Jump to content

Η Μαιρούλα Και Τα Μερμήγκια


Oberon

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Διονύσης Τζαβάρας

Είδος: Συμβολικό-σουρεαλιστικό παραμύθι, υποθέτω.

Βία; Ναι.

Σεξ; Όχι. (Αν και υποθέτω θα κάνανε κανένα όργιο τα μερμήγκια μετά).

Αριθμός Λέξεων: 4655

Αυτοτελής; Ναι.

Σχόλια: Βασισμένο σε μια πολύ πρόχειρη εκδοχή που είχα βάλει έτσι στο άσχετο στο τόπικ Galactic Senate.

Eυχαριστώ πολύ την Nienor για τις πολύτιμες συμβουλές και παρατηρήσεις της που με βοήθησαν να στρώσω και να κάνω πιο φυσική την ιστορία στο rewrite. Kατάλαβε αμέσως ποια ακριβώς προβλήματα είχε (τα οποία "έπιανα" αλλά δεν μπορούσα να καθορίσω) και μου τα εξήγησε ένα προς ένα, τόσο τα τεχνικά, όσο και τα νοηματικά κλπ. :)

 

 

Η Μαιρούλα και τα μερμήγκια

-----------------------------------------

 

 

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό, που θα μπορούσε όμως να ήταν στον δικό μας καιρό, να συνέβη πολλές φορές και να συμβαίνει ακόμα, ζούσε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Μαιρούλα.

 

Η Μαιρούλα ζούσε σε μια μικρή πόλη κοντά σε ένα μεγάλο δάσος, και παρ'όλο που η ζωή στην πόλη τής άρεσε πολύ - τα πάρτυ, τα μαγαζιά, τα όμορφα ρούχα, η μουσική και οι διάσημοι τραγουδιστές που έρχονταν για συναυλίες στην πόλη της τα καλοκαίρια - της άρεσε και το δάσος επειδή ήθελε να βρίσκεται μόνη της όταν μπορούσε.

Έτσι, όταν ο καιρός ήταν καλός ήθελε να πηγαίνει βόλτα εκεί και να περιπλανιέται ώρες ολόκληρες.

 

Η μαμά της όμως της έλεγε να μην απομακρύνεται πολύ, και να ακολουθεί ασφαλή και γνωστά μονοπάτια γιατί στα βάθη του δάσους ζούσε μια πολύ κακιά μάγισσα.

Το κοριτσάκι δεν πίστευε στις μάγισσες, καλές ή κακές, ούτε σε άλλα ανόητα παραμύθια. Και δεν άκουγε ποτέ τη μαμά της γιατί τη θεωρούσε πολύ χαζή.

 

Τη θεωρούσε χαζή γιατί η μαμά της πίστευε πως με κάποιον τρόπο, κάπου, κάποτε, υπήρχαν και μάγισσες, και νεράιδες, και μονόκεροι και δράκοι και άλλα φανταστικά πλάσματα, και συχνά διάβαζε τέτοια βιβλία. Μάλιστα, δάκρυζε κιόλας όποτε διάβαζε κάποιο κεφάλαιο όπου συνέβαινε κάτι κακό στους ψεύτικους, ανύπαρκτους χαρακτήρες των βιβλίων που αγαπούσε.

 

Αλλά θεωρούσε τη μαμά της ακόμα πιο χαζή γιατί ούτε τα κουνούπια ή τις μύγες δεν ήθελε να σκοτώνει. Και, ακόμα χειρότερα, έκλαιγε γοερά όταν άκουγε ιστορίες για πειράματα ή βασανισμούς πάνω σε ζώα. Μερικές φορές στεναχωριόταν ακόμα κι αν έπρεπε να μαγειρέψει κοτόπουλο!

 

Κι αυτοί ήταν δύο βασικοί λόγοι που ήθελε να πηγαίνει βόλτα στο δάσος. Γιατί η μαμά της τη ρώταγε συχνά-πυκνά αν η Μαιρούλα ήθελε να διαβάσει κάποιο παραμύθι, ή κάτι εξ ίσου ψεύτικο και κουτό, ή της έλεγε πως και τα ζώα και τα έντομα έχουν το δικαίωμα να ζήσουν γιατί ήταν ζωντανά πλάσματα.

Και μάλιστα αν κάποια αράχνη έμπαινε στο σπίτι και ετοιμαζόταν να υφάνει τον ιστό της πάνω στον εξαεριστήρα της κουζίνας, η μαμά της την έπιανε απαλά, την έβγαζε στον κήπο και την απόθετε πάνω σε κάποιο δέντρο ή θάμνο για να φτιάξει το λεπτεπίλεπτο σπίτι της εκεί!

 

Όλα αυτά φαίνονταν στη Μαιρούλα πολύ, μα πολύ, ανόητα! Προτιμούσε να κυνηγά με τη μυγοσκοτώστρα μια μύγα, ένα κουνούπι ή άλλο ζουζούνι και-- "πατ!" να το σκοτώνει, φωνάζοντας: "Σε τσάκωσα!"

Κι αν κάποια μύγα ζαλιζόταν μόνο από το χτύπημα, τότε η Μαιρούλα την άρπαζε και της έβγαζε τα φτερά "Τσικ! Τσικ!", για να τη δει να περπατά παραζαλισμένη για λίγο, πριν της δώσει το τελικό χτύπημα με τη μυγοσκοτώστρα.

 

Τότε αισθανόταν τόσο δυνατή και χαρούμενη, που ανασήκωνε το κεφάλι της περήφανα που το γελοίο ζοΰφιο το οποίο είχε τολμήσει να την ενοχλήσει, είχε τιμωρηθεί όπως του άξιζε.

Και πότε μα ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε αυτά τα τόσο ενοχλητικά μαμούνια να υπάρχουν.

 

Εκείνο το πρωινό η Μαιρούλα είχε ξεκινήσει τη βόλτα της για το δάσος έχοντας πάρει μαζί της και τη μυγοσκοτώστρα, όταν ξαφνικά είδε μπροστά της μια τεράστια πομπή μερμηγκιών!

 

Χιλιάδες και χιλιάδες μερμήγκια προχωρούσαν το ένα πίσω από το άλλο σε μια τεράστια σειρά που δεν μπορούσε να δει ούτε την αρχή, ούτε το τέλος της.

Χάρηκε πολύ γιατί έτσι θα μπορούσε να παίξει ένα άλλο αγαπημένο της παιχνίδι.

 

Το κουτσό!

 

Το έπαιζε πάνω στα μερμήγκια, που προχωρούσαν σαν καραβάνι, αλλά δεν προσπαθούσε να τα αποφύγει. Προσπαθούσε να πατήσει όσα περισσότερα από τα μικρά, μαύρα και άχρηστα πλάσματα μπορούσε!

Εξ άλλου, αυτή ήταν άνθρωπος, πιο μεγάλη, πιο δυνατή, και πιο έξυπνη από αυτά και μπορούσε να τα κάνει ό,τι ήθελε!

 

Έτσι, χοροπηδώντας, πατώντας μερμήγκια, τρέχοντας, πισογυρνώντας για να πατήσει κάποια που είχαν ξεφύγει, προχωρούσε μέσα στο δάσος ακολουθώντας την μερμηγκοπομπή.

 

Όμως μην προσέχοντας πού περπατούσε απομακρύνθηκε από τα γνωστά της μονοπάτια και ξαφνικά κατάλαβε πως είχε χαθεί! Προσπάθησε να γυρίσει πίσω, ακολουθώντας τα βήματα που είχε κάνει, αλλά δεν τα κατάφερε. Εκτός από πτώματα μερμηγκιών σκορπισμένα εδώ και κει, το πίσω μέρος της πομπής είχε διαλυθεί τόσο πολύ που δεν υπήρχε τρόπος να ξεχωρίσει από πού είχε έρθει.

Ούτε από τα δέντρα ή άλλα σημάδια μπορούσε να καταλάβει πώς είχε φτάσει εδώ που ήταν, γιατί όση ώρα έπαιζε το κουτσό της δεν κοίταζε ολόγυρα αλλά μόνο κάτω στο έδαφος!

 

Η Μαιρούλα τρόμαξε πάρα πολύ. Κλαίγοντας έτρεξε ανάμεσα στα δέντρα, από δω κι από κει, πέρα και δώθε ώσπου τελικά έφτασε σε ένα μικρό ξέφωτο.

Μπροστά της βρισκόταν ένα ωραίο σπιτάκι, με κήπο, λευκό φράχτη, κουρτινάκια στα παράθυρα, φουγάρο που κάπνιζε, ενώ μια μυρωδιά από φρέσκα, νόστιμα κουλουράκια βουτύρου και κανέλλας πλανιόταν στον αέρα.

 

Ανακουφισμένο το κοριτσάκι μπήκε στον κήπο ανοίγοντας την πορτούλα του φράχτη. Ξαφνικά η πορτούλα έκλεισε πίσω της από μόνη της και ένα κακαριστό γέλιο ακούστηκε.

 

Μια κακάσχημη, μαυροντυμένη γριά βγήκε από την πόρτα πετώντας πάνω στη σκούπα της και άρπαξε τη Μαιρούλα από το γιακά του φορέματός της.

 

"Πατ! Σε τσάκωσα!" κακάρισε θριαμβευτικά η γριά μάγισσα.

 

"Άσε με! Άσε με!" 'αρχισε να φωνάζει κλαίγοντας γοερά το κοριτσάκι και προσπαθώντας να τη χτυπήσει με τη μυγοσκοτώστρα που κρατούσε.

Αλλά φυσικά, ούτε να την ακουμπήσει τη μάγισσα δεν μπορούσε!

 

"Να σ'αφήσω;" τσίριξε η μάγισσα, γιατί αυτή ήταν πάνω στη σκούπα. Η κακιά μάγισσα για την οποία την είχε προειδοποιήσει η μητέρα της.

 

"Να σ'αφήσω; Έχω να φάω ανθρώπινο κρέας ούτε και γω δεν ξέρω για πόσο καιρό τώρα!" φώναξε η στρίγγλα γελώντας κακαριστά. "Και εσύ θα έχεις πολύ τρυφερό κρέας, κακό μικρό κορίτσι!"

 

"Αν μου κάνεις κακό, θα έρθει ο μπαμπάς μου με το όπλο του να σε σκοτώσει!" φώναξε και η Μαιρούλα παρά τον τρόμο της.

 

"Χαχαχαχα! Τι θα μου κάνει ένας απλός, κατώτερος άνθρωπος, χαζή μικρή; Εγώ είμαι μάγισσα, μεγάλη και τρανή, και κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μου! Είμαι η Μάγισσα της Εκδίκησης! Για μένα, ο μπαμπάς σου και συ δεν είστε τίποτα περισσότερο από έντομα! Αλλά σίγουρα νόστιμα έντομα! Ας έρθει λοιπόν ο μπαμπάς σου με το δίκανο να τον φάω κι αυτόν!"

 

"Άσε με! Άσε με, σου είπα!" φώναζε πανικόβλητη η Μαιρούλα.

 

Και αυτό θα ήταν το τέλος της Μαιρούλας, του κοριτσιού που χαιρόταν να πατά τα μερμήγκια και να σκοτώνει έντομα, και που δεν ένιωθε καμμία λύπη για κανένα άλλο πλάσμα, αν εκείνη τη στιγμή δεν άκουγε τις φωνές και τη φασαρία μια νεράιδα.

 

Η νεράιδα αυτή είχε πολλά ονόματα αλλά συχνά την φώναζαν Νεράιδα της Δικαιοσύνης γιατί ήταν πάντα δίκαια και αμερόληπτη και αντικειμενική. Αν έπρεπε να τιμωρήσει τιμωρούσε, αν έπρεπε να συγχωρέσει συγχωρούσε, και αν μπορούσε να μετατρέψει ένα άδικο σε κάτι καλό, τότε ένιωθε πάρα πολύ ευτυχισμένη!

 

Η Νεράιδα της Δικαιοσύνης πετούσε ανάλαφρα κρυμμένη πάνω στα σύννεφα εκείνη τη στιγμή, όταν άκουσε τις φωνές της Μαιρούλας!

Κατέβηκε πετώντας με τα διαφανή φτερά της να δει τι συνέβαινε.

 

Φρίαξε όταν είδε το θέαμα, και θύμωσε πάρα πολύ γιατί αναγνώρισε πως η γριά μάγισσα δεν ήταν άλλη από τη δίδυμη αδελφή της που πήρε το δρόμο του κακού, ενώ η νεράιδα πήρε το δρόμο του καλού, και την έψαχνε σ'ουρανό και γη εδώ και πολλά χρόνια!

 

Αλλά χάρηκε κιόλας γιατί επιτέλους είχε ανακαλύψει την αδελφή της!

 

Αμέσως κούνησε το μαγικό της ραβδί που είχε κρυμμένο κάτω από τα όμορφα συννεφένια πέπλα που φορούσε, και που είχαν τώρα πάρει μπλάβο χρώμα όπως έχουν τα σύννεφα πριν ξεκινήσει μια θύελλα και μεταμόρφωσε τη Μαιρούλα σε γάτα!

Η Μαιρούλα-γάτα κατάφερε να ξεγλυστρίσει από τη γριά - οι γάτες είναι πολύ ευλύγιστες βλέπετε - αλλά η Μάγισσα της Εκδίκησης ετοιμάστηκε να κάνει ένα ξόρκι για να μεταμορφώσει τη μικρή Μαιρούλα πάλι σε κοριτσάκι!

 

Όμως δεν πρόλαβε! Η αδελφή της η νεράιδα κούνησε πάλι το μαγικό της ραβδί που είχε ένα λαμπερό άστρο στην άκρη, και μεταμόρφωσε τη μάγισσα σε ποντίκι!

 

Η μάγισσα-ποντίκι τσίριξε τρομαγμένη και έκανε να το σκάσει, αλλά η σβέλτη Μαιρούλα-γάτα τη γράπωσε με τα νύχια της και την κράτησε ακίνητη στο έδαφος, ανοίγοντας απειλητικά και το στόμα της με τους σουβλερούς κοπτήρες και κυνόδοντες.

 

Άσε με! Άσε με!" φώναζε τώρα η μάγισσα-ποντίκι που από ανώτερη όλων - όπως είχε πει - είχε ξαφνικά γίνει ένα αδύναμο ταπεινό ποντικάκι.

 

"Τι νιάρ κάνω;" είπε η Μαιρούλα-γάτα κοιτώντας με τα γατίσια μάτια της τη Νεράιδα της Δικαιοσύνης (που είχε αναγνωρίσει μια που ήταν γάτα και μπορούσε να δει τα πλάσματα της-- φαντασίας).

 

"Αυτό που πιστεύεις πως είναι δίκαιο" απάντησε εκείνη και τα πέπλα της πήραν φαιό χρώμα.

 

"Τότε θα τη φάω" σφύριξε - σαν γάτα - η Μαιρούλα και άνοιξε το στόμα της με τα μυτερά δόντια, έτοιμη να κόψει τη μάγισσα-ποντίκι στα δύο.

 

Αλλά δεν πρόλαβε.

 

Ένιωσε να μικραίνει-- να μικραίνει-- να χάνει τη μορφή της γάτας που είχε, ενώ είδε με μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο τη μάγισσα-ποντίκι να μεγαλώνει-- να μεγαλώνει-- και τελικά να γίνεται-- η Μαιρούλα!

 

Ενώ η Μαιρούλα που είχε γίνει γάτα, τώρα δεν ήταν παρά ένα μικρό, ταπεινό μερμήγκι!

 

Η μαιρούλα-μερμήγκι κούνησε τις κεραίες της και το έβαλε στα πόδια τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γιατί η Μάγισσα-Μαιρούλα άρχισε να πατά το πόδι της εδώ και κει, κυνηγώντας την για να-- για να την πατήσει!

Το έδαφος του δάσους βροντούσε και ταρακουνιόταν από τις βαριές πατημασιές της Μάγισσας-Μαιρούλας, κάνοντας τη μαιρούλα-μερμήγκι να αναπηδά καθώς έτρεχε, λες και γινόταν κάποιος μεγάλος σεισμός! Και το χειρότερο ήταν πως οι βροντές των ποδιών της μάγισσας έρχονταν όλο και πιο κοντά.

Ξεψυχισμένη η μερμηγκομαιρούλα περίμενε τον ξαφνικό πόνο που θα ερχόταν όταν η Μάγισσα-Μαιρούλα θα την πατούσε.

 

Και τότε της ήρθε στο νου μια σκέψη που έκανε για πρώτη φορά.

 

Ποτέ πριν δεν είχε σκεφτεί πως τα μυρμήγκια που πατούσε μπορούσαν να πονάνε και να φοβούνται. Ούτε είχε φανταστεί πως, όπως ένιωθε εκείνη τώρα, έτσι κάπως - με το δικό τους μερμηγκίσιο μυαλό - αντιλαμβάνονταν κι αυτά τα δικά της βήματα όταν έπαιζε κουτσό επάνω τους.

 

Και τότε άρχισε να κλαίει πραγματικά με την καρδιά της που ως τότε ήταν τόσο παγερή. Έκλαιγε - αν μπορεί ένα μερμήγκι να κλάψει δηλαδή - για όλα τα μερμήγκια που είχε σκοτώσει, για τις μύγες που τους είχε βγάλει τα φτερά, για τα κουνούπια, για τη μαμά της που την νόμιζε τόσο ανόητη όταν την έβλεπε να κλαίει για μια κότα ή για κάτι που συνέβαινε μέσα σ'ένα βιβλίο φαντασίας,.

 

Άκουσε το πόδι της Μάγισσας-Μαιρούλας να πέφτει πάλι βαρύ στο έδαφος κοντά της. Τόσο βαρύ που την τίναξε στον αέρα. Η μαιρούλα-μερμήγκι ήξερε πως το επόμενο πάτημα θα έπεφτε πάνω της. Και πράγματι, είδε ξαφνικά μια τεράστια βαριά σκιά από κάτι που λες και έπεφτε απότομα από τον ουρανό να τη σκεπάζει, να την πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα, τον κόσμο να χάνεται μέσα σε πυκνό σκοτάδι και--

 

"Αρκεί!" φώναξε η νεράιδα κουνώντας πάλι το ραβδί της ενώ τα συννεφένια πέπλα της είχαν γίνει σκοτεινά μπλε. Το πόδι της Μάγισσας-Μαιρούλας έμεινε μετέωρο, ακίνητο εντελώς, λίγα εκατοστά πάνω από τη μαιρούλα-μερμήγκι.

 

Λες και βρισκόταν σε ένα κόσμο με αιώνια έκλειψη ηλίου, η μαιρούλα-μερμήγκι κούνησε τις κεραίες της και σήκωσε το μικρό της κεφάλι για να δει ολόγυρα. Μήπως-- μήπως είχε γλυτώσει το θάνατο; Παρά τα πυκνά χόρτα που της έκρυβαν τη θέα μια που ήταν τεράστια για το μέγεθός της, και την ακόμα πιο γιγάντια πατούσα της Μάγισσας-Μαιρούλας, άκουσε τη φωνή της μάγισσας που θύμιζε βροντή από κάποιον ουράνιο γίγαντα:

 

"Θα με έτρωγε όταν ήμουν ποντίκι!!" τσίριξε η Μάγισσα-Μαιρούλα. "Είναι μόνο δίκαιο να την εκδικηθώ!"

 

"Και συ θα με έτρωγες, όταν ήμουν κοριτσάκι!" φώναξε τότε η μαιρούλα-μερμήγκι όσο πιο δυνατά μπορούσε ανοιγοκλείνοντας μανιασμένα τις δαγκάνες της και αναθαρυμένη κάπως από την παρέμβαση της Νεράιδας της Δικαιοσύνης. "Έπρεπε να σε εκδικηθώ! Θα ήταν μόνο δίκαιο!"

 

"Και συ σκότωσες όλα αυτά τα μερμήγκια, και βασάνιζες μύγες, και γελούσες με τον πόνο τους" αντιγύρισε η Μάγισσα-Μαιρούλα χαιρέκακα.

 

"Δεν είναι παρά ενοχλητικά ζουζούνια! Δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Είναι άχρηστα και ηλίθια!" φώναξε με πείσμα η μαιρούλα-μερμήγκι. "Εγώ είμαι κοριτσάκι. Είμαι άνθρωπος!"

 

"Όχι πια" είπε απλά η Νεράιδα της Δικαιοσύνης. Τα πέπλα της είχαν γίνει σκοτεινά γκρίζα.

 

Η Μάγισσα-Μαιρούλα έβγαλε ένα κακαριστό γέλιο.

 

"Θα έρθει και η σειρά σου, αδελφή μου" είπε η Νεράιδα της Δικαιοσύνης, και το γέλιο της Μάγισσας-Μαιρούλας πνίγηκε στο λαρύγγι της.

 

Η μαιρούλα-μερμήγκι έβαλε πάλι τα κλάματα. "Θα-- θα την αφήσεις να με πατήσει δηλαδή;" ρώτησε τη νεράιδα ανάμεσα στα αναφιλητά της.

 

"Θα ήταν δίκαιο να την αφήσω;"

 

"Όχι!"

 

"Γιατί όχι;"

 

"Γιατί-- γιατί-- γιατί υπόσχομαι πως ποτέ δεν θα ξαναπατήσω μερμήγκι, ούτε θα σκοτώσω μύγα, ούτε θα της τραβήξω τα φτερά, ούτε θα γελάσω με τη μαμά μου όταν στεναχωριέται για τα κοτόπουλα. Θα με κάνεις πάλι κοριτσάκι τώρα;" είπε η μαιρούλα-μερμήγκι με μια ανάσα.

 

"Μην την πιστεύεις!" φώναξε η Μάγισσα-Μαιρούλα. "Υπόσχεται μόνο επειδή φοβάται! Αν γίνει πάλι κοριτσάκι θα κάνει ακριβώς τα ίδια σε λίγο καιρό! Θα το δεις! Θα προσπαθήσει να σε εκδικηθεί για το πάθημά της βασανίζοντας και σκοτώνοντας ακόμα περισσότερα ζουζούνια! Το δίκαιο θα ήταν να την πατήσω!"

 

"Σιωπή εσύ!" φώναξε τότε η μαιρούλα-μερμήγκι νιώθοντας τον μερμηγκίσιο θώρακά της να φουσκώνει γεμάτος θυμό από την αδικία που ένιωθε να της γίνεται, και κουνώντας μανιασμένα τις κεραίες της. "Δεν ξέρεις πώς είναι να είσαι ένα μερμήγκι, με ένα πόδι από πάνω του έτοιμο να το πατήσει! Το δίκαιο θα ήταν να γίνεις και συ μερμήγκι, να σε πατήσει κάποιος! Κι αν σε πατούσα εγώ, τόσο το καλύτερο!"

 

Η μαιρούλα-μερμήγκι κατάλαβε τι είχε πει και η φωνή της κόπηκε. Κοίταξε πάλι ολόγυρα εξεταστικά. Ίσως αν έτρεχε να κρυφτεί κάτω από κάποιο φύλλο, μια πέτρα, ένα κλαδί, κάτι τέλος πάντων ίσως γλύτωνε από τη μανία της Μάγισσας-Μαιρούλας. Εκτός αν-- εκτός αν η μάγισσα αποφάσιζε να ψάξει να τη βρει για να την ξεπαστρέψει, όπως και κείνη είχε αναζητήσει όσα μερμήγκια είχαν ξεφύγει από το-- κουτσό της! Με αυτή τη σκέψη ένιωσε το θώρακα και την μερμηγκίσια κοιλία της να σφίγκονται. Πώς θα μπορούσε να τα βάλει με μια μανιασμένη μάγισσα που είχε τη μορφή της, αλλά και με μια παντοδύναμη νεράιδα που με μια κίνηση του ραβδιού της θα μπορούσε να την ξετρυπώσει όπου κι αν βρισκόταν;

Και το ραβδί της νεράιδας τότε δεν θα ήταν και πολύ διαφορετικό από τη μυγοσκοτώστρα που με τόση-- μαεστρία είχε χρησιμοποιήσει τόσες φορές εκείνη στο παρελθόν, και που τώρα βρισκόταν πεταμένη στο έδαφος λίγο πιο πέρα.

 

Ένιωσε πάλι να την πνίγουν αναφιλητά και το λαιμό της τόσο ξερό που δεν μπορούσε να αρθρώσει την παραμικρή λέξη.

 

Η Νεράιδα της Δικαιοσύνης όμως, αναστέναξε υπομονετικά και η φορεσιά της χρωματίστηκε με κάπως ανοιχτότερο μπλε. Μετά κούνησε ξανά το λαμπερό της ραβδί.

 

Εκεί που βρισκόταν η μαιρούλα-μερμήγκι φάνηκε η μάγισσα όπως ήταν πριν, κακιασμένη γριά ντυμένη στα μαύρα.

 

"Τι σημαίνει αυτό;" τσίριξε η Μάγισσα-Μαιρούλα που στεκόταν δίπλα της.

 

Η Μαιρούλα-Μάγισσα - που μέχρι πριν λίγο ήταν η μαιρούλα-μερμήγκι - κοίταξε τα χέρια και το σώμα της και έβαλε τις φωνές, τσιρίζοντας ακριβώς όπως και η Μάγισσα-Μαιρούλα.

 

"Νόμιζα πως θα με έκανες πάλι κοριτσάκι! Αφού σου υποσχέθηκα αυτό που ήθελες! Για καλή νεράιδα, είσαι πολύ κακιά και εκδικητική!" την κατηγόρησε, παίρνοντας πιο πολύ θάρρος ξανά αφού είχε γλυτώσει το λιώσιμο από το πόδι της Μάγισσας-Μαιρούλας.

 

"Είστε τόσο πολύ όμοιες οι δυό σας" είπε λυπημένη η Νεράιδα της Δικαιοσύνης.

"Εσύ, αδελφή μου, κάποτε ήσουν ένα μικρό κοριτσάκι σαν και μένα και τη Μαιρούλα. Αλλά κάποτε έγινες μια 'Μαιρούλα' στο χαρακτήρα, και από κει και μετά χώρισαν οι δρόμοι μας. Εγώ έγινα η Νεράιδα της Δικαιοσύνης, ενώ εσύ - που θα γινόσουν η Νεράιδα της Κατανόησης - έγινες η Μάγισσα της Εκδίκησης."

 

"Και εσύ, Μαιρούλα "είπε, στρεφόμενη προς τη Μαιρούλα-Μάγισσα, "θα γίνεις κάποτε μια Μάγισσα της Εκδίκησης, οπότε μπορείς να δείχνεις σαν τέτοια από τώρα. Όμως, επειδή κάπου μέσα στις καρδιές και των δύο σας ίσως υπάρχει καλωσύνη, κατανόηση και συγχώρεση, θα σας δώσω μια ευκαιρία."

 

"Τι ευκαιρία;" είπε κοιτώντας την καχύποπτα η Μάγισσα-Μαιρούλα.

 

"Τι ευκαιρία;" ρώτησε, επίσης καχύποπτα, η Μαιρούλα-Μάγισσα.

 

Η νεράιδα αναστέναξε ξανά. Τα πέπλα της έγιναν από την αριστερή μεριά μαύρα σαν κατράμι, και από τη δεξιά λευκά σαν χιόνι. Κούνησε για άλλη μια φορά το ραβδί της .

 

"Εσύ, Μαιρούλα-Μάγισσα, έχεις αυτή τη στιγμή τη δύναμη να μεταμορφώσεις τη Μάγισσα-Μαιρούλα σε μερμήγκι και, αν θέλεις, να την πατήσεις. Αν το κάνεις, θα έχεις για πάντα τις μαγικές της δυνάμεις αλλά θα παραμείνεις Μάγισσα της Εκδίκησης με καρδιά μαύρη σαν το κάρβουνο και θα μπορείς να εξουσιάζεις και να εκδικείσαι όποιον θέλεις, όποτε θέλεις, ακόμα και να τον 'τρως'! Αν δεν το κάνεις, τότε θα ξαναγίνεις ένα κοριτσάκι και θα σου κάνω ένα μεγάλο δώρο!"

 

"Τι πράγμα;" ούρλιαξε έξαλλη η Μάγισσα-Μαιρούλα. "Δεν θα τολμούσες--"

 

"Εσύ, αδελφή μου" τη διέκοψε η Νεράιδα της Δικαιοσύνης, "έχεις μόνο μία δύναμη αυτή τη στιγμή. Μπορείς να αντισταθείς στο μαγικό της Μαιρούλας-Μάγισσας και να μην γίνεις μερμήγκι, αλλά να στρέψεις το μαγικό επάνω της και, αν θέλεις, να την πατήσεις! Αν το κάνεις, τότε θα παραμείνεις για πάντα μια 'Μαιρούλα' με καρδιά μαύρη σαν το κάρβουνο που, ακόμα και χωρίς μαγικές δυνάμεις, θα μπορεί να 'πατά' πάνω σε κάθε ζωντανό πλάσμα δείχνοντας έτσι την εξουσία του. Αν δεν το κάνεις, τότε θα γίνεις αυτό που ήσουν και θα σου κάνω ένα μεγάλο δώρο!"

 

Η Μάγισσα-Μαιρούλα και η Μαιρούλα-Μάγισσα κοίταξαν η μία την άλλη. Σήκωσαν τα χέρια τους έτοιμες για το μαγικό τους.

 

Και τότε, ανάμεσά τους, κάτω στο έδαφος, η πομπή των μερμηγκιών έφτασε συνεχίζονας την πορεία της. Πέρασε από μπροστά τους χωρίς να φοβάται, έχοντας ανασυνταχθεί, ξεχνώντας τι είχε συμβεί πριν λίγη ώρα.

Ίσως ήταν ο μικρός νους τους που δεν κατανοούσε τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκονταν και πάλι. Ίσως να ήταν και κάτι άλλο.

Όμως, ό,τι κι αν ήταν - σκέφτηκε η Μαιρούλα-Μάγισσα παραξενεμένη - πως ακριβώς αυτό ήταν που εμπόδιζε τα μερμήγκια να ζητήσουν οποιαδήποτε εκδίκηση για ό,τι τους είχε συμβεί. Ούτε και κάποια τιμωρία. Ούτε καν δικαιοσύνη.

 

Το κοριτσάκι που είχε τη μορφή μάγισσας ένιωσε, λες και βρισκόταν μέσα σε κάποιο όνειρο, πως όταν η μάγισσα που είχε τη μορφή της ήταν μικρή πάταγε και κείνη τα μερμήγκια και ένιωθε την ανάγκη να εκδικηθεί κάθε πλάσμα που θεωρούσε κατώτερο, και κάθε πλάσμα που νόμιζε πως της έκανε κακό. Και αργότερα όταν έγινε η Μάγισσα της Εκδίκησης, εκδικιόταν όποιον πίστευε πως έκανε κακό, είτε το θύμα της το είχε ζητήσει, είτε όχι. Ευχαριστιόταν από την εκδίκηση και μόνο, όχι από τη δικαιοσύνη προς το θύμα. Ζούσε για να εκδικείται και ήταν περήφανη που είχε γίνει η Μάγισσα της Εκδίκησης.

Αλλά να που τα μερμήγκια δεν είχαν ζητήσει καμμία εκδίκηση για το κακό που τους είχε γίνει.

 

Η Μαιρούλα-Μάγισσα έμεινε έκπληκτη όταν διαπίστωσε με απόλυτη βεβαιότητα πως οι σκέψεις της ήταν και οι σκέψεις της Μάγισσας-Μαιρούλας σαν να ήταν και οι δύο τους είδωλα σε ένα καθρέφτη, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει ποια ήταν η πραγματική και ποια το είδωλο, ούτε καν αν μία από τις δύο ήταν πραγματική και η άλλη είδωλο ή και οι δύο είδωλα ή και οι δύο πραγματικές.

 

Και ήξερε πως το ήξερε και η Μάγισσα-Μαιρούλα αυτό. Και πως όπως και κείνη έτσι και η Μαιρούλα-Μάγισσα γνώριζε πως τα μερμήγκια προχωρούσαν άφοβα στην πορεία τους, χωρίς να σκέφτονται, χωρίς να καταλαβαίνουν πως το ίδιο κακό που τα είχε βρει πιο πριν, θα μπορούσε να τα βρει και τώρα. Αλλά ούτε και εκδίκηση ζήτησαν. Ούτε καν δικαίωση για όσα οι άνθρωποι τους είχαν κάνει.

 

Τα μικρά ασήμαντα, κατώτερα ζουζούνια που είχαν τόσο πιο μικρό μυαλό από το ανθρώπινο δικό της, ήταν εντελώς ανίκανα να εκδικηθούν, να ζητήσουν δικαίωση, να κάνουν κάτι κακό. Τότε κατάλαβε πως και τα κουνούπια και οι μύγες δεν έκαναν τίποτα κακό, παρά μόνο αυτό που ήταν γι'αυτά φυσικό. Να τρώνε, να παίζουν, να πετούν, να γεννούν αυγά, να ζουν και τέλος να πεθαίνουν.

 

Κι όλα αυτά ενώ δεν ήταν παρά "ανόητα, άχρηστα έντομα", όπως τα θεωρούσε. Η ίδια όμως, με τον ανθρώπινο νου της, είχε δείξει πως ήταν ικανή να σκοτώσει και να βασανίσει, έχοντας επιλέξει να το κάνει, και με μόνο σκοπό της δική της ευχαρίστηση ή εκδίκηση ή εξουσία.

Και ένα πλάσμα που θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο από την ίδια, όπως η Μάγισσα-Μαιρούλα που ήταν η Μάγισσα της Εκδίκησης, είχε θεωρήσει και την ίδια ένα άχρηστο, ανόητο πλάσμα και ήταν έτοιμη να την φάει ή να την πατήσει όταν η Νεράιδα της Δικαιοσύνης την είχε κάνει μερμήγκι και την αδελφή της "Μαιρούλα".

 

"Δεν μπορώ να το κάνω" είπε η Μαιρούλα-Μάγισσα. "Δεν θέλω ούτε να κάνω κακό στη Μάγισσα της Εκδίκησης, ούτε με νoιάζει να αποκτήσω τέτοιες δυνάμεις. Θέλω να ξαναγίνω η Μαιρούλα όπως ήμουν". "Αλλά όχι ακριβώς όπως ήμουν" βιάστηκε να συμπληρώσει.

 

Η Μάγισσα-Μαιρούλα έβγαλε ένα μικρό κακάρισμα όπως πιο παλιά σαν να ήταν έτοιμη να αντιστρέψει το μαγικό που θα της επέπτρεπε η νεράιδα-αδελφή της, όταν ξαφνικά κατέβασε τα χέρια της και κοίταξε την αδελφή της με απορία.

 

"Oύτε και εγώ. Όμως-- αφού η Μαιρούλα δεν θέλησε να με κάνει μερμήγκι, τι γίνεται τώρα;" ρώτησε.

 

Η Νεράιδα της Δικαιοσύνης γέλασε χαρούμενη. Τα πέπλα της πήραν πάλι ένα ρόδινο χρώμα σαν τον ουρανό όταν ανατέλει ο ήλιος.

 

"Σημαίνει πως ο κύκλος έσπασε, αδελφή μου. Ο κύκλος της εκδίκησης, της κατηγορίας, της αντεκδίκησης! Σημαίνει πως είστε και οι δύο ελεύθερες πια και--" σήκωσε το ραβδί της που έλαμψε σαν να είχε κατέβει ο ήλιος στη γη, "--να τα δώρα μου!"

 

Όταν η λάμψη καταλάγιασε, η Μαιρούλα κοίταξε το σώμα της και είδε πως ήταν ακριβώς όπως και πριν. Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι και πάλι.

 

Αλλά εκεί που υπήρχε πιο πριν η Μάγισσα, τώρα στεκόταν μια όμορφη νεράιδα με μαύρα μακριά μαλλιά και μωβ πέπλα που την κοίταζε χαμογελαστή.

 

"Κάπου κρυμένη μέσα σου υπήρχε μια παιδική καρδιά, αθώα και αγνή. Καρδιά που νομίζω πως απέκτησες από τη μητέρα σου" είπε η πρώην μάγισσα και τωρινή Νεράιδα της Κατανοήσης. "Ήταν ίδια με τη δική μου, ή ίσως εγώ η ίδια ήμουν η καρδιά σου και συ η δική μου πριν-- πριν--"

 

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της και ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Η αδελφή της η Νεράιδα της Δικαιοσύνης έτρεξε και την αγκάλιασε.

Το ίδιο έκανε και η Μαιρούλα, όταν ξαφνικά μια φωνή ακούστηκε:

 

"Εκτός ότι είστε ανόητα συναισθηματικές, κοντέψατε και να μας πατήσετε πάλι!"

 

Η Mαιρούλα κοίταξε ολόγυρα, και ξάφνου κατάλαβε πως η φωνή είχε έρθει από ένα μερμήγκι που φαινόταν να έχει εκλεγεί αρχηγός, μια που βρισκόταν στο κέντρο ενός κύκλου από μερμήγκια που είχε σχηματιστεί μέσα στην πομπή.

 

"Συγνώμη" είπε η Μαιρούλα κατάπληκτη, και κοίταξε τη νεράιδα που παρηγορούσε την αδελφή της.

 

"Αυτό είναι το δώρο μου" είπε εκείνη σιωπηλά, κουνώντας μόνο τα χείλη της.

 

Το κοριτσάκι έμεινε αποσβολωμένο. Τι θα μπορούσε άραγε να πει στα μερμήγκια για την τόσο άσχημη πράξη της;

 

"Συγνώμη που--" ξεκίνησε να λέει αλλά τελικά άρχισε να κλαίει και κείνη.

 

"Με ένα συγνώμη δεν έρχονται πίσω οι σύντροφοί μας που πάτησες" είπε θυμωμένα ο μέρμηγκας. "Αλλά-- έχουμε επιζήσει τόσες χιλιάδες ή και εκατομμύρια χρόνια από ένα σωρό εχθρούς, οπότε θα επιζήσουμε και τώρα. Εξ άλλου-- έχουμε άλλο μυαλό εμείς, πιο συνολικό, πιο ομαδικό. Δεν είμαστε άνθρωποι" - ευτυχώς για μας, είπε ένα άλλο μερμήγκι - "και δεν θρηνούμε το χαμό δικών μας, όπως εσείς. Ούτε εκδικούμαστε κανέναν".

 

"Ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορέσω να συγχωρήσω τον εαυτό μου" είπε μονολογώντας τότε η Νεράιδα της Κατανοήσης.

 

"Ούτε και γω" είπε η Μαιρούλα στεναχωρημένη.

 

Ο αρχιμέρμηγκας κούνησε τις κεραίες του και έκανε έναν ήχο που θύμισε στη Μαιρούλα ειρωνικό βήχα, έκανε μερικά νοήματα με το μπροστινό του ζευγάρι ποδιών, ο κύκλος διαλύθηκε, ο μέρμηγκας χάθηκε ανάμεσα στα άλλα μερμήγκια και η πομπή συνέχισε την πορεία της σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

 

 

"Οι ενοχές δεν βοηθούν σε απολύτως τίποτα" είπε τότε η Νεράιδα της Δικαιοσύνης. "Εσύ αδελφή μου θα έχεις όλη την αιωνιότητα για να διορθώσεις ό,τι κακό είχες κάνει με έργα που θα είναι καλά, με πράξεις που θα αποτρέπουν το κακό. Όχι με άλλες κακές πράξεις που δεν διορθώνουν τίποτα. Και συ το ίδιο, Μαιρούλα. Χρησιμοποίησε το δώρο μου - να καταλαβαίνεις τη γλώσσα και τις πράξεις κάθε ζωντανού πλάσματος - σωστά!"

 

Και με αυτά τα λόγια, οι δύο νεράιδες της Δικαιοσύνης και της Κατανοήσης, πέταξαν με τα διάφανα φτερά τους προς τον ουρανό και χάθηκαν, πριν προλάβει να τις ρωτήσει πώς θα βγει από το δάσος.

 

Τότε, άκουσε ένα σφύριγμα από την πομπή των μερμηγκιών λίγο πιο πέρα.

 

"Θα έρθεις; Τελειώσαμε για σήμερα και πηγαίνουμε για τη φωλιά με ένα σωρό ωραία λάφυρα. Δεν θα σε περιμένουμε και για πολύ όμως!"

 

 

Χαρούμενη η Μαιρούλα ακολούθησε την μερμηγκοπομπή (προσέχοντας πολύ να μην πατήσει κανένα). Τότε ακούστηκε πάλι η φωνή του μέρμηγκα - ή μήπως ήταν φωνή πολλών μερμηγκιών μαζί; - να λέει:

 

"Πάντως--" είπε και σταμάτησε για λίγο ώστε τα λόγια του να πάρουν την βαρύτητα που έπρεπε, "--πάντως, αν κάποιος δικός σας που πατάει μερμήγκια ή άλλα ζοΐφια ή μας εξολοθρεύει ή κάνει κακό σε άλλα ζώα, ανακαλύψει ένα στρατό ολόκληρο απ'τα ξαδέλφια μας τους τερμίτες να του τρώνε το σπίτι λίγο-λίγο, ας μην αναρωτηθεί γιατί διάλεξαν το δικό του και όχι του γείτονά του!"

 

"Μα-- νόμιζα πως δεν μπορούσατε να εκδικηθείτε κανέναν--" ψέλλισε η Μαιρούλα απορημένη.

 

"Όχι εμείς, χρυσή μου. Ούτε είναι εκδίκηση. Όλοι έχουμε το ρόλο και τη θέση μας, έτσι κι αλλιώς. Είναι οι κρυφοί νόμοι και ρυθμοί της Φύσης αυτοί--" είπε ο μέρμηγκας και σώπασε. Το κοριτσάκι είδε τότε πεταμένη κάτω τη μυγοσκοτώστρα που της είχε φύγει από τα χέρια όταν την είχε αρπάξει η μάγισσα.

 

Τη σήκωσε σιωπηλή και συνέχισε να ακολουθεί τα μερμήγκια.

 

Δεν πέρασε πολλή ώρα και βγαίνοντας από το δάσος, το κοριτσάκι είδε λίγο πιο πέρα τα πρώτα σπίτια της μικρής πόλης της.

 

Ευχαρίστησε τη μερμηγκοπομπή και έτρεξε ανακουφισμένη στο σπίτι της.

 

Η μητέρα της ήταν ανάστατη! Η μέρα είχε προχωρήσει και κόντευε μεσημέρι. Φυσούσε αεράκι αλλά έκανε και αρκετη ζέστη ώστε όλα τα παράθυρα στο σπίτι ήταν ανοιχτά.

 

"Με έχουν τρελάνει οι μύγες και τα μερμήγκια σήμερα" φώναξε η μητέρα. "Δεν καταλαβαίνω τι ψάχνουν και γυρνούν πέρα-δώθε μέσα σε όλο το σπίτι. Και κάνει πολλή ζέστη, αλλά θέλω να είναι ανοιχτά τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι!"

 

Η Μαιρούλα ένιωσε αμέσως πως οι μύγες ακολουθούν ή κάποια μυρωδιά ή ρεύματα που οι ίδιες ήξεραν να αντιλαμβάνονται αλλά όχι οι άνθρωποι.

 

Άπλωσε το χέρι της προς το ανοιχτό παράθυρο και με το νου της είπε:

 

"Δρόμο! Και μη σας ξαναδώ μέσα στο σπίτι. Θα σας αφήσω μισό ροδάκινο μετά έξω στον κήπο για φαγητό, αλλά δεν θα ξαναμπείτε εδώ! Και εσείς--" είπε σε μερικά μερμήγκια που ήδη κατέβαιναν από το παράθυρο της κουζίνας πάνω στο νεροχύτη "--θα σας φέρω μετά κοντά στη φωλιά σας όσα ψίχουλα μείνουν από το μεσημεριανό. Αλλά τώρα, έξω! Σύμφωνοι;"

 

Οι μύγες έφυγαν από το παράθυρο, τα μερμήγκια ανέστρεψαν τη φορά τους και βγήκαν έξω το ένα στη σειρά πίσω από το άλλο, και πράγματι δεν ξαναμπήκαν στο σπίτι ούτε εκείνη την ημέρα, ούτε κάποια άλλη. (Ε, κι αν έμπαινε πού και πού κανένα μερμηγκάκι ή μυγούλα με περιπετειώδη διάθεση, δεν ήταν και τίποτα το τρομερό).

 

Και η Μαιρούλα βέβαια δεν ξαναέκανε κακό σε κανένα ζουζούνι γιατί ήξερε πια τον τρόπο να συνεννοείται μαζί τους (ακόμα και με τα πιο στριφνά και αιμοδιψή κουνούπια).

 

Εκείνο το μεσημέρι πάντως, όταν ο πατέρας της γύρισε στο σπίτι από τη δουλειά και η οικογένεια κάθησε για φαγητό, η μητέρα της είπε:

 

"Πραγματικά δεν μπορώ να το καταλάβω. Όλο το πρωί το σπίτι ήταν γεμάτο μύγες και μερμήγκια και ξαφνικά, όταν περίπου γύρισε η Μαιρούλα από τη βόλτα της, εξαφανίστηκαν όλα."

 

"Ίσως πρέπει να αγοράσουμε ένα από εκείνα τα μηχανήματα που μπαίνουν στην πρίζα και διώχνουν μακριά όλα τα ζουζούνια με κάποιο είδος ήχων που παράγουν" είπε ο πατέρας.

 

"Καλή ιδέα" είπε η μητέρα της. "Αρκεί να είναι φιλικά προς το περιβάλλον και προς τους ανθρώπους. Και έτσι δεν θα ξαναχρειαστούμε αυτή την απαίσια μυγοσκοτώστρα."

 

"Ω, δεν ξέρω" είπε η Μαιρούλα πονηρά. "Νομίζω πως δεν θα το χρειαστούμε ούτε αυτό, ούτε τη μυγοσκοτώστρα πια."

 

"Τι θέλεις να πεις;" ρώτησε παραξενεμένος ο πατέρας της.

 

"Νομίζω πως κανένα ζουζουνάκι δεν θα μας ενοχλήσει ξανά μέσα στο σπίτι. Και τη μυγοσκοτώστρα την-- έχασα κάπου" είπε εκείνη.

 

"Και πώς το ξέρεις ότι δεν θα μας έρχονται ζουζούνια; Απέκτησες μήπως κάποια μαγική ικανότητα όπως οι χαρακτήρες στα βιβλία της μαμάς σου, εσύ που αντιπαθούσες τόσο τα έντομα;" ρώτησε ο πατέρας της γελαστά.

 

"Μπορεί και να απέκτησα, μπαμπά" είπε η Μαιρούλα βγάζοντας παιχνιδιάρικα τη γλώσσα της στον πατέρα της.

"Και-- μαμά; Θα ήθελα να διάβαζα κανένα από τα βιβλία σου. Ίσως κάποιο με νεράιδες και άλλο ένα για οικολογία."

 

*******

ΤΕΛΟΣ

 

Διον. Τζαβάρας, Νοέμβριος 2008

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Χοχοχοχο! Αυτός είσαι!

Τόσα και τόσα χαζά παραμύθια έχω διαβάσει. Τούτο είναι πραγματικά υπέροχο και δε καταφεύγει σε χαζή μαγική επικράτηση της καλοσύνης.

Και τα μυνήματά του τα είχε, και απρόβλεπτο ήταν και καθαρά κάθε πράξη είχε μια λογική αντίδραση.

Εύγε! Αυτό είναι παραμύθι με τα όλα του! Από τα καλύτερα διηγήματα του είδους του που πέτυχα εδώ στο φόρουμ.

Δεν έχω κανένα αρνητικό σχόλιο και καμία συμβουλή να σου δώσω. Είναι άψογο από μένα ως έχει.

Link to comment
Share on other sites

H μαγεία σε ένα παραμύθι μπορεί να συμβολίζει πολλά πράγματα και να μην είναι deus ex machina βέβαια, αλλά χαίρομαι που σ'άρεσε η ιστορία και σ'ευχαριστώ για το σχόλιο. :)

Link to comment
Share on other sites

Πάρα πολύ όμορφο παραμύθι πραγματικά. Η μεταμόρφωση της Μαιρούλας ήρθε με πολύ εφευρετικό τρόπο. Ωραίοι χαρακτήρες όλοι τους: από τα μερμήγκια εως τις δύο μάγισσες αλλά και η ευαίσθητη μαμά.

 

[σπαμ]διαβάζοντάς το μου ήρθε ένας τρελός φόβος που είχα κάποτε παρατηρώντας τα μερμήγκια: τα πατάμε θεωρώντας ότι είναι κατώτερα όντα ενώ αυτά αποδεδεγμένα έχουν κοινωνίες, επικοινωνίες κλπ. Για φαντάσου και μεις για "κάποιον" να είμαστε μερμήγκια...[/σπαμ]

Link to comment
Share on other sites

Σ'ευχαριστώ πολύ Μαρία! Τώρα που το σκέφτομαι θυμάμαι πολύ αμυδρά πως είχα διαβάσει κάποτε μια ιστορία ε.φ. όπου κάποια εξωγήινα όντα ήταν τόσο διαφορετικά από τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν οι άνθρωποι ήταν νοήμονα όντα ή όχι. Γι'αυτό και έκαναν πειράματα πάνω σε ανθρώπους για να το διαπιστώσουν! :aabduct:

 

Αν και ποτέ δεν υπήρξα Μαιρούλα ακριβώς, δεν μπορώ να πω πως δεν έχω καθαρίσει μύγες και ειδικά κουνούπια. Όταν έχεις κοιμηθεί στις 2, πρέπει να ξυπνήσεις για δουλειά στις 6.30 και έχεις ένα κουνούπι-βαμπίρ να σε έχει ρουφήξει και γεμίσει καντήλες, τότε σε πιάνει λίγο αμόκ! Εμένα τουλάχιστον με πιάνει!

 

(Πάντως, γλύτωσα από τα κουνούπια είτε με λίγη citronella τα καλοκαίρια όταν είμαι διακοπές, είτε στο σπίτι αφήνοντας μια αράχνη να πλέξει τον ιστό της ανάμεσα στο ξύλο του παράθυρου και μιας βιβλιοθήκης. Αφήνω και το παράθυρο πού και πού ανοιχτό για να κάνει η "Υoyo" τις βόλτες της. Το κακό είναι πως είναι πολύ ιμπεριαλίστρια και αν την άφηνα θα γέμιζε όλο το σπίτι ιστούς, οπότε της κόβω τον πολύ αέρα. Πάντως κουνούπια δεν ξαναείχα από τότε!)

 

Παρόλο που δεν είμαι τόσο ευαίσθητος όσο ίσως η μαμά της Μαιρούλας στην ιστορία ποτέ δεν θα βασάνιζα ένα ζώο, αλλά κάποτε μικρός είχα βασανίσει μια μύγα και ένα μερμήγκι και η τιμωρία μου, ούτως ειπείν, είναι να το θυμάμαι ακόμα και να με ενοχλεί η ανάμνηση αυτή ακόμα και μετά από τόσες δεκαετίες.

 

Ίσως μου βγήκε αυτή η ιστορία σαν προσπάθεια "εξιλέωσης". Δεν ξέρω...

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..