The Phantom Posted December 16, 2008 Share Posted December 16, 2008 (edited) Όνομα: Ηλίας Αλκαίος Είδος: Ιστορία Φαντασίας ( ; ) Λέξεις: 975 (δεν μπόρεσα να το κάνω μικρότερο) Βία: Όχι Σεξ: Όχι Αυτοτελές: Ναι Σχόλια: Εμπνευσμένο από ένα ποίημα. Προσπαθώ να ανασκαλέψω την μνήμη μου, αλλά το μάταιο του αποτελέσματος αποδεικνύει ότι η μνήμη μου αδυνατεί αργά, αλλά ανεπίστρεπτα. Επίσης: Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι παραπλανητικός. Δεν μπόρεσα να βρω καλλίτερο. Η ΣΚIA. Νύχτωσε. Οι πυρσοί άναψαν. Οι στρατιώτες αποκαμωμένοι απ την ολοήμερη μάχη αποτραβήχτηκαν για να φροντίσουν τις πληγές τους. Να ξεκουραστούν, να κοιμηθούν ή να αδημονούν για την επόμενη μέρα. Κάποιοι έμελε να μοιρολατρούν κρυφά, λίγοι να θρηνούν, κρυφά κι αυτοί, για το τέλος που φαίνονταν πως δεν θα αργούσε, άλλοι να προσεύχονται για ευμένεια στους θεούς. Κάποιοι απ αυτούς δεν θα ζούσαν το επόμενο πρωί. Δεν θα ήταν στα τείχη, δεν θα κρατούσαν τα ξίφη, τις βαρείες ασπίδες. Δεν θα φορούσαν άλλο τις παλιές πανοπλίες, δεν θα μάχονταν. Ο Λάδικος ανέβαινε κουρασμένα τα σκαλοπάτια. Ψηλά πάνω απ το κεφάλι του τα άστρα έλαμπαν στον σκοτεινό ουρανό. Έκανε κρύο αλλά δεν ήταν αυτό που τον ένοιαζε. Έφτασε στην κορυφή. Κοίταξε στο βάθος τις φωτιές στο αντίπαλο στρατόπεδο. Μπορούσε να μαντέψει τις δικές τους προσευχές, να τους φανταστεί καθώς φροντίζουν τους δικούς τους τραυματισμένους. Έκλεισε τα μάτια. Ένοιωθε κουρασμένος, ένιωθε να μεγαλώνει, να απολιθώνεται, να απογοητεύεται, να χάνει τις λίγες ελπίδες. Ήταν αρκετό για σήμερα το κέρδος γιατί είχαν αντέξει στην επίθεση με λίγους νεκρούς. Ως πότε όμως; Κάποτε, το έβλεπε, θα ερχόταν η λεηλασία, ο πανικός, η ερήμωση. Μετά δεν θα είχαν πια σπίτι ούτε υπόληψη. Οι άντρες θα σφαγιάζονταν, τα γυναικόπαιδα θα κατέληγαν δούλοι. Μετά, πολύ μετά, θα ΄ρχόταν η λησμονιά. Κατέβηκε με το ίδιο βήμα. Σκυφτός. Η Σκιά ξεφύτρωσε μέσα απ την νύχτα. Ακούμπησε το ραβδί της στον ώμο και τον κοίταξε με τα τυφλά της μάτια. «Τα σκυλιά γρυλίζουν» είπε, «..σαν να είναι φοβισμένα». Εκείνος αναστέναξε σιωπηλά. Κούνησε το κεφάλι. «Ίσως γιατί μαντεύουν το τέλος» έκανε ξέπνοα. Έμειναν σιωπηλοί στο σκοτάδι με χαμηλωμένο το βλέμμα. «Τι είπαν οι αγγελιοφόροι;» ρώτησε η Σκιά. Δίστασε αλλά της είπε. «Να φύγουμε. Τώρα. Πριν αρχίσουν οι αρρώστιες κι ο πυρετός να παίρνουν ότι θ αφήσουν οι μάχες. Ούτε ένας άντρας δεν θα πειραχτεί. Τα παιδιά και οι γυναίκες δεν θα γίνουν δούλοι». «Παμπάλαια λόγια» είπε η Σκιά κοιτάζοντας χωρίς να τον βλέπει. Αυτός κοίταξε γύρω του τις σκοτεινές αυλές και τις κλειστές πόρτες. Σκέφτηκε τα χρόνια που έζησε εκεί, τον πατέρα του, την μητέρα, τα μικρότερα αδέλφια, τα παιδικά τρεχαλητά στους δρόμους, ένα μακρινό τραγούδι, μια ακαθόριστη μυρωδιά. Μέρες τώρα αναπολούσε τις ξένοιασες μέρες και οι αχνές σκηνές απ τ αλλοτινά μεγάλα άφηναν μαύρες πατημασιές πάνω του. Δεν μπορούσε να μαζεύει άλλο μέσα του τις θλίψεις για το μέλλον. «Είδα ένα όνειρο» είπε η Σκιά βγάζοντάς τον απ τις σκέψεις. «Παράξενο. Σαν τα φαντάσματα της ζωής μου να με κυνηγούσαν είδα να τρέχω μέσα στη νύχτα και φύλλα έπεφταν πάνω μου κι είχαν χρώματα σαν να έρχονταν φθινόπωρο.. μέχρι που με σκέπασαν» Κούνησε το κεφάλι θα έλεγες με κατανόηση αλλά μέσα του προσπάθησε να ερμηνεύσει τα λόγια. «Πρέπει να δεις τον μάντη» του είπε και τα τυφλά μάτια τον κοίταξαν ξανά. Ήξερε πως έπρεπε να τον δει. Όλα έδειχναν πως τέλειωναν οι μέρες κι εκείνος, παρόλο που το θεωρούσε τώρα πια μάταιη υπερβολή, ήθελε να δώσει στους απομείναντες μια τελευταία ανάσα, μια ελπίδα, κάτι που να μοιάζει με σωτηρία, έστω κι αν πίστευε πως η σωτηρία θα ήταν σα να περπατάς πάνω στα κύματα. Είδε την Σκιά να ξεμακραίνει καθώς το ραβδί της την πήγαινε μέσα στο σκοτάδι. Η θλίψη κι η ερημιά μαζεύτηκαν μέσα του. «Τη σιωπή να φοβάστε» είπε ο μάντης κι έσυρε τα πόδια προς το περιστύλιο και χάθηκε απ τα μάτια τους. Δυσπιστούσαν. Κοιτάχτηκαν. Ο Λάδικος, ο Κρίτων, ο Γύλιππος, ο Εύβιος. Αναθάρρησαν. Χαμογέλασαν. Αυτό έκανε τον Λάδικο να πιστέψει ότι πράγματι μπορούσες να περπατήσεις πάνω στα κύματα. Όμως κάτι πήγαινε να ξεπηδήσει μέσα του, κάτι πήγαινε να αχνοφέξει, αλλά αυτός απόδιωχνε το κάθε γέννημα του νου. Στεκόταν σκυφτός μέσα στην κάμαρα. Έξω απ το σπίτι, μέσα στους δρόμους, πάνω απ την πόλη, ο θόρυβος ήταν φριχτός. Τα τύμπανα χτυπούσαν μανιασμένα, τα σκυλιά αλυχτούσαν, οι γυναίκες κραύγαζαν απελπισμένα και οι σάλπιγγες σκλήριζαν. Τα παιδιά χτυπούσαν τις ασπίδες, με πέτρες, με ξύλα, με σπαθιά, με ότι μπορούσαν, όσο βαστούσαν. Τα περισσότερα δεν ήξεραν τι θα γινόταν αν η πόλη έπεφτε αλλά τα μεγαλύτερα γνώριζαν κι έτρεμαν. Άλλωστε, μόνο τα παιδιά μπορούν να ξεφύγουν απ την πραγματικότητα του επερχόμενου, όταν αγνοούν την αλήθεια. «Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες θα έκαναν μια τόσο λίγη ζωή» είπε θλιμμένα ο Λάδικος στο σκοτάδι. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Τον εμπόδιζε ακόμη και να σκεφτεί. «Δεν ξέρω αν βρίσκομαι στο τέλος ή την αρχή..» είπε μια φωνή. Κοίταξε το σκοτάδι. Η Σκιά ξεπρόβαλλε μέσα στον θόρυβο που έμοιαζε να κατακλύζει κάθε γωνιά. Ακόμα και το σκοτάδι φαινόταν να τρέμει. «Γιατί δεν τους λες αυτό που πιστεύεις;» ρώτησε η Σκιά. «Δεν θέλουν να με ακούσουν. Γιατί είναι σαν να κοιτάζουν το πρόσωπό τους σε στιλπνό χαλκό και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν ποιος απ τους δυο είναι ο παρείσακτος». «Γιατί δεν επέμεινες;» ρώτησαν τα τυφλά μάτια πιο έντονα. Σκέφτηκε για λίγο. Όσο μπορούσε μέσα στον θόρυβο που του έπαιρνε το μυαλό. Κούνησε το κεφάλι. «Γιατί οι ψευδομαρτυρίες πάντα σώζουν» είπε στωικά με γυρισμένη την πλάτη. Θόρυβος. «Μέχρι και οι νεκροί σαλεύουν μέσα στους τάφους τους μ αυτόν το ορυμαγδό» είπε η Σκιά. Γύρισε να την κοιτάξει. Το ίδιο ραβδί, τα ίδια τυφλά μάτια. Οι σάλπιγγες στριγγούσαν, τα τύμπανα δονούσαν μανιασμένα μαζί με τα θρηνώδη ουρλιαχτά των γυναικών και οι σκύλοι αλυχτούσαν. «Η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς» είπε η Σκιά. Της γύρισε την πλάτη. Ήθελε να χαθεί στον θόρυβο, στην σωτηρία, στην λύτρωση, τον γλυτωμό.. αν μπορούσε. Οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά που έκλαιγαν. Τα μικρότερα τα κρατούσαν αγκαλιά, τα έσφιγγαν με απελπισία. Το βλέμμα τρελό, τα λόγια μπλέκονταν στην παρηγόρια που δεν θα γινόταν ανακούφιση. Ψηλότερα στα τείχη, κειτόταν νεκρός ο Λάδικος. Στους δρόμους πάνω στους νεκρούς άντρες τα σκυλιά ανασκάλευαν με την λαχτάρα της πείνας. Διφορούμενα τα λόγια του μάντη. «Τη σιωπή να φοβάστε» είχε πει. Η πανουργία της σιωπής ήταν αυτή που μέσα στον θόρυβο της ματαιότητας τους είχε νικήσει. H_skia.doc Edited December 16, 2008 by The Phantom Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
greenmist Posted December 16, 2008 Share Posted December 16, 2008 Αντιπολεμικό, πάντα επίκαιρο, με έντονες και καλές περιγραφές χαρακτήρων, εικόνων και συναισθημάτων. Η ιστορία σου είναι μάλλον ρεαλιστική και πολύ λιγότερο φαντασίας. Μοιάζει σε κάποια σημεία με εκείνη των δύο στρατιωτών, από αντίπαλες πλευρές, που συναντιούνται για μπάνιο στην λίμνη. Μελαγχόλησα διαβάζοντας την, άρα μου άρεσε! Είναι πραγματικά μία ιστορία που στέκεται απόλυτα στις διαστάσεις της: μικρή χωρίς να λείπει κανένα στοιχείο ουσίας. Πολύ καλή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted December 16, 2008 Share Posted December 16, 2008 Πολύ όμορφο. Μυστήριο και σκοτεινό σαν ποίημα που μέσα απο ωραίες λέξεις και εναλακτικές εικόνες, κρύβει μέσα του κάποιο νόημα που σου σπάει το κεφάλι να το βρεις. Κάπως έτσι ένιωσα όταν τελείωσε. Πρόσεξα ότι εκτός απο τον Λάδικο που παρουσιάζεται από την αρχή, αναφέρονται άλλα τρία ονόματα-πρόσωπα. Δεν παίζουν κανέναν ρόλο σε όλο το διήγημα. Αναρωτιέμαι λοιπόν. Είναι ήρωες από κάποια μεγαλύτερη ιστορία, της οποίας η Σκιά είναι απόσπασμα; Διαφορετικά δεν βρίσκω το λόγο να αναφερθούν. Όσο για τον τίτλο, όχι ότι δεν κολλάει αυτός που έδωσες αλλά όπως κι εσύ βρέθηκες μέσα σε δίλλημα, το ίδιο συνέβη και με εμένα. Ίσως ο Μάντης να ήταν πιο ταιριαστό. Πιστεύω ότι θα ήταν ακόμα πιο δυνατό αν ο τίτλος αποτελούνταν από την κύρια πρόσταση της ιστορίας. "Τη σιωπή να φοβάστε" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
The Phantom Posted December 17, 2008 Author Share Posted December 17, 2008 greenmist και Παρατηρητή, σας ευχαριστώ που το διαβάσατε. @Παρατηρητή, εκτός από τον Λάδικο και την Σκιά, έχω και τρία άλλα πρόσωπα τα οποία δεν παίζουν κανένα ρόλο, κι έχεις δίκιο σ αυτό. Λοιπόν, τα έβαλα απλά για να δείξω ότι ο Λάδικος δεν πήγε μόνος στον μάντη και άρα δεν ήταν κυρίαρχος, άρα δεν θα μπορούσε να πάρει μόνος την όποια απόφαση. Θα μπορούσα να μην αναφέρω τα πρόσωπα και με πλάγιο τρόπο να δείξω ότι ο Λάδικος δεν ήταν μόνος αλλά.. θέλησα να το κάνω πιο χειροπιαστό. Για τον τίτλο. Αν είχα σαν τίτλο : «Τη σιωπή να φοβάστε», φοβάμαι ότι θα πρόδιδα την πρόθεση. Δεν ξέρω ακόμα. Προβληματίζομαι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.