Adinol Doy Posted December 20, 2008 Share Posted December 20, 2008 (edited) Εἶδος: Τρόμος Βία: Μᾶλλον ναί Σέξ: Ὄχι Ἀριθμὸς λέξεων: 1760 ΑΚΙΝΗΣΙΑ Αὐτὴ ἡ νύχτα εἶναι ἡ τελευταία του. Τὸ συνειδητοποίησε ὅταν, ἀνοίγοντας τὰ μάτια, ἀντιλήφθηκε τὴν τρομερή του κατάσταση – ὅτι τὸ σῶμα του, γιὰ κάποιον ἀνεξήγητο, ἐξωφρενικὸ λόγο, ἔχει κολλήσει στὸ στρῶμα τοῦ κρεββατιοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει τὰ χέρια, δὲν μπορεῖ νὰ κινήσει τὰ δάχτυλα τῶν ποδιῶν, δὲν μπορεῖ νὰ στρέψει τὸ κεφάλι του δεξιὰ ἢ ἀριστερά, δὲν μπορεῖ νὰ ἀνοίξει τὸ στόμα. Μόνον τὰ μάτια κινοῦνται στὸ περιωρισμένο τους πεδίο καὶ τὰ σωθικά του ποὺ κυκλοφοροῦν τὸ αἷμα στὶς φλέβες καὶ στὶς ἀρτηρίες, ἡ καρδιά του ποὺ χτυπᾶ δυνατά, οἱ πνεύμονες ποὺ φουσκώνουν καὶ ξεφουσκώνουν, τὸ ἧπαρ, τὸ πάγκρεας, τὰ ἔντερα, οἱ νεφροί – σημάδια ποὺ μαρτυροῦν πὼς εἶναι ἀκόμη ζωντανός· ἀλλ’ αὐτὸ δὲν τὸν καθησυχάζει. Γιατὶ ξέρει πὼς αὐτὴ ἡ νύχτα εἶναι ἡ τελευταία του. Πόσες ὧρες (ἢ μέρες; ) εἶναι καθηλωμένος ἔτσι; Θυμᾶται πὼς κάποτε εἶχε ξαπλώσει γιὰ νὰ κοιμηθεῖ, κουρασμένος ἀπὸ τὴν ἐξαντλητικὴ ἐργασία, θυμωμένος μὲ τὴν μιζέρια τῆς καθημερινότητας, πληγωμένος ἀπὸ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων, κι εἶχε τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ ἀναπαυθεῖ – νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ λησμονήσει, νὰ λησμονήσει καὶ νὰ γιατρευτεῖ, νὰ γιατρευτεῖ καὶ νὰ πορευτεῖ ξανὰ στὴν ζωή. Μὰ ὅταν ξύπνησε, τίποτε πιὰ δὲν ἦταν τὸ ἴδιο. Ὁ κόσμος γι’ αὐτὸν εἶχε ἔρθει τὸ πάνω κάτω, κάθε ἔννοια τῆς λογικῆς εἶχε καταργηθεῖ κι ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸν παραλογισμὸ καὶ τὸν τρόμο. Στὴν ἀρχὴ εἶχε πανικοβληθεῖ – τέτοια κατάσταση ἦταν φυσιολογικὸ νὰ τοῦ προκαλέσει πανικό – καὶ εἶχε ἀποπειραθεῖ νὰ σαλέψει μὲ κάθε κόστος, ἀκόμη κι ἂν κομμάτια ἀπὸ τὴν σάρκα του ἔμεναν κολλημένα στὸ σεντόνι, ὅπως ὁ Ἡρακλῆς μὲ τὸν φαρμακωμένο χιτώνα. Ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε κανένα ἀποτέλεσμα. Ἔτσι, ἐπαναφέροντας τὴν ψυχραιμία του, ἔχοντας πιὰ ἀποδεχτεῖ τὴν μοίρα του καὶ συνειδητοποιώντας βαθειὰ μέσα του πὼς αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία του νύχτα, ἀφήνεται στὸ ἔλεος ἐκείνης τῆς δύναμης πάνω, ἔξω καὶ πέρα ἀπ’ αὐτὸν ποὺ τὸν κυβερνᾶ. Μιᾶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε ἄλλο, κοιτάζει τὸν χῶρο. Μέσα στὸ δωμάτιο οἱ γιγάντειες σκιές – δημιουργήματα τοῦ χλομοῦ φωτὸς στὸν δρόμο ἔξω καθὼς αὐτὸ διαπερνᾶ τὸ παράθυρο – εἶναι κολλημένες στὸ ταβάνι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἴδιος εἶναι κολλημένος στὸ στρῶμα. Τοῦ φαίνεται σὰν νὰ καταβροχθίζουν τὸν χῶρο, σὰν νὰ φουσκώνουν καὶ νὰ ἐπεκτείνονται, αὐτόβουλες ὑπάρξεις ποὺ λαχταροῦν νὰ κυριεύσουν τὰ πάντα. Ἔχει τὴν ἐντύπωση πὼς ἐκείνη ἐκεῖ ἡ σκιὰ εὐθεῖα μπροστά του, στὴν γωνία μεταξὺ τοῦ ἀπέναντι τοίχου καὶ τοῦ ταβανιοῦ, προχωρᾶ πρὸς τὰ κάτω, ἑκατοστὸ πρὸς ἑκατοστό. Εἶναι σίγουρα ἡ φαντασία του πού, ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου του γι’ αὐτὸ ποὺ τοῦ συμβαίνει, τοῦ παίζει κακόγουστα παιγνίδια. Ἔτσι δὲν εἶναι; Ναί, σίγουρα, ἔτσι θά ’ναι. Κάνει μιὰ νέα προσπάθεια νὰ σαλέψει, μιὰ προσπάθεια πού – ἀλίμονο! – καταλήγει σὲ παταγώδη ἀποτυχία, ἡ ὁποία τοῦ ἐπιβεβαιώνει πὼς ἡ καταδίκη του εἶναι βέβαιη καὶ πὼς ὅ,τι καὶ νὰ κάνει εἶναι ἐκ προοιμίου μάταιο. Ἂν τοὐλάχιστον μποροῦσε νὰ οὐρλιάξει, θὰ ἦταν μιὰ παρηγοριά, ἀλλὰ τέτοιο ζήτημα δὲν τίθεται· ἡ ἀκινησία ἔχει παραλύσει τὶς φωνητικές του χορδές. Καὶ πολὺ σύντομα διαπιστώνει πὼς αὐτὸ ποὺ τὸν κυβερνᾶ δὲν δείχνει οὔτε ἔλεος οὔτε οἶκτο. Ὁπωσδήποτε, θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένει πὼς κάτι θὰ συνέβαινε – τέτοια πράξη δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει ἀναπάντητη –, μὰ τοῦτο δῶ ξεπερνοῦσε τὴν φαντασία του. Εἶχε προειδοποιηθεῖ πὼς σ’ αὐτὸ ποὺ ἀναζητοῦσε ἴσως τὰ πράγματα νὰ μὴν πήγαιναν ὅπως τὰ ὑπολόγιζε καὶ πὼς ἴσως νὰ ὑπῆρχαν δυσάρεστα ἀποτελέσματα, ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ προσδοκοῦσε. Ὁ κόσμος τοῦ ἀόρατου ὑπακούει σὲ νόμους ποὺ κανένα ὂν δὲν μπορεῖ νὰ παραβιάσει ἀτιμωρητί, κι αὐτὸ τὸ γνώριζε πολὺ καλά· ὥστε, ὅταν προχώρησε στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ σχεδίου του, δὲν θὰ εἶχε καμμία δικαιολογία καί, τὸ κυριώτερο, καμμία πιθανότητα ἐπιστροφῆς ἢ ἀνάκλησης. Ἡ οὐροδόχος κύστη του τὸν πιέζει. Κάθε λεπτὸ ποὺ περνᾶ ἡ δυσφορία γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἀβάσταχτη. Μὰ κάθε ἀπόπειρά του νὰ κινηθεῖ ἀκυροῦται αὐτοστιγμεῖ. Προσπαθεῖ νὰ σκεφτεῖ κάτι ἄλλο, κάτι ποὺ νὰ τοῦ ἀποσπάσει τὴν προσοχή, ἀλλ’ αὐτό, φυσικά, εἶναι ἀδύνατον· διότι τώρα τὸν κυριεύει ὁ πόνος. Ὁ πόνος! Ἐπανῆλθε, ὅπως καὶ πρίν, ἀλλὰ τώρα ἰσχυρότερος, σὲ ὅλο τὸ σῶμα, σὲ κάθε σπιθαμή, λὲς καὶ ἕνα καλοτροχισμένο μαχαίρι κόβει τὴν σάρκα του σὲ λωρίδες. Τὰ μηνίγγια του χτυποῦν, ἡ καρδιά του χτυπᾶ δυνατά, ἱδρώτας τρέχει στὸ πρόσωπο καὶ στὸ κορμί του, ἀλλὰ ἴσως νὰ μὴν εἶναι ἱδρώτας, ὄχι δὲν εἶναι μόνο ὁ ἱδρώτας, εἶναι καὶ τὰ οὖρα του ποὺ ἀπελευθερώνονται ἐξ αἰτίας τοῦ πόνου. Ὅμως αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο πρᾶγμα ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ. Τὸν ἀπασχολεῖ μονάχα τὸ γεγονὸς πὼς ἐξακολουθεῖ νὰ μένει ἐντελῶς ἀσάλευτος πάνω στὸ κρεββάτι, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ οὐρλιάξει. Στὸ ἀποκορύφωμα τοῦ πόνου, ὅταν δηλαδὴ ἄρχιζε νὰ νοιώθει σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ ἐκραγεῖ, ὁ πόνος σταματᾶ ἀπότομα, ὅπως ἀπότομα τὸν εἶχε κυριεύσει μόλις πρὶν λίγες στιγμὲς κι ὅπως τὸν εἶχε κυριεύσει πρὶν ἀπὸ μιὰ ὥρα περίπου – ἂν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπολογίσει ἐπακριβῶς, ἀφοῦ δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ δεῖ κάποιο ρολόι καὶ ἡ ἀπελπισία ποὺ τοῦ προκαλεῖ ἡ ἀκινησία τὸν κάνει νὰ μὴν ἔχει σαφὴ ἀντίληψη τοῦ χρόνου. Ἡ καρδιά του χτυπᾶ φυσιολογικά. Ἀπ’ ἔξω ἀκούγεται ὁ θόρυβος τῶν αὐτοκινήτων. Κάποιοι ξενύχτηδες ἐπιστρέφουν στὰ σπίτια τους (τάπ τάπ τάπ τὰ τακούνια τους στὸ πεζοδρόμιο), ἕνα σκυλὶ ἀλυχτᾶ σεληνιασμένο. Ἡ ζωὴ ἔξω ἀπ’ τὸ δωμάτιο ἀκολουθεῖ τοὺς συνηθισμένους της ρυθμούς. Τίποτε δὲν ἔχει ἀλλάξει, παρ’ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θέατρο ποὺ διαδραματίζεται μέσα στὸ δωμάτιο· ἀλλὰ ἡ ἀνθρωπότητα δὲν θὰ τὸ μάθει ποτέ, οὔτε ἐτοῦτο τὸ γεγονὸς πρόκειται νὰ τὴν ἐπηρεάσει, ὅπως δὲν ἐπηρεάζει τὴν Ἱστορία ἡ ἀσήμαντη κι ἀδιάφορη ζωὴ ἑνὸς ἀσήμαντου κι ἀδιάφορου ἀνθρώπου. Ἀναρωτιέται ἂν τὸν ἀναζήτησε κανείς, ἂν ἔλειψε σὲ κανέναν. Ὕστερα σκέφτεται πὼς τέτοιαν ὥρα τῆς νύχτας οἱ πάντες κοιμοῦνται. Ἀλλ’ ἀκόμη κι ἂν ἦταν πρωί – ἦταν πιὰ βέβαιος γι’ αὐτό – θὰ τὸν εἶχαν ξεγράψει ὅλοι, ὅπως κι ἐκεῖνος τοὺς εἶχε ξεγράψει σταδιακὰ ὅλους. Καθένας ζητοῦσε κάτι ἀπ’ αὐτόν – χρήματα, ἔγνοιες καί, κυρίως, συναισθήματα. Μὰ ὅλ’ αὐτὰ ἔχουν περάσει. Εἶχε ἀποφασίσει πὼς θὰ ζοῦσε μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τέρμα πιὰ τὸ καλὸ παιδὶ ποὺ ξέραν ὅλοι, τέρμα πιὰ ἡ ἐκμετάλλευση κι ὁ ἐκβιασμὸς συναισθημάτων ἀπ’ ὁποιονδήποτε, οὔτε κἂν ἀπ’ τὸν πατέρα του. Ὁ πατέρας του. Ἔχει καιρὸ νὰ τὸν δεῖ. Ἡ μεγαλύτερη ἀδελφή του τὸν ἐπισκέπτεται στὸ γηροκομεῖο κάθε Κυριακὴ μὲ τὰ παιδιά της· ἐκεῖνος ἐκπληρώνει τὴν τυπικὴ υἱικὴ ὑποχρέωση μὲ τὸ νὰ ἐξοφλεῖ μηνιαῖα τὸ ἵδρυμα. Ἡ ἀδελφή του ἄδικα τὸν παρακαλεῖ νὰ πηγαίνει, ἔστω μιὰ στὸ τόσο. «Ὁ μπαμπὰς σὲ πεθύμησε, ὅλο ρωτάει γιὰ σένα», τοῦ ὑπενθυμίζει. «Ἂν ζοῦσε, τοὐλάχιστον, ἡ μαμά…» Τί ἄλλο θέλει πιὰ κι αὐτός; Δὲν τὸν περιποιοῦνται, δὲν τὸν φροντίζουν; Καὶ τί θέλει κι ἐκείνη; Νὰ τοῦ δημιουργήσει ἐνοχές; Κι ὅμως, συνειδητοποιεῖ ξαφνικὰ πὼς ἴσως τελικὰ δὲν στάθηκε καλὸς γυιὸς ἀπέναντι σ’ ἐκεῖνον πού, σὲ γενικὲς γραμμές, ὑπῆρξε καλὸς πατέρας, μὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς κι ὅλα τ’ ἀνθρώπινα σφάλματά του. Ἂν ξεκολλήσω κάποτε ἀπὸ δῶ…, σκέφτεται θλιμμένος· ἀλλὰ δὲν ὁλοκληρώνει τὴν σκέψη του· ξέρει πὼς εἶναι μάταιο νὰ ἐλπίζει σὲ μιὰ εὔνοια τῆς τύχης, ξέρει πολὺ καλὰ πὼς ἀπόψε εἶναι ἡ τελευταία του νύχτα καὶ πὼς αὐτὸ δὲν πρόκειται ν’ ἀλλάξει. Τί ζητᾶς ἀπ’ τὴ ζωή σου; Ἡ ἐρώτηση ἔρχεται ἀναπάντεχη σὰν πυρωμένο σίδερο στὸ μυαλό του. Τὴν ἀκούει νὰ ἐκφέρεται ἀπὸ διαφορετικὰ στόματα, ἀπὸ διαφορετικὲς φωνές, μὰ μὲ τὸ ἴδιο ὕφος καὶ τὸν ἴδιο τονισμό. Ἐδῶ καὶ καιρὸ ἀρκετοὶ ἄνθρωποι στὴν ζωή του – κατανοεῖ μόλις τώρα – τοῦ ἀπευθύνουν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐρώτηση. Ὁ πατέρας, ἡ ἀδελφή του, ἡ πρώην ἀρραβωνιαστικιά του, ὁ πρώην καρδιακός του φίλος… Τί ἔχουν καταλάβει ἐκεῖνοι ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἔχει κἂν ὑποψιαστεῖ; Δὲν ξέρετε τίποτε, τίποτε! οὐρλιάζει μὲς στὴν σκέψη του. Μὴν προσπαθεῖτε νὰ μοῦ ἐπιβάλετε τί πρέπει νὰ κάνω στὴ ζωή μου, ἐπιτέλους πᾶψτε νὰ θέλετε νὰ μ’ ἐλέγχετε καὶ νὰ μὲ κατευθύνετε! Ἕνα μοχθηρὸ γέλιο. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται; Ποιός γελάει μαζί μου; Σιωπή· ἐκτὸς μόνον ἀπὸ τοὺς θορύβους τῆς πόλης καὶ τοὺς φυσικοὺς ἤχους τοῦ σπιτιοῦ. Ποιός εἶναι; Φανερώσου, δειλέ! Μὰ κανεὶς δὲν ἐμφανίζεται. Ἔπειτα πέφτει ἡ σιωπή, ἀπόλυτη σιωπὴ ποὺ καλύπτει τὰ πάντα, σὰν βαρὺ ὕφασμα, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε στὸ δωμάτιο παρὰ μόνον ἐκεῖνος καὶ τὰ ἀντικείμενα. Κοιτάζει πάλι τὸ ταβάνι, μὲ γουρλωμένα καὶ ὑγρὰ μάτια. Οἱ σκιὲς ἐξακολουθοῦν νὰ βρίσκονται ἐκεῖ, μπροστά του, νὰ τοῦ ὑπενθυμίζουν τὴν ζοφερή του κατάσταση. Ἡ σκιὰ στὸν τοῖχο εἶναι πολὺ σκοτεινή, τοῦ φαίνεται πὼς εἶναι πιὸ σκοτεινὴ ἀπ’ τὸ φυσιολογικό, σὰν μιὰ μᾶζα συμπαγοῦς μαυρίλας ποὺ ἁπλώνεται ἑκατοστὸ πρὸς ἑκατοστό. Νά! Τώρα, γιὰ παράδειγμα, κατεβαίνει πρὸς τὴν κορνίζα μὲ τὸ ἀγαπημένο του συγκρότημα – πρῶτα καταπίνει τὰ κεφάλια τῶν μελῶν, ὕστερα τὸν κορμό τους, τὶς κιθάρες, τὰ ντράμς, τὰ παπούτσια τους. Κλεῖσε τὰ μάτια, μαλάκα! Ἔχεις παραισθήσεις! Κλείνει τὰ βλέφαρα. Ἠρέμησε, τὸ μυαλό σου παίζει παιγνίδια. Ἀνοίγει ξανὰ τὰ βλέφαρα. Μὰ ἡ σκιὰ ἐξακολουθεῖ νὰ βρίσκεται ἐκεῖ καὶ ὅλο νὰ ἁπλώνεται, πάνω-κάτω, δεξιὰ-ἀριστερά. Δεξιά του βλέπει τὴν ντουλάπα, εἶναι ἡ μισὴ μαύρη, τὴν ἔχει καταπιεῖ ἡ σκιά. Ἀριστερά του εἶναι τὸ παράθυρο, μὲ τὴν διάφανη κουρτίνα. Μόνο ποὺ τώρα δὲν εἶναι διάφανη, ἡ μισὴ ἔχει γίνει μαύρη, ἐπίσης, τὸ φῶς ἀπ’ ἔξω δὲν περνᾶ πιὰ μέσα. Δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ περισσότερα, ἡ πορεία τῆς σκιᾶς ξεπερνᾶ τὸ ὀπτικό του πεδίο, ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος πὼς συνεχίζει νὰ ἐξαπλώνεται καὶ νὰ καταλαμβάνει ὅλο τὸ δωμάτιο. Δὲν εἶναι δυνατόν! Τὸ γέλιο ξαναρχίζει, αὐτὴν τὴν φορὰ πιὸ ἠχηρό, πιὸ περιπαικτικό, ἐκκωφαντικό. Κι ὁ πόνος! Σὰν μαχαίρια ποὺ τοῦ σκίζουν τὴν σάρκα σὲ λωρίδες. ΑΧ! ΧΑ! Δὲν εἶναι παράξενο ποὺ ὁ ἦχος τοῦ πόνου, τὸν ὁποῖο ἐκφέρει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἡ ἀντιστροφὴ τοῦ γέλιου του; Ὅπως λένε γιὰ τοὺς δαίμονες ποὺ μιλοῦν ἀνάποδα. Σ’ αὐτὴν τὴν σκέψη γελᾶ. Ὁ πόνος καὶ ἡ κατάστασή του τοῦ φέρνουν κλαυσίγελω, δάκρυα τοῦ ἔρχονται στὰ μάτια ἀπ’ τὸ ἀστεῖο τῆς ὑπόθεσης, πῶς δὲν τὸ εἶχε καταλάβει νωρίτερα; Αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε τὸ βρῆκε, δὲν τιμωρεῖτο γιὰ κάτι, ἁπλῶς δὲν ἤξερε πὼς αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ ζητοῦσε, νὰ πάψει, νὰ πάψει ἐπιτέλους νὰ αἰσθάνεται, κι αὐτὴ ἡ διαδικασία χρειάζεται πόνο καὶ φόβο καὶ θλίψη καὶ χαρὰ σὲ ὑπέρμετρο βαθμό, γιὰ νὰ τὰ ἀποχαιρετίσει ὅλα διὰ παντός, γιὰ νὰ ξεχάσει τὸ ὀδυνηρὸ παρελθόν, πῶς δὲν τὸ εἶχε καταλάβει νωρίτερα; Νά! Τώρα τὰ μάγια λύθηκαν, δὲν εἶναι πιὰ κολλημένος στὸ στρῶμα, μπορεῖ καὶ σηκώνει τὰ χέρια του, κι ὁ πόνος εἶναι ἀληθινός, οἱ ἀόρατες λεπίδες εἶναι πραγματικές, οὐρλιάζει, τὸ σῶμα του γυμνώνεται ἀπὸ τὴν σάρκα μπροστὰ στὰ μάτια του, ἡ σάρκα ξεκολλᾶ ἀπὸ τὰ ὀστᾶ καὶ πέφτει στὰ ματωμένα σεντόνια, οὐρλιάζει, ἡ σκιὰ εἶναι πραγματική, ὅλο καὶ διογκώνεται, ὅλο καὶ ἁπλώνεται, οὐρλιάζει, τώρα εἶναι στὰ πόδια τοῦ κρεββατιοῦ, ἀπόλυτη μαυρίλα σ’ ὅλο τὸ δωμάτιο, οὐρλιάζει, δὲν ξεχωρίζουν πόρτα καὶ παράθυρο καὶ ντουλάπα κι ἀντικείμενα, ἡ ἀδιαπέραστη μαυρίλα ἀγγίζει τὸ κορμί του, οὐρλιάζει, ἀποχαιρέτα την τὴν σάρκα σου ποὺ χάνεις, γελᾶ, πονᾶ, ἄλλαξα γνώμη, λέει κλαίγοντας, τὸ μετάνιωσα – δὲν ὑπάρχει οἶκτος, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ἔστω καὶ στὴν ὕστατη στιγμή, περιθώριο γιὰ μεταμέλεια κι ὑπαναχώρηση; Μαμά, μπαμπᾶ, τί ἔκανα, τί ἔκανα; δὲν θέλω – δὲν θέλω νὰ μὲ καταβροχθίσει τὸ σκοτάδι! Edited December 20, 2008 by adinol Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted December 20, 2008 Share Posted December 20, 2008 Παναγίτσα μου, τι ήταν αυτό;!!! Δε τον πάω τον τρόμο μια σαν είδος. Άσε που δε κατάλαβα καν τι παίχτηκε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 20, 2008 Share Posted December 20, 2008 Παναγίτσα μου, τι ήταν αυτό;!!!Δε τον πάω τον τρόμο μια σαν είδος. Άσε που δε κατάλαβα καν τι παίχτηκε. Πες μου!!! Μετά εγώ είμαι κακός;;; Τι νόημα έχει να το πεις αυτό; Τον βοηθάς σε κάτι; Ούτε καν καταλαβαίνει τι θες να πεις! Αυτή τη στιγμή ο άνθρωπος θα κοιτάει την οθόνη με το βλέμμα της αγελάδας! Στείλε pm και ρώτα ό,τι θες. Ούτε εμένα μ' αρέσει ιδιαίτερα ο τρόμος, αλλά δεν το κάνω και ζήτημα. Γιατί τον εκθέτεις δημόσια για ψίλου πήδημα; Είναι τώρα σαν να του λες: "Γράφεις απαίσια, δεν κατάλαβα Χριστό!". Και μην μου πεις: "Εγώ δεν είπα έτσι!", έτσι μπορεί να το εκλάβει κάποιος άλλος. Χώρια ότι αυτή η τόσο έντονη επίκληση στα θεία φορτώνει υπερβολικά το σχόλιο σου και το χειροτερεύει ακόμα περισσότερο. Πας με το ζόρι να μου βγάλεις το όνομα και να με πουν κακό και γκρινιάρη... τσου τσου... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted December 20, 2008 Share Posted December 20, 2008 Άκου, εγώ γράφω πολιτική σάτυρα κυρίως. Δεν έχει πέραση στο φόρουμ, το παραδεχτήκανε πολλοί. Δεν πτοήθηκα όμως, συνέχισα να γράφω. Ο τρόμος δε μου αρέσει σαν είδος. Δικαιολόγησα από τώρα με έμμεσο τρόπο ότι δε θα το έχω ψηλά στην κατάταξη για αυτόν τον απλό λόγο (αλλά πάει τώρα, το είπα ξεκάθαρα). Δεν υπέθεσα να παρατήσει ο adinol το είδος του τρόμου, ούτε καν να κάνει κάποια αλλαγή. Απλά δε κατάλαβα γιατί έγινε ότι εγινε. Μια εξήγηση από τον ίδιο ήθελα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 20, 2008 Share Posted December 20, 2008 Ναι βρε άνθρωπε, πίστευε ό,τι θες! Δεν έχω πρόβλημα με την άποψη σου (έχω μυαλουδάκι να κρίνω μόνος μου, δεν χρειάζομαι την δική σου άποψη) αλλά με τον τρόπο που τη λες! Και συνεχίζεις να "θάβεις" το διήγημα λέγοντας ότι λες. Ούτε είναι δικαιολογία το ότι δεν σ' αρέσουν τα τρόμου για να μην το βάλεις ψηλά. Ούτε εμένα μου αρέσουν, αλλά αν διαβάσω ένα καλογραμμένο τρόμου με ωραία ιστορία και ένα κακογραμμένο φαντασίας ή ΕΦ, να είσαι σίγουρος πως θα βάλω πάνω το τρόμου. Και τέλος πάντων, αν αισθάνεσαι άβολα για το ότι δεν θα το έχεις ψηλά, πες το στον ίδιο με pm γιατί τώρα ΜΠΟΡΕΙ να επηρεάζεις και άλλους να μην το βάλουν ψηλά! Τέλος πάντων, το σταματάω γιατί όσο λέω και κάνεις όλο και πιο πολλά "φάουλ" προσπαθώντας να απαντήσεις και σπαμάρουμε το τόπικ. Άλλωστε έχουμε όλοι ματάκια και βλέπουμε και μυαλό να κρίνουμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted December 20, 2008 Share Posted December 20, 2008 τώρα ΜΠΟΡΕΙ να επηρεάζεις και άλλους να μην το βάλουν ψηλά! Τέλος πάντων, το σταματάω γιατί όσο λέω και κάνεις όλο και πιο πολλά "φάουλ" προσπαθώντας να απαντήσεις και σπαμάρουμε το τόπικ. Άλλωστε έχουμε όλοι ματάκια και βλέπουμε και μυαλό να κρίνουμε. Αν επηρεάζω κάποιον έτσι, τότε πως γίνεται να λες ότι έχουμε ματάκια και μυαλό; Μόνο όσοι δεν έχουν θα επηρεάζονταν. Και αφού τα σχόλια επιτρέπονται, κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο ρίσκο. Κι εγώ που ακούω τα σχόλια για τα άλλα διηγήματα, μου δίνουνε άλλους τρόπους για να δω την ίδια ιστορία αλλά δεν επηρεάζομαι ασυνείδητα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted December 20, 2008 Share Posted December 20, 2008 Enough, guys... το έχετε πάει εντελώς οφφτόπικ το τόπικ. Και δεν μπορεί να γίνεται η ίδια κουβέντα σε κάθε τόπικ, όπως γίνεται τελευταία. ΟΚ? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 20, 2008 Share Posted December 20, 2008 Εγώ είπα τέλος... Σόρρυ Διον. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted December 21, 2008 Author Share Posted December 21, 2008 (edited) Τί ἔγινε, βρὲ παιδιά; Γιατί τόσος χαλασμός; Δὲν περίμενα τὸ πόνημά μου νὰ προκαλέσει τέτοιες ἀντιδράσεις καὶ πραγματικὰ αἰσθάνομαι κάπως ἀμήχανα. Κατ' ἀρχὰς σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν προσοχὴ ποὺ δώσατε στὸ κείμενό μου. Καὶ κατὰ δεύτερον, νομίζω πὼς πρέπει νὰ ξεκαθαρίσω ὡρισμένα πράγματα. Ἐν πρώτοις, δὲν κατάλαβα τί ἤθελε νὰ πεῖ μὲ τὸ πόστ του ὁ ἀγαπητὸς Roriconfan. Ἐννοεῖ ὅτι, παρ' ὅλο ποὺ δὲν τοῦ ἀρέσουν οἱ ἱστορίες τρόμου κι ἐπιπλέον δὲν κατάλαβε τί ἤθελα νὰ πῶ, ἡ ἱστορία μου τοῦ ἄρεσε; Ἤ, ἀντίθετα, ἐξαιτίας αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν λόγων δὲν τοῦ ἄρεσε; Ἐν προκειμένῳ, τὸ "Παναγίτσα μου" εἶναι διφορούμενο: τρόμαξε μὲ τὸ διήγημα ἢ ἔφριξε μ' αὐτὸ ποὺ διάβασε; Ἀφοῦ ξεκαθαριστεῖ αὐτό (σὲ παρακαλῶ, Roriconfan, ἀπάντησέ μου), ἂς θέσω κι ἐγὼ τὶς ἀπόψεις μου. Ὑπάρχουν κάποια εἴδη στὴν λογοτεχνία ποὺ σὲ γενικὲς γραμμὲς δὲν μὲ ἑλκύουν (λ.χ., ἐπιστημονικὴ φαντασία καὶ ἐναλλακτικὴ Ἱστορία). Ὡστόσο, αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς ἔχω στεγανὰ καὶ παγιωμένες ἀντιλήψεις - οὔτε, φυσικά, θὰ μὲ ἀποτρέψει ἀπὸ τὸ νὰ διαβάσω μιὰ ἱστορία. Διαβάζω λογοτεχνία γενικῶς καὶ ἀξιολογῶ καθεμιὰ ἱστορία σύμφωνα μὲ τὸ εἶδος της. Τὸ μοναδικό μου κριτήριο εἶναι νὰ εἶναι καλογραμμένη καὶ συνεπὴς στὸν ἑαυτό της. Ὅπως λέει ὁ Ὄσκαρ Οὐάιλντ: "They are the elect to whom beautiful things mean only Beauty. There is no such thing as a moral or an immoral book. Books are well written or badly written. That is all." Σχετικὰ δὲ μὲ τὸ διήγημα καθ' ἑαυτό, δὲν μπορῶ νὰ πῶ πολλὰ πράγματα, διότι θὰ κάνω σπόιλ στὸν ἑαυτό μου. Νομίζω, ὅμως, πὼς εἶναι ἀρκετὰ ξεκάθαρο αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεῖ. Ἐν τούτοις, πέρα καὶ πάνω ἀπ' ὅλα μ' ἐνδιέφερε τὸ χτίσιμο μιᾶς ἀτμόσφαιρας ἀπειλῆς, τὸ ξύπνημα φόβων τοῦ ὑποσυνειδήτου, ἡ αἴσθηση ὅτι σ' ἀγγίζει αὐτὸ ποὺ φοβᾶσαι. Ἂν τὸ κατώρθωσα αὐτό, τότε ἔχω πετύχει τὸν στόχο μου καὶ τὸ διήγημα εἶναι ἄρτιο. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, δέχομαι κριτικὲς καὶ προτάσεις γιὰ τὴν βελτίωσή του. Αὐτό, φυσικά, μετὰ τὸ πέρας τῆς ψηφοφορίας. Καὶ πάλι εὐχαριστῶ γιὰ τὸν χρόνο ποὺ μοῦ διαθέσατε. Edit: ΥΓ. Τώρα, γιὰ τὸ ἂν θὰ ἐπηρεαστοῦν κάποιοι ἀρνητικὰ ἐξαιτίας τῶν σχολίων, δὲν νομίζω ὅτι ἰσχύει κάτι τέτοιο. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἔχει δική του κρίση, τὴν ὁποία προσωπικὰ ἐμπιστεύομαι ἀπόλυτα. Edited December 21, 2008 by adinol Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted December 21, 2008 Share Posted December 21, 2008 Το Παναγίτσα μου ήταν με την καλή έννοια. Απλά το διήγημα ήταν χίλιες εφτακόσιες λέξεις για ένα είδος λογοτεχνίας που ποντάρει στο συναίσθημα που προκαλεί. Δε πρόλαβα να μπω στην λογική του απαιτούμενου ύφους. Δε προλαβα να μπω στην απαιτούμενη ψυχοσύνθεση γιατί τελείωσε γρήγορα. Χώρος μέχρι τις 3.500 λέξεις υπήρχε πάντως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 21, 2008 Share Posted December 21, 2008 (edited) Adinol από μένα έχεις μια μεγάλη συγγνώμη που σου συνείσφερα στο να "σπαμάριστεί" έτσι το τόπικ σου, αλλά εκνευρίστηκα λιγάκι. Αφού ανέλαβαν άλλοι πλέον, εγώ μπορώ πλέον να βγάλω το καπέλο του Ρομπέν και να ηρεμήσω! Τέλος πάντων, στην ιστορία σου τώρα. Όπως είπα και πριν, τα διηγήματα τρόμου δεν είναι το αγαπημένο μου είδος, αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι για μένα (δηλάδη να το βάλω χαμηλά γιατί είναι τρόμου). Θεωρώ ότι έχεις κάνει μια εξαιρετική δουλειά σ' ότι αφορά: 1) Την ατμόσφαιρα. Ένιωθα ότι η σκιά θα πέσει να πλακώσει εμενα! 2) Στο σασπένς. Το διάβαζα γρήγορα, όχι γιατί το βαριόμουν αλλά γιατί είχα αγωνία τι θα γίνει. 3) Στην περιγραφή. Το κείμενο "έρεε" πολύ ωραία 4) Στη μετάδωση συναισθημάτων και "διδαγματων". Ο στόχος σου επευτεύχθει πλήρως! Όσο για το αν μου άρεσε... είμαι λίγο μπερδεμένος... Αφενός την χειρίστηκες άψογα την ιστορία όπως προείπα, αφετέρου όμως δεν με ενθουσίασε το θέμα! Το θεώρησα πολύ έντονα συναισθηματικό και ατμοσφαιρικό, αλλά μέχρι εκεί! Είμαι δηλαδή λίγο στο στη μέση σ' ότι αφορά τον ενθουσιασμό... Πάντως, οφείλω να σου αναγνωρίζω τη δυνότητα με την οποία χειρίστηκες τα παραπάνω τέσσερα! Σας βγάζω το καπέλο μεσιέ και σας εύχομαι καλή επιτυχία! ;) Edited December 22, 2008 by TheTregorian Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted December 23, 2008 Author Share Posted December 23, 2008 Το Παναγίτσα μου ήταν με την καλή έννοια. Απλά το διήγημα ήταν χίλιες εφτακόσιες λέξεις για ένα είδος λογοτεχνίας που ποντάρει στο συναίσθημα που προκαλεί. Δε πρόλαβα να μπω στην λογική του απαιτούμενου ύφους. Δε προλαβα να μπω στην απαιτούμενη ψυχοσύνθεση γιατί τελείωσε γρήγορα. Χώρος μέχρι τις 3.500 λέξεις υπήρχε πάντως. Δὲν θὰ διαφωνήσω. Πράγματι, σὲ τέτοιου εἴδους ἱστορίες χρειάζεται περισσότερη λεπτομέρεια γιὰ τὸ προσεκτικὸ χτίσιμο τῆς πρέπουσας ἀτμόσφαιρας μέχρι τὴν κορύφωσή της. Ἀλλ' αὐτὸ ποὺ ἤθελα ἦταν νὰ δημιουργήσω μιὰ ἐφιαλτικὴ μικρὴ σκηνή. Ἄρα, ἂν ἀνέπτυσσα τὴν ἱστορία στὸ διπλάσιο μέγεθος, φοβᾶμαι ὅτι ἴσως ἀπομακρυνόμουν ἀπὸ τὸν στόχο μου. Ἔτσι τὸ βλέπω ἐγὼ τώρα - ἴσως ἀργότερα νὰ συμφωνήσω ἀπόλυτα μαζί σου. Ὅμως, ἀφ' ἧς στιγμῆς ἡ ἱστορία δημοσιεύτηκε, δὲν ἀλλάζω πιὰ οὔτε ἕνα τόνο καὶ περιμένω τὸ διήγημά μου νὰ κριθεῖ ὡς ἔχει. Σ' εὐχαριστῶ καὶ πάλι, Roriconfan. Εὐχαριστῶ κι ἐσένα, The Trigorian, γιὰ τὰ καλά καὶ γιὰ τὰ ὄχι καὶ τόσο καλὰ λόγια σου, καθὼς καὶ γιὰ τὶς εὐχές σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted December 23, 2008 Share Posted December 23, 2008 Καθαρά άποψή μου ήταν ότι αν το καθυστερούσες, δηλαδή να έδινες χαλαρά όλο και περισσότερες πληροφορίες και σύγχηση με αργό ρυθμό, η τελευταία εφιαλτική και γρήγορη σκηνή θα είχε πολύ καλύτερο ψυχολογικό αποτέλεσμα. Κάτι σαν να πας με 40 σε επαρχιακό δρόμο, να συζητάς για τον καιρό για 10 λεπτά και ξαφνικά ΜΠΑΜ να σε βαράει μετωπικά μια νταλίκα που πήγαινε με 200. Το περίμενες; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 26, 2008 Share Posted December 26, 2008 Αν δεν έχεις αντίρρηση, επειδή θέλω να μαζέψω όλες τις συμμετοχές στο pc μου, και έχω πρόβλημα με το πολυτονικό, που δεν το αναγνωρίζει, μήπως μπορείς να βάλεις και ένα αρχείο pdf να μπορούμε να κατεβάσουμε? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted December 26, 2008 Author Share Posted December 26, 2008 Αν δεν έχεις αντίρρηση, επειδή θέλω να μαζέψω όλες τις συμμετοχές στο pc μου, και έχω πρόβλημα με το πολυτονικό, που δεν το αναγνωρίζει, μήπως μπορείς να βάλεις και ένα αρχείο pdf να μπορούμε να κατεβάσουμε? Your wish is my command. ΑΚΙΝΗΣΙΑ.pdf Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 26, 2008 Share Posted December 26, 2008 Ευχαριστώ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted December 27, 2008 Share Posted December 27, 2008 Χαοτικό κείμενο, αλλά σε σφίγκει γύρω από το λαιμό σα θηλειά. 'Εφιαλτικό' θα ήταν ένας επιτυχημένος χαρακτηρισμός. Μπορεί να χάνει σε σημεία σαφήνεια, μέσα στο παραλλήρημα του πρωταγωνιστή, αλλά καταφέρνει να αποδώσει την ατμόσφαιρα τρόμου που επιδιώκεις. Συγχαρητήρια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted December 28, 2008 Share Posted December 28, 2008 Όταν διάβασα την ιστορία σου Παναγιώτη δεν είχα χρόνο να κάνω κριτική. Θα την κάνω λοιπόν καθυστερημένα, βάση της γεύσης που μου έχει αφήσει! Λοιπόν... Μου άρεσε! Ήταν τρομαχτική και είχε έντονο αυτό το συναίσθημα του περιορισμού του τύπου. Επίσης οφείλω να υποκλιθώ στην τελευταία παράγραφο και τη τελευταία σειρά, ήταν πολύ δυνατές, όπως ακριβώς πρέπει να είναι. Χαστούκια! Όσον αφορά τι θα μου άρεζε να αλλάξει... Χμ, κατ' αρχήν θα προτιμούσα τη παράγραφο που περιγράφεις που βρίσκεται ο τύπος και τους ήχους που ακούει, να την έβαζες σχεδόν στο ξεκίνημα. Επίσης θα μου άρεζε να ήταν απόλυτα ξεκάθαρο έστω και με κάποια υπόνοια (ίσως να υπάρχει και να την έχασα) τι ακριβώς παίχτηκε. Πιστεύω πως στην προτελευταία παράγραφο θα χωρούσε κάποια ακριβής επεξήγηση. Αυτά από μένα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 28, 2008 Share Posted December 28, 2008 ΜΠΡΡΡ!!! Όσο προχωρούσα, τόσο πιο εφιαλτικό γινόταν, μέχρι που όταν έφτασα στο τέλος αναφώνησα «Στο διάολο μαλάκα, με τρόμαξες!». Και αυτό με την καλή έννοια. Και για κάποιο περίεργο λόγο, πρέπει να πω, με συγκίνησες κιόλας. Δράση μπορεί να μην υπάρχει σχεδόν καθόλου, αλλά λίγο οι φοβερές περιγραφές, λίγο οι σκέψεις του ήρωα, με έκανε να μη με απασχολεί καθόλου ποιος ήταν και πώς ακριβώς βρέθηκε εκεί, αυτό που έχει σημασία είναι αυτό που του συμβαίνει αυτή τη στιγμή, αυτό το ανατριχιαστικό στιγμιότυπο από έναν εφιάλτη. Και πρέπει να πω, ότι για κείμενο αυτού του είδους και αυτής της έκτασης, ο χαρακτήρας έχει αξιοθαύμαστο βάθος. Δεν ξέρω για τους άλλους, εμένα με άγγιξε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted December 29, 2008 Share Posted December 29, 2008 Τρομαχτικούλι ήταν και προσεγμένο. Μετά από τα παλαιότερα διηγήματα σου που έχω διαβάσει ήξερα τι ακριβώς με περιμένει στη γωνιά αλλά και πάλι με τρόμαξες. Αυτό είναι καλό. Επίσης είναι θετικό το ότι δίνεις βάθος και στους τρεις χαρακτήρες σου με πέντε μόνο κουβέντες. Το να δώσεις περισσότερες λεπτομέρειες για το πώς φτάσαμε στα γεγονότα της τελευταίας νύχτας, ίσως να ήταν καλό. Ίσως όμως και να μην ήταν. Μόνο εσύ ξέρεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mariposa Posted December 29, 2008 Share Posted December 29, 2008 Πραγματικά πολύ τρομακτικό! Και ανατριχιαστικό θα έλεγα. Ούτε θα ήθελα να ήμουν στην θέση του ήρωα... Χωρίς να φανεί ότι ακυρώνω την προσπάθειά σου, νομίζω ότι λίγο μεγαλύτερη έκταση θα της πρόσδιδε περισσότερη ένταση. Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να αναλυθούν χωρίς να χαλάσει το ύφος της. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 29, 2008 Share Posted December 29, 2008 Η γενική εντύπωση, άψογη. Ειδικότερα καλά σημεία: η ατμόσφαιρα, ο φυσικός ρυθμός της σκέψης του πρωταγωνιστή, η «αμέλεια» του να γράψεις για ποιο πράγμα τιμωρείται. Το κλείσιμο είναι πολύ δυνατό κι αφήνει αυτό ακριβώς που πρέπει για διήγημα τρόμου, μια γεύση στάχτης ανάμεσα στα δόντια. Επίσης με έκανες θυμηθώ ευχάριστα πόσες πολλές φορές αναρωτήθηκα κι εγώ αυτό το σχετικό με το πώς το Αχ είναι το αντίστροφο του Χα. Τα κακά σημεία: η «αμέλεια» του να γράψεις για ποιο πράγμα τιμωρείται. Δυστυχώς αυτό το σημείο λειτουργεί σα δίκοπο μαχαίρι. Διέκρινα ένα μικρό παιχνίδι με τους χρόνους των ρημάτων. Επειδή πιστεύω ότι είσαι από τους λίγους ανθρώπους που χειρίζονται τη γραμματική και το συντακτικό άψογα, αναρωτιόμουν πώς προέκυψε αυτό το παιχνίδι και τι θέλει να πει. Λίγο με αποσυντόνισε η αναφορά στον Καβάφη στο τέλος... ειδικότερα γιατί με απέσπασε από το κρετσέντο των συναισθημάτων και την έντασης που με πήγαινε προς τη λύτρωση Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 29, 2008 Share Posted December 29, 2008 Ακινησία. Δημιουργεί μια ικανοποιητικά κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Οι περιγραφές των σκηνών της ακινησίας είναι αρκετά ανατριχιαστικές. Μάλλον χρειαζόσουν περισσότερες λέξεις για να μας ξετυλίξεις την ιστορία. Η υπαρξιακή ανησυχία του ήρωα δεν με άγγιξε ιδιαίτερα, ίσως γιατί ξεκίνησες αμέσως με τη σκηνή της ακινησίας και μετά δυσκολεύτηκα να μπω στην καθημερινότητά του πρωταγωνιστή. Ο ένθετος διάλογος δείχνει φτιαχτός για να μας εξηγήσεις το τέλος της ιστορίας. Δεν ήταν ξεκάθαρο τι ακριβώς προκαλούσε αυτές τις οδυνηρές μεταβάσεις του ήρωα. Ήταν απλώς η επιθυμία του; Υπάρχει κάτι μεταφυσικό που κρύβεται στις σκιές; Ίσως δεν θέλεις να το πεις αλλά, προσωπικά, θα ήθελα περισσότερα υπονοούμενα ώστε να σχηματίσω την δική μου υποκειμενική άποψη. Υ.Γ. Το πολυτονικό δεν το καταλαβαίνει το δικό μου word, στο .pdf δεν μπορώ να κάνω σχόλια πάνω στο κείμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 31, 2008 Share Posted December 31, 2008 Θα ομολογήσω ότι ήταν το πιο δυσάρεστο διήγημα που διάβασα πρόσφατα. Υποθέτω βέβαια αυτός ήταν και ο σκοπός του, οπότε δεν θα πω περισσότερα. Ήθελες να με φρικάρεις, με φρίκαρες. Καμιά αμφιβολία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted January 1, 2009 Share Posted January 1, 2009 Δεύτερη φορά που το παθαίνω με διήγημα του Παναγιώτη. Το ένιωσα πολύ έντονα, μου πιάστηκε η ανάσα, σαν το άλλο με το φτυάρι στο λαιμό, που ακόμα το θυμάμαι και φοβάμαι. Και επειδή διάβασα ότι αυτός ήταν και ο σκοπός του, τότε αναμφισβήτητα το πέτυχε απόλυτα. Και η ιστορία δεν με άφησε παραπονεμένο. Το θέμα με τον πατέρα και τις τύψεις είναι πολύ δυνατό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.