Blondbrained Posted January 11, 2009 Share Posted January 11, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Είμαι η Πέγκυ, η Πεγκούλα, το Πεγκάκι σου! Είδος: μία απλή ιστοριούλα του χωριού μάλλον Βία; (Ναι/Όχι) οχι Σεξ; (Ναι/Όχι) όχι ακριβώς Αριθμός Λέξεων: 1300 περίπου Αυτοτελής; Ναι ΜΙΑ ΠΟΤΑΜΙΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ‘Κοίτα βροχή που έπιασε’. Με τα πόδια βουτηγμένα στο ποτάμι, ίσα λίγο πάνω απο τον αστράγαλο, το παγωμένο νερό να του μουδιάζει το κορμί όλο, καθόταν όρθιος, να βρέχεται και απο πάνω και απο κάτω, ν’αναρωτιέται για το νερό που ξαφνικά βρέθηκε παντού γύρω του. Η βροχή πλήγιαζε το ποτάμι με μικρές ανατινάξεις στην επιφάνειά του. Να πέφτουν οι σταγόνες δυνατές και γεμάτες και να σκάνε με θόρυβο. Δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του απο φόβο μήπως κάποια απο αυτές τις οργισμένες σταγόνες χτυπήσει τα μάτια του. Κι έτσι γερμένος έμεινε να κοιτάζει τις πληγές. Τα μαλλιά του έσταζαν, σαν πηγή, σαν μικρός καταρράκτης. Ενιωθε το νερό να χώνεται απαιτητικά και χωρίς ενδοιασμούς μέσα απο τα ρούχα του, να μουσκεύει το δέρμα του, και να το παπαριάζει. Τον έτρωγε το παπαριασμένο δέρμα αλλά δεν κουνιόταν. Ελεγε ‘θα σταματήσει, κι όταν σταματήσει θα συνεχίσω’. Κι άν έμενε εκεί το ίδιο ήταν, κι αν έτρεχε το ίδιο κι απαράλλαχτο. Ολα ήταν ίδια, λές και δεν υπήρχαν επιλογές στην μοίρα του. Τί να την έβλεπε λίγο πρίν, τί λίγο μετά. Τί να της το έλεγε απλά βρεγμένος τί παπαριασμένος. Το ίδιο ήταν. Ιδιο και απαράλλαχτο. Κι αυτή ίδια με όλες τις γυναίκες ήταν. Κράταγε τον μικρό λαγό που κι αυτός βρεχόταν πιά κρεμασμένος απο το χέρι του. Το σημείο που τον κράταγε ήταν ακόμα ζεστό, λές και είχε πνοή το ζωντανό, που ζωντανό δεν ήταν πιά. Εσταζε κι αυτό, το κρέας του παπάριαζε σαν το δικό του. Θα ήταν πιο μαλακό άραγε στο μαγείρεμα; Το ποτάμι φούσκωσε λίγο με την επίθεση της βροχής. Του έφτανε λίγο πρίν το γόνατο, αλλά δεν το αισθανόταν. Απλά το έβλεπε. Το μέρος κάτω απο το νερό ήταν απόλυτα παγωμένο, απόλυτα μουδιασμένο. Δεν είχε λοιπόν καμμία αίσθηση, και σχεδόν απορούσε που ήταν ακόμα όρθιος. Η άλλη πλευρά μόλις τρία βήματα, αλλά δεν μπορεί να τα κάνει, έχει κολλήσει εκεί. Το καλό είναι οτι τώρα μπορεί να κλάψει και να μήν το καταλάβει κανείς. Βρέχει τόσο πολύ, κι ο ίδιος στάζει τόσο πολύ, που όσο πολύ κι αν κλάψει θα είναι ίδιο κι απαράλλαχτο. Κι αν τον δεί κλαμμένο, θα της πεί οτι απο την βροχή ήταν, κι οτι μία σταγόνα τον χτύπησε στο μάτι. Και θα της δώσει τον λαγό να τον μαγειρέψει, η φοβερή μαγείρισα, που κάνει το καλύτερο στιφάδο στο χωριό. Μετά να της το πεί, ή πρίν; να φάει το στιφάδο ή όχι; Θα ήταν ίσως πιο αντρίκιο να της πετάξει τον λαγό, να της το πεί, και μετά να απαιτήσει να φάει και το φαγητό που θα μαγειρέψει. Αυτό θα ήταν μεγάλη μαγκιά, αλλά για αυτόν το ίδιο ήταν. Τί πρίν τί μετά; ‘Κοίτα βροχή που έπιασε η αναθεματισμένη’. Νιώθει να βουλιάζει. Λές και το ποτάμι δεν αντέχει άλλο το βάρος του. Κουράστηκε να τον κανακεύει και να τον φιλοξενεί, κι έχει σοβαρότερα πράγματα να κάνει. Ολόκληρος ο ουρανός τα έχει βάλει μαζί του, δεν πά να τον καταπιεί; Θα τον χωνέψει, όπως τόσα και τόσα, τόσες χιλιάδες χρόνια τώρα. Βουλιάζει, χάνει λίγο την ισορροπία του, βρίσκει σε κάτι πέτρες, αλλά κι αυτές βουλιάζουν. Το συμπαγές και στέρεο έγινε ασταθές και σύμπαν. Τρία βήματα, και μετά φτάνεις εκεί, το λές και ξεμπερδεύεις. Τρία βήματα και την έχασες. Τρία βήματα ‘την αναθεματισμένη’. Τα μαλλιά της ήταν όμορφα όπως κι αν ήταν. Καστανά, που γίνονταν μαύρα με την βροχή και ξανθοκόκκινα με τον ήλιο. Τα μάτια της σαν θάλασσα όταν θύμωνε, και ουρανός στην χαρά της. Αγαπούσε όμως πάνω απ’όλα τα χέρια της, τα μακρυά της δάκτυλα που καταπιάνονταν με πράγματα γυναικεία μόνον, και όμως έμοιαζαν πιο γυναικεία και πιο εύθραστα απο όλα τα γυναικεία δάκτυλα που είχε δεί στην ζωή του. Μακρυά, λευκά και διάφανα, με λαμπερά νύχια, να χαλαρώνουν την ψυχή του με κάθε τους κίνηση. Πόσο την αγαπούσε! Το ποτάμι τον ρουφούσε, το ένιωθε. Τα ποτάμια δεν ρουφάνε έτσι, στα καλά καθούμενα. Α, ξέρει γιατί. Ξέρει γιατί δεν τον θέλει άλλο. Επειδή δεν την αγαπάει πιά, την νεράιδα του, την μάγισσά του, που κάθε πρωί ερχόταν κι έπλενε στο ποτάμι, μόνη αυτή σε όλο το χωριό, λες και η τεχνολογία είχε αγγίξει με το μαγικό της ραβδί τους πάντες εκτός απο αυτή.. Η μόνη του χωριού, κορίτσι πράμα έτρεχε στα ποτάμια κι έπλενε τα ρούχα της στις 3.00 το μεσημέρι, κι όλες οι γριές σταυροκοπιόταν κι έφτυναν τον κόρφο τους με την αλλοπαρμένη που μίλαγε με τα ξωτικά. Μα στις 3.00 το μεσημέρι τί πήγαινε άλλο να κάνει; Ειναι η ώρα η επικίνδυνη! Και τα ρούχα μετά τα έφερνε πίσω πλυμμένα και μυρωδάτα. Κάτι παιδιά που την είχαν παρακολουθήσει είχαν πεί πως την είδαν να χορεύει με κάτι όμορφες και διάφανες γυναίκες που ανάλαφρα πατούσαν το χώμα, ενώ ένας έρμος μαυριδερός και μπασμένος άντρας έπλενε τα ρούχα της, και τα ρούχα των φιλενάδων της. Είχαν τρομάξει τα παιδιά. Δεν μπορεί τόσα παιδιά να είπαν ψέμματα! Η μάγισσά του? Η αλλοπαρμένη? Και το ποτάμι χάνοταν σιγά σιγά, λές και κάποια τρύπα είχε ανοίξει στο χώμα και κατάπινε όλο το ποταμίσιο και βρόχινο νερό. Μαζί κατάπινε λές κι αυτόν. Έτσι ακριβώς ένιωθε. Σαν να τον καταπίνει το χάος. Καλύτερα μάγισσα να ήτανε παρά αυτό που είδε. Το μεσημέρι στις 3.00 που δεν κάνει απο ποτάμι να περνάς, τότε έβρισκε τις δύο φιλενάδες της. Ανάλαφρες και διάφανες δεν ήταν, ούτε ξωτικά ήταν, αλλά τα παιδιά με την φαντασία τους τις είδαν ξωτικά και νεράιδες. Κι ο μπασμένος, ο μαυριδερός δεν ήταν ο διάολος, ούτε καν καλικάντζαρος. Ενας χωριάτης απο το διπλανό χωριό ήταν, κακάσχημος και βρώμικος που για λίγο θηλυκό έκανε ό,τι δουλειά τον έβαζες να κάνει. Κι αυτός ο μπασμένος είχε κάθε Τρίτη στις 3.00 το μεσημέρι τρείς γυναίκες, στο ποτάμι δίπλα. Τις έπαιρνε όλες, ή τον έπαιρναν, γιατί όλο κάτω τον είχαν,και σφάδαζαν απο πάνω του οι δροσερές υπάρξεις, κι ανάμεσά τους η δικιά του, η ολόδικιά του μάγισσα. Λυσσασμένη φώναζε κι έσκουζε απο ηδονή. Κι αυτός ούτε το χέρι δεν τολμούσε να φιλήσει, μόνο έμενε να το κοιτάζει αποσβωλομένος κάθε φορά που έραβε, κάθε που ανακάτευε την κατσαρόλα, κάθε που έστρωνε την τούφα απ’τα μαλλιά της. Τα μαλλιά της που ο χωριάτης ο μπασμένος, ο βρώμικος τα έπιανε και τ’ανακάτωνε σκούζωντας κι αυτός, ανταμοιβή για το πλύσιμο που έκανε στα ρούχα τους. Ετσι του έλεγαν οι νεράιδες. Οτι είναι το δώρο του, κρατούσαν αναμεταξύ τους τα προσχήματα? κι αυτός ούτε το χέρι της. «Όχι πριν τον γάμο»! Αφησε τον λαγό να πέσει απο τα χέρια του, τα ξεραμένα αίματα απλώθηκαν περιμετρικά γύρω απο το νεκρό κουφάρι, αλλά σύντομα τα παρέσυρε ο ποταμός και η βροχή, μαζί με το ζωντανό. Τί γελοίο να της πεί σε είδα να πηδιέσαι με τον βρωμιάρη δίπλα στο ποτάμι. Σε είδα. Αυτό της είπε. Εκανε και την κίνηση να πετάξει τον λαγό, ξεχνώντας πως λαγό δεν κρατούσε. Είχε κάνει τα τρία βήματα να βγεί απο το ποτάμι, κι είχε περπατήσει μέχρι το σπίτι της, με την χούφτα σφιχτή, λές και κρατούσε το ζωντανό ακόμα. Το ‘πέταξε’ τέλος πάντων και της το είπε: ‘Σε είδα?’. Τα μάτια της έγιναν πιο μπλέ απο ποτέ, σχεδόν μαύρα, και μετά πάλι γαλανά και ήρεμα: ‘Και?;’ Και? ‘Πού είναι το κυνήγι που θα έφερνες;’, μόνο αυτό είχε να πεί. ‘Σε είδα, το καταλαβαίνεις; Να πηδιέσαι με αυτόν τον βρωμιάρη. Κι όλο το χωριό, κι εγώ ακόμα νόμιζα πως είσαι αλλοπαρμένη, και σ’αγαπούσα που ησουν αλλοπαρμένη’ ‘Καλά που πήρα κόκκορα απο την κυρά Σταυρούλα δηλαδή. Κάτσε να φάς τώρα, με κουράζεις’. Η αλλοπαρμένη του τον τάισε κόκκορα κρασάτο, τον άφησε να κοιτάξει ξανά τα χέρια της, και σαν δώρο για την αγωνία του, του χάιδεψε το πρόσωπο σαν αδελφή, σαν ερωμένη, σαν μάνα? δεν ήξερε τί απο όλα ήταν, ή αν όλα ήταν. Εγειρε το κεφάλι αποκαμωμένος. Το ποτάμι ήταν όπως πρίν, η βροχή είχε σταματήσει, και τα ρούχα της, του υποσχέθηκε, θα τα έπλενε μόνη. Μόνο μερικές φορές ‘να κατέβαινε να πάρει ποταμίσιο νερό που ήταν καλό για το μπάνιο της’. Της είπε ‘Ναι’. Edited January 11, 2009 by Blondbrained Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted January 11, 2009 Share Posted January 11, 2009 Blondbrained διάβασα το διήγημα σου και μου άρεσε πολύ. Κυρίως επειδή μπήκες στον κόπο να παίξεις (η τουλάχιστον εμένα έτσι μου φάνηκε) με την όλη παραμυθένια διάθεση και τον τρόπο που έχουμε μερικές φορές να εξιδανικεύουμε πράγματα, ανθρώπους και καταστάσεις. Μου άρεσε επίσης που γενικά χρησιμοποιείς στακάτη γλώσσα. Πάντα μου αρέσει αυτό. Και πάνω από όλα μου αρέσει να διαβάζω από γυναίκες κείμενα που αποδομούν όλα αυτά τα χαζά ρομαντικά κλισέ γύρω από τη γυναικεία φύση και που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τη λογοτεχνία του φανταστικού που βλέπει τους ανθρώπους από μια μεσαιωνική-χριστιανική αντίληψη (όχι πάντα ευτυχώς). Από κει και πέρα σου γράφω τα πράγματα που θα άλλαζα στη θέση σου. Είναι εντελώς υποκειμενικά αλλά προσπάθησα να τα δικαιολογήσω. Θα έσβηνα τη δεύτερη παράγραφο. Κατά την άποψη μου είναι μια περιγραφή περιττή που δεν προσθέτει κάτι στον χαρακτήρα. Η φράση «Κουράστηκε να τον κανακεύει και να τον φιλοξενεί, κι έχει σοβαρότερα πράγματα να κάνει.», μου φαίνεται αφελής και άστοχη σα να αποφασίζεις ξαφνικά ότι διηγείσαι παραμύθι για μικρά παιδιά. Γενικά και αυτή και μερικές ακόμα εκφράσεις και λέξεις δεν ταιριάζουν με το γενικότερο στυλ της ιστορίας. Εγώ θα την αφαιρούσα. Όταν κάνεις τη μετάβαση στην παράγραφο που περιγράφει τη γυναίκα ίσως θα ‘πρεπε να βάλεις μια φράση όπως: Το μυαλό του πήγε στα μαλλιά της… ή Θυμήθηκε τον τρόπο που τα μαλλιά της καστανά συνήθως, γινόταν μαύρα… Έτσι κεντράρεις περισσότερο στον χαρακτήρα σου κι η μετάβαση από το τώρα στην επεξήγηση της πλοκής είναι κατά την άποψη μου πιο ομαλή. Τέλος η παράγραφος που ακολουθεί με τις φήμες για τη γυναίκα μοιάζει ξεκρέμαστη και (πάλι) παράταιρα παραμυθένια. Καταλαβαίνω ότι το όλο νόημα είναι η αφέλεια κι ίσως η ανωριμότητα του άνδρα αλλά θα έπρεπε να σκαρφιστείς κάτι άλλο για να μας το δείξεις αυτό. Σίγουρα πάντως θα αφαιρούσα από τη συγκεκριμένη παράγραφο τη φράση «…μόνη αυτή σε όλο το χωριό, λες και η τεχνολογία είχε αγγίξει με το μαγικό της ραβδί τους πάντες εκτός από αυτή.» Είχε σε μένα το ίδιο αποτέλεσμα με τις «παραμυθένιες» φράσεις αλλά αντίστροφα. Δηλαδή με πέταγε ξαφνικά σ’ ένα παρόν που δεν ταίριαζε με την ιστορία σου. Κατά τα άλλα μονάχα σκόρπιες λέξεις θα άλλαζα εδώ κι εκεί για να δέσει ακόμα περισσότερο το γλυκό. Ελπίζω να σε βοηθάω με την κριτική μου και σίγουρα συνέχισε να γράφεις γιατί αυτό που διάβασα ήταν καλό… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted January 11, 2009 Share Posted January 11, 2009 (edited) Η σύνδεση μου με παιδεύει κι αυτό το δεύτερο post κανονικά δεν θα έπρεπε να σταλεί.. Edited January 11, 2009 by constantinos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted January 11, 2009 Author Share Posted January 11, 2009 (edited) Σ'ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια, τα παίρνω πολύ σοβαρά πάντα, να το ξέρεις. Η αλήθεια είναι οτι μάλλον 'έπιασες' την προσπάθειά μου να γράψω κάτι πιο παραμυθένιο να το πω (το παιχνίδι που διέβλεψες δηλαδή είναι για μένα την ίδια), γιατί -όπως κατάλαβες και ήδη σχολίασες- δεν είμαι το πρότυπο της γυναίκας που σκέφτεται και γράφει παραμυθένια. Αν και λατρεύω τα αέρινα, πατάω στην γή υπερβολικά, σε βαθμό που μερικές φορές νιώθω πως βουλιάζω σ'αυτήν. Ασφαλώς δεν θα μπορούσα να γράψω και πολύ παραμυθένια, όμως προσπάθησα να δημιουργήσω, ακόμα και με την γλώσσα, μία ιδέα παραμυθιού (όχι συμβατικού βέβαια), μάλλον όχι πολύ πετυχημένα... Ήταν περισσότερο μία άσκηση, μία μικρή αγωνία να βγάλω μία μικρή δόση παραμυθιού απο μέσα μου...θέλω δουλειά σ'αυτό το ξέρω Σ'ευχαριστώ θερμά, και πάλι. ΥΓ έχω γράψει τόσες φορές το "παραμύθι" στην απάντησή μου, που μάλλον κοντεύει να γίνει εμμονή. Μάλλον θα διαβάσω λίγο Naroualis και Sonya να έρθω στα ίσα μου Edited January 11, 2009 by Blondbrained Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 12, 2009 Share Posted January 12, 2009 Το διάβασα αμέσως μόλις ανέβηκε, αλλά δεν μπορούσα να σχολιάσω τότε. Δεν ήξερα τι να πω, ήθελα να το ξεκαθαρίσω λίγο (και γι' αυτό ακριβώς ήθελα να σχολιάσω, δεν το κάνω με όλες τις ιστορίες που διαβάζω). Μου άρεσε πάρα πολύ στην αρχή, το πώς περιγράφεται ο ήρωας, ταλαίπωρος, κωμικο-θλιβερός, αλλά και είρωνας του ίδιου του εαυτού και της κατάστασής του. Δεν ξέρεις αν πρέπει να τον λυπηθείς ή απλά να τον συμπαθήσεις. Όσο προχωράει, μου άρεσε ακόμα περισσότερο το πώς σκεφτόταν (για τη βροχή, τα δάκρυά του, τι θα της έλεγε). Πολύ ωραίο. Και ακόμα πιο ωραίο το τι είδαν τα παιδιά στο ποτάμι και τι ήταν στ' αλήθεια. "Όλα ωραία λοιπόν..." θα μου πεις. "Ναι", θα σου απαντήσω, "αλλά αυτή η γραμμή στο τέλος δε λειτούργησε όπως σχεδίαζες". ;) Μόνο μερικές φορές ‘να κατέβαινε να πάρει ποταμίσιο νερό που ήταν καλό για το μπάνιο της’. Της είπε ‘Ναι’. Δε νιώθω στο παραμικρό την υπόσχεση "τίποτα δεν έχει τελειώσει σ' αυτή την ιστορία, η κοπέλα κάτι κρύβει..." Τον δουλεύει χοντρά, ναι, αλλά δεν κάνεις μ' αυτή σου τη φράση τη φαντασία (και την περιέργειά μας) να δουλεύει, να σκεφτόμαστε αυτό που υπονοείται. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted January 12, 2009 Author Share Posted January 12, 2009 Δε νιώθω στο παραμικρό την υπόσχεση "τίποτα δεν έχει τελειώσει σ' αυτή την ιστορία, η κοπέλα κάτι κρύβει..." Τον δουλεύει χοντρά, ναι, αλλά δεν κάνεις μ' αυτή σου τη φράση τη φαντασία (και την περιέργειά μας) να δουλεύει, να σκεφτόμαστε αυτό που υπονοείται. Σ'ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα τα σχόλια, όμως εδώ άλλο ήθελα να πώ...δεν κρύβει τίποτα πλέον η κοπέλα, αντίθετα γίνεται μία μυστική, τραγική σχεδόν για τον ήρωά μου συμφωνία, οτι θα πηγαίνει πού και πού, κι αυτός απλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, είναι υποχείριό της, είναι τελικά άξιος λύπησης (για μένα πάντα), γιατί τον έχει ήδη πατήσει η τύπισσα, και κάνουν την συμφωνία κρατώντας απλά τα προσχήματα κι αυτοί, όπως έκαναν οι κοπέλες με τον μπασμένο χωριάτη, αντί να λένε μεταξύ τους, θα βρισκόμαστε τις Τρίτες να βγάζουμε τα μάτια μας, λένε, θα μας πλένεις τα ρούχα κι εμείς θα σου προσφέρουμε λίγες στιγμές ηδονής...κάτι παρόμοιο, κρατούν τα προσχήματα κι αυτοί οι δύο μεταξύ τους, δεν λένε ξεκάθαρα "αυτή είμαι, και γουστάρω να το κάνω, και αν θές να είμαστε μαζί, θα το δεχτείς", λένε, "θα πηγαίνω να παίρνω λίγο νερό για το μπα΄νιο μου, τώρα αν πετύχω και τον μπασμένο δεν θα φταίω"....κατάλαβες? Όλα τώρα γίνονται στα φανερά μεταξύ τους, τίποτα κρυφό, κι αυτή είναι η δυστυχία..τον λυπάμαι πολύ τον τύπο (αλλά νιώθω και μία ικανοποίηση, ομολογώ), και δεν είμαι σίγουρη αν γουστάρω τρελά την τύπισσα που φέρεται τόσο ξεδιάντροπα (σχεδόν της βγάζω το καπέλο, γιατί σιχαίνομαι λίγο τους μίζερους τύπους που δεν έχουν αξιοπρέπεια απο τον πολύ έρωτα)...Με νιώθεις; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 12, 2009 Share Posted January 12, 2009 Η αλήθεια είναι ότι όταν το διάβασα, είπα "Τώρα, τι να υποθέσω; Ότι είναι μία τσ_ _ _ α και θα πηγαίνει στο ποτάμι να πέρνεται; Ή τρέχει κάτι άλλο;" Αλλά τι άλλο να τρέχει; Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν το είδα από την πρώτη! (Δίδαγμα: Να μην διαβάζω όταν είμαι κουρασμένη- αδιάθετη-άκεφη)! Και είναι φανερό ότι και αυτός το κατάλαβε, ότι είναι μια κρυφή συμφωνία μεταξύ τους... Ναι, ξεμπλόκαρα τώρα! Και, ομολογώ ότι μου αρέσει η τύπισσα, δεν είναι ότι τη θεωρώ καρ- - - α και λέω "καλά να του κάνει"! Γιατί, τι μου έκανε ο ανθρωπάκος; Ίσα ίσα, μου είναι συμπαθητικός (και γενικά, συμπαθώ τους άντρες! ) αλλά να, είναι ειλικρινής. Όπως λες κι εσύ "φίλε, αυτή είμαι, δεν μπορώ να αλλάξω". Πολύ καλό! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.