nefertiti Posted December 10, 2008 Share Posted December 10, 2008 Όνομα Συγγραφέα: Κατερίνα Γαλιτσίδου Είδος: Παραμύθι Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:6424 Αυτοτελής; Ναι Η γειτονιά της Πυρόξανθης Ροδένιας. Σε ένα παράλληλο συμπάν, στη χώρα της Παραξενιάς που συνόρευε με τη χώρα του Παραλόγου και τη χώρα του Εξωπραγματικού, γινόταν ο Μεγάλος Διαγωνισμός. Είχε καθιερωθεί να διοργανώνεται κάθε δεκαετία, και όχι χωρίς λόγο… Ήταν πραγματικά πολύ παράξενη χώρα η Παραξενιά. Ο κάθε πολίτης της είχε μια ιδιαιτερότητα σπάνια, μια παραξενιά όπως θα λέγαμε στην καθομιλουμένη. Άλλος περπατούσε με το κορμί του σε σχήμα γάμα, και άλλος κοιμόταν μόνο κατακόρυφα. Άλλος πάλι σεληνιαζόταν όταν άκουγε γυναίκα να τραγουδά και άλλος ερωτευόταν τα καλλίφωνα πουλιά που τραγουδούσαν στις ρεματιές τις φεγγαρόλουστες νύχτες. Κάποιος άλλος ξεδιψούσε μόνο με θαλασσινό νερό και κάποιος άλλος μιλούσε μόνο μια ακαταλαβίστικη γλώσσα που περιλάμβανε και σωματικούς ήχους κάθε φαντασίας. Καθώς όμως η παραξενιά σε μερικούς γινόταν εμμονή κρατώντας δέσμια την ευτυχία τους, η Θεία Δύναμη, άλλοτε με γενναιοδωρία και άλλοτε φειδωλά, προίκιζε κάθε κάτοικο με μια μοναδική μαγική ενέργεια που υποσυνείδητα διάλεγε ο ίδιος από τα γεννοφάσκια του. Η πράξη αυτή ήταν απόρροια της θεϊκής λύπης για την Παραξενιά. Αντίβαρο ή παρηγοριά, τούτη η μαγεία βοηθούσε πολύ την ζωή του κάθε πολίτη. Αυτοί λοιπόν ήταν οι κάτοικοι της Παραξενιάς και στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσάς της που λεγόταν Ιδιοτροπία, συνέρρεαν κάθε δέκα χρόνια για τον Μεγάλο Διαγωνισμό. Λογής-λογής άνθρωποι ταξίδευαν από κάθε ξεχασμένη γωνιά της επικράτειας και για τρείς συνεχόμενες μέρες εξέθεταν κάποιο προϊόν, παράγωγο της προσωπικής τους μαγικής ενέργειας. Τα δέκα πιο πρωτότυπα κέρδιζαν δέκα λευκά βιβλία του Μεγάλου Μισητού. Ο Μεγάλος Μισητός υπήρξε βασιλιάς της Παραξενιάς για πολύ καιρό και είχε πεθάνει πριν από τριάντα χρόνια. Είχε την παραξενιά να προκαλεί το μίσος και την αποστροφή όλων στο παλάτι και στην πολιτεία δίχως κάποια λογική εξήγηση. Όσο ζούσε τον αντιπαθούσαν όλοι: συγγενείς, φίλοι, αυλικοί, πολίτες ως και τα κατοικίδια ζώα! Η δικιά του μαγική ενέργεια ήταν να τυπώσει εκατό κενά βιβλία που από το θάνατο του και μετά θα χάριζαν την πραγματική ευτυχία σε όποιον τα κατείχε. Και αυτό γιατί όποιος κάτοικος της Παραξενιάς έγραφε τι του έλειπε, τι ποθούσε για να ευτυχίσει μέσα τους, αμέσως θα το αποκτούσε αρκεί να μην προκαλούσε κακό σε κάποιον άλλο. Έτσι ο Μέγας Μισητός έμελλε να γίνει αγαπητός τουλάχιστον στους επόμενους της γενιάς του, και το όνομά του θα προφερόταν με εκτίμηση για πολλά χρόνια. Στην κεντρική πλατεία της Ιδιοτροπίας λοιπόν είχαν συγκεντρωθεί σε δέκα παράλληλους στοίχους αρκετοί κάτοικοι της Παραξενιάς με τα εκθέματά τους. Τούτη η παράξενη πλατεία άλλαζε σχήμα εξαιτίας της παραξενιάς του αρχιτέκτονα. Γινόταν είτε οβάλ, είτε τετράγωνη, είτε ακανόνιστη με οξείες γωνίες, ανάλογα με τη διάθεση του πλήθους, άλλοτε σπρώχνοντας τους τελευταίους στοιχισμένους με τα τειχάκια της και άλλοτε ανοίγοντας μεγαλύτερο χώρο. Ο κάθε στοίχος κατέληγε σε ένα υπαίθριο γραφείο που καθόταν ένας Πρωτοτυποκριτής και οι δυο βοηθοί του. Ο διαγωνισμός γινόταν ως εξής: δεν υπήρχαν ημιτελικοί, τελικοί και άλλες διαδικασίες διάκρισης των προιόντων. Ο κάθε Πρωτοτυποκριτής σε συνδυασμό με τους δύο βοηθούς του μόλις ενθουσιάζονταν από κάποιο δημιούργημα της μαγικής ενέργειας έστεφε επι τόπου τον νικητή. Δεν τον ένοιαζε αν αυτό συνέβαινε την πρώτη μέρα, τη δεύτερη ή την τελευταία ώρα της τρίτης ημέρας. Αυτός και οι βοηθοί του με το που συγκλονίζονταν από κάτι πρωτότυπο έδιναν αμέσως το πολυπόθητο βιβλίο του Μέγα Μισητού στον τυχερό, δίχως να μπουν στην διαδικασία να δουν τα προϊόντα των υπόλοιπων κατοίκων που περίμεναν υπομονετικά στην ουρά. Ο κάθε στοίχος λειτουργούσε ανεξάρτητα και υπήρχαν κάποιες φορές που ο Μεγάλος Διαγωνισμός έληγε την πρώτη ημέρα! Δεν ήταν ο πιο δίκαιος τρόπος διεξαγωγής αλλά πόσο να κάνουν υπομονή όλοι μαζί με την παραξενιά του καθενός; Στο βάθος του τρίτου στοίχου από τα αριστερά, εκεί όπου χανόταν η ουρά του έξω από τα όρια της αλλόκοτης πλατείας περίμενε βαριεστημένη η Ιόλκυια. Το όνομά της ήταν μονόλεκτο, εν αντιθέσει με την πλειοψηφία των κατοίκων της Παραξενιάς που είχαν κι ένα δεύτερο προσδιοριστικό της ιδιοτροπίας τους. Όπως για παράδειγμα ο Μόρδυιος Τριανταφυλλοκλέφτης, ένα παιδί που η Ιόλκυια είχε προσπαθήσει να κάνει φίλο ανεπιτυχώς από τη γειτονιά. Ο Μόρδυιος είχε το χούι να κόβει κρυφά τα τριαντάφυλλα από ξένες αυλές μόνο και μόνο για να τα μυρίσει και για να τρυπηθεί στα χέρια και στα πόδια από τα αγκάθια τους. Αμέσως μετά τα πετούσε σαν να μη σήμαιναν τίποτα γι’ αυτόν. Ο φούρναρης της συνοικίας της, ο Κανέλυιος Μυρμηγκοφαγοπότης, σκότωνε όλα τα μυρμήγκια που καθημερινά μάζευαν τα ψίχουλα από τα λαχταριστά του καρβέλια και κουλούρια μετατρέποντάς τα σε μια εύγεστη, μα συνάμα σιχαμερή για την οικογένειά του, μεσημεριανή σούπα. Κάθε κάτοικος είχε τη δική του παραξενιά, που όσο ανυπόφορη κι αν ήταν αντισταθμιζόταν από την προσωπική μαγική ενέργεια που του είχε χάρισε η Θεία Δύναμη. Η Ιόλκυια δεν είχε εντοπίσει την δική της παραξενιά, ούτε την αντίστοιχη μαγική της ενέργεια. Βέβαια ήταν μόλις είκοσι ετών, είχε χρόνια ζωής να τις ανακαλύψει, και ας είχε αργήσει. «Ούφ…» αναστέναξε με συννεφιασμένη διάθεση η Ιόλκυια, ενώ η ουρά των ανθρώπων μπροστά της δε προχωρούσε. «Φαντάσου πόσο περίεργη είναι η δική μου παραξενιά για να μην της έχει δώσει κανένας όνομα. Ούτε καν η σοφή ψυχομάνα μου, η Παρνάκυια Σκληροτραχηλομάνα», σκέφτηκε. Κάποτε είχε ακούσει πικρά σχόλια από διάφορους γείτονες για την Παρνάκυια. Έλεγαν πως είχε γεννήσει δύο πανέμορφα δίδυμα που μη προλαβαίνοντας να τα βγάλει καλά-καλά από τη μήτρα της, τα παράτησε στο κρύο και το βοριά. Η Ιόλκυια δε μπορούσε να πιστέψει πως η Παρνάκυια είχε κάνει κάτι τόσο φριχτό. Την ίδια την είχε μεγαλώσει με τόση αγάπη και στοργή και ας μην ήταν δικό της παιδί. Δεν μπορούσε να γνωρίζει πως στην πραγματικότητα η παραξενιά της Παρνάκυιας Σκληροτραχηλομάνας ήταν να σιχαίνεται τα ίδια της τα παιδιά και να αδυνατεί να τα αναθρέψει. Όμως η δική της προσωπική μαγική ενέργεια ήταν να δώσει τετραπλάσια αγάπη από αυτή που θα έδινε στα παιδιά της, σε μια ψυχή μοναχική και κυνηγημένη. Όπως η Ιόλκυια. Ήταν τόσο όμορφη η μικρούλα Ιόλκυια όταν την είχε πρωταντικρίσει με τα σγουρά, πυρόξανθα μαλλάκια της να κοιτάει σα χαμένη την άδεια παιδική χαρά ένα ζεστό πρωινό του Αυγούστου. Βολόδερνε με αργά βηματάκια ανάμεσα στις κενές κούνιες κι έμοιαζε κάτι να ψάχνει, μια γνώριμη φυσιογνωμία. «Τι ζητάει αυτό το αγγελουδάκι μόνο του», είχε αναρωτηθεί η Παρνάκυια που γυρνούσε με φρέσκο ψωμί από το φούρνο της νέας της γειτονιάς. Η μικρή φορούσε μια αντρική, αμάνικη, βαμβακερή φανέλα που έφτανε μέχρι τους λευκούς της αστραγάλους και ήταν ξυπόλυτη. «Μπορεί να πεινάει», είχε σκεφτεί η Παρνάκυια και ανοίγοντας την πόρτα του πρόχειρου φράχτη της έδωσε μια ζεστή μπουκιά. Η Ιόλκυια τότε έτρεξε σαν μαγνητισμένη, άρπαξε την μεστή της γάμπα, τυλίχτηκε με τα χεράκια της σ’ αυτήν και ανασήκωσε το γεμάτο φακίδες μουτράκι της μόνο και μόνο για να ψελλίσει κάτι σαν «μαμμμ…Α». Η Παρνάκυια που η παραξενιά της την είχε κάνει να διώξει βάναυσα τα πραγματικά της παιδιά, είχε λυγίσει και την πήρε σπίτι. «Αν την έχασε κάποιος κι αν λείπει σε κάποιον θα έρθει να την πάρει.» είχε σκεφτεί. Κανένας δε βρέθηκε όμως. Μόνο μια μακριά, σπαστή, κόκκινη τρίχα πάνω στην φανέλα της, ανάμνηση της φυσικής της μητέρας. Μεσημέριασε και μια νύστα βάρυνε τα βλέφαρα της Ιόλκυιας. Πότε περιεργαζόταν νωχελικά, σκυφτή τα δύο κοκκινοκίτρινα ρόδια στα χέρια της, και πότε σήκωνε το κεφαλάκι της για να κοιτάξει τον ήλιο που έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα στον κρύο ,μα συνάμα καταγάλανο ουρανό. Γύρω τις το βουητό από τις συνομιλίες των διαγωνιζόμενων δεν έλεγε να κοπάσει. Αδύνατο να κοιμηθεί με τόση φασαρία. «Τι γυρεύω τώρα εδώ, τι περιμένω, ούτε ν’ απλώσω την κουρελού μου να ξεκουραστώ σαν άνθρωπος.» γκρίνιαξε χαμηλόφωνα. Κανένας δεν της έδωσε σημασία μα ούτε και αυτή νοιάστηκε. Ήταν παράξενη κοπέλα η Ιόλκυια, χωρίς όμως κάποια εμφανή παραξενιά. Δε θυμόταν ποτέ να είναι ιδιαίτερα αγαπητή από οποιονδήποτε πέρα από την ψυχομάνα της. Δεν ήταν ότι είχε κάποια έντονη αναποδιά, ή κάποια συνήθεια που απόδιωχνε τους άλλους. Αναπολούσε πολλά πρόσωπα στη ζωή της που απολάμβαναν την παρέα της για σύντομα διαστήματα και μετά απλά εξαφανίζονταν χωρίς κάποιο λόγο. Ακόμα και τα μικρά ζωάκια που τρυπώναν στην αυλή της Παρνάκυιας και η Ιόλκυια τους πρόσφερε στοργή και στέγη, μετά από ένα μήνα το πολύ χάνονταν. Η Ιόλκυια έπεφτε τότε σε βαθιά θλίψη, αλλά η ψυχομάνα της, της έκανε μια μεγάλη αγκαλιά και της έλεγε συχνά: «Είσαι σπάνιο κορίτσι καλή μου, έχεις πολλή ψυχή για να δώσεις, δε θέλω να σε βλέπω έτσι…» Άλλες φορές θυμόταν να επιστρέφει από το σχολείο με το μέτωπο χαμηλωμένο και μια απογοήτευση στη φωνή της. «Τι έπαθες κορίτσι μου; Ποιος σε πείραξε να τον βράσω και να πιω το ζουμί του;» ρώταγε τότε η Παρνάκυια τάχα έξαλλη, μόνο και μόνο για να πάρει την απάντηση πως ακόμα μια φίλη της την είχε εγκαταλείψει: «Η καινούρια μου φίλη με παράτησε. Η Ντάκυια Χιτωνοφορούσα με αγνοεί και παίζει με άλλα κορίτσια». «Μήπως την πρόσβαλλες επειδή έρχεται συνέχεια με το μωβ της μανδύα ντυμένη;» επέμεινε διακριτικά η ψυχομάνα. «Όχι σου λέω, έγινε όπως ακριβώς πριν τέσσερις μήνες με την παλιά μου φίλη την Γάρκυια Μελανομορφούσα… Και χάθηκε και αυτός ο σκυλάκος που με συνόδευε από το σχολείο στο σπίτι και έτρωγε ασημόχαρτο από το σάντουιτς που μου φτιάχνεις κάθε πρωί», συνέχισε η Ιόλκυια και δάκρυα γέμισαν τα γκριζογάλανα μάτια της. «Ηρέμησε Ιόλκυια, καλή μου Ιόλκυια. H καρδιά σου είναι από ζάχαρη, να το θυμάσαι» είπε τότε η Παρνάκυια στοργικά και την αγκάλιασε. «Όλο αυτό μου λες! Βαρέθηκα να τ’ ακούω! Ε, αφού είναι από ζάχαρη να τη βάλουμε στον καφέ και να κεράσουμε τη γειτονιά να πιεί στην υγειά μου», είπε η Ιόλκυια και έφυγε πεισμωμένη να παίξει μόνη της με τα μερμήγκια και τα σκαθάρια στον κήπο. Πού και πού χάνονταν ακόμη κι αυτά και δημιουργούσαν σε διαφορετικές γωνιές της αυλής φωλιές. «Πωπω…εδώ θα ξημερώσουμε απόψε, δεν τους βλέπω και πολύ σόϊ τους Πρωτοτυποκριτές», ακούστηκε μια παιδική φωνή που απομάκρυνε βίαια την Ιόλκυια από τις σκέψεις του παρελθόντος. Γυρνώντας αντίκρυσε έναν παλληκαρά μέχρι κει πάνω. «Και τι έφερες εσύ λεβέντη μου που αξίζει το βιβλίο του Μέγα Μισητού και παραπονιέσαι;» τον ρώτησε μια γριά που περίμενε πιο πίσω με τα δάχτυλά της βαμμένα σκούρα μπλε. «Έναν τηλεβόα που μετατρέπει τις αχνές φωνές σε βροντερές αντρίκιες». «Μωρέ σιγά την έμπνευση!» είπε μια κοπέλα παραδίπλα με τα μακρυά της μαλλιά όλα χτενισμένα προς τα μπροστά έτσι ώστε να μη φαίνεται το πρόσωπό της. Η Ιόλκυια αναγνώρισε την Σάφυια Εμπροσθομαλλούσα, μια συμμαθήτρια της στο ωδείο μουσικής της γειτονιάς της. Είχε ωραία μελωδική φωνή αλλά επέμενε να την αποκαλούν Ευκαιρία, παριστάνωντας την γόησσα στα αγόρια της ηλικίας της. Όταν ο δάσκαλος του πιάνου την είχε ρωτήσει σε μια γενική πρόβα γιατί αυτοαποκαλούνταν έτσι, εκείνη είχε απαντήσει ευθαρσώς: «Μα φυσικά κύριε Λόρκυιε Πεφταστεροπαρατηρητή διότι η ευκαιρία είναι η προσωποποίηση μιας ωραίας γυναίκας που έχει τα μαλλιά της μπροστά. Άμα περάσει από δίπλα σου και δεν την γραπώσεις, εσύ θα χάσεις. Με το που φύγει στο σβέρκο δεν έχει τρίχες να την αρπάξεις πάλι πίσω». «Μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου έχεις Σάφυια Εμπροσθ…» και πριν τελειώσει τη φράση του όλη η τάξη είχε ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια αγνοώντας βέβαια την ξινή έκφραση της Σάφυιας που χανόταν κάτω από την πυκνή κώμη. «Μπα;Η δικιά σου είναι καλύτερη;» είπε ο παιδόφωνος παλληκαράς που κίνησε το ενδιαφέρον της Ιόλκυιας και τον κοίταξε απ΄την κορφή ως τα νύχια χαμογελώντας παιχνιδιάρικα. Ούτως ή άλλως ποτέ της δε χώνεψε την Σάφυια. «Σιγά μη σου δείξω κιόλας το σοφό μου κάτοπτρο που εξαφανίζει τις τρίχες.» απάντησε η Σάφυια με απαξίωση. «Μωρ’τι μας λες;»… Συνέχισαν έτσι να λογοφέρουν με τις παρεμβάσεις κι άλλων πολιτών, αλλά η Ιόλκυια αποφάσισε να μην ανακατευτεί. Δεν ήταν ότι ένιωθε αποστροφή για τους κατοίκους της Παραξενιάς. Ίσα ίσα πάντα ονειρευόταν μια μεγάλη παρέα μέσα στην οποία θα την αποδέχονταν και θα τη θαύμαζαν για κάτι. Πάντα ονειρευόταν έναν πιστό φίλο. Είχε τόσο μεγάλη ανάγκη για κοινωνικότητα, ήθελε πολύ να ανήκει κάπου. Ώρες ώρες ευχόταν να είχε μια παραξενιά εμφανή. Θα συμβιβαζόταν ακόμα και με την πιο αποτρόπαια για να είναι και αυτή κάτι, να ξεχωρίζει για κάποιο λόγο. Ίσως τότε δεν θα αισθανόταν τόσο μόνη και θα κατάφερνε να προσελκύσει πιο πολλά άτομα στη ζωή της. Τώρα όμως ένιωθε να βουλιάζει σε ένα κενό μοναξιάς. Ήταν μόλις είκοσι χρονών μα αισθανόταν σαν ολομόναχη γριά. Με ένα αφηρημένο χάδι ακούμπησε τα αγριοκουρεμένα κοντά μαλλιά της. Ήταν κι αυτά ένα τίμημα για τη μοναξιά της. Τα θλιμμένα πέπλα που κάλυψαν την ψυχή της, δεν παραμέρησε ποτέ η χαρά της ζωής από τότε που η ψυχομάνα της πέθανε, πριν δύο χρόνια. Μετά από αυτό η Ιόλκυια κλείστηκε στο σπίτι της κι αφιέρωσε το χρόνο της στον κήπο. Παρατημένη στην μοναξιά της, και ως ένδειξη πένθους, άφησε τον εαυτό της απεριποίητο. Τα μαλλιά της μάκρυναν, έγιναν ατημέλητα και μπερδεμένα. «Αφού κανείς δεν με πλησιάζει, ας γίνω ένα ζωντανό τέρας τι διαφορά έχει;» είχε συλλογιστεί. Όλη αυτή η άρνηση κράτησε ένα χρόνο. Η Ιόλκυια πήγαινοερχόταν στην συνοικία όπου ζούσε. Καλημέριζε τους γείτονες, καλησπέριζε τους διαβάτες, αλλά παρέμενε μόνη. Μέχρι που ένα βράδυ που καθόταν στην αυλή απορροφημένη με τ’άστρα και τις πορείες που διέγραφαν αυτά στον μαύρο ουρανό, ένα αηδόνι κάθισε σε ένα δέντρο και είπε το γλυκό του τραγούδι. «Πρέπει να ήρθε από τη ρεματιά» συμπέρανε η Ιόλκυια. «Τι περίεργο, πρώτη φορά πλησιάζει την αυλή μας» και η φωνή του της μαλάκωνε την ψυχή. «Λες να θέλει κάτι να μου πεί; Να ’ναι μήνυμα απ’την αγαπημένη μου ψυχομάνα;» Έτσι πως έκλεισαν τα μάτια της στη γλυκιά μελωδία του κελαηδίσματος, την πήρε ο ύπνος. Είδε την Παρνάκυια ντυμένη με λευκά υφάσματα, χαμογελαστή, με τα μαύρα της μαλλιά πιασμένα σε έναν περιποιημένο κότσο. Ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε την αγαπημένη της κρεμμυδόσουπα. «Έλα εδώ καλή μου να δεις τι σου ’χω μαγειρέψει, να φας και να νιώσεις τη γλύκα της ψυχής σου μικρή μου Ιόλκυια», είπε και η χροιά της ήταν σαν να στάζει μέλι. Η Παρνάκυια της ένευσε να ’ρθει κοντά. Μόλις πλησίασε η Ιόλκυια της είπε εμπιστευτικά με αυστηρό τόνο: «Πρόσεξε μικρή μου όμως μην το παρακάνεις, γιατί η πολλή ζάχαρη πικρίζει. Είναι καιρός να διώξεις τη τρίχινη θλίψη από πάνω σου» τόνισε και με μιας η Ιόλκυια πετάχτηκε αναστατωμένη από το όνειρο. Η νύχτα είχε φύγει κι είχε πάρει μαζί της το αηδόνι και το τραγούδι του. Ήταν πια χαράματα κι ο ήλιος ξεκινούσε διστακτικά την πορεία του για να φωτίσει την πλάση. Η Ιόλκυια πήρε ένα ψαλίδι αποφασισμένη. Το όνειρο που είχε δεί την είχε επηρρεάσει βαθιά.Σε λίγα λεπτά είχε αλλάξει όψη. Στη νοτιοανατολική γωνία της αυλής, την ώρα που τα κοκκινωπά χρώματα της αυγής απόδιωχναν τον βαθύ μπλε του ουρανού, η Ιόλκυια έθαψε τις πλούσιες πυρόξανθες μπούκλες της. Αντίθετα με τις θύμησές της είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο κόσμος ήταν ανήσυχος. Κάποιοι στους μακρινούς στοίχους είχαν αποσπάσει δύο βιβλία του Μεγάλου Μισητού, όπως ακούγονταν τα νέα που διαδίδονταν γρήγορα. Η Ιόλκυια είχε καταβληθεί απ’την κούραση και είχε καθίσει οκλαδόν στο πλακόστρωτο δάπεδο της πλατείας. Σκεφτόταν το ενδεχόμενο να φύγει αλλά, κατά βάθος δεν ήθελε να γυρίσει πάλι στο μοναχικό της κατάλυμα και να ‘ναι όλα όπως τ’άφησε. Κάθισε λοιπόν και περίμενε το βράδυ. Μοίρασαν σε όλους τους διαγωνιζόμενους φαγητό. Έπιασε και κουβέντα με δύο αδερφάκια που το ένα μιμούνταν το άλλο σε λόγια και κινήσεις, πέρασε η ώρα με τις φωνούλες και τα παιχνίδια των μικρών προσωρινών της φίλων, και κάποια στιγμή βρέθηκε να κοιμάται στην πολύχρωμη κουρελού της. Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος και γυρνούσε συνέχεια πλευρό, σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει ακόμα και εκεί αν θα έφευγε ή αν θα έμενε. Κάπου στο τέλος της νυχτιάς έκρυψε την όρασή της ένα σύννεφο από διάφανη ομίχλη. Το σύννεφο ήταν ασημί λες και είχε φτιαχθεί από μαλαματένιο αέρα και από μέσα του ξεπρόβαλλε ξαφνικά ο ίδιος ο Μέγας Μισητός! Ήταν χοντρός με μεγάλη μουστάκα και εύθυμος. Γελούσε και από τα τρανταχτά του γέλια κουνιόταν ρυθμικά η πελώρια κοιλιά του πάνω κάτω. Αναπαυόταν σε ένα ξύλινο περίτεχνα σκαλισμένο θρόνο με επένδυση από πορφυρό μαξιλάρι στο κάθισμα και στην πλάτη. Τα μαύρα μπιρμπιλωτά του μάτια πετούσαν σπίθες ενθουσιασμού. «Αχαχαχχαχαχαχααχ…οχοχοοχοοχοοο…ε λοιπόν για δες τους, όλοι είναι καλοί, όλοι έχουν κάτι να δείξουν στην λατρευτή μου Παραξενιά. Ωχοχοχοοχχοοχοχο..πολλές ευφυείς ανακαλύψεις, σε ποιον να πρωτοδώσω τα άγραφα βιβλία μου;» Η Ιόλκυια τον κοίταξε απορημένη από χαμηλά. Έβλεπε καλά; Ο Μέγας Μισητός αυτοπροσώπως; Η αλήθεια ήταν πως αντίθετα από τη φήμη του, δεν της φάνηκε και τόσο αντιπαθητικός. «Συγγνώμη κοπελιά σε ξύπνησα ε;Ωχοχοχοοχοχχο δεν το θελα…Το ονοματάκι σου;» «Εεεε… Ιό…λκυια» είπε με το βλέμμα ακόμα ξαφνιασμένο από την παράξενη επίσκεψη. «Έλα κοντά μου Ιόλκυια! Τι κάθεσαι εκεί χαμηλά;», είπε και με μια σβέλτη κίνηση τη γράπωσε απ’το μπράτσο και την ανέβασε δίπλα του στο ασημένιο σύννεφο. «Κοίτα πόσο ευτιχισμένοι κοιμούνται όλοι.Ωχοχοχοχοοχοχο…Πόσο χαίρομαι που έδωσα νόημα στην παράξενη ζωή τους. Εσύ τώρα τι έχεις να μου δείξεις Ιόλκυια;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Μέγας Μισητός. «Εεε..δεν ξέρω αν αυτό που έχω αξίζει. Ίσως…» κόμπιασε η Ιόλκυια. «Καλά, καλά, σίγουρα κάτι κρύβει ο τορβάς σου, έτσι δεν είναι μικρή μου;»τη διέκοψε ο Μέγας Μισητός. «Δυο ρόδια!» «Ρόδια!!!Ω!Έκτακτα!Ωχοχοχοχοοχοχχο…Τι σπουδαία!» είπε και με μιας άρχισε να χειροκροτάει ευχαριστημένος. Γέλασε και μετά της ψιθύρισε συνομωτικα: «Ξέρεις είναι το αγαπημένο μου φρούτο.» και συνέχισε δυνατά : «Ε λοιπόν πες ότι στο χαρίζω το βιβλίο μου. Τέτοια συγκυρία! Αξίζει ένα βιβλίο του Μεγάλου Μισητού ε;» «Μααα…»προσπάθησε να αρθρώσει έναν δισταγμό η Ιόλκυια. «Πάρ’το, πάρ’το.» είπε και μαγικά εμφανίστηκε ένα δερματόδετο βιβλίο στο αριστερό του χέρι «Πάρ’το! Είναι δικό σου! Τι δεν το πιστεύεις; Μπορείς να γράψεις τώρα αμέσως! Να και η πέννα, δεν έχεις δικαιολογίες!Γράφε, γράφε ωχοχοχοχοοχχοχοχο!» Άναυδη η Ιόλκυια ξεφύλλιζε το κενό βιβλίο με τις κατάλευκες σελίδες. «Γράφε καλέ! Μην καθυστερείς!» Η Ιόλκυια πήρε την πέννα και έγραψε σε ένα τυχαίο φύλλο αγάπη. Γύρισε σελίδα, σκέφτηκε για λίγο, και έπειτα έγραψε και πάλι αγάπη. Και στην επόμενη έκανε το ίδιο, ώσπου άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο γεμίζοντας τις σελίδες του μονάχα με μια και μοναδική λέξη: Αγάπη. «Στο όνομα του Μέγα Μισητού κέρδισα! Κέρδισαααααααααααααααααα!!!» Η Ιόλκυια πετάχτηκε σαν να επέστρεψε από άλλο κόσμο. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν ένας μικροκροκαμωμένος ανθρωπάκος από το διπλανό στοίχο που έκανε τρέχοντας την πλατεία πάνω κάτω ανάμεσα στους συμπολίτες του με το βιβλίο του Μεγάλου Μισητού να ανεμίζει στα σηκωμένα του χέρια. «Κέρδισαααααα!» Η Ιόλκυια αναστέναξε.Ώστε ήταν όνειρο… Σούσουρο ανασηκώθηκε στον δικό της στοίχο. «Ω τι καλά!Τι όμορφα!» είπε μια καμπουριασμένη κυρία. «Άντε και στα δικά μας!» ευχήθηκε ο παιδόφωνος άντρας. «Μμμμμ…σίγουρα.» μουρμούρισε κάτω από τα μαλλιά της η Σάφυια. Όλοι θα ’θελαν την τύχη του νικητή λίγο πολύ, μα η Ιόλκυια την ποθούσε θαρρείς περισσότερο από όλους μετά από το όνειρο που είδε. Ήταν διψασμένη για συντροφιά και αγάπη. Αποφάσισε πως θα περίμενε όσο χρειαζόταν. Η μέρα κύλησε γρήγορα. Η Ιόλκυια άφησε την κουρελού της κάτω απλωμένη για να μη χάσει τη σειρά της, κρέμασε τον τορβά της στο δεξί της ώμο και ξεκίνησε την περιπλάνησή της στην αλλόκοτη πλατεία της Ιδιοτροπίας. Κατευθύνθηκε προς τα τρία κεντρικά της κτίρια που βρίσκονταν στην βόρεια πλευρά εκεί που κατέληγαν οι αχανείς ουρές. Πληθώρα διαγωνιζόμενων πλανιόταν στους χώρους της πλατείας: άλλοι νευρικοί και αγχωμένοι, άλλοι αφηρημένοι και ψύχραιμοι, βόλταραν ανάμεσα στα δημόσια οικοδομήματα. Το μεσαίο κεντρικό κτίριο της πλατείας που ήταν το δημόσιο παρατηρητήριο της Παραξενιάς. Ήταν ένα ορθογώνιο παλαιότατο πλίνθινο σπίτι, με μία κεντρική τεράστια ξύλινη δίφυλλη πόρτα στη μέση και πολλά συμμετρικά παράθυρα δεξιά και αριστερά. Η έλλειψη στέγης ήταν αρκετή για να μετατραπεί σε σπουδαίο αστρολογικό παρατηρητήριο. Τι και αν τα ακριβέστερα τηλεσκόπια ήταν εκτεθιμένα στις απότομες αλλαγές του καιρού, τι και αν τα τελειότερα ψηφιακά μέσα παρακολούθησης του παράλληλου σύμπαντος δεν μπορούσαν να είναι απόλυτα ασφαλή σε τέτοιο χώρο, οι πολίτες της Παραξενιάς αυτό το κτίριο είχαν επιλέξει για αστεροσκοπείο τους. Και ήταν νύχτα μέρα ανοιχτό στο κοινό και όλοι ήταν ευχαριστημένοι από τη λειτουργία του. Η Ιόλκυια μπήκε μέσα. Χάζεψε τα ακριβή όργανα, τον κόσμο και τα παιδάκια που εξέταζαν κάθε μηχάνημα, προσπάθησε να κοιτάξει μέσα από διάφορα κατασκευάσματα τα συμπαντικά σώματα, αλλά μόνο τα νεφελώματα και τα σύννεφα ήταν εμφανή εξαιτίας του δυνατού ήλιου. Μετά από λίγο βγήκε έξω να περπατήσει. Αισιόδοξες σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό της. Ίσως τα ρόδια της έδιναν την ευτυχία που αναζητούσε. Ήξερε φυσικά πως την αγάπη του Βάλυιου του Ερωτοαρνητή δεν θα την κέρδιζε ποτέ. Ήταν δεν ήταν δεκάξι χρονών όταν η καρδούλα της Ιόλκυιας πρωτοσκίρτισε για τον Βάλυιο. Ήταν ένα μελαγχολικό αγόρι με μεγάλα μελιά μάτια, δύο χρόνια μεγαλύτερος, με μία αφύσικη αποστασιοποίηση από τα πάντα. Στο σχολείο οι συμμαθήτριες της Ιόλκυιας τον κοροιδεύαν γιατί ήταν ισχνός και ραδινός, αλλά και απίστευτα αφηρημένος. Τον φωνάζαν ο ποιητής του Έρωτα και χασκογελούσαν δακτυλοδείχνοντάς τον όταν στα διαλλείμματα καθόταν κάτω από τη μουριά του σχολείου και έγραφε αράδες σε παλιά φύλλα. Οι ματιές τους είχαν διασταυρωθεί πολλές φορές, όμως η Ιόλκυια αρνιόταν να παραδεχτεί τον εφηβικό της έρωτα ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό από φόβο μην εξαφανιστεί ο Βάλυιος από τη ζωή της, όπως κάθε άνθρωπος που προσπαθούσε να πλησιάσει. Μπορεί να μην επικοινωνούσαν, όμως κύματα ενέργειας έμοιαζαν να διαφεύγουν κάθε φορά που τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν. Που να ’ξερε η Ιόλκυια πως όλα αυτά τα παλιόχαρτα που ξεχείλιζαν από τις τριμμένες τσέπες του Βάλυιου ήταν ποιήματα για τον πλατωνικό έρωτά της! Εξάλλου αυτή ήταν και η βασανιστική του παραξενιά. Να μη γευτεί πότε την απόλυτη αγάπη στο όνομα της ποίησης, της προσωπικής έκφρασης που βγαίνει μέσα από μια πληγωμένη καρδιά. Που να ’ξερε κι ο Βάλυιος πως η Ιόλκυια ξενυχτούσε με την ανάμνηση των μελαγχολικών ματιών του να της τρυπούν την ψυχή, αναστενάζοντας τα ατελείωτα βράδια για να κρύψει τον μυστικό έρωτά της. Μόνο η Παρνάκυια είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε. H διάθεση της Ιόλκυιας ήταν συχνά πεσμένη αλλά τώρα η ψυχομάνα παρατήρησε πως η κορούλα της απέφευγε ακόμα και το φαγητό. Ανησύχησε για την ανορεξία της και προσπάθησε να μάθει: «Τι έχεις καλή μου;» «Δεν μπορώ να σου πω μανούλα μου, μη με πιέζεις.» ψέλλισε σχεδόν άφωνα η έφηβη Ιόλκυια. «Τι σε ταλαιπωρεί;» επέμεινε γλυκά η Παρνάκυια. «Πονάει η καρδούλα μου, νομίζω πως θα σπάσει.» «Αγάπησες μικρή μου;» «Ναι και δε θα ομολογήσω το όνομα του. Φοβάμαι μην τον χάσω μανούλα.» έλεγε η Ιόλκυια και ξεσπούσε σε κλάμματα. Η ίδια συζήτηση επαναλαμβανόταν για ένα μήνα περίπου. Η Παρνάκυια ρωτούσε μα η Ιόλκυια αρνούνταν να αποκαλύψει τον έρωτά της, συχνά με δάκρυα στα μάτια. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και τα είπε όλα στη μητέρα της. Μόλις έμαθε η Παρνάκυια για το Βάλυιο βαθιά θλίψη την κυρίευσε. «Καλή μου, το αγόρι αυτό που μου λες με τα μελιά τα μάτια έχει και δεύτερο όνομα, λέγεται Ερωτοαρνητής.» είπε και η Ιόλκυια άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.. «Γιατί;» «Γιατί η δικιά του παραξενιά είναι να μη ζει τον έρωτα παρά μόνο μέσα από τα ποιήματα του. Αν μου το ’λεγες πιο νωρίς ίσως προλάβαινα να σου εξηγήσω. Ξέρω τη μητέρα του, την Τάδυια Ξανθοφρυδούσα. Ήμουν στο σπίτι της και βοηθούσα στη γέννα του Βάλυιου που ήταν δύσκολη. Μη στεναχωριέσαι και μη μαυρίζεις την ψυχή σου. Και αν σε κοιτάει και κλεφτά όπως λες, μπορεί να ’σαι συ η μούσα στα ποιήματα του.Όμως θα μείνεις μόνο εκεί γι’αυτό και μη βασανίζεσαι». «Δε μπορώ μητέρα τον Βάλυιο θα τον αγαπάω για πάντα.» δήλωσε σοβαρά η Ιόλκυια. Για πάντα… Δεν μπορούσε με την ίδια ευκολία να δηλώσει κάτι τέτοιο τώρα. Σίγουρα η εικόνα του δεν είχε ξεθωριάσει και τη γέμιζε με αγάπη. Πολλές φορές είχε φανταστεί τον Βάλυιο για μοναδικό της ταίρι. Όμως το πάντα είναι πολύ μακρινό και είχε απογοητευτεί πολύ από την μοναξιά της. Αν κέρδιζε το βιβλίο του Μεγάλου Μισητού θα διεκδικούσε την αγάπη από όλους: από τον περίγυρο, τους πιθανούς φίλους, ακόμη και από την οικογένεια που τόσο ονειρευόταν να κάνει. Στη σκέψη των παιδιών το μυαλό της πήγε στα ρόδια. Ε, λοιπόν αυτά τα δύο φρούτα όπως και τα υπόλοιπα οκτώ που κρέμονταν από τη ροδιά της αυλής της ήταν κάτι σαν «μεταφυσικά» παιδιά της. Δεν είχε καταλήξε παράλογα σε αυτό το συμπέρασμα. Είχε πειστεί γι’ αυτό έξι μέρες πριν. Η Ιόλκυια είχε ξυπνήσει κεφάτη και πνίγοντας ένα χασμουρητό με χάρη, πριν καλά καλά ξεκολλήσουν από τη νύστα τα ματοτσίνορά της, πήγε στην αγαπημένη της ροδιά να δει αν είχαν ωριμάσει οι καρποί της. Τον τελευταίο χρόνο ένιωθε πολύ όμορφα. Ήταν πιο κοινωνική, πιο ανέμελη. Είχε αποδεχτεί την αστάθεια που της προσέφερε η μοναξιά της και δεν έπαυε να της αντιστέκεται πότε περιθάλπτωντας αδέσποτα ζώα και πότε προσεγγίζοντας τους γείτονες. Πολύ λίγες μέρες μετά την ταφή της τρίχινης θλίψης της είχε δεί στο ίδιο σημείο να φυτρώνει ένα βλαστάρι, το οποίο είχε πλέον εξελιχθεί σε κορμό κανονικής ροδιάς. Η Ιόλκυια χάρηκε πολύ με την παράξενη φύτρα. Σαν να είχαν βγάλει σπόρια οι νεκρές της τρίχες και να δώσαν αυτή τη χαριτωμένη ροδιά. Τη φρόντιζε πολύ και την αγαπούσε και αντί αυτό να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη ροδιά, όπως σε όλα όσα αφοσιωνόταν, το δέντρο φούντωνε ωριμάζοντας τους λαχταριστούς καρπούς του. Και να που σήμερα δυο ρόδια στα χαμηλότερα κλαδιά φαίνονταν έτοιμα, καλογινομένα. Τα έκοψε, τα άνοιξε με προσοχή και δοκίμασε τα μικρά δροσερά σποράκια τους. Η γεύση των σπόρων της γλύκανε απολαυστικά τον ουρανίσκο και σχεδόν ξέχασε να φτύσει τα κουκούτσια καθώς τους κρατσάνιζε. Δυο τρία έπεσαν καταλάθως παραδίπλα από τη ροδιά. Την επόμενη μέρα με έκπληξη παρατήρησε πως στο σημείο που είχαν πέσει τα κουκούτσια εμφανίστηκαν δύο ακόμα βλαστάρια. Ένα σμάρι από μέλισσες ζουζούνιζε χαρούμενα πάνω από αυτά. Την μεθεπόμενη γρασίδι κάλυπτε μια ακτίνα πενήντα πόντων με κέντρο τα νέα φυτά. « Τι να συμβαίνει τώρα», αναρωτήθηκε φωναχτά η Ιόλκυια, «τι περίεργα πράγματα είναι αυτά;». Στο μεταξύ τα δύο ρόδια από τα οποία έτρωγε πού και πού τα σπυριά η Ιόλκυια, αν και ανοιγμένα, δεν μαράζωναν ούτε χάναν τα υγρά τους. Ήταν σαν να τα είχε κόψει μόλις από τη ροδιά. Πήρε γεμάτη περιέργεια άλλα τρία σπόρια και τα βαλε στις άλλες τρείς γωνίες της αυλής. Τα αποτελέσματα ήταν εξίσου εκπληκτικά. Σε μια μέρα η αυλή είχε γεμίσει από ζωύφια, πόες, χορτάρι. Άφωνη η Ιόλκυια παρατηρούσε χωρίς να τολμά να κόψει και τα υπόλοιπα ρόδια. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ενέργεια έκλειναν μέσα τους τα σπάνια αυτά φρούτα και προκαλούσαν τέτοια θαύματα. Της θύμιζαν την ενέργεια που είχε μικρή για ζωή, για αγάπη. Εκείνες οι έξι μέρες ήταν ίσως και οι πιο χαρούμενες της ζωής της. Αποφάσισε να μην πει τίποτα σε κανένα και να χρησιμοποιεί συνετά τα ρόδια για να καλυτερεύσει την καθημερινότητά της. Μέχρι που άκουσε εκείνο το απόγευμα την φωνή του τελάλη: «Προσοχή! Ξεχωριστοί κάτοικοι της Παραξενιάς αύριο αρχίζει ο διαγωνισμός στην κεντρική πλατεία της Ιδιοτροπίας! Ελάτε όλοι και ο Μεγάλος Μισητός θα σας ανταμείψει!!!!Προσοχή!Μεγάλος Διαγωνισμός!Μέγας Μισητός! Ελάτε! Ελάτε και δε θα το μετανιώσετε! Προσοχή!». Ήταν τόσο απορροφημένη με τη ροδιά της που κόντεψε να το ξεχάσει τελείως. Όλη η γειτονιά είχε βουίξει την τελευταία βδομάδα για το Μεγάλο Διαγωνισμό . «Αμάν και αυτός ο τελάλης! Δεν έβγαζε λόγο καλύτερα;» είπε και χαμογελώντας μπήκε στη ζεστή κουζίνα της, τύλιξε τα ρόδια σε μια πετσέτα και τα έβαλε σε ένα παλιό σκούρο καφέ τορβά. Αύριο θα ήταν και αυτή στην πλατεία της Ιδιοτροπίας… Είχε πάει τρείς το μεσημέρι. Βαρέθηκε να κάνει βόλτες και είπε να επισκεφθεί για λίγο τη μεγάλη βιβλιοθήκη, αριστερά και λίγα μέτρα πιο κάτω από το Αστεροσκοπείο. Η βιβλιοθήκη ήταν ένα σύγχρονο κτίριο που μεταλλάσονταν από σκοτεινό οικοδόμημα σε φωτεινό με πολλά αίθρια. Είχε κινητούς τοίχους, άχρηστα παραπετάσματα και αταίριαστα διακοσμητικά στοιχεία.Οι αλλάγες γινόντουσαν με τη βοήθεια μηχανημάτων και δεν υπάκουαν σε καμμιά λογική. Έτσι μια ηλιόλουστη μέρα σαν και αυτή μπορεί να βρισκόσουν να διαβάζεις μέσα σε ένα γυάλινο κουτί περιβαλλόμενο από ατελείωτες περσίδες, υπό το φως μεγάλων πορτατίφ. Έψαξε πολλούς παράξενους συγγραφείς, άγνωστους και μη. Ξεφύλλισε ανάποδα βιβλία, διηγήματα γραμμένα σε γλώσσες από άλλους κόσμους, συλλογές από αλλόκοτες φωτογραφίες και ζωγραφιές. Μέχρι να βγεί από εκεί βράδιασε. Το τρίτο κτίριο της πλατείας δεν την ενδιέφερε. Ένα αδιάφορο οίκημα που χρησίμευε ως δημαρχείο και ως ξενοδοχείο μαζί, δεξιά από το Αστεροσκοπείο. Επέστρεψε ολοταχώς στον στοίχο της, στη σειρά της. Μετά από λίγο δέχτηκε με ευγνωμοσύνη το γεύμα, συνομίλησε ευδιάθετα με τους διπλανούς της και για πότε την πήρε ο ύπνος ούτε που το κατάλαβε. Το όνειρο που είδε εκείνο το βράδυ δε θα το ξεχνούσε ποτέ. Ήταν σε μια παραλία που απέχει δύο ώρες από τη συνοικία της και είναι γνωστή για τα απόκρημνά της βράχια. Σκαρφάλωνε συνέχεια για να εξασφαλίσει καλύτερη θέα ώσπου σκόνταψε σε ένα χιλιοτριμμένο τετράδιο. Έσκυψε να το περισώσει μη διαλυθεί κάτω από τις φτέρνες της, του έριξε μια γρήγορη ματιά και τα γράμματα που διέκρινε της φάνηκαν γνώριμα. «Συγγνώμη δεσποινίς.» άκουσε μια σπαστή φωνή από πίσω της. «Βάλυιε…» έκθαμβη αναφώνησε η Ιόλκυια γυρνώντας προς τα πίσω το πρόσωπό της. «Πως βρέθηκες εδώ; Το ξέρεις πως σε ψάχνω παντού; Μόνο αυτά τα παλιόχαρτα μου μείναν για να σου δείξω…» «Τι;» είπε έντονα η Ιόλκυια «τι είναι αυτό στη τσέπη σου;» ρώτησε και έδειξε το αναγνωριστικό σακάκι του Βάλυιου με τις τριμμένες τσέπες όπου διαγράφονταν κάτι στρογγυλό. « Πού το βρήκες;» «Είναι το μέλι της ψυχής σου, το νέκταρ του έρωτά μου. Είναι αυτό που φύλαξες για μένα, γεύομαι τα ρόδια και θυμάμαι πόσο μ’αγαπούσες.» «Ακόμα σ’αγαπώ.» ψυθίρισε με τα πόδια της να τρέμουν από την ταραχή η Ιόλκυια. Ο Βάλυιος άνοιξε τα λευκά αδύναμα χέρια του και την αγκάλιασε. Με βουρκωμένα μάτια της εξομολογήθηκε: «Σ’ευχαριστώ που γύρισες. Θα σ’αγαπώ από εδώ ως το παράλληλο σύμπαν. Γλυκιά μου Ιόλκυια...» και ενώ τη φιλούσε απαλά στο στόμα ένα χάδι σαν να της ηλέκτρισε την πλάτη και ξύπνησε φανερά αναστατωμένη. Ήταν η γριά με τα μπλε δάκτυλα: «Πρέπει να πλησιάζει η σειρά σου.» της είπε απολογητικά. Η καρδιά της Ιόλκυιας συσπάστηκε σε ένα βίαιο χτύπο από την αγωνία. Έδιωξε απότομα τη ζεστή ονειρική οπτασία του Βάλυιου από το νου της, συμμόρφωσε τα ρούχα της και σηκώθηκε όρθια γεμάτη θάρρος. Ο παιδόφωνος ψηλός άντρας μόλις είχε απορριφθεί από την επιτροπή. Η Σάφυια ήταν μπροστά της και μετά θα κρινόταν η Ιόλκυια. Η επιτροπή του στοίχου της αποτελούνταν από έναν Πρωτοτυποκριτή που λεγόταν Μέρκυιος Θαλασσόδαρτος και δύο βοηθούς, τον Ξένυιο Προπορευτή που ήταν φανερά κοντός σαν νάνος, και τον Ρέπτυιο Αλτρουϊστή. Η πολιτεία φρόντιζε πάντα οι Πρωτοτυποκριτές να έχουν μια παραξενιά που να επηρρεάζει κατά το ελάχιστο την αντικειμενική τους κρίση, ενώ οι βοηθοί τους να είναι τουλάχιστον συμπαθητικοί. Οι κριτές ξεμπέρδεψαν με την Σάφυια γρήγορα. Το εμπνευσμένο κάτοπτρό της δεν άρεσε και έτσι η Σάφυια έφυγε αστραπιαία, βρίζοντας χαμηλόφωνα. Όταν ήρθε τελικά η σειρά της Ιόλκυιας, εκείνη χαιρέτησε τους κριτές και συστήθηκε και οι κριτές ανταπέδωσαν ευγενικά και συστήθηκαν και αυτοί με τη σειρά τους όπως επεβαλλαν οι κανόνες του Μεγάλου Διαγωνισμού. Της έδωσαν χρόνο να τους παρουσιάσει τα πράγματα της. Η Ιόλκυια έχωσε τις παλάμες της μέσα στον τορβά και είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε: «Σας έφερα αυτά τα ρόδια από την αυλή μου που δε μαραίνονται ποτέ.» «Μμμμ...ενδιαφέρον» απάντησε ο Ξένυιος Προπορευτής. «Έχουν κάποια άλλη ιδιότητα;» πετάχτηκε ο Μέρκυιος και την κοίταξε με το θαλασσοδαρμένο ξερακιανό του πρόσωπο. «Όπου πέφτουν τα σπειριά τους η γή οργιάζει. Αυτό παρατήρησα στον κήπο μου τυχαία» απάντησε η Ιόλκυια. «Μμμμμ...Μάλιστα» είπε πάλι ο Ξένιος Προπορευτής. «Μήπως μπορείς να μας κάνεις μια μικρή επίδειξη;» ρώτησε ο Ρέπτυιος Αλτρουιστής. «Για την ακρίβεια εδώ κοντά έχει ένα παρτέρι» της χαμογέλασε και κατευθύνθηκαν και οι τέσσερις σε ένα ακαθορίστου σχήματος κοντινό κηπάκι της πλατείας της Ιδιοτροπίας. Η Ιόλκυια ανταπέδωσε ένα βεβιασμένο χαμόγελο και αφαίρεσε ένα σπυρί από το κάθε ρόδι. Το ένα το τοποθέτησε σε μία μηρμυγκοφωλιά και το άλλο στις ρίζες από ένα θαμνάκι. Και όντως σε λίγα λεπτά η μυρμηγκοφωλιά άρχισε να αποκτά ασυνήθιστη κίνηση ενώ το θαμνάκι ήταν σαν να ετοιμαζόταν να πετάξει μπουμπούκια. Οι κριτές παρατήρησαν για λίγο το πανδαιμόνιο από ζουζούνια που πηγαινοέρχονταν ζωηρά, τη χλόη που ξεπεταγόταν από το πουθενά και τα σκαθάρια που συνωστίζονταν. Πρώτος μιλησε ο Μέρκυιος Θαλασσόδαρτος: «Έχω την αίσθηση πως οι σπόροι της ροδιάς σου κρύβουν μεγάλη δύναμη μέσα τους. Όμως για φαντάσου που θα μπορούσε να οδηγήσει η υπερβολική τους χρήση; Δυο σποράκια έριξες και έγινε χαμός.» «Ναι αλλά τόση πολλή ενέργεια έχετε βρει κρυμμένη κάπου αλλού;» πήγε να απολογηθεί δειλά η Ιόλκυια. Τον λόγο πήρε αμέσως Ξένυιος Προπορευτής που φάνηκε πιο ενθουσιασμένος : «Σίγουρα θα έχει θαυμαστά αποτελέσματα στην κηπουρική, και στη φύση, γιατί όχι. Δεν είμαι βέβαιος όμως αν κάτι τέτοιο αξίζει ένα βιβλίο του Μεγάλου Μισητού». Η Ιόλκυια δάγκωσε τα χείλια της πικραμένη καθώς ανέτρεξε στο προχθεσινό της όνειρο. Ο Ρέπτυιος Αλτρουϊστής δε σχολίασε τίποτα απλά ξεφυσούσε και προσπαθούσε να ερευνήσει κάτι το μαγικό κοιτώντας τα γκρίζα πια από την απογοήτευση μάτια της Ιόλκυιας. Τελικά μετά από μια σύντομη συζήτηση συμφώνησαν πως δεν μπορεί να αποκτήσει το κενό βιβλίο. Η Ιόλκυια έβαλε με προσοχή τα δύο ρόδια στον τορβά χωρίς να χάσει άλλο σπόρο και απομακρύνθηκε περήφανα και σιωπηλά. Στο δρόμο του γυρισμού, η Ιόλκυια μεγάλωσε την απόσταση από το σπίτι της, πότε χαζεύοντας τους διαβάτες, πότε περιεργάζοντας τη φύση, τα κτίρια. Είχε κάτι το βαρύθυμο στην περπατησιά της και το βλέμμα της φάνταζε λίγο κενό. Το μυαλό της ήταν σαν να ταξίδευε σε άλλο κόσμο και ας εξέταζε ερευνητικά πότε αγγίζοντας, πότε μυρίζοντας, πότε ακούγοντας αδέσποτα ζώα, λουλούδια και ανθρώπους. Όλες οι αισθήσεις της έμοιαζαν πιο ευαίσθητες, λες και αντίκριζε για πρώτη φορά τον κόσμο τούτο της Παραξενιάς. Όμως η κατανόηση αυτού του κόσμου γινόταν τώρα πιότερο με απογοήτευση παρά με ενθουσιασμό από την Ιόλκυια. Το χάδι της στα σκυλάκια του δρόμου σαν να έκρυβε μια πίκρα, η ακοή της που αναγνώριζε χαρούμενες φωνούλες παιδιών να παίζουν, σαν να αναζητούσε νοσταλγικά αγαπημένους ήχους, η όραση της που περιπλανιόταν άσκοπα σε κάθε ερέθισμα, σαν να ήθελε να γεμίσει από τα πάντα. Έφτασε απογευματάκι στην αυλή της μ’ ένα πλάκωμα στο στήθος. Όλες οι ελπίδες της είχαν σβήσει. Είδε τη ζωντανή ροδιά της και αναθάρρησε, άγγιξε τον κορμό της και ένα δάκρυ γεμάτο παράπονο της ξέφυγε. «Τι όμορφη που είσαι ροδιά μου...», αναστέναξε κόβωντας κάθε εσωτερικό λυγμό της. Μετά πήρε μια μικρή σκάλα και ένα μικρό κλαδευτήρι και έκοψε όλα τα υπόλοιπα ρόδια με κινήσεις γεμάτες αγάπη. Στη συνέχεια έπλεξε ένα καλάθι από καλάμια, που είχε συνήθεια να μαζεύει από την κοντινή ρεματιά, περιμετρικά από το στέρνο της και τοποθέτησε όλα τα ρόδια μέσα. Και το βράδυ κοιμήθηκε ανάσκελα, με τα ρόδια που φυλούσε η καρδιά της να ζουλούν τα τρυφερά της στήθη. Το άλλο πρωί πολύ νωρίς ξεκίνησε για την απότομη ακτή. Το φως του ήλιου ελίσσονταν ανάμεσα στα κατάλευκα παγωμένα σύννεφα, μα η Ιόλκυια αρνιόταν να το αντικρίσει κατάματα και ας ήταν μαλακό. Με το βλέμμα σκυμμένο στα ρόδια της που περιζώναν τον θώρακά της, σκυφτή και πικραμένη προχωρούσε. Αργά και σταθερά, μην της ξεφύγει κανένας πολύτιμος καρπός. Πού και πού τύλιγε τα χέρια της σταυρωτά στα πλευρά της, προστατευτικά να μην της πέσουν, με τρόπο που φαινόταν ότι αγκαλιάζει μόνη της το κορμί της. Και αυτή ήταν η αλήθεια που πάγωνε την καρδούλα της αυτό το κρύο πρωϊνό. Είχε μείνει μόνη της, χωρίς την αγαπημένη της ψυχομάνα, απομονωμένη από τον εφηβικό της έρωτα, χωρίς φίλους. Και όσο και αν ήθελε να πλημμυρίσει από αγάπη τους πάντες δεν υπήρχε άνθρωπος να την πλησιάσει τόσα χρόνια τώρα. Έχασε και την τελευταία ευκαιρία μετά την αποτυχία της για την απόκτηση του βιβλίου του Μέγα Μισητού. Τίποτα δεν είχε μείνει πια πέρα από αυτή και τα ρόδια της. Όταν έφτασε στην ακτή δεν είχε κόσμο μιας και ήταν χειμώνας. Σκαρφάλωσε στα απότομα βράχια και έψαξε για το σημείο όπου είχε δει τον παιδικό της έρωτα στο όνειρό της, με τα δυό της χέρια αγκάλιασε το χειροποίητο καλάθι με τους δέκα καρπούς της ροδιάς της, έδωσε μια και τσακίστηκε από τα βράχια... Τρεις μέρες μετά τον Διαγωνισμό ο Ρέπτυιος Αλτρουιστής δεν έβρισκε ήσυχο ύπνο. Δεν ήθελε να αναστατώσει την οικογένεια του και να τους το πει. Αρκετά τους είχε κουράσει τόσα χρόνια με το να ασχολείται με το κοινό καλό εις βάρος της προσωπικής τους γαλήνης. Η παραξενιά του να τρέχει για όλους είχε κάνει τα παιδιά του και τη γυναίκα του δυστυχισμένους. Έσπαγε το κεφάλι του να συνδυάσει την ανησυχία του με ένα παράξενο γεγονός που μπορεί να τον οδηγούσε κάπου. Αν μη τι άλλο πίστευε πολύ στο ένστικτό του και αυτές οι ανεξήγητες αϋπνίες έπρεπε να σημαίνουν κάτι. Ίσως να όφειλε να είναι συνεχώς σε επαγρύπνηση για την ανακάλυψη ενός ανθρώπου, ενός μηχανήματος ή ενός φυτού που θα βοηθούσε την παράξενη πατρίδα του. Μέχρι που άκουσε φήμες να λένε για μια απόκρυμνη παραλία που ενώ τόσα χρόνια ήταν αδιάφορη, γέμισε κόσμο μες στο καταχείμωνο, γιατί είχε ζεστά νερά και μάζευε σπάνια ακίνδυνα ψάρια, και κάποιος μπορούσε να βουτήξει και να θαυμάσει τον πλούτο των φυτών του βυθού της. Ξαφνικά ένα βράδυ που κουκουλωμένος προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις διαισθήσεις του, σε συνδυασμό με τα γεγονότα των ημερών που ακολούθησαν τον Μεγάλο Διαγωνισμό, ήρθε σαν κεραυνός μια ιδέα: «Το κορίτσι με τα πυρόξανθα μαλλιά.» φώναξε. «Τι ανοησίες λες πάλι..» του αντιμίλησε η γυναίκα του. Ο Ρέπτυιος τινάχτηκε από τη κουβέρτα του, ντύθηκε πρόχειρα και έτρεξε κατευθείαν σ το σπίτι του Ξένυιου Προπορευτή. «Που είναι ο φίλος σου, ο Σάκυιος Ξυλοποδαράκης;» ρώτησε βροντώντας την πόρτα ο Ρέπτυιος Αλτρουϊστής. «Τι συμβαίνει;» απάντησε τρομαγμένος ο Ξένυιος Προπορευτής. «Πήγαινέ με αμέσως σε αυτόν. Τον χρειάζομαι..» Το ίδιο βράδυ ο Ρέπτυιος ο Αλτρουϊστής πήγε με τον Σάκυιο Ξυλοποδαράκη στην φημισμένη απόκρυμνη ακτή που εκείνη την ώρα ήταν έρημη. Ο δεύτερος ο οποίος είχε την παραξενιά να μην αποδέχεται το ύψος του, που ήταν λιγότερο και από νάνου, είχε ανακαλύψει ένα μαγικό βοτάνι που σαν το έπινε γινόταν ίσα με πέντε μέτρα ψηλός για μία ώρα εντυπωσιάζοντας τους συμπολίτες του. Έτσι ο Ρέπτυιος Αλτρουϊστής με τη βοήθεια του Σάκυιου Ξυλοποδαράκη κατάφερε να συλλέξει κάθε σπυρί από τον πάτο του βυθού. Στην πραγματικότητα η παραξενιά της Ιόλκυιας ήταν ότι αγαπούσε τα πάντα χωρίς μέτρο. Τα αγνά της συναισθήματα ήθελαν να αγκαλιάσουν με ανιδιοτέλεια όλη την πλάση. Δινόταν σε ανθρώπους, ζώα και φυτά με όλη της την ψυχούλα και γι’ αυτό όλοι την φοβόντουσαν και την απέφευγαν. Και καθώς το αδικοχαμένο κορμάκι της σκίστηκε στα βράχια, τα ρόδια πήραν όλη την ενέργεια από το μεγαλείο της καρδιάς της για πάντα. Και ο Σάκυιος Αλτρουϊστής πήρε τους πολύτιμους σπόρους και τους φύτεψε σε ένα εγκαταλελειμένο χωριό κοντά στην Ιδιοτροπία. Οι σπόροι άνθισαν, τα ζώα πλησίασαν και οι άνθρωποι κατοίκησαν στο χωριό που σύντομα έγινε μια ευτυχισμένη κοινότητα. Οι κάτοικοι ζούσαν μονιασμένα παρά τις παραξενιές τους. Το χωριό μεγάλωσε και σύντομα έγινε δήμος και ο Σάκυιος Αλτρουϊστής πήρε το ρόλο του δημάρχου. Και η δουλειά του ήταν ξεκούραστη γιατί όλα έμοιαζαν να είναι αρμονικά δίχως τη δική του παρέμβαση, και είχε επιτέλους πολύ χρόνο για να διαθέσει στην οικογένειά του. Και ο δήμος επεκτάθηκε τόσο πολύ που γρήγορα έγινε το πιο ευήμερο και πολυπληθές προάστιο της Ιδιοτροπίας. Μόνο που ο Σάκυιος Αλτρουϊστής δεν θυμόταν το όνομα της Ιόλκυιας και ονόμασε τη συνοικία του «Γειτονιά της Πυρόξανθης Ροδένιας». Και αν δεν ακούσατε ποτέ για κείνη την ονειρική γειτονιά, κάπου μακρυά σε ένα παράλληλο σύμπαν, ίσως στο δικό μας κόσμο να φτάσουν στ’ αυτιά σας κάποια παράξενα λόγια ενός μετεμψυχωμένου ποιητή, που στους στίχους του νοσταλγεί την άφταστη ψυχή της δικιάς του αγαπημένης, θυμίζοντας κάτι από τούτη εδώ την ιστορία... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 10, 2008 Share Posted December 10, 2008 Παράξενο, ιδιότροπο και μαγικό διήγημα. Δεν μπορώ να φανταστώ από πού πήγασε όλη αυτή η φαντασία εκτός κι αν προέρχεσαι από τον κόσμο που περιγράφεις. Μέσα όμως σε αυτή την ομορφιά και πρωτοτυπία υπήρχε μαζεμένη και πολύ πίκρα. Με τσάκισες και με έσκισες με το φινάλε σου. Καλώς ήρθες στο κλαμπ των ταλαντούχων, ρομαντικών και σκληρόκαρδων συγγραφέων του θηλυκού γένους! Θα βρεις πολλές φίλες σε αυτό το φόρουμ. (Το γιατί σας έχω άχτι έχει γεμίσει ήδη άλλο τόπικ, θα το βρεις κάποια στιγμή.) Ίσως είναι ιδέα μου αλλά ο επίλογος, που δεν τον είδα σαν επίλογο, μου φάνηκε λίγο βιαστικός. Μπορεί να ένιωσα έτσι γιατί απαρηγόρητος όπως ένιωθα (όπως με άφησες) ζητούσα μακρύτερη δικαίωση για την ηρωίδα, σαν ο επίλογος να χρειαζόταν να αποκτήσει δική του, εκτενέστερη ιστορία. Υπέροχο και αξέχαστο σύμπαν, αν και θα μου ήταν αδύνατο να θυμάμαι όλα αυτά τα τόσο εμπνευσμένα ονόματα. Είναι δημιούργημα μιας ιστορίας ή, κλασσικά, έχεις πολλά διηγήματα βασισμένα στο ίδιο σύμπαν; (Κι εδώ σε περιμένει άλλο ένα κλαμπ, που βασικά ανήκει στην ίδια στέγη με το προηγούμενο.) Θα περιμένω να διαβάσω το επόμενο σου έργο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nefertiti Posted December 10, 2008 Author Share Posted December 10, 2008 λοιπον..σευχαριστω πολυ για τα καλά σου λόγια. Είναι το πρώτο μου διήγημα και βασικά η ιδέα ξεκίνησε από μια σκέψη που είχα ..τι γίνεται όταν ένας άνθρωπος έχει πολλή ενέργεια να δώσει; είναι τελικά καλό ή κακό; και μετά έπλασα όλο αυτόν τον κόσμο της Παραξενιάς που η αλήθεια είναι πως στην πορεία και μένα με συνεπήρε!! μάλλον έχεις δίκιο για το απότομο τέλος..δε μπορώ να πω νε σιγουριά για την Παραξενιά..αλλά σίγουρα οι γειτονικές χώρες έχουν κάποια "θέματα" προς ανακάλυψη..ίσως κάποια στιγμή προκύψει κάτι Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.