Jump to content

Να Ονειρεύεσαι


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κωνσταντίνος Κέλλης

Είδος: επιστημονική φαντασία

Αριθμός Λέξεων: 2742

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Ευτυχής συγκυρία τα αποτελέσματα του διαγωνισμού μαζί με την δημοσίευση του διηγήματος. Το κείμενο εδώ είναι όπως διορθώθηκε ΜΕΤΑ το write-off και ΠΡΟΤΟΥ το στείλω στο Εννέα της Ελευθεροτυπίας. Αφήνω την επιμέλεια για αργότερα (κατανικώντας την επιθυμία να διορθώσω τώρα τα λάθη που ανακάλυψε ο Μιχάλης [thanks για τις υποδείξεις, θα διορθωθούν]. Επίσης τους ξέφυγε το ΜΑΒΙ ΧΕΙΛΗ που έπρεπε να είναι ΜΑΒΙΑ ΧΕΙΛΗ. Δεν πειράζει, πάντα πρέπει να υπάρχει κάτι προς διόρθωση, κι αυτός είναι καιρός δημιουργίας, όχι επισκευών. Ελπίζω να σας αρέσει.

 

 

 

 

 

 

 

ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ

 

 

 

Η μυρωδιά φρέσκου γιασεμιού τον ξύπνησε. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα μαλακό στρώμα..για πόσο καιρό, δεν θυμόταν.. μα δεν μπορούσε να κουνήσει τα άκρα του. Προσπάθησε να κοιτάξει γύρω του αλλά μια ομίχλη κάλυπτε τα πάντα. Δεν ένιωθε δεσμά να τον σφίγγουν, ούτε και πονούσε. Πήρε ανάσα. Έπειτα άλλη μια. Ηρέμησε και έκλεισε ξανά τα μάτια του.

 

Μια γυναικεία φωνή ακουγόταν από την άκρη του δωματίου στο οποίο βρισκόταν.

 

Την γνώριζε. Ήταν της γυναίκας του.

 

Είσαι ο Αρτέμης Μπαλογιάννης.

 

Ναι, αυτό του ακουγόταν σωστό.

 

Είσαι καθηγητής Αστικού Δικαίου.

 

Κι αυτό ήταν αληθινό.

 

Είσαι για άλλη μια μέρα ζωντανός.

 

‘Και τι ημέρα.’ Είπε και αναστέναξε. Κάθε μέρα γινόταν δυσκολότερο. Αυτά τα δευτερόλεπτα αγωνίας και ανημποριάς, τον έκαναν να τρέμει παρά την ευχάριστη ζέστη του μεγάλου δωματίου του. Αυτό το μυαλό που τον είχε φτάσει ως εδώ, τώρα τον πρόδιδε. Κορόιδευε τις προσπάθειες του.

 

Δεν ήταν δεμένος. Όχι τουλάχιστον από κάποιο υλικό που τον κρατούσε κάτω. Οι αλυσίδες του δεν ήταν χειροπιαστές. Ήταν φτιαγμένες από γηρατειά και ήταν πιο ισχυρές από οποιοδήποτε μέταλλο αυτής της γης. Και κάθε μέρα, βάραιναν περισσότερο.

 

Πήρε τα γυαλιά του από το κομοδίνο δίπλα του και η ομίχλη χάθηκε μπροστά από τα γέρικα μάτια. Γύρισε προς την γυναίκα. Πρόλαβε να την δει να βγαίνει από το δωμάτιο σαν ίσκιος, συνεχίζοντας να μουρμουρίζει. Τώρα τραγουδούσε μια παλιά αργή μελωδία.

 

‘Δεν έχεις ένα φιλί για τον γέρο άντρα σου;’ Είπε και στην έλλειψη απάντησης, ανάσανε τεντώνοντας τα γέρικα άκρα του. Τα ελατήρια του μεγάλου κρεβατιού έσκουξαν όσο και οι κλειδώσεις του καθώς ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Η μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη δέσποζε μπροστά του. Εκατοντάδες βιβλία το ένα δίπλα και πάνω στο άλλο. Αρκετά από αυτά είχαν το όνομα του επάνω τους.

 

‘Τι μέρα.’ Επανέλαβε και ένα μισό χαμόγελο σε μαβί χείλη έσπασε κάτω από το δασύτριχο άσπρο μουστάκι του.

 

‘Τα ογδοηκοστά μου γενέθλια.’

 

Κοίταξε το κρεβάτι του και σκέφτηκε μήπως μπορούσε να ξεκλέψει λίγα λεπτά από την πραγματικότητα.

 

‘Μπαμπά σηκώθηκες; Ήρθαμε!’

 

Η φωνή της κόρης του. Το ίδιο γλυκιά και ευχάριστη στα πενήντα της, η φωνή μιας τραγουδίστριας. Τα θολά μάτια βούρκωσαν στο άκουσμα της. Την αγαπούσε τόσο πολύ. Όσο και την μητέρα της.

 

‘Κατεβαίνω σε λίγα λεπτά κορίτσι μου.’

 

‘Μην αργήσεις. Τα εγγόνια σου, σου έφεραν δώρα!’

 

Τα εγγόνια του. Είχε να τα δει τρια χρόνια. Του είχαν λείψει αφάνταστα μαζί με την κόρη του που τον είχε ευλογήσει με τον τιμητικό τίτλο «παππούς». Τον ένιωθε πολύ πιο σημαντικό και βαρύ από το Δρ. Αρτέμης Μπαλογιάννης, καθηγητής Αστικού Δικαίου σε τόσα πανεπιστήμια του κόσμου.

 

Ένιωθε καλά. Η αγωνία του ξυπνήματος είχε χαθεί. Όχι, όχι χαθεί. Είχε κάτσει πίσω στο σκοτεινό κομμάτι, σαν άτακτος μαθητής σε τιμωρία. Η γυναίκα του πάντα βοηθούσε. Τους τελευταίους μήνες ήταν πάντοτε εκεί. Να του θυμίζει το όνομα του, την ιδιότητα του. Την ζωή που το γέρικο μυαλό προσπαθούσε να συγκρατήσει, μάταια, σαν χέρια που κρατούσαν στάχτη στον δυνατό αέρα.

 

Τέρμα ο ύπνος, σκέφτηκε περνώντας το χέρι του μέσα από τα αραιά άσπρα μαλλιά που του είχαν απομείνει. Σηκώθηκε και άνοιξε την ντουλάπα με τα ρούχα του. Ένα σκούρο κοστούμι τον περίμενε μαζί με ένα πουκάμισο, καθαρά εσώρουχα και κάλτσες. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκεί μέσα, ούτε καν μια κρεμάστρα.

 

‘Μπαμπά το πρωινό σου είναι έτοιμο και φέραμε και την τούρτα σου. Έλα να σβήσουμε τα κεριά και να ξεκινήσουμε!’

 

Να ξεκινήσουνε... Για που;

 

Από το τελευταίο θρανίο του μυαλού του, ο άτακτος μαθητής κορόιδευε τον γέρο καθηγητή.

 

Για που γέρο μου; Ξεκούτιανες καλά καλά. Σήμερα είναι το τεστ.

 

Η φωνή της γυναίκας του ηχούσε ακόμη γλυκιά. Τον κοίταζε από την πόρτα του δωματίου.

 

Το τεστ;

 

‘Μην βιάζεσαι παππού, είναι και πολλά τα κεριά.’ Ακούστηκε η φωνή της εγγονής του.

 

Αυτό τον έκανε να γελάσει, ένα ξερό γέλιο σαν χαρτόνι που σκιζόταν. Τις άκουγε να γελάνε και να συζητούν μεταξύ τους, ατμόσφαιρα που είχε λείψει από αυτό το σπίτι. Γύρισε ξανά στην γυναίκα του.

 

‘Μην χαλάς την φωνή σου με τέτοια σχόλια καρδιά μου. Τραγούδησε μου κάτι.’

 

Αυτή τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι της. Γύρισε ξανά και έφυγε.

 

‘ Εντάξει λοιπόν. Ορίστε το καλό του να έχεις παντρευτεί μια παγκοσμίου φήμης υψίφωνο.’ είπε και έστριψε ένα ασημένιο κουμπί στο εντοιχισμένο στέρεο σύστημα του ορόφου. Η φωνή της, ή μάλλον η φωνή μιας εικοσάχρονης κοπέλας, άρχισε να ακούγεται, συντροφιά με μερικές νότες πιάνου, από τα ηχεία του δωματίου και του διαδρόμου.

 

«Morituri te salutant..» «Οι Μελλοθάνατοι σε χαιρετούν...»

 

Τα γέλια και οι ομιλίες διακόπηκαν, σαν άκουσαν την φωνή της Κυρίας του σπιτιού. Ο καθηγητής βγήκε από το δωμάτιο του και μπήκε στο μπάνιο.

 

«...thesauri audacia...» τραγούδησε ψιθυριστά μαζί της. Η φωνή του ήταν σπασμένη, αλλά συνέχιζε να χαμογελάει. «...Να έχεις κουράγιο...» του τραγουδούσε μέσα από τα ηχεία του σπιτιού τους. Έπιασε ένα παλιό ξυράφι και άρχισε να ακονίζει την στομωμένη άκρη του.

 

‘Αυτό τραγουδούσες όταν σε πρωτοείδα. Το πρόσωπο σου με σκότωσε. Η φωνή σου με ξαναζωντάνεψε. Δεν περίμενα ποτέ να συναντήσω κάτι τόσο όμορφο σ’αυτή την Γη. Το θυμάσαι;’

 

Η γυναίκα είχε έρθει ξανά και στεκόταν πλάι του. Την κοίταζε από τον καθρέφτη να κουνάει καταφατικά το κεφάλι της.

 

‘Είχα ανατριχιάσει. Μόνο όταν είδα τις σταγόνες που σημάδευαν το χαρτί στα χέρια μου, κατάλαβα ότι κυλούσαν από τα μάτια μου.’ Είπε και είδε άλλη μια τέτοια σταγόνα να σημαδεύει το ξυράφι, ένα διάφανο πετράδι πάνω στο παγωμένο μέταλλο.

 

Μου τα επαναλαμβάνεις κάθε ημέρα. Κι αυτό είναι που έχει σημασία. Ότι τα θυμάσαι εσύ γλυκέ μου.

 

Η φωνή της είχε σημαδευτεί από τα χρόνια αλλά οποιοσδήποτε θα αναγνώριζε την φωνή της γυναίκας που έρρεε από τα ηχεία.

 

‘Άλλοι λένε προσευχές κάθε πρωί. Εγώ κολυμπάω στο ποτάμι του μυαλού μου, ελπίζοντας να θυμάμαι ότι μπορώ. Οι δικές μου προσευχές είναι οι στιγμές μας. Ελπίζοντας ότι θα είσαι δίπλα μου να με βοηθάς να τις επαναφέρω μπροστά.’

 

Θυμάσαι τι μου πρωτοείπες; Τι είπες όταν μιλήσαμε για πρώτη φορά;

 

Ο Αρτέμης έφερε την λεπίδα στον ζαρωμένο λαιμό. Την κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη να περιμένει. Πίεσε τον εαυτό του. Προσπάθησε να κολυμπήσει κόντρα στο ρέυμα.

 

‘Ένας άγγελος. Μια ημισέληνος. Ένα ποτήρι σαμπάνια. Και μυρωδιά γιασεμιού.’

 

Αυτή χαμογέλασε. Όταν γέλαγε, γινόταν ξανά μια νέα κοπέλα. Τα χρόνια έφευγαν από πάνω της όπως η πάχνη στα φύλλα που την διώχνει ο ήλιος.

 

Κοίτα έξω. Και προσπάθησε κι άλλο.

 

Ο Αρτέμης άφησε το ξυράφι στον νιπτήρα. Γύρισε προς την άλλη πλευρά, προς το παράθυρο του μπάνιου.

 

Τι βλέπεις;

 

Έξω ήταν ο κήπος τους. Γεμάτος με άσπρα λουλούδια. Ανθισμένα κατα μήκος της αυλής, αγκάλιαζαν τα μεγάλα δέντρα, τα κάγκελα του φράχτη και το μικρό κιόσκι στην μέση του. Ευωδίαζαν όλο τον κήπο και το σπίτι καθώς κάθε άνθος ξεδίπλωνε τα πέντε πέταλα του.

 

‘Βλέπω τον κήπο που σου πρωτομίλησα. Σου είπα ότι το μόνο που με κρατούσε από το να γονατίσω μπροστά σου με ευλάβεια ήταν τα λευκά φτερά που έλειπαν από την πλάτη σου. Έτσι αντί αυτού σου φίλησα το χέρι.’

 

Κι εγώ σου είχα πει ότι με λίγη ακόμη σαμπάνια, ίσως και να τα έβλεπες.

 

‘Η σαμπάνια στο νεανικό στομάχι μου δεν ήταν τίποτα. Το πρόσωπο σου με χτύπησε δυνατότερα από οποιοδήποτε ποτό.’

 

Τι ημέρα ήταν;

 

‘Ξανά, ήταν τα γενέθλια μου. Πέρασαν πενήντα πέντε χρόνια ακριβώς.’ Αναστέναξε.

 

‘Αλλά δεν ήταν ημέρα. Ήταν νύχτα. Ο πατέρας μου είχε καλέσει την οικογένεια σου στο σπίτι. Δεν σε ήξερα ως τότε. Αλλά απο εκείνη την ευλογημένη στιγμή δεν ξανάφυγες ποτέ από το μυαλό μου. Ούτε και τώρα που...’

 

‘Μπαμπά! Πρέπει να κατέβεις.’ Τα λόγια της κόρης του από τον κάτω όροφο τον επέστρεφαν στο σήμερα.

 

Ο Αρτέμης κοντοστάθηκε, η φωνή σταμάτησε στον λαιμό του. Ξανασήκωσε όμως το κεφάλι του, και την κοίταξε να στέκεται στην άκρη της ματιάς του, φευγαλέα σαν ψευδαίσθηση.

 

‘Μπαμπά, είναι ώρα.’ Η φωνή τώρα ήταν πιο μονότονη.

 

‘Μπαμπά, είναι ώρα.’ Σχεδόν.. μηχανική.

 

‘Μπαμπά, είναι ώρα.’

 

‘Εντάξει κόρη μου. Δεν θα πέσει η κυβέρνηση με την αργοπορία ενός γεράκου. Μακάρι αυτό το σιχαμερό καθεστώς να έπεφτε από κάτι τόσο απλό.’

 

‘ΑΡΚΕΤΑ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΟΡΟΪΔΙΑ! ΔΟΚΤΩΡΑ, ΚΑΤΕΒΕΙΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΚΑΤΩ.’

 

Η φωνή ήταν αντρική. Η ξαφνική παρουσία της δεν του προκάλεσε έκπληξη. Είχε ξυπνήσει τώρα.

 

‘Θα περιμένετε να ξυριστώ. Είναι τα γενέθλια μου σήμερα, και κανείς δεν μπορεί να με αποτρέψει από το να δείχνω ωραίος για αυτή την ημέρα.’ Η φωνή του ήταν σταθερή και αγέρωχη, όπως άξιζε σε έναν Καθηγητή.

 

Ένα σούσουρο από ανδρικές φωνές άρχισε να ακούγεται από κάτω. Φωνές διαφωνίας γέμισαν το αρχοντικό μα ο Αρτέμης δεν έδωσε σημασία.

 

‘Ναι. Άλλη μια μέρα ζωντανός.’ Είπε. Γύρισε ξανά τον διακόπτη της μουσικής. Ρίχνοντας μια ματιά στην σιωπηλή φιγούρα της γυναίκας του μέσα από τον καθρέφτη, της έκλεισε φευγαλέα το μάτι. Αυτή έγνεψε και έστριψε για να φύγει, αφήνοντας την λυπημένη φωνή της να μιλάει για εκείνη. Κάθε πρωί, το αρχοντικό τους γέμιζε μ’αυτήν την φωνή. Είκοσι χρόνια τώρα.

 

Καθώς ξύριζε το γέρικο πρόσωπο μπροστά στον μεγαλοπρεπή καθρέφτη, το υγρό κρύσταλλο που γέμιζε τους διαδρόμους έπνιξε την φασαρία του κάτω ορόφου. Όποιοι κι αν ήταν κάτω, τώρα άκουγαν προσηλωμένοι, το τραγούδι της.

 

Θα πρέπει να κατέβεις τώρα

 

Δεν γύρισε να την κοιτάξει. Έριξε μια τελευταια ματιά στον κήπο έξω από το παράθυρο.

 

‘Θα έρθεις μαζί μου;’ Την ρώτησε και τώρα η φωνή του ακουγόταν φοβισμένη, σαν μικρού παιδιού που μιλάει στον φύλακα αγγελό του.

 

Ούτε ο θάνατος δεν με κράτησε μακριά από το πλευρό σου αγάπη μου.

 

Άφησε το ξυράφι και σκούπισε το πρόσωπο του, μαζί με τα δάκρυα που μαζεύονταν στα γέρικα μάτια. Έγνεψε αόριστα και με μια κίνηση χτύπησε ένα κουμπι δίπλα στο παράθυρο. Η ψηφιακή εικόνα μπροστά στα μάτια του έσβησε δίνοντας την θέση της στο πραγματικό παράθυρο, στον πραγματικό κήπο, του σήμερα. Είχε ρημάξει εδώ και χρόνια. Τα λουλούδια είχαν πνιγεί από αγριόχορτα, τα δέντρα είχαν ξεραθεί, το κιόσκι είχε σκουριάσει. Απομεινάρια περασμένων καιρών.

 

Το τραγούδι ήταν μεγάλο. Στα τελευταία λόγια του, ο Δόκτωρ Αρτέμης Μπαλογιάννης έκανε την εμφάνιση του κατεβαίνοντας αργά αλλά σταθερά τις σκάλες του σπιτιού του. Υπήρχαν δέκα άτομα στο δωμάτιο. Έξι στρατιώτες με μάσκες που κάλυπταν τα πρόσωπα τους, ένας σαραντάρης με επίσημη στρατιωτική ενδυμασία και τρία νεαρά παιδιά, δύο κοπέλες και ένα αγόρι, λίγο πάνω από τα είκοσι χρόνια. Οι φωνές της κόρης και των εγγονών του ακούγονταν ακόμη, χαμηλόφωνα, αλλά δεν μπορούσε να τις δει.

 

‘Κύριε Νέστορ, περιμένατε τρία χρόνια, δεν μπορείτε να δωρίσετε ούτε λίγες στιγμές χαράς παραπάνω σε έναν ηλικιωμένο;’

 

Ο άντρας με την επίσημη ενδυμασία τον κοίταξε με βλοσυρό ύφος και έβγαλε ένα χαρτί από την καμπαρντίνα του.

 

‘Είστε ο Δρ. Αρτέμης Μπαλογιάννης, γεννηθείς στις 9 Αυγούστου 1992;’

 

‘Προφανώς.’ Είπε αυτός κοιτώντας την γυναίκα του να τον παρατηρεί από την άκρη της σκάλας. Του έδινε δύναμη. Μια από τις φοιτήτριες του έδωσε ένα φλυτζάνι τσάι που μοσχομύριζε γιασεμί. Αυτός της χαμογέλασε ευγενικά και αυτή έπνιξε ένα αναφιλητό.

 

‘Με βάση τον Αστικό Νόμο Υ101 περι Παγκόσμιου Υπερπληθυσμού, η κυβέρνηση σας επιβάλλει σε τεστ νοητικής ισχύος για να αποδείξετε την δυνατότητα του μυαλού σας και τουτέστιν, του άτομου σας να προσφέρει στην κοινωνία. Έαν επιτύχετε...’

 

‘Κύριε Νέστορ, με προσβάλετε. Εκτός του ότι μου έχετε διαβάσει το ίδιο χαρτί αυτοπροσώπως, τρεις φορές τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, γνώριζετε πολύ καλά ότι πολεμάω αυτόν τον ειδεχθή νόμο εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια από την θέση μου. Σε πολλές χώρες, ήδη σκέφτονται την αναθεώρηση του. Κάποιες προχώρησαν σε μεταρύθμιση. Είναι δυστυχές που η δική μας δεν είναι μια απο αυτές.’

 

‘Κύριε καθηγητά. Είμαι αναγκασμένος να σας τον διαβάσω γι’αυτό θα κάνετε ησυχία. Εαν επιτύχετε στο τέστ θα σας δωθεί άλλο ένα έτος ζωής έως το επόμενο τέστ. Έαν αποτύχετε, θα θανατωθείτε ανώδυνα ώστε άλλοι, νεότεροι και πιο ικανοί να πάρουν την θέση σας στον κόσμο μας. Είναι το χρέος σας στην ανθρωπότητα, να κάνετε χώρο σ’αυτούς που μπορούν να τον αξιοποιήσουν καλύτερα από εσάς.’

 

Ο καθηγητής δεν απάντησε. Κοίταξε τους τρείς νέους δίπλα του, τρεις από τους χιλιάδες φοιτητές που είχαν ανοίξει τα μυαλά τους στο δικό του.

 

‘Αν αυτό το σκουλήκι έχει δίκιο, είναι δικιά σας δουλειά αυτή, έτσι παιδιά;’

 

Η μια από τις δύο κοπέλες έκλαιγε φανερά, στην αγκαλιά ενός αγοριού, που προσπαθούσε να την παρηγορήσει παρά και τα δικά του σιωπηλά δάκρυα.

 

Σαν νοσηρό αστείο, ακούστηκε απο μακριά η φωνή της κόρης του να ξεσπάει σε γέλια. Ο στρατιωτικός, νευριασμένος, γύρισε και τους κοίταξε.

 

‘Κάποιος να τερματίσει τώρα αυτό το ανέκδοτο. Αμέσως!’

 

Η μια από τις τρείς κοπέλες έκλεισε τον φορητό υπολογιστή μπροστά της και οι φωνές χάθηκαν από τα ηχεία δίπλα τους.

 

‘Τι μπορούν να σας δώσουν λίγες ψεύτικες φωνές, κύριε Μπαλογιάννη; Πόση χαρά μπορείτε να πάρετε κοροϊδεύοντας τον εαυτό σας με μπουκαλάκια που βρωμάνε γιασεμί;’

 

Ο καθηγητής κάθισε αναπαυτικά στο τραπέζι και τον ζύγισε με το βλέμμα του.

 

‘Περισσότερη από όση μπορείτε να καταλάβετε εσείς κύριε Νέστορ. Ίσως το καταλάβετε αν φτάσετε την ηλικία μου. Αν και γνωρίζοντας το καθεστώς που πρεσβεύετε, πιθανότατα να μην καταφέρετε να δείτε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός γέροντα. Ένας στρατιωτικός όπως εσείς, ένα τσιράκι πιο σωστά, δίχως προοπτικές προαγωγής, δεν έχει περισσότερη χρήση από τα σαραντα έξι χρόνια. Το ξέρετε καλύτερα από μένα.’

 

Ο άντρας έσφιξε τις γροθιές του. Οι έξι στρατιώτες από πίσω του σήκωσαν ελαφρά τα όργανα εξουδετέρωσης που κράδαιναν.

 

‘Μπορείς να πεις στους δήμιους που κουβάλησες ότι τα όπλα τους δεν θα τους χρησιμεύσουν. Δεν σκοπεύω να κάνω φασαρία κι απορώ με τον φόβο που δείχνετε μπροστά σε έναν ογδοντάχρονο για να φέρετε έξι.’

 

Ο άντρας έδειξε να ηρεμεί, με αρκετή προσπάθεια πάντως, και ανασκουμπώθηκε λέγοντας, ‘Είναι η τυπική διαδικασία κύριε καθηγητά. Μην νιώθετε πολύτιμος από την παρουσία τους. Έχετε δύο ώρες από τώρα. Αξιοποιήστε τες γιατί μπορεί να είναι και οι τελευταίες σας.’

 

Δεν τον τίμησε με κάποια απάντηση. Κοίταξε το πλαστικό χαρτί μπροστά του και παρά την δύναμη που έβγαζε, τώρα έβλεπε τις γραμμές να κυματίζουν μπροστά στα μάτια του. Ο μαθητής τον περιγελούσε ανοιχτά.

 

‘ΠΕΡΙΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΚΑΝΑΤΕ...ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΕ ΕΝΑ ΡΟΛΟΙ...ΟΝΟΜΑΣΤΕ ΟΣΕΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΠΟΥ ΝΑ ΞΕΚΙΝΟΥΝ ΜΕ «Τ»...ΒΑΛΤΕ ΣΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΑ ΣΧΗΜΑΤΑ...

 

Η φωνή του άντρα τον διέκοψε από τις σκέψεις του.

 

‘Θα έπρεπε να νιώθετε τυχερός. Ελάχιστα επαγγέλματα επιτρέπουν σε άτομα τόσο μεγάλης ηλικίας να συνεχίζουν να ζούνε. Ένας εργάτης πρέπει να περάσει τα τεστ από τα σαράντα του χρόνια.’

 

‘ Ή μια μουσικός ας πούμε; Πολύ δύσκολο να περάσει το πρώτο τεστ. Και ακόμη κι αν το περάσει, το δεύτερο είναι πια βέβαιο ότι...’

 

Το μολύβι κάτω από το χέρι του καθηγητή έσπασε. Ο στρατιωτικός άφησε ένα μικρό μοχθηρό γέλιο να ξεφύγει από τα χείλια του.

 

‘Μήπως σας τάραξα, δόκτωρα;’

 

Αυτός τον κοίταξε, ένα βλέμμα που φυλάκιζε ήλιους στις κόρες των ματιών, μα δίχως να του απευθυνθεί, ζήτησε ένα νέο μολύβι από τον φοιτητή του. Αυτός υπάκουσε αμέσως.

 

Ερωτήσεις επί ερωτήσεων του επιτίθονταν. Η ώρα ζύγωνε και τώρα καταλάβαινε ότι δεν ήταν πια ικανός να τα καταφέρει. Ίσως αν το πρόβλημα στο μυαλό του δεν ήταν τόσο σοβαρό...

 

Την προηγούμενη φορά ήταν λίγο πιο εύκολο, ε;

 

‘Αυτό είναι αλήθεια καρδιά μου. Αλλά ακόμη κι έτσι... Μπορώ να τα βγάλω πέρα.’

 

Η ώρα τελειώνει.

 

‘Είναι πάρα πολλές οι ώρες που πέρασαν για εμένα. Αν αυτή είναι η τελευταία,’ ανασήκωσε τους ώμους, ‘έχω ζήσει και πολύ καλύτερες.’

 

‘Μα σε ποιόν μιλάτε;’ Του είπε ο Νέστορ.

 

‘Στην γυναίκα μου. Σας ενοχλεί κι αυτό;’

 

Ο άντρας σήκωσε τα χέρια μα ένα χαμόγελο είχε σχηματιστεί καθώς φώναξε.

 

‘Είναι τρελός! Ο παλιόγερος το έχει χάσει εντελώς! Για ποια γυναίκα μιλάτε κύριε Μπαλογιάννη;΄’

 

‘Μια έχω κύριε Νέστορ, σ’αυτήν μιλάω.’ Είπε και σηκώθηκε από το γραπτό του.

 

‘Μα η γυναίκα σας έχει εξουδετερωθεί εδώ και είκοσι χρόνια! Το έχετε χάσει εντελώς και προφανώς δεν είστε σε θέση να περάσετε το τεστ!’ Οι στρατιώτες λες και περίμεναν το σήμα του άντρα, κινήθηκαν προς τον καθηγητή.

 

Αυτός άφησε το μολύβι στο μισοτελειωμένο γραπτό και δεν αντιστάθηκε. Μόνο κοίταξε την γυναίκα του να μουρμουρίζει καθισμένη στην καρέκλα απέναντι τους. Ψιθύριζε τους στίχους του τραγουδιού που τον είχε μαγέψει. Τον κοίταζε κατάματα και του χαμογελούσε μαζί.

 

Οι Μελοθάνατοι σε Χαιρετούν

 

Ξαναγύρισε στον στρατιωτικό καθώς τώρα τον οδηγούσαν έξω και σταμάτησε μπροστά του.

 

‘Τι ονειρεύεστε τα βράδια κύριε Νέστορ;’

 

Αυτός τον κοίταξε εμβρόντητος από την αναπάντεχη ερώτηση. Πριν προλάβει να απαντήσει τίποτα, ο καθηγητής συνέχισε.

 

‘Θέλετε να μάθετε τι ονειρεύεται ένας ογδοντάχρονος;’

 

‘Η ικανότητα του μυαλού μας κύριε Νέστορ, δεν μετριέται από τα ηλίθια τεστ σας. Μετριέται από την ικανότητα μας να ονειρευόμαστε, με τα μάτια ανοιχτά ή κλειστα. Ακόμη κι ένα πληγωμένο μυαλό μπορεί να σε ταξιδέψει σε ευωδιαστούς κήπους με έναν άγγελο να σε κρατάει αγκαλιά. Εσείς δεν θα το μάθετε ποτέ.’

 

Γύρισε προς το μέρος της γυναίκας του καθώς τον έβγαζαν έξω και είδε τα λευκά φτερά της να ανοίγουν διάπλατα.

 

Να έχεις κουράγιο.

 

‘Έχω άγαπη μου. Έχω αυτό που μου δίνεις εσύ. Σε περιμένω.’

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

Edited by Dinosxanthi
Link to comment
Share on other sites

Ας σημειώσουμε πως εγώ είμουν ο ητημένος αυτού write - off αλλά το ευχαριστήθηκα πλήρως γιατί διάβασα αυτή την υπέροχη ιστορία. Πολύ ωραία και ελπίζω μια άλλη φορά να ξανά κοντραροχτυπηθούμε.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφο διήγημα. Και δεν έχει καθόλου σημασία αν είναι χρησιμοποιημένη η ιδέα, όπως λέει ο mman. Εδώ που τα λέμε, είναι στοίχημα να βγάλει κανείς καλή ιστορία πάνω σε γνωστό μοτίβο.

Και αν το έχεις γράψει μόνο μέσα σε 4 ώρες, όπως λες στο άλλο τόπικ, τι να πω; :thumbsup: Είσαι :king: !

Συγχαρητήρια!

Link to comment
Share on other sites

Αντιγράφω εδώ τα σχόλιά μου από το topic "Τα διηγήματα ΕΦ του "9""

 

«Να ονειρεύεσαι» του Κωνσταντίνου Κέλλη.

Τεύχος #438, 7 Ιανουαρίου 2008.

Ας κάνω λίγο τον κακό στον Dinosxanthi -με κάνει πάντα να νιώθω καλύτερα:

1) Υπάρχουν δύο σημεία όπου ανοίγουν, κλείνουν και ξανανοίγουν τα εισαγωγικά του ίδιου χαρακτήρα χωρίς να μεσολαβεί οτιδήποτε άλλο (ατάκα άλλου, ή περιγραφή).

2) Ενώ αναφέρεται ότι οι φοιτητές του ήταν δύο κοπέλες και ένα αγόρι, αργότερα γράφεις "μια απ' τις τρεις κοπέλες". Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, σύνηθως δεν ξεφεύγουν αυτά απ' την επιμέλεια του "9".

3) Χρησιμοποιημένη ιδέα. Συγγνώμη για την επανάληψη, αλλά δυστυχώς μου δίνεται το δικαίωμα.

Κλείνω με τα καλά (ναι, έχω κι απ' αυτά):

1) Πειστικός ο υπέργηρος κύριος χαρακτήρας. Αργός στην κινήσεις του, νωθρός στις σκέψεις του, δικαιολογημένα κολλημένος στο παρελθόν.

2) Γερός, με σύγκρουση, ο διάλογος με τον επικεφαλής.

3) Καλό το εύρημα με τη γυναίκα του και ο διάλογος της γνωριμίας τους που δίνει το πάτημα για την

4) Υπέροχη εικόνα στο τέλος με τα αγγέλικά φτερά της γυναίκας του.

5) Η ιδέα μπορεί να είναι χρησιμοποιημένη, αλλά είναι εμφανές ότι το διήγημα επενδύει πιο πολύ στην συναισθηματική της παρουσίαση και σίγουρα πετυχαίνει σ' αυτήν.

 

Συγχαρητήρια στον Ντίνο, για ένα ακόμα καλό διήγημα, αν και δεν ξέρω κατά πόσο επιτρέπονται από τον κανονισμό του forum, δύο τέτοιες επιτυχίες την ίδια μέρα!

Link to comment
Share on other sites

Ναι, από το Write Off #35. Εκεί είχα γράψει κι εγώ μια εκτενής κριτική. Συγχαρητήρια και για τη δημοσίευσή σου. Τα συναισθήματα πραγματικά κυριεύουν τον αναγνώστη μαζί με τις αργές μεταβαλλόμενες εικόνες. Για μένα έμεινε στο τέλος και η ελπίδα ότι τουλάχιστον ένας τέτοιος άνθρωπος υπό κάτω τέτοιο καθεστώς επέζησε μέχρι εκείνη την ηλικία.

Link to comment
Share on other sites

Twocows θυμάμαι καλά εκείνο το σχόλιο (ήταν το τελευταίο στην ιστορία) και ευχαριστώ κι εσένα και τους υπόλοιπους :beerchug: Δεν έχει σημασία η σωματική ηλικία αλλά η ψυχική και πνευματική ηλικία, αυτό αποδεικνύει ο κύριος Καθηγητής και αυτό θέλω να πω στο κείμενο πέρα από την ημιδιάφανη μεμβρανη επιστημονικής φαντασίας. Χαίρομαι που φάνηκε.

 

 

Αντιγράφω εδώ τα σχόλιά μου από το topic "Τα διηγήματα ΕΦ του "9""

 

«Να ονειρεύεσαι» του Κωνσταντίνου Κέλλη.

Τεύχος #438, 7 Ιανουαρίου 2008.

Ας κάνω λίγο τον κακό στον Dinosxanthi -με κάνει πάντα να νιώθω καλύτερα:

1) Υπάρχουν δύο σημεία όπου ανοίγουν, κλείνουν και ξανανοίγουν τα εισαγωγικά του ίδιου χαρακτήρα χωρίς να μεσολαβεί οτιδήποτε άλλο (ατάκα άλλου, ή περιγραφή).

2) Ενώ αναφέρεται ότι οι φοιτητές του ήταν δύο κοπέλες και ένα αγόρι, αργότερα γράφεις "μια απ' τις τρεις κοπέλες". Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, σύνηθως δεν ξεφεύγουν αυτά απ' την επιμέλεια του "9".

3) Χρησιμοποιημένη ιδέα. Συγγνώμη για την επανάληψη, αλλά δυστυχώς μου δίνεται το δικαίωμα.

Κλείνω με τα καλά (ναι, έχω κι απ' αυτά):

1) Πειστικός ο υπέργηρος κύριος χαρακτήρας. Αργός στην κινήσεις του, νωθρός στις σκέψεις του, δικαιολογημένα κολλημένος στο παρελθόν.

2) Γερός, με σύγκρουση, ο διάλογος με τον επικεφαλής.

3) Καλό το εύρημα με τη γυναίκα του και ο διάλογος της γνωριμίας τους που δίνει το πάτημα για την

4) Υπέροχη εικόνα στο τέλος με τα αγγέλικά φτερά της γυναίκας του.

5) Η ιδέα μπορεί να είναι χρησιμοποιημένη, αλλά είναι εμφανές ότι το διήγημα επενδύει πιο πολύ στην συναισθηματική της παρουσίαση και σίγουρα πετυχαίνει σ' αυτήν.

 

Συγχαρητήρια στον Ντίνο, για ένα ακόμα καλό διήγημα, αν και δεν ξέρω κατά πόσο επιτρέπονται από τον κανονισμό του forum, δύο τέτοιες επιτυχίες την ίδια μέρα!

 

Μιχάλη, θέλω να ξέρεις πως είσαι ένας από αυτούς των οποίων τα σχόλια τα σημειώνω σε τετράδιο και τα διαβάζω πριν αρχίσω να γράψω ή να διορθώσω. Με κόκκινο μελάνι. Και με μια μαιμουδίτσα ζωγραφισμένη πάνω πάνω που με κοιτάει βλοσυρά και μου δείχνει τα σχόλια (όχι, δεν αναπαριστά εσένα! Μου έχει μείνει από ενα επεισόδιο των simpsons).Γι'αυτο σ'ευχαριστώ και για τον χρόνο και για το ενδιαφέρον που δείχνεις προς τα γραπτά μου. (εντάξει δεν είναι τετράδιο, είναι αρχείο στο word αλλά πολυχρησιμοποιημένο!) Ας περιαυτολογήσουμε λοιπόν.

 

Χαίρομαι που τα 2 πρώτα λάθη διορθώνονται με ένα απλό ψέκασμα (μαζί με κανα 2 ακόμη που ενοχλούμαι αφάνταστα που δεν τα πρόσεξα πριν το στείλω,) όσο για το 3ο... Δεν προσπάθησα να γράψω κάτι πρωτότυπο αλλά την ιδέα όπως μου κατσικώθηκε στο κεφάλι που ήταν "τι μπορεί να ονειρεύεται ένας 80χρονος ρε παιδιά;" . Μπέρδεψα 2,3 καταστάσεις μαζί για να προκαλέσω μια ανατροπή (άσχετα που ένας αναγνώστης βρήκε διπλή ανατροπή στο κείμενο και μου την τεκμηρίωσε) οι οποίες είναι η νοητική ασθένεια που όμως βοηθάει τον ασθενή να συνεχίσει να ζει, η εικονική πραγματικότητα που δυναμώνει την ψευδαίσθηση (φωνές, γιασεμί, εικόνα στο παράθυρο) συν το καθεστώς που σκοτώνει τους "ανήμπορους" αλλά δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο ή εικόνα για το που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί. Πράγματι, πρσπάθησα να επενδύσω στο συναίσθημα και χαίρομαι που λειτουργεί. Αν τα διηγήματα μου είχαν soundtracks να είσαι σίγουρος πως θα ήθελα να τα έχει γράψει ο Clint Mansell ή ο Dario Marianelli (yea, you wish...)

Φυσικά αυτό δεν σημαίνει πως δεν κυνηγάω όπως όλοι μας την Πρωτότυπη Ιδέα ή δεν το ζητάω από τον εαυτό μου πριν κάτσω να γράψω οτιδήποτε. Κανα 2 από δαύτες αυτό τον καιρό, τις δουλεύω σε μορφή βιβλίων ;-)

Edited by Dinosxanthi
Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...

Υπέροχα ρομαντικό με όμορφους διαλόγους και εικόνες γεμάτες λυρισμό, ηθικά διλήμματα κα ζοφερές σκέψεις για το μέλλον, το διήγημα σου κέρδισε αμέσως μια θέση στην καρδιά μου!Σε ευχαριστούμε Ντίνο-for all the fish!!!

Link to comment
Share on other sites

Χμμ... Εγώ το βρήκα καταπληκτικό!! Ναι, βέβαια, κλασσική ιδέα, που όμως στους σκεπτικιστές φέρνει την ερώτηση: «Πόσο απέχουμε από μιά τέτοια πραγματικότητα;»

 

Μου άρεσε η ροή. Από αισθηματική προς την πραγματική κατάσταση. Σιγά-σιγά ξεδιπλώνεται η πραγματικότητα. Οι αναμνήσεις βοηθούν στην συνέχεια. Από αναμνήσεις, μας φέρνεις στην πραγματικότητα, και μετά μας αφήνεις με μιά νότα ρομαντικότητας και στωικότητας.

 

Εμένα μου άρεσε. Ήτανε μιά σύντομη, καλή ιστορία για να ξεκινήσω την ημέρα μου. Και γι’ αυτό σ’ ευχαριστώ. Καλή έμπνευση, και καλή συνέχεια. :)

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Υπέροχο!! Έκανα υπερωρία(10 λεπτών, για να το διαβάσωbiggrin.gif )

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..