Cassandra Gotha Posted January 8, 2009 Share Posted January 8, 2009 Είδος: ηρωική φαντασία Βία;Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:2072 Αυτοτελής; Όχι, ακολουθείται από μια μεγαλύτερη ιστορία ("Η κλέφτρα"), ενώ έπεται της αυτοτελούς "Το αυγό". Δεν ήξερα αν έπρεπε να τις ενώσω, μια που τις έγραψα χωριστά. Έτσι, εδώ θα διαβάσετε ό,τι προηγείται της "Κλέφτρας" μου. Α Η Κασσάνδρα είχε ξεκινήσει για το Δάσος των Δράκων πριν από επτά μέρες. Προσπαθούσε να μην κουράζεται πολύ η ίδια, ούτε να πιέζει το άλογό της, όταν κουραζόταν σταμάταγε, όταν πεινούσε ψάρευε στη λίμνη (έπρεπε να κάνει οικονομία στα αποξηραμένα τρόφιμα που είχε μαζί της), και όταν νύσταζε κοιμόταν για λίγες ώρες. Πορευόταν και τη νύχτα όμως, αργά-αργά, δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Όταν ξεκουράζονταν οι δυο τους, αυτή και το άλογο, ξεκινούσαν πάλι. Τώρα όμως φτάσανε στο σημείο όπου δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν μαζί. Το όρος Εμπέρεκ ορθωνόταν μπροστά τους, ψηλό, απότομο και άγονο. Η κοπέλα ήξερε ότι δεν υπήρχε μονοπάτι, θα έπρεπε να σκαρφαλώσει. Έτσι, πήρε το σάκο με όλα της τα πράγματα από τη σέλα και είπε στο άλογο να πάει «στον Τέρμεκ». Είχε ζητήσει από τον πανδοχέα να το φροντίσει όταν θα γύριζε πίσω μόνο του, του είχε αφήσει και λεφτά γι’ αυτό. Όλη τη βδομάδα που ετοιμαζόταν για το ταξίδι της, κάθε φορά που φτάνανε στο πανδοχείο έλεγε το όνομά του στο άλογο για να το μάθει. «Τέρμεκ», έλεγε και μετά ζητούσε από τον πανδοχέα να το χαϊδέψει χαρούμενα στο λαιμό και στην πλάτη. Εκείνος το έκανε πρόθυμα, γιατί ήταν καλός άνθρωπος και αγαπούσε τα ζώα. Έξυπνο καθώς ήταν, τώρα αυτό κατάλαβε πως έπρεπε να πάει πίσω στον Τέρμεκ. Το κοίταζε να απομακρύνεται λυπημένη, ήταν η μόνη της παρέα. Ήταν νύχτα. Το κρύο έτσουζε και αναγκαστικά άναψε φωτιά, αν και φοβότανε. Ήταν πια επικίνδυνα κοντά στο δάσος, έπρεπε να προσέχει. Προστάτεψε τη μικρή φωτιά γύρω-γύρω με πέτρες γιατί φύσαγε, έβγαλε την κουβέρτα της από το σάκο και ξάπλωσε. Μασούλαγε ξερό κρέας πολύ αργά και με κόπο, γιατί ήταν σα λάστιχο και το σαγόνι της είχε πιαστεί από την προσπάθεια. Ενώ βολευόταν καλύτερα μέσα στην κουβέρτα κοιτάζοντας τη φωτιά, βρέθηκε σ’ ένα άλλο κρύο βράδυ σαν κι αυτό, σε ένα δάσος πολύ πιο οικείο της: το δάσος έξω από την πόλη Λίτνια. Κάθισε ξανά πλάι στη φωτιά παρέα με τον Λιτνιανό φίλο της, στέγνωσε τα μαλλιά και τα ρούχα της στη φωτιά κι εκείνος όλη αυτή την ώρα την κοίταζε, μετά της άγγιξε τον ώμο, της παραμέρισε την καστανή τούφα από το μέτωπο, τη φίλησε… Ξεροκατάπιε κι έδιωξε τον κόμπο απ’ το λαιμό της με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού, ενώ έσφιγγε με βία τα μάτια. Έβγαλε γρήγορα απ’ το σάκο το αντίγραφο του χάρτη που είχε κάνει η ίδια, να μελετήσει ακόμα μια φορά την αυριανή της διαδρομή. Την ήξερε, αλλά φοβότανε την απραξία, έπρεπε να κάνει κάτι αν δεν ήθελε να την καταπιούν οι αναμνήσεις. Έβλεπε πως βρισκότανε στο πιο δύσκολο σημείο της διαδρομής. Η πλαγιά του βουνού ήταν σχεδόν τελείως κοφτή και η απουσία της βλάστησης θα έκανε ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα. Ευτυχώς ο ουρανός ήταν ξάστερος, γιατί αν έβρεχε θα πήγαινε όλη η αυριανή μέρα στράφι, καθώς η ανάβαση θα ήταν αδύνατη. Αφού έφτανε στην κορυφή-πίστευε πως μια ολόκληρη μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, θα αρκούσε - τα πράγματα θα γίνονταν βατά. Έμενε ν’ ακολουθήσει τους καταρράκτες προς τα νότια και θα έβγαινε στην άλλη πλευρά του βουνού και στο ποτάμι που έψαχνε. Από κει θα συνέχιζε μέχρι να βρεθεί στο κέντρο του δάσους, όπου ο αλχημιστής είχε σημειωμένη μια περιοχή όπου πίστευε ότι ζούσε ο μεγάλος Κόκκινος Δράκος, πολύ αρχαίος, λεγόταν πως ήταν πάνω από 2.000 ετών. Από αυτόν η Κασσάνδρα θα προσπαθούσε να κλέψει ένα αυγό, καθώς το αυγό ενός τόσο πανάρχαιου και δυνατού δράκου, θα είχε αντίστοιχα σοβαρές ιδιότητες. Οι δράκοι δεν έκαναν πολλά αυγά στη ζωή τους, μόνο ένα κάθε δύο αιώνες περίπου, άρα θα ήταν πολύ τυχερή αν έβρισκε ένα τώρα. Φυσικά θα ήταν και πολύ τυχερή αν επιζούσε μετά από την προσπάθειά της να κλέψει το πολύτιμο αυγό, από ένα πλάσμα που το φυλάει για το λιγότερο 50 χρόνια μέχρι να εκκολαφθεί. Τουλάχιστον έτσι έλεγε το βιβλίο που είχε διαβάσει κάποτε, γιατί ποιος ήξερε στ’ αλήθεια; Αυτά τα πλάσματα ήξεραν καλά να κρύβονται και να προστατεύονται. Κανείς δεν πάταγε κοντά στο δάσος τους, το μοναδικό δάσος σε όλο το γνωστό κόσμο-γιατί η Κασσάνδρα δεν πίστευε πως οι άνθρωποι ήξεραν όλο τον υπαρκτό κόσμο- που ζούσε αυτό το είδος. Οι φήμες μιλούσαν για πολλά και τρομερά τέρατα σ’ αυτό το δάσος, εκτός από τους παντοδύναμους δράκους και όσοι είχαν τολμήσει να μπουν σ’ αυτό δεν γύρισαν ποτέ. Αλλά η κοπέλα ήταν αποφασισμένη, ενάντια σε κάθε λογική, ήθελε να το κάνει. Ήθελε να βρει τον Κόκκινο Δράκο, ήθελε να του κλέψει ένα αυγό και να γυρίσει πλούσια και τυχερή για την υπόλοιπη ζωή της στην Βουνγιέ. Μ’ αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε, δίπλα στη φωτιά που αργόσβηνε πια. Μια κουραστική μέρα την περίμενε. Β Είδε πλήθος συγκεντρωμένο γύρω της. Την επεξεργάζονταν σαν περίεργο ζώο. Έσκυβαν από πάνω της με περιέργεια, έψαχναν για μια κίνηση, μια ανάσα, ένα μουγκρητό, κάτι που να προδίδει ζωή. Εκείνη φοβόταν να σαλέψει, φοβόταν ν’ ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα, φοβόταν ν’ ανασάνει. Τους έβλεπε, έβλεπε και το σώμα της ξαπλωμένο στο σκοτάδι, ακίνητο σαν παγωμένο, σα νά ‘ταν ώρες νεκρή. Οι άνθρωποι γύρω της άρχισαν να χορεύουν ένα μεθυστικό χορό, όλοι μαζί σαν ένας, στροβιλίζονταν αργά γύρω της, με τα χέρια στον αέρα, με μάτια κλειστά. Βρίσκονταν σε έκσταση. Ένας την πλησίασε κρατώντας μαχαίρι. Εκείνη ήθελε να πάρει ανάσα, χρειαζόταν αέρα, θα έσκαγε, αλλά δεν έπρεπε, δεν έπρεπε, δεν μπορούσε… Ο άνθρωπος με το μαχαίρι έσκυψε από πάνω της και άρχισε να της μιλάει. Της μίλαγε, κρατούσε το μαχαίρι και της μίλαγε, δεν μπορούσε να τον ακούσει όμως, έβλεπε τα χείλη του να κουνιούνται, οι άλλοι συνέχιζαν το χορό κι αυτή έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε… Γ Με την ανατολή ξύπνησε και σηκώθηκε αμέσως. Ξεκίνησε την ανάβαση χωρίς άλλη καθυστέρηση, είχε κοιμηθεί άσχημα και δεν ξεκουράστηκε αρκετά, αλλά έπρεπε να βιαστεί. Βρήκε πως, παρόλο που το σκαρφάλωμα στο γυμνό βράχο ήταν κοπιαστικό, δεν ήταν ωστόσο πολύ επικίνδυνο, όπως περίμενε. Το σκληρό πέτρωμα ήταν πιο σίγουρο στήριγμα από το γόνιμο έδαφος, (που μπορεί να είχε βλάστηση για να κρατιέται, έκρυβε όμως τον κίνδυνο να φύγει ξαφνικά χώμα κάτω από τα πόδια της ή να ξεριζωθεί κάποιο φυτό ενώ κρατιόταν). Έτσι, με σίγουρες κινήσεις, ανέβαινε σιγά την πλαγιά, πότε ακουμπώντας ολόκληρο το (ευτυχώς ελαφρύ) σώμα της σε προεξοχές του βράχου και πότε πιάνοντας με τα χέρια της κάποια εσοχή μέχρι να βρει στήριγμα για τα πόδια. Με αυτό τον τρόπο, ανέβηκε τα δύο τρίτα της διαδρομής μέχρι τα μεσημέρι. Είχε σταματήσει τρεις φορές για να ξεκουραστεί σε σταθερούς βράχους και τώρα συνέχιζε. Θα έφτανε πολύ πριν πέσει ο ήλιος, ευτυχώς πήγε καλά η μέρα. Ένιωθε όλους τους μυς του κορμιού της να τρέμουν πια, οπότε ο ρυθμός της επιβραδύνθηκε σημαντικά. Ένα γεράκι ακούστηκε. Ήταν κοντά στην κορυφή! Αυτό της έδωσε κουράγιο. Ξεφυσώντας σε κάθε της κίνηση, συνέχισε ν’ ανεβαίνει προσπαθώντας να κρατάει έναν συγκεκριμένο ρυθμό στην αναπνοή και στις κινήσεις, για να εξοικονομεί δυνάμεις. Σε λίγο σκαρφάλωνε σα μηχανοκίνητο, δεν ένιωθε και πολλά πράγματα, δεν σκεφτόταν τίποτα, μόνο ανέβαινε. Τα τελευταία μέτρα τα έκανε νευρικά και ανυπόμονα, ευτυχώς έφτασε, γιατί θα γινόταν επικίνδυνη σε λίγο, είχε χάσει την υπομονή και την προσοχή της. Κοίταξε γύρω λαχανιασμένη, πιάνοντας και με τα δυο χέρια τη μέση της. Ο ήλιος έδυε στα δεξιά της. Προχώρησε ευθεία. Ακούγονταν από μακριά οι καταρράκτες. Έπεσε όπως-όπως, με το ζόρι έφαγε μερικές λαστιχένιες μπουκιές που κατάπιε βιαστικά, τυλίχτηκε με την κουβέρτα και ζάρωσε να κοιμηθεί. Ούτε φωτιά απόψε, ούτε τίποτα. Δ Όλη τη νύχτα προσπαθούσε να πιάσει κάτι, όλη τη νύχτα έτρεχε, έτρεχε απελπισμένα: δεν το έφτανε. Έριχνε το σώμα της μπροστά, ξεχυνόταν τρέχοντας με δύναμη, αλλά πάντα κατέληγε στο ίδιο σημείο. Ξανά στην αρχή του δρόμου, ξανά μπροστά της αυτό που έπρεπε να φτάσει. Ε Όταν ξύπνησε ήταν ακόμα νύχτα. Ένιωσε μια βαθιά απελπισία, χωρίς όμως να ξέρει γιατί. Δεν θυμόταν τίποτα. Ήξερε μόνο πως της ήρθε ξαφνικά να γυρίσει πίσω, να τ’ αφήσει όλα και να γυρίσει πίσω. «Βλακείες» σκέφτηκε. «Μη φοβάσαι τώρα, τώρα που είσαι τόσο κοντά» μονολόγησε και σηκώθηκε. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα, αλλά έφεγγε αρκετά για να προχωρήσει. Έτσι αποφάσισε να ξεκινήσει νωρίς, για να φτάσει στο ποτάμι μέχρι ο ήλιος να πάει ψηλά. Η διαδρομή ήταν εύκολη, απλά ακολουθούσε τους καταρράκτες από δίπλα. Ήταν πολλοί και μικροί και όλοι κατέληγαν στο ίδιο σημείο: στο ποτάμι, που έβλεπε πια από κάτω της, στο τέλος της βατής πλαγιάς. Σίγουρη για τον εαυτό της και χαλαρωμένη, συνέχισε την κατάβαση με μεγαλύτερη ταχύτητα καθώς ξημέρωνε και η διάθεσή της έγινε ανάλαφρη, σα να πήγαινε περίπατο. Η πρωινή κακή της διάθεση την άφηνε. Χαμογέλασε «Πότε θα μάθω ότι τα πρωινά δεν πρέπει να με παίρνω στα σοβαρά;» και χάζεψε τον υγρό ήλιο. Πόσες ανατολές δεν την είχανε βρει στο δρόμο, πόσες φορές δεν είχε κοιμηθεί στις ερημιές; Συνηθισμένη καθώς ήταν στα μεγάλα ταξίδια, δεν μπορούσε να κάθεται για πολύ σε μια πόλη, γι’ αυτό και πάντα προτιμούσε τις δουλειές που την έστελναν μακριά. Μπορεί να ήταν πιο δύσκολες από τις απλές παραγγελίες στην πόλη, όπως το να κλέψει ένα έγγραφο, ας πούμε, ή ένα καλό όπλο, ή ακόμα και ένα κόσμημα ή πετράδι αξίας, αλλά της έδιναν μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Προτιμούσε να βρίσκει συστατικά για αλχημιστές σε μακρινά δάση και σπήλαια, καταραμένους θησαυρούς σε ξεχασμένα κάστρα ή πεδία μεγάλων μαχών (παραγγελίες συνήθως αρχόντων, μέχρι και βασιλιάδων), όπου είχε να ξεγελάσει στοιχειά και όχι ζωντανούς φρουρούς, παρά να ξεγλιστράει σε σπίτια και να κλέβει τα υπάρχοντα του ενός και του άλλου. Όχι ότι την ένοιαζε, αλλά ήταν απλά βαρετό και στο κάτω κάτω δεν την έκανε και διαφορετική από τους άλλους κλέφτες. Και ήθελε να ξεχωρίζει, ήθελε να είναι μοναδική και να την ξέρουν όλοι ως «αυτή που βρίσκει τα πάντα». Και τέλος, ένιωθε πιο ελεύθερη στη φύση, μακριά από τους ανθρώπους, που δεν τους συμπαθούσε και ιδιαίτερα. Ο ήλιος και το περπάτημα τη ζέστανε, στάθηκε να βγάλει τον χιτώνα της. Καθώς τον έλυνε κοίταζε το ποτάμι από κάτω, φαρδύ και φουσκωμένο, δύσκολο για όποιον θα ήθελε να περάσει απέναντι από αυτό το σημείο. Τότε έγινε κάτι που την έκανε να πετρώσει. Ενώ προσπαθούσε να βολέψει τον διπλωμένο χιτώνα πάνω από τα άλλα της πράγματα με το ένα χέρι, ο σάκος της γλίστρησε απ’ το άλλο κι έπεσε στο ποτάμι. Ευτυχώς, δηλαδή, που έπεσε κατευθείαν στο ποτάμι και δεν χτύπησε πρώτα στα βράχια, γιατί μια βόμβα υπνωτικού που είχε μέσα για το δράκο, θα κοίμιζε την ίδια αν έσκαγε από κάτω της. Έμεινε εκεί για λίγο, ανίκανη να κουνήσει απ’ τη θέση της, απ’ τη μια φοβούμενη τη βόμβα μες στο σάκο, απ’ την άλλη μην μπορώντας να δεχτεί αυτό που μόλις έκανε: άφησε να της φύγει απ’ τα χέρια το πολύτιμο φορτίο της. Ο μοναδικός τρόπος να μην πάει χαμένο το ταξίδι της βρισκόταν μέσα σ’ αυτό το σάκο. Και το χειρότερο: ορμητικό όπως ήταν το ποτάμι, είχε κιόλας εξαφανίσει το σάκο, ποιος ξέρει πού. Το σίγουρο ήταν ότι δεν θα τον ξανάβλεπε. Αγκομάχησε τελείως χαμένη. Δεν ήξερε τι να κάνει: να θυμώσει ή να βάλει τα κλάματα; Προτίμησε το πρώτο και συνέχισε να κατεβαίνει βιαστικά τώρα, βλαστημώντας. Όταν έφτασε επιτέλους κάτω κλώτσησε μια πέτρα, έβγαλε από τη θήκη του το σπαθί και το πέταξε με δύναμη στο έδαφος και κάθισε απότομα στο χορτάρι δίπλα στο νερό. Έχωσε το κεφάλι μέσα στα γόνατά της. «Σκατά, σκατά, σκατά!» παραμίλαγε με κλεισμένα μάτια και τις γροθιές σφιγμένες. Ήταν ό,τι πιο μεγάλο είχε αποτολμήσει ποτέ και άφησε τον εαυτό της να τα κάνει τόσο μαντάρα; Κάθισε έτσι για λίγη ώρα, αλλά μετά σηκώθηκε κουρασμένα και μάζεψε το σπαθί από κάτω. Με δάκρυα στα μάτια συνέχισε να περπατάει. Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Θα έβλεπε τον δράκο, ακόμα κι αν δεν κατάφερνε-ήταν σίγουρη γι’ αυτό- να του πάρει το αυγό. Της είχε γίνει εμμονή όμως, ήθελε πάση θυσία να το κάνει, να τον βρει, και αν γύριζε τώρα πίσω ήξερε ότι ποτέ δεν θα ξεκίναγε πάλι για κάτι τόσο τρελό, όσο το να μπει στο «φονικό δάσος», όπως το αποκαλούσαν οι άνθρωποι στις ορεινές περιοχές της χώρας. Ζ Μια σκυφτή φιγούρα φαινόταν από μακριά να περπατάει στην όχθη του ποταμού. Το βήμα της αργό, σερνάμενο, τα χέρια κρεμασμένα μπροστά. Ο ήλιος ήταν πια ψηλά, μεσημέριαζε. Εκείνη περπατούσε, μηχανικά, ήξερε πού πήγαινε, αλλά δεν ήξερε το γιατί. Στάθηκε για λίγο και αφουγκράστηκε. Γύρισε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, ύστερα κοίταξε πίσω. Ξαναγύρισε μπροστά και ισιώνοντας το σώμα της συνέχισε την πορεία με πιο ζωηρό βήμα τώρα και με το αριστερό χέρι στη λαβή του μικρού σπαθιού. Όλο της το σώμα ήταν σ’ επιφυλακή και το βήμα της όλο και άνοιγε. Το ποτάμι τώρα γινόταν λιγότερο ορμητικό, έμπαινε στο δάσος. Το_ταξίδι.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted January 8, 2009 Share Posted January 8, 2009 Δεν θα σχολιάσω αν δεν δώ κι άλλο απο την συνέχεια, γιατί το απόσπασμα είναι υπερβολικά μικρό για κάτι που φαίνεται οτι μάλλον είναι αρκετά μεγάλο! Ωστόσο, σαν πρώτο σχόλιο σου λέω οτι μ'αρέσει δεν μ'αρέσει το παιχνίδι με την παράλληλη πλοκή, η οποία δεν ξέρω πού διαδραματίζεται, στον ύπνο της, στο παρελθόν, στο μέλλον? Κάπου με κρατάει, και κάπου μου αποσπά αρνητικά την προσοχή... δεν είμαι σίγουρη ακόμα αν μ'αρέσει, ίσως αν άφηνες μόνο το πρώτο (το Β) και με λίγα περισσότερα στοιχεία, για να μας κρατήσει κι άλλο το ενδιαφέρον, αλλά χωρίς να το μονοπωλήσει. Απο την άλλη, είναι αρκετά "κινηματογραφικό" τέχνασμα, αλλά ακριβώς επειδή είναι γραπτό κι όχι κινηματογράφος, μάλλον θέλει ιδιαίτερη προσοχή όταν χρησιμοποιείται. Στην πρώτη φάση που το χρησιμοποιείς, εκεί στο Α που την ασπάζεται ο φίλος της, δένει αμέσως και με την τωρινή κατάσταση, και αναγνωρίζουμε οτι πρόκειται για παρελθόν, οπότε δεν μας χτυπάει. στα υπόλοιπα αποσπάσματα της παράλληλης πλοκής, δεν έχουμε κανένα τέτοιο στοιχείο, ούτε δένει με κάποιον τρόπο με το "τώρα" της. δεν ξέρω, λέω.... κατά τ'άλλα, μου φάνηκε μικρό το απόσπασμα, γιατί προφανώς θέλω να διαβάσω παρακάτω, κι αυτό είναι καλό! Μ'άρεσε επίσης το ατύχημά της...την δυσκολεύει πολύ, και είναι υπόσχεση για πολλές περιπέτειες! Λοιπόν, αν δεν ανεβάσεις τουλάχιστον καμμιά 10 σελίδες, δεν θα το διαβάσω, σε προειδοποιάω!!!!! ΥΓ πού να σχολίαζα κιόλας ε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 9, 2009 Author Share Posted January 9, 2009 Εχμ... Ποια-παράλληλη-πλοκή; :frown: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted January 9, 2009 Share Posted January 9, 2009 LOL!!!! Τα πλάγια γράμματα, φαίνονται σαν μία παράλληλη ιστορία, στο παρελθόν, στο μέλλον, ή στο παρόν (ή ακόμα και στον ύπνο της). Δεν ξέρω αν το ονομάζω σωστά, εγώ το λέω παράλληλη πλοκή αυτό... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 9, 2009 Author Share Posted January 9, 2009 (edited) Στο Α Κάθισε ξανά πλάι στη φωτιά παρέα με τον Λιτνιανό φίλο της... είναι ανάμνηση.Το Β είναι όνειρο, όπως και το Δ. Επειδή δεν μ' αρέσει να γράφω ξανά και ξανά στο ίδιο μου το topic, σου απαντώ εδώ σ' αυτό: στοιχείο για να καταλάβουμε, πχ "το όνειρο την αναστάτωσε, αλλά σηκώθηκε γεμάτη δύναμη μπλα, μπλα, μπλα". Φαίνεται σαν να μην την άγγιξε καν, οπότε θα μπορούσε να είναι ένα flash forward (απο το μέλλον), έτσι δεν είναι; Εγώ ένα ποντίκι να δώ στον ύπνο μου και μου χαλάει την διάθεση, αυτή είδε να την κυνηγάει το σύμπαν, και δεν κούνησε βλέφαρο. Μου τυχαίνει πολλές φορές να ονειρεύομαι άσχημα και αγχωτικά, να ξυπνάω με χάλια διάθεση, αλλά να μη θυμάμαι τι είδα στον ύπνο μου. Τελικά καταλαβαίνω ότι η χάλια μου διάθεση οφείλεται σε εφιάλτη, αλλά δεν μπορώ να τον θυμηθώ. Υπέθεσα ότι θα είναι κάτι γνωστό και σε άλλυς ανθρώπους, γι' αυτό και δεν το ξεκαθάρισα στην ιστορία της κλέφτρας μου. Ίσως όμως να το διορθώσω, μια που το έθεσες ως πρόβλημα... Edited January 9, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted January 9, 2009 Share Posted January 9, 2009 α γειά σου, όπως σου έγραψα και στο πρώτο μου σχόλιο, το Α είναι ξεκάθαρο πως είναι απο το παρελθόν, αλλά τα υπόλοιπα δεν φαίνεται τί μπορεί να είναι, δεν δίνεις κάποιο στοιχείο για να καταλάβουμε, πχ "το όνειρο την αναστάτωσε, αλλά σηκώθηκε γεμάτη δύναμη μπλα, μπλα, μπλα". Φαίνεται σαν να μην την άγγιξε καν, οπότε θα μπορούσε να είναι ένα flash forward (απο το μέλλον), έτσι δεν είναι; Εγώ ένα ποντίκι να δώ στον ύπνο μου και μου χαλάει την διάθεση, αυτή είδε να την κυνηγάει το σύμπαν, και δεν κούνησε βλέφαρο. Κατάλαβες τί εννοώ; Εκεί χρειαζόμασταν ε΄να στοιχείο... κατά τ'άλλα πάω να διαβάσω και την συνέχεια Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.