DinoHajiyorgi Posted November 21, 2008 Share Posted November 21, 2008 (edited) «Θυμάμαι το Μαύρο Βουνό. Ένα σκληρό, αφιλόξενο μέρος που ο χειμώνας πατάει πόδι εννέα γεμάτους μήνες τον χρόνο. Η παγωνιά του άγγιξε την παιδική μου καρδιά μια αξέχαστη Χριστουγεννιάτικη νύχτα και ήταν ένα άγγιγμα που θα με ζέσταινε για το υπόλοιπο της ενήλικης μου ζωής. Ξεκίνησε με έναν τρομακτικό θρύλο που στοίχειωνε εκείνα τα μέρη τότε, μια φρικτή απειλή που περιφερόταν στα δάση του τόπου. Τσάκιζε το έδαφος στο πέρασμα της, μαρμάρωνε κάθε άτυχη ψυχή που έπεφτε στον δρόμο της. Άκουσα για πρώτη φορά τον θρύλο από τον παππού μου, εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων, πάνω στο βουνό.» Η φωτιά στο τζάκι είχε καταφέρει να ζεστάνει επαρκώς το εσωτερικό της καλύβας. Το παιδί απολάμβανε να στολίζει το δέντρο με τα ζαχαρωτά, τα κουκουνάρια και τις σκαλισμένες φιγούρες που έφτιαχνε ο παππούς του με τον σουγιά. Είχαν ένα ολόκληρο καλάθι από τα τελευταία. Τα μπισκότα στη φωτιά είχαν αρχίσει να του γαργαλούν την μυτούλα. Ο ηλικιωμένος άντρας με την πλούσια, λευκή γενειάδα, διάλεγε όσα ήταν έτοιμα και τα σήκωνε από το ταψί με την μικρή σπάτουλα και γέμιζε την μικρή πιατέλα στο τραπεζάκι. Το βαρύ βουητό του ανέμου επέστρεψε πάλι πάνω στα παγωμένα τζάμια και οι φλόγες στο τζάκι τρεμούλιασαν στο άκουσμα του. Ρίγησε και το παιδί ενθυμούμενο κάτι που του είχε πει ο παππούς του χθες. Το τρομαγμένο του μυαλουδάκι στάθηκε ανίκανο να σχηματίσει την φοβερή εικόνα πίσω από το βουητό. «Ποιος είναι παππού; Γιατί είναι τόσο…θυμωμένος;» Ο άντρας χαμογέλασε βαθιά μέσα στη γενειάδα του. Άδειασε το ταψί στην πιατέλα και το μπρίκι με το ζεστό γάλα στα φλιτζάνια τους. «Τον αποκαλούμε Γκρουτ σε αυτά τα μέρη και είναι θυμωμένος γιατί… γιατί δεν είναι ακριβώς τέλειος, θα μπορούσα να πω.» «Δεν είναι τέλειος;» «Έλα κάτσε, πριν κρυώσει το γάλα σου.» Κάθισαν μαζί στο τραπέζι να φάνε μπισκότα. «Κάποτε, εδώ κοντά στους πρόποδες ζούσε μια εύπορη οικογένεια που είχε ένα πολύ κακομαθημένο αγοράκι. Το μόνο πράγμα που το ενδιέφερε ήταν να λαβαίνει δώρα και οι γονείς του, που δεν του χαλούσαν ποτέ χατίρι, του έπαιρναν ό,τι τους ζητούσε. Χριστούγεννα ή γενέθλια, ανταμοιβή για καλούς βαθμούς στο σχολείο ή κόσμια συμπεριφορά γενικώς, ο μικρός πάντα είχε κάποιον λόγο να εμπλουτίζει την συλλογή του με πολλά καινούργια παιχνίδια. Μια συγκεκριμένη χρονιά απέκτησε πάθος με τις επιστήμες. ‘Το Μικρό Εργαστήριο’, ‘Ο Νεαρός Χημικός’, ‘Επιστήμονας Τζούνιορ’, ‘Ο Μικρός Χειρούργος’, ‘Ο Τρελός Επιστήμονας’ ήταν μόνο μερικά από τα κουτιά που γέμισαν τα ντουλάπια του. Και εκεί ακριβώς, στο κελάρι της έπαυλης τους, που δεν ενοχλούσε κανέναν και δεν τον ενοχλούσε κανείς, έστησε το μικρό του εργαστήρι. Πάγκοι γεμάτοι με δοχεία και σωλήνες απόσταξης, περίεργα χημικά που κόχλαζαν σε απόκοσμες αποχρώσεις, ηλεκτρικές μπάρες που έπλεκαν λαμπρές, γαλάζιες σπίθες, όλα όσα θα ζήλευε ένας τρελός επιστήμονας ήταν μαζεμένα εκεί. Κάθε μέρα, ντυμένο στην λευκή του ποδιά, απομονωμένο στο κελάρι του, το αγοράκι εφάρμοζε ασταμάτητα το ένα άσκοπο πείραμα μετά το άλλο, ανακατεύοντας ουσίες στην τύχη, καταφέρνοντας σιγά-σιγά να επηρεάζει την άγουρη και ασταθή του φαντασία. Με λίγα λόγια, έκαψε κάποια λαμπάκια μέσα στο κούφιο του κεφαλάκι. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων όταν έγινε το κακό και έτυχε να πέσει πολύ χιόνι τότε, κάτι που του έδωσε την πιο τρελή ιδέα που είχε μέχρι τότε. Βγήκε έξω αργά το βράδυ, και στην ανταύγεια των φώτων από την έπαυλη φτυάρισε χιόνι σε έναν μεγάλο κουβά. Ξανά και ξανά, κουβάδες από χιόνι. Αρκετό για να φτιάξει έναν γιγάντιο χιονάνθρωπο. Αλλά όχι, δεν τον έστησε στον κήπο με ένα αστείο καπέλο και ένα καρότο για μύτη. Τον ξάπλωσε σε έναν ξύλινο πάγκο στο κελάρι και τον τρύπησε με πολύχρωμα ηλεκτρόδια. Με μια τρελή λάμψη στο μάτι του, το αγοράκι πριόνισε το κεφάλι του χιονάνθρωπου και ανοίγοντας το, έχυσε μέσα παγάκια αντί για μυαλά. Μετά άνοιξε τον διακόπτη και έριξε τόσο ρεύμα στο δημιούργημα του που βόγκηξε ο λογαριασμός του ηλεκτρικού που θα λάβαινε ο πατέρας του. Στην αρχή ο χιονάνθρωπος έμοιαζε να λιώνει. Τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν σαν να κατσούφιαζε. Τα δύο κάρβουνα που είχε για μάτια βούλιαξαν μέσα και άρχισαν να καίνε κατακόκκινα, πυρακτωμένα. Το στόμα του παραμορφώθηκε σε ένα οργισμένο, περίλυπο σαγόνι. Το αγοράκι είχε ξεπεράσει της δυνατότητες του και έτσι όλα έσκασαν εκτός ελέγχου. Μια τρομερή κραυγή ξεχύθηκε από το κελάρι της έπαυλης και κρουστάλλιασε το χιόνι στα δέντρα του δάσους. Ο χιονάνθρωπος έσπασε τα δεσμά του και πετάχτηκε γρυλίζοντας από τον πάγκο του. Άρχισε να σπάει ό,τι έβρισκε μπροστά του, καταστρέφοντας μετά μανίας το τρελό εργαστήριο του μικρού επιστήμονα. Το παιδί το έβαλε στα πόδια και δεν έκανε στάση ούτε όταν πέρασε από το σαλόνι όπου οι γονείς του έπιναν τσάι, δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Είδαν περίεργοι τον γιο τους να πηδάει από το παράθυρο στο χιόνι έξω, και πριν κάνουν κάποιο σημαντικό σχόλιο, η πόρτα του κελαριού, τσακισμένη στα δύο, σφύριξε πάνω από τα κεφάλια τους. Ακολούθησε ο βρυχηθμός του πλάσματος και οι γονείς μιμήθηκαν αμέσως την βουτιά του γιου τους στο χιόνι. Κατρακύλησαν και οι τρεις τους στην πλαγιά του βουνού και δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά πίσω. Το πλάσμα εκτόνωσε την απύθμενη οργή του μετατρέποντας το εσωτερικό της έπαυλης σε χαλάσματα, βυθίζοντας τον άλλοτε φωτεινό εκείνον οίκο στο σκοτάδι. Προσωρινά ικανοποιημένο, το τέρας είδε να ανατέλλει το χάραμα και κατάλαβε πως το φως της ημέρας δεν ήταν του γούστου του. Στο κελάρι υπήρχε ένα ψυγείο που είχε γλιτώσει της μανίας του και εκεί μέσα κρύφτηκε ο Γκρουτ, μέχρι να επιστρέψει πάλι το σκοτάδι. Εκεί είναι ακόμα μέχρι σήμερα, στην κρυψώνα του, αφήνει την Άνοιξη και το Καλοκαίρι να τον προσπερνούν, περιμένει υπομονετικά της μακριές χειμωνιάτικες νύχτες για να βγαίνει και να τα ρημάζει» «Γιατί δεν είναι τέλειος παππού;» «Γιατί δεν έχει καρδιά. Το αγόρι ξέχασε να του δώσει μία.» Ο άνεμος ούρλιαξε απ’έξω σαν να συμφωνούσε με τα λεγόμενα του παππού. Ο γέρος άντρας πρόσεξε το επηρεασμένο βλέμμα του εγγονού του και χαμογέλασε. «Τι θα έλεγες να του φτιάχναμε εμείς μια καρδιά;» ρώτησε το ξαφνιασμένο παιδί. «Για να ήμαστε κάπως ασφαλείς έτσι και πλησιάσει στα μέρη μας.» Το πρόσωπο του αγοριού φωτίστηκε όλο προσδοκία. «Μπορούμε παππού;!» Πόσο έμοιαζε με τον Άϊ-Βασίλη όταν χαμογελούσε ο παππούς του. Έκλεισε το μάτι στον εγγονό του και πηγαίνοντας στην ντουλάπα έβγαλε ένα δοχείο με μια μανιβέλα και ένα βάζο με μαρμελάδα φράουλας. Τα εναπόθεσε επιδεικτικά στο τραπέζι. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να φτιάξουμε παγωτό και να του δώσουμε γεύση φράουλας! Αυτό νομίζω θα είναι ό,τι πρέπει! Α, θέλει και λίγο πίστη και μαγεία.» Ο άντρας γέμισε το δοχείο με γάλα και μαζί με όλα τα απαραίτητα υλικά και την γνώση των παλιών έφτιαξε το παγωτό μέσα στο καταχείμωνο, κάτω από το μαγεμένο βλέμμα του εγγονού του. Μόλις τέλειωσε, έβαλε το δοχείο στην κατάψυξη του μικρού τους ψυγείου. «Παρακολούθησα γεμάτος ενθουσιασμό τον παππού μου, να υφαίνει μαγικό ξόρκι θαρρείς, φτιάχνοντας μια καρδιά για το κτήνος του χιονιού που στοίχειωνε το βουνό γύρω μας. Ίσως ο σκοπός του ήταν να καθησυχάσει τους φόβους μου, αλλά δεν περνούσαν καν από το μυαλό του οι αποφάσεις που θα μου γεννούσε η ιδέα του. Κατά το μεσημέρι σταμάτησε να χιονίζει. Ο παππούς πήρε το τσεκούρι του και βγήκε για να μαζέψει ξύλα από το δάσος. Μου ήταν αδύνατο να σταματήσω να σκέφτομαι το άκαρδο πλάσμα που υπέφερε από τρομερό ψεγάδι. Ήταν Χριστούγεννα και ξαφνικά, περισσότερο από όλα τα δώρα που θα μπορούσα να λάβω, ήθελα να παραδώσω το ωραιότερο των δώρων σε εκείνον που το είχε μεγαλύτερη ανάγκη.» Ντυμένο ζεστά, το αγόρι βγήκε με προσοχή από την καμπίνα. Ατένισε γύρω να σιγουρευτεί πως ο παππούς του δεν βρισκόταν κάπου κοντά. Στο ένα χέρι κρατούσε το δοχείο με το παγωτό. Με το άλλο ξεκρέμασε ένα φανάρι δίπλα από την πόρτα και με βήμα ταχύ έτρεξε προς την γραμμή των δέντρων. Χάθηκε πίσω τους, μέσα στην μαυρίλα του πυκνού δάσους. Όσο βαθύτερα χωνόταν στο δάσος τόσο πιο πολύ σκοτείνιαζε ο κόσμος γύρω του. Άναψε τη μικρή φωτιά μέσα στο φανάρι, και κρατώντας το σηκωμένο πάνω από το κεφάλι του, συνέχισε απτόητο. Ή σχεδόν απτόητο. Φορτωμένα χιόνι, τα κλαδιά των δένδρων κρέμονταν βαριά και αδιαπέραστα από το φως της ημέρας. Ο άνεμος ακουγόταν να βοά από κάπου μακριά και κάποιες ενοχλημένες κουκουβάγιες σχολίαζαν κοφτά την παρουσία του παιδιού. Σαν να το έκαναν επίτηδες, όλα φάνταζαν τρομακτικά. Μέχρι και οι γέρικοι, ρυτιδιασμένοι κορμοί των δένδρων έμοιαζαν να του κάνουν γκριμάτσες. Ξαφνικά συνάντησε μια στενή χαράδρα την οποία γεφύρωνε ο πεσμένος κορμός ενός γέρικου δέντρου. Ξεροκατάπιε, και σίγουρο πως δεν θα υποχωρούσε σε κανένα εμπόδιο, σκαρφάλωσε αποφασισμένο στον κορμό. Δεν τολμούσε να κοιτάξει κάτω. Η χαράδρα έπεφτε ατελείωτα μέχρι που το βουνό υποχωρούσε ξαφνικά και έδινε μια ανοιχτή θέα του χιονοσκέπαστου κάμπου στους πρόποδες του. Αν κοίταζε κάτω θα είχε την αίσθηση πως το βουνό έπλεε στον ουρανό χωρίς να αγγίζει καθόλου τη γη. Το πόδι του γλίστρησε στον παγωμένο κορμό αλλά πρόλαβε να αρπάξει ένα κλαδί που εξείχε όρθιο μπροστά του. Σε δευτερόλεπτα που έμοιαζαν με ώρες βρισκόταν στην απέναντι πλευρά. «Είχα αρχίσει να μετανιώνω την απόφαση μου τάχιστα, κι όμως, τα πόδια μου υπάκουαν μια βαθύτερη ανάγκη που ακόμα και σήμερα, ως ενήλικας, διαφεύγει τελείως της μνήμης μου.» Ο παππούς επέστρεψε στην καλύβα το μεσημέρι κουβαλώντας ξύλα. Η απουσία του φαναριού δίπλα από την πόρτα τον παραξένεψε αλλά ο νους του δεν πήγε αμέσως στο κακό. Μόλις όμως είδε πως ο εγγονός του δεν ήταν μέσα, και το χειρότερο όλων, έλειπε και το δοχείο από το ψυγείο, τα κατάλαβε όλα. Ήξερε τι σκοπό είχε το αγόρι και προς τα πού κατευθυνόταν. Ξεκρέμασε αμέσως το χοντρό του δίκαννο από τον τοίχο και έφυγε τρεχάτος για το δάσος. Το αγόρι στάθηκε μπροστά στα ερείπια της έπαυλης. Σήκωσε το φανάρι να μελετήσει τις μαυρισμένες πέτρες σαν να έλπιζε να βρει κάτι φιλόξενο πάνω τους. Τώρα που αντίκριζε το άντρο του τέρατος, η αλήθεια του φάνταζε πιο τρομακτική από όσο την φανταζόταν μέχρι τότε. Ήταν πράγματι ένα φοβερό, στοιχειωμένο μέρος. Σκοτεινό και παγωμένο. Ο άνεμος σφύριζε μέσα από τα άδεια του δωμάτια και τα σάπια του παραθυρόφυλλα. Πέρα μακριά, όσο φαινόταν ακόμα μέσα από τους κορμούς των δέντρων, το φως της ημέρας υποχωρούσε βιαστικά. Αν ήταν να το κάνει αυτό, καλύτερα να βιαζόταν για να τελειώνει. Μπήκε από την κεντρική είσοδο μέσα στην έπαυλη. Αν ποτέ υπήρχε εδώ μια ξύλινη πόρτα τώρα δεν είχε μείνει κανένα της ίχνος. Ήταν σα να έμπαινε στο στόμα μια σπηλιάς. Όλα τα δωμάτια, χολ, σάλα, βιβλιοθήκη, ήταν κι αυτά χιονισμένα τοπία. Το χιόνι γυάλιζε φρέσκο και απάτητο στο πάτωμα. Τώρα είχε πάνω του μόνο τα δικά του ίχνη. Αυτό του έδωσε την σιγουριά πως θα έβρισκε εύκολα, αν χρειαζόταν, τον δρόμο της επιστροφής, αν το απαιτούσε η περίσταση. Προσπερνώντας σκόρπια κομμάτια από έπιπλα, δεν άργησε να βρει τις σκάλες που κατέβαιναν στο κελάρι. Το φανάρι, η μόνη σιγουριά που διέθετε προς στιγμή, έπαιζε ειρωνικά με τους φόβους του μεγεθύνοντας τις σκιές που τον κύκλωναν. Το παραμικρό φύσημα τρεμούλιαζε την φλόγα και τις έκανε να χορεύουν. «Έεελα…Πέεερασε…Ουουου…» σφύριζε ο αέρας. Το κελάρι, πνιγμένο στο χιόνι, ήταν σε μεγαλύτερη αταξία. Σπασμένοι πάγκοι, πεσμένα ράφια και το ψυγείο στη γωνία. Πάγωσε εκεί που ήταν με τα μάτια του γουρλωμένα. Ξαπλωμένο με την πλάτη στο χιόνι, το ψυγείο βομβούσε ζωντανό. Κάποιος, κάπου, συνέχισε φαίνεται να πληρώνει τον λογαριασμό του ρεύματος. Το αγόρι έτρεμε, και δεν ήταν από το κρύο. Το μεταλλικό δοχείο κροτάλισε στο χέρι του, υπενθυμίζοντας τον λόγο που είχε τολμήσει όλο αυτό το ταξίδι. Χωρίς να το πιστεύει ούτε το ίδιο, πλησίασε κι άλλο στον προορισμό του. Άφησε το φανάρι και το δοχείο κάτω και άπλωσε τα χέρια του στο χερούλι του ψυγείου. Του έδωσε ένα τράβηγμα αλλά δεν έγινε τίποτα. Έμεινε για λίγο ακίνητο, συγκρατώντας την αναπνοή του, να σιγουρευτεί πως δεν είχε ξυπνήσει κανέναν. Τράβηξε άλλη μια φορά και με ένα εκκωφαντικό «κλικ» η πόρτα τινάχτηκε ανοιχτή. Το αγόρι άφησε μια κραυγή και βούτηξε στο πάτωμα περιμένοντας τα χειρότερα. Δεν έγινε τίποτα. Στην αρχή άκουγε μόνο την φλόγα που τρεμόπαιζε μέσα στο φανάρι. Μετά πρόσεξε τον άλλον ήχο. Τον είχε ξανακούσει μόνο από τον παππού του. Ήταν ροχαλητό. Σηκώθηκε πάλι προσεκτικά, πήρε το φανάρι, και επιστρέφοντας στο ψυγείο κοίταξε μέσα. Και ιδού, εκεί ήταν ξαπλωμένο το τρομερό πλάσμα του χιονιού, ο Γκρουτ. Με τα μάτια του κλειστά, το σαγόνι του ορθάνοιχτο, να ροχαλίζει. Το αγόρι σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του. Άφησε το φανάρι όρθιο δίπλα στο άνοιγμα του ψυγείου. Στη συνέχεια άνοιξε το μεταλλικό δοχείο και έβγαλε από μέσα μια κατακόκκινη μπάλα από πάγο. Στο φως του φαναριού έλαμπε μαγικά στο χέρι του. Δεν άντεξε στον πειρασμό και έγλυψε λίγο την κρυστάλλινη του επιφάνεια. Η γλύκα της φράουλας σε εκείνο το αφύσικο μέρος έμοιαζε να του δίνει θάρρος. Μετά κοίταξε τον Γκρουτ. «Καλά…Καλά Χριστούγεννα…» ψέλλισε. Δεν ήξερε πως αλλιώς να το κάνει. Έχωσε το παγωτό κατευθείαν στο στήθος του τέρατος. Το χέρι του απορροφήθηκε στο χιόνι μέχρι τον αγκώνα. Αμέσως ο Γκρουτ άνοιξε τα φλεγόμενα του μάτια και τινάχτηκε όρθιος μουγκρίζοντας, γρυλίζοντας και κουνώντας τα μπράτσα του έξαλλα. «Ποιος τολμάει» βρόντηξε η τρομερή του φωνή. Το αγόρι τινάχτηκε μακριά και αμέσως μπουσούλισε να κρυφτεί πίσω από έναν πεσμένο πάγκο. Σήκωσε το κεφάλι του μόνο τόσο, όσο χρειαζόταν για να παρακολουθήσει τον τρομερό Γκρουτ. Ξαφνικά, μια ζεστή λάμψη αναδύθηκε στα μάγουλα του γιγάντιου χιονάνθρωπου. Μεταμόρφωσε τελείως τα χαρακτηριστικά του. Έφυγε η φωτιά και η οργή από το βλέμμα του. Τα δύο κάρβουνα γυάλισαν αθώα. Το σαγόνι του πλάτυνε σε ένα θερμό χαμόγελο. Εξαφανίστηκε το τέρας, εμφανίστηκε ένας γλυκούλης, αγκαλίτσας χιονάνθρωπος. Ξαφνιασμένος ο ίδιος, έπιασε το στήθος του. «Ωχ, καρδούλα μου! Αχ σε καλό μου! Νιώθω τόσο γλυκός και νοστιμούλης! Ποιος θα μπορούσε να είναι ο λόγος για τόση απρόσμενη χαρά και ευτυχία;!» Δεν άργησε να προσέξει το κεφαλάκι που τον παρατηρούσε πίσω από τον πάγκο. «Γειά σου νέε μου» είπε ο Γκρουτ απευθυνόμενος στο αγόρι, «Μπορεί να μου πεις τι μέρα έχουμε σήμερα;» «Είναι…Χριστούγεννα» απάντησε το αγόρι κομπιάζοντας. «Χριστούγεννα!» αναφώνησε ο Γκρουτ. «Τι όμορφη λέξη για μια όμορφη μέρα! Σαν τραγούδι. Θα τη θυμάμαι πάντα αυτή τη μέρα!» Το αγόρι χαμογέλασε και θεώρησε ασφαλές να βγει από την κρυψώνα του. Ο Γκρουτ είδε το φανάρι και το σήκωσε τα χέρια του. «Α, τι ωραίο! Για μένα είναι;» «Αν σου αρέσει…» «Ναι-ναι, μου αρέσει πολύ! Από πάντα ήθελα να δω τον ήλιο και τώρα έχω έναν δικό μου.» Μακρύτερα στο δάσος είχε ξεσπάσει χιονοθύελλα που δυσκόλευε την πορεία του παππού στο μονοπάτι. Το κάθε του βήμα έβγαινε με κόπο, εντείνοντας την αγωνία του για τον εγγονό του. Αν πάθαινε κάτι στο παιδί δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του. Το φταίξιμο ήταν όλο δικό του. «Γερο-ξεκούτη» έλεγε στον εαυτό του, «τι σκεφτόσουν όταν φούσκωνες το κεφαλάκι του με την ηλίθια εκείνη ιστορία;» Κάθε τόσο σταματούσε και φυσούσε στο βούκινο μήπως και τον άκουγε ο εγγονός του. Ίσως το παιδί είχε χαθεί και δεν είχε φτάσει ποτέ στην έπαυλη. Ίσως το προλάβαινε. Ο Γκρουτ και το αγόρι κάθισαν στα πέτρινα σκαλοπάτια έξω από την έπαυλη. Παρακολουθούσαν την χιονοθύελλα μέσα από την προστασία που προσέφεραν τα τεράστια δέντρα που έγερναν πάνω στη σκεπή των ερειπίων. «Τι θα ήθελες να κάνεις τώρα;» ρώτησε το αγόρι τον χιονάνθρωπο. «Να περιμένω να ξημερώσει φυσικά. Η μεγαλύτερη μου επιθυμία είναι να λιώσω κάτω από τον ήλιο, να γίνω συννεφάκι, και να καταλήξω ανοιξιάτικη βροχή. Τι υπέροχο που θα’ταν αυτό! Έχω κουραστεί από αυτή τη χοντροκομμένη φιγούρα στην οποία είμαι παγιδευμένος.» «Μα…» είπε το αγόρι έκπληκτο, «Δεν θέλεις να παραμείνουμε φίλοι;» «Θα είμαστε! Φίλοι για πάντα! Θα είμαι στην καρδιά σου όσο θα είσαι κι εσύ στη δική μου!» Εκείνη τη στιγμή, το βούκινο του παππού διαπέρασε το βουητό της θύελλας. Το παιδί τινάχτηκε όρθιο και άρχισε να τρέχει. «Ο παππούς! Έλα! Έλα να του πούμε τα νέα!» Ο Γκρουτ άρπαξε το φανάρι και έτρεξε πίσω από το αγόρι. Το αγόρι έφτασε πρώτο στον κορμό που γεφύρωνε την χαράδρα. Χωρίς να πτοηθεί σκαρφάλωσε και έτρεξε να περάσει το χάσμα. Ο παγωμένος όμως αέρας είχε κρουσταλλιάσει το λιγοστό χιόνι που κάλυπτε το δέντρο. Το βιαστικό βήμα γλίστρησε και το παιδί βρέθηκε να κρέμεται στο κενό. Μόλις που κρατιόταν από ένα κοντό κλαδί καθώς φώναζε τρομαγμένο. «Βοήθεια! Βοήθεια!» Ο παππούς, που δεν ήταν πολύ μακριά, άκουσε τις κραυγές του εγγονού του και τα πόδια του απόκτησαν φτερά. Εκείνος όμως που έφτασε πρώτος στη χαράδρα ήταν ο Γκρουτ. Κρέμασε το φανάρι στο όρθιο κλαδί του κορμού και γονατίζοντας άπλωσε το χέρι του στο παιδί. «Μη φοβάσε φιλαράκο» του είπε, «Θα σε σηκώσω εγώ. Άπλωσε το χέρι σου!» «Βοήθησε με» κλαψούρισε το παιδί πασχίζοντας να τον φτάσει. Η τεράστια χιονισμένη χούφτα έκλεισε μέσα της το παιδικό χεράκι. Με ένα δυνατό σήκωμα, ο Γκρουτ έστειλε το παιδί στην απέναντι πλευρά, ασφαλή πάνω σε αφράτο χιόνι. Ο παππούς έκανε την εμφάνιση του εκείνη την στιγμή και πρόλαβε να δει το τέρας που περνούσε τον κορμό προς τον πεσμένο του εγγονό. Σήκωσε το χοντρό του δίκαννο και πάτησε αδίστακτα την σκανδάλη. Ο Γκρουτ διαλύθηκε σε αμέτρητες νιφάδες και σαν σε αργή κίνηση, για λίγα δευτερόλεπτα, η φραουλένια καρδιά αιωρήθηκε στον αέρα πριν χαθεί στο βάθος της χαράδρας. Ο παππούς έτρεξε και αγκάλιασε ανακουφισμένος το αγόρι, το αγόρι που έκλαιγε γοερά. Όταν καταλάγιασε η θύελλα, παππούς και παιδί έφτασαν στον κάμπο, βαθιά στους πρόποδες του Μαύρου Βουνού. Έσκαψαν στο χιόνι και το αγόρι ήταν που βρήκε την κόκκινη καρδιά. Ανέβηκαν πάλι στο βουνό, κι εκεί, σε ένα σημείο της πλαγιάς έφτιαξαν έναν χιονάνθρωπο. Τα χέρια του ήταν φτιαγμένα από κλαδιά, και στο δεξί κρέμασαν το αναμμένο φανάρι. Στη συνέχεια το παιδί έχωσε την καρδιά στο στήθος του χιονάνθρωπου και έκανε ένα βήμα πίσω να θωρήσει το μνημείο. Ο ήλιος έστελνε τις αχτίδες του χαμηλά από τις κορυφές των δέντρων πάνω στην καρδιά και την έκανε να λάμπει. Έμειναν εκεί για λίγο και μετά πήραν το μονοπάτι για την καλύβα, αφήνοντας τον χιονάνθρωπο τους να χαμογελάει στον ήλιο. «Ο περαστικός μου φίλος βρήκε την ευχή του και έλιωσε επιτέλους κάτω από τον ήλιο. Χρειάστηκα κάποιο διάστημα μέχρι να μάθω να χαίρομαι για εκείνον καθώς αντιλήφθηκα τελικά πως όντως ζούσε ακόμα στην καρδιά μου. Τον συνάντησα πάλι σαν συννεφάκι και ξανά σαν ανοιξιάτικη βροχή. Σήμερα, αγγίζει όλα μου τα Χριστούγεννα με έναν ιδιαίτερο τρόπο καθώς ξυπνώ την μνήμη του στα παιδιά μου και τον βλέπω στις καρδιές τους που λαμποκοπούν μαγικά.» Είναι μυστήριο, αλλά όταν ο χειμερινός καιρός είναι ήρεμος και ο αέρας καθαρός, αν κοιτάξει κανείς επίμονα προς το Μαύρο Βουνό από τους πρόποδες, την στιγμή που δύει ο ήλιος, θα δει μέσα από τα δέντρα μια φραουλοκόκκινη λάμψη. Κρατάει μόνο για λίγο. Και από καιρό σε καιρό, το φαινόμενο αντανακλάται από διαφορετικά σημεία του βουνού. Τέλος Edited November 21, 2008 by heiron Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted November 21, 2008 Share Posted November 21, 2008 (edited) Χμμμ, ένα τριπλό κόμπο του Φράνκενστάιν, του Κατεργάρη των Χριστουγέννων και του Ο Μπαμπάς μου ο Χιονάνθρωπος. Ακόμα και ο τίτλος μου φέρνει στο μυαλό το Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών. Btw, μήπως έκανες ορθογραφικό και είναι "Χιονάνθρωπου" και όχι "Χιονόνθρωπου"; Πρωτότυπο σαν συνδιασμός. Το γυρίζεις συνέχεια από θρίλερ σε παραμύθι και τούμπα. Σαν το Nightmare Before Cristmass. Τέτοια σου αρέσουνε, το έχω καταλάβει προ πολλού! Tim Barton for the win! Έχει πάλι τις αφέλειες του σαν παραμύθι (ένα παιδάκι να παίρνει την πρωτοβουλία και να τρέχει μέσα στο χιόνι ενώ τόσοι ενήλικες δεν κάνανε τίποτα) αλλά δε θα σταθώ σε αυτό γιατί είναι παραμύθι. Απλά θα κάνω ένα παράπονο. Η σκηνή του πυροβολισμού είναι πολύ "αντι-παραμυθένια". Μέχρι τότε όλα καλά αλλά δεν ένιωσα ότι το παιδί και ο γέρος λυπηθήκανε για αυτό που έγινε. Στα ντούκου πέρασες την συναισθηματική τους αντίδραση σε αυτό που έγινε. Τρομερή παράλειψη που χαλάει φοβερά την αισθητική του παραμυθιού. Επίσης το ότι το παιδί απλά βρήκε τον χιονάνθρωπο να κοιμάται και απλά του έβαλε την καρδιά κατάστρεψε την κλιμάκωση της ιστορίας. Λες και ήθελες να γλυτώσεις 30 σελίδες κείμενο και είπες "άντε να τελειώνουμε". Που πήγε η σεναριακή "σύγκρουση" των δύο ιδεολογιών; Γενικώς, αυτή η ιστορία είχε πολύ πράμα που μου δόθηκε η εντύπωση ότι απλά την έγραψες στα πεταχτά. Στο μυαλό μου, μπορούσε να γίνει έπος! Ο γέρος να ήταν το κακομαθημένο παιδάκι, να λέει ψεύτικη ιστορία στο παιδάκι του για το πόσο κακός είναι δίχως λόγο ο χιονάνθρωπος, όλοι εκεί γύρω να τον μισούνε, ο χιονάνθρωπος να το αιχμαλωτίζει, να του λέει την αλήθεια, να του σώζει την ζωή στον γκρεμό και να μη χρειάζεται παγωτό για να αποκτήσει καρδιά, να γίνεται κοτζάμ θρήνος σκηνή, ο γέρος να συνεχίζει να γκρινιάζει αντί να μετανοεί και όλοι στο χωριό να τον παίρνουνε στο κατώπι και μετά... ... Βρες άλλα μόνος σου. Εγώ τέτοιες ιστορίες αποθεώνω. Δε χρειάστηκα να πάω σεναριογραφία για να τα σκέφτομαι όλα αυτά. Έχεις μπροστά σου ένα draft ενός φοβερού παραμυθιού. Αν το αφήσεις εδώ, δε μου κάνει κλικ. Δούλεψε το, αξίζει το ψωμί του. Ζητάω τον ουρανό με τ' άστρα. Ι'm a bastard and I love it. Edited November 21, 2008 by roriconfan Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted November 21, 2008 Author Share Posted November 21, 2008 (edited) ... Βρες άλλα μόνος σου. Εγώ τέτοιες ιστορίες αποθεώνω. Δε χρειάστηκα να πάω σεναριογραφία για να τα σκέφτομαι όλα αυτά. Έχεις μπροστά σου ένα draft ενός φοβερού παραμυθιού. Αν το αφήσεις εδώ, δε μου κάνει κλικ. Δούλεψε το, αξίζει το ψωμί του. Ζητάω τον ουρανό με τ' άστρα. Ι'm a bastard and I love it. Κλαψ... Δηλαδή σε χάνω από αναγνώστη; Ξέρεις τι είναι το "ΖΙΠ"; Είναι το ηχητικό εφέ που γράφανε στα κόμικ για να τονίσουν τις σφαίρες που περνούσαν ξυστά από τους χαρακτήρες (Ζαγκόρ, Μπλεκ κλπ.). Ζιπ, λοιπόν πέρασε το νόημα, και η καρδιά, της ιστορίας πάνω από το κεφάλι σου. "Τι ήταν αυτό;" "Άσε rorico, δεν ήταν τίποτα. Πάρε ένα anime." By the way, τον καιρό που δούλευα στην Artoon, κάποια στιγμή θέλανε να κάνουν μια σειρά ανθολογίας κινουμένων σχεδίων, βασισμένη σε χριστουγεννιάτηκες κάρτες της Unicef. Μια κάρτα με ενέπνευσε να γράψω αυτό το σενάριο. Τους άρεσε πολύ, μόνο που με βάλανε να αφαιρέσω την σκηνή του πυροβολισμού, ως πολύ βίαιη για τα παιδιά. Δεν θυμάμαι με τι δικαιολογία έπεφτε ο χιονάνθρωπος στο βάραθρο άνευ πυροβολισμού, εκείνη την εκδοχή όμως δεν την κράτησα γιατί προφανώς δεν συμφωνούσα με τον τίτλο. Στα σοβαρά όμως roriconfan, πολλά πράγματα που θα ήθελες από την ιστορία και δεν τα έχει, ε...είναι έτσι γιατί φυσικά δεν το έγραψες εσύ. Ο κάθε αναγνώστης προβάλλει σε κάθε γραπτό τις δικές του ανάγκες. Δεν μπορούμε να τους ικανοποιούμε όλους. Edited November 21, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mariposa Posted November 21, 2008 Share Posted November 21, 2008 Μου άρεσε πάρα πολύ, δεν μου θύμησε τίποτα από αυτά που ξέρω για τα χριστούγεννα. Πολύ όμορφες εικόνες (ιδίως η φραουλένια καρδιά), όμορφα νοήματα (χριστούγεννα η γιορτή της αγάπης) και όμορφο τέλος (το αγαπημένο μου happy end). Εχει γίνει καρτούν; Θα ήθελα πολύ να το δω. Νομίζω ότι θα έχει απίθανη εικονογράφηση. Έχεις σκεφτεί να το δώσεις και για βιβλίο; Πιστεύω ότι θα κάνει θραύση. Μονο μια ένσταση έχω, μια πρόταση μου έκανε ένα ντουπ "Μετά άνοιξε τον διακόπτη και έριξε τόσο ρεύμα στο δημιούργημα του που βόγκηξε ο λογαριασμός του ηλεκτρικού που θα λάβαινε ο πατέρας του". Αυτό το βογκηξε ο λογαριασμός λίγο με έβγαλε από το ονειρικό στοιχείο του παραμυθιού. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted November 21, 2008 Author Share Posted November 21, 2008 Εχει γίνει καρτούν; Μονο μια ένσταση έχω, μια πρόταση μου έκανε ένα ντουπ "Μετά άνοιξε τον διακόπτη και έριξε τόσο ρεύμα στο δημιούργημα του που βόγκηξε ο λογαριασμός του ηλεκτρικού που θα λάβαινε ο πατέρας του". Αυτό το βογκηξε ο λογαριασμός λίγο με έβγαλε από το ονειρικό στοιχείο του παραμυθιού. Μακάρι να είχε γίνει. Λες να μην έβαζα εικόνες; Όπως και όλα τα άλλα, κλασσικά, δεν προχώρησε. Ας απλωθώ λίγο να γνωρίσω το εκδοτικό τοπίο και βλέπουμε για του τι μπορώ να κάνω μαζί του. Απόλυτα δεκτή η ένσταση σου mariposa. Λυπούμαι πραγματικά που σου χάλασα την ατμόσφαιρα. Αλλά, χι-χι, βρίσκω την φράση τόσο αστεία... (Δε δένει λες ούτε με αυτά που ακολουθούν, δηλαδή την εκδίωξη της οικογένειας από την έπαυλη;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
The Phantom Posted November 21, 2008 Share Posted November 21, 2008 Λοιπόν είναι ένα παραμύθι! Αν ήμουν πέντε χρονών δεν θα μου άρεσε. Αν είχα πεντάχρονο παιδί δε θα του το διάβαζα. Θα τον τρόμαζε. Αν ήμουν δεκάχρονο; Μπορεί και να μου άρεσε μπορεί και όχι. Δεν θα το έπαιρνα για παραμύθι, θα με ξένιζαν οι λέξεις στην αρχή και την νύχτα θα έβλεπα εφιάλτες. Αν ήμουν μεγάλος.. μιας και ο κάθε αναγνώστης προβάλλει σε κάθε γραπτό τις δικές του ανάγκες, προφανώς στο συγκεκριμένο δεν πρόβαλλα τις ανάγκες μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.