Jump to content

Η αλεπού στο δρόμο


constantinos

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:

Είδος: Μια αλλόκοτη ιστορία

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2116

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Οι παραδοξότητες της αντίληψης

 

 

 

Η αλεπού στο δρόμο

 

 

 

 

Η μέρα μόλις είχε πάρει να χαράζει. Στη δύση το αστέρι της αυγής έλαμπε ακόμα σαν ξεχωριστό πετράδι και ανατολικά, πίσω από τα ψηλά βουνά που δέσποζαν πάνω από τη μικρή πόλη, οι ακτίνες του ήλιου κονταροχτυπιόταν με τα τελειώματα της νύχτας. Ο αέρας ήταν ψυχρός και γι’ αυτό ο νέος άντρας που βγήκε από το σπίτι έτριψε με δύναμη τα χέρια του και κούμπωσε βιαστικά το χοντρό στρατιωτικό τζάκετ.

 

Στη μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού στεκόταν ακόμα μια γυναίκα με τα σημάδια του ύπνου στο πρόσωπό της.

 

«Τι ώρα περίπου θα γυρίσετε;», ρώτησε νυσταγμένα τον άντρα.

 

Εκείνος στερέωσε την καραμπίνα που είχε περασμένη στον ώμο του και την κοίταξε σκεφτικός.

 

«Δεν ξέρω. Το πολύ μέχρι της πέντε θα έχουμε γυρίσει. Θα πάμε για λίγο, έτσι για να του φύγει η κάψα και θα γυρίσουμε».

 

«Καλά», είπε η γυναίκα πνίγοντας ένα χασμουρητό, «Εγώ πάω στο κρεβάτι κι άμα είναι θα σου τηλεφωνήσω. Το ‘χεις φορτισμένο το κινητό σου;»

 

Ο άντρας έβγαλε το μικρό τηλέφωνο και το κοίταξε.

 

«Εντάξει είναι», είπε και το εξαφάνισε πάλι σε μια από τις τσέπες του τζάκετ.

 

«Καλό βόλι τότε», είπε η γυναίκα χαμογελώντας και έκλεισε σιγά την πόρτα.

 

Για λίγο ο άντρας στάθηκε στη βεράντα του σπιτιού του και κοίταξε τα βουνά ανατολικά. Ήρεμες στιγμές. Κυριακάτικες. Θα προτιμούσε να τις περνούσε όμως ακόμα χωμένος κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα του κρεβατιού του αλλά έπρεπε να κάνει και το χατίρι του πατέρα του. Τον ήξερε. Αν δεν συμφωνούσε να πάει μαζί του για κυνήγι θα του κρατούσε μούτρα για όλη την εβδομάδα και θα γκρίνιαζε ρίχνοντάς του μπηχτές για τη γυναίκα του.

 

Τον τελευταίο καιρό οι καβγάδες τους είχαν γίνει συχνό φαινόμενο και γι’ αυτό έφταιγε η ξεροκεφαλιά του πατέρα του και η ανυπομονησία της γυναίκας του. Και το μικρό εργοστάσιο φυσικά. Το κωλοεργοστάσιο στο οποίο δούλευε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του και το οποίο ο πατέρας του αρνιόταν πεισματικά να του παραχωρήσει. Γιατί ο πατέρας του δεν καταλάβαινε ότι πλέον εκείνος είχε γίνει το εργοστάσιο κι ότι χρήματα έβγαιναν, έβγαιναν με τους κόπους του. Αγύριστο κεφάλι. Ένας μικρός παρεικμασμένος δυνάστης που έστω και με δεκανίκι απαιτούσε να παίρνει τις αποφάσεις.

 

Ο άντρας αναστέναξε και προχώρησε στη σκάλα.

 

Στο πατρικό του σπίτι ακριβώς κάτω από το δικό του, το φως στο παράθυρο της κουζίνας ήταν αναμμένο. Χτύπησε την πόρτα και μετά από λίγο του άνοιξε η μάνα του με το καμένο από τις βαφές μαλλί της ανακατεμένο και τα μάτια της πρησμένα από τον ύπνο.

 

«Έλα Πάνο μου. Καλημέρα».

 

«Έτοιμος είναι;»

 

«Από τις πέντε».

 

Ο Παναγιώτης μπήκε στο ζεστό καθιστικό και τράβηξε ίσια για την κουζίνα. Εκεί ο πατέρας του δίπλα στην αναμμένη σόμπα σιγόπινε τον καφέ του.

 

«Άργησες», του είπε μόλις τον είδε.

 

«Τι άργησα ρε πατέρα; Έξη παρά τέταρτο είναι η ώρα».

 

«Άργησες μπουχέσα», επέμεινε εκείνος.

 

Ο Παναγιώτης δεν αντιμίλησε. Τα μαύρα μάτια του πατέρα του τον κοιτούσαν αυστηρά με τρόπο που δε σήκωνε αντίρρηση. Δεν είχε αργήσει κι ήταν νωρίς για άλλον ένα καυγά. Ήταν Κυριακή.

 

«Καλά, πάμε τώρα;», είπε.

 

«Τώρα θα περιμένεις να πιω τον καφέ μου».

 

«Καλά».

 

Ο πατέρας του Παναγιώτη σήκωσε αργά το μικρό φλιτζάνι του καφέ και με προσοχή το έφερε στα χείλη του. Ρούφηξε ηχηρά την τελευταία γουλιά και κοίταξε για μια στιγμή το γιο του. Μια υποψία χαμόγελου πλανήθηκε στο πρόσωπό του κι έπειτα χάθηκε.

 

«Μαρίνα φεύγουμε», φώναξε στη γυναίκα του.

 

«Καλά», αντιγύρισε η Μαρίνα από το βάθος των υπνοδωματίων.

 

«Να μας περιμένεις κατά τις δυο».

 

«Εντάξει», ακούστηκε ξανά η φωνή της Μαρίνας.

 

«Άντε πάμε», είπε ο Χρόνης στο γιο του.

 

Οι δύο άντρες βγήκαν από το σπίτι και μπήκαν σ’ ένα μικρό Βαν. Στην «κλούβα» όπως την έλεγε γελώντας ο Χρόνης. Ο Παναγιώτης φυσικά ούτε καν σκέφτηκε να καθίσει στη θέση του οδηγού. Η θέση αυτή όπως και πολλές άλλες άνηκε στον πατέρα του.

 

«Θα πάμε στο Λιατοβούνι», είπε κοφτά.

 

«Λες να ‘χει τίποτα;», ρώτησε ο Πάνος.

 

«Ο Σώτος έτσι μου ‘πε. Αν δεν έχει θα του γαμήσω τον κώλο».

 

Ο Πάνος χαμογέλασε ακούγοντας τον πατέρα του να μιλάει κατά πως το συνήθιζε με βρισιές. Μια συνήθεια που του την είχε κολλήσει και που δυστυχώς έβλεπε να κολλάει και στο δικό του γιο, τον μικρό Χρόνη. Τι περίμενες. Αγύριστο κεφάλι ο πατέρας. Όσο κι αν επέμενε εκείνος κι η Άννα, ο πατέρας του με κάθε ευκαιρία έκανε μια πλήρη κατήχηση στον εγγονό του όσον αφορά το λεξιλόγιό του.

 

Κάθε φορά που η Άννα πήγαινε να πει κάτι γι’ αυτό το θέμα ο Χρόνης την κοίταζε βλοσυρά.

 

«Τι λες μωρή. Ο εγγονός μου είναι άντρας. Θα μου τον κάνεις εσύ ουϊ, ουϊ;»

 

Η Άννα κοκκίνιζε αλλά δεν τολμούσε να του απαντήσει παρά μονάχα αργότερα σιγόψηνε το μυαλό του Πάνου μουρμουρίζοντας.

 

Ο φιδογυριστός δρόμος που οδηγούσε στο Λιατοβούνι ήταν εντελώς άδειος από αυτοκίνητα ενώ στις άκρες τα βάτα ήταν σκεπασμένα με την πάχνη του κρύου πρωινού του Νοέμβρη. Τα ψηλά έλατα και πεύκα άφηναν μονάχα μια λεπτή λουρίδα ουρανού, ακριβώς πάνω από τον δρόμο, να διαγράφεται με ένα γλυκό γαλαζόασπρο χρώμα.

 

Ο Πάνος χαλάρωσε στο κάθισμά του και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί έξω.

 

Δίπλα του ο πατέρας του συνέχισε να οδηγεί έχοντας πάρει μια άκαμπτη στάση.

 

Ο δρόμος άνοιγε συνέχεια μπροστά τους πότε πηγαίνοντας αριστερά και πότε απότομα δεξιά ακολουθώντας τη γραμμή των βουνών.

 

Ο πατέρας του ξεφύσιξε και μετακινήθηκε στο κάθισμά του σαν κάτι να τον ενοχλούσε.

 

Ο Πάνος τον κοίταξε. Το πρόσωπό του ήταν κάπως περίεργα άκαμπτο και μονάχα μια μικρή σύσπαση σαν τικ στο πάνω χείλος του φαινόταν να διαταράσσει την ακινησία του προσώπου.

 

«Έχεις τίποτα;», ρώτησε ανασηκώνοντας το σώμα του από την προηγούμενη χαλαρή στάση.

 

«Όχι εντάξει είμαι», απάντησε ο πατέρας του αλλά ο Πάνος νόμισε ότι διέκρινε στη φωνή του μια μικρή αβεβαιότητα, «Λίγο το στομάχι μου με παιδεύει. Όλη τη βδομάδα τώρα. Μάλλον φταίει ο καφές. Δεν έπρεπε να τον πιω».

 

Ίσως φταίει και το κρασί που κατεβάζεις κάθε βράδυ, σκέφτηκε ο Πάνος αλλά δεν είπε τίποτα.

 

Ο πατέρας του φάνηκε να χαλαρώνει κι εκείνος χαλάρωσε ξανά μαζί του. Τι ψάχνεις. Της ηλικίας είναι. Εξήντα δύο χρόνια δεν είναι και λίγα, σκέφτηκε κοιτώντας πάλι το δρόμο.

 

Ξαφνικά άκουσε δίπλα του τον πατέρα του να βγάζει μια πνιχτή κραυγή και αφήνοντας το τιμόνι να πιάνει το στήθος του και να σκύβει μπροστά.

 

Ο Παναγιώτης για λίγα δευτερόλεπτα κοίταξε σαστισμένος τον πατέρα του αλλά αμέσως ξύπνησε καθώς είδε το Βαν να κατευθύνεται ολοταχώς προς την άκρη του γκρεμού.

 

«Πατέρα;! Πατέρα τι έπαθες;», φώναξε και προσπάθησε να σηκώσει τον Χρόνη που είχε πέσει πάνω στο τιμόνι και δεν κουνιόταν.

 

Καθώς η άκρη του γκρεμού πλησίαζε αναγκάστηκε να σύρει το σώμα του πατέρα του από το τιμόνι και να τον ξαπλώσει στα καθίσματα ενώ ταυτόχρονα έστριψε το αυτοκίνητο λίγο πριν γκρεμιστούν. Με μια περίπλοκη μανούβρα κατάφερε να πατήσει το φρένο και να ακινητοποιήσει το Βαν.

 

Ανασαίνοντας βαριά ο Πάνος έστρεψε την προσοχή του στον πατέρα του που ήταν ακόμα πεσμένος στα καθίσματα και δεν κουνιόταν.

 

«Πατέρα! Ξύπνα πατέρα, τι έχεις;», φώναξε και σήκωσε τον Χρόνη που δεν κουνιόταν έχοντας κλείσει τα μάτια.

 

Για πάντα όπως αποδείχτηκε. Έμφραγμα.

 

 

Η κηδεία του Χρόνη ήταν αντάξια ενός μικρού άρχοντα. Ολόκληρη η πόλη είχε τεθεί σε εγρήγορση από τον ξαφνικό θάνατο ενός δραστήριου μέλους της που προκαλούσε πολλά σχόλια. Μεγάλο κοινωνικός γεγονός και η κηδεία που έγινε στη Μητρόπολη τα είχε όλα. Ακόμα και ο Δεσπότης τίμησε το νεκρό με την παρουσία του βγάζοντας του και έναν μακρύ επικήδειο.

 

Η οικογένεια συντετριμμένη παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. Ο Πάνος δακρυσμένος είχε στυλώσει το βλέμμα του στο ανοιχτό φέρετρο κοιτώντας το χλωμό πρόσωπο του πατέρα του. Χλωμό και γαλήνιο σα να κοιμόταν τον πιο ευχάριστο ύπνο της ζωής του.

 

«Τι γίνεται τώρα;», σκεφτόταν. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε αισθανθεί τόσο ξεκρέμαστος. Έστω κι αν γνώριζε ότι κάτι τέτοιο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα γινόταν, ποτέ δε υποψιάστηκε το μέγεθος τούτου του συναισθήματος ανασφάλειας που τον κατείχε τώρα. Λύπη. Μεγάλη λύπη για το ότι ο πατέρας του χάθηκε έτσι ξαφνικά και φόβος γιατί ο θάνατος του τον έφερνε μοιραία πιο κοντά στο δικό του.

 

«Κι όλα έτσι τελειώνουν λοιπόν;», ρώτησε τον εαυτό του, «Ένα ωραίο πρωί, χωρίς τίποτα το διαφορετικό από όλα τα άλλα ωραία πρωινά, όλα σβήνουν;»

 

Τουλάχιστον τώρα είχε το εργοστάσιο. Η μάνα του δηλαδή αλλά στην ουσία αυτός.

 

 

 

 

 

 

Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το ταβάνι της κρεβατοκάμαράς του. Κάτι τον είχε ξυπνήσει. Ήταν το μουρμουρητό και τα σιγανά γέλια που άκουγε τώρα κατά διαστήματα ή κάτι άλλο;

 

Το δωμάτιο ήταν τυλιγμένο στο μισοσκόταδο. Ελάχιστο φως μπορούσε να περάσει από τις βαριές κουρτίνες του παραθύρου. Αισθανόταν καλά πέρα από μια ανησυχία. Μια ανησυχία που προερχόταν από κάτι παράξενο που είχε δει στον ύπνο του.

 

Ανησυχία και λύπη. Εκείνο το είδος της θλίψης που τον έπιανε κάθε φορά που σκεφτόταν το αναπόφευκτο. Αναστέναξε γιατί για μια στιγμή πεθύμησε να περάσει την υπόλοιπη μέρα του χωμένος στα σκεπάσματά του αλλά δυστυχώς αυτό ήταν αδύνατο. Δε γινόταν να είναι αργόσχολος. Θυμόταν το πατέρα του να τον κεντρίζει διαρκώς σα τεμπέλικο γαϊδούρι προκειμένου να δουλεύει και να μη γίνει ακαμάτης. Του έλεγε συνέχεια πως ακόμα και μια ανούσια δουλειά ήταν καλύτερη από καθόλου δουλειά.

 

Ανησυχία και θλίψη.

 

Στο μυαλό του επέστρεψε το όνειρο σε κάθε λεπτομέρεια και ανατρίχιασε.

 

«Ανοησίες», σκέφτηκε.

 

Αργά σηκώθηκε από το κρεβάτι του και έβαλε τα ρούχα του. Ήθελε να δει ποιοι διάολο είχαν στρατοπεδεύσει στο σπίτι του σήμερα. Μέρες τώρα ήταν που προσπαθούσε να ξεφορτωθεί τους συγγενείς και τους γείτονες του μπας και βρει την ησυχία του από τις αδιάκοπες ερωτήσεις για τον αν αισθανόταν καλύτερα και μήπως ήθελε καμιά βοήθεια και, και, και…αλλά τίποτα.

 

Αυτή η πόλη είχε τον τρόπο της ορισμένες φορές να σε πιέζει σαν τανάλια.

 

Τέλος πάντων.

 

Βγήκε στο διάδρομο και στάθηκε για μια στιγμή προσπαθώντας να αναγνωρίσει τις φωνές. Να είναι προετοιμασμένος τουλάχιστον.

 

«Θυμάσαι ρε Μαρία εκείνη τη φορά στη Λευκάδα τότε που ο Χρόνης δεν μπήκε ούτε μια φορά στο νερό», είπε μια ανδρική φωνή πνίγοντας ένα γέλιο.

 

«Αν θυμάμαι λέει; Πώς να ξεχάσω που είχα περάσει όλες τις μέρες γιαουρτωμένη σα κομμάτι πίτας;», απάντησε μια στριγκή γυναικεία φωνή.

 

Μάλιστα….Ο μαλάκας ο αδερφός μου με την ξιπασμένη τη γυναίκα του, σκέφτηκε.

 

«Μαρία μου να σου βάλω κι άλλο καφέ;», ακούστηκε μια άλλη γυναικεία φωνή.

 

Η γυναίκα μου, πρόσθεσε στη σκέψη του.

 

«Μαμά έμειναν καθόλου ροξάκια;»

 

Ο γιος μου. Μια ζωή το νου του στο φαγητό. Σα μοσχάρι έχει καταντήσει.

 

Πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε για την κουζίνα κάνοντας το σταυρό του.

 

Εκείνη τη στιγμή ο Ντίνος ο αδερφός του με το πρόσωπό του κατακόκκινο από τα γέλια ήταν έτοιμος να θυμηθεί άλλο ένα αστείο περιστατικό από τη ζωή του Χρόνη.

 

«Θυμάστε τότε που ο Χρόνης…Α!! Νάτος! Καλώς τον ασθενή μας», φώναξε κοιτώντας το Χρόνη.

 

«Ρε αδερφέ, βγάλ’ την τάπα απ’ τον κώλο. Λες κι είσαι έτοιμος να σκάσεις μοιάζεις», του απάντησε.

 

«Χρόνη!!», φώναξε αυστηρά η Μαρίνα.

 

«Δεν πειράζει Μαρίνα μου. Πάντα με τον καλό το λόγο ο αδερφούλης μου. Ιδίως όταν έχει ξυπνήσει».

 

«Ακριβώς», απάντησε ο Χρόνης και αγριοκοίταξε το γιο του.

 

«Άντε ρε μπουχέσα κάνε πιο πέρα να καθίσει ο πατέρας σου. Με βλέπεις που στέκομαι άρρωστος άνθρωπος».

 

«Εντάξει ρε πατέρα δεν είσαι και του θανατά. Μια μελανιά στο στήθος έχεις».

 

«Αν τη βρω εκείνη την αλεπού που πετάχτηκε στο δρόμο θα τη γδάρω ζωντανή και θα την κάνω χαλί για την πόρτα».

 

Όλοι γέλασαν με το ξέσπασμα του Χρόνη εκτός από την Άννα που κοίταξε το γιο της που έπαιζε στο χολ. Ο Χρόνης που είδε το βλέμμα της έχασε αμέσως το χαμόγελό του και πήρε μια βαθιά ανάσα.

 

«Τι έχεις ρε αδερφέ κι αναστενάζεις;», τον ρώτησε ο Ντίνος.

 

«Τίποτα», απάντησε αλλά ένιωσε και πάλι θλίψη κι ανησυχία μόνο που τώρα ήταν πιο αμυδρά μέσα του, «Τίποτα. Είδα απλά ένα άσχημο όνειρο.»

 

«Τι όνειρο;»

 

Ο Χρόνης δίστασε να μιλήσει.

 

«Ξέρεις τι λένε κουνιάδε; Πως αν πεις ένα όνειρο σε κάποιον τότε δε θα βγει ποτέ αληθινό», του είπε η Μαρία.

 

«Αλήθεια;», τη ρώτησε και στη ματιά του υπήρχε ελπίδα.

 

«Είδα ότι εκείνη τη μέρα…τότε με την αλεπού και το αυτοκίνητο, είδα ότι ήμασταν ακριβώς μέσα στην «κλούβα» μόνο που δεν προσπάθησα ν’ αποφύγω μια αλεπού αλλά ότι μου μούδιασε το χέρι. Απότομα. Και ξαφνικά ένιωσα έναν απίστευτο πόνο σ’ όλο μου το στήθος σχεδόν μέχρι το κεφάλι κι ότι άφησα το τιμόνι…»

 

Ο Χρόνης έτριβε απαλά το στήθος του στο μέρος της καρδιάς.

 

«Και μετά;», ρώτησε ο αδερφός του.

 

Σα να επανήλθε στην πραγματικότητα του απάντησε, «Τίποτα. Μετά ξύπνησα».

 

Όλοι φάνηκαν να χαλαρώνουν, όλα για λίγο έμοιαζαν να ήταν σταματημένα και να άρχισαν πάλι να κυλούν.

 

«Τέλος πάντων ότι κι αν σημαίνει δεν πρόκειται ποτέ τώρα να βγει αληθινό αφού μας το ‘πες», δήλωσε η Μαρία.

 

Ο Χρόνης άφησε ένα μακρόσυρτο χασμουρητό και ρώτησε τη γυναίκα του αν είχαν μείνει ροξάκια.

 

«Μπροστά σου είναι», του απάντησε εκείνη.

Edited by mariposa
Link to comment
Share on other sites

Καταρχήν, καλώς ήρθες και πάλι με την ευκαιρία της πρώτης σου ιστορίας εδώ.

Κοίτα τώρα τί έχω πάθει:

καταρχήν βρίσκω τους διαλόγους σου πολύ αληθοφανείς, και αυτό μ'αρέσει σε μία ιστορία, γενικά η γλώσσα σου φαίνεται 'ώριμη' και στρωτή.

όμως διαβάζοντας μέχρι το τέλος ένιωσα όπως όταν όλοι γελάνε μ'ένα ανέκδοτο που δεν έχεις καταλάβει...το ξαναδιάβασα, και ενώ μ'αρέσει η ροή της, δεν μπορώ να πιάσω αυτό που θές να πείς, κι έχω αγχωθεί. το διάβασα τις δύο φορές, και έκανα ένα διάλειμμα και το ξαναδιάβασα. Κοίτα, το πιο πιθανό είναι να φταίω εγώ, γιατί δεν φημίζομαι για την ευστροφία μου (εξ ου και το blondbrained) και είμαι όντως απο τους ανθρώπους που δεν πιάνουν τα καλά ανέκδοτα, αλλά ίσως δεν με βοήθησες κι εσύ αρκετά;

Θα το ξαναδιαβάσω με καθαρότερο μυαλό, ίσως μου ξεφεύγει κάποια λεπτομέρεια, πάντως φαίνεται οτι είσαι 'δουλεμένος' στην συγγραφή, αν επιτρέπεται η έκφραση, ασχέτως αν έχεις εκδοθεί ή όχι.

Link to comment
Share on other sites

όμως διαβάζοντας μέχρι το τέλος ένιωσα όπως όταν όλοι γελάνε μ'ένα ανέκδοτο που δεν έχεις καταλάβει...το ξαναδιάβασα, και ενώ μ'αρέσει η ροή της, δεν μπορώ να πιάσω αυτό που θές να πείς, κι έχω αγχωθεί. το διάβασα τις δύο φορές, και έκανα ένα διάλειμμα και το ξαναδιάβασα. Κοίτα, το πιο πιθανό είναι να φταίω εγώ, γιατί δεν φημίζομαι για την ευστροφία μου (εξ ου και το blondbrained) και είμαι όντως απο τους ανθρώπους που δεν πιάνουν τα καλά ανέκδοτα, αλλά ίσως δεν με βοήθησες κι εσύ αρκετά;

 

 

Blondbrained μην αγχώνεσαι καθόλου γιατί και μια φίλη μου που είχε διαβάσει την ίδια ιστορία (που την έχω γράψει εδώ και μερικά χρόνια) είχε ακριβώς την ίδια αντίδραση. Αυτό απλά δείχνει ότι η ιστορία δε λειτουργεί σε γενικές γραμμές αλλά την αγαπώ κυρίως γιατί περιγράφει με ακρίβεια (έτσι πιστεύω) κάποιους ανθρώπους από τη ζωή μου.

 

Τώρα φυσικά πρέπει να σου αποκαλύψω και την πρόθεση της ιστορίας που δεν είναι άλλη από τις σκέψεις μου πάνω στο τι μπορεί να είναι ο θάνατος και η ζωή γενικότερα. Στην ιστορία θα έπρεπε (αν λειτουργούσε) να έρχεσαι αντιμέτωπη με δυο πιθανότητες:

 

Το πρώτο κομμάτι της ιστορίας να είναι ένα όνειρο που βλέπει ο Χρόνης όπου τελικά δεν υπήρξε έμφραγμα αλλά ένα ατύχημα που προκάλεσε μια αλεπού που πετάχτηκε μπροστά στο βαν και η δεύτερη εκδοχή να είναι και τα δυο περιστατικά κατά κάποιο τρόπο αληθινές παράλληλες πραγματικότητες. Μια πραγματικότητα όπου ο Χρόνης είναι νεκρός και μια πραγματικότητα όπου ο (νεκρός;) Χρόνης ζει και βασιλεύει.

 

Ελπίζω πάντως να μη σε παίδεψα αρκετά…

 

Σκοπεύω πάντως να σας ανεβάσω και λιγότερο μπερδεμένες ιδέες μου.

Link to comment
Share on other sites

Το πρώτο κομμάτι της ιστορίας να είναι ένα όνειρο που βλέπει ο Χρόνης όπου τελικά δεν υπήρξε έμφραγμα αλλά ένα ατύχημα που προκάλεσε μια αλεπού που πετάχτηκε μπροστά στο βαν και η δεύτερη εκδοχή να είναι και τα δυο περιστατικά κατά κάποιο τρόπο αληθινές παράλληλες πραγματικότητες. Μια πραγματικότητα όπου ο Χρόνης είναι νεκρός και μια πραγματικότητα όπου ο (νεκρός;) Χρόνης ζει και βασιλεύει.

 

ΩΩΩΩΩ!!!

Δεν φαντάζεσαι πόσο χάρηκα, γιατί και οι δύο πιθανότητες πέρασαν μάλλον 'διαισθητικά' (αν καταλαβαίνεις τί εννοώ) απο το μυαλό μου, οπότε απ'αυτή την άποψη μάλλον πέτυχες τον στόχο σου...σ'ένα βαθμό, γιατί ήταν ένα πέρασμα περισσότερο απο μέσα μου, κι όχι κάτι στοιβαρό!

 

 

Σκοπεύω πάντως να σας ανεβάσω και λιγότερο μπερδεμένες ιδέες μου.

 

Ναι, σε παρακαλώ :)

Link to comment
Share on other sites

Κωνσταντίνε καλώς όρισες στο φόρουμ!

Θα συμφωνήσω με την Blondbrained. Διάβασα το κείμενό σου δύο φορές και άλλη μια αφού έγραψες τις διευκρινήσεις σου. Ενώ οι ιστορίες είναι ευκολοδιάβαστες, κάτι γίνεται στην δεύτερη που δεν μπορώ να την κατανοήσω. Δεν είναι το παράλληλο σύμπαν που το μπερδεύει, θα έλεγα ίσως οτι έχει πολλά πρόσωπα που μπουρδουκλώνουν τον αναγνώστη. Βέβαια αυτή είναι δική μου άποψη, δεν σημαίνει ότι έτσι είναι...

Περιμένω και γω να διαβάσω και άλλες ιστορίες σου!

Link to comment
Share on other sites

Και με όλες τις διευκρινίσεις εγώ παρέμεινα χαμένος. Ο λόγος: Για μένα, κινητήρια δύναμη του διηγήματος ήταν ο κεντρικός ήρωας, δηλαδή ο πατέρας, που μου ήταν ιδιαίτερα αντιπαθής. (Μισώ τέτοιους χαρακτήρες, βάλε και που ασχολείται με το κυνήγι, έδεσε το πράμα). Και στις δύο εκδοχές της αφήγησης, όνειρο ή πραγματικότητα, ο κάφρος παραμένει κάφρος. Το παραλίγο ατύχημα ή και το όνειρο με τον θάνατο του δεν έφεραν ουδεμία διαφοροποίηση στον χαρακτήρα του. Τότε, προς τι αυτή η διήγηση; Γιατί γράφτηκε αυτή η ιστορία;

Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι για τις απορίες γιατί αυτό σημαίνει ότι στ’ αλήθεια διαβάσατε την ιστορία μου.

 

 

 

QUOTE

 

Ενώ οι ιστορίες είναι ευκολοδιάβαστες, κάτι γίνεται στην δεύτερη που δεν μπορώ να την κατανοήσω. Δεν είναι το παράλληλο σύμπαν που το μπερδεύει, θα έλεγα ίσως οτι έχει πολλά πρόσωπα που μπουρδουκλώνουν τον αναγνώστη. Βέβαια αυτή είναι δική μου άποψη, δεν σημαίνει ότι έτσι είναι...

 

 

 

Mariposa αυτό ακριβώς ήθελα να κάνω. Να σε μπερδέψω με το πέρασμα από το ένα μέρος στο άλλο έτσι ώστε να χαθείς και να μην είσαι σίγουρη αν περιγράφω τον Χρόνη ή τον γιο του. Η πρόθεση είναι να γίνει η ανατροπή κι εκεί που νομίζεις ότι το δεύτερο κομμάτι είναι συνέχεια του πρώτου, στο τέλος να αντιλαμβάνεσαι ότι είναι μια δεύτερη εκδοχή του πρώτου περιστατικού.

 

Ήθελα να δημιουργήσω σύγχυση που υποτίθεται ότι θα εξαφανιζόταν στο τέλος αλλά φαίνεται ότι αυτό δε γίνεται…

 

 

 

QUOTE

 

 

 

Και με όλες τις διευκρινίσεις εγώ παρέμεινα χαμένος. Ο λόγος: Για μένα, κινητήρια δύναμη του διηγήματος ήταν ο κεντρικός ήρωας, δηλαδή ο πατέρας, που μου ήταν ιδιαίτερα αντιπαθής. (Μισώ τέτοιους χαρακτήρες, βάλε και που ασχολείται με το κυνήγι, έδεσε το πράμα). Και στις δύο εκδοχές της αφήγησης, όνειρο ή πραγματικότητα, ο κάφρος παραμένει κάφρος. Το παραλίγο ατύχημα ή και το όνειρο με τον θάνατο του δεν έφεραν ουδεμία διαφοροποίηση στον χαρακτήρα του. Τότε, προς τι αυτή η διήγηση; Γιατί γράφτηκε αυτή η ιστορία;

 

 

 

Φίλε Dino όπως ίσως κατάλαβες από όσα εξήγησα στη mariposa και την Blondbraind σκοπός μου ήταν να παίξω με την αντίληψη του αναγνώστη και να μιλήσω για ένα ερώτημα που μου έρχεται συχνά, πυκνά και που το έχω διαπραγματευτεί με διαφορετικούς τρόπους στο βιβλίο μου. Αυτή η ιδέα έχει να κάνει κυρίως με το κατά πόσο η ζωή που ζούμε είναι πραγματική ή όχι και τι ακριβώς μπορεί να σηματοδοτεί ο θάνατος. Γενικά με απασχολεί πάρα πολύ τι ακριβώς είναι αυτό που ονομάζουμε πραγματικό ή πραγματικότητα κι αυτό διαπραγματεύεται η ιστορία παρουσιάζοντας δυο πιθανότητες. Δεν κάνω statement γι’ αυτό και έχεις την αίσθηση του άσκοπου. Δεν προσπαθώ να ερμηνεύσω καταλήγοντας σε κάποιο συμπέρασμα αλλά να βάλω τον αναγνώστη να αναρωτηθεί όπως κι εγώ…

 

Τέλος για τη καφρίλα που λες, έχεις απόλυτο δίκιο. Ο μακαρίτης ο θείος μου πάνω στον οποίο βασίστηκε ο Χρόνης ήταν ακριβώς αυτό. Φωνακλάς, μπουρτζόβλαχος, ακαλλιέργητος και πολλές φορές αναίσθητος, μ’ εκείνον τον παλιομοδίτικο macho τρόπο που κι εγώ απεχθάνομαι. Ωστόσο ήταν κι έξω καρδιά μ’ ένα τρόπο που σε έκανε να τον συμπαθήσεις τελικά. Άσε που κάθε φορά γύριζε απ’ το κυνήγι με άδεια χέρια. Ήταν μάλλον μια δικαιολογία για να ξεφύγει από τα καθημερινά. Πάντως σκοπός μου δεν ήταν να τον ωραιοποιήσω, ούτε να του χαριστώ. Σκοπός μου ήταν να σου παρουσιάσω ένα αληθινό άνθρωπο με συνηθισμένη ζωή κι ίσως ασυνήθιστη κατάληξη.

 

Άρα με δυο λόγια αυτή η ιστορία είναι ένα αλλόκοτο snap shot χωρίς κανένα ηθικό υπονοούμενο.

 

Συγνώμη για το κατεβατό….

 

 

 

PS Για την ιστορία, ο μακαρίτης πέθανε στ’ αλήθεια από έμφραγμα μια ωραία πρωία πηγαίνοντας για κυνήγι

Link to comment
Share on other sites

Κατ' ἀρχὰς καλωσώρισες, Κωνσταντίνε, στὴν παρέα μας.

 

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι κι ἐγώ, διαβάζοντας τὴν ἱστορία σου, μπερδεύτηκα λιγάκι. Αἰτία εἶναι τὰ τόσα ὀνόματα μέσα σὲ ἕνα τόσο μικρὸ κείμενο. Ἔτσι ὥστε χρειάστηκε νὰ διαβάσω μπρὸς-πίσω προκειμένου νὰ συνδυάσω χαρακτήρα μὲ ὄνομα. Τὰ σχόλια στὴν συνέχεια μὲ βοήθησαν ἐπαρκῶς (γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, εἶμαι λίγο τεμπέλης γιὰ νὰ ξαναδιαβάσω ἀπ' τὴν ἀρχὴ τὸ διήγημα καὶ προτίμησα τὴν βοήθεια τοῦ κοινοῦ).

 

Παρ' ὅλ' αὐτά, ὑπάρχει διάχυτη στὸ διήγημά σου μιὰ ὀνειρικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ μοῦ θυμίζει τὶς ὀνειρικὲς φανταστικὲς διηγήσεις τοῦ Μιρτσέα Ἐλιάντε, στὶς ὁποῖες παρελαύνουν πρόσωπα καὶ ζωγραφίζονται εἰκόνες ποὺ στοχεύουν στὸ ἀσυνείδητο. Θέλω νὰ πῶ, δηλαδή, πὼς σὲ γενικὲς γραμμὲς τὸ διήγημά σου ἦταν σωστὰ διαρθρωμένο, οἱ λέξεις κατάλληλα ἐπιλεγμένες, οἱ διάλογοι κι οἱ χαρακτῆρες πειστικοὶ καὶ ἐν τέλει διάβασα μιὰ ἱστορία ποὺ μοῦ μετέδωσε μιὰν αἴσθηση τοῦ ἀλλόκοτου. Σὲ τέτοιου εἴδους ἱστορίες δὲν ἔχει καὶ τόση σημασία ἂν κατανοεῖς πλήρως τί γίνεται (πᾶρε, γιὰ παράδειγμα, τὸν Τζόυς). Τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ μεταφορὰ μιᾶς αἴσθησης, τὴν ὁποία φρονῶ πὼς φέρνεις εἰς πέρας - ἄρα δὲν νομίζω ὅτι χρειάζεται νὰ παρέμβεις στὸ κείμενο, παρ' ἐκτὸς κι ἂν δὲν θέλεις νὰ θυμίζει Ἐλιάντε ἢ Τζόυς.

 

Ἐν ὀλίγοις, ἔτσι ὅπως διάβασα τὴν ἱστορία σου, σοῦ δίνω συγχαρητήρια.

Link to comment
Share on other sites

Adinol σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, τα καλά λόγια και τις παρατηρήσεις. Απλά διασκέδασε με τους χαρακτήρες….

 

Θέλω να σου γράψω και σχόλιο για την Ακινησία αλλά πριν το κάνω θέλω να το ξαναδιαβάσω.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..