Nienor Posted December 1, 2008 Share Posted December 1, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Κιάρα Είδος: Πολύ πιθανό να είναι φάντασυ, αν και τελευταία κάποιοι διαφωνούν Βία; χμμμ.... "όχι ακόμα" είναι μάλλον η απάντηση εδώ. Σεξ; μία από τα ίδια Αριθμός Λέξεων: 784 το teaser αλλά δεν ξέρω πόσες ακόμα θα βάλω Αυτοτελής; όχι, είναι ο πρόλογος της νουβελίτσας που ξεκίνησα για το φετινό Sffwrimo Σχόλια: Ε, αφού βάζουμε όλοι κομματάκια, είπα να βάλω κι εγώ γιατί μπορεί να σας αρέσει και να με βοηθήσετε και να το τελειώσω. Αν σας αρέσει όμως, θα ήθελα σε σχόλια τον κακό σας εαυτό pls. Ευχαριστώ εκ των προτέρων Πρόλογος Το παραμύθι μας ξεκινάει στη Νήσο ΚάριαΛίντουα, των νησιών της ανατολής, της γης του Έαρ, στον υπέρλαμπρο Φρύγωτα, το στολίδι της ανατολής. Εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο παλάτι των νήσων, το λευκό παλάτι της ανατολής στο οποίο μόλις στέφθηκε βασιλιάς ο Έτορε, πρώτος του ονόματός του και έβδομος της γενιάς του, γιος του –νεκρού πλέον- Άντορε του έκτου βασιλέα της Γης του Έαρ, πασών ανατολικών νήσων. Οι μάγοι –που αν και δε θα ήταν καλό να μας ακούσουν να τους προσφωνούμε με αυτό το όνομα- μόλις ολοκλήρωσαν την κατασκευή ενός έργου υπέρλαμπρου, όσο κι ο ίδιος ο Φρύγωτας, ενός ρολογιού. Το ρολόι κατασκευάζεται εδώ και επτά χρόνια, επτά μήνες, επτά ημέρες, επτά λεπτά και επτά δευτερόλεπτα και θεωρείται ήδη ένα από τα επτά θαύματα των Νήσων -όπου ο αριθμός επτά παίζει συγκλονιστικό ρόλο για την κοσμοθεωρία των νησιωτών, αφού εφτά σελήνες ανατέλλουν και δύουν κάθε νύχτα στο νυχτερινό στερέωμα, επτά ημέρες έχει η εβδομάδα, επτά μήνες ολοκληρώνουν κάθε εποχή και σε εφτάδες μετράνε το χρόνο που τους χρειάζεται για να ταξιδέψουν από γη σε γη, νησί σε νησί δηλαδή. Το έβδομο παιδί μιας οικογένειας είναι πάντα ένα παιδί με κακή μοίρα, γι’ αυτό όλοι οι σκεπτόμενοι νησιώτες σταματάνε πάντα στα έξι, παρόλο που η ζωή τους έπειτα μοιάζει λίγο πιο μίζερη (αν σκεφτεί κανείς πως τα προφυλακτικά δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα) όπως και τα κορίτσια που γεννιούνται με τη χάρη της έβδομης σελήνης ζουν ζωή λειψή, ανάμεσα στους κόσμους του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος και ξέρουν πράγματα που κανείς δε θα έπρεπε να γνωρίζει. Κάποτε, τον έβδομο αιώνα από τη χρονολόγηση των νήσων, γεννήθηκε ένα κορίτσι που ήταν η έβδομη κόρη, έβδομης κόρης. Γιαγιά και μάνα παραστράτησαν, όπως και παππούς και πατέρας, αλλά λίγο θα μας απασχολήσει έτσι κι αλλιώς η γέννηση του συγκεκριμένου παιδιού σε αυτή την ιστορία. Με άλλη γέννα θα ξεκινήσουμε, αλλά πριν να ξεκινήσουμε, η αφηγήτριά σας θα πρέπει να σας ενημερώσει για ένα τραγικό γεγονός. Βρισκόμασταν λοιπόν στην ολοκλήρωση του ρολογιού του Φρύγωτα, που είναι το έβδομο θαύμα των Νήσων –που περιμένουμε να γίνει το έβδομο θαύμα για να είμαστε ακριβείς, γιατί παρόλο που δε θα σας αρέσει να σας πω το τέλος της ιστορίας αυτής, πρέπει να ξέρετε πως δε θα γίνει ποτέ. Ο Κρέονας, ο άνθρωπος που σχεδίασε τον εκπληκτικό –για τα δεδομένα της εποχής μας φυσικά- μηχανισμό του -που δεν επρόκειτο πλέον να κινείται με τη λογική της κλεψύδρας, δηλαδή με την άνοδο της στάθμης του νερού, αλλά με πεπιεσμένο ατμό που σταθερά διαφεύγει από μεγάλα σωληνοειδή, γυρνάει μια βαλβίδα που με τη σειρά θέτει σε κίνηση τα γρανάζια του- περιμένει να φτάσει το σωστό δευτερόλεπτο της ώρας, το έβδομο δηλαδή, για να βάλει τον μηχανισμό σε λειτουργία, ενώ στην πλατεία, εφτά μέτρα ακριβώς πιο κάτω από την αίθουσα του μηχανισμού του ρολογιού είναι συγκεντρωμένος και περιμένει το χαρμόσυνο γεγονός όλος ο Φρύγωτας. Ο Κρέονας, αφού έχει εξετάσει τη θέση των άστρων με το τηλεσκόπιό του και είναι απόλυτα σίγουρος πως βρίσκεται στην έβδομη νυχτερινή ώρα, στο έβδομο λεπτό και -με την κλεψύδρα χειρός του- και στο έβδομο δευτερόλεπτο της νύχτας, ανοίγει τη βαλβίδα για να αφήσει τον ατμό να εισβάλλει στο μηχανισμό του ρολογιού. Για λίγα δευτερόλεπτα, ο ατμός περνάει ομοιόμορφα από τα σωληνοειδή, η μαγνητική εστία εδάφους δεν δείχνει καμία αυξομείωση, οπότε και η πίεση διατηρείτε σταθερή και όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς. Υποθέτουμε πως ένα μεγάλο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του -παρόλο που δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τούτο. Όμως, ακριβώς εφτά δευτερόλεπτα μετά, ακριβώς τη στιγμή που φαίνεται η Σέπτια σελήνη να ξεπροβάλλει στην ανατολή το ιώδες ολόγιομο πρόσωπό της, ένα μεγάλο φσσσσσς σμπουμ ακούγεται και ο Κρέονας εκσφενδονίζεται από την αίθουσα του μηχανισμού περνώντας μέσα από το τριπλό βιτρό που στολίζει τη φάτσα του ρολογιού και καταλήγει ανάμεσα στους έντρομους Φρυγωταίους, που αντί να κερδίσουν το έβδομο θαύμα των Νήσων, μόλις έχασαν τον αρχιμηχανικό της πόλης τους, τον πρώτο των Λογίων –που είναι η λέξη που προτιμούν οι μάγοι για να χαρακτηρίζουν το είδος τους. Και το ερώτημα, αγαπητοί μου, είναι το εξής: Έχει καμία σχέση το σταμάτημα του ρολογιού και ο θάνατος του Κρέονα με την ανατολή της έβδομης σελήνης; Υπάρχει κάποια, έστω και έμμεση, συσχέτιση μεταξύ του σταματήματος του ρολογιού και της γέννησης των διδύμων του βασιλιά που άρχισε ακριβώς εκείνη τη στιγμή; Υπάρχει περίπτωση να ευθύνεται η έκρηξη αυτή για τα μετέπειτα γεγονότα που θα λάβουν χώρα στη νήσο ΚαριαΛίντουα και στην ευρύτερη περιοχή του Απηλιώτη, στα νησιά της ανατολής; Μήπως ήταν απλά μια ατυχής σύμπτωση με την οποία δε θα έπρεπε να ασχοληθούμε; Για να λυθούν αυτά τα ερωτήματα και άλλα πολλά, θα πρέπει να προχωρήσουμε στην αφήγηση των γεγονότων, όπως ακριβώς αυτά έγιναν, για να καταλήξουμε ο καθένας ίσως στα δικά του συμπεράσματα. Edited December 1, 2008 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 1, 2008 Author Share Posted December 1, 2008 (edited) -1- Στεκόταν στο λοφάκι πίσω από το σπίτι της, που όνομα δεν είχε και που εκείνη μονάχα το ‘λεγε Ψηλούλη, ξυπόλυτη και ξεκάλτσωτη, με τα μαύρα μαλλιά της βρεγμένα να ανεμίζουν στο δριμύ βοριά, το φουστάνι της μουσκεμένο να κολλάει παγωμένο επάνω στο δέρμα της και τη βροχή να της μαστιγώνει το πρόσωπο. Γύρω της αστραπές φώτιζαν τη νύχτα, δύο και τρεις μαζί και ο ήχος των βροντών έφερνε φόβο στα μικρά ζωάκια του δέλτα των δύο ποταμών, που κάποτε ήταν εραστές. Το φως της έβδομης σελήνης που μεσουράνιζε στο στερέωμα, τη σκοτεινότερη ώρα της νύχτας λίγο πριν την αυγή, δεν έφτανε για να φωτίσει τη νύχτα, ακόμα κι όταν αυτή ήταν ξάστερη. Στην καταιγίδα δε μπορούσε να διαπεράσει τα βαριά σύννεφα που μάζευε ο βοριάς ολοένα και περισσότερα. Όπως και οι Ταξιδεύτρες της, οι σαλεμένες, δε μπορούν να διαπεράσουν τα σύννεφα του μέλλοντος σε κείνα που βλέπουν, να δουν καθαρά πως θα είναι τα πράγματα και να βοηθήσουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που στεκόταν εκεί απέναντι στην καταιγίδα. Μια φωνή άκουγε στον άνεμο, μια φωνή να ψιθυρίζει ένα όνομα που δε μπορούσε να συγκρατήσει. Ένα όνομα που ήθελε να το ακούσει όσο τίποτα άλλο. Το σπίτι της βρισκόταν στη νήσο ΚαριαΛίντουα, όπου έδρευαν ο λαμπρός Φρύγωτας και η ντελικάτη Καριώρα, δύο από τις μεγαλύτερες πόλεις της γης του Έαρ, της ηλιόλουστης ανατολής, της αγαπημένης γης της Ράουρα, όπου έριχνε το λαμπρότερο φως της καθώς ολόχρυση χαμογελούσε στον ουρανό. Εκείνη έμενε απλά στις εκβολές δυο ποταμών, που ενώ οι πηγές τους ήταν πολύ μακριά μεταξύ τους η μία από την άλλη, αυτά κάποτε ήταν εραστές και ήθελαν να εκβάλλουν μαζί, να συναντιούνται τουλάχιστον στο τέλος. Κι έτσι, κόντρα κι ενάντια σε κάθε κανόνα της φύσης, καβαλούσαν τα βουνά και διέσχιζαν κοιλάδες για να καταλήξουν σε ένα δέλτα στο ανατολικό τμήμα της ΚαριαΛίντουα και να χυθούν ενωμένα στα Νερά τους Φωτός, όπως είχαν ονομάσει οι Ταλάνθας κάποτε στο μακρινό παρελθόν το πέλαγος που αγκάλιαζε την ΚαριαΛίντουα από τον απηλιώτη, κι έφτανε μέχρι το Σύνορο της Λησμονιάς, μέχρι τις θάλασσες όπου οι δεινότεροι θαλασσοπόροι των Νήσων είχαν ποτέ φτάσει. Τα ποτάμια είχαν ξεχάσει τα ονόματά τους και μαζί με αυτά τα ξέχασε κι ο κόσμος κι ούτε κι εκείνη ήξερε πως τα λέγανε και τι πλάσματα ήταν πριν να γίνουν ποταμοί, και παρόλο που είχαν χάσει τις πολυτιμότερες των μνήμων τους, εκείνα συνέχιζαν να κυλούν, να φουσκώνουν και να χαμηλώνουν και πάλι χρόνο το χρόνο κι εποχή την εποχή, ασταμάτητα, γιατί είχαν το ένα το άλλο κι αγκαλιάζονταν, έστω λίγο πριν το τέλος. Άνοιγε τα μάτια της διάπλατα και τέντωνε τα αυτιά της σε κάθε κεραυνό. Έμοιαζε το όνομα να το ψιθυρίζει η Αλμυρή, ανάμεσα στα κύματα που της σήκωνε ο βοριάς και η ίδια η γη μαζί να συμπληρώνει νότες σε αυτό, ρυθμό η βροχή κι έμοιαζε ακόμα τη δική της φωνή να ακούει να αντηχεί μέσα στο κεφάλι της, μακρινή όπως θα ήταν πριν να γεννηθεί κάποτε, πολύ μα πάρα πολύ παλιά. Όμως εκείνη δε μπορούσε να ξεχωρίσει εκείνη τη μία μοναδική λέξη που ήταν η ουσία από την οποία εξαρτιόταν η ύπαρξή της. Έτσι έμοιαζε, κάθε φορά που το άκουγε και δεν το συγκρατούσε: σα θάνατος ξανά και ξανά. Το λοφάκι φωτιζόταν συνεχώς από τις αστραπές και εκείνη δεν ήξερε αν αυτό που γυάλιζε στα μάτια της ήταν μονάχα η βροχή ή και δάκρυα μαζί, από την προσπάθειά της. Έμοιαζε το όνομα με βότσαλο χρωματιστό μέσα στο νερό της παραλίας, στα ρηχά, που μπορούσε να το ξεχωρίσει όσο βρισκόταν ανάμεσα στα αδελφάκια του στο βυθό, μα σαν το τσάκωνε και το έβγαζε στην επιφάνεια να δει το αληθινό του χρώμα, το χρώμα χανόταν κι έφευγε από τη μνήμη της και το βότσαλο παρέμενε γκρίζο κι αδιάφορο και μακριά από το μυαλό της έφευγε εκείνο το λαμπερό που είχε δει προηγουμένως, όταν κάτω από το νερό ήταν ακόμη. Η Σέπτια στο στερέωμα κόντευε να φτάσει στη δύση της και ήξερε πως σε λίγο θα σταματούσε να το ακούει, μέχρι ο ουρανός να θυμώσει ξανά την ώρα της έβδομης σελήνης. Και με τη γνώση αυτή προσπαθούσε ακόμα περισσότερο να καταλάβει τι έλεγε ο ψίθυρος, που ήξερε πως σε εκείνη απευθυνόταν. Τον άκουγε καθαρά, σε κάθε κεραυνό, μέσα στον απόηχο της βροντής υπήρχε το όνομα και η κάθε αστραπή φώτιζε το σχήμα του στην πλάση γύρω της. Σπίτι της την περίμεναν τα κοράκια της, που τα είχε υποχρεώσει να μην την ακολουθήσουν. Τα κοράκια με τα μαύρα φτερά, όπως και τα μαλλιά της, και τις ασημένιες καρδιές σαν τα μάτια τα δικά της, που μόνο σαν βρίσκονταν κοντά της ήταν ζεστές και πρόθυμες. Κι εκείνη ήξερε πως είχε μαύρα μαλλιά γιατί αν το αληθινό της χρώμα είχαν τα μαλλιά της τότε οι άνθρωποι θα ήξεραν για εκείνη κάτι που ήταν ξεχασμένο... δεν ήξερε για πόσο, μα πιο ήταν το χρώμα της το αληθινό είχε κι η ίδια λησμονήσει και τα κοράκια της, όπως και το όνομά της. Εκείνα είχαν ονόματα που η ίδια τους είχε δώσει, όπως κι ο κόσμος από τον κόλπο του Μεγάλου Χαμόγελου είχε δώσει σε ‘κείνη. Την φώναζαν Λου, που στην αργκό των Ανατολικών Νήσων σήμαινε φεγγάρι, σελήνη του ουρανού, κι έβγαινε από τη λέξη Λουάνη, τη λέξη που χρησιμοποιούσαν στην υψηλή γλώσσα για να περιγράψουν τα ουράνια σώματα που έβλεπαν τις νύχτες, κι έκρυβε μέσα της την ψύχρα του φωτός τους και τη ζέστη των στρογγυλάδων στο σχήμα τους και τη χάρη τους: ζεστή, κρύα, γλυκιά ή αρμυρή σαν τη θάλασσα, την Αλμυρή των Νήσων και γενέτειρα όλων. Μα κανείς τους δεν ήξερε από κρατά η σκούφια της, ούτε κι από που είχε έρθει κοντά τους. Ποια ήταν η μάνα της όλοι τους είχαν ξεχάσει και την έλεγαν κόρη του ουρανού και μάγισσα και Λου, που σημαίνει Λουάνη. Μα εκείνη, τη Λου, την κόρη του ουρανού, τίποτα από όλα τούτα δε μπορούσε το κενό της μνήμης της να γεμίσει, τίποτα δε μπορούσε την άγρια φύση της να δαμάσει. Το μόνο που την ηρεμούσε ήταν τα πουλιά που έμεναν μαζί της, γιατί οι καρδιές τους οι ασημένιες ζεσταίνονταν κοντά της κι έμοιαζαν χάλκινες στο χρώμα. Ίριδες τα έλεγε, σαν τα λουλούδια που φύτρωναν στο λόφο, που όνομα δεν είχε μα εκείνη τον έλεγε Ψηλούλη, κι ας μην ήταν, ας ήταν μικρός λόφος και χαμηλός. Και τα κοράκια της δεν ήταν Ίριδες, ήταν μαύρα και γυαλιστερά τα φτερά τους και μόνο από τα μάτια τους μπορούσε κάποιος άλλος, εκτός από κείνη την ίδια, να ξεχωρίσει ποιο ήταν το καθένα τους. Ανέλ, έλεγε το πρώτο, εκείνο με τα κόκκινα φλογερά μάτια, Βένα το δεύτερο που με ηλιόγερμα έμοιαζε το βλέμμα του, Γανέ το τρίτο που τα μάτια του κίτρινα ήταν σαν το φως της αυγής και της Τέρτιας σελήνης του ουρανού, Δένα το τέταρτο με το φως της Κουάρτιας στα μάτια, καταπράσινο σαν κάμπος, Ενάλ το πέμπτο με τα γαλανά μάτια και την ολοκληρωμένη αίσθηση για το τι έβραζε μέσα στο μυαλό της κάθε στιγμή, Ζανέ το έκτο, που ήταν ατίθασο σαν την Αλμυρή και τα μάτια του είχαν το χρώμα της φουρτούνας της, μπλε σκούρο και λαμπερό μαζί και Ηανή το στερνό, το έβδομο, που ήταν λιγομίλητο και τρελό, σαν τις ταξιδεύτρες της Σέπτια, της έβδομης σελήνης του ουρανού και μες τα μάτια του, που το χρώμα τους ήταν ιώδες και μαύρα έμοιαζαν όταν φως αρκετό δεν τα έβλεπε, κρύβονταν τα μυστικά και τα φυλάγματα του κόσμου τούτου που ποτέ της η Λου δεν ήθελε να μάθει. Κάποτε, όταν το βασανιστήριο τελείωσε, εξαντλημένη γύρισε να κατέβει το λόφο για να γυρίσει σπίτι της. Η Σέπτια είχε δύσει πριν λίγα λεπτά και οι βροντές ακούγονταν και πάλι απλά σα βροντές και τίποτα περίεργο δεν είχαν σαν την πλάση συντάραζαν. Το φανάρι στην εξώπορτά της φώτιζε έναν όγκο που έμοιαζε ανθρώπινος μα δεν μπορούσε να είναι σίγουρη μέσα στο χαλασμό. Τάχυνε το βήμα της και προσπάθησε μάταια να σκουπίσει τα μάτια της, από τη βροχή ή τα δάκρυα, δεν ήξερε. Κατέβηκε το μονοπάτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε αδιαφορώντας για τα αγκάθια που προσπαθούσαν να διαπεράσουν το δέρμα στις πατούσες της και για το κρύο που πολέμαγε να παραλύσει τα μέλη της. Έφτασε στην εξώθυρά της σχεδόν τρέχοντας για να βρει εκεί μια γριά γυναίκα, έτοιμη να σωριαστεί, που στο φως του λύχνου της έδειχνε πιο βρεγμένη και από την ίδια. Η γυναίκα κάτι ψέλλισε, που για άλλη μια φορά η Λου δεν το άκουσε μέσα στο χαλασμό της καταιγίδας, κι έμοιαζε εξαντλημένη και η κοπέλα την αγκάλιασε κι άνοιξε την ξύλινη πόρτα της τραβώντας την, σχεδόν σέρνοντάς την, μέσα στο σπίτι. Η φωτιά ήταν αναμένη και τα κοράκια της παραταγμένα στο γείσο του παραθύρου κι αναπουπουλιασμένα. Καλώς όρισες γριά με την αγάπη στην αγκαλιά σου, είπε η Ανέλ, μα η γριά δεν την άκουσε. Καλώς μας βρήκες, για τις ώρες μέχρι το ξημέρωμα όλο κι όλο, είπε η Βένα χωρίς το ράμφος της να κουνήσει διόλου. Και η γριά φυσικά δεν την άκουσε. Καλώς ήρθες κοντά μας και στο λόφο όπου θα μείνεις, είπε η Γανέ κι αναπουπούλιασε. Σε λένε Ελίσα και εκείνο που κρατάς στην αγκαλιά σου βαρύ όνομα φέρει μα να το δω δε μπορώ, είπε Ενάλ και ύστερα σώπασε σκεπτική. Μετρημένα τα ταξίδια σου κι αυτό είναι το στερνό, μουρμούρισε η Ζανέ και ξανάκλεισε τα όμορφα μπλε μάτια της. Η Ηανή σώπαινε. Η Λου αφού απόθεσε τη γριά γυναίκα σε μια μπαγκέτα μπροστά στο μαγκάλι της, είχε αρχίσει να προσπαθεί να της βγάλει τα βρεγμένα ρούχα για να μπορέσει να τη ζεστάνει και μοίραζε αγριεμένες σιωπές με τη σκέψη στα κοράκια της. Τραβώντας τη βαριά κάπα από το κεφάλι της είδε πως η γυναίκα ήταν χλωμή σα φάντασμα και παγωμένη. Της ψιθύριζε λόγια καθησυχαστικά όσο προσπαθούσε να την ξεντύσει και φώναξε τη Γανέ να κουνήσει τα φτερά της επάνω της μήπως τούτο την βοηθούσε. Το να την ξεντύσει ήταν εξαιρετικά δύσκολο γιατί η γυναίκα είχε δεμένα τα χέρια της στην ποδιά της κρατώντας σφικτά κάτι εκεί σκεπασμένο και δεν τα άνοιγε για να μπορέσει να της βγάλει τα βαριά βρεμένα ρούχα της. Προσπαθώντας να ελευθερώσει τα χέρια της τραβώντας μαλακά εκείνο που κρατούσε στην αγκαλιά της ξαφνικά ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού και η Λου πάγωσε, έκανε δυο βήματα πίσω και παραλίγο να πέσει επάνω στο μαγκάλι της. Γρήγορα φτερωτές μου, γρήγορα, βοηθήστε με. Έλεγε μέσα της. «Σε παρακαλώ, άσε με να το πάρω να το ζεστάνω κι αυτό κι εσένα. Σε παρακαλώ...» Έλεγε απ’ έξω της. Τα πουλιά πέταξαν κοντά τους, όλα εκτός από την Ηανή που απλά έμεινε κουρνιασμένη στο περβάζι. Η Λου χάιδευε το πρόσωπο της γριάς που την κοιτούσε με μάτια σαν κεριά που μόλις έσβησαν καπνίζοντας και την ανάμνηση της φλόγας τους έβλεπε μονάχα, ενώ η Ενάλ μουρμούριζε ξανά και ξανά κοιτάζοντάς την στα μάτια το όνομά της: Ελίσα, Ελίσα, Ελίσα... Κάποτε η γριά άφησε το παιδί που συνέχιζε να κλαίει γοερά στα χέρια της Λου. Η Λου το πήρε και το ξετύλιξε μονομιάς. Το πλασματάκι ήταν άσχημο, ζαρωμένο και φασαριόζικο τόσο που η Λου, που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της νεογέννητο μωρό, πίστεψε για λίγο πως πλάσμα ανθρώπινο δε θα μπορούσε να είναι. Όμως, το τύλιξε καλά με την στεγνή κουβέρτα της, ακούμπησε ένα μαξιλάρι δίπλα ακριβώς στη φωτιά και το απίθωσε εκεί μέχρι να φροντίσει τη γριά. Η Ηανή πέταξε και κούρνιασε δίπλα του κουκουβίζοντας και η Γανέ ακολούθησε το παράδειγμά της και κούρνιασε από την άλλη πλευρά του παιδιού. Η γριά παραμιλούσε καθώς η Λου την ξέντυνε και τη σκούπιζε με ζεστές καθαρές πετσέτες. Εκτός από το νερό τα ρούχα της ήταν μουσκεμένα και με αίμα. Ήταν δύσκολο να το ξεχωρίσει πριν, μα τώρα έβλεπε καθαρά από που προερχόταν: Στην πλάτη της είχε ένα βαθύ κόψιμο από τα αριστερά του σβέρκου της μέχρι τα δεξιά της ωμοπλάτης. Την τύλιξε με κουβέρτες και την ξάπλωσε μπρούμυτα σε μια κουρελού δίπλα στη φωτιά. Είχε χάσει πάρα πολύ αίμα, η Λου το έβλεπε καθαρά. Είχε υποθερμία και ρίγη συντάραζαν το κορμί της. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως δε μπορούσε να τη σώσει μα κλαίγοντας έφερε τις πομάδες της και άλειψε τη γυναίκα με ότι πιο ισχυρό είχε που να κλείνει τις πληγές, της έδεσε σφικτά το τραύμα και ύστερα, αφού έβγαλε τα βρεγμένα της ρούχα κι εκείνη και μάζεψε τα μαλλιά της, την αγκάλιασε να τη ζεστάνει με το κορμί της τρίβοντας την στο στέρνο και ψιθυρίζοντας μαζί «μη μου πεθάνεις, σε παρακαλώ». Η Ράουρα πρόβαλλε χλωμή την αυγή στην ανατολή. Η μέρα που ξημέρωνε, ξημέρωνε υγρή και κρύα. Η καταιγίδα είχε περάσει, μα είχε αφήσει τον τόπο μια τεράστια λίμνη καθόλου κατάλληλη για πλάσματα στεριανά. Τα κοράκια έσπρωξαν το παράθυρο πριν το πρώτο φως της Ράουρα και βγήκαν στη φύση. Τα ποτάμια είχαν φουσκώσει πολύ το βράδυ και τα νερά τους κυλούσαν ορμητικά κι έμοιαζαν να κάνουν έρωτα καθώς πάλευαν στραφταλίζοντας στις κοίτες τους να βγουν στην Αλμυρή, μια το ένα πάνω από το άλλο μια το άλλο, σαν παλίρροια που άλλαζε κάθε ελάχιστα λεπτά. Η Ζανέ πέταξε πάνω τους κρώζοντας και κάνοντας κύκλους και τα νερά του έμοιασαν να ηρεμούν. Κοάσματα και τζιτζικίσματα ακούγονταν παντού και τα δίδυμα πλατάνια του δέλτα έσταζαν νερά. Ρυάκια κατέβαιναν από το λόφο και χύνονταν στα ποτάμια που κάποτε ήταν εραστές κι ένας γκιώνης που ακόμη δεν είχε κοιμηθεί έψαχνε το μικρό του αδερφό, με τη διάφανη κρυστάλλινη φωνή του, τον καλούσε στο ημίφως της αυγής. Μέσα στο σπίτι η Λου κρατούσε στην αγκαλιά της τη γυναίκα που έσβηνε και με την τελευταία της ανάσα προσπαθούσε να αρθρώσει λέξεις να της πει. Είχε ακουμπήσει το μωράκι στην αγκαλιά της γριάς Ελίσας και τους κρατούσε και τους δύο εκείνη έχοντας το κεφάλι της γριάς ακουμπισμένο στην ποδιά της. Την κοιτούσε γλυκά και προσπαθούσε να μην κλάψει και ταράξει το παιδί και την στερνή ανάσα της. Η Ελίσα δεν κατάφερνε να αρθρώσει. Ψέλλιζε «Φρύγωτας» ξανά και ξανά σε μια φράση που αρχίνιζε μα τελειωμό δεν είχε. Ψέλλιζε και «καπετάνιος» προσπαθώντας αλλιώτικα να αρχίσει την ίδια φράση, όμως το αίμα στο λαιμό της έπνιγε την κουβέντα της και ο θάνατος δεν της χάριζε τη γαλήνη να φύγει έχοντας μιλήσει για εκείνο που ήθελε πριν το τέλος. Η Λου την κοιτούσε στα μάτια και χάιδευε το πρόσωπό της, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο μικρό αρσενικό πλασματάκι που κοιμόταν στην αγκαλιά της. Κι έτσι, την ώρα που η Ράουρα βγήκε στην ανατολή ολόκληρη και φώτισε τον κόσμο με το χρυσό της φως, η γριά Ελίσα έφυγε ήσυχα. Απλά σταμάτησε να προσπαθεί. Ψέλλισε τελευταία κάτι που έμοιαζε με «ευχαριστώ» και σταμάτησε να ανασαίνει. Το τέλος της δεν ήταν δραματικό, δεν ήταν αποτέλεσμα μάχης και δεν ήταν σίγουρα θεαματικό και, γι’ αυτό ίσως, η Ράουρα με το ζεστό της χαμόγελο να στέγνωνε κάποτε και τα μάτια της Λου εκτός από την πλάση, από τα δάκρυα που έχυνε για την ξένη αυτή γριά γυναίκα που έσβησε στην αγκαλιά της. Edited December 1, 2008 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 1, 2008 Share Posted December 1, 2008 Κακός δεν ήθελα να γίνω…κακό με έκανε ο πρόλογος σου. Κιάρα, δεν το έγραψες εσύ αυτό. Το έγραψε κάποιος που έριξε μια βιαστική ματιά σε αυτά που γράφεις εσύ. Που είναι το ύφος στο οποίο μας έχεις συνηθίσει; Μήπως όμως η ιστορία σου δεν έχει καμία σχέση με τον κόσμο σου στον οποίο μας έχεις γνωρίσει και συνηθίσει; Ίσως είναι και κωμωδία. Τότε θα έβλεπα αλλιώς αυτό το άλλο ύφος που επιχειρείς εδώ και θα πρέπει να ξανακοιτάξω να δω αν σου πάει. «Σσσσς Μπουμ»;! «Σσσσς Μπουμ»;!! Είναι και καρτούν; Επίσης, σε τέτοιες ιστορίες, συνήθως φανταζόμαστε τον αφηγητή κάποιον παλιό, να διαβάζει μέσα από ένα σκονισμένο βιβλίο. Εδώ ο αφηγητής είναι πολύ της εποχής μας και ανάλογα κρίνει-σχολιάζει την ιστορία. Π.χ.: «Προφυλακτικά»! (Λίγο μπούζι χιούμορ.) Αυτά για τώρα. Δε θέλω να είμαι άλλο κακός. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 1, 2008 Share Posted December 1, 2008 (edited) -1- Στεκόταν στο λοφάκι πίσω από το σπίτι της, που όνομα δεν είχε και που εκείνη μονάχα το ‘λεγε Ψηλούλη, ξυπόλυτη και ξεκάλτσωτη, με τα μαύρα μαλλιά της βρεγμένα να ανεμίζουν στο δριμύ βοριά, το φουστάνι της μουσκεμένο να κολλάει παγωμένο επάνω στο δέρμα της και τη βροχή να της μαστιγώνει το πρόσωπο. Κιάρα, εδώ είσαι λοιπόν; Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βρήκα. Πως θα μπορούσα να είμαι κακός με αυτό το ποίημα; Καταφέρνεις να με κάνεις να ερωτεύομαι τους χαρακτήρες σου, και να φοβάμαι γι αυτά που τους έχεις μελλούμενα. Πανέμορφο ξεκίνημα. Κάποιος φαρσέρ κότσαρε έναν περίεργο πρόλογο στο διαμαντάκι σου. Και just one tiny thing: Τα δύο ποτάμια ήταν κάποτε εραστές, έτσι; Δεν το κατάλαβα λάθος; :tongue: Edited December 1, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 1, 2008 Author Share Posted December 1, 2008 Χα χα.. κι εγώ νόμιζα πως θα σου άρεσε ο πρόλογος κι όχι το υπόλοιπο Όντως, ήθελα έναν πρόλογο που να μην είναι πρόλογος. να μην είναι δηλαδή μέρος της ιστορίας και να μην έχει καμία σχέση μαζί της. Το ρολόι αποκτά νόημα πολύ πολύ αργότερα μέσα στο κείμενο, αλλά ήθελα κάτι που να το διαβάζεις και να το ξεχνάς μέχρι να συναντήσεις ξανά το ρολόι όπου και να το θυμηθείς. Δεν ξέρω αν δουλεύει σαν τέτοιο, φαντάζομαι θα μου ξαναπείς όταν πάω και λίγο παρακάτω. Εξαρχής πίστευα κι εγώ πως ίσως ο πρόλογος δεν αντέξει την αναθεώρηση, αλλά οκ, είναι νωρίς ακόμα. Ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ που διαβάζεις και σχολιάζεις Υ.Γ. Ναι, σε περίπτωση που δεν το κατάλαβες, τα δυο ποτάμια ήταν κάποτε εραστές (Φαντάζομαι πως εννοείς ότι το έχω ξεσκίσει να το λέω και να το ξαναλέω ε?) :P Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted December 2, 2008 Share Posted December 2, 2008 Κακό εαυτό, ε; Ωραία, περίμενα για μέρες να μαλώσω με κάποιον, ώστε να τα "βγάλω" πάνω σου! Άκου λοιπόν! -Δε μου αρέσει που ξεκινάει με "το παραμύθι μας ξεκινάει". Μου χαλά το suspension of disbelief, right from the start! -Πρώτες 2 σειρές και έχω πήξει στα ονόματα. Που να τα θυμάμαι όλα αυτά; -Η χρήση των προφυλακτικών με έβγαλε από το κλίμα. -Τρίτη παράγραφος. Εξακολουθείς να ζορίζεις το μυαλό μου. Αν δεν έχει σημασία η γέννηση αυτή, γιατί με μπερδεύεις; -"Η αφηγήτρια..." Το έπιασα. Θα με πετάς κάθε λίγο και λιγάκι έξω από την ιστορία. Θα προσπαθήσω λοιπόν να μην "ξαναμπώ" γιατί με χαλάει. -"περιμένει όλος ο Φρύγωτας"; Κι εγώ γιατί νόμιζα ότι ο Φρύγωτας είναι αστέρι; -"φαίνεται η Σέπτια σελήνη να ξεπροβάλλει στην ανατολή το ιώδες ολόγιομο πρόσωπό της" είχα την εντύπωση ότι το "ξεπροβάλλω" είναι αμετάβατο ρήμα. Αυτά με τον πρόλογο. Ουφ, μου έφυγε ένα βάρος. Τώρα που ξαλάφρωσα να πω ότι μου άρεσε η επανάληψη του επτά (και οι εξηγήσεις), στο τέλος είχε αρχίσει να έχει λίγο φάση/χιούμορ και ότι άργησα να συνειδητοποιήσω αλλά άρχισε να μου αρέσει το steampunk στοιχείο! Άμα ξαναμαλώσω με κανέναν θα διαβάσω και το πρώτο κεφάλαιο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 2, 2008 Author Share Posted December 2, 2008 Tetartos, ευχαριστώ πάρα πολύ που διαβάζεις και σχολιάζεις "περιμένει όλος ο Φρύγωτας"; Κι εγώ γιατί νόμιζα ότι ο Φρύγωτας είναι αστέρι; Αυτό έχω την εντύπωση, ότι είναι δική σου παρανόηση. Ξαναδιάβασε τις δύο πρώτες γραμμές -μόνο- και διέψευσέ με αν θέλεις pls. "φαίνεται η Σέπτια σελήνη να ξεπροβάλλει στην ανατολή το ιώδες ολόγιομο πρόσωπό της" είχα την εντύπωση ότι το "ξεπροβάλλω" είναι αμετάβατο ρήμα. Και τούτο δω δεν το πιάνω. Θα μου το εξηγήσεις; Είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτα όλα τα σχόλια που μου κάνετε. Ξέρετε πως γενικά είμαι από τους ανθρώπους που τους ενδιαφέρει η γνώμη σας από τη λέξη μέχρι το κόμμα. Απλά, σε αυτή τη φάση που βρίσκεται το κείμενο, το οποίο είναι νουβέλα και όχι διήγημα, με ενδιαφέρει πολύ πολύ περισσότερο να μου λέτε για θέματα πλοκής, για την σύνδεση των κεφαλαίων και για το πως σας φαίνεται πως προχωράει η ιστορία. Οι λέξεις της θα περαστούν κάποια στιγμή όλες μαζί και φυσικά θα τα λάβω υπόψη μου τα όσα μου λέτε και μου είναι ανεκτίμητα. Όμως για να το τελειώσω, η βοήθεια που θα ήθελα, είναι περισσότερο στην κατεύθυνση που σας περιέγραψα. Εκεί θέλω και τον κακό σας εαυτό. Ακόμα κι αν κάτι σας κάθεται στραβά, αλλά περιμένετε να δείτε πως θα εξελιχθεί, θέλω να το ξέρω, μην περιμένετε. Ευχαριστώ πάρα πολύ και πάλι Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 2, 2008 Author Share Posted December 2, 2008 (edited) -2- Η περίσταση ήταν ιδιαίτερη, διαφορετικά κανείς δε θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή τη σκηνή: ένας μάγος στεκόταν απέναντι σε μία Ταξιδεύτρα και μάλιστα Μεγάλη Πορτοκαλιά. Η Πορτοκαλιά γνώριζε πως ο Τερζιάς ονόμαζε τον εαυτό του λόγιο, ενώ ο Τερζιάς καθόλου δεν υποψιαζόταν τη φύση της Μυρτιάς. Τα πράγματα είχαν έρθει έτσι, που η Μυρτιά δεν είχε καταφέρει να αποφύγει τη συνάντηση και τώρα το μετάνιωνε. Μια γριά από τον Φύγωτα που την έλεγαν Ελίσα και ήταν η παραμάνα που είχε υπάρξει και τροφός του βασιλιά της ΚαριαΛίντουα -«πασών Ανατολικών Νήσων» όπως ήταν ολόκληρος ο τίτλος του και Έτορε το όνομά του- είχε έρθει πουρνό να της φέρει τα νέα: η γυναίκα του και βασίλισσα, η Γιούμα, ήταν ετοιμόγεννη και την είχε αναλάβει ο νεαρός μάγος Τερζιάς ?ανάθεμα στο αξίωμα του συζύγου της- επειδή έτσι είθισται στον πολιτισμένο Φρύγωτα να συμβαίνει. Αν ρώταγες τη Μυρτιά θα σου έλεγε -χωρίς να κομπιάσει- πως αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο χάνονταν τόσες αρχόντισσες στην πόλη τούτη όταν γεννούσαν: επειδή τις ξεγεννούσαν άσχετοι μάγοι. Μα δεν την είχε ρωτήσει κανείς. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο συγκεκριμένος που είχε εμπρός της δεν είχε ξεγεννήσει γυναίκα ξανά. Δεν ήθελε να τον βοηθήσει, κατά βάθος ήθελε να τον κλωτσήσει, μα δεν της το επέτρεπε η ανατροφή και η θέση της. Την είχαν συστήσει σε αυτόν ως μαμή, εκείνη που αλλού το ιδίωμά της ως Πορτοκαλιά Ταξιδεύτρα της Σεκούιας σελήνης θα της είχαν εξασφαλίσει την αγάπη του κόσμου και την αποδοχή. Ο μόνος λόγος που είχε δώσει τόπο στην οργή ήταν ότι εάν δεν τον βοηθούσε η βασίλισσα θα κινδύνευε. Κι ενώ καθόλου δεν την ένοιαζε που ήταν βασίλισσα η Γιούμα, τίποτα δεν της έλεγε ο τίτλος της, δεν ήθελε να κινδυνέψει μια γυναίκα και ένα παιδί από την ασχετοσύνη ενός νεαρού μάγου, όποια γυναίκα κι αν ήταν αυτή. Και να τον τώρα να στέκεται μπροστά της κοιτώντας την με ένα υφάκι μπλαζέ και να περιμένει από εκείνη οδηγίες. «Πες μου τι ξέρεις» του απηύθυνε το λόγο ξερά. «Μήπως με περνάς για κανέναν άσχετο;» Όχι και άσχετο κοτζάμ μάγος, για βλάκα μόνο. «Σκοπεύεις να με πάρεις γυναίκα σου;» «Για το όνομα της Αλμυρής, πως σου πέρασε τέτοια ιδέα;» «Όχι λέω... που σε ενδιαφέρει το πώς σε βλέπω;» Κάτω από τα γερασμένα φρύδια της παραμόνευε να πεταχτεί μια φλόγα και να τον ψήσει κει δα που στεκόταν. «Χρειάζομαι πετσέτες και ζεστό νερό για να τυλίξω το παιδί μόλις βγει από μέσα της» απάντησε και φαινόταν πως κατέβαλε προσπάθεια να μη δείχνει την ενόχλησή του. «Και πως σκοπεύεις να το βγάλεις από μέσα της;» «Μα θα το τραβήξω φυσικά» έκανε ενοχλημένος. «Πως θα το τραβήξεις;» «Μπορώ να καθίσω;» Θες και να καθίσεις βλάκα! «Κάτσε.» «Μπορώ να έχω κι ένα φλιτζάνι φασκόμηλο; Είναι εκείνο το ματζούνι που διώχνει τον πονοκέφαλο, με ταλαιπωρεί από το πρωί ξέρεις.» Η Μυρτιά έφτασε στα όριά της και τα ξεπέρασε. Για μια στιγμή αν είχε προσέξει τον τρόπο που τον κοιτούσε θα είχε ανοίξει την πόρτα και θα είχε φύγει τρέχοντας το δίχως άλλο. Όμως -ευτυχώς για την βασίλισσα- δεν την είχε δει. Κατέβασε το φασκόμηλο που είχε τυλιγμένο σε ένα πουγκί στο ράφι της κουζινούλας της καλύβας, όπου έμενε τον λίγο καιρό που επισκεπτόταν το Φρύγωτα. Όλα της τα χρόνια δεν είχε ακούσει τίποτα πιο χαζό από το να μιλάει κάποιος για το φασκόμηλο με τόση καταφρόνια. Ανίδεος. Αδαής. Βλάκας. Τα επαναλάμβανε στον εαυτό της για να μην τον κοπανήσει στο κεφάλι με το μπρίκι που κρατούσε και ζέσταινε νερό. Τελικά έφτιαξε μια ξύλινη κούπα ξέχειλη από φασκόμηλο ?ήλπιζε να χυθεί πάνω του και να καεί- και του την έδωσε κομματάκι βίαια. Εκείνος την πήρε σουφρώνοντας λίγο το μούτρο του και θεωρώντας την κίνηση της αναίδεια, αλλά έκανε πως δεν τον πείραξε. «Πιες, δεν καίει.» Του είπε όταν τον είδε να το φυσάει. Ο μάγος ήπιε. Και κάηκε. Η Μυρτιά γέλασε κάτω από τα μουστάκια με τα οποία τα γηρατειά είχαν στολίσει τα άλλοτε κομψά κι αφράτα χείλη της. Ο Τερζιάς δεν αντέδρασε άσχημα, μονάχα έκανε μια γκριμάτσα κι άφησε δίπλα του την κούπα. «Όταν» ξεκίνησε να λέει «θα την πιάσουν οι πόνοι, θα την παροτρύνω να σπρώξει κι έπειτα θα αρχίσει να έρχεται το παιδί. Ύστερα, θα πιάσω το κεφάλι του κι όσο εκείνη θα σπρώχνει, θα τραβάω κι εγώ μαζί. Θα βγει ολόκληρο, θα το βάλω μέσα στο νερό να ξεπλυθεί και θα το τυλίξω με την πετσέτα. Είναι μια τυπική διαδικασία, δεν ξέρω γιατί με έστειλαν σε σένα, έχω κάνει πολύ χειρότερα πράγματα στην ενήλικη ζωή μου και είμαι σίγουρος πως-» «Δε μου λες αγόρι μου» είχε βαρεθεί ήδη «έχεις δει ποτέ παιδί να γεννιέται;» «Έχω διαβάσει πολλά για αυτό, έχω δει τις επίσημες γκραβούρες του Μέγα...» «Όχι, το λοιπόν, δεν έχεις δει.» «Όχι αλλά...» «Χωρίς αλλά. Θα με πάρεις μαζί σου.» Ορίστε λοιπόν το είχε ξεφουρνίσει. «Μα αυτό... αυτό είναι ανήκουστο!» Σηκώθηκε όρθιος απότομα κι έδειχνε συγκλονισμένος. «Κανείς του τάγματός μου δεν έχει ξαναπάρει ποτέ μαμή στη διαδικασία. Δε θα γίνω εγώ ο περίγελος της πόλης επειδή εσύ νομίζεις πως-» «Όταν το παιδί θα αρχίσει να έρχεται, για πολύ ώρα δε θα μπορείς να ξεχωρίσεις αν αυτό που βλέπεις είναι το κεφάλι του ή κι άλλα αίματα από τη μήτρα που βγαίνουν πριν από αυτό. Θα χύνονται παντού κι αν είναι και κοκκινομάλλικο, τότε θα πνιγεί μέχρι να το ξεχωρίσεις.» «Μα δεν καταλαβαίνεις, θα χάσω τη θέση μου, θέλεις να με καταστρέψεις; Το αξίωμα μου είναι ξεκάθαρο-» «Κι όταν θα βγει το κεφάλι θα ακολουθήσουν οι ώμοι. Αν τραβήξεις βίαια μπορεί να το εξαρθρώσεις και να πεθάνει ακαριαία και η μητέρα μαζί του αν δεν αφαιρέσεις τα πάντα από τα σωθικά της να μη σαπίσουν. Μπορεί να τους χάσεις και τους δυο από την ασχετοσύνη σου.» «Μπορείς να μου εξηγήσεις πως πρέπει να τραβήξω. Δεν το έχω ξανακάνει αλλά είμαι καλός μαθητής, δοκίμασέ με.» Η Μυρτιά σταμάτησε να του μιλάει. Τον κοίταζε με περιέργεια τώρα. Περίμενε πως θα πανικοβληθεί με αυτά που του έλεγε. Ήταν κι ο ίδιος παιδί. Ένα νεαρό αγόρι, γιος κάποιου έμπορα με καλές γνωριμίες και τον είχαν δεχτεί στη σχολή εξαιρετικά εύκολα. Υποτίθεται πως θα ήταν τόσο αλαζόνας που δε θα μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του. Κι όμως. Μόλις την είχε αποκαλέσει δασκάλα, έστω και εμμέσως. Την εντυπωσίασε αυτό, αν κι ακόμη δεν ήταν σε θέση να το παραδεχτεί στον εαυτό της. «Θα με πάρεις μαζί σου.» Του είπε ήρεμα τώρα. Εκείνος κάθισε στην καρέκλα του ξανά και σώπαινε. «Θα με πάρεις μαζί σου γιατί αν χάσεις τη γυναίκα ή το παιδί τότε θα χάσεις τα πάντα, εκτός από τη ζωή σου. Δε θα μπορέσεις να ζήσεις στο Φρύγωτα με τιμή και θα αναγκαστείς να φύγεις ή να ζήσεις μέσα στη ντροπή. Θα με πάρεις μαζί σου» επανέλαβε για τρίτη φορά, μόνο που τώρα το ύφος της ήταν σχεδόν καλοσυνάτο και η γεροντική ?ή η φυσική της- παραξενιά είχε χαθεί από το πρόσωπό της «γιατί αν δε με πάρεις, την ώρα εκείνη, θα εύχεσαι να με είχες πάρει.» «Εντάξει, θα έρθεις μαζί μου. Όμως θα ντυθείς με τα ρούχα της υπηρεσίας της σχολής. Είμαι αναπληρωτής δάσκαλος πια, θα είσαι η βοηθός μου.» Ήταν σχεδόν παραδομένος. Η Μυρτιά αγρίεψε και πάλι όταν άκουσε πως λογάριαζε να την παρουσιάσει ως βοηθό του, όμως ο θυμός της δεν είχε την πρότερη μανία της κι έσβησε γρήγορα ?πριν προλάβει να φανεί στα μάτια της. Κανόνισαν τα διαδικαστικά κι ο Τερζιάς έφυγε κουκουλωμένος στον γκρίζο μανδύα των ναυτικών, όπως είχε έρθει για να μην τον αναγνωρίσουν. Ο δωμάτιο ήταν φωτισμένο επαρκώς μετά από προτροπή του Τερζιά στην αρχιοικονόμο του βασιλιά ?την οποία είχε χρειαστεί να διαβεβαιώσουν πως θα έκανε περισσότερο κακό παρά καλό εάν καθόταν μαζί τους μέσα στο ιδιαίτερο δωμάτιο της βασίλισσας. Η Μυρτιά σιγομουρμούριζε έναν σκοπό ετοιμάζοντας τα πράγματα για να ξεγεννήσουν την Γιούμα που βογκούσε απαλά στο μεγάλο κρεβάτι της. Ο Τερζιάς μια έξυνε το κεφάλι του και μια συμβουλευόταν το μεγάλο βιβλίο που είχε κουβαλήσει μαζί του. Η Ταξιδεύτρα τον κρυφοκοιτούσε και χαιρόταν την αμηχανία του. Έβγαλε κρυφά ένα βοτάνι από την τσέπη της και την ώρα που εκείνος για άλλη μια φορά γυρνούσε τις σελίδες και κοιτούσε τις γκραβούρες του Μέγα ?δεν τον είχε προλάβει να ακούσει πως έλεγαν το συγκεκριμένο Μέγα- το μπούκωσε στη βασίλισσα και της έδωσε να πιει νερό για να πάει κάτω. Η Γιούμα το έκανε πρόθυμα κι η Μυρτιά της έκλεισε το μάτι καθώς η άλλη της χαμογελούσε με τα μελένια χείλη της. «Ναι κόρη μου, ξέρω πονάς, αλλά μη σε κόφτει, είναι μάστορας ο αφέντης μου θα είναι γρήγορο κι όσο πιο ανώδυνο γίνεται.» Είπε η Μυρτιά στη βασίλισσα. Η Γιούμα αντί για απάντηση πάτησε μια τσιρίδα και του Τερζιά του κόπηκαν τα ύπατα. Η Μυρτιά έριξε μια ματιά στα σεντόνια κάτω από τα πόδια της βασίλισσας και δήλωσε με στόμφφο και τα χέρι της στη μέση: «Έρχεται το παιδί.» Ο μάγος πήγε κοντά στη γυναίκα, με τα ακροδάχτυλά του ανασήκωσε το σεντόνι και κοίταξε τις πετσέτες που είχαν γεμίσει ζουμιά και αίμα. Απέστρεψε το βλέμμα του στα γρήγορα και καθάρισε το λαιμό του την ώρα που μια τσιρίδα ακόμη από την αρχόντισσα τον τάραξε. «Κυρία μου, τώρα πρέπει να σπρώξετε.» Η κυρία τον αγνόησε επιδεικτικά και απλά τσίριζε. «Κυρία μου, ακούστε με, υπάρχουν μύες στους κάτω κοιλιακούς σας που πρέπει να απομονώσετε και να χρησιμοποιήσετε για να γεννήσετε το βρέφος. Είναι ώρα να σπρώξετε.» Η κυρία του αποκρίθηκε με μια βρισιά στη γλώσσα της, την κοινή των Του Αλ Γκρεγκ στα νησιά του Θέρους, την ώρα που προσπαθούσε να κάνει εκείνο που της φαινόταν φυσικό να κάνει. Η Μυρτιά δεν άκουσε ακριβώς τη βρισιά -υπέθεσε πως είχε κάνει με τους κάτω κοιλιακούς και τους μύες- και χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια της. Πήγε και στάθηκε δίπλα του, σήκωσε το σεντόνι και του ψιθύρισε: «Σπρώχνει ήδη, γιατρουδάκο, πρέπει και να κοιτάς για να δεις το παιδί να έρχεται.» Ο Τερζιάς κοίταξε και είδε. Καμία ιστορία δεν αναφέρει τι ακριβώς είδε γιατί την ίδια στιγμή που κοίταξε τα γόνατα του λύγισαν και ξάπλωσε στο πάτωμα κάτωχρος σαν το πανί. Όταν ξύπνησε, κρατούσαν στα μούτρα του ένα πανί ποτισμένο αιθέρα και πίσω από κάποια κλειστή πόρτα ακουγόταν το κλάμα ενός υγιούς νεογέννητου παιδιού. Το ξημέρωμα ήταν πανέμορφο μα κανείς δεν ενδιαφερόταν για τα χρώματα με τα οποία η Ράουρα στόλιζε τον πρωινό ουρανό καθώς πρόβαλε από την ανατολή. Η Μυρτιά ήταν κουρασμένη και είχε φυλαγμένο ένα βλέμμα για το νεαρό μάγο που θα πτοούσε και λιοντάρι. Εκείνος αισθανόταν άχρηστος κι αποτυχημένος έτσι κι αλλιώς και το ύφος της επιδείνωνε την κατάστασή του. Ήταν μόνο μια γριά γυναίκα. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Τότε γιατί τον έκανε να αισθάνεται ξανά σαν αρχάριος στη σχολή του; Είχε ζήσει μια πολύ δύσκολη νύχτα την οποία η γυναίκα με τα απλά ρούχα χωριάτισσας την έκανε ακόμη πιο δύσκολη. Είχε δοκιμάσει τις δυνάμεις του κι είχε αποτύχει. Μια απλή μαμή τον είχε αντικαταστήσει σε κάτι που η σχολή του θεωρούσε απλό και οι ώρες διδασκαλίας του ήταν περιορισμένες. Τον είχαν προετοιμάσει για μια πολύ απλή διαδικασία, όχι για τούτο που αντίκρισε. «Πάρ’ τα πόδια σου» έκρωξε εκείνη δίπλα του «δε θα ζήσω αιώνια.» Είχε συμφωνήσει να έρθει μαζί του στους ανώτερούς του για να τους εξηγήσει τι του είχε συμβεί και να τον βοηθήσει να αποφύγει να βρεθεί ξανά σε αυτή τη θέση. Βέβαια, υποψιαζόταν πως είχε συμφωνήσει για τις γυναίκες που θα γλύτωνε κι όχι για να βοηθήσει τον ίδιο, όμως όπως και να είχε, κι εκείνος πρώτα τις γυναίκες σκεφτόταν και μετά την εκτίμηση των δασκάλων του. Αν δεν ήταν η Μυρτιά μαζί του κανείς δεν ξέρει τι θα μπορούσε να έχει συμβεί στο παιδί και την βασίλισσα. Προσπαθώντας να κάνει αυτό που τον διέταξε η γυναίκα, σκόνταψε κιόλας ?σα να μην έφταναν τα υπόλοιπα ρεζιλίκια του- και την άκουσε να γελάει κάτω από εκείνο το σχεδόν αφύσικο γεροντικό μουστάκι της. «Ε, ως εδώ!» Έβαλε τα χέρια του στη μέση και την περίμενε να γυρίσει. «Δεν είμαι καλός σε ένα πράγμα, ναι το δέχομαι, δε θα τα κατάφερνα ποτέ χωρίς τη βοήθεια σου ?ή ίσως θα έπρεπε να πω: δεν τα κατάφερα ούτε με τη βοήθεια σου, όμως ως εδώ. Δεν είμαι γελοίος όπως δείχνεις να πιστεύεις, ούτε αγοράκι αμούστακο. Έχω καταφέρει ήδη πολλά πράγματα που άλλοι στην ηλικία μου ?στοιχηματίζω κι εσύ μαζί- δε θα τα φαντάζονταν καν!» Ήταν θυμωμένος και απολύτως σίγουρος για αυτά που έλεγε. Εκείνη όμως τον κοίταζε με ανασηκωμένο το ένα ξεμαλλιάρικο φρύδι της, ευθύς στα μάτια. Ξεφύσηξε οργισμένα και συνέχισε να την κοιτά. «Τελείωσες;» «Ναι» έκανε εκείνος «όχι δεν τελείωσα: δεν καταλαβαίνω τη στάση σου. Είσαι μεγαλύτερή μου, ναι, αλλά είμαι λόγιος, θα έπρεπε να με σέβεσαι και να με φοβάσαι. Είσαι μια απλή μαμή και είμαι λόγιος για το όνομα της Αλμυρής!» «Ο σεβασμός, αγόρι μου, είναι το μοναδικό από τα αισθήματα που κερδίζεται, βάλτο καλά στο στενό μυαλουδάκι σου και κοίτα να το θυμάσαι. Σύρε τώρα τα πόδια σου, δε θα κάνω κουβέντα στη μέση της πλατείας το ξημέρωμα, με ένα παιδί σαν του λόγου σου.» «Ε, όχι, δεν τα σέρνω! Δε μπορείς να με διατάζεις έτσι. Εγώ είμαι που κάνω κουμάντο εδώ κι ας έκανα ένα λάθος. Εγώ είμαι διαβασμένος, έχω τη γνώση, σπουδές, κι έχω κουραστεί για όλα αυτά. Δεν είμαι παιδαρέλι, είμαι άντρας πλέον και δεν το αξίζω αυτό. Όχι από μια μαμή.» Κλείνοντας την πρόταση είδε κάτι στα μάτια της που τον έκανε να βγάλει τα χέρια του από τη μέση. Της έριχνε περίπου ένα κεφάλι στο μπόι και ξαφνικά αισθανόταν ελάχιστος, αισθανόταν όντως μπόμπιρας όπως επέμενε εκείνη πως ήτανε κι έβρισκε τον μονόλογό του παντελώς ανούσιο και παιδιάστικο. Ήλπιζε να είχε ένα ξόρκι αληθινό να γυρίσει τούμπα το χρόνο και να σβήσει όλη τη σκηνή από τη μνήμη της. Η Μυρτιά του γύρισε την πλάτη και πήγε ως τον καφενέ της πλατείας που ακόμη ήταν κλειστός. Απίθωσε το κουρασμένο της κορμί σε μια καρέκλα και βάλθηκε να τρίβει τα πόδια της. Όπως την κοιτούσε του φάνηκε ξανά μια κουρασμένη γριά γυναίκα, όμως δεν είχε λησμονήσει το πρωτύτερο ύφος της. Πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα απέναντί της σα μαλωμένο παιδί. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να είναι γιαγιά του και ντράπηκε που της τα είπε όλα αυτά. Όταν τον κοίταξε το βλέμμα της είχε μαλακώσει. «Τερζιά, άκουσε με καλά γιατί θα τα πω μια φορά μόνο. Είσαι καλό παλικάρι, καλύτερο απ’ ό,τι περίμενα, αν και δε σκόπευα να στο πω τούτο. Έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου ακόμη κι είσαι στο λάθος μονοπάτι. Στη σχολή σου σας έμαθαν σε τι μας βοηθάει εμάς τους ανθρώπους το φασκόμηλο ?τα μισά κιόλας κι ούτε- μα όχι σε τι μπορούμε εμείς να το βοηθήσουμε να φυτρώσει. Σας έμαθαν τις ιδιότητες των μετάλλων, αλλά όχι τις αληθινές δυνάμεις που κρύβουν μέσα τους. Κομπογιαννίτες είναι αυτοί που σε δίδαξαν και τέτοιος θα γίνεις κι ο ίδιος, γιατί με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις. Θα σου δώσω μια ευκαιρία και θα δεχτώ ένα ένα ναι ή ένα όχι, τίποτα άλλο. Έλα μαζί μου να δεις τι κρύβεται πίσω από τη γνώση που σου πουλήσανε για καλή στη σχολή, έλα να δεις πως είναι η πραγματικότητα έξω από τις κλίκες τους και βγάλε αυτές τις γελοίες ρόμπες που το μόνο που δηλώνουν είναι πως είσαι ψεύτικος όσο κι οι άλλοι.» Ο νεαρός είχε αναψοκοκκινίσει. Κανείς στο Φρύγωτα ολόκληρο δε θα τολμούσε να μιλήσει έτσι για την υψηλή γνώση και να τον λέει μάγο κατάμουτρα. Εκτός κι αν... «Ποια είσαι;» Τόλμησε να πει. «Είπα: ένα ναι ή ένα όχι. Ξέρεις ποια είμαι, αν όχι ποια, ξέρεις τι.» Ο Τερζιάς κατάπιε με δυσκολία κι έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Είχε περάσει τόσες ώρες κοντά σε μια Ταξιδεύτρα. Δεν ήταν τρελή. Δεν έδειχνε καθόλου επικίνδυνη. Είχε διαβάσει τόσα και τόσα για αυτές τις γυναίκες, ήξερε πως οι λαοί που τις σέβονταν ήταν χαμένοι κι εξαρτημένοι, ήξερε πως οι γυναίκες αυτές μπορούσαν να πλανέψουν το μυαλό σου και να σου κάνουν κακό. Την κοίταξε ξανά κι ήταν και πάλι μια γριά γυναίκα που τον έκανε να νιώθει παιδί. Όμως, έβλεπε στα μάτια της τη γνώση. Εξαρχής την είχε δει. Μια γνώση που σε καμία περίπτωση δεν έμοιαζε με των ανώτερων δασκάλων του Ντουνάι. Σοφία ήταν ίσως η σωστή λέξη, όχι γνώση, σοφία. Θα έλεγε ψέματα στον εαυτό του αν δεν το παραδεχόταν. Πάντα υπήρχαν στις διδασκαλίες σκέψεις που του έμοιαζαν λειψές και ιστορίες που του φαίνονταν ύποπτες. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει δεν είχε μάθει να αποβάλει τις σκέψεις τούτες, μονάχα να τις κρύβει καλά και να προσπαθεί να τις ξεχάσει. «Ναι» της είπε. Κι αισθάνθηκε έξαψη και φόβο μαζί. Edited December 2, 2008 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
The Phantom Posted December 2, 2008 Share Posted December 2, 2008 Πόσο κακός μπορώ να γίνω; Είμαι και ματαιόδοξος και ναρκισσιστής και και και… ζηλιάρης γραφτών. Αλλά δεν μπορώ, και να θέλω, να πω κακές κουβέντες, παρά μόνο μία: με έβγαλε εκτός κλίματος κι εμένα η φράση «το παραμύθι μας ξεκινάει».. Κατά τα άλλα δεν με ξένισε η εισαγωγή σου.. ίσα-ίσα που με έκανε να χαμογελάσω (όχι διασκεδαστικά) με το παράδοξο και με το παίξιμο του «εφτά».. Μετά.. Με μετέφερε σε κόσμο με χρώματα. Με ποτάμια και με χρωματιστά φεγγάρια. Με νύχτα και πάλι νύχτα αλλά αυτή την φορά φωτεινή για να ξαναγίνει ξανά νύχτα. Οι λέξεις κύλησαν καλά στα μάτια μου και μέσα μου. Ωραία γεύση.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 2, 2008 Author Share Posted December 2, 2008 Σε ευχαριστώ πολύ, κύριος Ελπίζω να σου αφήσει κι η συνέχεια ωραία γεύση κι αν μπορέσεις να μου λες κι ό,τι στραβό του βρίσκεις, ακόμα καλύτερα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 2, 2008 Share Posted December 2, 2008 «Η περίσταση ήταν ιδιαίτερη, διαφορετικά κανείς δε θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή τη σκηνή: ένας μάγος στεκόταν απέναντι σε μία Ταξιδεύτρα και μάλιστα Μεγάλη Πορτοκαλιά. Η Πορτοκαλιά γνώριζε πως ο Τερζιάς ονόμαζε τον εαυτό του λόγιο, ενώ ο Τερζιάς καθόλου δεν υποψιαζόταν τη φύση της Μυρτιάς. Τα πράγματα είχαν έρθει έτσι, που η Μυρτιά δεν είχε καταφέρει να αποφύγει τη συνάντηση και τώρα το μετάνιωνε. Μια γριά από τον Φύγωτα που την έλεγαν Ελίσα και ήταν η παραμάνα που είχε υπάρξει και τροφός του βασιλιά της ΚαριαΛίντουα -«πασών Ανατολικών Νήσων» όπως ήταν ολόκληρος ο τίτλος του και Έτορε το όνομά του- είχε έρθει πουρνό να της φέρει τα νέα: η γυναίκα του και βασίλισσα, η Γιούμα, ήταν ετοιμόγεννη και την είχε αναλάβει ο νεαρός μάγος Τερζιάς ?ανάθεμα στο αξίωμα του συζύγου της- επειδή έτσι είθισται στον πολιτισμένο Φρύγωτα να συμβαίνει.» Ο ποιος; Ο τι; Ο από πού; Ο ποιανού; Σε αυτή τη παράγραφο έκλαψα και πόνεσα. Είχα κολλήσει και λαλήσει και θα πρέπει να την διάβασα τουλάχιστο δέκα φορές και μετά κομμάτι-κομμάτι για να καταλάβω ποιος ήταν ποιος. «Η Πορτοκαλιά γνώριζε πως ο Τερζιάς ονόμαζε τον εαυτό του λόγιο, ενώ ο Τερζιάς καθόλου δεν υποψιαζόταν τη φύση της Μυρτιάς.» Εδώ μαντεύω πως η Μυρτιά είναι η Πορτοκαλιά και Ταξιδεύτρα. Και συνεχίζω… Μπορείς να διαβάσεις όλο το υπόλοιπο απνευστί; Είναι ολόκληρο μία πρόταση. Έπρεπε να μάθω εδώ πως η Μυρτιά, ε, συγνώμη, η γριά η Ελίσα από τον Φύγωτα είναι ΚΑΙ παραμάνα ΚΑΙ τροφός του βασιλιά Έτορε; Και δεν μπορούσες να μας λυπηθείς και να μας τον παρουσιάσεις σαν σκέτο Βασιλιά Έτορε; Έπρεπε να ξέρουμε ΤΩΡΑ πως είναι ο βασιλιάς της ΚαριαΛίντουα – Πασών Ανατολικών Νήσων; Μήπως θα το θυμόμαστε μόλις αφήσουμε την παράγραφο; Η γυναίκα του Βασιλιά Έτορε είναι λοιπόν η Βασίλισσα Γιούμα και είναι ετοιμόγενη. Καλώς. «…την είχε αναλάβει ο νεαρός μάγος Τερζιάς ?ανάθεμα στο αξίωμα του συζύγου της- επειδή έτσι είθισται στον πολιτισμένο Φρύγωτα να συμβαίνει.» Τώρα, έχοντας διαβάσει το υπόλοιπο κεφάλαιο, ξέρω καλύτερα. Στην πρώτη έως εικοστή ανάγνωση όμως – πριν προχωρήσω παρακάτω, χτυπιόμουν να καταλάβω σε ποιον αναφερόταν το «ανάθεμα στο αξίωμα του συζύγου της» Τον σύζυγο της Μυρτιάς, της Ελίσας, ή της Γιούμα;!!! Άαααργκ!! Ήταν βλέπεις και η μονοκοπανιά του πράγματος. Κάποια στιγμή, μέσα στη θολούρα μου, αναρωτήθηκα ο Τερζιάς ποιανής εκ των τριών αυτών γυναικών ήταν ο σύζυγος. Και αν θυμάμαι καλά, όταν είχα γράψει πως στις τρεις σελίδες είχα παρατήσει «Τα Παιδιά Του Χούριν» ήσουν εκείνη που έγραψες πως τραλαλί-τραλαλό το βιβλίο διαβαζόταν σαν να ήταν νεράκι. Μάλιστα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
The Phantom Posted December 3, 2008 Share Posted December 3, 2008 Λέω και πάλι: Πόσο κακός μπορώ να γίνω; Πέραν από τις όποιες δυστροπίες των πολλών ονομάτων, όπως παρατήρησε ο DinoHajiyorgi, που θα έκανε την ανάγνωση και το θυμητικό να βαρυγκωμήσουν με κίνδυνο το τέλος της ανάγνωσης από την απαρχή της, δεν έχω παρατηρήσεις. Και οι προτάσεις είναι μεστές, και οι διάλογοι. Σπουδαία υπόθεση οι διάλογοι!! Πάντα τους έτρεμα (όταν πρόκειται να γράψω διαλόγους) και πάντα οι φτηνοί διάλογοι με απωθούσαν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 4, 2008 Author Share Posted December 4, 2008 Ευχαριστώ πολύ και πάλι, θα την φτιάξω την πρώτη παράγραφο και θα ανεβάσω νέο κομμάτι μόλις γυρίσω, Δευτέρα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted December 7, 2008 Share Posted December 7, 2008 Δεν είναι μόνο η φαντασία, ούτε πάλι το απίστευτο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ταλέντο. Είναι που κάθε λέξη και κάθε πρόταση απελευθερώνει έναν χείμαρρο συναισθημάτων. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted December 11, 2008 Share Posted December 11, 2008 Η εισαγωγή είναι μια υπολογισμένη φλυαρία σε πρώτο πρόσωπο, σαν να πεταρίζει γύρω από τον αναγνώστη ένα πουλί που τιτιβίζει. Δεν είναι απαραίτητα κακό, δε θες να πάρεις καμιά μυγοσκοτώστρα και να το κοπανήσεις για να σταματήσει. Δεν είναι απαραίτητα κακό που μπήκε χιούμορ στον κόσμο σου. Αλλά δε μου αρέσει όσο το άλλο στυλ σου και δεν έχει καμία σχέση με τα δυο κεφάλαια που ακολουθούν. Το πρώτο κεφάλαιο είναι αναμενόμενα καταπληκτικό, δεν έχω κάτι να του προσάψω [πέρα από το ότι δεν είμαι βέβαιος για την ακριβή σχέση των δυο ποταμών] Πανέξυπνο το τέχνασμα με τα αρχικά των κορακιών για να μπορεί ο αναγνώστης να τα ξεχωρίζει κάπως, τόσα ονόματα που τον βομβάρδισαν μαζεμένα. Αλλά δεν κατάλαβα καθόλου την αναφορά σε ασημένιες καρδιές. Η Δένα γιατί δεν αναφέρθηκε να λέει κάτι όταν μπήκε η γριά στο σπίτι; Το δεύτερο κεφάλαιο ξεκινάει ελάχιστα στραβά στην πρώτη παράγραφο, με μια σύγχυση σχετικά με το ποιος είναι τι, ποιος είναι παρών (σε ποιο μέρος;), ποιος είπε σε ποιον για τη γυναίκα ποιου κτλ. Συνολικά, θέλει λίγη παραπάνω δουλειά για να φανεί πώς δημιουργείται σταδιακά η σχέση δασκάλας-μαθητή. π.χ. να τονίσεις ότι ο Τερζιάς πήρε μόνος του την πρωτοβουλία να συμβουλευτεί μαμή από ανησυχία, κι αυτό είναι ένα πρώτο δείγμα πως δεν είναι τόσο ξεροκέφαλος όσο οι υπόλοιποι λόγιοι. Τώρα φαίνεται να αρχίζει αυτή να τον συμπαθεί κάπως ξαφνικά και άσχετα, κι αυτός να υποτάσσεται μάλλον αβίαστα. Αυτό με τους μάγους που είναι άχρηστοι σε σχέση με τις μάγισσες, αλλά για κάποιο λόγο οι πιο σημαντικές χώρες τούς προτιμούν μακράν, το έχω δει σε πολλά έργα γυναικών συγγραφέων φάνταζυ. Παρ' όλ' αυτά, συνεχίζει να μου είναι ακατανόητο από κάθε άποψη. Και δυο-τρείς λεπτομέρειες: Το "υφάκι μπλαζέ" είναι προφανώς φάουλ. το "απλά ρούχα χωριάτισσας" ακούγεται τεχνητό. Όταν ο Τερζιάς σκέφτεται πως "τον λέει μάγο κατάμουτρα", δεν τον έχει πει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 12, 2008 Author Share Posted December 12, 2008 Σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο που διαβάζετε και σχολιάζετε Electro, είχε χιούμορ ο κόσμος σχεδόν εξαρχής της δημιουργίας του, αν και όχι τέτοιου είδους, αλλά επειδή δε βρίσκω πως το κάνω και πολύ καλά, αποφεύγω να το δείχνω. Επίσης, όταν μπαίνει η γριά η Δένα δε λέει τίποτα γιατί ... την ξέχασα... thanx. Και γενικά ευχαριστώ πολύ για τις επισημάνσεις, μου είναι πάντοτε χρήσιμες. Αυτό με τους μάγους που είναι άχρηστοι σε σχέση με τις μάγισσες, αλλά για κάποιο λόγο οι πιο σημαντικές χώρες τούς προτιμούν μακράν, το έχω δει σε πολλά έργα γυναικών συγγραφέων φάνταζυ. Παρ' όλ' αυτά, συνεχίζει να μου είναι ακατανόητο από κάθε άποψη. Αλλά εδώ, θα ήθελα κάτι παραπάνω: Αν δεν έχεις καταλάβει μέχρι το σημείο που έχω ανεβάσει πως οι "μάγοι" -οι λόγιοι- δεν είναι μάγοι στ' αλήθεια αλλά είναι επιστήμονες που κατά βάση φτιάχνουν μηχανές (που οκ, δεν υπάρχουν στο δικό μας κόσμο αλλά δεν παύουν να είναι μηχανές) και ο κόσμος που δεν τους πάει τους λέει μάγους ενώ οι Ταξιδεύτρες είναι... ό,τι πιο κοντά σε μάγισσες έχω τεσπα, θα ήθελα πάρα πολύ να το ξέρω. Ευχαριστώ εκ των προτέρων. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted December 12, 2008 Share Posted December 12, 2008 Αν δεν έχεις καταλάβει μέχρι το σημείο που έχω ανεβάσει πως οι "μάγοι" -οι λόγιοι- δεν είναι μάγοι στ' αλήθεια αλλά είναι επιστήμονες που κατά βάση φτιάχνουν μηχανές (που οκ, δεν υπάρχουν στο δικό μας κόσμο αλλά δεν παύουν να είναι μηχανές) και ο κόσμος που δεν τους πάει τους λέει μάγους ενώ οι Ταξιδεύτρες είναι... ό,τι πιο κοντά σε μάγισσες έχω τεσπα, θα ήθελα πάρα πολύ να το ξέρω. Ευχαριστώ εκ των προτέρων. Στην αρχή είχα χρησιμοποιήσει τη λέξη "steampunk" αλλά μου φάνηκε υπερβολική και την έβγαλα από το ποστ μου. οπότε μάλλον είχα καταλάβει τι εννοείς. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς, σε έναν κόσμο που η μαγεία λειτουργεί, οι άνθρωποι την περιφρονούν υπέρ μιας επιστήμης η οποία παράγει κυρίως ανατινασσόμενα ρολόγια και βρεφική θνησιμότητα. Η δικαιολογία ότι τη μαγεία στον εν λόγω κόσμο την κατέχουν μόνο οι γυναίκες και φταίει ο κακός φαλλοκρατισμός, μου φαίνεται λίγο ισχνή. Να ήταν τίποτα γιδοβοσκοί πάνω στα βουνά που σκέφτονται έτσι, εντάξει. Αλλά οι πιο ισχυρές χώρες; Πώς αποκτούν ισχύ σε σχέση με τις χώρες που αποδέχονται τη μαγεία; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted January 14, 2009 Share Posted January 14, 2009 Γεια σου Nienor, αφού έχω πάρει αμπάριζα τις ιστορίες σας λέω να σχολιάσω και τη δική σου μιας και τη διάβασα. Λοιπόν νομίζω ότι το εισαγωγικό κομμάτι σου δεν έχει να προσφέρει κάτι ουσιαστικό. Προφανώς το έβαλες για να μας εισάγεις στον κόσμο και την ίντριγκα όμως εμένα με κούρασε με τα αλλεπάλληλα ονόματα, τοποθεσίες και γεγονότα. Νομίζω ότι αυτά εντυπώνονται πιο εύκολα στη μνήμη μας όταν τα συνδέεις με μια δυνατή σκηνή παρά όταν τα παραθέτεις μέσα σε μερικές γραμμές. Οπότε νομίζω ότι θα έπρεπε ν’ αφήσεις την ιστορία σου να μιλήσει. Άσε που μοιάζεις να υιοθετείς διαφορετικό στυλ από την κυρίως αφήγηση. Στο δεύτερο κομμάτι το μπέρδεμα με τα ονόματα συνεχίζεται χειρότερο και η σύνταξη των προτάσεων σου ακατάληπτη. Επίσης είναι (για το γούστο μου) υπερβολικά μελοδραματικό. Το τρίτο κομμάτι αποζημιώνει και είναι ακριβώς ότι θα έπρεπε να είναι και το δεύτερο. Σαφές με ρυθμό, χωρίς φιοριτούρες και θεατρινισμούς και κυρίως με χαρακτήρες που φαίνεται να έχουν υπόσταση. Σε κρατά για να μάθεις και τη συνέχεια… Μόνη ένσταση η πρώτη παράγραφος. Πάλι μπερδεμένα ονόματααααα… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 15, 2009 Author Share Posted January 15, 2009 Προσημείωσης : Όσοι τα έχετε ήδη παίξει με τα ονόματα αλλά παρόλα αυτά θέλετε να συνεχίσετε να διαβάζετε αγνοήστε παντελώς την πρώτη παράγραφο (τουλάχιστον). Θα βρω μια φόρμουλα να το στρώσω από αυτή την άποψη -των πολλών πληροφοριών δηλαδή- αλλά αργότερα. Δε μπορώ να το κάνω πριν να το τελειώσω. -3- Το παλάτι του βασιλέα της ΚαριαΛίντουα και πασών ανατολικών νήσων βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του λαμπρού Φρύγωτα. Από τα ψηλότερα παραθύρια του, τις μέρες που ο ορίζοντας ήταν καθαρός φαίνονταν τα σμιλευτά δίδυμα λοφάκια της Ωραίας Λύδας απέναντι, το όρος Δόντι και η Άντιλλον στην Τέτρα και το μικρό σύμπλεγμα από πολυάριθμα νησάκια στα δυτικά της ΚαριαΛίντουα. Τα νερά που έβρεχαν το λιμάνι του Φρύγωτα ήταν αυτά του εσώτερου κόλπου Λίντουα, νερά γαλανά και διάφανα σαν κρύσταλλο, άβαθα τόσο που στο μεγαλύτερο μέρος του κόλπου μπορούσε κανείς να δει το βυθό πλέοντας προσεκτικά με κάποιο από τα μικρά δικάταρτα του Φρύγωτα, της Καριώρα ή του Πόρτου της Λύδας. Η βασίλισσα Γιούμα χάζευε το ήμερο τοπίο καθισμένη σε μια πολυθρόνα κήπου από μπαμπού και μεγάλες μαξιλάρες. Τίποτα δεν της θύμιζε τον τόπο της όλα τα χρόνια που είχε περάσει στη Γη του Έαρ. Ο Έτορε, ο βασιλιάς της ανατολής, την είχε ζητήσει από τον πατέρα της, το βασιλιά του νότου, της Γης του Θέρους, όταν εκείνη ακόμη ήταν εικοσιτεσσάρων εποχών, δώδεκα χρονών σύμφωνα με το μέτρημα της ανατολής, και στη χώρα της, στα Του Αλ Γκρεγκ, τα αρραβωνιασμένα κορίτσια δεν πήγαιναν μακρύτερα από την εξώπορτα του σπιτιού του πατέρα τους. Εκείνη φυσικά ήταν πριγκίπισσα, πράγμα που είχε διευκολύνει πολύ την πενταετή διαμονή της μέσα στο πατρικό, επειδή ακριβώς αυτό το πατρικό ήταν το εντυπωσιακό παλάτι του Νότου, το στρωμένο με κεντίδια από άκρη σε άκρη, τούτο που πολλοί ονειρεύτηκαν να δουν και λίγοι κατάφεραν να μπουν μέσα έστω και στη μεγάλη αίθουσα ακρόασης του πατέρα της. Όμως είχε δει την πόλη της μόνο μία φορά, όταν βγήκε από το παλάτι με το βασιλικό αραμπά για να διασχίσει την πόλη και να φτάσει στο λιμάνι όπου την περίμενε η γαλέρα του βασιλιά Έτορε. Όταν τον είδε πρώτη φορά καλά καλά δεν τον κοίταξε. Θυμόταν μόνο πως την περίμενε όρθιος στη σκαλιέρα και πως ο ίδιος της έδωσε το χέρι του για να ανέβει στη γαλέρα όταν η βάρκα της την έφτασε. Θυμόταν ακόμη ότι φορούσε λευκά, παντελόνι φαρδύ που άνοιγε στους αστραγάλους ακόμα περισσότερο και πουκαμίσα λινή, επίσης φαρδιά, κεντημένη με ασημένια κλωστή. Στο κεφάλι του φορούσε ένα διάδημα, απλό και απέριττο που είχε ένα διαμάντι μονάχα πάνω, την πέτρα-σύμβολο της ανατολής. Το πρόσωπό του δεν το πρόσεξε παρά πολύ αργότερα, όταν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της πάνω του αφού ο ίδιος της το ζήτησε καθώς έπαιρναν βραδινό μόνοι τους στην καμπίνα του. «Κοίταξε με, Γιούμα» της είχε πει απλά. Κι εκείνη αργά αλλά σταθερά ύψωσε τα μάτια της στο πρόσωπό του και τον κοίταξε. Ήταν ένα όμορφο πρόσωπο, αν και ίσως πολύ γωνιώδες, λίγο σκληρό, μα πλαισιωνόταν από εκείνα τα κατάξανθα μαλλιά που σε μπούκλες χάιδευαν τα μάγουλά του. Της φάνηκε πολύ μεγαλύτερος από εκείνη στην αρχή όμως ύστερα, όταν τον είχε μάθει πια λίγο, θεώρησε πως έφταιγε το προσεγμένο μουσάκι στο πηγούνι του και το βλοσυρό του ύφος. Ήταν κι ο ίδιος πολύ νέος. Της έκανε έρωτα το βράδυ εκείνο, εκεί, ενώ η γαλέρα βρισκόταν μεσοπέλαγα και λικνιζόταν ομαλά σε κάθε καπρίτσιο της Αλμυρής. Ήταν όμορφα, όσο όμορφα υπέθετε πως θα μπορούσε να είναι την πρώτη φορά. Παρόλο που δεν είχε ξαναπάει ποτέ της με άντρα δεν ήταν τελείως άμαθη στις πράξεις του έρωτα. Στα Του Αλ Γκρεγκ όταν μια κοπέλα ή ένα αγόρι επρόκειτο να γίνει σύζυγος για τρεις νύχτες κοιμόταν με ένα μεγαλύτερο άτομο του ίδιου φύλου, από το οποίο μάθαινε κάποια πράγματα και κυρίως πως να παίρνει και να δίνει ηδονή. Εκείνη, πίσω στο σπίτι του πατέρα της, είχε διαλέξει μια άγρια σκλάβα από τους Πλωτούς, που το δέρμα της ήταν πιο μαύρο από το δικό της και τα μαλλιά της πιο μαύρα κι από τη νύχτα. Την έλεγαν Άσρα και είχε δεχτεί το καθήκον αυτό παραπάνω από πρόθυμα. Η μικρότερη πριγκίπισσα, η Γιούμα, ήταν κι εκείνη πολύ όμορφη, μελαχρινή αρκετά και λυγερή και με μάτια τεράστια και πράσινα που οι άκρες τους γυρνούσαν ελαφρά προς τα πάνω και στήθη μικρά και στητά που ακόμη αψηφούσαν τους νόμους της βαρύτητας. Είχε περάσει μαζί της παραπάνω από όμορφα και η Άσρα της είχε δείξει μερικά πράγματα που η Γιούμα, ως κορίτσι προηγουμένως, ούτε που τα φανταζόταν ότι γίνονται. Έκλαψε σαν την αποχαιρέτησε, αλλά να την πάρει μαζί της δε μπορούσε, ούτε και να την ξαναδεί ποτέ. Δεν την εντυπωσίασε το αντρικό σώμα όταν το είδε, αυτό που την είχε εντυπωσιάσει ήταν μονάχα το χρώμα αυτού του άντρα -του άντρα της και βασιλιά της ανατολής- που ήταν τόσο λευκό σαν το πρωινό. Εκείνος είχε ίσως αισθανθεί πιο άβολα από την ίδια όταν προσπάθησε να λύσει το εσκέρι -την τοπική ενδυμασία των ευγενών κοριτσιών του Νότου- που έδενε σε πέντε κρυφά σημεία και ήθελε τέχνη και για να δεθεί και να λυθεί. Του είχε δείξει εκείνη γελώντας του πως βγαίνει και όφειλε να ομολογήσει πως ο Έτορε χρειάστηκε να δει τη διαδικασία μονάχα μια φορά. Από κει και ύστερα ήξερε να το κάνει μόνος του και δε χρειάστηκε ποτέ ξανά τη βοήθειά της. Ο Έτορε ήταν έτσι σε όλα του. Για κάθε μικρό ή μεγάλο πράγμα που έπρεπε να γίνει μέσα στην ημέρα, μάθαινε πως να το κάνει και δε φοβόταν να ρωτήσει για τα όσα δε γνώριζε ούτε τους χωρικούς, ούτε τους ψαράδες που έρχονταν για τα θέματά τους στην αίθουσα ακροάσεων του παλατιού του Έαρ. Αντίθετα με το βασιλιά πατέρα της, ο Έτορε δεχόταν κάθε ξεχωριστό υπήκοό του που ζητούσε προσωπική ακρόαση και μάλιστα τις περισσότερες φορές χωρίς συμβούλους και στρατό γύρω του να τον φυλάει -πνευματικά και σωματικά. Και τούτο της είχε κάνει εντύπωση στην αρχή. Έβλεπε όμως πως ο λαός του βασιλείου της Ανατολής αντί να φοβάται το βασιλιά του, τον αγαπούσε και αυτό έκανε πιο ευχαριστημένους τους απλούς ανθρώπους, αλλά και τον ίδιο τον Έτορε. Πολλά ήταν εκείνα που της φαίνονταν ομορφότερα και πιο σωστά στην επικράτεια του άντρα της σε σχέση με εκείνη του πατέρα της, όμως το ήμερο τοπίο γύρω της δεν ήταν ένα από αυτά. Παραδεχόταν στον εαυτό της πως ήταν πανέμορφο να το χαζεύει κανείς και πως γαλήνευε τη σκέψη, όμως εκείνη ήταν μαθημένη να χαζεύει τη θέα από το παλάτι του Νότου, που έβλεπε στις θάλασσες της Ανώνυμης Θεάς τις πάντα ανταριασμένες τη μέρα και τόσο σκούρες μπλε όσο ο ουρανός το σούρουπο αφού η Ράουρα έχει γείρει το χρυσό της κεφάλι στη δύση. Κι όταν η Σέξτια ήταν μεσούρανα και με το μπλε φως της έκανε την πλάση να μοιάζει ωκεανός, η θάλασσα από το πατρικό της έδειχνε μαύρη, σκοτεινή τόσο που περισσότερο δε γίνεται και πάνω της στραφτάλιζαν τα άστρα του ουρανού και η σελήνη η μπλε με το χρώμα της, σε αντίθεση με το μαύρο του νερού, να δείχνει σχεδόν γαλανή. Αναστέναξε απαλά και βολεύτηκε στην πολυθρόνα της καλύτερα. Σκεφτόταν πως όταν θα μεγάλωνε λίγο η Ηρυάνα, η κορούλα της, θα μπορούσε να την πάει στο παλάτι του παππού της και να της δείξει το τοπίο τούτο και να της πει εκεί τις ιστορίες για τον Εμέλ'λε και τη Γιόντα Λάου, που έφτιαξαν τον ουρανό και τη γη και ξάπλωναν εκεί στους αιώνες κι άφηναν την Αλμυρή να κάνει τα κουμάντα τους ενώ εκείνοι έκαναν έρωτα και πως γι’ αυτό η Αλμυρή ήταν αγριεμένη, επειδή είναι καταδικασμένη να τους βλέπει συνεχώς ενώ εκείνη είναι μόνη και κάνει τη μοναξιά της οργή. Μελαγχόλησε, όχι για πρώτη φορά, γιατί στην κόρη της θα τα έλεγε μια μέρα όλα αυτά, όλες τις ιστορίες του λαού της, μα στο γιο της δεν ήξερε αν θα είχε την ευκαιρία. Δεν ήξερε καν ποια γυναίκα τάιζε τον Ηριδάμονα και τι νανουρίσματα θα του τραγουδούσε για να κοιμηθεί. Ήλπιζε μόνο το παιδί της να είναι καλά. Αυτό και τίποτα άλλο δεν την ενδιέφερε. Ήθελε να τον μεγαλώσει εκείνη και να του τραγουδήσει «Νάμα νάμα, εντόλε νάμα» τους σκοπούς της πατρίδας της, το ήθελε όσο τίποτα άλλο, όμως δεν ήθελε να ζει με το φόβο ότι θα τον βγάλουν από τη μέση στην πρώτη ευκαιρία. Ο Έτορε έλεγε πως ο διάδοχος από τα αδέρφια τα δικά του δε θα κινδύνευε, όμως η επανάσταση των μάγων στη δύση είχε κάνει τα πράγματα εξαιρετικά επικίνδυνα για όλους τους και παρόλο που οι δικοί του υπήκοοι αγαπούσαν το βασιλιά τους, κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι κρυβόταν στα βάθη της ψυχής των ανθρώπων που περπατούσαν ξυπόλυτοι ως τον Χαμογελαστό Κόλπο για να πουλήσουν την πραμάτεια τους, ενώ ο βασιλιάς τους κυκλοφορούσε έφιππος και αστραφτερός. Και φυσικά ελάχιστα μπορούσαν να μαθαίνουν για τα άλλα νησιά, αφού τα ταξίδια το χειμώνα δυσκόλευαν πολύ και οι άρχοντες έστελναν νέα αραιά. Καταλάβαινε πως ήταν απαραίτητο να απομακρύνουν το διάδοχο, η λογική της συμφωνούσε. Όμως εκτός από διάδοχος ήταν παιδί της κι ένιωθε μισή χωρίς αυτόν. Κάθε που θήλαζε το κοριτσάκι της, την Ηρυάνα, και περίσσευε γάλα στις θήλες της αισθανόταν το κενό μεγαλύτερο από ποτέ. Και για τούτο, είχε πάρει μια απόφαση που παρόλο που δεν είχε προηγούμενο εκείνη θα κατάφερνε να το δημιουργήσει. Μόλις ο καιρός θα άνοιγε, θα πήγαινε μέχρι το βασιλικό ορφανοτροφείο στην Ωραία Λύδα και θα έπαιρνε άλλο ένα παιδάκι. Το γάλα της δεν έπρεπε να πηγαίνει χαμένο, την πονούσε και στο κορμί και στην ψυχή, και τα παιδάκια εκείνα δεν είχαν μάνα να τα ταΐσει και να τα φροντίσει. Η σχέση του άντρα της με τους ανθρώπους του βασιλείου δε θα βοηθούσε σε αυτό, επειδή μπορούσαν να πουν τη γνώμη τους και η γνώμη αυτή σίγουρα δε θα ήταν η καλύτερη, έτσι το φανταζόταν. Θα ήταν ευκολότερο αν ήταν ακόμη στο βασίλειο του πατέρα της. Μα δεν είχε σημασία, εκτός από βασίλισσα ήταν και γυναίκα και κανείς δε θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο πόσα παιδιά θα μεγάλωνε. Αν ήθελε, θα τα μεγάλωνε όλα. Ναι, έτσι απλά ήταν τα πράγματα: αν ήθελε, θα τα μεγάλωνε όλα τους για να γεμίσει το κενό εκείνου που της πήραν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 15, 2009 Author Share Posted January 15, 2009 -4- Η φωτιά έκαιγε στο μαγκάλι στη μέση του δωματίου. Η Λου είχε δέσει δυο ξύλινα τρίποδα στις χειρολαβές ενός μακρόστενου καλαθιού και είχε ακουμπήσει το κοιμισμένο μωράκι εκεί. Γύρω του, στο γείσο του καλαθιού, κάθονταν τα κοράκια της κουρνιασμένα. Νωρίτερα, η Λου είχε διανύσει όλο το δέλτα, είχε ανέβει και κατέβει τον Ψηλούλη, είχε περάσει τα αμπέλια του Ρούγουρου, είχε διασχίσει κάθετα τους περιβολόνες με τις τουλίπες και τον καστανεώνα της Γαζίας κι είχε φτάσει μέχρι το χωριό για να βρει γάλα να το ταίσει. Κι όλα τούτα αφού είχε θάψει τη γριά Ελίσα στην κορφή του Ψηλούλη και είχε φυτέψει επάνω της, αντί για μνήμα, μια ροδιά. Τώρα, εξαντλημένη καθόταν απλά και κοιτούσε το αγοράκι που κοιμόταν χορτασμένο και ήσυχο. Έπρεπε να βρει μια κατσίκα. Πρέπει να βρω μια κατσίκα, δε μπορώ να το κάνω αυτό κάθε μέρα. Όχι δε μπορείς, της απάντησε η Ανέλ, χωρίς να ανοίξει τα όμορφα κόκκινα μάτια της. Καλύτερα δύο, είπε η Βένα κυνικά, καλύτερα έναν τράγο και μια κατσίκα, να σου κάνουν και μικρά να αποκτήσουμε από όλα τα είδη... Ναι, κι εγώ ήθελα πάντα μια γάτα, συμπλήρωσε η Γανέ. Η Λου σηκώθηκε φουρκισμένη και τις κοίταξε μία μία. Τι θέλετε να κάνω; Να το πετάξω στους ποταμούς; Ή να πάω μέχρι το χωριό και να τους πω μήπως θέλει κανείς να μεγαλώσει ένα παιδί που δεν ξέρω ποιανού είναι; Είσαι τέλεια, Ασημένια μας, τέλεια. Τι το θες το παιδί; Τη ρώτησε η Δένα χωρίς να κομπάζει. Δεν το ήθελα! Δεν το ζήτησα! Τούτο ήρθε σε μας κι έχει την ανάγκη μου. Πώς να το διώξω; Που να το δώσω; Δε σε ξέρει ακόμα, της απάντησε σοβαρά η Ενάλ με τα γαλανά μάτια, δε θα του λήψεις άμα βρεις κάποιον να το πάρει σύντομα. Δώστο στην Αλμυρή, είπε η Ζανέ αλαζονικά, εκείνη θα ξέρει τι να το κάνει... Ναι! «Ναι!» Φώναξε και δυνατά η Λου. «Ναι, φυσικά και θα ξέρει! Θα το πάρει στον υγρό βυθό της να της κρατάει συντροφιά!» Κάθισε στη μπαγκέτα της ξανά κι έχωσε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Θα το κρατήσω, τους είπε χωρίς να κουνήσει τα χείλη της αυτή τη φορά, θα το κρατήσω και θα το αγαπήσετε με τον καιρό όπως κι εγώ αυτό, κι εκείνο εμάς. Τούτο το αγόρι, αρχίνησε η Ηανή με τα μωβ μάτια, που σπάνια μιλούσε, γιατί εκείνα που ήξερε οι άλλες δεν ήθελαν να τα γνωρίσουν, θα είναι ο χαμός μας και η σωτηρία σου Λου. Άλλα δεν ξέρω να σου πω. Μα να το δώσεις δε μπορείς... Οι άλλες απλά την κοίταξαν και κούρνιασαν κι έβαλαν τα κεφάλια τους ανάμεσα στα πούπουλα των κατάμαυρων φτερών τους. Η Λου έκλαψε για άλλη μια φορά. Το μωράκι κάποτε ξύπνησε κι έβαλε τα κλάματα. Ή τα νιαουρίσματα, γιατί με τέτοια έμοιαζαν ακόμη. Η Ενάλ το κοίταξε με τα γαλανά μάτια της βαθιά, μέσα του και είπε: Νιώθει πως τρώει, μα η πείνα του δε χορταίνει. Κάποιος τρώει στο μυαλό του που είναι εκείνο κι ο άλλος μαζί. Η Λου σκούπισε τα μάτια της, πήρε το παιδί αγκαλιά και του έδωσε γάλα. «Βγείτε Ίριδες, πετάξτε μέχρι το Φρύγωτα και δείτε τα σπίτια των καπεταναίων στο λιμάνι. Δείτε, Φτερωτές μου Ίριδες, τις καρδιές των Φρυγωταίων καπετάνιων, των γυναικών τους, των μανάδων, ρωτήστε τις αθάνατες πέτρες των σπιτιών τους και βρείτε από που είναι το παιδί. Βρείτε την αγωνία στις καρδιές τους κι ελάτε να μου πείτε.» Σαν όλες φύγουμε εσένα, Ασημένια μας, ποιος θα σε φυλάει; Τη ρώτησε η Ανέλ, η πρώτη και μεγαλύτερη. «Κανείς. Δεν είναι ανάγκη, Φτερωτές μου, πηγαίνετε και κρατήστε τις καρδιές σας ζεστές μη γίνουν ασημένιες. Μην πειράξετε κανέναν στο δρόμο σας και να φυλάτε η μια την άλλη.» Η Ηανή έσπρωξε το παράθυρο και βγήκε. Οι άλλες την ακολούθησαν και άφησαν τη Λου μόνη, να ταϊζει το παιδί. Όταν το αγοράκι ήπιε όσο γάλα μπορούσε να χωρέσει το μικρό στομάχι του και κοιμήθηκε ξανά, η Λου βγήκε στην αυλή της, στο δέλτα των ποταμών, γέμισε ένα πιατάκι γάλα και το απήθωσε πλάι στην εξώθυρά της. «Έλα ξανά φιδάκι μου, έλα να φυλάς το σπίτι μικρό πλάσμα.» Είπε κοιτάζοντας προς το λόφο. Χρόνια και χρόνια είχε να βγάλει γάλα στο φιδάκι που φυλά τα σπίτια των ανθρώπων. Τώρα όμως το σπίτι της είχε μέσα ένα μωρό και εκείνη είχε μείνει μόνη ίσως για πρώτη φορά και στην καρδιά της ένας φόβος φώλιασε, μα όχι για εκείνη και το παιδί μα για αυτούς που τις φτερωτές της θα συναντούσαν στο δρόμο. Οι ασημένιες καρδιές τους δύσκολα θα φέρονταν ευγενικά στους ξένους κι αν κάποιος τις εξόργιζε θα συναντούσε το θάνατό του γρήγορα. Οι δυνάμεις τους ήταν πολύ μεγάλες για τους θνητούς και οι καρδιές τους από κρύο ασήμι σαν πετούσαν μακριά της. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 15, 2009 Author Share Posted January 15, 2009 constantinos, σε ευχαριστώ που διάβασες και σχολίασες (και που μου το θύμησες βασικά για να είμαι ειλικρινής) Electro, ευχαριστώ. Μου αρκούν αυτά που έχεις καταλάβει. Δεν είμαι σίγουρη πως θα σε ικανοποιήσω απόλυτα σε εξηγήσεις, όμως υπάρχουν δυο τρία πραγματάκια παρακάτω επάνω σε αυτά που λες. Πάντως ο φόβος τους δεν είναι απλά ... φαλλοκρατικός οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένα περιστατικά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.