DinoHajiyorgi Posted January 10, 2009 Share Posted January 10, 2009 «Εγκεφαλικό» είπε ο γιατρός. Τόσο ήξερε, τόσο έλεγε. Πώς να τους το πω, να το επικοινωνήσω; Δεν υπήρχε τρόπος και να μπορούσα. Είχαμε μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι τις τελευταίες τρεις μέρες. Όλη την ώρα στο τηλέφωνο με την κόρη μας στην Ολλανδία. Μια εγώ, μια η μητέρα της, μια η αδελφή της, πότε ψύχραιμα, πότε με ουρλιαχτά, όλο δάκρυα και σύγχυση. Από την στιγμή που μας ανακοίνωσε πως εγκαταλείπει τις σπουδές της για να παντρευτεί αυτόν τον Ολλανδό που γνώρισε. Είχε φύγει ο κόσμος κάτω από τα πόδια μας. Τρεις μέρες να παρακαλάμε σε ένα ακουστικό, εναλλακτικά με σύνεση ή απειλές. Είχαμε δύο τραπεζικά δάνεια να μας πνίγουν. Το δεύτερο για τις σπουδές της μεγάλης. Η μικρή τώρα τέλειωνε το λύκειο και μας κυνηγούσαν τα δικά της έξοδα. Εκείνα τα καταραμένα δίδακτρα για τα φροντιστήρια της. Εξαντλημένος, γύρισα κάποια στιγμή προς το μέρος της. «Δεν παντρεύεσαι κι εσύ από τώρα να μας γλιτώσεις το δούλεμα;» είπα. «Νάσο!» Η γυναίκα μου δεν σήκωνε το χιούμορ στις μαύρες στιγμές. Βγήκα στο χολ να ανάψω ένα τσιγάρο. Αυτό το σπίτι ήταν των δικών μου. Ένιωσα μια απίστευτη εξάντληση. Δεν νοιαζόταν κανείς για το σπίτι. Θα ερχόταν κάποια στιγμή η τράπεζα να το πάρει. Τα παιδιά μου…το είχα ψιλοκαμάρι που είχα κόρες. Όλα ήταν μαλακίες τελικά. Νόμισα πως κάποιος χτύπησε την πόρτα. Με τον καπνό που ξεφυσούσα να στροβιλίζεται μέσα στα μάτια μου πήγα στην ξύλινη εξώπορτα και τράβηξα το μάνταλο. Άνοιξα την πόρτα μηχανικά, ο νους μου χιλιόμετρα μακριά. «Ναι;» Αφηρημένος όπως ήμουν άφησα να περάσουν αφύσικα πολλά δευτερόλεπτα περιμένοντας απόκριση από την φιγούρα που στεκόταν στο κατώφλι. Όταν εστίασα επιτέλους την προσοχή μου τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Δεν υπήρχε περίπτωση να χωνέψω αυτό που στεκόταν μπροστά μου. Εκείνη η κατάμαυρη πανοπλία, με το αγκαθωτό λοφίο στην κορυφή… «Νάσο Αναστόπουλε» είπε η μεταλλική ανάσα και ταυτόχρονα άκουσα το ξίφος να ανασύρεται από την θήκη του. Μπόρεσα να δω την βαριά, τη σκοτεινή σαν καταραμένη νύχτα λεπίδα να κατεβαίνει και να κόβει το κρανίο μου στα δύο. «Προδότη» σφύριξε υπόκωφα η υγρή κλαγγή. Διαμελίστηκε το είναι μου στα δύο και έσκασα άψυχος πάνω στα πλακάκια του χολ. Μετά, ήμουν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, με το ελάχιστο φως του χώρου να πονάει τα μάτια μου. Η γυναίκα μου ήταν κάπου εκεί μέσα και έκλαιγε αναστατωμένη. Ο γιατρός της εξηγούσε το εγκεφαλικό. Εκείνη κατηγορούσε τον εαυτό της και τις συγκυρίες των τελευταίων ημερών που με είχαν αναστατώσει. Ήμουν ανίκανος να κουνηθώ ή να αρθρώσω μια λέξη. Δεν μπορούσα να μιλήσω, να τους εξηγήσω. Και να εξηγήσω τι; Πως ήταν ο Αλθάναρ, ο Πρίγκιπας της Ζιν, που με είχε χτυπήσει με το ξίφος της Ουρν; Υπάρχει πιθανότητα γιατρέ να με έχει βρει εγκεφαλικό και να θυμάμαι ξαφνικά τόσο ξεκάθαρα όλα αυτά τα αστεία ονόματα; Ονόματα δικής μου δημιουργίας και έμπνευσης. Κάποια, τυπωμένα, κιτρίνιζαν μέσα σε κάποιο έπιπλο που είχαμε αφήσει στο άλλο σπίτι. Ή αιωρούνταν παγωμένα μέσα στον παλιό σκληρό δίσκο που μάζευε σκόνη σε μια κούτα στο γκαράζ. Ζαχαρωμένα όνειρα μιας άλλης ζωής. Ο Αλθάναρ, ο Πρίγκιπας της Ζιν, ο κεντρικός κακός μιας ολόκληρης εξαλογίας, η πρώτη τριλογία τελειωμένη, το τέταρτο μέρος μισό, το πέμπτο ένας βασικός σκελετός και το τελευταίο ένα μάτσο χαρτάκια με σημειώσεις. Όλα όμως αδιόρθωτα, ασύντακτα, ένα αδιαίρετο κουβάρι. Μου ήρθαν αμέσως στον νου τα θλιμμένα μάτια της Κασσάνδρας. «Κάτσε, διόρθωσε κάτι ρε συ. Αφού είναι καλά, παραπάνω από καλά και το αξίζουν. Ένα χτένισμα θέλουν μόνο.» Η Κασσάνδρα με τα μαύρα μάτια και την μακριά, μεταξωτή χαίτη. Η σύντροφος μιας άλλης εποχής, συνοδοιπόρος στα όνειρα. Χωρίς την ενθάρρυνση της δεν θα είχα τελειώσει ούτε ένα κεφάλαιο. Είχα όμως την ανάσα των δικών μου στον σβέρκο. Η φαντασία έφτασε στη δύση της με τις σπουδές και το στρατιωτικό. Μετά το απολυτήριο και το πτυχίο είχε έρθει η εποχή να ανασκουμπωθώ. Να γίνω υπεύθυνος. Κατ’εικόνα και ομοίωση των γονιών μου. Να βρω δουλειά, να βγάλω λεφτά, να κάνω οικογένεια. Τα σπουδαία «πρέπει». Η εικόνα της Κασσάνδρας έσβησε σαν τα όνειρα που διώχνει το σκληρό φως της αυγής. Το τελευταίο ψήγμα που είχε μείνει μέσα μου ήταν η δημοσίευση ενός διηγήματος μου στο περιοδικό Συμπαντικές Διαδρομές. Έτρεξα χαρούμενος να το πω στην Αλίκη. Ήταν η νέα μου σχέση και ήξερα πως δεν νοιαζόταν, αλλά είχα απομακρυνθεί από όλους τους άλλους. Με πρόλαβε με τα δικά της νέα. Ήταν έγκυος. Παντρευτήκαμε μέσα στον μήνα. Μπήκε εκείνο το τεύχος σε ένα συρτάρι και δεν ξαναβγήκε. Η ηρωική Σουλθ και το αντίπαλο βασίλειο της Ζιν καταποντίστηκαν στην άβυσσο μαύρου ωκεανού που ονομάζεται ζωή. Η πορεία μου ήταν πλέον ένας αγώνας δρόμου, ένα τρέξιμο, να φροντίζω για το καλό και την επιβίωση της οικογένειας μου. Μικρές και αραιές οι ευτυχισμένες στιγμές, όσο χρειαζόταν για να με προωθούν μπροστά, πάντα μπροστά, ατελείωτα και εξαντλητικά. Και που θα κατέληγε αυτό; Μάλλον σε αυτό το εγκεφαλικό, αν ήταν εγκεφαλικό. Ήρθαν αρκετοί στο νοσοκομείο να με δουν. Συγγενείς, συνάδελφοι, όλοι με τον ίδιο ενθαρρυντικό λόγο. Τους κοίταζα με ένα μάτι σαν χαζός, με σάλια να τρέχουν από τα στραβά μου χείλη. Έμαθα πως και η Ελένη, η μεγάλη, ήταν καθ’οδόν από την Ολλανδία. Η μία επίσκεψη που με χαροποίησε ήταν αυτή της Ευθυμίας. Ήταν μία από τα παλιά, ανήκε κι εκείνη κάποτε στα μαγικά βασίλεια. Είχε εκδώσει και τρία βιβλία πριν τα παρατήσει. Παρά την αξία της – την θυμούνταν πότε-πότε σε κάποιο άρθρο – ζούσε στην αφάνεια. Σήμερα ήταν γιαγιά. Της άρεσε ακόμα να λέει παραμύθια, μόνο που αντί να τα γράφει τα ξεστόμιζε σε μικρά αφτάκια και τα άφηνε είτε να χαθούν σε κοφτές ανάσες ή να φωλιάσουν σε μικρές καρδούλες. Αυτό της ήταν αρκετό. Είχε βρει άλλες, σημαντικότερες αξίες που την πληρούσαν. Τα χρόνια ήταν εμφανή πάνω της, με τα τωρινά γκρίζα της μαλλιά και το κουτσό της πόδι (θα πρέπει να ήμουν στα ίδια, και τώρα χειρότερα, χάλια). Το γλυκό της χαμόγελο όμως την έκανε να λάμπει. Ήταν η εικόνα ενός ευτυχισμένου ανθρώπου που δεν έχει μετανιώσει τίποτα. Μου μίλησε για τα παιδιά και τα εγγόνια της, μου έδειξε φωτογραφίες. Δεν μου είπε κουβέντα για τα παλιά. Να’σαι καλά Ευθυμία. Ήρθε όμως κι εκείνος. Ο Γιώργος. Ο «πυρομάτης» όπως τον λέγαμε. Η παρουσία του με συγκλόνισε. Ήταν από τους λίγους της παρέας που επέμεινε στο όνειρο. Δεν ζούσε ακριβώς από τις εκδόσεις των έργων του, έβγαζε όμως δύο βιβλία τον χρόνο και ήταν πασίγνωστος. Και δεν είχε αλλάξει καθόλου, σαν να είχε παγώσει ο χρόνος πάνω του. Είχε ξεστομίσει πικρά σχόλια για μας, εμάς που τα είχαμε εγκαταλείψει. Τώρα δεν είπε πολλά, κάθισε για λίγο και με κοίταζε με εκείνο το πύρινο βλέμμα του, κατηγορώντας με βουβά. Στο τέλος ήρθε δίπλα στο κρεβάτι, μου έπιασε το χέρι κι έφυγε. Πως έλαμπε μέσα στα νιάτα. Και η αιτία ήταν εμφανέστατη. Ήταν περικυκλωμένος από μαγεία. Σιδηρόφρακτοι ήρωες μέσα σε απαστράπτουσες πανοπλίες, αιθέριες δέσποινες, δράκοι με χρυσά λέπια, μονόκεροι και ξωτικά τυλιγμένα με λαμπερή άχλη τον συνόδευαν στο κάθε του βήμα. Έτσι, σαν αληθινός δημιουργός ήρθε και έφυγε, λέγοντας περισσότερα από τον καθένα στη σιωπή του. Ένιωσα κάτι να κινείτε πάνω στο κρεβάτι, στα πόδια μου. Κοίταξα κάτω και είδα το χνουδωτό πλασματάκι με τα μυτερά αφτιά και τον μοβ σκούφο. Κάθισε πάνω στο γόνατο μου και με κοίταξε με τα τεράστια, υγρά του μάτια. Ήταν ο Τίκης, το Ζιζάνιο του Δάσους, από το διήγημα που είχα δημοσιεύσει. Ο Τίκης έψαχνε την χαμένη του σύντροφο. Θα την έβρισκε στο διήγημα που θα ακολουθούσε. Εκείνο που δεν έγραψα ποτέ. Όχι, δεν θα μπορούσα να κάνω ποτέ αυτό που τόλμησε ο Γιώργος. Από πάντα φοβόμουν την πείνα. Είχα ανάγκη να έχω το πιάτο μου σταθερά γεμάτο. Συγχώρεσε με θλιμμένη μου Κασσάνδρα. Δεν μπορούσα να πάρω ποτέ τον εαυτό μου στα σοβαρά. Δεν είχα το θάρρος. Η δημοσίευση του διηγήματος μου με τρομοκράτησε. Δεν μπορούσα να έρθω σε σένα. Μπορεί και να με έπειθες να το ακολουθήσω. Αντίθετα, η εγκυμοσύνη της Αλίκης μου ήρθε σαν ανακούφιση. Με είχε γλιτώσει από τις επιλογές μου. Συγχώρεσε με Τίκη. «Δεν πειράζει Νάσο. Εγώ είμαι καλά» είπε το χαριτωμένο χνούδι. «Ο άλλος όμως είναι απ’έξω. Έχει έρθει για σένα και είναι πολύ φουρκισμένος.» Το ξέρω. Όταν μπαινοβγαίνουν οι νοσοκόμες έχω πιάσει την θωριά του έξω από την πόρτα. Γεμίζει όλον τον διάδρομο με την μαύρη πανοπλία του. Είδα και το ξίφος του γυμνό να αιωρείται ανυπόμονα για μένα. Καταλαβαίνω την οργή του, την απογοήτευση του. Στο έπος της Σουλθ ο Αλθάναρ ήταν ολοκληρωτικά δικό μου δημιούργημα. Για τον Λευκό Θέιρ, την αγγελική Σουίρ και τον μάγο Φάρκαν, η συμβολή της Κασσάνδρας είχε υπάρξει καταλυτική. Ο Αλθάναρ όμως, κάθε του σκοτεινή πτυχή και υπόσταση ήταν ολόκληρος δικός μου. Λάτρευα να τον γράφω. Και τον είχα εγκαταλείψει. Οι νοσοκόμες κράτησαν την πόρτα ανοιχτή μέχρι να σπρώξουν το καροτσάκι με το συσσίτιο μέσα κι έξω από το δωμάτιο. Ήταν ο χρόνος που εκμεταλλεύτηκε ο Πρίγκιπας της Ζιν για να μπει μέσα και να σταθεί πάνω από το κρεβάτι μου, η άκρη του ξίφους του πάνω στο λαρύγγι μου. Τα μάτια του έκαιγαν κόκκινα από μίσος πίσω από το μεταλλικό του προσωπείο. «Προδότη» είπε. Το ξέρω. Έφταιξα. Διάλεξα να είμαι καλός γιος προς τους γονείς μου, καλός σύζυγος προς την γυναίκα μου και καλός πατέρας προς τις κόρες μου. Δεν μου πέρασε ποτέ ο νους να κρατήσω κάτι και για μένα, τον Νάσο. Ήσασταν όλοι σημαντικό μέρος του εαυτού μου και σας απαρνήθηκα. Αν αυτό μου αξίζει, χτύπα. Διαπέρασε με, με την λεπίδα σου. «Ανόητε, υπάρχει χειρότερη τιμωρία από το να σε αφήσω να ζήσεις τις επιλογές σου;» είπε και τράβηξε πίσω το ξίφος. Καταλαβαίνω. Γιατί όμως τώρα; Γιατί μετά από τόσον καιρό, ήρθες τώρα; «Εγώ ήρθα ή εσύ με κάλεσες πατέρα;» είπε ο Πρίγκιπας της Ζιν και οι κουρτίνες στα παράθυρα φούσκωσαν και κυμάτισαν ενώ τα τζάμια παρέμειναν σφαλιστά. Τα φώτα στο ταβάνι τρεμόπαιξαν και βυθίστηκα σε ξαφνικό σκοτάδι. Ένιωσα το αίμα μου, όλο μου το είναι να βυθίζεται στο ψύχος. Αυτό ήταν ο θάνατος; Δεν θέλω να πεθάνω, όχι έτσι. Και δεν πέθανα. Ξύπνησα με τον γιατρό, την Αλίκη και τις κόρες μου από πάνω να με κοιτούν. «Νάσο, κοίτα, ήρθε η Ελένη» είπε η σύζυγος μου, «την γνωρίζεις;» Και βέβαια την γνωρίζω. Η Ελένη. Μας είχε πείσει για τις σπουδές στην Ολλανδία με άλλο σετ ομηρικών καβγάδων. Τα θυμάμαι όλα πολύ καλά. Σκλήρυναν τα χείλη μου, πόνεσαν οι μύες στο σαγόνι μου, κατάφερα να κουμαντάρω το στόμα μου. «Κοιτάξτε, προσπαθεί να μιλήσει.» Δάκρυσαν τα μάτια τους από την συγκίνηση. «Αλθάναρ» είπα. «Ε;» «Αλθάναρ!» φώναξα, καγχάζοντας από μέσα μου σαν άτακτο αγόρι. Μια ήπειρος αναδυόταν. Τέλος 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Glowleaf Posted January 10, 2009 Share Posted January 10, 2009 Ψυχοπλακωμα ρε Ντινο! Και ειπα πριν κατσω να γραψω, να διαβασω οποιο διηγημα εμφανιστει πρωτο ετσι για να μπω στο κλιμα... Τωρα δεν ξερω αν πρεπει να παρατησω το πληκτρολογιο ή να παρω δυναμεις. ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 10, 2009 Share Posted January 10, 2009 (edited) Τι μας κάνεις μεσημεριάτικα, Dino... Γυρνάω κουρασμένη, κάθομαι να διαβάσω καμιά ιστοριούλα και τσουπ-η μελαγχολία σε πρώτο πλάνο! Εκεί που παρατηρούσα το Νάσο να σκέφτεται όλα αυτά τα βαρετά, να καπνίζει τα βαρετά του τσιγάρα, τον έβλεπα να περπατάει στο χωλ με το παλιό μωσαϊκό, ν' ανοίγει την τζαμένια εξώπορτα με τα κάγκελα, απ' έξω άκουγα τους ήχους της πόλης να περνούν...ξαφνικά Μπανγ! Μου έδωσες το χτύπημα κατακέφαλα: "αυτό δε σου συμβαίνει καθημερινά; Ε; Σωστά;" Και πάνω που σκεφτόμουν ότι όπου κι αν πάω, ό,τι κι αν κάνω, έχω μάγους και αλχημιστές, περιπέτειες και μάχες στο μυαλό μου... Αχ, εντάξει, με έπεισες, δεν πρόκειται να ξεχάσω τα όνειρα, τους φανταστικούς κόσμους, δεν θα φοβηθώ, θα τους αφήσω να με πάνε όπου είναι να με πάνε... (Μου άρεσε, αν δεν το κατάλαβες)! Edited January 10, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted January 10, 2009 Share Posted January 10, 2009 aaah...Invigorating! Δεν έχω κάτι ιδιαίτερο να σχολιάσω, ιστορία μιας ανάσας. Καλοφτιαγμένη, συγκινητική, την ευχαριστήθηκα. Εμένα δεν μου έβγαλε μελαγχολία. Ίσως γιατί ένιωσα ότι ο χαρακτήρας κατάλαβε τι πήγε στραβά και θέλησε να το κάνει να αλλάξει. Η ζωή δεν είναι δίκαιη ούτε ακολουθεί σενάριο. Μου αρέσε ιδιαίτερα η υποφώσκουσα σχέση μεταξύ της επιλογής της μεγάλης κόρης να τα παρατήσει για να είναι μαζί με τον άντρα της ζωής της, επιλογή που τους προκάλεσε τόση ταραχή (και ένα καραεγκεφαλικό από τα λίγα) και τις σκέψεις του πρωταγωνιστή που του δώθηκε μια παρόμοια επιλογή κάποτε και έκανε αυτό που ίσως να του φαίνεται λάθος πια, την επιλογή της ψυχρής λογικής αντί του ονείρου. Και να όμως που το ίδιο προσπαθούσε να κάνει και στην κόρη του. Δεν μας το δίνεις αλλά αν ανένηπτε ο χαρακτήρας, μάλλον θα έδινε την ευχή του στην κόρη του και ας παν να γ... ας παν στα κομμάτια και οι υποχρεώσεις, θα τα βολέψουνε! Βάλε μπρος να την κάνεις μικρού μήκους ταινία. Το διάβασα και δεύτερη φορά, και αυτό που έχω να προσθέσω σαν προσωπική συμβουλή: Δες αν δουλεύει καλύτερα να μπει η πρώτη φράση του κειμένου, μετά την σκηνή με το χτύπημα του σπαθιού. Έτσι για να είμαστε και λίγο "τι συνέβη μόλις ρε παιδιά;" προτού καταλάβουμε ότι αυτή η σπαθιά μεταφραζόταν σαν ντουβρουτζάς στον φυσικό κόσμο (προσοχή, δεν είπα στον πραγματικό κόσμο ;) ) Κοινώς μην το εξηγείς αμέσως. Ας ξεκινήσει από το "Είχαμε μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι τις τελευταίες τρεις μέρες..." κι ας κυλήσει ως έχει. (μαζί με την επεξήγηση αλλά αργότερα.) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 10, 2009 Author Share Posted January 10, 2009 Το διάβασα και δεύτερη φορά, και αυτό που έχω να προσθέσω σαν προσωπική συμβουλή: Δες αν δουλεύει καλύτερα να μπει η πρώτη φράση του κειμένου, μετά την σκηνή με το χτύπημα του σπαθιού. Έτσι για να είμαστε και λίγο "τι συνέβη μόλις ρε παιδιά;" προτού καταλάβουμε ότι αυτή η σπαθιά μεταφραζόταν σαν ντουβρουτζάς στον φυσικό κόσμο (προσοχή, δεν είπα στον πραγματικό κόσμο ;) ) Κοινώς μην το εξηγείς αμέσως. Ας ξεκινήσει από το "Είχαμε μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι τις τελευταίες τρεις μέρες..." κι ας κυλήσει ως έχει. (μαζί με την επεξήγηση αλλά αργότερα.) Ευχαριστώ για τα σχόλια σας. Η πρόταση σου Dinosxanthi με βάζει σε σκέψεις. Παίζεται μεν, αλλά μετά (από πάνω) έχουμε και τον τίτλο. Θα τον άλλαζες κι αυτόν; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted January 10, 2009 Share Posted January 10, 2009 Παίζεται μεν, αλλά μετά (από πάνω) έχουμε και τον τίτλο. Θα τον άλλαζες κι αυτόν; Εεμ, ναι. Φαντάζομαι ναι. Βεβαια στον τομέα των τίτλων είμαι πιο άχρηστος κι από πηρούνι δίχως δόντια οπότε πάρε καμια πιο σοβαρή γνώμη... Με βάση αυτά που έχω δει από σένα, titlewise, δεν θα έχεις πρόβλημα να βρεις κάτι σε τίτλο που να ταιριάζει δίχως να χαλάει την έκπληξη. Σκέψου το πάντως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted January 10, 2009 Share Posted January 10, 2009 Ω, υπεροχότατο! Κι ούτε εμένα μού'βγαλε μελαγχολία στο ελάχιστο και δεν έχω ιδέα γιατί. Όταν συνειδητά σκεφτόμουν τα όσα έγραψες, μ'έπιανε λίγο ένας φόβος, γιατί τα τελευταία χρόνια είμαι με το ένα πόδι στην μία επιλογή του Νάσου και με το άλλο στην άλλη επιλογή του. Γι'αυτό τελικά είπα ν'αφήσω την ιστορία σου να μπεί μέσα μου, χωρίς να την φιλτράρω και πολύ με τα δικά μου προβλήματα, και τότε ένιωσα μία αισιοδοξία, δεν έχω ιδέα γιατί. Σε πολλές δε στιγμές χαμογέλασα ανεπαίσθητα, νομίζω οτι υπάρχει μπόλικο χιούμορ, αλλά όχι απ'αυτό που στο πετάνε στην μάπα. Απολαυστικότατο! Α, το μόνο που με ψιλοχάλασε ήταν αυτό το "εγώ ήρθα ή εσύ με κάλεσες πατέρα;" Είναι πολύ κλισέ νομίζω, και δεν μου ταίριαζε πολύ σαν άκουσμα απο τα χείλη της τρομερής εικόνας που τα ξεστόμισε! Δεν είναι το νόημα κλισέ, είναι ο τρόπος που το λέει κλισέ. Ίσως αν το έλεγε πιο "σκληρά", πιο κοφτά, σχεδόν με τύψεις για το οτι άκουσε το κάλεσμα του πατέρα του, καταλαβαίνεις? Αυτή η φράση είναι γλυκανάλατη για τον υπέροχο αλλά κάκιστο Αλθάναρ! Αυτά, και ωραιότατα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted January 11, 2009 Share Posted January 11, 2009 Καθόλου ψυχοπλακωτικό δεν το βρήκα, μόνο μία υπέροχη προειδοποίηση για όλους, ακόμα κι αν δεν γράφουν. Μία διαφωνία έχω: Η Ευθυμία δε θα τα παρατούσε ποτέ, τι λες κι εσύ; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted January 11, 2009 Share Posted January 11, 2009 Ρεαλιστικότατο! Πράγματι, πολλοί ασθενείς μετά το εγκεφαλικό έχουν παραισθήσεις, νομίζουν ότι ήταν μεγάλοι στρατηγοί ή συγγραφείς, παρερμηνεύουν διάφορα γεγονότα της ζωής τους κλπ Ο δε πόνος του εγκεφαλικού πολλές φορές έχει περιγραφτεί ως τσεκουριά ή μαχαιριά, ο λεγόμενος "νταμπλάς". Πολύ έξυπνο μάλιστα το εύρημα του ονόματος του ήρωα: "Αλθάναρ"! Πράγματι, μετά το εγκεφαλικό οι πρώτες λέξεις που λένε οι ασθενείς είναι τόσο δυσαρθρικές που ακούγονται σαν ονόματα ηρώων. Πιθανότατα ο ασθενής μας να ήθελε να ζητήσει κάτι σαν "Μπανάνα" και ακούστηκε σαν "Αλθάναρ"... Έξυπνο, πολύ έξυπνο! Θα ήθελα από κάπου να έβγαζα μια φωτογραφία το ύφος του Ντίνου όταν θα διαβάζει το πιο πάνω σχόλιο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 11, 2009 Author Share Posted January 11, 2009 Θα ήθελα από κάπου να έβγαζα μια φωτογραφία το ύφος του Ντίνου όταν θα διαβάζει το πιο πάνω σχόλιο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 11, 2009 Share Posted January 11, 2009 Ρεαλιστικότατο! Πράγματι, πολλοί ασθενείς μετά το εγκεφαλικό έχουν παραισθήσεις....... Πιθανότατα ο ασθενής μας να ήθελε να ζητήσει κάτι σαν "Μπανάνα" και ακούστηκε σαν "Αλθάναρ"... Έξυπνο, πολύ έξυπνο! Μας μάμησες! Λάλησες; Μπα...όχι, άλλο σύμφωνο ψάχνω! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted January 12, 2009 Share Posted January 12, 2009 Μία διαφωνία έχω: Η Ευθυμία δε θα τα παρατούσε ποτέ, τι λες κι εσύ; Χμ, δεν είναι και τόσο σίγουρη η Ευθυμία γι' αυτό. Πιθανότατα, αν οι λόγοι ήταν αυτοί που περιγράφονταν (τα εγγονάκια δηλαδή), να τα είχε παρατήσει. ή μάλλον για αυτούς και μόνο τους λόγους θα μπορούσε να τα είχε παρατήσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nova Posted January 12, 2009 Share Posted January 12, 2009 Τι να σου πω, δυο ιστορίες σου έχω διαβάσει και με τις δυο τελείωσαν και αισθανόμουνα ανατριχίλες στην πλάτη (δείγμα ότι κάτι μου αρέσει πολύ) και αυτό δε μου συμβαίνει συχνά. Πολύ καλός, συνέχισε έτσι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted January 12, 2009 Share Posted January 12, 2009 Μπράβο, Ντίνο! Ἔγραψες μιὰ ὑπέροχη θλιβερὴ ἱστορία, ποὺ στὸ τέλος της διαφαίνεται μιὰ γλυκειὰ αἰσιοδοξία. Περιεκτικὸ κείμενο καὶ σαφές, ἄρτιο, ἀληθινό. Συγχαρητήρια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 14, 2009 Share Posted January 14, 2009 Ντίνο, η ιστορία μού άρεσε πολύ. Δεν θα σχολιάσω καμία τεχνική λεπτομέρεια, αλλά θα μείνω στο συναίσθημα που μου προκάλεσε: Δεν ήταν μελαγχολία, όπως είπαν κάποιοι στην αρχή. Αντιθέτως ήταν μια αίσθηση ότι ο ήρωας ήξερε τι ήταν σωστό για τον εαυτό του και ότι όσο αργά κι όσο οδυνηρά κι αν επέστρεψε σ' αυτό, θα ήταν πολύ καλύτερα από το να μην είχε επιστρέψει. Θετικό το βρήκα. Το αισθάνθηκα σαν κάτι που έκλεισε τον κύκλο του σωστά. Και συμφωνώ επί λέξει με τον aScannerDarkly Καθόλου ψυχοπλακωτικό δεν το βρήκα, μόνο μία υπέροχη προειδοποίηση για όλους, ακόμα κι αν δεν γράφουν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted August 26, 2015 Share Posted August 26, 2015 Το είχα διαβάσει τότε, μου άρεσε, το θυμόμουν ακόμα, έπειτα από έξι χρόνια. Αλλά τώρα, περισσότερο από ποτέ, το είχα ανάγκη. Να διαβαστεί πάλι. Να ακουστεί. Τώρα, που περιτριγυρίζομαι από θλιμμένους ενήλικες (πράγμα που με θλίβει κι εμένα, φυσικά), που πατάω στα σαράντα κι εγώ πια και είμαι πιο σίγουρη από ποτέ για το πώς θέλω να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου. Η φαντασία στην εξουσία! Ντίνο, είσαι μέσα στους αγαπημένους μου συγγραφείς. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted August 26, 2015 Share Posted August 26, 2015 ΧΑ-ΤΖΗ-ΓΙΩΡΓΗΗΗΗΣ! Ζήτωωωω! Ο ιππότης σερ Εγκεφαλικό! Βίβα λος χελωνονιντζάκια ντε Χαλκιδιστάν! Εγώ δεν το είχα διαβάσει (και ευχαριστώ την Άννα για το bump). Γενικά είναι λίγο πιο προσεχτικά γραμμένο σε σχέση με το μέσο όρο διηγημάτων της μασκότ μας και βρήκα μόνο ένα ορθογραφικό ("Ένιωσα κάτι να κινείτΕ"). Πολύ απλοϊκή και συνηθισμένη ιδέα, υπόθεση μηδέν και λύση ανύπαρκτη, αλλά νομίζω ότι αποδίδει πολύ πετυχημένα αυτό το δίλημμα που νιώθει όλος (;) ο κόσμος μεταξύ υποχρεώσεων και ονείρων. Στα συν και το ότι αυτή τη φορά η μασκότ μας βρίσκει το σωστό σημείο ρομαντισμού και δεν αστοχεί προς μελό, αφέλεια ή αχ-βαχ τουίτικα. Όμορφο. (Καλή ιδέα να βρίσκει κανείς ονόματα φάντασυ από παραμιλητά, χμ, χμ... ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted April 21 Share Posted April 21 Αγαπημένοι συγγραφείς του σφφ παρτίδα 1. (Αυτό το "παρτίδα" θα το εκτιμούσε ο Ντίνος). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.