Jump to content

Αλιέρ


Recommended Posts

1.

 

Στην χιλιοστή εξηκοστή ενδέκατη εποχή της ηγεμονίας των Βισερόνων, όταν η πριγκίπισσα Αλιέρ ήταν μόλις εφτά ετών, ονειρεύτηκε για πρώτη φορά τον Ζουλ-Μπασίρ. Ξύπνησε ταραγμένη από τον εφιάλτη της και το κλάμα της αντήχησε στους αλαβάστρινους διαδρόμους του παλατιού του Αν-Μαρ Καπιέ. Θορυβημένοι, έτρεξαν αμέσως στο πλευρό της οι γονείς της, ο βασιλιάς Μόρκοβας και η βασίλισσα Βέρβια. Θεράπαινες, νταντάδες και κυρίες της αυλής μαζεύτηκαν έξω από την πτέρυγα της μικρής πριγκίπισσας αναμένοντας ένα πρόσταγμα. Το βασιλικό ζεύγος λάτρευε την κόρη τους και δεν επέτρεπαν παλατιανό πρωτόκολλο να εμποδίζει την αγάπη που έτρεφαν για το παιδί τους.

 

Ο Μόρκοβας και η Βέρβια ανήκαν σε αρχαίους βασιλικούς οίκους τους οποίους κάποτε χώριζε μίσος αιώνων. Ένα μίσος που είχε στοιχειώσει τον γαλαξία με την αιμοδιψή του φύση. Ένας πόλεμος δίχως τέλος και τρομερές εχθροπραξίες που είχαν στοιχίσει και στις δύο πλευρές εκατομμύρια ζωές. Δεν χρειάστηκε παρά ένα τυχαίο βλέμμα σε κάποια από τις σπάνιες συναντήσεις των δύο εμπολέμων για την ανταλλαγή αιχμαλώτων και τραυματιών. Ο πρίγκιπας Μόρκοβας επέβλεπε σαν διπλωμάτης την ομαλή διεκπεραίωση των διαδικασιών, ενώ η πριγκίπισσα Βέρβια εργαζόταν σαν απλή νοσοκόμα στην αντίπαλη αποστολή, φροντίζοντας όμως ταυτόχρονα τους τραυματίες και των δύο πλευρών. Σε εκείνο το βλέμμα αιχμαλωτίστηκαν οι δύο νέοι γαλαζοαίματοι, χωρίς να φαντάζονται την μεγαλειώδη στροφή που θα προκαλούσαν στα πράγματα. Το πάντρεμα τους δεν ήταν αποτέλεσμα πολιτικής σκέψης αλλά αληθινού έρωτα. Τα δύο τους βλαστάρια, ο πρίγκιπας Σαρμάνος και η πριγκίπισσα Αλιέρ, ήταν παιδιά γνήσιας αγάπης. Σαν πρώτος διάδοχος στον θρόνο, ο πρίγκιπας δεν είχε αποφύγει το παλατιανό πρωτόκολλο, με το βάρος των ευθυνών του ορατούς από την τρυφερή του ηλικία. Το αγόρι κουβαλούσε ήδη στο πρόσωπο του το απαθές, γαλαζοαίματο ύφος. Στην Αλιέρ όμως είχαν αφήσει διάχυτη όλη τους την προσωπική φροντίδα. Ούτε ο βασιλιάς, ούτε η γυναίκα του θέλανε να μεταδώσουν στην κόρη τους αυτά που είχαν υποστεί στην δική τους ανατροφή. Ρομαντικοί και ονειροπόλοι και οι δύο, είχαν κερδίσει το πρώτο και πιο σημαντικό στοίχημα καθιερώνοντας την ειρήνη στον γαλαξία. Το κακό όμως δεν επαναπαύεται ποτέ και δεν θα επέτρεπε την συνέχιση της ευτυχίας στον οίκο των Βισερόνων για πολύ.

 

«Τι έπαθες μικρή μου Αλιέρ;» ρώτησε ο Μόρκοβας την κόρη του.

Το κοριτσάκι βγήκε από τα ζεστά σεντόνια και μπουσουλώντας πάνω στην πολύχρωμη και αφράτη του κουβέρτα χώθηκε στην ρόμπα του πατέρα του. Της είχαν μείνει ένας-δύο λυγμοί ακόμα και τα μάγουλα της ήταν υγρά από τα δάκρυα. Μούσκεψε την αστραφτερή φανέλα του βασιλιά, και γαντζωμένη πάνω στο στήθος του άρχισε να ηρεμεί κάπως. Η βασίλισσα ήταν απασχολημένη να κάνει νοήματα στις Ασήλιες, υπηρέτριες της νύχτας που έμεναν αθέατες στις σκιές των βασιλικών δωμάτων, για να φέρουν κοντύτερα στο κρεβάτι τις θερμάστρες. Μόλις τέλειωσαν το έργο τους αποσύρθηκαν στην φαινομενική τους ανυπαρξία. Σαν τους γονείς της, τις είχε συνηθίσει και η Αλιέρ. Δεν αναρωτιόταν ποτέ για την εκάστοτε παρουσία ή απουσία τους. Δεν τις σκεφτόταν ούτε όταν ήταν μόνη της τα βράδια. Το μόνο που είχε εντυπωθεί στο ταραγμένο της μυαλουδάκι εκείνο το βράδυ ήταν πως ο μπαμπάς και η μαμά της είχαν ακούσει το κάλεσμα της και είχαν τρέξει στο πλευρό της. Τώρα ήταν κυκλωμένη και προστατευμένη από την δυνατή, γοητευτική παρουσία του βασιλιά και τα πανέμορφα χαρακτηριστικά της βασίλισσας. Πόσο τους αγαπούσε. Ήταν ξύπνια και τους είχε ζωντανούς δίπλα της, κι όχι νεκρούς, διαμελισμένους μέσα στο αίμα τους, όπως στο ταραγμένο υφαντό του ύπνου της.

 

«Είδες ένα κακό όνειρο κόρη μου» είπε καθησυχαστικά ο βασιλιάς. «Πέρασε τώρα και πάει.»

Η ρόμπα του πατέρα της ήταν από δέρμα κιφρίνου, ένα ζώο με φυσικές τσέπες μέσα στις οποίες μεγαλώνει τα μικρά του. Η Αλιέρ λάτρευε την αίσθηση εκείνης της γούνας, της άρεσε να κουρνιάζει μέσα στην ρόμπα ακόμα και όταν δεν την φορούσε ο πατέρας της. Αλλά ακόμα περισσότερο όταν την είχε εκείνος πάνω του.

«Είσαι το μικρό μου κιφρινάκι» της έλεγε κι εκείνη ξεκαρδιζόταν στα γέλια.

Γαντζωμένη πάνω του, τυλιγμένη με τη ρόμπα του, να νιώθει το χτυποκάρδι του πάνω στο μάγουλο της, δεν υπήρχε ομορφότερη αίσθηση για εκείνη.

 

Ήπιε μια κούπα με ζεστό γάλα και σιρόπι που της έδωσε η μητέρα της και γλύκανε το μέσα της. Οι κώνοι στην κορυφή των θερμαστρών φεγγοβολούσαν χρυσοί, δίνοντας στα γλυπτά και τις ζωγραφιές στις αψίδες που κοσμούσαν το κρεβάτι της μια ονειρεμένη απόχρωση. Ίσως έξω από το κρυστάλλινο παράθυρο που κάλυπτε τον απέναντι τοίχο να επικρατούσε η νύχτα, με την παγωμένη λιμνοθάλασσα αθέατη, όμως η αγάπη των δικών της και τα χρώματα που την περιστοίχιζαν έδιωξαν εκείνη την στιγμή τους φόβους της.

 

«Και ο Ζουλ-Μπασίρ; Τι θα γίνει αν μας βρει;» ρώτησε με παράπονο η Αλιέρ.

Ο Μόρκοβας και η Βέρβια κοιτάχτηκαν και μια σκιά διαπέρασε το βλέμμα τους.

«Μη φοβάσαι κορίτσι μου» της είπε ο πατέρας της. «Δεν βλέπεις κάθε μέρα τους τρομερούς φρουρούς μας; Τους γενναίους μας αξιωματικούς που έρχονται και φεύγουν από κάθε γωνιά του βασιλείου μας; Τα πολεμικά μας σκάφη που παρελαύνουν στις γιορτές μας. Όλη μας η επικράτεια είναι ασφαλής κι ευτυχισμένη. Κανείς δεν μπορεί να μας πειράξει εδώ.»

Η Αλιέρ προσπάθησε να θυμηθεί πάλι το όνειρο της. Είχε δει έναν πλανήτη σκαμμένο απ’ άκρη σ’ άκρη. Χιλιάδες εργάτες έσκαβαν ασταμάτητα, έσκαβαν βαθιά, έσκαψαν πιο βαθιά από όσο ήταν συνετό. Και ελευθέρωσαν έναν τρομερό δαίμονα που ξεχύθηκε μανιασμένος από την φυλακή του για να μαυρίσει το σύμπαν. Και πρώτος του στόχος ήταν το βασιλικό ζευγάρι του Οίκου των Βισερόνων. Η Αλιέρ ήξερε το όνομα του δαίμονα. Ήταν Ζουλ-Μπασίρ και ήθελε να επιστρέψουν οι πόλεμοι στον γαλαξία. Δεν άντεχε την ευτυχία που επικρατούσε στις καρδιές των ανθρώπων. Δεν άντεχε την αγάπη του βασιλιά για την βασίλισσα.

 

Ο Μόρκοβας πήρε την κόρη του αγκαλιά και πήγε να καθίσει στην αναπαυτική πολυθρόνα δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Η θερμάστρες τους ακολούθησαν παρά πόδας. Η βασίλισσα βγήκε από το δώμα για να δώσει κάποιες οδηγίες στην ομάδα που φρόντιζε τις ανάγκες της πριγκίπισσας. Κυρίως ήθελε να κάνει ερωτήσεις και να μάθει για τις τελευταίες μέρες της κόρης της. Με ποιους εξωαυλικούς είχε έρθει σε επαφή, τι είχε διαβάσει, τι είχε συζητήσει με τους δασκάλους της, αν είχε ακούσει ειδήσεις από μακρινούς τόπους, και πως μπορούσε να ξέρει το όνομα του Ζουλ-Μπασίρ.

 

«Σου είπα τα νέα που ήρθαν σήμερα από την Αρθιφανία;» είπε ο πατέρας της εξαφανίζοντας τις ρυτίδες από το μέτωπο του.

Ο Μόρκοβας ήταν τριάντα ενός χρονών, από τα είκοσι του όμως είχε μια ασημένια κόμη που έφτανε ως τους ώμους του. Με το αντίστοιχο μούσι μετέδιδε μια ηγεμονική ωριμότητα που ήταν όντως εκεί, κι ας μην είχε σχέση με την εμφάνιση του. Παρά τα νιάτα του ώμος, δεν μπορούσε να κρύψει της γραμμές που χαράκωναν το πρόσωπο του μετά από δέκα χρόνια έγνοιες. Τον συνόδευαν με το στέμμα, δεν γινόταν αλλιώς. Η Αλιέρ ανησυχούσε όποτε έβλεπε το μέτωπο του πατέρα της να ζαρώνει. Όταν στεκόταν σκυμμένος πάνω από τους χάρτες με τους αξιωματικούς του, όταν κάποιος αυλικός του ψιθύριζε νέα, όταν μάθαινε κάποια αταξία του πρίγκιπα Σαρμάνου. Ήθελε να απλώσει το χέρι της σε εκείνο το μέτωπο και με ένα άγγιγμα να διώξει τις στενοχώριες του μακριά. Πως αναγάλλιαζε η καρδιά της όταν γελούσε ο πατέρας της, με το χαρακτηριστικό, τρανταχτό του γέλιο. Ήταν η καμπάνα που σήμαινε τον τερματισμό στη θλίψη, η ένδειξη πως τώρα έβαιναν όλα καλά στο βασίλειο. Τις πρόσεξε τις ρυτίδες η Αλιέρ και αυτό το βράδυ. Όταν ανέφερε το όνομα του Ζουλ-Μπασίρ. Και είχε μετανιώσει που το είχε πει. Τώρα όμως ο βασιλιάς είχε κρύψει κατά έναν τρόπο τις έγνοιες από το πρόσωπο του και χαμογελούσε στην κόρη του.

«Μου είπε κάτι η Νίνα, αλλά πες μου» έκανε σαν καθώς πρέπει δεσποινίδα η Αλιέρ.

Η Νίνα ήταν μία από της συντρόφους της Αλιέρ, και είχε μόλις τα διπλά χρόνια της πριγκίπισσας.

«Η Νίνα ε; Δεν προλαβαίνω πια τίποτα να στο φτάσω πρώτος. Όλοι σ’αυτό το παλάτι μιλούν, γλώσσα δεν λένε να βάλουν μέσα. Μεγάλη κουτσομπόλα η Νίνα λοιπόν.»

Η Αλιέρ γέλασε καλοδιάθετα και του τράβηξε τη φανέλα.

«Πες μου» είπε με ψεύτικο παράπονο.

 

«Το Παλάτι του πρίγκιπα Προπρούπι τέλειωσε!» είπε με στόμφο ο Μόρκοβας.

Η Αλιέρ λύθηκε στα γέλια.

«Παβορούπι!»

«Α ναι; Του Παβορούπι λοιπόν» είπε ο βασιλιάς. «Είναι κατασκευασμένο ολόκληρο από κόκκινο χαλαζία και κρέμεται στο χείλος του πιο απύθμενου φαραγγιού του πλανήτη. Διαθέτει τεράστιους κήπους γεμάτους ευωδιαστά φυτά και ζώα από το Σεπτόριο σύστημα που διατηρεί παρόμοιο κλίμα με την Αρθιφανία. Τα παράθυρα του παλατιού έχουν διακοσμηθεί με διάφανες πολύτιμες πέτρες που γεμίζουν τα δώματα με παραδεισένιους χρωματισμούς…»

«Η Νίνα άκουσε πως ο πρίγκιπας πάχυνε πολύ» διέκοψε η Αλιέρ.

«Κι άλλο; Όντως τρώει πολύ αυτό το παιδί. Από τα δέκα του μοιάζει κιόλας με τον μπαμπά του. Μην ανησυχείς κορίτσι μου. Έχεις άλλους τρεις μνηστήρες που περιμένουν την έγκριση σου. Ας βρει άλλη νύφη ο Προπρούπι για το παλάτι του.»

«Εγώ μοιάζω καθόλου της μαμάς;»

Την κοίταξε με το βλέμμα που την έκανε να λιώνει.

«Καρδιά μου. Όμορφη μου πρασινομάτα. Κάθε μέρα τη μοιάζεις όλο και πιο πολύ. Όλοι το βλέπουν αυτό. Εσύ δεν το βλέπεις;»

«Τότε κι εγώ θέλω να παντρευτώ κάποιον που θα μοιάζει με σένα. Και κανένας από τους μνηστήρες δεν σου μοιάζει.»

Ο βασιλιάς γέλασε εγκάρδια.

«Είναι νωρίς ακόμα. Δώσ’τους μια ευκαιρία να μεγαλώσουν.»

«Κι αν στο τέλος δεν μου αρέσει κανένας;»

Επέστρεψαν οι ρυτίδες στο μέτωπο του βασιλιά.

«Τότε θα έχω φασαρίες με τέσσερις πολύ τσατισμένους ηγεμόνες» είπε και την κοίταξε για λίγο αυστηρά πριν σπάσει πάλι σε ένα χαμόγελο. «Αλλά θα τους πω ‘Πρώτα έρχεται η ευτυχία της Αλιέρ μου, και μετά όλα τα άλλα! Κι ας τολμήσει να πει κανείς τους κάτι!»

«Και θα βρούμε κάποιον που θα μας αρέσει;»

«Μα φυσικά, αγάπη μου, το αμφιβάλλεις; Εσύ μια μέρα θα κάψεις πολλές καρδιές. Όταν έρθει η ώρα σου να παντρευτείς, θα είσαι τόσο όμορφη που θα έρχονται παλικάρια από τα πιο μακρινά βασίλεια για να ζητήσουν το χέρι σου. Εσύ το μόνο που θα έχεις να κάνεις είναι να τους συναντάς, να τους εκτιμάς και να λες ‘Ευχαριστώ που ήρθατε από τόσο μακριά για μένα. Ήταν τιμή μου’. Και θα τους στέλνεις πίσω στον τόπο τους.»

«Κι αν μου αρέσει κάποιος;»

«Τότε αυτός θα γίνει ο άντρας σου.»

«Κι αν δεν έχει παλάτια;»

 

Ο βασιλιάς κατσούφιασε, αλλά μόνο μισοσοβαρά. Κοίταξε στραβά την κόρη του.

«Χωρίς παλάτια; Τι είναι αυτά που λες; Πως σου μπήκαν τέτοιες ιδέες.»

«Η Αλπάνα, η δασκάλα μου, λέει πως υπάρχουν και φτωχοί πρίγκιπες.»

«Ναι αυτό είναι αλήθεια…» Ο βασιλιάς πήρε μια κωμική γκριμάτσα και έκανε πως κοίταζε γύρω στο δωμάτιο.

«Μήπως τον βρήκες κιόλας τον πρίγκιπα σου; Κανέναν κουρελή και μου τον κρύβεις εδώ μέσα;»

Η Αλιέρ γέλασε με την καρδιά της, η ανάμνηση του εφιάλτη εξαφανισμένη από το κεφαλάκι της.

«Όχι μπαμπά…»

Άπλωσε το δυνατό, στιβαρό του χέρι και χάιδεψε σαν πνοή το μάγουλο της κόρης του.

«Κιφρινάκι μου. Μια μέρα θα γνωρίσεις όλη εκείνη την ευτυχία που σου αξίζει. Θα παντρευτείς ένα τυχερό παλικάρι που θα σε λατρεύει, κι αν δεν έχει παλάτι θα σας το χτίσω εγώ για να ευτυχίσετε εκεί μέχρι τα γεράματα σας ανάμεσα στα παιδιά και τα εγγόνια σας.»

Η Αλιέρ χαμογέλασε και της ξέφυγε ένα χασμουρητό. Εδώ και αρκετή ώρα ο ουρανός είχε αποκτήσει την απόχρωση της αυγής και ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να αναδύεται πίσω από τους γαλάζιους παγετώνες στον ορίζοντα. Πέρα από την αποβάθρα του παλατιού, η αχανής έκταση της παγωμένης λιμνοθάλασσας έλαμπε λευκή και άδεια, σαν μια εικόνα από τα μελλούμενα. Το κεφαλάκι του μικρού κοριτσιού ακούμπησε κοιμισμένο πάνω στο στήθος του βασιλιά, και το ένιωσε τόσο βαρύ που αναστέναξε η ψυχή του. Ήταν μεγάλος και δυνατός ηγέτης, μπορούσε να ονειρεύεται το καλύτερο μέλλον για το βασίλειο και τους δικούς του, να ορίσει όμως την μοίρα, τέτοια δύναμη δεν διέθετε. Θα πάσχιζε για το καλύτερο και θα έτρεμε σαν κοινός θνητός για το αναπόφευκτο.

 

«Νοβί»

 

Άνοιξε τα μάτια του στο σκοτάδι. Ο πανικός ήταν στιγμιαίος. Σχεδόν αμέσως δεν θυμόταν καν ποια ήταν η λέξη. Η φωνή όμως, είχε αναγνωρίσει την φωνή. Γύρισε ανάσκελα και κοίταξε το ταβάνι. Από πού κι ως που; Είχε χρόνια να τη σκεφτεί. Πολύ περισσότερα να την ονειρευτεί. «Ψέματα» είπε μια φωνή μέσα του και την αγνόησε. Ένιωθε παράξενα. Δεν κοιμόταν ελαφρά. Όταν τον έπαιρνε ο ύπνος δεν μπορούσε να τον ξυπνήσει ούτε σεισμός. Κι όταν κατάφερνε να ανασηκωθεί, τον έπαιρνε ώρα να ξεμπλέξει τους ιστούς του Μορφέα από το μυαλό του. Είχε απολυθεί από τρεις δουλειές επειδή δυσκολευόταν να ξυπνήσει στην ώρα του. Τώρα όμως είχε ξυπνήσει ξαφνικά, στα μισά της νύχτας, του είχε μιλήσει η φωνή της στο ασυνείδητο του, και το μυαλό του ήταν καθαρό και ξάστερο, χωρίς κανένα ίχνος νύστας στα βλέφαρα του. Άκουσε ένα δύο περαστικά αυτοκίνητα από τον παραλιακό δρόμο και ρέμβασε τα ίχνη από τους προβολείς τους πάνω στο ταβάνι και το φωτιστικό του.

 

Έστρεψε την προσοχή του στην Ελένη, που κοιμόταν γυμνή δίπλα του. Είχε γυρίσει στον ύπνο της, με την πλάτη της στραμμένη προς εκείνον, και η κουβέρτα είχε γλιστρήσει από τον ώμο της. Άπλωσε το χέρι του να την σκεπάσει και το χέρι του πάγωσε στα μισά. Το τράβηξε πίσω. Φοβόταν μην την ξυπνήσει. Φοβόταν μην προδώσει σε εκείνη την πράξη μια τρυφερότητα που εκείνη μπορεί να παρεξηγούσε. Δεν ήταν ακόμα έτοιμος για κάτι τέτοιο. Ούτε ήξερε αν θα ήταν ποτέ. Την είχε γνωρίσει μόλις πριν τρεις μήνες. Αυτή ήταν η πρώτη νύχτα που την είχε φέρει στο διαμέρισμα του. Εκείνη είχε δει την κίνηση του με νόημα. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι αυτό. Το είχε ξαναζήσει το έργο άπειρες φορές. Τέλειωνε πάντα με δάκρυα. Τα δικά τους δάκρυα. Δεν έφταιγε αν διάλεγαν να βλέπουν νοήματα και ερμηνείες σε κάθε του πράξη και κουβέντα. Τώρα βρίσκονταν στην φάση «αυτό είναι το σπίτι μου.» Στο δικό της είχε πάει αρκετές φορές, όμως πάντα φρόντιζε να φεύγει πριν ξημερώσει κι ας του ζητούσε εκείνη να μείνει.

 

Προσπάθησε να θυμηθεί το περιεχόμενο του ψυγείου του. Θα έπρεπε να ετοιμάσει κάτι για το πρωινό τους αλλά απορροφημένος από την τελευταία του δουλειά είχε αμελήσει τα ψώνια. Αναρωτιόταν αν έχει αβγά όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο καθιστικό. Ο ήχος τον ξάφνιασε. Ήταν η ακίνητη συσκευή του και χτυπούσε πολύ σπάνια. Κοίταξε τους αριθμούς στο ψηφιακό ξυπνητήρι του κομοδίνου. Ήταν τέσσερις η ώρα το πρωί. Ποιος μπορούσε να του τηλεφωνεί τέτοια ώρα; Συνήθως ο Σωτήρης τον ξυπνούσε σε περίεργες ώρες, όταν τύχαινε κάτι έκτακτο, αλλά τον έπαιρνε πάντα στο κινητό του. Το κουδούνισμα ενόχλησε την Ελένη που κάτι μουρμούρισε στον ύπνο της και τράβηξε η ίδια την κουβέρτα πάνω στον ώμο της.

 

Ο Νίκος σηκώθηκε προσεκτικά έτσι ώστε να μην την ξυπνήσει και πήγε ξυπόλητος στο καθιστικό να προλάβει το τηλέφωνο. Το είχε στο τραπεζάκι, δίπλα στον δερμάτινο καναπέ, μαζί με τα κοντρόλ της τηλεόρασης, του dvd, του βίντεο και του στερεοφωνικού. Ψαχούλεψε στα γρήγορα στο σκοτάδι μέχρι να πετύχει το ακουστικό.

«Εμπρός;»

«Τον Νικόλαο Καπάτση παρακαλώ» είπε μια φωνή που του ήταν μεν γνώριμη, του ήταν όμως αδύνατο να της δώσει πρόσωπο ή όνομα.

Δεν ήξερε πώς να αισθανθεί. Υπήρχε επισημότητα αλλά και ευγένεια στα λόγια του ομιλητή. Ασύμβατος συνδυασμός.

«Ο ίδιος.»

«Ζητώ συγνώμη παιδί μου για το ακατάλληλο της ώρας, έχω δώσει όμως υπόσχεση σε πολύ καλό φίλο να σε πάρω αμέσως τηλέφωνο αν…συνέβαινε κάτι…»

«Ποιος είστε;»

«Ίσως με θυμάσαι. Είμαι ο Αρμπάνης, ο γιατρός. Ο Ευάγγελος Αρμπάνης. Σου τηλεφωνώ από τον Άγιο Κηρύκο. Με θυμάσαι τώρα;»

Ναι, φυσικά και τον θυμόταν. Τα πόδια του βάρυναν ξαφνικά και κόλλησαν στο μαρμάρινο πάτωμα. Ένιωσε να ανοίγει ένα χάσμα από κάτω του, έτοιμο να τον καταπιεί.

«Ο πατέρας;»

«Ναι, παιδί μου. Λυπάμαι πολύ. Θα μπορούσα να περιμένω μέχρι το πρωί, αλλά…»

«Δεν πειράζει…Τι συνέβη;»

«Η καρδιά του.»

Η καρδιά του. Τελικά, μετά από χρόνια, τον είχε διεκδικήσει εκείνη. Και ο Νίκος δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να συμφιλιωθεί μαζί του.

«Άκου Νίκο παιδί μου…ε…»

Τώρα μπορούσε να δει την εικόνα του γιατρού στο μυαλό του. Ψηλός, αδύνατος, αρχοντικός άντρας. Γκρίζα μαλλιά, κοντοκουρεμένα, με μουστάκι αλλά το σαγόνι πάντα φρεσκοξυρισμένο. Ντυνόταν στην τρίχα και ευωδίαζε ευχάριστα από after-shave. Ήταν ο μοναδικός φίλος του πατέρα του, ενός μονόχνοτου ψαρά χωρίς συγγενείς ή άλλη συντροφιά. Ήταν όμως και ο γιατρός τους. Ο Νίκος είχε μάθει να μη φοβάται τους γιατρούς στο ιατρείο του. Τώρα ο Αρμπάνης δίσταζε να συνεχίσει.

«Πείτε μου…» τον προέτρεψε.

«Τον φέρανε τώρα το βράδυ. Ο πατέρας σου κατέληξε στην ύπαιθρο, έξω από το νεκροταφείο στον Κάλαμο. Θα ήταν νεκρός δύο ή τρεις μέρες. Θα πρέπει να τον κηδέψουμε το πρωί.»

«Δεν θα προλάβω την κηδεία.»

«Λυπάμαι πολύ παιδί μου.»

«Δεν πειράζει κύριε Αρμπάνη. Θα μου ήταν αδύνατο να φύγω αμέσως. Έχω μια πολύ σημαντική δουλειά αύριο το πρωί. Κάτι που δεν αναβάλλεται με τίποτα. Στην πρώτη όμως ευκαιρία θα έρθω.»

Ο πατέρας του ήταν νεκρός. Αυτό δεν επρόκειτο να αλλάξει. Ποτέ πια.

«Τηλεφώνησε μου μόνο πριν έρθεις για να ξέρω να σε περιμένω» είπε ο γιατρός.

«Ναι, φυσικά.»

«Τα συλλυπητήρια μου Νίκο παιδί μου. Ίσως δεν τα πηγαίνατε καλά, ο πατέρας σου όμως ήταν καλός άνθρωπος και σ’αγαπούσε. Κι εγώ έχασα έναν πολύτιμο φίλο.»

«Ναι…γεια σας…»

 

Κατέβασε το ακουστικό. Δεν ήθελε να συνεχίσει άλλο την κουβέντα. Από πάντα αναρωτιόταν γι αυτή τη φιλία ανάμεσα σε έναν ψαρά και έναν γιατρό, και αν έβρισκε το θάρρος θα ρωτούσε κάποια στιγμή τον Αρμπάνη για να μάθει. Αυτή η σχέση όμως ήταν ένα στοιχείο που χάριζε στον πατέρα του μια κάποια εικόνα φυσικότητας, όχι μόνο στα μάτια του γιου του, αλλά και των υπόλοιπων νησιωτών. Ο πατέρας του ήταν παράξενος, κυκλοθυμικός χαρακτήρας, δεν έκανε εύκολα φιλίες, κάποιοι τον φοβούνταν, άλλοι τον θεωρούσαν τρελό. Τα πράγματα είχαν χειροτερέψει μετά τον θάνατο της μητέρας του. Ο Νίκος ήταν μόλις δέκα χρονών τότε, και από εκείνη τη μέρα, μέχρι τη στιγμή που θα έφευγε για τα καλά από την Ικαρία, θα είχε να αντιμετωπίζει έναν παράλογο, μόνιμα μέθυσο πατέρα. Κοίταξε το είδωλο του στον καθρέπτη του σαλονιού. Και όλος εκείνος ο πόνος έμελλε τώρα να μη γιάνει ποτέ, να μη διορθωθεί κανένα λάθος, να μην αποσυρθεί καμία άστοχη κουβέντα. Τον διαπέρασε απέραντη θλίψη. Έτσουξε η μύτη του, τα δάκρυα όμως δεν ήρθαν.

 

Επέστρεψε μηχανικά στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Δεν το περίμενε αλλά κατάφερε να κοιμηθεί για άλλη μια περίπου ώρα. Δεν είδε όνειρα. Ή μάλλον ονειρεύτηκε πως ήταν ξάγρυπνος μέχρι να ξημερώσει. Έκλεισε το ξυπνητήρι πριν το προγραμματισμένο εγερτήριο και πήγε στο μπάνιο για να κάνει ντους. Ένιωθε κουρασμένος και αυτό δεν ήταν καθόλου καλό. Έπρεπε να ξυπνήσει καλά. Το τηλεφώνημα που δέχτηκε τη νύχτα φάνταζε σαν όνειρο που τώρα έσβηνε σαν ψέμα. Μετά το ντους ξυρίστηκε ενώ άκουγε απ’έξω την Ελένη να εξερευνά το διαμέρισμα του. Είχε χτυπήσει την πόρτα του μπάνιου και τον είχε ρωτήσει πως θέλει τα αβγά του. Τελικά, φαίνεται πως είχαν αβγά.

 

Όταν πήγε στην κουζίνα, με το μπουρνούζι, τον περίμενε ένα πολύ γερό πρωινό. Αβγά μάτια, σαλαμάκια μπύρας, κασέρι, αιγυπτιακές πίτες, ένα κομμάτι σοκολάτας και ζεστός καφές φίλτρου. Μόνο ένα μαραμένο μαρούλι είχε μείνει στο ψυγείο.

«Πρέπει να βγω για ψώνια» είπε.

Εκείνη ήρθε, κόλλησε πάνω του και τυλίγοντας τα χέρια της στον σβέρκο του τον φίλησε στο στόμα. Φορούσε μια μεταξένια, κινέζικη ρόμπα που της είχε δανείσει και από μέσα ήταν γυμνή. Η Ελένη ήταν πολύ ψηλότερη από την προηγούμενη της ιδιοκτήτρια και οι γάμπες της εξείχαν δελεαστικά από κάτω.

«Χρόνια σου πολλά μίστερ» του είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια.

Ήταν τα γενέθλια του.

«Πως το ξέρεις;»

«Το είδα στην ταυτότητα σου.»

Είχε ψάξει το πορτοφόλι του. Δεν τον χαροποίησε ιδιαίτερα. Κάθισε στο τραπέζι και με την άκρη της πίτας έσπασε το μάτι στον ένα κρόκο.

«Δεν τα γιορτάζω» της είπε.

Κάθισε απέναντι του και τον κοίταξε περίεργα.

«Γιατί;»

Ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν ξέρω. Δεν τα γιόρτασα ποτέ μου. Δεν το θεωρώ σημαντικό.»

«Έτσι ε;» είπε και του χαμογέλασε.

Μέσα της όμως έτρεχαν απορίες. «Ποιος είναι αυτός ο ξένος με τον οποίο έμπλεξα» σκεφτόταν. Ναι, ο Νίκος το ήξερε το έργο. Είχε όμως κλίση στις ωραίες γυναίκες. Η Ελένη δεν ήταν εξαίρεση. Λεπτά, αλαβάστρινα χαρακτηριστικά, με υπέροχη, ελαφρά ανασηκωμένη μύτη, λεπτά χείλη –η προτίμηση του- και κοντά ξανθά, αν και βαμμένα, μαλλιά. Του άρεσαν πολύ και τα χέρια της. Είχε λεπτά, μακριά δάχτυλα, και σχεδόν υπνωτιζόταν να τη βλέπει να ανάβει και να καπνίζει τα τσιγάρα της.

 

«Πολύ ωραίο το πρωινό που ετοίμασες» είπε, «Δεν ήξερα πως τα είχα όλα αυτά.»

«Ευχαριστώ» του απάντησε και χάθηκαν οι σκιές από τα μάτια της.

Έφαγαν το γεύμα τους χωρίς πολλές κουβέντες. Δεν σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο, ο Νίκος εκτιμούσε τέτοιες σιωπές, ήταν κι ένα τεστ με το οποίο διάλεγε τις σχέσεις του. Ήθελε να μπορεί να νιώθει άνετα με κάποιον χωρίς να βασανίζει το μυαλό του τι να κουβεντιάσει.

«Έχεις πολύ ωραίο διαμέρισμα» του είπε όταν έπιναν τον καφέ τους.

Σε αντίθεση με την Ελένη, ο Νίκος δεν κάπνιζε. Δεν τον ενοχλούσε όμως που κάπνιζε εκείνη. Δεν το απαγόρευε στους άλλους, ούτε στο σπίτι του, ούτε στο αυτοκίνητο του.

«Σε περίμενα πιο τσαπατσούλη, για εργένη δηλαδή» συνέχισε, «Αλλά το σπίτι σου λάμπει από καθαριότητα.»

«Έρχεται μια κυρία δύο φορές την εβδομάδα. Και δεν ρίχνω ακριβώς πάρτι κάθε μέρα. Χρησιμοποιώ κυρίως το γραφείο στο καθιστικό για να κάνω τις μεταφράσεις.»

«Μα πόσες γλώσσες ξέρεις; Είδα όλα αυτά τα βιβλία στη βιβλιοθήκη σου και δεν το πίστευα. Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά…Κι αυτά τα βιβλία πάνω στο γραφείο; Δεν ξέρω τόσες γλώσσες αλλά αυτά μου ήταν τελείως εξωγήινα!»

«Ούρντου. Πακιστανικά.»

Γέλασε ξαφνιασμένη.

«Θα πρέπει να έχεις κάποιο χάρισμα!»

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Αυτό ήταν αλήθεια. Από μικρός του ήταν εύκολο να πιάνει τις ξένες γλώσσες. Είχε μάθει αρκετά από τους τουρίστες που έρχονταν στο νησί, αποκρυπτογραφούσε ξένα βιβλία και εφημερίδες πριν αρχίσει τα φροντιστήρια και είχε μάθει τα μισά ιταλικά βλέποντας κυρίως ιταλικές ταινίες. Δεν είχε σπουδάσει τίποτα άλλο και τώρα έβγαζε πολύ καλά λεφτά.

«Θα σου αρέσει κιόλας.»

Ανασήκωσε τους ώμους του. Τα Αλβανικά και τα Ούρντου τα είχε μελετήσει κυρίως για βιοποριστικούς λόγους. Έβγαιναν πολλές κερδοφόρες δουλειές, κυρίως με το δημόσιο και τους μετανάστες. Ο Σωτήρης, φίλος από τον στρατό, ήταν γραμματέας σε υπουργείο και του ανάθετε κάποιες δουλειές ανεπίσημα. Δεν υπήρχαν πολλοί σαν εκείνον διαθέσιμοι και αυτό ήταν το πλεονέκτημα του. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να πληρώνει το νοίκι του εδώ στο Φάληρο, με θέα τη θάλασσα, μεταφράζοντας μόνο βιβλία. Πρόσφατα υπήρξαν επεισόδια με Πακιστανούς στα γκέτο της Αθήνας και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δεχόταν έκτακτα μια αντιπροσωπία μεταναστών στο προεδρικό μέγαρο. Είχαν ανάγκη άμεσα από διερμηνέα και ο Σωτήρης τον είχε τηλεφωνήσει χθες το πρωί. Σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα και ο Νίκος είχε φροντίσει να αγοράσει καινούργιο κοστούμι.

 

«Χτύπησε το τηλέφωνο τη νύχτα ή μου φάνηκε;» ρώτησε σβήνοντας το τέταρτο της τσιγάρο.

«Ναι, θα πρέπει…»

Σταμάτησε. Μόλις είχε θυμηθεί κάτι. Χωρίς να ξέρει το γιατί, ήταν αφηρημένος όλη την εβδομάδα. Όχι, δεν διαισθανόταν το μοιραίο τηλεφώνημα. Μέσα σε όλα όμως κάτι νέο είχε αρχίσει να του ξύνει το μυαλό.

«Κοίτα» της είπε, «Χθες μου τηλεφώνησαν από την Ικαρία. Πέθανε ο πατέρας μου.»

Άνοιξε τα μάτια της έκπληκτη και τον κοίταξε με συμπόνια.

«Νίκο, λυπάμαι πολύ ρε συ…»

«Ναι…»

«Νόμιζα πως οι γονείς σου είχαν πεθάνει όταν ήσουν μικρός.»

«Όχι. Μόνο η μητέρα μου…»

«Πόσων χρονών ήταν ο άνθρωπος;»

 

Σταμάτησε να το υπολογίσει.

«Πενήντα δύο.»

«Χριστέ μου.»

Πότε τον είχε δει τελευταία φορά; Μετά την απόλυση του από τον στρατό, στο νεκροταφείο. Πάνω από τον τάφο εκείνης. Έδειχνε πιο γέρος από πενηντάρης. Η Ελένη άπλωσε το χέρι της πάνω από το τραπέζι και έπιασε το δικό του.

«Και την μέρα των γενεθλίων σου.»

«Ναι, τέλος πάντων, συγνώμη που σου φορτώνω τα νέα μου, αλλά μόλις τελειώσω την δουλειά που έχω θα πρέπει να φύγω αμέσως για Ικαρία. Υπάρχουν ένα σωρό εκκρεμότητες που θα πρέπει να τακτοποιήσω.»

«Ναι καταλαβαίνω…» είπε συγκινημένη και κατάλαβε αμέσως για τι πράγμα μιλούσε ο Νίκος.

Είχαν σχεδιάσει ένα ταξίδι στην Μονεμβασιά, ένα τριήμερο, γι αυτή την Παρασκευή.

«Θα πρέπει να πάρω να το πω στα παιδιά» είπε στενοχωρημένη.

Τα «παιδιά» ήταν η Χριστίνα και ο Μάριος, οι παράξενοι φίλοι της Ελένης. Ήταν να έρθουν μαζί τους.

«Ίσως δεν χρειάζεται» της είπε, «Αλλάζουμε την Μονεμβασιά με την Ικαρία.»

Τον κοίταζε σαν να της έλεγε κάποιο αρρωστημένο αστείο.

«Εγώ ευχαρίστως να έρθω μαζί σου καρδιά μου, αν θέλεις παρέα. Τα παιδιά τι θα κάνουν στην κηδεία;!»

«Κανείς σας δεν θα πάει σε κηδεία. Η κηδεία γίνεται σήμερα. Πάει, ξέχασε τη. Εγώ θα έχω κάποια τρεχάματα με ληξιαρχεία και νοσοκομεία, κάποια χρέη φαντάζομαι σε γραφεία τελετών και παπάδες, εσείς χαρείτε τη φύση και τις πέτρες όπως θα κάνατε και στη Μονεμβασιά. Αν σκοπεύουν βέβαια οι φίλοι σου να σηκώσουν κεφάλι από τα βιβλία που κουβαλούν όπου πάνε.»

«Καλά. Εγώ θα τους το πω, να δω τι θα πουν.»

«Να τους το πεις σωστά, όπως ακριβώς στο είπα. Πληρώνω τα ναύλα και έχουμε και μέρος να μείνουμε.»

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Θα μιλήσω με πλήρη ειλικρίνεια. Το πρώτο κομμάτι με την Αλιέρ, αυτό που ανοίγει το κείμενο, είναι γραμμένο με τρόπο πολύ κατώτερο των ικανοτήτων σου και είναι επίσης μάλλον ανέμπνευστο. Δυο φορές το παράτησα τις προηγούμενες ημέρες, πριν τελικά καταφέρω να το διαβα΄σω και να φτάσω πιο κάτω. Δεν ξέρω, πιέστηκες για να γράψεις κάτι σε τέτοιο στυλ; Δεν το είχε πλάσει καλά στο μυαλό σου πριν ξεκινήσεις να γράφεις; Πάντως, ήταν αμήχανο. [κι αυτό το Ζουλ-Μπασίρ, μου τριβέλιζε το μυαλό μέχρι να βρω τι μου θυμίζει]

 

Ευτυχώς που δεν εγκατέλειψα, γιατί η ιστορία του Νίκου είναι πολύ ενδιαφέρουσα και ρέει νεράκι. Εκεί το κείμενο θερειεύει. Με κράτησε προσηλωμένο. Όταν τέλειωσα το πρώτο κεφάλαιο, δεν κρατιόμουν να μην πάω στο δεύτερο.

 

Το επόμενο κομμάτι με την Αλιέρ ήταν αξιοπρεπώς γραμμένο, αλλά ομοίως ανούσιο και κλισεδιαρισμένο. Ποτέ δε μου άρεσε το science fantasy, οπότε ίσως φταίω εγώ, αλλά αυτό το "διαστημόπλοια και αλαβάρδες" μου φαίνεται κάπως βαρετό. Αν υποτίθεται ότι είναι απόσπασμα του "Πλανήτη από Κρύσταλλο", όντως κάπως έτσι θα το φανταζόμουν, μόνο που δε στρώθηκα να διαβάσω κάτι τέτοιο.

 

Το δεύτερο κομμάτι του Νίκου είναι το ίδιο καλό με το πρώτο, η χατζηγιώργεια γραφή που μας αρέσει. Αν χάνει κάπου, είναι εκεί που Μάριος-Χριστίνα μιλάνε για τα βιβλία (γενικά, έχεις μια λίγο διαστρεβλωμένη εικόνα για τους φαντασάδες και τους αρπιτζάδες - όχι ότι δεν είμαστε κολλημένοι, απλά είμαστε με διαφορετικό τρόπο απ' ότι το παρουσιάζεις, σαν να κάνεις προέκταση του αρχετυπικού τηλεοπτικού geek χωρίς να έχεις βάση σε προσωπικές εμπειρίες). Τουλάχιστον γενικότερα, σαν ανθρώπους, τους παρουσιάζεις επιτυχημένα.

 

 

 

 

Α, επίσης έχεις πιο πολλούς αγγλισμούς και αδόκιμες χρήσεις λέξεων απ' ότι συνήθως, αλλά υποθέτω ότι όταν/αν καθίσεις να το περάσεις ένα χέρι, θα φύγουν.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ Electroscribe για τον κόπο σου να διαβάσεις το μάλλον μακρύ δείγμα που πόσταρα εδώ.

 

Νομίζω όμως πως και το Star Wars είναι ένα είδος Science Fantasy. Κι αν δεν είναι του γούστου σου, υπάρχει πράγματι κάτι που θα μπορούσα να είχα κάνει για να το δεις διαφορετικά;

 

Στα αλήθεια όμως, ούτε εμένα το fantasy είναι του γούστου μου. Αυτή όμως ήταν η ιστορία της Αλιέρ και ήταν σημαντικό να την πω (για όλα όσα ακολουθούν μετά.) Μάλιστα νόμιζα πως αυτά τα κομμάτια θα ήταν πιο σύντομα, με συνεπήρε όμως μια έμπνευση όταν ξεκίνησα να τα γράφω και μπορώ να πω πως τα έγραψα με όρεξη. Δεν αρνούμαι πως κολυμπούν μέσα στα κλισέ, προς υπεράσπιση μου όμως λέω πως μια και δεν διαβάζω το είδος, δεν υπάρχει περίπτωση να μιμούμαι ή να κλέβω συνειδητά.

 

O Μάριος και η Χριστίνα είναι βιβλιοφάγοι και τους αρέσει το fantasy. Δεν ξέρω ποια σημεία της περιγραφής τους είδες πως, εγώ όμως είχα μια κάποια βάση άτομα που γνώρισα εδώ στον κύκλο μας. (Αν εκεί στην Πάτρα είστε πιο cool τότε sorry!)

 

Όσο για τους…(γκρ) αγγλισμούς, αν δεν τους είδα δέκα φορές μπορεί να μην τους δω ποτέ μου. Και μα το σπαγγέτι μου (και ουχί τη διαολεμένη μακαρονάδα) ίσως γράφω όπως μιλώ ο καταραμένος.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...
Guest roriconfan

Τι έγινε, το υπόλοιπο δε γράφτηκε ακόμα ή ήταν αυτό teaser για να αγοράσουμε το βιβλίο;

(πάλι καλά που πρόλαβα και διάβασα όλο το Οστεοδρόμειο)

Link to comment
Share on other sites

Παλεύω τώρα το 11ο κεφάλαιο. Ο σκοπός μου ήταν να το τέλειωνα όλο και μετά να το έδειχνα σε ένα δύο μέλη πριν το κάνω άλλο ένα πέρασμα.

 

Εδώ έβαλα ένα μικρό δείγμα, που και σαν "μικρό" ακόμα τράβηξε λίγη προσοχή. Πόσο μάλλον να έβαζα 10 κεφάλαια. Μιλάμε για πολύ, μα πολύ, διάβασμα. Δεν γουστάρει να το κάνει ο καθένας.

 

Με προβληματίζει και η καθυστέρηση να το τελειώσω, που δεν έχει να κάνει με συγγραφικό μπλοκάρισμα. Η διάθεση μου είναι πεσμένη.

 

Κάποια στιγμή, ναι, θα το δείξω σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Και οι μαζόχες που δεν γουστάρουν να το διαβάσουν δωρεάν...θα το πληρώσουν μια μέρα. :rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan
Και οι μαζόχες που δεν γουστάρουν να το διαβάσουν δωρεάν...θα το πληρώσουν μια μέρα. :rolleyes:

:rofl2: :rofl2: :rofl2:

 

Οφ αλλά θα ρωτήσω. Το Οστεοδρόμειο τι γίνεται; Και γενικώς πόσα από τα πόσα σου έργα έχεις καταφέρει να εκδόσεις; Αφού είσαι γραφομηχανή ιστοριών.

Link to comment
Share on other sites

Κάποια στιγμή, ναι, θα το δείξω σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Και οι μαζόχες που δεν γουστάρουν να το διαβάσουν δωρεάν...θα το πληρώσουν μια μέρα. :rolleyes:

 

 

αυτή η φράση θα σε κάνει διάσημο μια μέρα. Είσαι κορυφή!

Με μπρίζωσες πάντως να το διαβάσω, παρά το μεγάλο μέγεθος του μικρού δείγματος!

Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...

Σήμερα, το αποτυχημένο αυτό nanowrimo του 2008, έκλεισε επιτέλους τις 50.900 λέξεις. Και συνεχίζει ακάθεκτο για την ολοκλήρωση του... :sweatdrop:

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Πλησιάζω στην ολοκλήρωση του και είμαι στις 55.210 λέξεις.

 

Αυριο, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας, το μεσημέρι δεν θα χάσω την προβολή του 78άλεπτου "Νικαριά Μου" του Σπύρου Τέσκου, ένα ντοκιμαντέρ για την Ικαρία, που ελπίζω να μου δώσει μια καλή και χρήσιμη εικόνα του νησιού για το μυθιστόρημα μου.

 

Κι ένα φρέσκο απόσπασμα από το "Αλιέρ":

 

Κόκκινα φωσφορίζοντα σωματίδια σφύριζαν γύρω τους αποζητώντας να τους κάψουν. Η βουτιά που επιχειρούσαν μακριά από τους διώκτες τους ήταν μια απελπισμένη κίνηση, κι αυτό μεγέθυνε πολύ περισσότερο τον τρόμο της πριγκίπισσας. Η άκρη του ματιού της έπιασε μια σταυρωτή έκρηξη που συγκλόνισε τους παραπλήσιους μεταλλικούς όγκους. Ο Μαρκάν και η Σόσια ήταν μέσα σε εκείνη την έκρηξη, το ήξερε. Δεν τους είχαν μείνει άλλοι. Δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά κανέναν τους. Όλοι τους οι συμπολεμιστές, όλοι οι γόνοι των παλιών βασιλικών οίκων ήταν νεκροί. Εκείνη και ο Σαρμάνος ήταν πλέον μόνοι τους, με το Αλιέρ να πραγματοποιεί μανούβρες και άλματα για να τους σώσει, αποτυγχάνοντας επιδεικτικά. Δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτά τα καταδιωκτικά. Είχαν εισέλθει στα Θραύσματα του Ουρνίκο, ενός νεκρού πλανήτη με πλούσια μεταλλικά κοιτάσματα, τον οποίο κάποτε είχαν ανατινάξει επίτηδες οι ιδιοκτήτες του. Τώρα ήταν μια σωρός από αστεροειδείς, φορτωμένοι άχρηστο μετάλλευμα. Ήταν όμως τέτοια η σύνθεση του ορυκτού εκείνου που καθιστούσε το Αλιέρ ανίκανο να καμουφλαριστεί μέσα του. Είχαν παράσιτα στο σύστημα από τη στιγμή που είχαν εισχωρήσει στην ψυχή του πρώην πλανήτη. Μπορούσαν όμως να ελιχτούν, τραβώντας τους διώκτες τους σε επικίνδυνα περάσματα. Η τεχνολογία όμως που είχε αποδεκατίσει τους φίλους τους και που τώρα στρίμωχνε άγρια το Αλιέρ, ήταν πρωτόγνωρη για οπλισμός του Ζουλ-Μπασίρ.

 

Η Αλιέρ την είχε προφητέψει αυτή τη μέρα. Η επανάσταση τους δεν εξελισσόταν, δεν θα εξελισσόταν ποτέ. Ο Σφετεριστής είχε επικρατήσει στον γαλαξία και είχε στη διάθεση του τους πόρους και τον χρόνο να βελτιωθεί. Οι γενναίοι δεν είναι εκείνοι που κερδίζουν τους πολέμους αλλά όσοι διαθέτουν υπεροχή των όπλων. Και το εκπληκτικό Αλιέρ δεν ήταν παρά ένα μόνο σκάφος. Ήταν ζήτημα χρόνου η αξεπέραστη αρχαία του τεχνολογία κάποτε να ξεπεραστεί. Κι εκείνοι, γαλαζοαίματοι επαναστάτες, με την κουτή τους τόλμη, την έστω νικηφόρα ξιπασιά, είχαν δώσει στον εχθρό πολλές ευκαιρίες για να μελετηθούν. Τα τσιράκια του Ζουλ-Μπασίρ μπορούσαν να γεμίσουν τόμους με τις τεχνολογικές ικανότητες, τις μεθόδους και τις τακτικές των Πολεμιστών του Κύκλου. Και τώρα είχε έρθει η ώρα για το τελευταίο κεφάλαιο.

 

Άκουσε τον αδελφό της να ουρλιάζει από τον πίσω πυργίσκο.

«Είναι σαν φαντάσματα! Δεν μπορώ να τους πετύχω!»

Η Αλιέρ είχε τον νου της στην πορεία τους, αν και εμπιστευόταν το σκάφος να χειριστεί τον εαυτό του.

«Πόσοι είναι;»

«Δύο. Νομίζω. Δεν μας ακολούθησαν άλλοι εδώ μέσα…»

«Είμαι σίγουρη ότι κυκλώνουν την περίμετρο αυτή τη στιγμή…»

Δεν θα έβγαιναν από εδώ. Η Αλιέρ ήξερε τώρα ότι ο Ζουλ-Μπασίρ δεν ήταν σε κανένα από τα πλοία της πομπής που τόσο άλογα είχαν επιτεθεί μόλις πριν λίγο. Η πληροφορία που τους είχε δοθεί ήταν ψεύτικη και είχαν πέσει πρόθυμα στην καλοστημένη παγίδα. Το σκάφος απέφυγε μια εχθρική ριπή και έκανε γκελ πάνω σε ένα κομμάτι βράχου. Το τράνταγμα έριξε την πριγκίπισσα κάτω και το Αλιέρ βόγκηξε τραυματισμένο. Δεν είχε ακούσει ποτέ το σκαρί τους να βγάζει τέτοιους ήχους. Το μέταλλο που τους περιέκλειε έτριζε ανατριχιαστικά καθώς προσπαθούσε να διορθώσει την ζημιά του.

 

Ανασήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε στα άστρα. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που δεν έβλεπε κάποια κατεύθυνση ή προορισμό μπροστά της. Δεν υπήρχε διαφυγή, δεν υπήρχε άσυλο, θα πέθαιναν. Θα πέθαιναν με το σκάφος που τους είχε εμπιστευτεί η μητέρα τους. Και τι είδους θάνατος θα ήταν αυτός; Θα τους έβρισκε κυνηγημένους, με την ουρά στα σκέλια; Είχε την απόφαση μέσα της, αλλά δεν προλάβαινε να προειδοποιήσει τον Σαρμάνο. Δεν είχαν χρόνο να το συζητήσουν. Ευχήθηκε να της το συγχωρούσε καθώς με μία της σκέψη έκανε έναν κύκλο γύρω από τον κοντινότερο αστεροειδή και όρμησε κατά μέτωπο στους διώκτες της.

«Αλιέρ…»

Τον άκουσε στην ενδοεπικοινωνία να λέει το όνομα της μια φορά και μετά σιώπησε. Ίσως το είχε καταλάβει, και ήξερε κι εκείνος ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος.

 

Η Αλιέρ τους είδε με το γυμνό της μάτι, μαύρους, γυαλιστερούς, επικίνδυνους σαν κοφτερά στιλέτα να έρχονται κατά πάνω της. Την συνεπήρε μια ξαφνική οργή και το Αλιέρ άναψε όλον του τον οπλισμό εναντίων τους. Τα δύο καταδιωκτικά πιάστηκαν απροετοίμαστα και τινάχτηκαν στον αέρα. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου είδε τα θραύσματα τους να συνεχίζουν κατά πάνω τους. Επιθανάτια, ο εχθρός είχε απελευθερώσει κεντριά, μακριά καμάκια ικανά να διαπερνούν την εξωτερική θωράκιση ενός σκάφους. Στην ουρά τους κουβαλούσαν τορπίλες μεγάλης ισχύος, προγραμματισμένες με χρονοδιακόπτη.

 

Αντέδρασε ενστικτωδώς και εξαΰλωσε αμέσως το σκάφος, επιτρέποντας όλα τα θραύσματα και τα κεντριά να το διαπεράσουν χωρίς να το αγγίξουν. Κάτι όμως δεν έστεκε καλά. Το σκάφος συνέχισε να τρίζει και να βογκάει τραυματισμένο. Ένιωσε τα θραύσματα να σφυρίζουν δίπλα της, και κάποια μικρότερα κομμάτια να της σχίζουν τη στολή. Η μοριακή της δομή δεν είχε προσαρμοστεί στην αλλαγή. Το Αλιέρ παρέμενε αλώβητο ενώ η ίδια όχι μόνο ήταν εκτεθειμένη στα κομμάτια που το διαπερνούσαν, άρχισε να γλιστράει και να πετάει μέσα από τα τοιχώματα του ίδιου της του σκάφους. Σε δύο δευτερόλεπτα θα αιωρούνταν νεκρή στο διάστημα. Ούρλιαξε και το σκάφος την άκουσε. Το Αλιέρ επανήλθε στην υλική του διάσταση και άλλο ένα τρομερό τράνταγμα σχεδόν το τσάκισε στα δύο. Η πριγκίπισσα αναπήδησε πάνω σε μια μεταλλική επένδυση και τινάχτηκε βίαια στην οροφή του σκάφους πριν πέσει στη γρίλια ενός διαδρόμου.

 

Το σύμπαν έμοιαζε να κολυμπάει γύρω της. Πονούσε παντού, και αιμορραγούσε από το κεφάλι και την μύτη.

«Σαρμάν!» φώναξε χωρίς να λάβει απάντηση.

Με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, έτρεξε κουτσαίνοντας προς τον οπίσθιο πυργίσκο. Ο Σαρμάνος όμως δεν ήταν στο πόστο του. Της πέρασε από τον νου η τρομερότερη ιδέα, η οποία όμως διαψεύστηκε με μια ακόμα χειρότερη. Ο αδελφός της ήταν ακόμα στο σκάφος. Το Αλιέρ είχε υλοποιηθεί εσωκλείοντας μέσα του ένα ολόκληρο κεντρί. Από την θερμοκρασία που εξέπεμπε η τορπίλη στην ουρά του, υπολόγισε ότι είχαν λίγα λεπτά πριν την επικείμενη έκρηξη. Αυτό όμως δεν μπορούσε να την απελπίσει όσο η εικόνα του Σαρμάνου, που είχε διαπεραστεί στον ώμο από το μακρύ καμάκι του κεντριού. Η μύτη εξείχε από την ωμοπλάτη του και χανόταν στα τοιχώματα του σκάφους πίσω του. Της ξέφυγε μια απεγνωσμένη κραυγή και έπεσε πάνω του να τον αγκαλιάσει. Καταβεβλημένος, μούσκεμα στον ιδρώτα, πάσχιζε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.

«Σαρμάν… Κάνε κουράγιο, θα βρω τρόπο να σε ελευθερώσω. Μπορώ να το κόψω αυτό…»

«Δεν προλαβαίνεις…»

«Θα προλάβω» φώναξε πριν ξεσπάσει σε αναφιλητά.

Η τορπίλη είχε αρχίσει να σφυρίζει γεμίζοντας τον θάλαμο με ατμό.

«Αλιέρ, το κεντρί θα εκραγεί…»

Τον έσφιξε απεγνωσμένα πάνω της. Η φωνή της έτρεμε.

«Τότε ήρθε η ώρα μας. Πάμε να συναντήσουμε τους δικούς μας.»

«Όχι!» φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει. «Δεν χρειάζεται να πεθάνουμε και οι δύο…»

Δεν μπορούσε να τον αφήσει να κερδίσει αυτή την αντιπαράθεση. Ο τόνος της φωνής του της ήταν γνώριμος. Ο αδελφός της είχε πάρει μια απόφαση και ήταν πεισματάρης σαν την ίδια.

«Σταμάτα!»

«Μην είσαι ηλίθια!»

«Όχι!»

«Σ’αγαπώ, να προσέχεις…»

«Δεν θα το κάνω!»

Την κοίταξε με το βλέμμα που θα έπαιρνε μια μέρα μαζί της στον τάφο. Βρήκε το σθένος και να της χαμογελάσει. Όπως όταν την έκλεβε στα παιχνίδια που έπαιζαν μικρά.

«Το Αλιέρ δεν είναι μόνο δικό σου» της είπε και σκέφτηκε την εντολή του.

«Αλιέρ, όχι!» φώναξε με την σειρά της, αλλά δεν εισακούστηκε.

 

Το σκάφος έγινε για άλλη μια φορά φάντασμα και πραγματοποίησε μια νέα βουτιά ανάμεσα στα Θραύσματα του Ουρνίκο. Η Αλιέρ και ο Σαρμάνος τινάχτηκαν μέσα στο άυλο σκαρί και σχεδόν αμέσως, η ύλη επανήλθε στη διάσταση της. Η πριγκίπισσα βρέθηκε ασφαλής να κυλιέται στην άδεια γέφυρα. Είδε την λάμψη από το φινιστρίνι πριν τρανταχτεί το Αλιέρ από την έκρηξη της τορπίλης στο διάστημα.

 

Έκλαψε, ξέσπασε, μέχρι να στερέψει από οργή και οδύνη. Έμεινε για ώρες να κάθεται στη θέση πλοήγησης και να κοιτάζει το κενό, κενή πλέον και η ίδια. Δεν την ένοιαζε πλέον τίποτα και αυτό της έδωσε μια νέα ηρεμία. Οι οθόνες της περιμέτρου την πληροφορούσαν ότι ένας μεγάλος στόλος είχε κυκλώσει ολοκληρωτικά τα Θραύσματα του Ουρνίκο. Αμέτρητα σκάφη εκεί έξω την περίμεναν. Χαμογέλασε. Η όλη ιδέα της φαινόταν τόσο γελοία. Την φοβούνταν. Όλοι αυτοί την φοβούνταν και εύχονταν τον θάνατο της. Μόνο για το οικόσημο που κουβαλούσε, το οικόσημο του πατέρα της. Γιατί άραγε; Ο Ζουλ-Μπασίρ ο Σφετεριστής θα είχε πολλούς ανήσυχους ύπνους. Αν γνώριζε εκείνος ότι υπήρχε τρόπος να αντιστραφεί όλο αυτό το κύμα που είχε παρασύρει έναν ολόκληρο γαλαξία, τον αγνοούσε η ίδια. Και ήταν πολύ εξαντλημένη για να το ψάξει. Εδώ θα το τελείωνε. Θα έβαζε η ίδια την τελεία στο έπος των Βισερόνων.

 

Πλησίασε τις παρυφές του Ουνρίκο και τους άφησε να την εντοπίσουν. Όπλισε το σύστημα της και ετοιμάστηκε για επίθεση. Σκούπισε το τελευταίο της δάκρυ και ευχήθηκε ο θάνατος της να έφερνε ειρήνη στον γαλαξία.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Στις 60.300 λέξεις και πλησιάζω στο φινάλε.

 

Απόσπασμα:

 

Σε λίγο εμφανίστηκε η Ελένη. Την ακολουθούσαν ο Μάριος και η Χριστίνα. Έκαναν πρώτα μια στάση στο μπαρ. Πρώτη ήρθε στο τραπέζι του η Ελένη, με έναν φραπέ. Έβγαλε το σελοφάν από ένα νέο πακέτο.

«Δεν μπορείς να κοιμηθείς;» ρώτησε ανάβοντας το τσιγάρο της. «Σε έχω δει να κοιμάσαι μέσα σε παμπ με τη μουσική στη διαπασόν.»

«Α…νιώθω μια ψιλοένταση. Αυτό είναι μόνο.»

«Το καταλαβαίνω…αλίμονο. Και πάλι, είσαι ο πιο ψύχραιμος άντρας που έχω γνωρίσει.»

Πήρε μια γουλιά από τον καφέ του. Εκείνη φύσηξε τον καπνό της στο πλάι και συνέχισε να τον κοιτάζει.

«Από τα λίγα που λες, μου είχες δώσει την εντύπωση πως και οι δύο σου γονείς ήταν μακαρίτες από καιρό. Αυτό μου είχες πει κάποτε νομίζω. Με μισές κουβέντες, αλλά το θυμάμαι.»

«Θα πρέπει να σου ανέφερα την μητέρα μου. Εκείνη πέθανε όταν ήμουν μικρός.»

«Πέθανε νέα;»

«Τριάντα ενός.»

Συνέχιζε να τον κοιτάζει σα να ήθελε να τον ξεκλειδώσει.

 

Η Χριστίνα και ο Μάριος ήρθαν με τις παραγγελίες τους και ακολούθησε η εθιμοτυπική βαβούρα μέχρι να βολευτούν όλοι γύρω από το μικρό τραπεζάκι.

«Κόψατε φάτσες; Είμαστε η ναυαρχίδα των νεκρών» είπε ο Μάριος.

Η Χριστίνα τίναξε το φακελάκι με τη ζάχαρη πριν το σχίσει και κοίταξε την φίλη της.

«Τον ρώτησες;»

«Όχι. Ίσως δεν είναι καλή στιγμή» απάντησε η Ελένη.

Ο Νίκος ένιωσε ξαφνιασμένος να τσιμπάει. Η Χριστίνα του μετέδιδε μια περίεργη αύρα αυτό το βράδυ.

«Τι να με ρωτήσει;» είπε κοιτάζοντας μέσα στα γαλανά της μάτια.

«Όταν έριξα μια ματιά στην ταυτότητα σου…» άρπαξε την απάντηση η Ελένη, «πρόσεξε το ‘όνομα μητρός’. Έλεγε ‘Αστέρω’…»

«Αρκετά παλιομοδίτικο…» έκανε η Χριστίνα χαμογελώντας.

«Ποιος βγάζει σήμερα το παιδί του ‘Αστέρω’;»

«Μάριε!»

«Το μισούσε η μητέρα μου το όνομα της» είπε ο Νίκος.

Μισούσε και τόσα άλλα.

 

Μπορούσε να την δει τώρα μέσα από την θολούρα της μνήμης, νέα και όμορφη, με τα μακριά, πυρόξανθα μαλλιά της, να τον κοιτάζει κατσουφιασμένη από κοντά.

«Θα πεθάνω και φταις εσύ. Εσύ και ο πατέρας σου είστε το τέλος μου.»

Πότε του το είχε πει αυτό; Ίσως άπειρες φορές.

 

«Το κοίταξα όμως στο Google» είπε η Χριστίνα διστακτικά.

Τελικά ήταν όντως ένα ταξίδι με φαντάσματα.

«Και μας έβγαλε τέσσερις-πέντε καταχωρήσεις. Όλες απευθυνόμενες στο ίδιο πρόσωπο.»

«Φαντάσου την έκπληξη μας…»

«Είναι η…Ήταν η μητέρα σου η Αλίκη Ξενοπούλου;»

Τα βλέμματα τους πάνω του ήταν απίστευτα.

«Η…»

Η φωνή του βγήκε βραχνή. Καθάρισε τον λαιμό του πριν συνεχίσει.

«Ναι. Ήταν το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο.»

Η Χριστίνα και ο Μάριος κοιτάχτηκαν με γουρλωμένα μάτια πριν γυρίσουν πάλι την προσοχή τους σε εκείνον.

«Φίλε» έκανε ο Μάριος, «Η μητέρα σου έγραψε το ‘Πλανήτης Από Κρύσταλλο’ και ‘Οι Πολεμιστές του Κύκλου’;!»

«Η Ξενοπούλου ήταν η πρώτη ελληνίδα που έγραψε fantasy πριν το fantasy αρχίσει καν να μεταφράζεται στην Ελλάδα!»

«Ή να διαβάζεται…»

«Πολλοί δεν τα δέχονται για fantasy…»

«Η ιστορία της Πριγκίπισσας Αλιέρ…» είπε η Χριστίνα αναστενάζοντας σαν μικρό κοριτσάκι.

Ο Νίκος ένιωσε τα μάγουλα του να κοκκινίζουν. Κοίταξε την Ελένη που έδειχνε να διασκεδάζει με την αμηχανία του.

«Μη κοιτάς εμένα» είπε σβήνοντας το τσιγάρο της. «Αυτοί είναι οι βιβλιοφάγοι.»

Σα να έπεσε σύνθημα, τα παιδιά βούτηξαν στα σακίδια τους και έβγαλαν από μέσα δύο παλιά βιβλία. Τα σήκωσαν για να του τα δείξουν. Ιλουστρασιόν χαρτί σκέπαζε τα δερματόδετα σκληρά εξώφυλλα, με τα χρώματα τους ξεθωριασμένα από τον ήλιο και τον χρόνο, σχισμένα, σε σημεία επιδιορθωμένα με σελοτέϊπ, το δέσιμο τους ταλαιπωρημένο, τις γωνίες των σελίδων φαγωμένες. Η τελευταία τους έκδοση, η δεύτερη, είχε τυπωθεί πριν δεκαέξι περίπου χρόνια, λίγο πριν τον θάνατο της. Τα ήξερε καλά τα βιβλία ο Νίκος. Είχαν από ένα αντίτυπο στη βιβλιοθήκη του σπιτιού τους, στον Κάλαμο. Και δεν τα είχε διαβάσει ποτέ.

 

«Το πρώτο βιβλίο φυσικά είναι by far το καλύτερο της…»

«Τι τραγικό να γράψει μόνο δύο…»

«Το δεύτερο, γι αυτούς που ξέρουν, είναι ένα μυστήριο. Ενώ είναι sequel του πρώτου…έχει όμως τελείως διαφορετικό ύφος. Σαν να το έγραψε κάποιος άλλος.»

«Όχι πως το ‘Πλανήτης από Κρύσταλλο’ δεν έχει τους επικριτές του. Πολλοί το βρίσκουν βαρετό.»

«Μια συνεχόμενη καταγραφή του βασιλικού γενεαλογικού δέντρου, της ζωής στην αυλή, ονομασίες συμμάχων και εχθρών, περιγραφή εθίμων, γεωγραφικής και αστρονομικής χαρτογραφίας – με πολύ λίγη ιστορία για να πούμε την αλήθεια…»

«Η πτώση του οίκου των Βισερόνων όμως… Αχ!»

«Το ‘Πολεμιστές του Κύκλου’ μετακινεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο από την πριγκίπισσα Αλιέρ στον πρίγκιπα Σαρμάνο και το saga γίνεται από fantasy, space opera. Εδώ έχουμε την φυγή των διαδόχων και αυτή τη φορά, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου εξαντλείτε στις λειτουργίες του σκάφους τους, το επίσης ονομαζόμενο ‘Αλιέρ.’»

«Δεν νομίζετε πως ο Νίκος τα ξέρει ήδη αυτά;» είπε η Ελένη ρουφώντας τις τελευταίες σταγόνες από τον φραπέ της.

«Θέλαμε να σου πούμε πόσο θαυμάζουμε την μητέρα σου» είπε η Χριστίνα, «Και να σου εκφράσουμε τις απορίες μας.»

«Αν θα μπορούσες να μας διαφωτίσεις λίγο…Τι θυμάσαι από τότε που η μητέρα σου έγραφε τα βιβλία της…τι σκεφτόταν; Τι συζητούσε…»

«Πως εμπνεόταν.»

 

Του ήρθε μια εικόνα της μητέρας του, το πρόσωπο της παραμορφωμένο, να του ξεφωνίζει.

«Φύγε από δω! Βγες έξω! Μην αγγίζεις τίποτα!»

 

Τα χαρτιά της σκόρπισαν το πάτωμα. Όλα εκείνα τα χαρτιά. Πότε τα είχε γράψει; Πάσχιζε να τα βάλει σε μια σειρά, έχανε την ψυχραιμία της. Τρομαγμένο αγοράκι, έτρεξε με την ψυχή στο στόμα έξω από το δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε με κρότο πίσω του, ο αέρας του μπάτσισε την πλάτη.

 

«Όταν η μητέρα μου έγραψε τα βιβλία της ήμουν οκτώ, εννέα ετών. Δεν θυμάμαι πολλά.»

Είχε αρχίσει να μη νιώθει καλά. Το στομάχι του είχε γίνει κόμπος.

«Συγνώμη, θα βγω για λίγο έξω. Να με φυσήξει λίγο αέρας.»

Χωρίς άλλη κουβέντα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς μία από τις πόρτες.

«Είστε και οι δύο μπουμπούνες» άκουσε την Ελένη να λέει από πίσω του.

 

Μόλις βρέθηκε στην κουπαστή τον χτύπησε ο παγωμένος αέρας και τον διεκδίκησε το σκοτάδι της νύχτας. Η θάλασσα ήταν εξαφανισμένη. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και τα άστρα αόρατα. Ίχνη αφρού στριφογύριζαν σαν λευκές οπτασίες στο έρεβος που κύκλωνε το καράβι. Τα χέρια του γαντζώθηκαν από την κουπαστή και αφουγκράστηκε το αγκομαχητό του σκαριού κάτω από τα πόδια του.

 

Στο κελάρι. Τον είχε κατεβάσει στο κελάρι. Ήταν μωρό ακόμα. Ένιωσε να τον διαπερνάει η παγωνιά. Και μετά ο πόνος. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ήθελε να τον σκοτώσει, να πνίξει το ίδιο της το παιδί.

 

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, έτρεξαν ζεστά πάνω στα μάγουλα του. Ξαφνικά αντιλήφθηκε πως δίπλα του στεκόταν η Ελένη. Τον είδε που έκλαιγε και τον αγκάλιασε. Την άφησε.

«Μην θυμώνεις με τα παιδιά. Είναι αγαθιάρηδες» του είπε.

«Η μητέρα μου ήταν τρελή, Ελένη. Τρελή. Στο τέλος πάντρεψε το μυαλό της με το ποτό και το τέλειωσε βουτώντας σε έναν γκρεμό.»

Του βγήκε σε λυγμούς και δεν είπε τίποτα άλλο. Της Ελένης της κόπηκε η μιλιά.

Link to comment
Share on other sites

Δύο χρόνια μετά... Το nanowrimo 2008 ολοκληρώθηκε! Στις 62.904 λέξεις!

 

post-1004-128730594692_thumb.jpg

 

Τώρα ακολουθεί μια περίοδος φροντίδας σε spa, λασπόλουτρο, απολέπιση, κρεμούλες, μασαζάκι, κομμωτήριο, μανικιούρ-πεντικιούρ, για να πω, "okay, που να το στείλω τώρα αυτό;" Δεν προβλέπονται αφαιρέσεις υλικού, σίγουρα όμως θα υπάρξουν τσόντες, ε, προσθήκες εννοώ.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..