Tsigman Posted January 10, 2009 Share Posted January 10, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Berithian Είδος: Ψυχολογικό θρίλερ ( ; ) Βία; Μερική Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:1718 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Είναι μια μερικώς ρετουσαρισμένη version της νιότης μου. Σχολιάστε με αφειδώς και αυστηρά, μ' αρέσει να διορθώνομαι. ΑΠΟΥΣΙΕΣ Ξύπνησε ιδρωμένος, παρόλο που τα πόδια του ήταν παγωμένα. Έριξε μια γρήγορη, αγχωμένη ματιά στο ρολόι πάνω στο κομοδίνο. Έπρεπε να σηκωθεί γρήγορα για να ετοιμάσει το πρωινό της Βένιας και κατόπιν να την πάει στο σχολείο. Σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι, έσυρε το κορμί του ως τη μικρή κουζίνα του άθλιου διαμερίσματός του και άνοιξε το ψυγείο. Ο Άγγελος και η Μαίρη είχαν χωρίσει πριν από περίπου δυόμιση χρόνια, όχι καλά. Καυγάδιζαν μπροστά στη μικρή Βένια χωρίς να νοιάζονται, λες και δεν ήταν εκεί. Βρίζονταν, προσπαθούσαν να μειώσουν, να ρίξουν φταιξίματα ο ένας τον άλλο …. Η Βένια έκλαιγε. Όταν έβλεπε τη μαμά και τον μπαμπά να μαλώνουν, στεναχωριόταν και στο τέλος ξέσπαγε σε κλάμα. Μόνο τότε σταματούσαν. «Είδες τι κατάφερες πάλι;» ούρλιαξε η Μαίρη φεύγοντας από το δωμάτιο. «Μαλακ….» μουρμούρισε ο Άγγελος χωρίς να τελειώσει τη λέξη. Δεν άντεχε άλλο. Ήταν έτοιμος να φύγει. Το μόνο που τον κρατούσε ακόμη εκεί ήταν η Βένια, ο καρπός της παλιάς πια, μάλλον πεθαμένης, αγάπης τους. Δε χρειάστηκε. Έφυγε εκείνη. Τα μάζεψε, πήρε τη Βένια και πήγαν στο σπίτι της μητέρας της, στη Νέα Σμύρνη. Σε λίγες εβδομάδες βγήκε και το διαζύγιο. Συναινετικό. Έβλεπε τη Βένια μόνο Τετάρτη απόγευμα και Σαββατοκύριακα. Θα είχε και δύο εβδομάδες το καλοκαίρι επιπλέον. Εκείνος ήθελε κι άλλο χρόνο με τη Βένια. Λες και ήθελε να αναπληρώσει το κενό της τόσης απουσίας του. Η Μαίρη όμως δεν τον εμπιστευόταν. Πίστευε ότι δεν μπορούσε να προστατεύσει τη μικρή. Πολλές φορές φαινόταν σα χαμένος. Σα να βρίσκεται σε έναν άλλο, παράλληλο κόσμο. Έβγαλε ένα χάρτινο μπουκάλι γάλα, πήρε από το πάνω ντουλάπι ένα γυάλινο ποτήρι με ένα τυπωμένο χαρακτήρα καρτούν στο πλάι του, το ακούμπησε στο ξύλινο τραπέζι και το γέμισε. Άρπαξε το κουτί των δημητριακών με σοκολάτα από τον μικρό πάγκο δίπλα στο ψυγείο, έβγαλε από το διπλανό ντουλάπι ένα μπολ, έριξε μια γενναία ποσότητα μέσα, λίγο γάλα από πάνω και τα ανακάτεψε βαριεστημένα. Τότε ήταν που άκουσε την τηλεόραση από το σαλόνι να παίζει. Θα ορκιζόταν ότι εχθές πριν ξαπλώσει την είχε κλείσει, όπως κάθε βράδυ. Έκπληκτος, βάδισε προς τα εκεί και μπαίνοντας είδε τη Βένια να κάθεται οκλαδόν μπροστά στη συσκευή και να παρακολουθεί κάποια παιδική εκπομπή. «Ξύπνησες κιόλας;» τη ρώτησε. «Ναι μπαμπάκα» απάντησε εκείνη χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της. «’Έλα, σου έχω έτοιμο το πρωινό». «Ναι μπαμπάκα». Την έβλεπε να περπατάει με αυτόν τον αστείο παιδικό τρόπο, πασχίζοντας να σηκώσει στους ώμους της τη μεγάλη σχολική ροζ τσάντα, γέρνοντας μπροστά το σώμα της. Ένα ελαφρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Την αγαπούσε πολύ. Ήταν, μάλλον, ερωτευμένος μαζί της. Ήταν το μόνο άτομο στον κόσμο που τον έκανε να νιώθει ωραία, πια. Πριν μπει στην τάξη της, γύρισε το κεφάλι και του χαμογέλασε. Ανταποκρίθηκε σηκώνοντας το χέρι του και χαμογελώντας της πλατύτερα. Ξαναγύρισε στο διαμέρισμά του. Δεν είχε που να πάει, τι να κάνει. Σταμάτησε τη δουλειά του στην εφημερίδα λίγο μετά το χωρισμό του με τη Μαίρη. Δεν μπορούσε να εργαστεί. Το πρώτο διάστημα κοιμόταν σχεδόν όλη την ημέρα. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα. Σηκωνόταν από το κρεβάτι μόνο για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ανάγκες, να πιει μερικές γουλιές νερό που και που λίγη βότκα και ξαναγυρνούσε να βυθιστεί πρώτα στις σκέψεις του και μετά πάλι στα όνειρα. Έβλεπε τις παλιές καλές στιγμές του με τη Μαίρη, τη γέννηση της Βένιας, τις εκδρομές τους ως οικογένεια και πάλι από την αρχή… Λίγο πριν ξαναφύγει για να πάει να πάρει τη μικρή από το σχολείο τηγάνισε μερικές χοντροκομμένες πατάτες και δύο ξεχασμένα αυγά, τα σέρβιρε σε ένα πιάτο, άρπαξε το μπουφάν του από την πολυθρόνα στο χολ, τα κλειδιά από το τραπεζάκι του τηλεφώνου και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Σε λίγο γύρισαν μαζί με τη Βένια. «Έλα, έχω έτοιμο φαγητό» της είπε γλυκά, βγάζοντάς της το μικρό κόκκινο παλτουδάκι της. «Δεν πεινάω μπαμπά» του είπε τρυφερά και λίγο ναζιάρικα. «Θέλω να μου διαβάσεις το βιβλίο με τα 101 παραμύθια» του είπε και έτρεξε στο δωμάτιό της να το φέρει. «Εντάξει αλλά μόνο ένα και μετά θα φας το φαγητό σου, σύμφωνοι;» της απάντησε με ήρεμη φωνή. «Ναι, μπαμπάκα» του αποκρίθηκε εκείνη και η γλυκιά, ζεστή, παιδική φωνούλα της του χάιδεψε τα αυτιά. Βούρκωσε, μα κατέπνιξε τη επιθυμία για κλάμα. Δεν ήθελε να τον δει έτσι. Μόλις τελείωσαν το διάβασμα των μαθημάτων, την άφησε να δει ένα παιδικό πρόγραμμα στην τηλεόραση και εκείνος σωριάστηκε στον καναπέ. Αισθανόταν κουρασμένος. Ένα καρτούν χτυπούσε με ένα τεράστιο σφυρί ένα δεύτερο στο κεφάλι. Αστεράκια πέταγαν σε κύκλο γύρω από το κεφάλι του καρτούν και τα μάτια του γύριζαν σαν κάποιος να κατέβασε με δύναμη το μοχλό ενός κουλοχέρη. Ήταν η τελευταία εικόνα που είδε πριν τα βλέφαρά του κλείσουν βαριά. Ξύπνησε στην ίδια θέση. Η Βένια οκλαδόν μπροστά στην τηλεόραση παρακολουθούσε το παιδικό πρόγραμμα. Κοίταξε το μεγάλο ρολόι απέναντί του. 00:45΄ Τινάχτηκε πανικόβλητος από τον καναπέ και με φωνή που έσταζε βιασύνη και φόβο της είπε: «μωρό μου πρέπει να κοιμηθείς, ξεχαστήκαμε…έχεις σχολείο αύριο». «Ναι μπαμπάκα» του αποκρίθηκε η μικρή, σηκώθηκε και τον πήρε από το χέρι σέρνοντάς τον στο δωμάτιό της. Της έβγαλε γρήγορα τα ρούχα, τα τακτοποίησε στην καρέκλα του μικρού ξύλινου γραφείου της και της έβαλε τις πυζάμες της. Την ξάπλωσε στο κρεβατάκι της και την καληνύχτισε δίνοντάς της ένα φιλί στα μαλλάκια της. Άφησε για λίγο το πρόσωπό του εκεί, στο πάνω μέρος του κεφαλιού της μυρίζοντας το άρωμά της. Εκείνο το γλυκό, μεθυστικό άρωμα που τον είχε ξετρελάνει όταν φιλούσε στο ίδιο σημείο τη Μαίρη… Έσβησε το φως του παιδικού δωματίου και πήγε στο μπάνιο. Έβγαλε τον αφρό ξυρίσματος από το μικρό ντουλαπάκι, την ξυριστική του λεπίδα – μισούσε τις νέου τύπου ξυριστικές μηχανές, με τις δύο, τρεις και τέσσερις λεπίδες που υπόσχονταν το πιο βαθύ ξύρισμα – άνοιξε τη βρύση και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν για μέρες αξύριστος και οι σκληρές μαύρες τρίχες στα μάγουλά του είχαν σκοτεινιάσει το μακρόστενο πρόσωπό του. Τα μάτια του είχαν εμφανέστατους μαύρους κύκλους και τα χείλια του είχαν ξεραθεί. Το βλέμμα του χάθηκε για αρκετή ώρα μέσα στα μάτια που τον κοιτούσαν από τον καθρέφτη. Κάτι υγρό και ζεστό αισθάνθηκε στους καρπούς του και λίγο αργότερα στα ακροδάχτυλά του. Κοίταξε στο νιπτήρα και είδε κόκκινο υγρό να έχει μαζευτεί στο σιφόνι. Σαν η βρύση να έβγαζε αίμα αντί για νερό. Ξανακοίταξε στον καθρέφτη. Τα μάτια του μισοέκλειναν και μια γλυκιά, ζεστή ρίγη διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη. Σε λίγο τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν, δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος του κορμιού του. Γονάτισε. Τα γαλάζια πλακάκια με τα μωβ και λευκά ανάγλυφα λουλουδάκια είχαν ποτιστεί με κόκκινο υγρό. Δεν του έκανε όμως εντύπωση. Ζαλισμένος, ξάπλωσε στο πάτωμα. Τώρα το βλέμμα του ήταν στραμμένο στο ταβάνι. Εκεί άρχισε να προβάλλεται σαν ταινία στην οθόνη θερινού κινηματογράφου η ζωή του. Είδε τη μάνα του, την αδελφή του να του χαμογελά, το πρώτο φιλί που έδωσε στη Μαίρη, είδε εκείνον να ταΐζει, γελώντας, με το μπιμπερό τη νεογέννητη Βένια στο κρεβάτι του μαιευτηρίου, μια λουσμένη από αυγουστιάτικο ήλιο παραλία και τη Βένια πιο κει να παίζει με τα κουβαδάκια της και … ένα φορτηγό … μεγάλο … ένα φρικιαστικό, μακρόσυρτο φρενάρισμα … από εκείνα που ξέρεις ότι μόλις τελειώσουν κάτι κακό έχει συμβεί …και κόσμο να τρέχει. Εκείνος μέσα στο αυτοκίνητό του να μην μπορεί να καταλάβει τι έγινε. Βγήκε έξω. Όλα είχαν καλυφθεί από κρύα ομίχλη. Το βλέμμα του έψαχνε απεγνωσμένα … να τη βρει… Ανοίγοντας την πόρτα, οι φωνές από το διάδρομο ξεχύθηκαν στο έρημο διαμέρισμα. Ευτυχώς η Μαίρη είχε κρατήσει κλειδιά. Οι γείτονες είχαν μέρες να δουν τον Άγγελο και ο διαχειριστής της πολυκατοικίας τηλεφώνησε στην πρώην γυναίκα του. «Είμαι εντάξει, σας ευχαριστώ κύριε Γιώργο» είπε στο διαχειριστή που προσπαθούσε μαζί με τους ενοίκους των διπλανών διαμερισμάτων να χώσει το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας. Την έκλεισε ενοχλημένη πίσω της. Ο χώρος ανέδιδε μια απαίσια μυρωδιά σαν από χαλασμένο φαγητό και ψοφίμι μαζί. Το κόκκινο παλτουδάκι της Βένιας αναπαύονταν στην παλιά πολυθρόνα του χολ. Η τηλεόραση έπαιζε κάποιο παιδικό πρόγραμμα. Πηγαίνοντας στην κουζίνα, σκεπάζοντας τη μύτη της με το χέρι είδε πάνω στο τραπέζι τέσσερα μπολ με ένα πολτώδες περιεχόμενο το οποίο γεύονταν ευχαριστημένες μύγες και ισάριθμα ποτήρια γεμάτα με κιτρινωπό υγρό. Πιο δίπλα στριμωγμένα έξι πιάτα με κάτι που θύμιζε αυγά με πατάτες, σχεδόν μαυρισμένα από τη μούχλα. Βάδισε γρήγορα προς στο δωμάτιο της μικρής. Λίγο πριν μπει μέσα κοντοστάθηκε, το βλέμμα της έπεσε για λίγο στο πάτωμα και μπήκε μέσα. Στην πλάτη της μικρής καρέκλας του ξύλινου παιδικού γραφείου βρίσκονταν διπλωμένα μία μπλούζα κι ένα φορεματάκι της Βένιας. Τα παπουτσάκια της από κάτω. Βούρκωσε. Το κάτω χείλος της συσπάστηκε. Στο κρεβάτι, πεταμένες οι λουλουδάτες πυζάμες της και δίπλα ένα βιβλίο ανοιχτό. Τα 101 ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ! Πάνω στο γραφείο ήταν ανοιχτά κάποια από τα βιβλία και τετράδια του σχολείου της. Πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από την επιφάνεια του χαρτιού σα χάδι. Βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο μην αντέχοντας άλλο. Στήριξε την πλάτη της στον τοίχο και γλύστρισε προς τα κάτω μέχρι που κάθισε στο κρύο πάτωμα. Έκλαιγε με λυγμούς. Η ματιά της έπεσε στη χαραμάδα της πόρτας του μπάνιου, στο τέλος του διαδρόμου απ΄όπου έβγαινε φως. Σηκώθηκε και βάδισε αργά προς τα εκεί, σκουπίζοντας με το πάνω μέρος του καρπού της τα δάκρυα. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα μα κάτι την εμπόδιζε. Από τη μικρή χαραμάδα που κατάφερε να ανοίξει είδε μία μεγάλη μαύρη στάμπα στα πλακάκια του πατώματος. Η μυρωδιά είχε γίνει πια ανυπόφορη. Έβγαλε από την τσέπη του παλτού το κινητό της…. Έβρεχε από νωρίς το πρωί αλλά αυτό δεν πτόησε ούτε μία στιγμή τη Μαίρη, πώς θα μπορούσε άλλωστε; Σήμερα έκλειναν τρία χρόνια από τότε που κηδεύτηκε το μωρό της και έπρεπε να πάει στο κοιμητήριο για να αφήσει τα κατακίτρινα χρυσάνθεμα, που τόσο άρεσαν στη Βένια, πάνω στο ψυχρό, άσπρο μάρμαρο, όπως έκανε πάντα. Πάνε τρία χρόνια από τότε που το άψυχο κορμάκι της βρέθηκε βορά στα υπερμεγέθη λάστιχα του τεράστιου φορτηγού έξω απ΄ το σχολείο της. Ο Άγγελος την άφησε να μπει μόνη της στο αυτοκίνητο, από τη μεριά του δρόμου … Κοίταξε το άψυχο μάρμαρο που έγραφε: «Βασιλική-Άννα Παπαρήγα 1997 – 2003 Θα ζεις πάντα στην καρδιά μας» Πιο κάτω, στάθηκε στο σημείο εκείνο που απλά παραχώνουν αδιάβαστους τους αυτόχειρες ή τα απομεινάρια των πτωμάτων που δεν έλιωσαν, μια ραγισμένη μαρμάρινη πλάκα χωμένη στο χώμα, έγραφε: «Άγγελος Παπαρήγας 1965 – 2005» Άφησε δίπλα ένα κίτρινο χρυσάνθεμο και γύρισε να φύγει. Edited January 12, 2009 by Berithian Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
noxious Posted January 10, 2009 Share Posted January 10, 2009 Ψαρωτικό! Ωραία ιδέα, όχι τρομερά πρωτότυπη ούτε όμως και κοινότυπη. Το θέμα όμως είναι η εκτέλεση, εκεί ήσουν άψογος. Το έφερες με τρόπο που μόνο στις τελευταίες γραμμές κατάλαβα τι πραγματικά έχει συμβεί. Αλλά ρε συ κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση: "Ξύπνησε στην ίδια θέση. Η Βένια οκλαδόν μπροστά στην τηλεόραση παρακολουθούσε το παιδικό πρόγραμμα. Κοίταξε το μεγάλο ρολόι απέναντί του. 00:45΄ " Εγώ σ'αυτό το σημείο τρόμαξα! Μετά απο τόσες ώρες παρακολουθεί ΤV και μάλιστα στις 00:45 έχει παιδικό πρόγραμμα; Αφήνεις κάτ να υποννοείται, αλλά με ένα πολύ γαμάτο υπόγειο τρόπο σ'αυτό το σημείο, και επίσης με έκανες να πιστέψω πως κάτι τρέχει με την τηλεόραση. Αυτό το σημείο είναι κομβικό. Μια πολυ μικρή παρατήρηση, νομίζω οτι χρειάζεσαι μερικές ελάχιστες βελτιώσεις στη γλώσσα σου. Π.χ. το "Καυγάδιζαν μπροστά στη μικρή Βένια χωρίς να νοιάζονται, λες και δεν ήταν μπροστά τους." θα μπορούσες να το κάνεις "Καυγάδιζαν μπροστά στη μικρή Βένια χωρίς να νοιάζονται, λες και δεν ήταν παρούσα." ώστε να μην επαναλαμβάνεις την ίδια λέξη στην ίδια πρόταση και κουράζεις τον αναγνώστη. Να δημοσιεύσεις κι άλλα ε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tsigman Posted January 10, 2009 Author Share Posted January 10, 2009 (edited) Φίλε Noxious Σε ευχαριστώ αρχικά τόσο για το σχολιασμό σου όσο και για τα καλά λόγια σου. Έχεις δίκιο σχετικά με τη βελτίωση της φράσης, διαβάζοντάς την ξανα, θα μπορούσε να γίνει: "Καυγάδιζαν μπροστά στη μικρή Βένια χωρίς να νοιάζονται, λες και δεν ήταν εκεί." Θα το διορθώσω. Ξέρεις, σε πολλές περιπτώσεις έιτε μέσα από ταινίες έιτε μέσα από γραπτά η τηλεόραση και μένα μου κάνει κάπως τρομακτική, απόκοσμη κάτι σαν πύλη ... μου αρέσει. Σίγουρα θα δημοσιεύσω κι άλλα αδράτωντας την ευκαιρία που δίνεται μέσα από το θαυμάσιο forum του SFF. Ετοιμάζω κάτι για τις "Ιστορίες Τρόμου", ετοιμαστείτε.... Edited January 10, 2009 by Berithian Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted January 12, 2009 Share Posted January 12, 2009 A, στο καλό, μ'έκανες και βούρκωσα! Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου, απο τότε πού'γινα μάνα, πως δεν θα ξαναδώ ταινίες που παθαίνουν κάτι μικρά παιδιά, και παρομοίως δεν θα ξαναδιαβάσω (και δεν θα ξαναγράψω) βιβλία τέτοια....και μ'έριξες στην παγίδα...υποψιάστηκα οτι κάτι κακό θα γινόταν με ητν μικρή, αλλά γράφεις τόσο "ψαρωτικά" που λέει κι ο φίλος noxious, που με κράτησες, κι ήθελα να διαβάσω παρακάτω... έχεις την δύναμη να ζωντανεύεις τις εικόνες, γι'αυτό βούρκωσα, γιατί παραζωντάνεψαν.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 12, 2009 Share Posted January 12, 2009 Η γενική εντύπωση που μου άφησε δεν ήταν κακή, αλλά ούτε και καλή. (Ίσως που δεν μου αρέσει το θέμα...) Στην αρχή ξενέρωνα άσχημα, αφού βαριέμαι μέχρι αρρώστειας αυτά τα "κοινωνικά", με χωρισμένα ζευγάρια, χωρισμένα στη μέση παιδιά, πάντα λέω "και τι με νοιάζει η θλιβερή ζωούλα του ενός και του άλλου;". Φυσικά, όσο περνούσαν οι γραμμές με διέψευδες. Είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά Όλο "ναι μπαμπάκα"; Μα κουρδιστό είναι το παιδί; Και η τηλεόραση όλο παιδικά έχει όλη μέρα; Είχες καλά δολώματα και αυτό που ήθελες να πετύχεις το πέτυχες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tsigman Posted January 12, 2009 Author Share Posted January 12, 2009 Cassandra Gotha και Blondbrained, σας ευχαριστώ για τα σχόλιά σας. Σημαίνουν αρκετά για μένα τα θετικά λόγια όλων σας και μου δίνουν ώθηση να συνεχίζω να γράφω, πράγμα που δεν είναι εύκολο πια, για κάποιον που έχει μεγάλη οικογένεια. Οι ιστορίες με παιδιά έχουν πολύ "ψωμί" για "δολώματα" ;) αν και με ψυχοπλακώνουν κι εμένα, αφού μοιραία τις βλέπω από το μάτι ενός πατέρα. Ευχαριστώ και πάλι Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
christina Posted November 18, 2009 Share Posted November 18, 2009 A, στο καλό, μ'έκανες και βούρκωσα! Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου, απο τότε πού'γινα μάνα, πως δεν θα ξαναδώ ταινίες που παθαίνουν κάτι μικρά παιδιά, και παρομοίως δεν θα ξαναδιαβάσω (και δεν θα ξαναγράψω) βιβλία τέτοια....και μ'έριξες στην παγίδα...υποψιάστηκα οτι κάτι κακό θα γινόταν με ητν μικρή, αλλά γράφεις τόσο "ψαρωτικά" που λέει κι ο φίλος noxious, που με κράτησες, κι ήθελα να διαβάσω παρακάτω... έχεις την δύναμη να ζωντανεύεις τις εικόνες, γι'αυτό βούρκωσα, γιατί παραζωντάνεψαν.... Συμφωνώ απολύτως! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted November 25, 2009 Share Posted November 25, 2009 Χμ, μου είχε διαφύγει αυτό. Όμορφη εκτέλεση, συναισθηματικό κείμενο, καλή εξέλιξη των γεγονότων και αποκάλυψη της αλήθειας. Το ξεκίνημα με απώθησε κι εμένα αλλά χαλάλι. Μπράβο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted November 25, 2009 Share Posted November 25, 2009 Κατάλαβα τι τρέχει στο σημείο που ο πρωταγωνιστής βλέπει σαν ταινία το κρίσιμο περιστατικό. Μπορώ να πω ότι εκεί ήταν που η ιστορία με κέρδισε, γιατί, από κει κι έπειτα, η γνώση του τι διάβαζα τόση ώρα ήταν αβάσταχτη. Στη φάση που η Μαίρη μπαίνει στο σπίτι, οι αντιδράσεις της δεν είναι αρκετά αγχωμένες (δεδομένης της μυρωδιάς και της πολυήμερης απουσίας του Άγγελου), ενώ η τελευταία πρόταση της συγκεκριμένης παραγράφου (με το κινητό), την δείχνει ακόμα πιο χαλαρή. Κάποια μορφή μικρής ή μεγαλύτερης υστερίας θα ήταν περισσότερο αναμενόμενη. «Έβρεχε από νωρίς το πρωί αλλά αυτό δεν πτόησε ούτε μία στιγμή τη Μαίρη, πώς θα μπορούσε άλλωστε;» Αυτή η πρώτη πρόταση, της παραγράφου που μας περνάει από το παρελθόν στο παρόν (προς το τέλος), με μπέρδεψε και νόμιζα ότι ήμουν ακόμα στο σπίτι με τη Μαρία. Το ΑΠΟΥΣΙΕΣ αν και δεν είναι και ότι πιο φρέσκο, ωστόσο πέτυχε να με βάλει σε μια αρκετά σπούκι, βαριά ατμόσφαιρα (από την ώρα που έπιασα τι τρέχει και μέχρι το τέλος τής ιστορίας). Θα έλεγα ότι θα μπορούσε και να ανήκει στη βιβλιοθήκη με τις ιστορίες τρόμου, μιας και δεν είναι απλά σκοτεινό διήγημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.