μια κραυγή. Δίπλα του έκαιγε η λάμπα βυθίου και από πάνω τον σκέπαζε απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχαν άστρα, αλλά ούτε ουρανός. Μόνο μια αχνή αντανάκλαση. Βρισκόταν μέσα σε σπήλαιο. Κοίταξε γύρω του σαστισμένος και είδε την επιφάνεια μιας υπόγειας λίμνης. Ανοιγόκλεισε με λαχτάρα τα στεγνά του χείλη. Πονούσε. Το δεξί του χέρι ήταν σφιχτά δεμένο με επιδέσμους. Παρόμοια τυλιγμένο ήταν και το κεφάλι του.

«Λόμαν» είπε μια φωνή.

Ξαφνιασμένος, ο ζωολόγος κοίταξε προς τον άντρα που ορθώθηκε πίσω από την ανταύγεια της λάμπας. Ήταν ο Τζέισον. Ήταν γυμνός από την μέση και πάνω, με το δέρμα του να γυαλίζει πίσω από την έντονη του τριχοφυΐα. Τα μαλλιά και το μούσι του πλαισίωναν ένα βασανισμένο βλέμμα. Τα σακίδια με τις προμήθειες ήταν μαζεμένα δίπλα στα πόδια του.

«Λόμαν…» ξαναείπε, «Που είναι η Λάνα;»

Ο Λόμαν δεν ήξερε τι να πει. Προσπαθούσε ακόμα να συνειδητοποιήσει πως ήταν ζωντανός. Να θυμηθεί τι είχε συμβεί την τελευταία φορά που είχε τις αισθήσεις του.

«Η Λάνα; Εκείνη… Δεν ξέρω.»

«Τι εννοείς ‘δεν ξέρω’;»

«Τζέισον… Τον είδα… Το πλάσμα. Ήρθε για μας. Ήταν τεράστιο. Τερατώδες. Θεέ μου. Ήμουν ηλίθιος…Το ακολούθησα.»

«Και η Λάνα;»

«Δεν ξέρω. Έμεινε με τον Ντάνιελ.»

 

Ο Τζέισον κλώτσησε άμμο αγανακτισμένος.

«Ανάθεμα σε Λόμαν! Την άφησες μόνη;!»

«Δεν το σκέφτηκα…»

«Ηλίθιο καθίκι!»

«Δεν έπρεπε να χωριστούμε. Κανένας μας. Έπρεπε να είχαμε μείνει όλοι μαζί.»

Ο Τζέισον κάθισε βαρύς δίπλα στη λιμνούλα και βούτηξε το κεφάλι του στο νερό. Αποτραβήχτηκε, τίναξε τα μαλλιά του και ανακάθισε, αφήνοντας τις σταγόνες να στάζουν στο στομάχι του.

«Τη γρουσουζιά μας…»

«Μπορώ να έχω λίγο νερό;» παρακάλεσε ο Λόμαν.

Ο Τζέισον πήρε μια πλαστική κούπα, τη βούτηξε στη λίμνη και την έδωσε στον Λόμαν. Εκείνος την άδειασε μονορούφι.

«Και ο Ντάνιελ;» ρώτησε με την σειρά του τον Τζέισον, «Που είναι ο Ντάνιελ;»

 

Ο Τζέισον πήγε πάλι στις προμήθειες και εξέτασε το περιεχόμενο τους.

«Είναι νεκρός» είπε.

«Νεκρός;!»

«Τον βρήκα νεκρό.»

«Θεέ μου. Ο καημένος ο Ντάνι. Ήταν φανερό πως δεν είχε ελπίδες. Τον… Τον άφησες εκεί;»

«Τον έθαψα εκεί. Τι περίμενες; Έκανα τρία ταξίδια μπρος-πίσω για τις προμήθειες κι εσένα.»

«Πως το βρήκες αυτό το μέρος;»

Ο Τζέισον φόρεσε το πάνω μέρος της στολής του και άνοιξε το κουτί των πρώτων βοηθειών.

«Κατά λάθος.»

 

Ο Λόμαν πασπάτεψε τα πόδια του πάνω κάτω.

«Τζέισον, δεν νιώθω τα πόδια μου.»

«Σου έδωσα ένα μυοχαλαρωτικό. Πονούσες.»

«Έχουν σπάσει;»

«Δεν το νομίζω.»

Γέμισε τις τσέπες του με σύριγγες και έλεγξε τις μπαταρίες στον φακό του. Ο Λόμαν τον κοίταξε απορημένος.

«Τι κάνεις;»

«Εσύ τι λες;»

«Είναι σκοτάδι έξω. Θα έχει το πλεονέκτημα.»

«Με το μονοπάτι που θα ακολουθήσω δεν υπάρχει διαφορά.»

Γύρισε τον αναμμένο φακό και φώτισε τα τούνελ που κατέληγαν στο σπήλαιο.

«Ένα από αυτά θα με πάει σε εκείνον. Είμαι σίγουρος πως έτσι κινείται, υπόγεια. Είναι κάπου εκεί και θα τον βρω. Προσευχήσου να τον βρω πριν είναι αργά.»

«Δεν νομίζω πως θέλει να τη βλάψει…»

Του έφερε το κουτί και το άφησε δίπλα του.

«Ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις αυτό. Αν σε πιάσουν οι πόνοι…»

«Για τον Θεό σου Τζέισον. Δεν πρέπει να πας μόνος σου να βρεις αυτό το πλάσμα. Αν το είχες δει…»

 

«Άκου με. Έχω φυτέψει πολλά καλούδια παντού μέσα σε αυτή τη σπηλιά. Το χώμα είναι καλό. Σε έναν μήνα δεν θα το αναγνωρίζεις το μέρος.»

Ο Λόμαν τον άρπαξε από το μπράτσο.

«Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου. Κοίτα με.»

Ο Τζέισον αποτραβήχτηκε και πισωπάτησε προς ένα από τα τούνελ.

«Αν δεν γυρίσω με εκείνη, δεν θα γυρίσω καθόλου.»

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Η δήλωση φύσηξε σαν ψυχρός άνεμος στην καρδιά του Λόμαν.

«Πεινάς;» τον ρώτησε ο Τζέισον.

«Νομίζω πως ναι» απάντησε συγχυσμένος.

Μάζεψε όλες τις προμήθειες δίπλα στον τραυματισμένο Λόμαν, ανοίγοντας και τα δέματα της επεξεργασμένης τροφής τους. Έβαλε μερικούς κύβους πρωτεΐνης στις δικές του τσέπες.

«Υπάρχουν αρκετά για να μας κρατήσουν ένα μήνα. Αρκετά για τρεις. Δεν νομίζω πως θα έχεις κάποιο πρόβλημα.»

 

Ο Λόμαν δάγκωσε την πρώτη του μπουκιά χωρίς όρεξη. Ξαφνικά το στομάχι του είχε γίνει πέτρα. Ο Τζέισον γέμισε δύο παγούρια στη λίμνη.

«Θα πάρω μαζί μου τα μισά δισκία Νι. Δεν μπορώ να κουβαλάω όσο νερό χρειάζομαι.»

Με τα παγούρια και ένα σακίδιο γύρω από τον ώμο, εξέτασε το φρέσκο δέσιμο στο πόδι του και ετοιμάστηκε να αναχωρήσει.

«Τζέισον…»

Η φωνή του Λόμαν βγήκε έτσι ώστε αιχμαλώτισε την προσοχή του.

«Φέρθηκα ανόητα. Ήταν λάθος μου να την αφήσω έτσι…Αλλά πίστεψε με, δεν θα έκαμνε καμία διαφορά αν είχα μείνει μαζί της. Με… Με σύνθλιψε. Δεν θα μπορούσα να το σταματήσω. Στο ορκίζομαι. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσα να είχα πράξει. Και δεν νομίζω πως θα τα καταφέρεις. Δε βλέπεις; Δεν καταλαβαίνεις πως μας έπαιξε; Έναν-έναν. Περιμένοντας την ευκαιρία ένας από μας να ξεμακρύνει. Κάνεις το ίδιο λάθος τώρα. Σαν τον Ντάνι. Μην μ’αφήνεις μόνο μου εδώ. Αν με βρει, είμαι ξοφλημένος. Λυπάμαι αλλά…δεν σκέφτεσαι λογικά. Μια παιδιάστικη εμμονή επηρεάζει την κρίση σου. Αν η Λάνα είναι ακόμα ζωντανή…πολύ πιθανό να εύχεται να ήταν νεκρή.»

 

Με ένα πήδημα ο Τζέισον προσγειώθηκε πάνω του, τον άρπαξε από τον γιακά και άρχισε να τον ταρακουνάει.

«Σκάσε!» ούρλιαξε.

Ο Λόμαν λύθηκε σε λυγμούς.

«Δεν μπορείς να την σώσεις.»

«Κλείσε το γαμημένο στόμα σου! Αξιοθρήνητο σκουλήκι! Σοβαρά περιμένεις να περάσω την υπόλοιπη μου ζωή σε αυτή την κόλαση με συντροφιά εσένα και να αφήσω τη Λάνα τροφή σε κάποιο τέρας;!»

Τίναξε τον Λόμαν και τον πέταξε καταγής αηδιασμένος. Χωρίς άλλη χρονοτριβή πήρε το σακίδιο του και χάθηκε μέσα σε ένα από τα τούνελ. Ο Λόμαν έμεινε πεσμένος εκεί που τον έριξε και ούρλιαξε αγανακτισμένος.

«Δεν είμαι σκουλήκι! Την αγαπώ κι εγώ!»

Αδύναμος να κουνηθεί, αφέθηκε στους λυγμούς του, δέσμιος του εαυτού του.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Περπατούσε για ώρες μέσα στο υπόγειο τούνελ. Στο ξεκίνημα της διαδρομής τα πέτρινα τοιχώματα γυάλιζαν πράσινα από υγρά βρύα, το έδαφος όμως στα πόδια του ήταν σκληρό και χωρίς προοπτική να προδώσει ίχνη. Μετά στέγνωσε η πέτρα μέχρι που συνάντησε άλλο ένα σταυροδρόμι από εισόδους. Οι κλείσεις τους προς τα δεξιά ή αριστερά ήταν τόσο ανεπαίσθητες, που όσο κι αν ήθελε να κρατήσει μια σταθερή πορεία, στο τέλος δεν ήταν ποτέ σίγουρος που βρισκόταν ανά πάσα στιγμή. Τουλάχιστο μπορούσε να ελπίζει πως δεν έκαμνε κύκλους. Σε κάποιο σημείο το τούνελ πλάτυνε και στο κέντρο του συνάντησε έναν λάκκο γεμάτο με λευκό νερό. Το υγρό έσταζε σταθερά από την οροφή του σπηλαίου με έναν μονότονο και υπνωτιστικό ήχο. Βούτηξε το δάχτυλο στον λάκκο και μετά το έφερε στο στόμα του. Η γεύση του ήταν απαίσια, δηλητηριώδη. Απώλεσε πολύτιμα υγρά για να φτύσει όλη εκείνη την αίσθηση από το στόμα του. Στο τέλος κούρνιασε σε μια άκρη και έκλεισε τον φακό του. Έμεινε στο απόλυτο σκοτάδι να ακούει το «πλιτς» μέσα στον λάκκο. Ξεβίδωσε το παγούρι του και ξέπλυνε το στόμα του με το νερό πριν το καταπιεί.

 

Ήταν κουρασμένος. Δεν τον ένοιαζε αν θα τον έπιανε ο ύπνος. Είχε ανάγκη να ξεκουραστεί, να ανακτήσει δυνάμεις. Ψαχούλεψε και βρήκε έναν κύβο πρωτεΐνης. Τον ξετύλιξε και τον έχωσε στο στόμα του. Ήθελε καλό μάσημα για να νιώσεις πως τρως μεγάλο γεύμα. Και ήταν τελείως άνοστο.

«Που στο διάολο είμαι;»

Είπε κάτι μόνο για να ακούσει την φωνή του. Εδώ κάτω ήταν διαφορετικός ο κόσμος από εκείνον επάνω. Θα μπορούσε να είχε περάσει ολόκληρη μέρα και να μην το ξέρει. Δεν είχε την αίσθηση του χρόνου, ούτε φυσικά καμία άλλη αίσθηση της επιφάνειας. Ζέστη ή θύελλες δεν άγγιζαν τον υπόγειο αυτόν λαβύρινθο. Μόνο ένα τον τρόμαζε. Κι αν είχε απομακρυνθεί από τον πέτρινο σχηματισμό στον οποίον είχαν βρει καταφύγιο; Υπήρχε περίπτωση τα τούνελ να επεκτείνονται και στην αχανή έρημο που κάλυπτε τον πλανήτη;

«Που στο διάολο είσαι παλιοκαθίκι!» είπε φωναχτά.

Ο Λόμαν είχε δίκιο. Δεν ήξερε με τι είχε να κάνει. Έφερε το παγούρι στα χείλη του και με έκπληξη διαπίστωσε πως ήταν άδειο. Το ίδιο άδεια ήταν και τα άλλα δύο. Παρά την οικονομία που έκανε είχε ξεμείνει από νερό χωρίς να το καταλάβει. Νόμιζε πως είχε τουλάχιστο ένα τρίτο παγούρι γεμάτο αλλά είχε κάνει λάθος. Η μονότονη πορεία του είχε παίξει άλλο ένα παιχνίδι σε βάρος της αντίληψης του.

 

Σηκώθηκε όρθιος. Έψαξε στη τσέπη του, βρήκε μια ταμπλέτα Νι και την έσπρωξε πάνω στη γλώσσα του.

«Θα σε βρω. Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί μου. Για την Λάνα…μόνο για εκείνη, θα σκότωνα και θα πέθαινα. Θα σκότωνα και θα πέθαινα. Θα σκότωνα και θα πέθαινα.»

Νιώθοντας το τούνελ στα τυφλά, με τα χέρια του, άρχισε να βαδίζει στο σκοτάδι.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Ο Λόμαν ξύπνησε μέσα στους πόνους. Η λάμπα έκαιγε και ήταν ακόμα νύχτα. Βρήκε το μυοχαλαρωτικό που του είχε αφήσει ο Τζέισον και ανακάλυψε πως δεν ήταν καθόλου εύκολο να το χειριστεί με ένα μόνο χέρι. Το πιστολάκι εμβολιασμού δεν είχε πεπιεσμένο αέρα και έπρεπε να τα καταφέρει με τις σύριγγες. Αφού μπόρεσε κάπως να ρουφήξει το φάρμακο από την αμπούλα του, μετά έπρεπε να πετύχει τη φλέβα στο πονεμένο του μπράτσο και να καρφώσει την ένεση. Κάτι τόσο απλό ήταν ένας ατέλειωτος, επώδυνος αγώνας, κι όταν τα κατάφερε ένιωσε σαν να είχε κατορθώσει μια φοβερή νίκη. Το επακόλουθο όμως δεν ήταν καθόλου καθησυχαστικό.

 

Δεν σκέφτηκε να ξαπλώσει αμέσως, και με το που χαλάρωσε σωριάστηκε στην πλάτη του σαν άψυχη κούκλα. Ευτυχώς το κεφάλι του χτύπησε ένα μαξιλάρι άμμου αποφεύγοντας τις παρακείμενες πέτρες. Ο πόνος στη μέση, στα πόδια και το χέρι του εξαφανίστηκαν γρήγορα αλλά έχασε και την ικανότητα του για κίνηση. Αντιλήφθηκε πως διψούσε μόλις ένα μέτρο από μια λίμνη με νερό. Ένιωσε επίσης μια ζέστη να κατακλύζει το σώβρακο του. Μόλις είχε αδειάσει την κύστη του πάνω του.

 

Ευτυχώς τον πήρε πάλι ο ύπνος. Δεν είδε όνειρα. Το υποσυνείδητο του ήταν σαν ένα σκοτεινό, άδειο σπήλαιο. Το υποσυνείδητο του ήταν έξω από το κεφάλι του, ήταν ο ίδιος ο πλανήτης. Τον ξύπνησε το φως της ημέρας. Οι αχτίδες του ήλιου εισχώρησαν στο σπήλαιο από τις χαραμάδες της οροφής και έλαμψαν πάνω στην επιφάνεια του νερού. Ο βράχος γύρω του ήταν κόκκινος σαν το αίμα. Οι μύες του άρχισαν πάλι να πονούν, αμυδρά όμως, και μπορούσε να κινηθεί κάπως. Έσφιξε τα δόντια του και προσπάθησε να βρει λίγο πείσμα μέσα του. Σκέφτηκε την Λάνα. Τέτοιες γυναίκες δεν ήταν ποτέ για το βεληνεκές αντρών σαν και του λόγου του. Άφησε μια κραυγή και ανακάθισε. Πόνεσε, όχι όμως τόσο όσο το φοβόταν. Αντλώντας δύναμη από τον ίδιο τον πόνο, έβγαλε την στολή του, γδύθηκε τελείως. Μπουσούλισε μέχρι το νερό και βυθίστηκε στην όχθη του. Η αίσθηση ήταν παραδεισένια, αναζωογονητική. Είχε προσέξει πως μικρά ρυάκια γέμιζαν συνέχεια την λιμνούλα χωρίς να την πλημμυρίζουν. Το νερό της ανανεώνονταν. Ήπιε λαίμαργα πολλές χούφτες και όταν χόρτασε έπλυνε το σώμα του.

 

Ώρες αργότερα, με τον ήλιο ψηλά στον ουρανό, ξέσπασε άγρια αμμοθύελλα που είχε λίγη επίδραση στο καταφύγιο του Λόμαν. Πέραν κάποιον χαλικιών που κύλησαν από την οροφή και ένα πέπλο άμμου που κάθισε σαν χρυσόσκονη στο νερό, μόνο το τρομακτικό βουητό έφτασε ως τον υπνόσακο του. Κάθισε καταγής με την πλάτη όρθια ενάντια στη πέτρα και εμβολίασε τον εαυτό του με πολύ μικρότερη ποσότητα μυοχαλαρωτικού. Οι πόνοι μειώθηκαν στο ελάχιστο, μπορούσε όμως να το αντέξει. Τουλάχιστο μπορούσε να κινηθεί και να ορίσει το σώμα του. Έφαγε τρεις κύβους πρωτεΐνης, χρησιμοποιώντας την υπερβολή σαν τρόπο για να ξεπεράσει την ψυχική του κατάρρευση.

 

Αργότερα, όταν επέστρεψαν οι πόνοι, αρνήθηκε την ένεση για όσο μπορούσε να το αντέξει. Με την Λάνα πάντα στη σκέψη, βίωσε τον πόνο και επιχείρησε πολλές φορές να σηκωθεί όρθιος. Δεν τα κατάφερε τόσο καλά, δεν το έβαλε όμως κάτω. Έπρεπε να ξεπεράσει την αδυναμία του. Προσπάθησε να κάνει όσες πιο πολλές ασκήσεις μπορούσε να σκεφτεί ξαπλωμένος καταγής. Μετά του ήρθε ξαφνικά μια ιδέα.

 

Γλίστρησε μέσα στη λίμνη, μέχρι το κέντρο της. Καθιστός, το νερό τον κάλυπτε ως τον λαιμό. Ο βυθός από κάτω του ήταν ένα μαλακό στρώμα λάσπης. Πιάνοντας τα πόδια του τα κάρφωσε όσο πιο βαθιά στη λάσπη γινόταν. Μπήκαν μέχρι λίγο πριν τα γόνατα. Αυτό θα αρκούσε. Μετά ανασηκώθηκε σαν να ήταν έτοιμος να κολυμπήσει μπροστά και σπρώχνοντας τον εαυτό του βρέθηκε όρθιος στο κέντρο της λίμνης. Το βάρος του χτύπησε τα γόνατα του και ούρλιαξε από τους πόνους. Έμεινε όμως έτσι και άρχισε να γελάει. Είχε βρει το πείσμα του και το θεώρησε ξεκαρδιστικό.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Δεν θυμόταν πολλά. Η υπόγεια περιπλάνηση και η δίψα τον έφεραν σε μια κατάσταση παραληρήματος. Είχε παραισθήσεις πως έτρεχε να ξεφύγει από κάτι. Κάπου χτύπησε το κεφάλι του και η οροφή του τούνελ κατέρρευσε πάνω του. Βρέθηκε να σκάβει απεγνωσμένα μέσα σε πηχτή, στεγνή άνεμο. Κρατούσε την αναπνοή του όσο μπορούσε και ένα βήμα πριν παραιτηθεί ένιωσε τα μπράτσα του να κινούνται ελεύθερα, έξω στον ζεστό αέρα. Σαν έναν παράλογο τοκετό, το κόκκινο χώμα θρυμματίστηκε για να αποβάλλει τον Τζέισον από τα έγκατα του. Ο βοτανολόγος άφησε μικρές κραυγές, έσπρωξε πέτρες με τους ώμους του, και κατακόκκινος σαν το χώμα που τον γέννησε κύλησε έξω, κάτω από τον πρωινό ήλιο. Ρούφηξε τον φρέσκο αέρα και ούρλιαξε θριαμβευτικά. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε γύρω του με τα μάτια του γουρλωμένα και ολόλευκα, η σκόνη να αναδύεται από πάνω του σαν ατμός.

 

Όχι μόνο είχε καταφέρει να βρει μια διέξοδο μέσα στον πέτρινο σχηματισμό, αλλά και η τοποθεσία στην οποία κατέληξε του ήταν γνωστή. Είχε ξανάρθει εδώ. Γέλασε ικανοποιημένος. Ξαφνικά ένιωθε εγκλιματισμένος στο τοπίο, με μια παράλογη αυτοπεποίθηση να χτυπάει στα μηνίγγια του. Ακολούθησε ένα ανοδικό πεζούλι στον τοίχο του φαραγγιού και ήρθε σε ένα φυσικό μπαλκόνι με θέα το άλλο μισό αυτού του νησιού στην άμμο. Άρχισε να βαράει το στήθος του σαν γορίλας και να κραυγάζει δυνατά, στέλνοντας την ηχώ του στον σχηματισμό. Στη συνέχεια κάθισε στο χείλος της πέτρας με τα πόδια του να κρέμονται στο κενό. Άρχισε να ξετυλίγει κύβους πρωτεΐνης και να τους τρώει ευδιάθετος. Άφηνε το περιτύλιγμα να το πάρει ο αέρας και το παρακολουθούσε να πεταρίζει κατά μήκος του φαραγγιού, με κάποια παράλογη, παιδική εμμονή για να δει που θα καταλήξει. Έβαλε στο στόμα του και ένα δισκίο Νι χαχανίζοντας χωρίς λόγο.

 

Περιπλανήθηκε προς τα βράχια που ήταν δυσκολότερο να φτάσει κανείς, καθώς τα μονοπάτια κατέληγαν σε αδιέξοδο και χρειαζόταν απαιτητικό σκαρφάλωμα για να φτάσει άλλα, πιο ανυψωμένα περάσματα. Στο βάθος υψώνονταν εκείνοι οι μετέωροι βράχοι, οι πύργοι που είχαν παρατηρήσει με τον Λόμαν στην πρώτη τους εξερεύνηση. Βράχοι με ανοίγματα σαν σπηλιές στην κορυφή τους. Ενώ όμως ξεγελούσαν πως μετά ένα σκαρφάλωμα θα συναντούσε την βάση των πύργων, έπεφτε σε νέο σύμπλεγμα φαραγγιών και λαβυρίνθων. Εξουθενωμένος, στη μέση ενός τεράστιου πλατώματος βρήκε έναν κρατήρα που η βάση του ήταν μεγάλη όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Χώμα και κόκκινο χαλίκι κάλυπτε τα απότομα του πλευρά. Υπήρχαν όμως και μεγαλύτερες πέτρες στην περιφέρεια του, αρκετά μεγάλες για να απλώνουν μακριές σκιές. Διάλεξε μία και χώθηκε στην προστασία της. Παρά την ενοχλητική ζέστη, με τα μάτια του απαλλαγμένα από το έντονο φως αποκοιμήθηκε αμέσως.

 

Μισή ώρα αργότερα κείτονταν ακόμα σαν αναίσθητος, ανίκανος να ακούσει τον κρότο που έκαναν τα χαλίκια καθώς κατρακυλούσαν προς τη βάση του κρατήρα. Οι οπλές σήκωναν ένα αδιαπέραστο σύννεφο σκόνης όπως γλιστρούσαν πάνω στην απότομη πλαγιά. Ο Τζέισον βρισκόταν καταχωνιασμένος εκτός της πορείας του πλάσματος, όχι όμως σε αρκετά ασφαλή απόσταση. Εκείνο έφτασε στη βάση του κρατήρα και σηκώνοντας την μακρουλή του μουσούδα μύρισε τον αέρα. Μετά λύγισε τα γόνατα του και έσκυψε χαμηλά, με την προσοχή του στο έδαφος. Άρχισε να σκάβει με τα χέρια του σε ορισμένα σημεία και να μυρίζει το χώμα. Μάζευε τις πέτρες και τις πετούσε πίσω του. Απογοητευμένο προχωρούσε παραπέρα για να επαναλάβει την ίδια τελετουργία. Περισσότερη απογοήτευση. Εκνευρισμένο άφησε έναν διαπεραστικό μυκηθμό.

 

Ήταν ο ήχος που ξύπνησε τον Τζέισον.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Έμεινε ακίνητος. Δεν είχε τίποτα στο οπτικό του πεδίο. Δεν ήταν καν σίγουρος πως άκουσε κάτι. Γύρισε το κεφάλι του αργά προς τον υπόλοιπο κρατήρα. Το πλάσμα ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτό από τον λογικό εγκέφαλο. Κι όμως ήταν εκεί. Το ξεχώρισε από το κόκκινο χαλίκι που το κύκλωνε και το είδε. Ήταν όρθιο, φάνταζε γιγάντιο, εντυπωσιακό. Ένας μυθικός μονομάχος μέσα στην προσωπική του αρένα. Έμεινε όπως ήταν και το κοίταζε μαρμαρωμένος, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει.

 

Το πλάσμα σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε κατάματα τον ήλιο. Το έντονο φως δεν έδειχνε να το ενοχλεί. Μετά, άρχισε να κινείται μέσα στον πυθμένα του κρατήρα διαγράφοντας ημικύκλια. Ο Τζέισον το άκουγε ξεκάθαρα πως ρουθούνιζε ακατάπαυστα τον αέρα. Σταμάτησε πάλι, χαμήλωσε καταγής και άρχισε να σκάβει το χώμα. Η μανία του ήταν τέτοια που χάθηκε ολόκληρο μέσα στο κόκκινο κουρνιαχτό που σήκωσε. Όταν σκόρπισε η σκόνη, το είδε να σηκώνεται πάλι όρθιο, με ένα κρανίο στα χέρια. Ήταν του δικού του είδους. Το έπιασε από τα κέρατα και το σήκωσε προς τον ήλιο αφήνοντας κοφτούς μυκηθμούς. Στη συνέχεια άφησε το κρανίο κάτω ανάποδα, καρφώνοντας τα κέρατα δίπλα στην τρύπα που είχε ανοίξει. Άρχισε να ψαχουλεύει την τρύπα και βρίσκοντας αυτό που έψαχνε το τράβηξε έξω. Ήταν μια στρογγυλή ρίζα. Ο Τζέισον την παρομοίασε με πατάτα. Το πλάσμα τη μύρισε και την πέταξε μέσα στο κρανίο. Συνέχισε να ανασηκώνει χώμα μέσα στην τρύπα, να βγάζει ρίζες και να γεμίζει το κρανίο. Τελειώνοντας σηκώθηκε μαζί με τη συγκομιδή του και έκανε να φύγει. Κοντοστάθηκε και μύρισε πάλι τον αέρα καχύποπτο.

 

Ο Τζέισον σφίχτηκε σε κόμπους. Τελικά, το πλάσμα του γύρισε την πλάτη και ανηφόρισε προς το στόμιο του κρατήρα αφήνοντας βαθιά ίχνη πίσω του. Το έκανε με ελάχιστα, γρήγορα πηδήματα, χωρίς κόπο. Μόλις χάθηκε πίσω από το χείλος της κορυφής ο Τζέισον έμεινε για λίγο ακόμα ακίνητος. Όταν τόλμησε επιτέλους να κινηθεί άκουσε όλες τις κλειδώσεις του να σκάνε ταυτόχρονα. Κατέπνιξε την κραυγή του και μπήκε αμέσως στο κατόπι του πλάσματος. Δεν είχε άλλη επιλογή. Όσο κι αν ο εγκέφαλος του ούρλιαζε να πάρει την αντίθετη κατεύθυνση δεν μπορούσε να βγάλει την Λάνα από τον νου του. Την Λάνα στο έλεος αυτού του τέρατος.

 

Δεν μπορούσε σίγουρα να αντιγράψει τις δρασκελιές του κτήνους. Κόπιαζε επώδυνα προσπαθώντας να ακολουθήσει τα φρέσκα ίχνη. Όταν έφτασε εξουθενωμένος στο χείλος του κρατήρα το πλάσμα ήταν άφαντο. Δεν έβλεπε καμία σιλουέτα ή κινούμενη σκιά στον ορίζοντα. Χαμηλότερα όμως, στο πασπαλισμένο με κίτρινη άμμο κόκκινο χώμα, υπήρχαν ίχνη που ο αέρας είχε αρχίσει ήδη να σβήνει. Είχαν σαν κατεύθυνση του πανύψηλους, μετέωρους πύργους στην άκρη του σχηματισμού.

 

Έφτασε στην βάση τους όταν πια ο ήλιος άγγιζε τον ορίζοντα. Οι χαράδρες, τα ραγίσματα, οι εσοχές, απορροφήθηκαν μέσα σε μακριές σκιές. Οι μετέωροι βράχοι ήταν ένας ξέχωρος, άλλος κόσμος. Ένα ανάγλυφο αριστούργημα της φύσης. Το έργο ενός τρελού αρχιτέκτονα. Ένας λαβύρινθος από σπηλιές, κρεμαστά μπαλκόνια, αψίδες, γέφυρες, στριφογυριστά πεζούλια. Και μέσα από αυτά τα θεμέλια, με ελάχιστη απόσταση μεταξύ τους ορθώνονταν οι κόκκινοι ουρανοξύστες. Σωριάστηκε διψασμένος σε μια εσοχή για να περιμένει άυπνος το επόμενο ξημέρωμα. Δεν θα διακινδύνευε να σκαρφαλώσει έναν πύργο στο σκοτάδι της νύχτας.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Τράβηξε τον εαυτό του με κόπο πάνω στο φυσικό πεζούλι του βράχου. Ίσως ήταν άβολα στενό, ήταν όμως το πρώτο σημείο που μπορούσε να ξαποστάσει εδώ και δεκάδες μέτρα στην αναρρίχηση του. Μπορούσε να καθίσει μόνο ο μισός πάνω του. Στην προσπάθεια, το πόδι του ξεκόλλησε μια πέτρα και παραλίγο να φύγει μαζί της. Την άκουσε να αναπηδάει ενάντια στον πύργο όπως έπεφτε, με τον ήχο να εξασθενεί σταδιακά. Δεν θα την άκουγε ποτέ να φτάνει στον πάτο. Αθέατο στις σκιές, το τέλος της πτώσης ήταν και άηχο.

 

Δεν ξεκουράστηκε για πολύ. Ξεκίνησε πάλι το σκαρφάλωμα. Φοβόταν πως αν αφηνόταν στις σκέψεις του ίσως να έχανε το θάρρος του και να εγκατέλειπε. Αρνούνταν να κοιτάξει κάτω. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς τα πάνω, προς την κορυφή. Οι πύργοι εδώ ήταν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον που παρά την μεσημεριανή ώρα ο Τζέισον σκαρφάλωνε στη σκιά. Και η παραμικρή αύρα σφύριζε περίεργα ανάμεσα από τα βράχια. Οι ώμοι, τα μπράτσα, η μέση του έμοιαζαν να βρίσκονται σε μια συνεχόμενη κράμπα, αρνούνταν όμως να εγκαταλείψει. Παράδοση θα σήμαινε θάνατο. Κι όμως, το κενό τον προκαλούσε να τα παρατήσει. Να αφεθεί στην αύρα και να πετάξει βαθιά, βαθύτερα, προς την λησμονιά και την ανάπαυση. Μια φωνή μέσα του, του έλεγε λόγια που δεν ήθελε να ακούσει. Δεν υπήρχε λόγος να κουβαλάει όλον τον πλανήτη στους ώμους του. Η Λάνα δεν τον είχε ανάγκη για σωτήρα της. Δεν υπήρχε ελπίδα για κανέναν. Οργιζόταν τόσο με αυτούς τους ψιθύρους που πείσμωνε χειρότερα και συνέχιζε προς την κορυφή. Με τις ώρες.

 

Σε κάποια εσοχή κάρφωσε το καλό του γόνατο για να κρατηθεί ασφαλής και με τρεμάμενο χέρι έβγαλε από την τσέπη του άλλη μια ταμπλέτα. Οι κύβοι πρωτεΐνης του είχαν τελειώσει. Πολύ πιθανό αυτή να ήταν και η τελευταία αντι-αφυδατική του δόση. Έτσι και αλλιώς δεν μπορούσε να ξεγελάει συνέχεια το σώμα του με υποκατάστατα. Τα χείλη του είχαν σκάσει και πονούσαν, ο λαιμός του ήταν στεγνός, γεμάτος αγκάθια. Τον ξάφνιασαν οι ακτίνες του ήλιου που τον βρήκαν κατάφατσα. Ο ήλιος είχε ξεκινήσει την καθοδική του πορεία και τώρα βρισκόταν χαμηλότερα από τον ψηλότερο πύργο. Περιστασιακά το φως διαπερνούσε τους μετέωρους βράχους και φώτιζε αποκαλυπτικά τις προσόψεις τους. Ο πύργος απέναντι από αυτόν που βρισκόταν ο Τζέισον ήταν γεμάτος εσοχές και ανοίγματα. Ο ήλιος τον φωταγώγησε κατάλληλα αποκαλύπτοντας τις τεράστιες, άγριες πτυχές που τον διακοσμούσαν.

«Τζέισον πανίβλακα» είπε στον εαυτό του με στεγνή φωνή, «Λάθος πέτρα διάλεξες να σκαρφαλώσεις.»

Γέλασε από μέσα του γιατί θα ήταν επώδυνο να το επιχειρήσει με την φωνή του. Ο δελεαστικός, απέναντι βράχος δεν ήταν τόσο μακριά. Χρειαζόταν μόνο ένα γενναίο άλμα.

«Μην είσαι ηλίθιος» είπε πάλι στον εαυτό του.

Χρειαζόταν ώθηση. Κάποια μέτρα οπισθοδρόμηση για να μαζέψει φόρα.

 

Πάνω στις τρελές αυτές σκέψεις νόμισε πως είδε κίνηση στον απέναντι βράχο. Λίγα μέτρα ψηλότερα μόνο. Το φως έκαιγε πάνω στα μάτια του αλλά ήταν σίγουρος πως εκεί πάνω υπήρχε μια βαθιά εσοχή, ένα «μπαλκόνι» όπου κάποιος κινούνταν στην άκρη του. Τράβηξε το βλέμμα του από το φως και κοίταξε πάνω, στον δικό του βράχο. Δεν ένιωθε τα άκρα του. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν γαντζωμένα στην πέτρα σαν από δική τους βούληση.

«Είμαι μια μύγα! Μια κωλόμυγα» είπε μέσα από τα σφιγμένα του δόντια.

Ο πύργος του τέλειωνε σε λίγα μέτρα, το χείλος της κορυφής επεκταμένο στο ελάχιστο προς τον απέναντι βράχο. Κάποτε θα πρέπει να συνδέονταν με μια αψίδα που κατέρρευσε.

«Είμαι μύγα και δεν πέφτω με τίποτα.»

Σαν να γεννήθηκε μια νέα δύναμη μέσα του άρχισε να σκαρφαλώνει βρίσκοντας κάθε ράγισμα ή εξόγκωμα που θα τον βοηθούσε να φτάσει γρηγορότερα στον στόχο του.

 

Μόλις δρασκέλησε το πλάτωμα της κορυφής κύλησε στην πλάτη του και με το βλέμμα του στον λευκό ουρανό ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα. Συσπάστηκε το πρόσωπο του αλλά δεν ήρθαν δάκρυα. Μετά γύρισε πάλι στο στομάχι του και σύρθηκε στο χείλος του βράχου. Κοίταξε απέναντι. Λίγο χαμηλότερα, υπήρχε όντως ένα μεγάλο μπαλκόνι και το άνοιγμα μιας σπηλιάς. Δεν υπήρχε όμως κάποιο ίχνος ζωής. Ήταν έτοιμος να σηκωθεί όταν είδε την Λάνα να βγαίνει από την σπηλιά. Ήταν τελείως γυμνή. Το ηλιοκαμένο της σώμα ήταν πασπαλισμένο με κόκκινη σκόνη. Είχε ουλές και μελανιές στα γόνατα και την πλάτη. Το πρόσωπο της είχε μια παράλογη ηρεμία, σα να βρισκόταν σε λήθαργο. Ήρθε και στάθηκε στην άκρη του γκρεμού της. Δεν έδειχνε να νοιάζεται για το ύψος. Έμοιαζε να κοιτάζει την θέα, πέρα από τους πύργους.

 

Ο Τζέισον ετοιμάστηκε να της φωνάξει όταν βγήκε και το τέρας από την σπηλιά. Ήρθε δίπλα στην Λάνα και εκείνη αντιλήφθηκε κοινότυπα την παρουσία του. Το πλάσμα κινήθηκε νευρικά από πίσω της μυρίζοντας τον αέρα. Ο Τζέισον σύρθηκε πίσω στο πλάτωμα του και κοίταξε πάλι τον ουρανό σα να περίμενε θεία καθοδήγηση. Προσπαθούσε να χωνέψει και να καταλάβει τι ήταν αυτό που είχε δει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Η γνώριμη του τρέλα αναδύθηκε πάλι στο βλέμμα του. Πετάχτηκε όρθιος και βγήκε στα φανερά στο χείλος του βράχου. Εκεί κάτω απέναντι, σε ενός άλματος απόσταση, πάνω από ένα χάσμα που αναλογούσε μιας μέρας οδοιπορικό ως τον πάτο, το πλάσμα μύριζε τα μαλλιά της Λάνας και εκείνη το αγνοούσε. Ο αστροναύτης δεν άντεξε.

«Λάνααααααααααα!» ούρλιαξε.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Η Λάνα σήκωσε το κεφάλι της και τον είδε. Τον κοίταζε τώρα και το πλάσμα. Με την προσοχή τους πάνω του, ο Τζέισον έμεινε ακίνητος, περιμένοντας μια αντίδραση. Και ήρθε, πρώτα από το τέρας. Άφησε έναν δυνατό, εξαγριωμένο μυκηθμό, το βλέμμα του γεμάτο από φλεγόμενο μίσος. Η Λάνα έδειχνε μπερδεμένη, σα να μην αναγνώριζε τον Τζέισον. Το πλάσμα την άφησε μόνη και χάθηκε καλπάζοντας μέσα στην σπηλιά. Η Λάνα προσπάθησε να πει κάτι αλλά δεν της έβγαιναν λόγια. Δάκρυσαν τα μάτια της. Σήκωσε τα χέρια της σα να προσπαθούσε να κάνει νοήματα. Ο Τζέισον δεν πρόλαβε να της φωνάξει κάτι άλλο. Το πλάσμα έκανε την εμφάνιση του μέσα από άλλη κουφάλα του βράχου, ψηλότερα από την είσοδο της σπηλιάς. Και με ένα εντυπωσιακό άλμα πέταξε προς τον πύργο του Τζέισον.

 

Οι οπλές του έσκασαν στο πλάτωμα τινάζοντας σπίθες. Στεκόταν τώρα απέναντι από τον αστροναύτη, το αντίπαλο αρσενικό, μιας ανάσας απόσταση. Ο Τζέισον είχε μια άλλη, κοντινότερη εκτίμηση αυτού του μυθικού εξωγήινου. Το δέρμα του γυάλιζε σαν μπρούτζινο, σαν αδιαπέραστο. Τα δόντια του δεν ήταν σουβλερά, δεν ήταν σαρκοβόρο, φάνταζαν όμως τεράστια. Τα κέρατα του, οι οπλές των κάτω άκρων, οι τεράστιες του γροθιές ήταν αρκετά επικίνδυνα για να διαμελίσουν τον Τζέισον σαν πάνινη κούκλα. Είχε ελάχιστη τριχοφυΐα, κυρίως μαζεμένη ανάμεσα στα σκέλια του, εκεί που ξεχώριζε το τεράστιο, ζωώδες, κατακόκκινο πέος του. Το βλέμμα του Τζέισον κόλλησε για λίγο εκεί σαν να ήταν υπνωτισμένος. Το μουγκανητό του πλάσματος τον επανέφερε στον κίνδυνο που διέτρεχε.

 

Έσκυψε βιαστικά, άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε στο τέρας. Το πέτυχε ακριβώς ανάμεσα στα κέρατα. Η πέτρα αναπήδησε με έναν σκληρό γδούπο και εκείνο δεν έδειξε να το ένιωσε καν. Κλώτσησε το έδαφος με την οπλή του εκνευρισμένο. Σαν μια ιεροτελεστία αναμετριόταν με τον αντίπαλο του στο βλέμμα. Ο Τζέισον επέμεινε στην απαθή του έμπνευση. Σήκωσε άλλη μια πέτρα και του την πέταξε κι αυτή. Το πλάσμα βούτηξε προς το μέρος του. Ξαφνιασμένος γύρισε προς το ένα πλάι. Ήταν ένα φοβερό άλμα και ο άντρας σχεδόν ένιωσε τις οπλές να περνούν ξυστά από το πρόσωπο του. Από τον απέναντι βράχο η Λάνα παρακολουθούσε ανήμπορη. Είχε σηκώσει της γροθιές της και πάσχιζε να ξεστομίσει μια κραυγή.

 

Το πλάσμα γύρισε την γροθιά του και βρήκε τον Τζέισον ξυστά στο μέτωπο. Το χτύπημα ήταν αρκετό για να ρίξει τον αστροναύτη στο ένα του γόνατο. Αίμα χύθηκε πάνω στα μάτια του εμποδίζοντας την όραση του. Σηκώθηκε τρικλίζοντας, προσπαθώντας να σκουπίσει το αίμα με το μανίκι του. Ακούμπησε με την πλάτη ενάντια σε ένα κομμάτι βράχου. Το χέρι του χάθηκε μέσα στην τσέπη του παντελονιού του και τράβηξε έξω μια γεμάτη σύριγγα. Το πλάσμα ανανέωσε την επίθεση του ορμώντας ξανά κατά του άντρα. Ο Τζέισον αφέθηκε να πέσει καταγής αποφεύγοντας τα κέρατα που έσκασαν πάνω στον βράχο τινάζοντας θραύσματα. Κάρφωσε αμέσως την σύριγγα στο πόδι του πλάσματος, λίγο πιο πάνω από το γόνατο του. Ευτυχώς η βελόνα δεν είχε πρόβλημα στο να διαπεράσει το χοντρό τομάρι του κτήνους.

 

Το πλάσμα τινάχτηκε πίσω και αρπάζοντας την σύριγγα την έβγαλε από το πόδι του. Είχε αδειάσει όλη. Την έφερε στα ρουθούνια του και την μύρισε περίεργο. Ο Τζέισον δεν κάθισε να περιμένει την επόμενη κίνηση του αντιπάλου του. Το μυαλό του είχε αρχίσει να παίρνει απελπισμένες στροφές. Πήρε φόρα και έτρεξε προς το χείλος του πλατώματος. Με μια τελική κλωτσιά στην άκρη της σπασμένης αψίδας, άφησε τον πύργο πίσω του και βούτηξε προς τον απέναντι βράχο. Βίωσε την πτήση του σε αργή κίνηση και ήταν σίγουρος πως το κενό από κάτω του επιχειρούσε να τον ρουφήξει προς τον κατάμαυρο πυθμένα του. Κατάφερε όμως να φτάσει στο απέναντι άνοιγμα, να σκάσει βαρύς δίπλα στην Λάνα και να κατρακυλήσει πάνω στην πέτρα. Ένιωσε κάποια πλευρά του να σπάνε και ούρλιαξε από τον πόνο. Πίσω του, αφήνοντας υστερικούς μυκηθμούς, το πλάσμα μιμήθηκε την πτήση του, με ικανότερη τεχνική.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Η Λάνα έτρεξε μέσα στη σπηλιά σαν κυνηγημένη. Ο Τζέισον έβγαλε άλλη μια σύριγγα από το παντελόνι του και φτύνοντας αίμα γύρισε να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο του. Το πλάσμα είχε προσγειωθεί εκεί απέναντι του αλλά έδειχνε να τον υπολογίζει. Φυσούσε και ξεφυσούσε τα ρουθούνια του καθυστερώντας την επίθεση του. Ο Τζέισον δεν ήξερε αν το εξωγήινο τέρας μπορούσε να αναγνωρίσει την τρέλα που ανάβλυζε στο βλέμμα του, ο άντρας όμως ήταν στριμωγμένος σε αδιέξοδο και ένα βήμα πριν τον θάνατο ήταν έτοιμος για όλα. Με το ελεύθερο του χέρι ψαχούλεψε στην άλλη τσέπη και έβγαλε δεύτερη γεμάτη σύριγγα. Σήκωσε τα χέρια του με μια βελόνα στο καθένα τους. Άρχισε να γρυλίζει και να γαβγίζει προς το πλάσμα.

«Γαβ! Γαβ! Έλα λοιπόν! Έλα να δεις τι σού’χω! Όρμα να δούμε!»

Το πλάσμα ρουθούνισε τον αέρα διστακτικό. Δεν κατανοούσε όμως την μπλόφα του ανθρώπου. Απλώς οργιζόταν από τους ήχους που έβγαζε και ήταν έτοιμο για την επίθεση του.

 

Η Λάνα βγήκε πάλι από την σπηλιά τρέχοντας. Αυτή τη φορά κρατούσε ένα μακρύ κόκαλο, ένα πλευρό. Το πλάσμα δεν την είδε να ορμάει πάνω του. Το κατέβασε με δύναμη και το έσπασε στην πλάτη του. Γύρισε προς το μέρος της εξαγριωμένο και ήταν το έναυσμα που περίμενε ο Τζέισον για να του ριχτεί. Πήδηξε πάνω στην πλάτη του κτήνους και κάρφωσε και τις δύο σύριγγες ταυτόχρονα στον σβέρκο του. Εκείνο τον τίναξε αμέσως από πάνω του καταγής. Πριν προλάβει να ουρλιάξει λόγω των σπασμένων του πλευρών, ο Τζέισον είδε την τεράστια γροθιά να κατεβαίνει στο πρόσωπο του. Άκουσε το ανατριχιαστικό σπάσιμο της μύτης του και το σύμπαν γύρω του άσπρισε από τον πόνο. Κόκκινο αίμα πότισε τα γένια του καθώς σφάδαζε πάνω στην πέτρα. Το πλάσμα έκανε στροφές και κύκλους προσπαθώντας να φτάσει και να βγάλει τις σύριγγες. Το αριστερό του χέρι δεν έδειχνε να ανταποκρίνεται τόσο ζωηρά ενώ παράπαιε ολόκληρο σαν μεθυσμένο.

 

Η Λάνα έτρεξε δίπλα στον Τζέισον και τον βοήθησε να σηκωθεί όρθιος. Το αίμα συνέχισε να ρέει από την στραβωμένη μύτη του. Ο νους του όμως ήταν αλλού. Έψαχνε τις τσέπες του για πυρομαχικά. Βρήκε άλλες δύο σύριγγες. Έδωσε την μία στην Λάνα.

«Δεν έχω άλλες» φώναξε μέσα από τα δόντια του.

Το πλάσμα τρέκλισε προς το μέρος τους. Ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το σώμα του. Έχανε τον έλεγχο του. Ήταν έτοιμο για την τελική του επίθεση. Η Λάνα απομακρύνθηκε από τον Τζέισον δημιουργώντας ένα διπλό μέτωπο εναντίον του. Το πλάσμα έμεινε για λίγο ακίνητο ζυγίζοντας την κατάσταση. Άφησε μικρούς, ηχηρούς μυκηθμούς και μετά, με μια ξαφνική εισπνοή, σίγησε σα να κράτησε την αναπνοή του. Η Λάνα κατάλαβε αμέσως…

«Τζέισον…»

Το πλάσμα όρμησε. Και είχε διαλέξει εκείνη. Δεν ήταν αρκετά γρήγορη να τα υπολογίσει όλα. Την άρπαξε από το χέρι που κρατούσε την σύριγγα. Εκείνη ούρλιαξε. Ρίχτηκε πάνω του ο Τζέισον και το πλάσμα τον περίμενε. Χωρίς να αφήσει την Λάνα από το κράτημα του, τίναξε την μία του οπλή και την κάρφωσε στο στομάχι του άντρα. Δεν έμεινε αέρας στα σωθικά του για μια κραυγή. Δίπλωσε και σωριάστηκε στο έδαφος. Η σύριγγα έφυγε από το χέρι του, κύλησε στο χείλος της εσοχής και έπεσε στον γκρεμό.

 

Η Λάνα σήκωσε το ελεύθερο της χέρι, πήρε την σύριγγα από την παγιδευμένη της χούφτα και την κάρφωσε στο μάτι του πλάσματος. Εκείνο ούρλιαξε και την άφησε ελεύθερη. Τράβηξε την σύριγγα σχεδόν αμέσως από το μάτι του, τρέκλισε λίγο προς την σπηλιά του και σωριάστηκε κάτω πριν φτάσει στην είσοδο της. Έμεινε ακίνητο εκεί που έπεσε.

 

Η Λάνα προσπάθησε να σηκώσει τον Τζέισον αλλά του ήταν αδύνατο να σταθεί όρθιος. Η αναπνοή του έβγαινε σφυριχτά, έβηχε και έφτυνε αίμα. Τον έσυρε όπως μπορούσε μέσα στη σπηλιά. Στην σκιά του εσωτερικού έχασε το κράτημα της και ο άντρας σωριάστηκε μέσα σε μια σωρό από κόκαλα. Η Λάνα ήρθε πάλι στο πλευρό του κρατώντας ένα πέτσινο ασκί. Γύρισε το ένα του άκρο προς το στόμα του και έχυσε νερό πάνω στα σκασμένα χείλη του άντρα. Εκείνος δάγκασε το ασκί και το βύζαξε αχόρταγα, διακόπτοντας κάθε τόσο για να φτύσει αίμα.

«Το ήξερα πως θα έρθεις» του είπε. «Ήξερα πως ένας σας θα ερχόταν και πως αυτός θα ήσουν εσύ.»

Μαζί με το νερό που τον δρόσιζε, και παρά τους πόνους, ο Τζέισον ένιωσε μια απίστευτη αίσθηση ευτυχίας. Τελικά άξιζε όλο αυτό. Δεν θα πέθαινε αναίτια.

«Λάνα» είπε λαχανιασμένα, «πάρε το σακάκι μου…»

Αφήνοντας μικρές κραυγές, την βοήθησε να του βγάλει το σακάκι για να το φορέσει εκείνη και να καλύψει την γύμνια της.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Τόλμησε να αγγίξει την μύτη του. Τον σούβλισε δυνατός πόνος.

«Πρέπει να φύγουμε Λάνα…» ψέλλισε.

Εκείνη έκλαιγε.

«Φοβόμουν πως ήσασταν όλοι νεκροί. Εσύ… Ο Λόμα… Ο Ντάνι…»

«Λάνα, άκουσε με. Πρέπει να φύγουμε.»

Σκούπισε τα δάκρυα της.

«Πως; Μπορείς να περπατήσεις;»

Ο Τζέισον επιχείρησε να σηκωθεί. Ένιωσε να τον ξεσχίζουν στα δύο. Κάθισε πάλι καταγής έτοιμος να χάσει τις αισθήσεις του. Η Λάνα κοίταξε γύρω στη σπηλιά.

«Κάτσε ακίνητος. Ένα λεπτό…»

 

Πήγε σε μια άκρη, σήκωσε από κάτω δύο στρογγυλές ρίζες και τις σύνθλιψε με ένα χοντρό κόκαλο. Πήρε τα κομμάτια στις χούφτες της και τα έφερε στον Τζέισον.

«Φάγε από αυτά.»

«Τι είναι;»

«Είναι καλό. Θα σε βοηθήσει.»

Την εμπιστευόταν. Η πικρή γεύση της ρίζας δεν τον ενόχλησε. Τα μάσησε και τα κατάπιε μέχρι και το τελευταίο κομμάτι.

«Δεν ήταν άσχημο. Έχεις κι άλλο;»

«Με το μαλακό. Αυτό νομίζω ήταν αρκετό.»

«Μοιάζει με καρύδα…λίγο πικρό βέβαια…Θα έπρεπε να κρατήσω ένα δείγμα…»

Ένιωσε πρώτα να μουδιάζουν ευχάριστα τα ούλα του. Και η γενική του δυσφορία είχε αρχίσει να υποχωρεί.

 

«Τζέισον, που είναι οι άλλοι;»

«Σε μια σπηλιά…κάποιο μέρος που ανακάλυψα. Έχει νερό…»

«Τότε…είναι όλοι τους καλά;»

«Όχι…Ο Ντάνιελ πέθανε. Δεν τα κατάφερε.»

Την κοίταξε πλαγίως, φοβισμένος. Τρεμόπαιξε το κάτω της χείλος.

«Ναι, φαντάζομαι…Αυτό το περιμέναμε όλοι…» είπε εκείνη.

«Δεν υπέφερε. Στο ορκίζομαι.»

Σήκωσε τα χέρια του και ψαχούλεψε τα πλευρά του.

«Νομίζω πως είμαι καλύτερα…»

Επιχείρησε ξανά να σηκωθεί όρθιος και η Λάνα τον βοήθησε. Τα κατάφερε όμως σχεδόν μόνος του.

«Απίστευτο! Τι ήταν αυτό που μου έδωσες;»

«Δεν ξέρω. Αυτά τρώει.»

Βρήκε άλλη μια από τις ρίζες ανάμεσα στα κόκαλα και του την έδωσε. Την πήρε και την μύρισε. Η οσμή της ήταν κοφτερή.

«Είναι δυνατό. Σαν όπιο.»

«Είναι η μόνη τροφή που είχαμε εδώ πάνω» συνέχισε η Λάνα.

«‘Είχαμε;’»

«Τζέισον, πόσον καιρό…έλειπα; Δεν μπορώ να θυμηθώ τις μέρες…»

«Ούτε εγώ ξέρω. Η ζέστη σου βράζει το μυαλό.»

«Ναι, έτσι νομίζω. Η ζέστη…»

Κοίταξε ανήσυχη προς την είσοδο της σπηλιάς.

«Είσαι έτοιμος;»

Δοκίμασε ένα δύο βήματα μόνος του. Σίγουρα δεν είχαν δέσει τα κόκαλα του. Μπήκε κάτω από την μασχάλη του και τον στήριξε με τους ώμους της.

«Υπάρχει ένα μονοπάτι γύρω από τον βράχο. Ήταν ευκολότερο για εκείνον αλλά είναι αρκετά βαθύ για τους δυο μας. Θέλει προσοχή…Είναι η μόνη μας διέξοδος.»

 

Ο Τζέισον δάγκασε άλλη μια ρίζα.

«Είναι τόσο φωτεινά εδώ μέσα» είπε μασουλώντας.

«Τζέισον, αυτά ήταν μυοχαλαρωτικά στις σύριγγες, έτσι δεν είναι; Δεν νομίζω πως μπορούν να τον αδρανοποιήσουν επ’ αόριστο.»

Την έσπρωξε μαλακά μακριά του. Την κοίταξε, με το ίδιο του το αίμα να στεγνώνει κατακόκκινο πάνω στο πρόσωπο του.

«Το ήξερα πως θα σε έβρισκα. Όχι όμως έτσι.»

«Τι εννοείς;»

«Αυτό το πράγμα. Γιατί σε έφερε εδώ;»

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Τον κοίταξε σαν χαμένη. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο εσωτερικό της σπηλιάς, θολό και αβέβαιο.

«Δεν ξέρω…»

«Σε φρόντισε… σε τάισε…»

«Τι σημασία έχει τώρα; Τζέισον! Πάμε να φύγουμε. Θα σκοτεινιάσει σύντομα. Η νύχτα είναι κατάμαυρη εδώ. Δεν την αντέχω.»

«Μην ανησυχείς. Θα σε πάω εκεί. Στη δική μου σπηλιά.»

Ήρθε κοντά της και πήρε το πρόσωπο της στα χέρια του. Η Λάνα ρίγησε φοβισμένη. Ο Τζέισον φάνταζε ξαφνικά τρομακτικός. Το μάτι του ήταν ξαφνικά σκοτεινό, φευγάτο.

«Δεν θα αφήσω τίποτα να σου κάνει κακό. Δεν το καταλαβαίνεις;»

«Τζέισον, τώρα δεν είναι η στιγμή…»

Τράβηξε τα χέρια του σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Η στιγμή για τι πράγμα;! ‘Τώρα δεν είναι η στιγμή’ ΓΙΑ ΤΙ;! Σταμάτα να μου φέρεσαι σα να είμαι σκουπίδι! Θα σκοτώσω και θα δώσω την ζωή μου για σένα! Τη ζωή μου!»

 

Δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της.

«Μην αρχίζεις… Σε παρακαλώ…»

Ένα μεγεθυσμένο μουγκανητό έσκασε μέσα στη σπηλιά. Πάγωσε τις σκέψεις τους. Το πλάσμα ποδοπάτησε τα κόκαλα στο έδαφος στέλνοντας τα θραύσματα τους δεξιά και αριστερά. Οι εξαγριωμένες κραυγές του τους κούφαναν. Τους κοίταζε με μίσος, με ένα μάτι, το άλλο μια ματωμένη τρύπα. Σήκωσε από κάτω μια σπονδυλική στήλη και άρχισε να την στριφογυρίζει στο χέρι του.

 

Ο Τζέισον δάγκασε την υπόλοιπη ρίζα και την μασούλησε με προσοχή, καταπίνοντας τους χυμούς της. Ένιωθε μια εσωτερική φλόγα να γεμίζει την τρέλα του με νέα δύναμη. Πήρε κι εκείνος από καταγής ένα μακρύ, χοντρό κόκαλο. Η Λάνα διάλεξε με τη σειρά της ένα θραύσμα, το πιο κοφτερό που βρήκε.

 

Το πλάσμα όρμησε στον άντρα σημαδεύοντας το κεφάλι του. Τα αντανακλαστικά του οξυμένα, ο Τζέισον απέφυγε το χτύπημα και κατάφερε ένα γερό δικό του στην πλάτη του κτήνους. Μουγκανίζοντας, το πλάσμα έκανε απότομη στροφή και έσκασε την σπονδυλική στήλη στο πλευρό του άντρα. Έστειλε τον Τζέισον να κατρακυλάει μέσα στα κόκαλα της σπηλιάς. Αναπάντεχα, ο αστροναύτης σηκώθηκε αμέσως όρθιος και ετοιμοπόλεμος. Αγνοούσε το φρέσκο αίμα που έτρεχε από την μύτη και το στόμα του. Το πρόσωπο του ήταν μια μάσκα ειρωνείας.

«Χα! Νομίζεις πως θα με ξεκάνεις;!»

Ξέσπασε σε ένα μανιασμένο γέλιο.

«Την θέλεις, έτσι δεν είναι; Την θες δική σου! Αλλά είναι δική μου! Την κέρδισα! Έλα λοιπόν! Δείξε μου τι έχεις!»

Άφησε μια απόκοσμη πολεμική ιαχή και εκσφενδόνισε το κόκαλο του στο πλάσμα. Δεν έφτασε ποτέ στον στόχο του. Η σπονδυλική στήλη κομμάτιασε το κόκαλο στον αέρα. Η Λάνα έσκυψε για να αποφύγει τα ιπτάμενα κομμάτια. Ο Τζέισον χαμογέλασε. Κόκκινο σάλιο γυάλιζε στα δόντια του. Με ένα άλμα άρχισε να τρέχει προς την έξοδο της σπηλιάς. Το πλάσμα έμεινε για λίγο στη θέση του ξαφνιασμένο.

 

Ο Τζέισον σταμάτησε για λίγο κάτω από την αψίδα της εισόδου. Ο νους του ήταν στο μήκος της πέτρας μέχρι το κενό. Και το μήκος του κενού μέχρι τον απέναντι βράχο. Θυμήθηκε το τραυματισμένο του γόνατο. Η σκέψη κράτησε ένα δευτερόλεπτο. Γέλασε. Και τινάχτηκε σαν αθλητής προς τον τερματισμό του.

 

συνεχίζεται

Link to comment
Share on other sites

Ξεφυσώντας κλότσησε το χείλος του γκρεμού πίσω του και βρέθηκε άλλη μια φορά ιπτάμενος στο κενό. Σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που αιωρούνταν άκουσε από πίσω του την κραυγή της Λάνα. Στα μισά της πτήσης ένιωσε την βαρύτητα να γαργαλάει τα πόδια του. Τα κάτω του άκρα άρχισαν να βαραίνουν και τώρα συνέχισε καθοδικά προς τον στόχο του. Έσκασε με το στήθος πάνω στο χείλος του φυσικού πεζουλιού απέναντι και απεγνωσμένα κατάφερε να κρατηθεί πριν τον ρουφήξει ο γκρεμός. Η τραχιά πέτρα έκανε φέτες τα δάχτυλα του μέχρι το κόκαλο αλλά έμεινε γαντζωμένος πεισματικά, με το μισό του βάρος να κρέμεται πάνω από το κενό.

 

Η Λάνα είχε δει το άλμα του και είχε ξεφωνίσει απεγνωσμένη. Σε εκείνον έβλεπε την ελπίδα της να διαφύγει και ήταν σχεδόν σίγουρη πως παρακολουθούσε τον Τζέισον να αυτοκτονεί. Το πλάσμα βγήκε καλπάζοντας από την σπηλιά και ετοιμάστηκε να ακολουθήσει τον αντίπαλο του απέναντι. Η Λάνα μπήκε μπροστά και του έκοψε τον δρόμο. Με τον γκρεμό να χάσκει από πίσω της, στάθηκε με το κοφτερό της όπλο σηκωμένο απειλητικά.

«Όχι! Φύγε! Φύγε!»

 

Ο Τζέισον, χρησιμοποιώντας τα τελευταία αποθέματα της νέας του δύναμης, κατάφερε να τραβήξει τον εαυτό του πάνω στον βράχο. Έφτυσε κι άλλο αίμα. Ο ήλιος ήταν χαμηλά πίσω από τους πύργους, πάλι όμως, η ώρα της ημέρας δεν δικαιολογούσε το ψύχος που ένιωθε μέσα του. Σηκώθηκε όρθιος και τρέκλισε σαν μεθυσμένος. Το σύμπαν κολυμπούσε γύρω του. Το τέλος πρέπει να ήταν κοντά.

«Λάνα» ψέλλισε.

Δεν χαμογελούσε πλέον. Κοίταξε απέναντι και την είδε να κόβει τον δρόμο στο τέρας. Εκείνο άφηνε άγριους μυκηθμούς και προχωρούσε αργά προς το μέρος της. Ασυναίσθητα, εκείνη οπισθοχωρούσε προς το χείλος του γκρεμού.

«Λάνα!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Φύγε από τη μέση!»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Δεν ήθελε να γυρίσει και να τον κοιτάξει. Κρατούσε το κοφτερό κόκαλο και με τα δύο της χέρια, σημάδευε με αυτό το εξωγήινο κτήνος.

 

Το πλάσμα ρουθούνισε τον αέρα. Και απότομα όρμησε για το άλμα του. Πέρασε από δίπλα της κι εκείνη το κάρφωσε στο στομάχι. Αίμα τινάχτηκε από την πληγή αλλά δεν του έκοψε την φόρα. Οι οπλές του άφησαν εκκωφαντικό ήχο στην σιγαλιά του δειλινού και το πλάσμα πραγματοποίησε το εντυπωσιακό του άλμα.

 

Ο άντρας πισωπάτησε καθώς είδε το ογκώδες κτήνος να του έρχεται ιπτάμενο. Εκείνο έσκασε μπροστά του, μόλις στο χείλος της πέτρας. Ο Τζέισον κοίταξε προς την Λάνα απέναντι. Είχε σωριαστεί καταγής και τώρα είχε γυρίσει και τον κοίταζε. Η έκφραση της ήταν γεμάτη αγωνία. Κάτι είπε το στόμα της στα βουβά. Για λίγο έχασε την εικόνα της. Επανέφερε στην μνήμη του αυτό που τον στοίχειωνε και τον τυραννούσε για μέρες. Είδε τον Ντάνιελ, το μυαλό του χτυπημένο, το βλέμμα του υγρό σαν κουταβιού. Έτσι τον κοίταζε όταν του κάρφωσε την σύριγγα κάτω από το αφτί. Μέχρι που τα μάτια του χτυπημένου συγκυβερνήτη γύρισαν άσπρα. Ο Ντάνι δεν είχε πεθάνει μόνος του. Τον είχε στείλει εκείνος επειδή πίστευε πως ήταν η καλύτερη λύση. Βαθιά μέσα του όμως ο Τζέισον ήξερε καλύτερα τον λόγο. Αν το ήξερε η Λάνα δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ. Είχε χάσει πια την ψυχή του.

«Συγνώμη» είπε.

Και ορμώντας αναπάντεχα πήδηξε πάνω στο πλάσμα που ισορροπούσε στο χείλος και το άρπαξε από τα κέρατα.

 

Αύριο το τελευταίο

Link to comment
Share on other sites

Το πλάσμα δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ήξερε τι θα ακολουθούσε. Έκλεισε τα μπράτσα του γύρω από τον Τζέισον σαν μέγγενη και το τεράστιο του βάρος έγειρε πίσω. Ο άντρας ούρλιαξε φτύνοντας αίμα. Ίσα που πρόλαβε να δει την Λάνα που κάλυπτε τα μάτια της έντρομη.

 

Τα δύο πλάσματα έφυγαν μαζί. Το εξωγήινο πλάσμα και το ανθρώπινο πλάσμα, δύο κτήνη σφιχταγκαλιασμένα έπεσαν στο κενό. Πέταξαν προς τον πάτο με τους πύργους να στροβιλίζονται γύρω τους. Δεν άφησαν το ένα το άλλο ούτε όταν έξυσαν τα βράχια που προσπερνούσαν. Χάθηκαν στην μεγάλη σκιά του βαράθρου για να συναντήσουν αθέατα και άηχα τον πλανήτη.

 

Η Λάνα έμεινε πεσμένη καταγής, εκεί που είχε σπρωχτεί και αρνήθηκε να σηκωθεί. Δεν ήξερε τι της είχε μείνει να πράξει. Παρακολούθησε την δύση του ήλιου διασπασμένη πίσω από τους μετέωρους βράχους μέχρι να σκοτεινιάσει ο κόσμος γύρω της.

 

Ο επόμενος μεσημεριανός ήλιος γέμισε τα φαράγγια του σχηματισμού με κυματιστές ριπές καυτού αέρα. Πέραν ενός επίμονου ήχου, η άμμος ψηνόταν βουβά. Ο ήχος ήταν βηματισμοί. Ένα-ένα, μεθοδικά, εξερευνητικά βήματα. Χώμα και πέτρες που έτριζαν κάτω από ένα ζωντανό, κινούμενο βάρος.

 

Σε μια μικρή εσοχή στον πάτο του κεντρικού φαραγγιού, με ελάχιστη σκιά, καθόταν η Λάνα, αποχαυνωμένη, το μάτι της χαμένο στο κενό. Φορούσε ακόμα το κουρελιασμένο σακάκι του Τζέισον πάνω από το αποστεωμένο της κορμί. Τα γυμνά της πόδια ήταν γεμάτα πληγές και γρατσουνιές, ηλιοκαμένα σαν το πρόσωπο της. Ρυτίδες χαράκωναν βαθιά τα βασανισμένα χαρακτηριστικά της. Το κόκκινο των μαλλιών της είχε ξεθωριάσει προς το κίτρινο της άμμου. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το τελευταίο βλέμμα που της είχε ρίξει ο Τζέισον πριν χαθεί στον γκρεμό. Θα μπορούσε άραγε ο άντρας να μαντέψει τον σπόρο που μεγάλωνε μέσα της; Θα μπορούσε ποτέ να το αποδεχτεί;

 

Η σκιά γλίστρησε πάνω στα πόδια της και σταμάτησε μόλις της κάλυψε το κεφάλι. Το βλέμμα της άλλαξε. Κοίταξε πάνω εστιασμένη και της ξέφυγε ένας αναστεναγμός.

«Λόμαν.»

 

Ο Λόμαν στεκόταν εκεί, όρθιος, με ένα μακρύ ραβδί φτιαγμένο από δεμένα κόκαλα. Το χειριζόταν σαν δεκανίκι για να συγκρατεί το βήμα του. Παγούρια νερού κρέμονταν από τους ώμους του. Στο κεφάλι φορούσε ένα τουρμπάνι και πίσω από την πλούσια του γενειάδα διαγραφόταν το πιο ευτυχισμένο του χαμόγελο. Την κοιτούσε λατρευτικά, σα να έβλεπε την πιο όμορφη γυναίκα του γαλαξία. Είχε αγάπη στο βλέμμα του. Άπλωσε το χέρι του και έσκυψε για να την βοηθήσει να σηκωθεί. Εκείνη δεν τον περίμενε. Πετάχτηκε όρθια και τον αγκάλιασε. Έσφιξαν ο ένας τον άλλον στην αγκαλιά τους.

«Δεν περίμενα να βρω κανέναν ζωντανό» είπε ο Λόμαν.

Η Λάνα έβρεξε τον ώμο του με τα δάκρυα της, ανίκανη να αρθρώσει λέξη.

«Έχω νερό» της είπε, «Καθαρό νεράκι.»

Χωρίστηκαν, γέλασαν και έκλαψαν μαζί. Πήρε το παγούρι από το χέρι του και ήπιε αχόρταγα. Εκείνος ξεβίδωσε άλλο ένα παγούρι και της έβρεξε το κεφάλι, το πρόσωπο, τους ώμους.

 

Κοιτάχτηκαν και κράτησαν το βλέμμα τους έτσι μη χάσουν ο ένας τον άλλον.

«Είσαι εδώ. Είσαι πράγματι εδώ» του είπε τελικά.

«Πράγματι» της είπε και γέλασε. «Σου έχω κι ένα δώρο.»

Έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και βγάζοντας το εναπόθεσε το δώρο στις χούφτες της. Ήταν δύο πράσινα φύλλα σε ένα λεπτό κλαράκι. Ήταν σα να κρατούσε έναν από τους πιο πολύτιμους και πιο εύθραυστους θησαυρούς στο σύμπαν.

«Είναι πανέμορφα.»

«Έχω μια σπηλιά γεμάτη από δαύτα. Και μεγαλώνουν γρήγορα.»

Την πήρε από το μπράτσο και ακολουθώντας τα ίχνη που είχε αφήσει ο Λόμαν πίσω του, κατευθύνθηκαν προς το νέο τους σπιτικό. Εκείνη συμπέρανε πως είχε αρκετό χρόνο μπροστά της μέχρι να του φανερώσει τα δικά της νέα.

 

Κάπου πιο εκεί, στην πρώτη τους κατασκήνωση μετά την συντριβή, στη βάση μιας μεγαλύτερης εσοχής, ανάμεσα στο φως και τη σκιά του βράχου, μεγάλωνε ένα άλλο δέντρο. Το πρώτο δέντρο που είχε φυτέψει ο Τζέισον. Το ισχνό αεράκι κούνησε τα κλαδιά του εισάγοντας στον πλανήτη έναν ήχο ξεχασμένο. Το θρόισμα.

 

Τέλος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έγραψα το Jinxed Planet το καλοκαίρι του 1989. Το έγραψα στα αγγλικά, σε μορφή σεναρίου για ταινία χαμηλού προϋπολογισμού. Μόλις είχα επιστρέψει απ΄την Αμερική και με τους δεσμούς εκεί πίσω ακόμα ζωντανούς, έλπιζα να καταφέρω να γυρίσω πίσω σύντομα. Κι αυτό το όνειρο δεν πραγματοποιήθηκε.

 

Διαβάζοντας το μετά από τόσον καιρό, το είδα σαν «ένα τίποτα» που όμως θα μπορούσε να σερβιριστεί σε μπουκιές και, ίσως, να χορτάσει αλλιώς τον αναγνώστη, περισσότερο σαν μια καθημερινή συνήθεια. Τέλος πάντων, ήταν ένα ενδιαφέρον πείραμα και ευχαριστώ όλους όσους το ακολούθησαν ως το τέλος. Εγώ πάντως το βρήκα ενδιαφέρον και ίσως το επαναλάβω ξανά σύντομα, με κάτι όμως πιο δυνατό την επόμενη φορά.

 

Αν πάλι σας ταλαιπώρησα, ήρθε η ώρα να βγάλετε το άχτι σας.

Link to comment
Share on other sites

Οχι, δεν μας ταλαιπωρησες, το αντιθετο, εγω το απολαμβανα καθημερινα. Δεν σχολιαζα για να μην γεμισει το thread με ασχετα και χαλαει την ατμοσφαιρα.

 

Βtw, σε μια περιεργη συγχρονικοτητα το τελος συντονιζεται με αυτο το σχολιο σου http://community.sff.gr/index.php?s=&...st&p=106993

;)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..