Jump to content

Ο Πράσινος Καλικάντζαρος της Άνοιξης


Oberon

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Διονύσης (Οberon)** Τζαβάρας.

Είδος: Παραμύθι

Βία; Κάτι ψιλά.

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 4979

Αυτοτελής; Ναι.

Σχόλια: Ξαφνική έμπνευση. Βασισμένο σε έναν Ιρλανδικό θρύλο για τους "leprechauns". :clover:

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό, την εποχή που τα πλάσματα του ξωτικόκοσμου μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσα στους ανθρώπους και εκείνοι να τα βλέπουν, ζούσε ένας μικρός πράσινος καλικάντζαρος.

Δεν ήταν σαν τους κακούς, γυμνούς και μαλλιαρούς καλικάντζαρους του χειμώνα που προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που στηρίζει τον κόσμο.

Ήταν πράσινος, ανοιξιάτικος και καλωσυνάτος, και πάντα κομψός και περιποιημένος. Δεν είχε πράσινο δέρμα βέβαια, αλλά φορούσε πράσινο ψηλό καπέλο με μεταλλική τετράγωνη αγκράφα που επάνω του κρεμόταν, σαν να είχε φυτρώσει εκεί, ένα πράσινο τετράφυλλο τριφύλλι, πράσινο σακάκι, πράσινο παντελόνι, καφέ μπότες, πράσινο γιλέκο και γραβάτα που πάνω της είχε καρφιτσωμένη μια στρογγυλή καμέα. Στο κέντρο της καμέας υπήρχε μια λεία και στρογγυλή, διαφανής, πολύτιμη πέτρα που έλαμπε στο φεγγαρόφωτο σαν να ήταν κι αυτή ένα μικρό ολόγιομο φεγγάρι.

 

Ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος αγαπούσε πολύ την άνοιξη στον κόσμο των ανθρώπων, που τον έβρισκε πολύ πιο ενδιαφέροντα και ζωντανό και μυστήριο από τον κόσμο των ξωτικών.

Ειδικά την άνοιξη τρελαινόταν να χοροπηδά ανάμεσα στους θάμνους, να σκαρφαλώνει στα δέντρα, να παίζει με τις μέλισσες και τις πεταλούδες, να πλατσουρίζει στις λιμνούλες και τα ρυάκια που σχηματίζονταν μετά τη βροχή, ακόμα και να μυρίζει τα λουλούδια γεμάτα από γύρη.

Τότε φτερνιζόταν μερικές φορές και, σκασμένος στα γέλια, έτρεχε μακριά για να βρει κάτι άλλο να παίξει.

 

Η μητέρα του αλλά και οι δάσκαλοί του στον ξωτικόκοσμο, του είχαν πει φυσικά να προσέχει τους ανθρώπους και να μην εμφανίζεται μπροσστά τους αν μπορούσε να το αποφύγει. Περισσότερο μάλιστα, του έλεγαν οι γεροντότεροι καλικάντζαροι, να προσέχει να μην κοιτάξει ποτέ κανέναν άνθρωπο στα μάτια, ούτε να αφήσει άνθρωπο να τον κοιτάξει εκείνος στα μάτια, γιατί τότε θα έμενε ακίνητος μέχρι ο άνθρωπος να στρέψει το βλέμα του μακριά.

 

Κι αν τον έπιανε κάποιος, τότε σίγουρα θα του ζητούσε κάποια χάρη. Επειδή μάλιστα ήταν γνωστό πως οι πράσινοι καλικάντζαροι είχαν αδυναμία στο ασήμι και στο χρυσάφι - παρόλο που τους άρεσε μόνο επειδή έλαμπε όμορφα στον ήλιο - θα του ζητούσε το πουγκί του με τα ασημένια νομίσματα, ή το κιούπι με το χρυσάφι στην άκρη του ουράνιου τόξου ή κάποιον θαμμένο πειρατικό θησαυρό, ή τον πρώτο αριθμό του λαχνού, ή κάτι άλλο που να είχε σχέση με χρήματα και πλούτη.

Αν μάλιστα τύχαινε να λάμπει το ουράνιο τόξο όταν αιχμαλωτιζόταν, ο άτυχος καλικάντζαρος δεν μπορούσε ούτε ψέματα να πει για να γλυτώσει.

 

Όμως ο καλικαντζαράκος ένιωθε μεγάλη περιέργεια για αυτά τα ψηλά, χοντροκομμένα πλάσματα, τους ανθρώπους δηλαδή, και συχνά πλησίαζε τα χωράφια, τα μποστάνια και τα σπίτια τους. Μερικές φορές μάλιστα έτρεχε σαν αστραπή μπροστά τους, ώστε να τους κάνει να γυρίσουν απότομα το βλέμα πέρα-δώθε για να δουν αν πράγματι κάτι είχε περάσει τρέχοντας ή όχι.

 

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό που ο ήλιος έλαμπε, ο μικρός καλικάντζαρος πέρασε μπροστά από την πόρτα της κουζίνας ενός σπιτιού, όταν μια υπέροχη μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια του. Τόσο υπέροχη που ποτέ δεν είχε ξαναμυρίσει όμοιά της, ούτε στον ξωτικόκοσμο, ούτε και στα αγριολούλουδα που φύτρωναν στα δάση.

 

Έψαξε με τη μύτη να βρει από πού προερχόταν η θεϊκή ευωδία και γρήγορα ανακάλυψε πως προερχόταν από ένα κουλουράκι με κανέλα που μόλις είχε βγει από το φούρνο (βέβαια δεν ήξερε πως ήταν κανέλλα, ούτε τι ήταν ο φούρνος, αλλά δεν τον ένιαξε και πολύ αυτό).

Το κουλουράκι ήταν τοποθετημένο σε ένα μικρό πιάτο με λουλουδάκια σχεδιασμένα επάνω του, στα δεξιά της πόρτας, και καρφωμένο με ένα μικροσκοπικό, σκαλιστό πηρούνι, λες και το έδεσμα περίμενε ακριβώς αυτόν για να το φάει! Λες και κάποιος καλόκαρδος άνθρωπος το είχε αφήσει εκεί για εκείνον!

 

Δεν έκατσε για πολλή ώρα να το σκεφτεί - εξ άλλου, μπορεί να ερχόταν κανένα άγριο ζώο και να το φάει εκείνο - και άρπαξε το πιατάκι με το ένα χέρι και το πηρούνι με το κουλουράκι με το άλλο. Κάθησε στο σκαλοπάτι της πόρτας και κουνώντας χαρούμενα τα πόδια του πέρα-δώθε άρχισε να τρώει το πεντανόστιμο κουλουράκι ευγενικά και προσεκτικά (για να μην του ξεφύγει κανένα ψίχουλο, όπως απαιτούσαν οι καλοί τρόποι και των πράσινων καλικάντζαρων της άνοιξης, αλλά και οι καλοί τρόποι του στομαχιού του).

Η γεύση του ήταν τόσο θεσπέσια που σκέφτηκε να αφήσει σαν ανταμοιβή για το κουλουράκι ολόκληρο το πουγκί του. (Αλλά θα έπαιρνε μαζί το πιατάκι και το πηρουνάκι σαν δώρο στη μαμά του).

 

Είχε ήδη φάει το μισό, όταν ξαφνικά άκουσε μια δυνατή φωνή να λέει: "Τι κάνεις εκεί;"

 

Τώρα, κανονικά ο καλικαντζαρής θα είχε γίνει καπνός, αλλά είτε επειδή το στομάχι του είχε κιόλας φουσκώσει από το κουλουράκι, είτε γιατί ήταν απορροφημένος από αυτή την πρωτόγνωρη απόλαυση, αντί να εξαφανιστεί τρέχοντας, γύρισε το κεφάλι του απότομα και κοίταξε τρομαγμένος να δει ποιος είχε φωνάξει!

 

Και κει μπροστά του ήταν ένα μικρό αγόρι που τον κοίταζε... στα μάτια!

 

Ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος πάγωσε εκεί που βρισκόταν! Με το πηρούνι στο χέρι, με τη μπουκιά του να φουσκώνει το μάγουλό του καθώς μασούσε. Δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό βήμα!

 

"Σε τσάκωσα!" φώναξε με χαρά το αγόρι και τον άρπαξε με το ένα χέρι παγιδεύοντας τα χέρια και τα πόδια του, χωρίς να παίρνει το βλέμα του ούτε στιγμή από τα μάτια του καλικάντζαρου.

 

Από τον τρόμο το πιατάκι έπεσε από το ένα χέρι του, και το πηρούνι με το μισοφαγωμένο κουλουράκι από το άλλο.

 

"Τι... τι θέλεις;" τραύλισε κακόμοιρα.

 

Το αγόρι τον κοίταξε με κακιά, θριαμβευτική χαρά.

 

"Το πουγκί σου" είπε. "Ξέρω πως όλοι οι καλικαντζαραίοι έχετε ένα μαγικό φουσκωμένο πουγκί κι ας είστε όλοι δυο σπιθαμές στο ύψος! Θέλω να αγοράσω το ακριβότερο αμαξάκι που υπάρχει στο μαγαζί με τα παιχνίδια, γιατί σε λίγες μέρες έχουμε αγώνα στο χωριό και θέλω να κερδίσω! Δώσε μου το πουγκί σου και θα σε αφήσω ελεύθερο. Αλλιώς..." είπε απειλητικά το αγόρι μισοκλείνοντας τα μάτια του.

 

"Αλλιώς...τι θα μου κάνεις;" ρώτησε τρέμοντας ο μικρός καλικάντζαρος.

 

Το αγόρι έβγαλε από την τσέπη του μια καρφίτσα.

 

"Αλλιώς θα σε τσιμπήσω με την καρφίτσα για να πονέσεις! Και όσο δεν θα μου δίνεις το πουγκί σου, τόσο θα σε τρυπάω, μέχρι να βγει αίμα!"

 

"Καλά" είπε εκείνος προσπαθώντας να καταπιεί την τελευταία μπουκιά του που του είχε καθήσει στο λαρύγγι. "Ελευθέρωσε το ένα μου χέρι και θα στο δώσω".

 

"Αν μου λες ψέματα..." είπε όσο πιο απειλητικά μπορούσε το αγόρι, πλησιάζοντας την καρφίτσα στο πρόσωπο του πράσινου καλικάντζαρου.

 

"Δεν λέω ψέματα. Δεν μου αρέσει καθόλου να με τσιμπάνε!" φώναξε αδύναμα εκείνος, τρέμοντας το τσίμπημα από τη καρφίτσα που, επειδή ήταν από σίδερο, πονούσε πολύ περισσότερο ένα ξωτικό από όσο έναν άνθρωπο.

 

Το αγόρι άνοιξε λίγο το χέρι του - προσέχοντας πάντα να μην πάρει το βλέμα του από τον καλικάντζαρο - ώστε να μπορέσει εκείνος να βάλει το δικό του χέρι στην τσέπη, να βγάλει ένα φουσκωτό πουγκάκι, και να το προσφέρει στο αγόρι.

 

"Να. Πάρ'το" είπε. "Και τώρα, άφησέ με ελεύθερο".

 

Το αγόρι άρπαξε το πουγκί και το έσφιξε με το άλλο χέρι. Μετά, άνοιξε λίγο περισσότερο το χέρι που τον κρατούσε και ο καλικαντζαράκος ανάσανε κάπως. Τότε όμως το αγόρι του έδωσε μια τόσο δυνατή τσιμπιά με την καρφίτσα που εκείνη καρφώθηκε στο χέρι του. Φώναξε από τον πόνο και καθώς το αγόρι έστρεψε το βλέμα του προς το πουγκάκι για πρώτη φορά, ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος της άνοιξης το έσκασε τρέχοντας πιο γρήγορα και από την αστραπή!

 

Ντράπηκε να γυρίσει στον ξωτικόκοσμο και να μαρτυρήσει το πάθημά του, οπότε αποφάσισε να κάνει το πάθημα, μάθημα.

Αφού χάιδεψε πολλές φορές το πονεμένο χέρι του με φύλλα μολόχας, αποφάσισε να κρατήσει την καρφίτσα στην δεξιά του τσέπη για να θυμάται πάντα το πάθημά του στα χέρια του κακού αγοριού.

 

Για μερικές μέρες ήταν κακόκεφος. Όχι γιατί είχε χάσει το πουγκί του (αυτό μπορούσε να αντικατασταθεί) αλλά γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί το αγόρι τον τσίμπησε με την καρφίτσα αφού είχαν συμφωνήσει να του δώσει το πουγκί, έστω και με το ζόρι. Κανένα ζώο ποτέ δεν θα φερόταν έτσι, και ακόμα και στον ξωτικόκοσμο όπου σε πολλά πλάσματα άρεσαν οι φάρσες και τα αστεία, κανένας καλικάντζαρος ή νεραϊδικό, εκτός ίσως από τους κακούς, μαλλιαρούς καλικάντζαρους του χειμώνα, δεν θα αθετούσε μια υπόσχεση, ούτε θα έκανε ένα τόσο κακόγουστο αστείο.

 

Γρήγορα όμως συνήλθε και το κέφι του επέστρεψε.

 

Ένα πρωί έβρεχε καρεκλοπόδαρα. Ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος πλατσούριζε εδώ και κει χαρούμενος και γελαστός, περιμένοντας πώς και πώς να σταματήσει η βροχή, να βγει πάλι ήλιος και να δει το πιο υπέροχο θέαμα για κάθε πράσινο καλικάντζαρο. Το ουράνιο τόξο!

Και από το σημείο που θα το έβλεπε, δεν είχε παρά να τρέξει να βρει την άκρη του ουράνιου τόξου (πάντα γνωρίζουν οι καλικάντζαροι πού είναι η άκρη του ουράνιου τόξου για τον καθένα τους), και ακριβώς εκεί θα ήταν το δικό του, το προσωπικό του κιούπι με χρυσάφι - μικρό ακόμα γιατί ήταν κι αυτός μικρούλης σε ηλικία, για καλικάντζαρο - και να θαυμάσει τον ιριδισμό και τη λάμψη των νομισμάτων κάτω απ' το ουράνιο τόξο και τον ήλιο!

 

Πράγματι, νωρίς το απόγευμα η βροχή σταμάτησε, βγήκε ο ήλιος πάλι και ένα υπέροχο ουράνιο τόξο, πολύχρωμο και αιθέριο φάνηκε στον ουρανό. Ο καλικαντζαρής άρχισε να τρέχει ευθεία προς την άκρη του που βρισκόταν κάτω από μια πολύ μεγάλη βελανιδιά σε ένα ξέφωτο πιο πέρα από το δάσος κι από το κοντινό χωριό των ανθρώπων.

 

Χωρίς να προσέχει από πού περνούσε, προσμονώντας μόνο να δει πάλι το κιούπι του, ξαφνικά του ήρθε στα ρουθούνια μια τέτοια ευωδιά, από κάτι τόσο θεσπέσιο που κοντοστάθηκε και μύρισε δυνατά τον αέρα για να δει από πού προερχόταν.

 

Και εκεί, πάνω στο σκαλάκι της πόρτας της κουζίνας ενός σπιτιού, μια όμορφη κοπέλα είχε μόλις ακουμπήσει ένα ωραίο πιατάκι γεμάτο με κάποιο γλυκό στο χρώμα του τριαντάφυλλου, και ένα σκαλιστό κουταλάκι. Η κοπέλα σκέπασε προσεκτικά το πιάτο με ένα διαφανές χαρτί - για να μην βραχεί από τις σταγόνες της βροχής που ακόμα έπεφταν - και τραγουδώντας μπήκε στην κουζίνα κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

 

Για μια στιγμή, ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος της άνοιξης στράβωσε καχύποπτα το μουσούδι του. Ήταν το ίδιο σπίτι όπου τις προάλλες είχε εκείνη την απαίσια συνάντηση με το κακό παιδί. Μήπως είχε αφήσει πάλι το πιατάκι έξω για να τον τσακώσει ξανά;

Αλλά πώς μπορούσε μια τόσο όμορφη κοπέλα, με νεραϊδίσια φωνή να είναι τόσο πονηρή και...και κακιά;

 

Όσο το σκεφτόταν όμως, τόσο πιο απίθανο του φαινόταν κάτι τέτοιο. Και τότε του ήρθε μια ιδέα! Το πιθανότερο ήταν να ηθελε το κορίτσι να ζητήσει συγγνώμη για την ανήκουστη συμπεριφορά του αγοριού. Οπότε το γλυκό ήταν σίγουρα γι'αυτόν, και το είχε αφήσει εκεί, φρεσκοφτιαγμένο και πεντανόστιμο σίγουρα, για να τον καλοπιάσει. Εξ άλλου, ήταν τύχη για ένα σπιτικό να το επισκέπτεται ένας πράσινος καλικάντζαρος της άνοιξης, όπως όλοι γνώριζαν! Εκτός ίσως από τα κακά αγόρια...

 

Με έναν πήδο, ο καλικαντζαράκος έφτασε στην πόρτα, έκατσε στο σκαλοπάτι, πήρε ευγενικά το πιατάκι και το κουταλάκι, το ξεσκέπασε, και έφαγε την πρώτη κουταλιά.

Το καπέλο του κόντεψε να φύγει από το κεφάλι του, από την εξαίσια νοστιμιά του γλυκού! Ήταν πράγματι σαν να είχε μέσα του όλη την ευωδιά από όλα τα τριαντάφυλλα του κόσμου, και όλη τη γλύκα από όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου!

Αμέσως σκέφτηκε πως πολύ ευχαρίστως θα έδινε το μικρό του κιούπι με χρυσάφι για ένα μεγάλο βάζο γεμάτο από αυτό το θεϊκό γλυκό! (Αρκεί να του έδιναν μαζί και το πιατάκι με το κουταλάκι για να το κάνει δώρο στη μαμά του).

 

"Τι κάνεις εκεί;" φώναξε ξαφνικά μια φωνή πίσω του.

 

Εκείνος αναπήδησε τρομαγμένος αλλά αναγνωρίζοντας τη φωνή της όμορφης κοπέλας, γύρισε και την κοίταξε. Εκείνη τον κοιτούσε... στα μάτια! Έμεινε πάλι ο αποσβολωμένος ο μικρός καλικάντζαρος. Όχι μόνο γιατί όσο τον κοιτούσε δεν μπορούσε να κάνει βήμα, αλλά γιατί το χαμόγελο και το βλέμα της δεν του έδιναν και τόσο ευχάριστη εντύπωση.

Χαμογελούσε στραβά, θριαμβευτικά, με τα δόντια της σφιγμένα σαν να τον...να τον λιγουρευόταν, ενώ τα μάτια της ήταν γουρλωμένα και η έκφραση του προσώπου της ίδια ακριβώς με του μικρού, κακού αγοριού!

 

"Σε τσάκωσα!" φώναξε η κοπέλα και τον έπιασε σφιχτά με το χέρι της. "Ο βλάκας ο αδελφός μου σε άφησε να το σκάσεις μόνο για ένα ψωροπουγκάκι! Αλλά εγώ δεν θα σε αφήσω να φύγεις τόσο εύκολα!"

 

Από το φόβο του, το πιατάκι έπεσε από το ένα χέρι του και έσπασε, ενώ το κουταλάκι με τα τελευταία σιρώπια του γλυκού, έπεσε από το άλλο κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο.

 

"Τι... τι θέλεις;" ψέλλισε πανιασμένος.

 

"Αυτό που θέλω, είναι να μου πεις πού έχεις κρυμένο το κιούπι με το χρυσάφι σου! Σε λίγες μέρες γίνεται ο μεγάλος χορός στο παλάτι και θέλω να αγοράσω χρυσό φουστάνι, και κοσμήματα, και μια τιάρα, και χρυσά παπούτσια, και τα ακριβότερα καλλυντικά για να είμαι η πιο όμορφη εκεί μέσα ώστε να με αγαπήσει ο πρίγκιπας και να με παντρευτεί!"

 

Το πρόσωπο και η φωνή της έγιναν ακόμα πιο σκληρά.

 

"Κι αν δεν μου πεις πού είναι..." είπε τονίζοντας κάθε λέξη όλο και πιο άγρια και απειλητικά.

 

"Τι...τι θα μου κάνεις;" είπε ο καλικαντζαράκος τρέμοντας και έτοιμος να βάλει τα κλάμματα.

 

Η κοπέλα έβγαλε από την τσέπη του φορέματός της μια καρφίτσα.

 

"Θα σε τσιμπήσω με την καρφίτσα για να πονέσεις! Κι όσο δεν μου λες πού είναι το κιούπι, τόσο πιο πολύ θα σε τσιμπάω και θα σε τρυπάω μέχρι να βγει αίμα!"

 

"Δεν μου αρέσει καθόλου να με τσιμπάνε..." είπε εκείνος με τα χείλη τρεμάμενα και τα μάτια βουρκωμένα, καθώς θυμήθηκε πόσο πονούσε το τσίμπημα της σιδερένιας καρφίτσας. "Καλά, θα σου πω πού είναι το κιούπι μου με το χρυσάφι".

 

"Αν μου λες ψέματα..." είπε μέσα από τα δόντια της η κοπέλα, πλησιάζοντας την καρφίτσα στο πρόσωπό του.

 

"Ένας αιχμάλωτος πράσινος καλικάντζαρος δεν μπορεί να πει ψέματα για την τοποθεσία που βρίσκεται το χρυσάφι του όταν υπάρχει ουράνιο τόξο στον ουρανό" ψέλλισε ο κακομοίρης ο καλικαντζαράκος.

 

"Πολύ καλά. Σ'ακούω λοιπόν. Αλλά να θυμάσαι πως αν μου έχεις πει ψέματα, ουράνιο ξε-ουράνιο τόξο, θα σε ξανατσακώσω και τότε χάθηκες!" γρύλισε εκείνη.

 

"Βρίσκεται μέσα στην κουφάλα της βελανιδιάς, στο μεγάλο ξέφωτο έξω από το χωριό" ψιθύρισε ο μικρός καλικάντζαρος με σκυμμένο κεφάλι. "Ακριβώς εκεί που είναι η άκρη του ουράνιου τόξου. Και τώρα, άφησέ με ελεύθερο".

 

Η κοπέλα άνοιξε κάπως το χέρι της και εκείνος ανάσανε πάλι ανακουφισμένος. Τότε όμως του έδωσε μια τόσο δυνατή τσιμπιά με την καρφίτσα που καρφώθηκε στο χέρι του. Εκείνος φώναξε από τον πόνο και καθώς η κοπέλα έστρεψε το βλέμα της για πρώτη φορά προς το ξέφωτο που γνώριζε καλά, ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος της άνοιξης το έσκασε τρέχοντας πιο γρήγορα και από την αστραπή!

 

Χωμένος μέσα στην κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου στο πιο κρυφό μέρος του δάσους, ο καλικαντζαράκος σκέφτηκε σοβαρά να γυρίσει μια για πάντα στον ξωτικόκοσμο και ποτέ να μην βγει να παίξει πάλι στον κόσμο των ανθρώπων.

Το χέρι του δεν πονούσε πια αφού το είχε τρίψει με φύλλα μολόχας ώρες πολλές (ήξερε πως κάθε φυτό έχει και το συμπληρωματικό του. Το τσίμπημα της τσουκνίδας θεραπευόταν με το χάδι της μολόχας). Και οι δυο καρφίτσες που είχε στις τσέπες του τώρα, έμοιαζαν με μεγάλα αγκαθάκια τσουκνίδας.

 

Δεν τον ένιαζε για το χαμένο κιούπι του γιατί και αυτό μπορούσε με τον καιρό να αντικατασταθεί, αλλά δεν μπορούσε καν να φανταστεί πώς μπορούσε ένα τόσο όμορφο κορίτσι με τέτοια ωραία φωνή να είναι τόσο κακιά μέσα της. Και μάλιστα να τον τσιμπήσει με την καρφίτσα αφού της είχε αποκαλύψει την κρυψώνα με το χρυσάφι του, έστω και με το ζόρι.

Κανένα ζώο ποτέ δεν θα φερόταν έτσι, και στον ξωτικόκοσμο όπου σε πολλά πλάσματα άρεσαν οι φάρσες και τα αστεία υπήρχαν κακά πλάσματα και φαίνονταν κακά.

Κανένα ξωτικό όμως δεν έδειχνε απέξω όμορφο και να είναι από μέσα τόσο κακό. Μάλιστα υπήρχαν και καλικαντζαραίοι - και άλλα ξωτικά - που ήταν ασχημομούρηδες αλλά καλοκάγαθοι και φιλικοί! Ή έστω πειραχτήρια. Αλλά όχι κακοί και ψεύτες!

 

Και κανένα, μα κανένα πλάσμα του ξωτικόκοσμου, καλό ή κακό, δεν θα απειλούσε ένα άλλο ξωτικό με σιδερένια καρφίτσα!

 

Οι καλικαντζαραίοι δεν φοβούνταν το σίδερο όπως πολλά άλλα ξωτικά γιατί αγαπούσαν τα μέταλλα γενικά (ειδικά το χρυσάφι και το ασήμι βέβαια) αλλά το σίδερο πονούσε κι αυτούς το ίδιο.

 

Όμως, ήταν άνοιξη, ο καιρός τις επόμενες μέρες ήταν υπέροχος και η φύση καθε πράσινου καλικάντζαρου της άνοιξης τού επέβαλλε να χαίρεται αυτή την εποχή του χρόνου όσο περισσότερο μπορούσε. Έτσι, ο καλικαντζαράκος συνήλθε λίγες μέρες μετά, ξέχασε και αυτή την περιπέτειά του και άρχισε πάλι να χοροπηδά, να τρέχει, να πλατσουρίζει στα ρυάκια και να παίζει με όλα τα πλάσματα της φύσης που τόσο αγαπούσε.

 

Στο κάτω-κάτω, όσο διαφορετικά κι αν είναι τα πλάσματα του ξωτικόκοσμου μεταξύ τους και στις συνήθειές τους, κανένα από αυτά δεν ζει πραγματικά στο παρελθόν ή στο μέλλον αλλά σε ένα συνεχές παρόν, ένα αιώνιο τώρα, όσο αιώνιος ήταν και ο κόσμος τους. Μπορεί να σκέφτονταν ευχές και ευλογίες και δώρα που θα δίνονταν ή θα ανταλλάζονταν για το μέλλον ή τη χαρά και λύπη που είχαν νιώσει κάποτε στο παρελθόν, αλλά το τώρα ήταν το πιο σημαντικό από όλα!

Και όσο πιο νεαρούλης ήταν ένας καλικάντζαρος της άνοιξης, τόσο πιο πολύ ζούσε στο τώρα.

 

Ίσως γι'αυτό, όταν τα βήματά του τον έφεραν πάλι κοντά στο χωριό εκείνη τη μέρα, περίεργος για τις χρωματιστές σημαίες, τη μουσική, τα τραγούδια και τις φωνές που άκουγε, πλησίασε περισσότερο για να δει τι συνέβαινε.

Κάποια μεγάλη γιορτή ετοιμαζόταν στον κεντρικό δρόμο του χωριού που οδηγούσε ψηλά μέχρι το επιβλητικό παλάτι.

 

Κρυμμένος ανάμεσα στους πράσινους θάμνους που φύτρωναν ολόγυρα, και σχεδόν αόρατος με τα πράσινα ρούχα και το μικροσκοπικό του μέγεθος, ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος παρακολουθούσε μαγεμένος όσα παράξενα και μαγικά συνέβαιναν. Τις κοπέλες που έβγαιναν από τα μαγαζιά φορτωμένες με πακέτα, άλλα κορίτσια που χόρευαν στεφανωμένα με λουλούδια ενώ νεαροί έπαιζαν μουσική, μυρωδιές από φαγητά - άλλες ωραίες, άλλες άσχημες - κόσμος που περιφερόταν ανάμεσα στα πολύχρωμα περίπτερα που είχαν στηθεί. Περίπτερα που ήταν γεμάτα με άγνωστα σ'αυτόν, μαγικά αντικείμενα, και τόσες άλλες εικόνες και ήχοι και μυρωδιές ολόγυρα που ένιωσε να ζαλίζεται ευχάριστα, να μεθά, όπως καμμια φορά μεθούσαν και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία καλικάντζαροι και γύριζαν μετά πίσω τρεκλίζοντας στα σπίτια τους.

Σ'εκείνον όμως δεν είχε επιτραπεί ποτέ να πάει μαζί τους εκεί που... που κάτι έκαναν και μεθούσαν, γιατί ήταν ακόμα μικρός. Εξ άλλου, δεν είχε καν βγει το μούσι του - του έλεγε η μητέρα του - εκτός από δύο τρίχες ακριβώς! (Κάτι που ήταν πηγή μεγάλης υπερηφάνιας για τον ίδιο, και μεγάλων πειραγμάτων από τα μεγαλύτερα καλικαντζαράκια που είχαν τρεις ή τέσσερις τρίχες στο πηγούνι τους).

 

Πήδηξε ανάμεσα από δέντρα και παρτέρια, σπίτια και φράχτες, για να μπορέσει να δει περισσότερα από τη φιέστα, ώσπου βρέθηκε μπροστά από την κλειστή πόρτα μιας αποθήκης πίσω από τον κεντρικό δρόμο.

Και τότε, μια αλλόκοτη μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια του που δεν μπορούσε καν να ξεχωρίσει αν ήταν μυρωδιά από λουλούδια ή από γλυκό ή από φαγητό. Αλλά ήταν τόσο ελκυστική μυρωδιά, τόσο λεπτεπίλεπτη, που παρόμοιά της δεν είχε ξαναμυρίσει ποτέ του!

Η μυρωδιά ερχόταν μέσα από την αποθήκη και ο καλικάντζαρος κοίταξε να δει αν υπήρχε κάποια τρύπα για να χωθεί μέσα και να ανακαλύψει τι ήταν αυτό που έβγαζε αυτή τη ουράνια ευωδιά.

Και κει μπροστά του, ακριβώς πάνω στο σκαλοπάτι της πόρτας, υπήρχε ένα όμορφο πήλινο ποτηράκι με ωραία σκαλίσματα, γεμάτο μέχρι το χείλος με ένα σκούρο υγρό!

 

Ήταν βέβαιος πως δεν βρισκόταν στο ίδιο μέρος όπου είχε περάσει τις δύο φρικτές εμπειρίες των προηγούμενων ημερών και αφού δεν υπήρχε κανείς ολόγυρα κάθησε στο σκαλοπάτι, πήρε στα χέρια του το ποτήρι και ήπιε μια γουλιά.

 

Στην αρχή έκανε μια γκριμάτσα γιατί το σκούρο υγρό έκαψε κάπως το λαιμό του και σκέφτηκε να παρατήσει το ποτήρι, αλλά συγχρόνως υπήρχε και κάτι πολύ γλυκό που ήταν σχεδόν βέβαιος πως επρόκειτο για μέλι! Λάτρευε το μέλι, και συχνά είχε ζητήσει από μέλισσες να πάρει λίγο από την κυψέλη τους δίνοντάς τους για αντάλλαγμα λουλούδια που κουβαλούσε ως εκεί.

Ήπιε μερικές γουλιές ακόμα, και ένιωσε ζέστη να ανεβαίνει από το στομάχι στο λαιμό του κι από κει στο κεφάλι του, γεμίζοντάς το με μια θέρμη που τον έκανε να νιώθει σαν να ήταν έτοιμος να πετάξει! Σύντομα, διαπίστωσε χαρούμενος πως τώρα το σκούρο υγρό δεν τον ενοχλούσε καθόλου και πως το κάψιμο στο λαιμό του ήταν...πολύ ευχάριστο!

 

Μάλιστα ήταν τόσο πολύ ευχάριστο που ευχαρίστως - σκέφτηκε στ'αστεία - θα έδινε για πάντα ολόκληρη την τύχη με την οποία είχε γεννηθεί - όπως κάθε πράσινος καλικάντζαρος της άνοιξης - σ'αυτόν που είχε φτιάξει αυτό το εξαίσιο μαγικό ποτό, αρκεί να του υποσχόταν πως θα άφηνε ένα ποτήρι κάθε μέρα έξω από την πόρτα της αποθήκης ειδικά γι'αυτόν. (Και αρκεί να του έδινε και τα ποτήρια για να τα κάνει δώρο στον πατέρα και τους φίλους του).

 

Οι ήχοι της φιέστας που έφταναν στ'αυτιά του τον νανούριζαν και ένιωσε σαν να ονειρεύεται ξύπνιος καθώς η θέρμη του μαγικού ποτού έφτανε μέχρι τα σωθικά του και έκανε ολόκληρο το κορμί του να πάλλεται από μια παράξενη ναρκωτική ενέργεια.

 

Γι'αυτό και δεν έδωσε και πολλή σημασία όταν ξαφνικά μια φωνή φώναξε:

 

"Τι κάνεις εδώ;" Ήταν μια βαθιά, αντρική φωνή.

 

Γύρισε το κεφάλι του να δει ποιος είχε μιλήσει και ένιωσε να ζαλίζεται. Χωρίς να το καταλάβει, κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα της αποθήκης. Εκεί στεκόταν σκυφτά ένας μεγαλόσωμος άντρας, με τεράστια μούσκουλα στα τριχωτά του χέρια, μουστάκι και μούσι, που του θύμισε αμυδρά τους κακούς, μαλλιαρούς καλικάντζαρους του χειμώνα αλλά σε μέγεθος γίγαντα.

 

Ο άντρας τον κοίταζε... στα μάτια, αλλά ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος της άνοιξης και να ήθελε να κινηθεί δεν θα μπορούσε πια γιατί το κεφάλι του γύριζε γύρω-γύρω. Ή μήπως ήταν ο κόσμος που γυρνούσε έτσι;

 

"Σε τσάκωσα!" φώναξε θριαμβευτικά ο άντρας και χωρίς να πάρει το βλέμα του από πάνω του, τον άρπαξε με τη χερούκλα του παγιδεύοντας τα χέρια και τα πόδια του καλικάντζαρου. Με το άλλο του χέρι πήρε το ποτήρι και το πέταξε απότομα στο σκαλοπάτι, κάνοντάς το χίλια κομμάτια. Μετά παίρνοντας τον μεθυσμένο καλικαντζαράκο σηκωτό τον πήγε μέσα στην αποθήκη, κλείνοντας και την πόρτα!

 

 

Μέσα στην αποθήκη, στιβαγμένα σε μεγάλα κιβώτια υπήρχαν εκατοντάδες μπουκάλια που περιείχαν σκοτεινά υγρά. Η μυρωδιά ήταν αποπνικτική, ύστερα από τον καθαρό αέρα που είχε συνηθήσει στο δάσος.

 

"Τι... τι θέλεις;" προσπάθησε να πει και η φωνή του ακουγόταν σαν να ερχόταν από κάποιον άλλον, ενώ το κεφάλι του συνέχιζε να γυρνά και ο νους του να είναι συννεφιασμένος. Δεν ένιωθε πια θέρμη ή ευχαρίστηση αλλά φόβο και...κάτι που δεν είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του. Ένιωθε άρρωστος.

 

Ο άντρας τον κοίταζε με πολύ άγριο βλέμα σαν να ήταν κάποιο θηρίο, αλλά όχι σαν αυτά του δάσους. Κάποιο θηρίο αλλιώτικο. Κακό.

 

"Αυτό που θέλω" γρύλισε ο άντρας, "είναι να μου δώσεις την τύχη σου! Ο βλάκας ο γιος μου και η άμυαλη η κόρη μου σε άφησαν να φύγεις για ένα πουγκάκι με ασημένια νομίσματα και ένα κιουπάκι με χρυσά! Και δεν τα μοιράστηκαν καν με τον πατέρα τους, αλλά τα ξόδεψαν όλα για τον εαυτό τους! Ευτυχώς για μένα, είδε η γυναίκα μου το αμαξάκι του γιου μου και τα ψώνια της κόρης μου που ετοιμάζονταν για την αποψινή γιορτή! Και έτσι, με ένα-δυο χαστούκια, της είπαν τα καθέκαστα για τον ανόητο καλικάντζαρο που κυκλοφοράει στο χωριό. Και μα την πίστη μου, δεν έχω ακούσει ποτέ για καλικάντζαρο που μπορεί να αντισταθεί στη μυρωδιά του ουίσκι με μέλι! Και από ουίσκι έχω μπόλικο!"

 

Ο άντρας γέλασε άγρια και ταρακούνησε τον μικρό καλικάντζαρο βάναυσα.

 

"Αλλά εγώ δεν θα σε αφήσω να φύγεις έτσι εύκολα. Θα μου πεις ποιος θα είναι ο πρώτος αριθμός του λαχνού που θα κληρωθεί απόψε και από πού θα τον αγοράσω!"

 

"Για... για να το κάνω αυτό..." ψιθύρισε εκείνος, "πρέπει...πρέπει να σου δώσω όλη μου την τύχη. Όλη μου τη μαγεία. Δεν... δεν είναι σαν ένα πουγκί ή ένα κιούπι με χρυσάφι ή μια ευχή για καλοτυχία. Η... η τύχη που μπορώ να φέρω δεν θα αντικατασταθεί ξανά αν τη δω... δώσω για κάτι που δεν θα γινόταν φυσιολογικά. Αν έχει ήδη πουληθεί ο λαχνός και πρέπει να αλλάξω όλο το...το μέλλον... Αν το... το κάνω, θα πεθάνω" είπε ξέπνοα.

 

"Θα πεθάνεις αν ΔΕΝ το κάνεις" σφύριξε μέσα απ'τα δόντια του ο άντρας, ταρακουνώντας τον ξανά. "Και σταμάτα να κουνιέσαι πέρα-δώθε γιατί θα σε σφίξω τόσο που δεν θα μπορείς να ανασάνεις!"

 

"Τι... τι θα μου κάνεις;" ρώτησε ξεψυχισμένος από το φόβο ο μικρός καλικάντζαρος.

 

Ο άντρας έβαλε το χέρι στην τσέπη του γιλέκου του και έβγαζε ένα μεγάλο σιδερένιο ανοιχτήρι για μπουκάλια.

 

"Θα σε τσιμπήσω με το ανοιχτήρι για να πονέσεις! Και θα συνεχίσω να σε τσιμπάω και σε να τρυπάω και να σε τσιμπάω ξανά μέχρι να βγει αίμα!" είπε στραβώνοντας το στόμα του σε ένα κακόβουλο χαμόγελο.

 

Είτε ήταν από φόβο, είτε από κάτι άλλο που ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος δεν έμαθε ποτέ, το κεφάλι του άρχισε να ξεκαθαρίζει ύστερα από τα τελευταία λόγια του άντρα.

 

"Δεν μου αρέσει καθόλου να με τσιμπάνε" είπε "αλλά ούτε και να...να πεθάνω. Αλλά αν είναι να πεθάνω προτιμώ να μην είναι από τσιμπήματα μιας μεγάλης σιδερένιας καρφίτσας που πονάει. Γι'αυτό και θα σου πω πώς θα δεις και τον πρώτο αριθμό του... λαχνού, και από πού θα τον αγοράσεις. Θα με αφήσεις ελεύθερο, χωρίς να με τσιμπήσεις καθόλου, τότε;"

 

O αγριάνθρωπος γέλασε τρανταχτά.

 

"Είσαι έξυπνος, για καλικάντζαρος. Αλλά εγώ δεν είμαι τόσο βλάκας όσο ο γιος κι η κόρη μου. Θα σε αφήσω ελεύθερο όταν σιγουρευτώ πως κέρδισα το λαχνό! Θα μου πεις ό,τι συμφωνήσαμε πρώτα. Όπου να'ναι θα έρθει η γυναίκα μου - που ξέρει όλα τα χούγια και τις συνήθειες των διαβολοξωτικών και μου είπε τι πρέπει να κάνω - και θα σε φυλάει εκείνη ως το βράδι. Γι'αυτό έσπασα το ποτήρι σου. Θα το δει εκείνη και θα καταλάβει. Λοιπόν! Μίλα!"

 

"Η... η τύχη μου ολόκληρη είναι μέσα στην στρογγυλή πέτρα της καμέας στη γραβάτα μου" είπε αργά και προσεκτικά ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος. "Αν ελευθερώσεις τα χέρια μου μόνο, θα μπορέσω να τη χαϊδέψω όπως πρέπει και να ελευθερώσω τη δύναμή της. Μετά δεν έχεις παρά να σκύψεις και να δεις μέσα της τον αριθμό που θέλεις και το μέρος που πουλάει ακριβώς αυτό το λαχνό".

 

"Αν λες ψέματα..." γρύλισε πάλι ο άντρας πλησιάζοντας το ανοιχτήρι στο πρόσωπο του καλικάντζαρου.

 

"Είτε από τσιμπήματα, είτε από... από χάσιμο της μαγείας μου, θα πεθάνω. Προτιμώ το δεύτερο" είπε εκείνος.

 

"Πολύ καλά" είπε ο άντρας και χαλάρωσε λίγο το χέρι του που έσφιγγε το μικρό κορμί του πράσινου καλικαντζαράκου, αφήνοντάς τον έτσι να βγάλει τα χέρια του έξω. Τα κούνησε πέρα-δώθε μπροστά από την καμέα της γραβάτας του και η όμορφη, διαφανής πέτρα έλαμψε ξαφνικά με ένα γαλακτερό φως σαν εκείνο του γεμάτου φεγγαριού. Σχήματα φάνηκαν μέσα της, μικροσκοπικά και ασαφή στην αρχή, που όσο πήγαιναν γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρα.

 

"Η... η τύχη μου σου δίνεται μέσα από την πέτρα" είπε ανασηκώνοντας τα χέρια του προς την οροφή της αποθήκης όταν τελείωσε. "Μπορείς να δεις αυτό που θέλεις να δεις τώρα".

 

Ο άντρας έσκυψε και το βλέμα του καρφώθηκε πάνω στην γαλακτόλευκη πέτρα. Ένα ουρλιαχτό ανέβηκε στα χείλη του καθώς οι δύο καρφίτσες που ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος κρατούσε στα χέρια του καρφώθηκαν στο τριχωτό χέρι του άντρα που τον είχε τόσο ύπουλα παγιδέψει. Ο καλικαντζαράκος πετάχτηκε στον αέρα ελεύθερος πια, αφού ο άντρας είχε επιτέλους στρέψει το βλέμα του αλλού!

 

Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα της αποθήκης και μια ψηλή, ξερακιανή γυναίκα μπήκε μέσα. Είδε μόνο μια μικρή πράσινη αστραπή να περνά κάτω από τα πόδια της και να εξαφανίζεται, ενώ ο άντρας της πονεμένος, την χαστούκισε βρίζοντάς την πως άργησε πολύ και σπρώχνοντάς την βάναυσα βγήκε από την πόρτα της αποθήκης, κοιτώντας ολόγυρα αναστατωμένος.

 

"Είδες τον καταραμένο αριθμό;" φώναξε η γυναίκα του.

 

"Δεν πρόλαβα!" ούρλιαξε εκείνος. "Το σατανικό πλάσμα, καλά τους λένε σατανάδες, το έσκασε. Πού στο διάβολο βρήκε τις δυο καρφίτσες, μου λες; Ποιος του τις έδωσε να τον σκοτώσω;" είπε τρίβωντας το πονεμένο χέρι του.

 

"...Δεν έχω ιδέα. Και εγώ νόμιζα πως τo φοβούνται το σίδερο..." είπε με σβησμένη φωνή εκείνη, φεύγοντας βιαστική-βιαστική για το σπίτι.

 

Εκείνο το βράδι το λαχνό κέρδισε κάποιος που ποτέ στη ζωή του δεν είχε χρήματα.

 

Ο γιος του χοντρέμπορου αλκοόλ έχασε στον αγώνα, όταν το πανάκριβο αμαξάκι του ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε ένα μάτσο από αγκαθωτά κλαδιά που τον κατατσίμπησαν σε όλο το σώμα του κάνοντάς τον να... βγάλει αίμα.

 

Ο πρίγκιπας παντρεύτηκε τελικά μια όμορφη κοπέλα αλλά εντυπωσιάστηκε αναμφισβήτητα από την κόρη του χοντρέμπορου, όταν, λίγα λεπτά μετά που έκανε την εντυπωσιακότερη είσοδο που είχε γίνει ποτέ σε βασιλικό χορό, όλα τα κοσμήματα και τα ρούχα της - ακόμα και τα εσώρουχα - εξαφανίστηκαν αφήνοντάς την εντελώς γυμνή και περίγελω ολόκληρης της χώρας. Τα γέλια των αντρών και οι σκανδαλισμένες φωνές των γηραιών κυριών, αλλά και τα ειρωνικά κακαρίσματα των άλλων δεσποινίδων τα ένιωσε σαν πιρουνιάσματα στο πετσί της. Τόσο πολύ δάγκωσε δε τα χείλη της μέχρι να γυρίσει στο σπίτι που... έβγαλε αίμα.

 

Ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος της άνοιξης γύρισε στον ξωτικόκοσμο και είπε τα πάντα στη μητέρα, τον πατέρα και τους δασκάλους του (αλλά όχι στους φίλους του).

Τον μάλωσαν και έκανε πολύ καιρό να ξαναέρθει στον κόσμο τον ανθρώπων, αλλά σαν καλικάντζαρος της άνοιξης, την επόμενη χρονιά ξαναήρθε για να παίξει στο δάσος, όπως έκανε παλιά.

 

Και αν κάποια καλή γυναίκα που αγαπούσε τα ξωτικά άφηνε κανένα γλυκό στο περβάζι ή στην εξώπορτα, ο καλικαντζαράκος μας έτρεχε σαν αστραπή, το άρπαζε και έφευγε πάλι τρέχοντας χωρίς ποτέ να μείνει ούτε στιγμή παραπάνω κοντά σε σπίτι.

 

Όμως, μέχρι που ο ξωτικόκοσμος χωρίστηκε εντελώς από τον κόσμο των ανθρώπων και τα πλάσματά του έγιναν μύθοι και θρύλοι και όνειρα - και καμμια φορά και εφιάλτες - όσοι άνθρωποι ήταν καλοί με τους πράσινους καλικάντζαρους της άνοιξης, μπορεί να έβρισκαν ένα χρυσό ή ασημένιο νόμισμα σαν ανταμοιβή για ένα γλυκό ή ένα κουλουράκι, ή τους τύχαινε κάτι πολύ ωραίο εκείνη τη μέρα, ειδικά αν έλαμπε και το ουράνιο τόξο στον ουρανό.

 

Λεγόταν παλιά πως πολύ-πολύ σπάνια και αν οι νοικοκύρηδες και τα παιδιά του σπιτιού ήταν καλοί άνθρωποι, μπορούσαν να δουν έναν πράσινο καλικάντζαρο της άνοιξης καθισμένο στο σκαλοπάτι της πόρτας μιας κουζίνας να τρώει το γλυκό του κουνώντας τα πόδια του πέρα-δώθε.

 

Αλλά σίγουρα ΔΕΝ ήταν ο μικρός πράσινος καλικάντζαρος της ιστορίας αυτής!

 

* * * * * * *

ΤΕΛΟΣ

 

 

**: Μη δίνετε σημασία. Δοκιμάζω μια νέα online persona για άλλα φόρουμ και ήθελα να δω πως φαίνεται το nickname "Oberon" οπτικά. ;) Eδώ, συνεχίζω να είμαι ο Dain.

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, ξύπνησα πριν από καμιά ωρίτσα το πολύ και δεν ήθελα να ξεκινήσω τις δουλειές μου αμέσως. Είδα και ότι είχε φρέσκο παραμύθι σου και το ήξερα ότι θα περάσω καλά μαζί του έτσι κι αλλιώς. Δε με διέψευσες καθόλου. Είναι τρισχαριτωμένο το πλασματάκι σου, το αγάπησα από την πρώτη στιγμή κι έχει δίκιο, έτσι είμαστε οι άνθρωποι, αν και μου έλειψε ίσως λιγάκι κάποιος που να ξέρει, να αναγνωρίζει το καλό που του έτυχε από την επίσκεψη του καλικάντζαρου.

Σαν πρωινό δωράκι το αισθάνθηκα το παραμύθι σου και σε ευχαριστώ πολύ γιαυτό :)

 

edit: ψήσου αν το διορθώσεις κάποια στιγμή να κάνεις το πορτοφόλι, πουγκί ή κάτι τέτοιο

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Σ'ευχαριστώ πολύ Κιάρα μου. Και χαίρομαι πολύ που το παραμυθάκι μου σου έδωσε ένα ευχάριστο πρωινό. :)

 

Σχετικά με το πουγκί-πορτοφόλι τώρα, ομολογώ πως η σκέψη μου πέρασε από το νου αλλά από εικόνες που έχω δει οι leprechauns ντύνονται με ρούχα όπως περίπου ντύνονταν στην Ιρλανδία το 17-18ο αιώνα. Δεν έχω ιδέα αν είχαν τότε πουγκιά ή πορτοφόλια, και δεν βρήκα ως τώρα κάποια εικόνα που να δείχνει τέτοια λεπτομέρεια.

 

Αν και προσωπικά θα προτιμούσα το "πουγκί" σαν λέξη, ίσως για λόγους αυθεντικότητας (αν τελικά δω πως παρουσιάζονται με πορτοφόλια) να ήταν καλύτερο να αφήσω τη λέξη πορτοφόλι. Αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Πιο πολύ μ'αρέσει το "πουγκί". Συνεχίζω να το ψάχνω όμως. :)

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφο το παραμυθάκι σου! Με ωραίες εικόνες και μυρωδιές ...(τρελαίνομαι και γω για μπισκοτάκια κανέλλας). Συμπαθέστατος χαρακτήρας το καλικαντζαράκι, απαισιότατοι οι άνθρωποι αλλά ευτυχώς τιμωρήθηκαν.

Αν και κάπου διάβασα ότι τα πορτοφόλια από τον 17 αιώνα έχουν την σημερινή μορφή (εκτός βέβαια από θέσεις για κάρτες), θα μου άρεσε και μένα να έχει πουγκάκι.

Πάντως είτε με πορτοφολάκι είτε με πουγκάκ, το παραμυθάκι είναι πολύ καλό!

Link to comment
Share on other sites

Με πορτοφόλι, πουγκάκι ή οτιδήποτε άλλο, δεν παύει να είναι ένα πολύ ωραίο παραμυθάκι με πάνω απ' όλα πραγματικά νόηματα. Βέβαια για να είμαι ειλικρινής, θα προτιμούσα διαλόγους με μεγαλύτερη ποικιλία, αλλά it's OK! :lol:

Link to comment
Share on other sites

Ωραίο παραμύθι πράγματι. Με έκανε να χαμογελάσω και να πω "πω πω το καημένο το καλικαντζαράκι" :D

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τα σχόλια, παιδιά. :)

 

Tregorian, καλώς ήρθες στο sff.

Πράγματι κάποιοι διάλογοι είναι στυλιζαρισμένοι πολύ. Τους έγραψα έτσι μια που σε αρκετά παραμύθια ένα pattern συχνά εκφράζεται με τα ίδια ακριβώς λόγια για να γίνει σαφέστερο, και δείχνει επίσης μια "λογική" του κόσμου του παραμυθιού.

Ένα παράδειγμα θα ήταν στο τυπικό quest παραμύθι (τρεις πρίγκιπιες ξεκινούν για την ίδια δοκιμασία), όπου ο "μαγικος βοηθός" - ας πούμε μια καλή μάγισσα - εμφανίζεται σαν γριά και στους τρεις ρωτώντας τους η ζητώντας τους το ίδιο πράγμα με τα ίδια ακριβώς λόγια. Συνήθως οι αντιδράσεις των δύο πρώτων (των μεγαλύτερων πάντα) είναι λίγο πολύ ίδιες και κακές. Ο τρίτος και μικρότερος διαφέρει.

Στο παραμύθι με τον καλικάντζαρο δεν διέφερε κανείς. Ήταν όλη η οικογένεια ίδια. (Παρ' τον έναν, χτύπα τον άλλον).

Υπάρχουν μικροδιαφορές στους διαλόγους βέβαια αλλά είναι περιοσσότερο "κλίμακας αγριότητας" και όχι ουσίας. Στην ουσία, ήταν όλοι ίδιοι εξ ου και οι στυλιζαρισμένοι διάλογοι. (Δηλαδή έτσι ήταν η προθεσή μου. :atongue2: )

 

Anyways, χαίρομαι πολύ που σας άρεσε το παραμύθιον! :)

Link to comment
Share on other sites

Προφανώς ήταν θέμα πρόθεσης! Αυτό δεν γίνεται κατά λάθος! Επιτυχημένο σαν στυλ, δεν μπορώ να πω το αντίθετο! Ευχαριστώ για το καλωσόρισμα!!!

Link to comment
Share on other sites

Ο πράσινος καλικάτζαρος μου ομόρφυνε την αναμονή στον οδοντίατρο τόσο πολύ ώστε είχα ξεχάσει που βρισκόμουν (και μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο). Μέχρι που άνοιξε η πόρτα και ο εφιάλτης μου έκανε νόημα να περάσω.

 

Τέλος πάντων επέζησα και μπορώ να πω τη γνώμη μου. Το παραμύθι είναι πολύ καλό με χαρακτήρες ζωντανούς και γεμάτους ανθρώπινες αδυναμίες. Εικόνες γεύσεις μυρωδιές όλα παραμυθένια. Ακόμη ένα στολίδι στη βιβλιοθήκη μας. Μπράβο Διονύση, πολύ καλή δουλειά.

 

Και κάτι ακόμα. Ευτυχώς που πέρασε πριν από μένα ο καλικάτζαρος διαφορετικά θα έβρισκε τα πιατάκια άδεια. Εκείνο το κουλουράκι με την κανέλα πραγματικά το ζήλεψα. :rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

Ο πράσινος καλικάτζαρος μου ομόρφυνε την αναμονή στον οδοντίατρο τόσο πολύ ώστε είχα ξεχάσει που βρισκόμουν (και μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο). Μέχρι που άνοιξε η πόρτα και ο εφιάλτης μου έκανε νόημα να περάσω.

 

Τέλος πάντων επέζησα και μπορώ να πω τη γνώμη μου. Το παραμύθι είναι πολύ καλό με χαρακτήρες ζωντανούς και γεμάτους ανθρώπινες αδυναμίες. Εικόνες γεύσεις μυρωδιές όλα παραμυθένια. Ακόμη ένα στολίδι στη βιβλιοθήκη μας. Μπράβο Διονύση, πολύ καλή δουλειά.

 

Και κάτι ακόμα. Ευτυχώς που πέρασε πριν από μένα ο καλικάτζαρος διαφορετικά θα έβρισκε τα πιατάκια άδεια. Εκείνο το κουλουράκι με την κανέλα πραγματικά το ζήλεψα. :rolleyes:

 

Ω, ναι! Ξέρω ακριβώς τι εννοείς με τους οδοντογιατρούς! Ευτυχώς κάποιοι είναι προσεκτικοί, οπότε το "μαρτύριο" μειώνεται κάπως.

 

Και σ'ευχαριστώ πολύ Κώστα για τα καλά λόγια. Ούτε ξέρω πώς ακριβώς μου ήρθε η όλη έμπνευση για το παραμύθι, ή μάλλον γιατί ένιωσα την επιτακτική ανάγκη να το γράψω όλο χτες τη νύχτα.

 

Όσο για τα κουλουράκια κανέλλας μ'αρέσουν και μένα πολύ. Κάπου είχα διαβάσει κιόλας πως η μυρωδιά της κανέλλας είναι ειδικά για τους άντρες ακαταμάχητη!

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Πολύ καλό παραμυθάκι. Αν και προσωπικά, θα προτιμούσα οι κακουχίες που χτυπήσανε την οικογένεια στο τέλος να βασίζονταν στην ατυχία παρά στην μαγεία. Δηλαδή να παθαίνανε ατυχήματα και να χάνανε αυτά που άδικα αποκτήσανε.

Link to comment
Share on other sites

Γλυκιά και παραμυθένια ιστορία! Επισης έχει εσωτερική συνέπεια (π.χ. με τα ψέματα και την αποθήκη)

Μου άρεσαν πολύ οι στιγμές όπου κουνούσε χαρωπά τα πόδια του και όπου έτρεχε σαν αστραπή κοντά στους ανθρώπους.

Αν και δεν με ενόχλησαν οι μαγικές τιμωρίες, νομίζω ότι συμφωνώ με τον rorico για τα περί τύχης.

Τέλος, ίσως να έχει και ηθικό δίδαγμα περί ευκολοπιστίας...

Link to comment
Share on other sites

Γιατί βρε παιδιά όλα στην τύχη; Αφήστε να υπάρχει κάπου ότι οι κακοί τιμωρούνται... Εξάλλου ό,τι σπείρει κανείς θερίζει (κάποια στιγμή)

Link to comment
Share on other sites

Εεε, αν κατάλαβα καλά και τη λογική του rorico, τα "τυχαία" περιστατικά ειναι τιμωρία από τον πράσινο καλικάντζαρο που χειρίζεται την τύχη (μια και αυτή είναι η "δύναμή" του) Οπότε συμφωνούμε στο αποτέλεσμα, αλλά έχουμε διαφορετική άποψη για τις μεθόδους.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τα σχόλια, guys! :)

 

Νομίζω πως και οι δυο απόψεις είναι εξ ίσου σωστές.

Σύμφωνα με το μύθο (τόσο για leprechauns όσο και για άλλα ξωτικά) όποιος "αρπάξει" κάτι από ένα ξωτικό, αυτό το κάτι θα του φέρει είτε ατυχία, είτε θα εξαφανιστεί ακριβώς την πιο ακατάλληλη στιγμή. Και η τιμωρία μπορεί να είναι πολύ άσχημη, και μεγαλύτερη από την όποια κλοπή.

Αυτή είναι η "μαγική" εξήγηση, και αυτή χρησιμοποιήσα στην ιστορία μια που ήταν πιο δραματική, και μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω και κάποια "ποιητική δικαιοσύνη" μια που στο τέλος "μάτωσαν" και "πόνεσαν" και οι δύο που έκαναν κακό στον καλικάντζαρο.

 

Η άλλη άποψη είναι πως η τύχη που "έκλεψαν" από τον καλικάντζαρο (έστω και με τη μορφή νομισμάτων) μετατράπηκε σε ατυχία μετά. Εξ ίσου valid θα ήταν να σκεφτώ μια ανάλογη ατυχία για το αγόρι και το κορίτσι, αν και ο πατέρας τους - ξεπληρώνοντας ίσως την ανατροφή και συμπεριφορά που είχε δώσει στα παιδιά του, που ήταν ίδια με τη δική του - τελικά είχε ατυχία μάλλον, παρά "μαγική" τιμωρία. Την εμφάνιση της γυναίκας του - που ηταν εμπλεγμένη ούτως ή άλλως - την πιο ακατάλληλη στιγμή!

 

On another note:

 

Ψάχοντας περισσότερο στο Νετ, ανακάλυψα πως παρόλο που οι leprechauns και τα τριφύλλια είναι εθνικά σύμβολα της Ιρλανδίας, η παρουσίασή τους με το πράσινο ντύσιμο κλπ, είναι πιο σύγχρονη εικόνα.

Φυσικά πάντα σχετίζονταν με τα τριφύλλια και το πράσινο (χωρίς να είναι Παναθηναϊκοί) και η ανοιξιάτικη γιορτή St. Patrick's Day στις 17 Μαρτίου, έχει μεν θρησκευτικό συμβολισμό (Ο Άγιος Πατρίκιος, προστάτης της Καθολικής Ιρλανδίας, έφερε τον χριστιανισμό στο νησί τον 5ο αιώνα), αλλά και "παγανιστικό", μια που οι χορευταράδες (άλλωτε παπουτσήδες ή φύλακες θησαυρών) leprechauns έχουν την τιμητική τους.

 

post-59-1227032659_thumb.gifpost-59-1227032683_thumb.gif

 

Οπότε είτε γράψω στην ιστορία πορτοφόλι, είτε πουγκί, είναι το ίδιο, γι'αυτό και θα αλλάξω τη λέξη σε λίγο. :)

 

Να μερικά καρτούνς κλπ, για να δείτε πώς δείχνει ένας τυπικός, μοντέρνος leprechaun. Ο πιτσιρικάκος στο τέλος θα μπορούσε να ήταν χαλαρά ο "μικρός πράσινος καλικάντζαρος" της ιστορίας. Έχει ίδια φατσούλα, όπως τον φανταζόμουν, αν και όχι ίδιο ντύσιμο.

 

post-59-1227032771_thumb.jpgpost-59-1227032812_thumb.jpg

post-59-1227033206_thumb.jpgpost-59-1227033084_thumb.jpg

post-59-1227033455_thumb.jpgpost-59-1227033491_thumb.jpg

post-59-1227033633_thumb.jpgpost-59-1227033692_thumb.jpg

post-59-1227033725_thumb.jpgpost-59-1227033796_thumb.jpg

post-59-1227034027_thumb.jpgpost-59-1227034058_thumb.jpg

 

* * * * * * * *

 

post-59-1227033946_thumb.gif

Link to comment
Share on other sites

Όταν είδα τις εικονίτσες δεν είχα διαβάσει την ατάκα αυτή:

Ο πιτσιρικάκος στο τέλος θα μπορούσε να ήταν χαλαρά ο "μικρός πράσινος καλικάντζαρος" της ιστορίας. Έχει ίδια φατσούλα, όπως τον φανταζόμουν, αν και όχι ίδιο ντύσιμο.

και ετοιμαζόμουν να σου γράψω από μόνη μου ότι "αυτός είναι, το βλέπω στο μούτρο του" :p

Αλλά τελικά η εικόνα ήταν εκεί για να κάνω ακριβώς αυτή τη σκέψη :)

Link to comment
Share on other sites

Είχα πολύ καιρό να διαβάσω παραμύθι. Τούτο 'δώ μου άρεσε πάρα πολύ και μου μίλησε, στενοχωρώντας με πολύ με τους ανθρώπους, αλλά γλυκαίνοντάς με με τον αθώο καλικαντζαράκο! Μου άρεσε, καθώς ήταν παραμύθι, η επανάληψη στους διαλόγους, ταίριαζε πάρα πολύ. Απολαυστική ήταν και η εικόνα του ευτυχισμένου μικρούλη που τρώει κουνώντας τα πόδια του, όπως την περιέγραψες! Βλέποντας τώρα τα σχόλια, συμφωνώ με τη λέξη 'πουγκί', όντως μου ταιριάζει πολύ περισσότερο απ' ό,τι αν ήταν πορτοφόλι, παρ' όλο που μπορεί να ήταν ιστορικά πιο σωστό. Πολύ όμορφο, Διονύση!

Link to comment
Share on other sites

Και πάλι ευχαριστώ για τα σχόλια. :)

 

Όντως, Κιάρα, με το που είδα και γω την εικονίτσα όταν ψαχούλευα, ήταν σχεδόν σαν να μου είπε ο ίδιος "Εγώ είμαι αυτόις!" :atongue2:

 

btw, οι δύο εικόνες που δείχνουν την leprechaun lady και το leprechaun μωρό μέσα σε ποτήρια, έχουν ένα όμορφο "glitzy" animation αν τις δει κάποιος full size.

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Α, έχω μια canon αντίρρηση με την εικόνα! Έχει γένια, ενώ στην ιστορία έχει μόνο δύο τρίχες! :Ρ

Link to comment
Share on other sites

Ωχ! Ααα... καλά, δεν πάω καλά! Κοιτούσα την τελευταία από τις εικόνες που έχεις ως attachment, όχι την τελευταία γενικώς! (/me :doh: )

Link to comment
Share on other sites

:lol: It's ok. Φταίνε οι κολπατζήδες leprechauns που τους αρέσουν οι φάρσες, όπως ανέφερα κάμποσες φορές και το παραμύθιον! Tricky faeries are tricky faeries! ;) Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Ανακάλυψα ένα ακόμα διαμάντι του forum. Υπέροχο παραμύθι, σωστό παραμύθι! Τα αφήνει όλα στη σωστή θέση τελειώνοντας, δεν μένει τίποτα αναπάντητο, μισό, ξεχασμένο.

 

Ο καλικαντζαράκος πολύ ζωντανός. (Ιδιαίτερα όταν κούναγε τα πόδια του τρώγοντας και όταν, έκπληκτος, άφησε το κουτάλι του να κρεμεται απ' το χέρι και η αμάσητη ακόμα μπουκιά του φούσκωνε το μάγουλο).

 

Τέλειο!

Link to comment
Share on other sites

Tι ομορφο! Υπεροχο παραμυθι... Με ξενισε το μικρο κακο αγόρι με την πρώτη αναγνωση (ισως δεν εχω ακουσει αρκετα τετοια παραμυθια) αλλα ευχαριστηθηκα και με το παραπανω την αναγνωση. Και παρακαλουσα να μην τελειωσει παρ' ολο που ήξερα οτι παραπανω "τραβηγμα" θα το χαλαγε. Τελειωσε οπως ολα τα παραμύθια με ενα ωραιο ... δίδαγμα.

Και στο μεταξυ φυσικα ημουν μεσα στο δασος , γύρω απο το χωριο, παρακολουθουσα (αν δεν ημουν ο ιδιος) τον μικρο καλικατζαρο...

Και φυσικα θέλω να το διαβασω στη βαφτιστήρα μου αύριο. Αν και 6 χρονων θα ειναι πολυ καλύτερη κριτης απο εμενα.

Φυσικα μονο με την έγκριση του Dain θα γινει αυτο.

Edited by Βρασίδας
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..