Jump to content

Ο δαίμονας του μεσημεριού


constantinos

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κωνσταντίνος Μίσσιος

Είδος: Τρόμος (όσο μπόρεσα)

Βία; Ναι

Σεξ; Ναι

Αριθμός Λέξεων:4721

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Αυτή είναι μια από τις 13 ιστορίες που θα βρείτε στο βιβλιο Η νύχτα της λευκής παπαρούνας

 

 

 

Ο δαίμονας του μεσημεριού

 

 

Απομεινάρι μιας παλιάς εποχής, στέκει με την κορυφή του φαγωμένη σαν δάχτυλο με κομμένη άκρη, ο παλιός μιναρές του χωριού. Συντροφεύει ακόμη τους ρημαγμένους τοίχους του τζαμιού και τα δύο κυπαρίσσια που τον συναγωνίζονται σε ύψος. Οι χωριάτες θα ήθελαν να τον έχουν γκρεμίσει και έτσι να σβήσουν για πάντα ένα παρελθόν που δεν εκφράζει τον καιρό τους, αλλά θες από φόβο, θες από προκατάληψη, προτιμούν να αφήνουν το χρόνο να κάνει αυτή τη δουλειά. Εξάλλου, ένα ιερό μέρος δεν παύει ποτέ να είναι ιερό. Έστω και αν ανήκει σε άλλο θεό.

Όπως και να έχει, πάντως, τη μαγευτική θέα από τη μισογκρεμισμένη κορυφή του μιναρέ συνήθως απολαμβάνει ένα ζευγάρι αγριοπερίστερα που γουργουρίζουν το ένα στο άλλο, απορροφημένα στον μονογαμικό τους έρωτα. Εκτός, βέβαια, από κάτι καυτά μεσημέρια σαν και τούτο το σημερινό, όπου ένας απρόσκλητος και ενοχλητικός επισκέπτης τα ανησυχεί, σπέρνοντάς τους αδιόρατες αμφιβολίες και κάνοντάς τα να πετάξουν στα κοντινά δέντρα μέχρι να φύγει ξανά.

«Ουστ, σιχαμένα! Μου χαλάτε τη μέρα. Αν σας πιάσω στα χέρια μου, θα γίνετε σίγουρα σούπα. Ακούτε; Ακόμη εδώ είστε;» τσίριξε εκνευρισμένος ο Ντεσιντέριο και τράβηξε το καρβουνιασμένο κορμί του στην κορυφή του μιναρέ.

Μονολογώντας ακατάληπτα, έδωσε ένα επιδέξιο σάλτο και θρονιάστηκε στο στήριγμα που κάποτε βάσταζε τη στέγη. Άπλωσε την αρίδα του και ησύχασε για λίγο κοιτώντας το χωριό που απλωνόταν τριγύρω, φλογισμένο από τη λαύρα του Ιουλίου. Πάνω στο σχεδόν φαλακρό κεφάλι με τα δύο μικρά εξογκώματα που υποτίθεται πως ήταν κέρατα, γυάλιζε ο καυτός ήλιος αλλά, φυσικά, ο μικρός δαίμονας δεν αισθανόταν τίποτα. Ήταν συνηθισμένος και σε υψηλότερες θερμοκρασίες. Τούτος ο καιρός, πάντως, ήταν ο καιρός του! Καιρός για πειράγματα και μπελάδες. Μες στην ησυχία και τη νάρκη που είχε πέσει βαριά πάνω στους χωριάτες, εκείνος μπορούσε να σκεφτεί τις σκανταλιές του.

Καθώς, λοιπόν, τούτο το μεσημέρι καθόταν και αγνάντευε, αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να διασκεδάσει σε βάρος των ανόητων ανθρώπων και το χέρι του που έξυνε ανέμελα τα αχαμνά του, ήταν ξεκάθαρο σημάδι ότι το μυαλό του είχε πάρει φωτιά.

Εδώ και κάμποσες μέρες είχε μπανίσει μια τροφαντή κυρά, πρόσφατα ξεπαρθενεμένη, που για την καλοσύνη και την ευγένειά της, όλοι στο χωριό είχαν να το λένε. Αυτό, φυσικά, είχε ανάψει την περιέργεια του Ντεσιντέριο και είχε αποφασίσει να δει από κοντά τούτο το ευγενές δείγμα του γυναικείου φύλου.

Κόντεψε να του ’ρθει νταμπλάς όταν την αντίκρισε! Τι θηλυκό ήταν τούτο, ω άρχοντα του σκότους! Πραγματικό κανόνι! Σπάνιας ομορφιάς. Ακόμη και σε όλη την κόλαση, λίγες ήταν εκείνες που την παράβγαιναν. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό που του άναψε τα αίματα. Εκείνο που τον έκανε να αφρίσει ήταν ότι τη συνάντησε κάτω από το εικονοστάσι της κάμαρής της να ψέλνει το Πάτερ ημών με ζήλο μεγαλύτερο και από το Δεσπότη. Αν ήταν δυνατόν! Αντί να κάνει το στρώμα να αναστενάζει, εκείνη έριχνε τη μια ψαλμωδία πίσω από την άλλη. Και φυσικά, δεν σταματούσε εκεί η αγία. Όχι! Τι φτωχούς γυρολόγους περιέθαλπε, τι χήρες και ορφανά φρόντιζε. Μέχρι και τα αδέσποτα της γειτονιάς, ουρά έκαναν στο κατόπι της.

Αλλά εκείνου το μάτι μπορούσε να βλέπει πολύ πιο κάτω από τα φουστάνια των γυναικών. Και στα χιλιάδες χρόνια που σεργιανούσε τον κόσμο, ήξερε ότι δεν υπήρχε ούτε μία γυναίκα που να μην καίγεται ανάμεσα στα σκέλια της τόσο που θα έκανε τα πάντα για να ικανοποιηθεί.

Έτσι, ο Ντεσιντέριο είχε βάλει στο μάτι την αγία Μάγδα του χωριού και τώρα μηχανευόταν τρόπους για να την τυραννήσει. Αλλά καθώς συλλογιζόταν και κάθε σκέψη τού φαινόταν όλο και πιο βλακώδης από την προηγούμενη, και πάνω που είχε αρχίσει να απελπίζεται, είδε κάτω στο δρομάκο που περνούσε μπροστά από το παλιό τζαμί μια αλλόκοτη φιγούρα να περπατά. Αμέσως την αναγνώρισε. Κανονικά θα την αποστρεφόταν αλλά τελικά του άναψε την περιέργεια ο ερχομός της και έτσι έδωσε ένα σάλτο και προσγειώθηκε στο έδαφος. Πλησίασε με ανάλαφρα πηδηματάκια σαν τσουρουφλισμένη ακρίδα και φώναξε:

«Έι, ψιτ! Θεριστή! Τι κάνεις εσύ εδώ πέρα;»

Η ψηλόλιγνη φιγούρα που έμοιαζε με ανθρώπινο ίσκιο της ώρας του δειλινού, σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει. Το τρεμουλιαστό, άδειο από χαρακτηριστικά, πρόσωπο καρφώθηκε αμίλητο για μια στιγμή στον μικρό δαίμονα, στέλνοντας πάνω του μια απόκοσμη και ανατριχιαστική ακόμη και για εκείνον παγωνιά.

«Δεν σε αφορά. Κοίτα τη δουλειά σου, ζωντόβολο. Αν έχεις δουλειά...» απάντησε αυστηρά μια σπηλαιώδης φωνή.

«Έλα τώρα! Πώς κάνεις έτσι. Μια ερώτηση έκανα. Μη γίνεσαι αντιπαθητικός».

Ο ίσκιος γύρισε και άρχισε πάλι να περπατά αλλά ο Ντεσιντέριο δεν αποθαρρύνθηκε. Με γρήγορα βήματα βάλθηκε να περπατά πλάι του.

«Όλοι σε κουτσομπολεύουν και λένε πως είσαι μονόχνοτος και κακότροπος αλλά εγώ δεν τους πιστεύω. Νομίζω ότι κατά βάθος έχεις κι εσύ ανάγκη από λίγη συντροφιά».

«Και τι ξέρεις εσύ για μένα; Δεν είσαι τίποτ’ άλλο από ένα τριτοκλασάτο γέννημα του αφέντη σου».

«Με πληγώνεις αλλά δεν σου κρατώ κακία. Μόνο λίγη συντροφιά ζητώ τούτο το μεσημέρι. Σε είδα να περνάς, μου φάνηκε περίεργο και είπα να ρωτήσω. Αυτό είναι όλο».

«Οι δουλειές μου είναι συγκεκριμένες».

«Μπα; Και ποιος είναι ο άτυχος τούτη τη φορά;»

«Να μη σε νοιάζει».

«Έλα, πες μου. Κάνεις λες και θα προδώσω κάποιο μυστικό του σύμπαντος».

Ο ίσκιος σταμάτησε τρεμουλιάζοντας, προφανώς εκνευρισμένος.

«Αν σου πω, θα σταματήσεις να μ’ ενοχλείς;»

«Εξαρτάται. Συνήθως δεν έχω ενδιαφέρον για τους μελλοθάνατους. Λοιπόν, ποιος είναι;»

«Ο μυλωνάς».

«Αυτός ο άθλιος χοντρομπαλάς; Πουφ! Είπα κι εγώ! Σιγά την απώλεια... Και κατά που τόνε στέλνεις;»

«Αυτό σίγουρα δεν σε νοιάζει», είπε κοφτά ο ίσκιος.

«Οχού! Καλά. Δεν θέλω να ξέρω», απάντησε ο Ντεσιντέριο και ετοιμάστηκε να αφήσει το Θεριστή στην ησυχία του αλλά την τελευταία στιγμή άστραψε στο μυαλό του μια ιδέα και άλλαξε γνώμη.

«Αλήθεια, να σου ζητήσω μια χάρη;» ρώτησε με φωνή γεμάτη γλύκα.

Ο ίσκιος ξεφύσηξε απελπισμένος.

«Έχεις σκοπό να με πιλατεύεις για πολύ ακόμη;»

«Αν μου κάνεις αυτή τη χάρη, σου υπόσχομαι να μη με ξαναδείς τα επόμενα τρεις χιλιάδες χρόνια».

«Δεν είναι και τόσο πολλά...»

«Απ’ την άλλη, πάλι, αν δεν με βοηθήσεις δεν θα ’χω τίποτα να κάνω, οπότε νομίζω ότι θα περάσουμε υπέροχα την υπόλοιπη μέρα μαζί».

Ο ίσκιος τρεμούλιασε.

«Εκβιαστή! Μυγόχεσμα! Λέγε γρήγορα τι θες, πριν αλλάξω γνώμη».

Τα μάτια του Ντεσιντέριο πήραν μια κατακόκκινη λάμψη, και ένα χαμόγελο απλώθηκε στο κατάμαυρο, ρυτιδιασμένο πρόσωπό του.

«Υπέροχα! Το ’ξερα ότι κατά βάθος είσαι συνεργάσιμος», φώναξε το δαιμόνιο. «Άκου, λοιπόν».

Το νέο για το θάνατο του Μανούσου του μυλωνά απλώθηκε γρήγορα. Όλοι, φυσικά, τον γνώριζαν και ο θάνατός του ήταν ένα γεγονός που τάραξε κάπως τις αποχαυνωμένες μέρες του ληθαργικού Ιουλίου. Κυρίως γιατί ο μυλωνάς ήταν σχετικά νέος και τα πάχη του κατάφερνε πάντα να τα πηγαινοφέρνει με την άνεση και τη σβελτάδα εικοσάχρονου. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάτω από τα ροδοκόκκινα μάγουλά του μπορεί να κρυβόταν κάποιο μίασμα που του έτρωγε τα σωθικά, στέλνοντάς τον στα καλά του καθουμένου στον άλλο κόσμο. Πολλοί, μάλιστα, προσπαθούσαν να σκεφτούν και άλλες πιθανότητες, αφού κανένα κουτσομπολιό μέχρι τώρα δεν είχε ακουστεί σχετικά με κάποια κρυφή αρρώστια. Και σαν δεν έχει ακουστεί κουτσομπολιό, δύσκολα στοιχειοθετείται υπόθεση στο χωριό.

Το πρώτο που σκέφτηκαν οι περισσότεροι όταν άκουσαν για το θανατικό ήταν ότι ο μυλωνάς πήγε σκαστός. Κάποιο μάτι θα τον έφαγε, σκέφτηκαν. Αλλά τρέχα-γύρευε τώρα να βρεις το δράστη. Εξάλλου, και ο μυλωνάς δεν είχε λίγους εχθρούς. Δύσκολα έδινε πίστωση ο τσιγκούνης και όταν το έκανε, κυνηγούσε τον οφειλέτη σαν κυνηγόσκυλο, μη και χάσει τις δεκάρες του.

Βέβαια, η χήρα, η γυναίκα του, όταν θα απόσωνε με το κλάμα και το θρήνο, θα χαιρόταν για την τσιγκουνιά του μακαρίτη, με τόση περιουσία που της άφησε. Στο προκείμενο, πάντως, η κηδεία έπρεπε να γίνει το γρηγορότερο γιατί με τόση ζέστη το θέαμα του νεκρού μυλωνά σύντομα θα γινόταν άσχημο. Γι’ αυτό οι γυναίκες της γειτονιάς, που βοηθούσαν η μια την άλλη σε γέννες και θανάτους, έσπευσαν γρήγορα να ετοιμάσουν το πτώμα για το ξενύχτι και την ταφή. Ανάμεσα σε αυτές δεν ήταν άλλη από την αγία Μάγδα που μαθαίνοντας το μαντάτο και ακούγοντας τα γοερά κλάματα της μυλωνούς, έτρεξε να της παρασταθεί και να βοηθήσει.

«Αχ, βρε Αγγελική μου, τι κακό σε βρήκε!» έλεγε η Μάγδα στη χήρα που έχυνε τα δάκρυα ποτάμι στην αγκαλιά μιας συννυφάδας της, της Κατίνας.

Το σπίτι ήταν γεμάτο από τις γειτόνισσες και τους γειτόνους που σιγομουρμούριζαν, ρουφώντας καφέδες και κονιάκ, προσπαθώντας ο καθένας με τον δικό του τρόπο να αντιμετωπίσει τη βαριά σκιά του θανάτου που έπνιγε το σπίτι.

«Σώπα, Αγγελική, και είναι γραμμένα απ’ το Θεό όλα. Σώπα και σκέψου ότι τα βάσανα τέλειωσαν για εκείνον. Τώρα είναι στα χέρια του Κυρίου», έλεγε η Μάγδα με το αθώο της πρόσωπο, και εκείνοι που την άκουγαν δεν μπορούσαν παρά να την πιστέψουν. Τόσο δυνατή ήταν η πίστη της.

«Θα περάσουν όλα. Και εμείς θα τον θυμόμαστε όπως ήταν πάντα. Πρόσχαρος και ευγενικός».

Σε τούτη την υπερβολή, βέβαια, κάποιοι έσκυψαν διακριτικά το κεφάλι για να μη φανεί η διαφωνία τους ως προς το χαρακτήρα του νεκρού. Έτσι κι αλλιώς, τώρα πια δεν είχε και μεγάλη σημασία τι πίστευε ο καθένας τους για τον εκλιπόντα.

Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα ο Ασημάκης, ο γιατρός που ήρθε να πιστοποιήσει το θάνατο του μυλωνά, και αφού χαιρέτησε μερικούς γνωστούς, έκανε νεύμα στην Κατίνα. Εκείνη παρέδωσε τη χήρα σε μια γειτόνισσα και πλησίασε το γιατρό.

«Κατίνα, κοίτα να τον ετοιμάσετε γρήγορα. Με τούτη τη ζέστη, ίσα που θα βγάλει τη νύχτα, πριν...» έκοψε τη φράση του, ψιθυρίζοντας.

«Ναι, γιατρέ μου, μην ανησυχείς, όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Την κακομοίρα την Αγγελική φοβάμαι. Έχει πλαντάξει στο κλάμα».

Ο γιατρός κοίταξε την απαρηγόρητη χήρα και διακριτικά έβγαλε από την τσέπη του ένα σκούρο μπουκαλάκι.

«Πάρε τούτα ’δώ και δώσ’ της ένα. Θα την ηρεμήσει», είπε ο γιατρός και πλησίασε τη χήρα.

«Αγγελική μου, πρέπει να φύγω. Κοίτα να ηρεμήσεις λίγο και όλα θα περάσουν. Θα δεις. Εμείς να ζήσουμε να τον θυμόμαστε».

«Ευχαριστώ, γιατρέ. Να ’σαι καλά», απάντησε η Αγγελική μέσα από πνιχτά αναφιλητά.

Ο γιατρός γύρισε να φύγει με τη συνοδεία της Κατίνας και τη στιγμή που έβγαινε στο κατώφλι, εκείνη τον ρώτησε ψιθυριστά:

«Γιατρέ, αν επιτρέπεις, από τι...;»

Την κοίταξε.

«Καρδιά. Με τόσα πάχη, τι περιμένεις. Και του το ’χα πει να κόψει το φαΐ αλλά δεν άκουγε. Και μάλιστα στην κατάστασή του ήθελε και διασκέδαση», είπε.

Η Κατίνα τον κοίταξε παραξενεμένη και κούνησε το κεφάλι αναστενάζοντας.

Όταν μπήκε πάλι μέσα, έκανε νεύμα στη Μάγδα, που σηκώθηκε αμέσως και την ακολούθησε στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα όπου κοιτόταν το πτώμα του μυλωνά. Τώρα ήταν η σειρά τους να κάνουν το καθήκον τους και να ετοιμάσουν το μακαρίτη. Αλλά καθώς η Μάγδα μπήκε μέσα, ένιωσε μια ανατριχίλα στη θέα του νεκρού. Για λίγο οι δύο γυναίκες έμειναν διστακτικές απέναντι στο σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι και σκεπασμένο με ένα βαμβακερό σεντόνι. Ο μυλωνάς ήταν τόσο ογκώδης που το κορμί του δημιουργούσε ένα περίεργο σχήμα έτσι κουκουλωμένος όπως ήταν. Σαν γιγάντια κάμπια, σκέφτηκε η Μάγδα αλλά αμέσως απόδιωξε τη σκέψη που της φάνηκε ανάρμοστη.

Τελικά η Κατίνα προχώρησε και ξεσκέπασε τον νεκρό νομίζοντας πως ήταν ντυμένος με τις πιτζάμες του, άντε με το σώβρακο, μιας και είχε τόση ζέστη. Όμως καθώς το σεντόνι έφυγε πάνω από το πτώμα, οι δύο γυναίκες έμειναν εμβρόντητες να κοιτούν. Την ίδια στιγμή, ένα επιφώνημα βγήκε από το στόμα τους. Με γουρλωμένα μάτια αντίκρισαν το μυλωνά όπως τον γέννησε η μάνα του και εκείνο που τράβηξε αμέσως το βλέμμα τους ήταν το τεράστιο όργανό του που είχε μείνει παγωμένο σε μια αιώνια στύση, απλωμένο μακάρια πάνω στην κοιλιά του.

Ξαφνικά, οι δύο γυναίκες, και ειδικά η Μάγδα, κοίταξαν κατακόκκινες και αμήχανες η μια την άλλη, λες και τις είχαν πιάσει στα πράσα. Η Κατίνα, αν και χρόνια παντρεμένη και έμπειρη, είχε πραγματικά εκπλαγεί από τα τεράστια προσόντα του κουνιάδου της. Η Μάγδα όμως είχε πάθει σχεδόν σοκ βλέποντας εκείνο το έμβολο. Φρεσκοπαντρεμένη και άπειρη καθώς ήταν στο πεδίο του έρωτα και χωρίς καν να έχει δει τον άντρα της στο φως της μέρας γυμνό, δεν μπορούσε να φανταστεί πως ένα αρσενικό θα μπορούσε να διαθέτει ένα τέτοιο εργαλείο.

Η σιωπή είχε αρχίσει να μακραίνει, λες και το παγωμένο μέλος είχε υπνωτίσει τις δύο γυναίκες, όταν επιτέλους η Κατίνα κατάφερε να βγει από την παραζάλη και να τραβήξει τα μάτια της από το πτώμα.

«Τουλάχιστον φαίνεται πως πήγε ευχαριστημένος. Τώρα καταλαβαίνω γιατί έχει πλαντάξει στο κλάμα η Αγγελική», είπε, και η Μάγδα την κοίταξε έκπληκτη από τα τολμηρά της λόγια.

«Μη με κοιτάς έτσι. Κι εσύ το ίδιο σκέφτηκες», απάντησε προκλητικά στο βλέμμα της άλλης.

Η Μάγδα πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά την πρόλαβε η Κατίνα.

«Τέλος πάντων. Βιάσου να τελειώνουμε. Κάτσε να βρω το καλό του το κοστούμι», είπε και άνοιξε την ντουλάπα.

Η νεαρή κοπέλα όμως ήταν σχεδόν αδύνατον να κινηθεί. Λες και είχε παραλύσει στη θέα του οργάνου. Πίσω της, η Κατίνα ξεφύσηξε ανοίγοντας και κλείνοντας συρτάρια.

«Δεν μπορώ να το βρω. Πού στο καλό το ’χει χώσει;»

Κοίταξε σκεφτική την ντουλάπα και είπε:

«Στάσου, βρε Μάγδα μου, να πάω να ρωτήσω την Αγγέλα, γιατί θα ξημερώσουμε».

«Ε; Ναι... εντάξει», απάντησε η κοπέλα, που δεν έλεγε να τραβήξει τα μάτια της από το πτώμα.

Η Κατίνα βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και την άφησε μόνη της. Μες στο μισοσκόταδο και την ησυχία του δωματίου, η Μάγδα ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα να την κυριεύει. Όλη της η προσοχή είχε συγκεντρωθεί πάνω σ’ εκείνο το σημείο του πεθαμένου άντρα και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Σκέψεις πρωτόγνωρες άρχισαν να έρπουν μες στο μυαλό της. Σκέψεις που κανονικά θα την έκαναν να τρομάξει αλλά που τούτη τη στιγμή έμοιαζαν πιο ισχυρές από κάθε αντίρρηση που είχε ο κανονικός εαυτός της. Χωρίς ούτε να καταλάβει πώς το σώμα της απέκτησε δική του θέληση, η Μάγδα προχώρησε κοντά στην άκρη του κρεβατιού. Σαν να ζούσε σε όνειρο, είδε το κατάλευκο, ντελικάτο χέρι της να απλώνεται και με προσοχή να κατευθύνεται πάνω στο μόριο του νεκρού. Ήθελε τόσο πολύ να το πιάσει και να το αισθανθεί ώστε κάθε άλλη επιθυμία έσβησε.

Με προσεκτικές, σχεδόν τρυφερές, κινήσεις άγγιξε την παγωμένη σάρκα που η ψύχρα της και η απαλότητά της, της έκαναν εντύπωση. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο πρόσωπο του νεκρού, έσυρε τα δάχτυλά της πάνω-κάτω στον κορμό του μεγάλου οργάνου και έπειτα, μετά από έναν τελευταίο δισταγμό, το αγκάλιασε με τη χούφτα της, ζουλώντας το.

‘‘Πόσο σκληρό είναι!’’ σκέφτηκε και η επόμενη αναπόφευκτη σκέψη ήρθε με τη μορφή μιας φρικαλέας και ταυτόχρονα ηδονικής εικόνας: Πώς θα ήταν άραγε αν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τούτο το μόνιμα πετρωμένο μέλος και να το νιώσει να χώνεται αργά μέσα της;

Άκουσε τα βήματα της Κατίνας, που ερχόταν. Σαν να της έριξαν ξαφνικά παγωμένο νερό, τράβηξε απότομα το χέρι της.

Η Κατίνα μπήκε μέσα φουριόζα.

«Να το κοστούμι του», είπε και άπλωσε το ρούχο πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στο πτώμα. «Κάτσε να βρω και το πουκάμισο με τη γραβάτα. Άντε να τον ντύσουμε, γιατί δεν μπορώ να τον βλέπω άλλο έτσι».

Η Μάγδα μειδίασε αμήχανη και κατακόκκινη. Ούτε η ίδια τώρα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που μόλις είχε κάνει.

«Μάγδα μου, είσαι καλά;»

«Ναι, μια χαρά είμαι».

«Λέω, γιατί σε βλέπω που έχεις γίνει σαν ντομάτα».

«Είναι που μ’ έχει φάει τούτη η ζέστη», τραύλισε εκείνη, αποφεύγοντας τη ματιά της Κατίνας.

«Κοίτα, άμα δεν αισθάνεσαι καλά, σύρε μέσα και θα τον τακτοποιήσω εγώ. Δεν έχουμε χώρο γι’ άλλες λιποθυμιές. Μας φτάνει η Αγγέλα».

«Όχι, βρε Κατίνα μου. Εντάξει είμαι, σου λέω. Μια μικρή ζάλη ήταν και πέρασε».

«Αφού το λες...» είπε η άλλη και άρχισε πάλι να ψάχνει την ντουλάπα.

Η Μάγδα αποφεύγοντας επιμελώς να ρίξει άλλες ματιές στο πτώμα, πήρε στα χέρια της το κοστούμι.

Παρ’ όλο που τα πάντα στην κηδεία του Μανούσου τηρήθηκαν κατά γράμμα, έγιναν με βιασύνη που άγγιζε τα όρια της τυπικότητας. Τελικά φάνηκε ότι μια κηδεία στη μέση ενός καυτού Ιουλίου δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα για να βγει κανείς από την πλήξη. Η δυσθυμία που προκαλούσε η ζέστη επηρέαζε τους πάντες, κάνοντάς τους να επιθυμούν μονάχα τη σκιά. Η παραμικρή προσπάθεια έφερνε μεγάλη κούραση και ποταμούς ιδρώτα. Και ο μυλωνάς, κατά την κρυφή άποψη των περισσοτέρων, δεν άξιζε τόσες θυσίες. Έτσι, κανείς δεν φάνηκε να παραξενεύεται με την ξαφνική αλλαγή στη διάθεση της αγίας Μάγδας και την αποστασιοποίησή της. Όλοι την απέδωσαν στη σωματική και ψυχική κούραση που έφερε η κηδεία. Η αλήθεια όμως ήταν κάπως διαφορετική.

Μες στην σιωπή και την κατήφεια, η Μάγδα πάσχιζε να κρύψει την ξαφνική τρικυμία που είχε ξεσπάσει στην ψυχή της. Παρακολούθησε τη νεκρώσιμη ακολουθία ακίνητη σαν άγαλμα, με τα μάτια στυλωμένα στο μαρμάρινο πάτωμα της εκκλησίας, χωρίς πλέον να κάνει ούτε μια προσπάθεια να παρηγορήσει τη χήρα που εξακολουθούσε ακούραστη να θρηνεί. Το μυαλό της είχε παγώσει στη σκέψη πως είχε κάνει κάτι τόσο ανήθικο και προσβλητικό απέναντι στον νεκρό και κυρίως αισθανόταν απέραντη ντροπή απέναντι στην Αγγελική. Λες και είχε πλαγιάσει με τον άντρα της. Και οι ενοχές της δεν σταματούσαν εδώ. Αισθανόταν σαν να είχε προδώσει τον ίδιο της τον εαυτό. Ή ο εαυτός της να είχε προδώσει την ίδια. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιο αμαρτωλό κομμάτι της ήταν που είχε επαναστατήσει και έκανε κάτι τέτοιο, σε αντίθεση με χρόνια προσευχής και προσήλωσης στην εγκράτεια και την καθαρότητα.

Τόσον καιρό νόμιζε πως είχε ξεπεράσει την έμφυτη, όπως την πίστευε, ανηθικότητα και αδυναμία του ανθρώπινου σώματος και είχε καταφέρει να ανεβεί ένα σκαλί πάνω από την καθημερινή ρυπαρότητα της ζωής. Ακόμη και ο γάμος που της είχαν κανονίσει οι γονείς της, δεν είχε καταφέρει να αναστρέψει αυτή την πραγματικότητα. Ακόμη και τα συζυγικά της καθήκοντα που τόσα χρόνια τα έτρεμε κατά βάθος μιας και ήξερε πόσα δεινά έφερναν στον κόσμο, τα είχε τιθασεύσει και τα είχε μεταμορφώσει σε αυτό που πίστευε πως έπρεπε να είναι. Μια μηχανιστική πράξη με σκοπό την αναπαραγωγή. Μέχρι τώρα. Μέχρι τη μέρα που το τεράστιο αυτό ψυχρό όργανο του σατανά εισέβαλε στη φαντασία της, πυροδοτώντας βαθιά κοιμισμένες επιθυμίες.

Η υπόλοιπη μέρα αφότου κατέβασαν τον Μανούσο στην τελευταία του κατοικία, κύλησε φαινομενικά ήρεμη για τη Μάγδα και τον Κώστα, τον άντρα της. Έκαναν τις συνηθισμένες δουλειές τους, έφαγαν βραδινό στη συνηθισμένη ώρα και συζήτησαν, πέρα από τα σχετικά της κηδείας που έφερνε στη Μάγδα μια ανεξήγητα κακή διάθεση, τα συνηθισμένα πράγματα. Ο Κώστας κατηφόρισε τη συνηθισμένη ώρα για το καφενείο και η Μάγδα έπιασε το κέντημα που την απασχολούσε την τελευταία βδομάδα. Ήταν μια χαριτωμένη εικόνα της Παναγίας, με πολύχρωμες κλωστές να στοιβάζονται η μια δίπλα στην άλλη, φτιάχνοντας σαν από θαύμα ένα πράο πρόσωπο, γεμάτο ηρεμία και αθωότητα.

Όλες τις προηγούμενες φορές που η Μάγδα δούλευε, τούτο το πρόσωπο της έδινε την αίσθηση μιας γλυκιάς συντροφικότητας. Σαν η ίδια η Παναγία να της έκανε παρέα και με τα μεγάλα μαύρα μάτια της να την καθησύχαζε για τα ακατανόητα πάθη της ζωής. Σήμερα όμως τούτη η έκφραση έμοιαζε να έχει υποστεί μια αδιόρατη αλλαγή. Το βλέμμα δεν ήταν πια ακριβώς γεμάτο κατανόηση αλλά είχε μια ανεπαίσθητη ειρωνεία, σχεδόν απόρριψη θα την έλεγες. Κρεμόταν στις άκρες του χαμόγελου και στα τόξα των φρυδιών. Την κέντριζε κάτω από τις μαύρες ίριδες που πρόσφατα είχε τελειώσει.

Η Μάγδα δεν άντεξε περισσότερο από είκοσι λεπτά απέναντι σ’ εκείνο το βλέμμα και γρήγορα έβαλε το κέντημα πάλι πίσω στο συρτάρι, ανακουφισμένη που το είχε αποφύγει. Τελικά πέρασε την υπόλοιπη μέρα καθαρίζοντας πάλι το πεντακάθαρο σπίτι της. Και όταν ο Κώστας γύρισε από το καφενείο τη συνηθισμένη ώρα, έπεσαν στο κρεβάτι.

Η Μάγδα ετοιμάστηκε να κοιμηθεί και κουλουριάστηκε στη δική της πλευρά του κρεβατιού, σκεπασμένη μονάχα από το λινό της νυχτικό. Η ζέστη εξακολουθούσε και τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα. Όλοι οι ήχοι και οι μυρωδιές της καλοκαιρινής νύχτας έρχονταν ορμητικά στενάζοντας από ανακούφιση που ο ήλιος είχε φύγει για λίγο.

Απ’ έξω ακούστηκαν τα σπαστά κρωξίματα μιας νυχτερίδας. Ένας σκύλος γάβγισε δύο φορές και το κουρασμένο από την ένταση όλης της ημέρας μυαλό της Μάγδας ετοιμάστηκε να βυθιστεί στον ύπνο, όταν ένιωσε το χέρι του Κώστα να της χαϊδεύει απαλά, σχεδόν δειλά, τη μέση. Τα μάτια της άνοιξαν μεμιάς και η καρδιά της άρχισε να βροντά. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτή η κίνηση. Είχε μάθει πως ήταν το σημάδι που έλεγε ότι έπρεπε να εκτελέσει τα συζυγικά της καθήκοντα. Για μια στιγμή σκέφτηκε να κάνει την κοιμισμένη αλλά τα χαϊδολογήματα του άντρα της δεν έλεγαν να σταματήσουν. Το αντίθετο. Άρχισε να τη χαϊδεύει σε όλο το μήκος της πλάτης και μετά, χωρίς να βγάλει άχνα, ήρθε και κόλλησε πίσω της.

Ένιωσε τη στύση του πάνω στο γλουτό της και κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να τον αποφύγει πριν τον ικανοποιήσει. Έκλεισε τα μάτια ξανά και τότε συνέβη κάτι παράξενο. Κάτω από το σκοτάδι των κλειστών βλεφάρων της αναδύθηκε αμέσως η εικόνα του νεκρού μυλωνά. Μπορούσε να τον δει σαν να τον είχε μπροστά της. Με όλα του τα πανιασμένα πάχη. Και με το τεράστιο όργανό του περήφανο να δονείται από επιθυμία. Το έβλεπε να την πλησιάζει και θυμήθηκε πάλι την αίσθηση που της άφησε στο χέρι. Το σώμα της άρχισε να ξυπνά ακολουθώντας τις φανταστικές δονήσεις του νεκρού οργάνου.

Η Μάγδα άρχισε να χάνει τον έλεγχο που σφυρηλατούσε τόσα χρόνια και αργά γύρισε να αντικρίσει τον άντρα της. Αν ο Κώστας μπορούσε να δει την έκφρασή της μες στο σκοτάδι, ίσως η κάψα του να χανόταν. Αλλά δεν μπορούσε. Έμεινε έκπληκτος όμως όταν η γυναίκα του έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ. Με τολμηρές κινήσεις άρχισε και εκείνη να τον χαϊδεύει και μάλιστα έσυρε τα χέρια της μέχρι κάτω, ανάμεσα στα σκέλια του. Αυτό πραγματικά τον ανησύχησε αλλά είχε ανάψει τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή που δεν έκατσε να το σκεφτεί παραπάνω από τρία δευτερόλεπτα. Αντίθετα, παραδόθηκε στα χάδια της. Παραδόθηκε γενικά, γιατί όταν τελείωσαν, ο Κώστας ένιωσε για πρώτη φορά πως δεν ήταν εκείνος που έκανε έρωτα στη γυναίκα του αλλά εκείνη σε αυτόν. Και παρόλο που κόντεψε να τον τρελάνει, τώρα με την αναπνοή του να βρίσκει πάλι το ρυθμό της, ένιωσε άσχημα. Έτσι σιωπηλά γύρισε στην πλευρά του και προσπάθησε να αγνοήσει αυτό που μόλις είχε συμβεί.

Άσχημα όμως ένιωσε και η αγία. Αλλά για διαφορετικούς λόγους. Χαμένη για πρώτη φορά μες στις απολαύσεις που της χάριζε το σώμα της, δεν μπορούσε να αγνοήσει την ανικανότητα του άντρα της στον έρωτα. Παρότι δεν είχε εμπειρία, κατάλαβε ότι δεν ήταν ικανός εραστής. Ούτε καν για να υποστηρίξει τη φαντασία της. Και το χειρότερο; Ένιωσε ότι το δικό του όργανο δεν είχε καμία ομοιότητα με εκείνο το φανταστικό, που την είχε καθηλώσει. Δεν ήταν μονάχα η διαφορά στο μέγεθος. Όχι, ήταν κάτι άλλο. Το όργανο του άντρα της ήταν ζεστό και ευλύγιστο. Αυτό δεν της άρεσε. Ένιωσε ανικανοποίητη. Μόλις καταλάγιασε επιτέλους η αναπνοή, άρχισε να σκέφτεται την αλλαγή μέσα της. Το πιο φοβερό ήταν ότι για κάποιον λόγο δεν μπορούσε να νιώσει άλλες ενοχές.

Την επόμενη μέρα η Μάγδα ξύπνησε για να ετοιμάσει το πρωινό του άντρα της, όπως έκανε κάθε πρωί. Οι μαύροι κύκλοι όμως που στόλιζαν το όμορφο πρόσωπό της, έδειχναν ότι το προηγούμενο βράδυ κάθε άλλο παρά ήρεμο ήταν. Είχε περάσει τη μισή νύχτα στριφογυρνώντας στο κρεβάτι της, στην προσπάθειά της να βρει ησυχία, αλλά στάθηκε αδύνατον. Εκείνη η φωτιά που άναψε δεν έλεγε να σβήσει με τίποτα και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν εκείνο το φανταστικό αντικείμενο του πόθου.

Ακόμη και για την ίδια ήταν παράξενο πόσο εύκολα είχε περάσει από την εγκράτεια στην ακολασία. Μόνο που τώρα, τυφλωμένη από τη σωματική επιθυμία, δεν μπορούσε να αισθανθεί την προηγούμενη ντροπή. Αντίθετα, ένιωθε πως όλες αυτές οι άγιες σκέψεις ήταν ανώφελες ανοησίες που δεν εξυπηρετούσαν σε τίποτα παρά να τη βασανίζουν με συνεχείς περιορισμούς.

Η μέρα ήρθε όπως όλες οι υπόλοιπες στο χωριό τούτο τον Ιούλιο. Ο ήλιος ξεμύτισε και άρχισε πάλι να τσουρουφλίζει τη γη, κόβοντας την ανάσα των ανθρώπων. Μονάχα η Μάγδα στο σπίτι της δεν μπόρεσε να ακολουθήσει το καθημερινό της πρόγραμμα. Αφού τελείωσε με κόπο όλες τις δουλειές και το μαγείρεμα, αντί να βγει να σκορπίσει το καλό σε όσους το είχαν ανάγκη, κλειδαμπαρώθηκε στο σπίτι της. Μάταια την περίμενε η κυρά Λένη στο φτωχικό της, να της φέρει τα αποφόρια που της είχε υποσχεθεί. Μάταια περίμενε και ο Μηνάς ο μπεκρούλιακας το μικρό της φιλοδώρημα που του εξασφάλιζε το ημερήσιο φαΐ και πιοτό. Μάταια και το σκυλολόι έξω από το σπίτι της για τα αποφάγια. Η αγία, τούτη τη μέρα δεν ξεμύτισε από την αυλή της. Ακόμη και οι γειτόνισσες παραξενεύτηκαν και κάποιες πήγαν να τη δουν. Εκείνη όμως τις έδιωξε γρήγορα και ευγενικά, λέγοντας πως ένιωσε μονάχα μια ξαφνική αδιαθεσία. Δεν ήταν δύσκολο να την πιστέψουν. Έδειχνε στ’ αλήθεια κουρασμένη ή στα πρόθυρα κάποιας αρρώστιας και έτσι έφυγαν χωρίς να επιμείνουν.

Αργά το μεσημέρι, επέστρεψε ο Κώστας από τη δουλειά του. Βρήκε το τραπέζι στρωμένο και ένα πιάτο με φακές να τον περιμένουν _καθότι Παρασκευή_ μαζί με μπόλικες φέτες καλαμποκίσιο ψωμί, κρασί και τυρί. Η γυναίκα του, όμως, άφαντη.

«Μάγδα!» φώναξε σπάζοντας την ησυχία του σπιτιού.

«Εδώ, στην κρεβατοκάμαρα», την άκουσε να του απαντά.

Μα τι είχε; Άρρωστη ήταν; αναρωτήθηκε.

Προχώρησε κατά την κρεβατοκάμαρά τους και άνοιξε την πόρτα.

Αντίκρισε το δωμάτιο σκοτεινό και μονάχα ένα ημίφως να τρυπώνει από τις χαραμάδες της γρίλιας. Πάνω στο κρεβάτι, το γυμνό σώμα της γυναίκας του ήταν ξαπλωμένο σε μια προκλητική στάση, ενώ διάχυτη ήταν η μυρωδιά που ανέδιδε.

«Μάγδα, τι κάνεις εδώ; Τι έχεις;» ψέλλισε ο Κώστας, έκπληκτος από το θέαμα της γυναίκας του σε τούτη την κατάσταση.

«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μ’ έχει πιάσει. Νιώθω τόση ζέστη, Κώστα... Αχ, δεν μπορώ να ανακουφιστώ από την κάψα», απάντησε με βραχνή, παραπονεμένη φωνή.

Το βλέμμα του Κώστα στυλώθηκε πάνω στους μαστούς της με τις ορθωμένες θηλές και έπειτα κατρακύλησε στο φουσκωμένο αιδοίο. Ένιωθε να ερεθίζεται. Ωστόσο υπήρχε κάτι που τον απωθούσε.

Τελικά πλησίασε το κρεβάτι και κάθησε δίπλα της.

«Να φωνάξω το γιατρό, Μάγδα; Δεν είσαι καλά. Τι σου συμβαίνει;»

«Όχι! Όχι το γιατρό, Κώστα μου. Μονάχα αγκάλιασέ με», είπε και ρίχτηκε στην αγκαλιά του.

Στα ρουθούνια του Κώστα ήρθε η μυρωδιά του μοσχοσάπουνου ανακατεμένου με τον ιδρώτα της. Το απαλό γυμνό σώμα της ήταν καυτό. Λες και έπιανε κάρβουνο. Άρχισε να τον φιλάει. Φιλιά παράξενα, που η γυναίκα του δεν μπορούσε να ξέρει. Το στόμα και η γλώσσα της είχαν γίνει ένα ακόμη μέλος γεμάτο ηδονική επιδεξιότητα.

«Περίμενε τουλάχιστον να ξεπλυθώ», ψιθύρισε ξέπνοα.

«Όχι, άντρα μου. Έτσι σε θέλω. Μη φύγεις. Κάνε με δική σου!»

Ο άντρας της υπέκυψε και έπεσε με τα μούτρα πάνω στη σάρκα της σαν λιμασμένο θηρίο. Όμως και εκείνη δεν πήγε πίσω και έτσι αργά και σταθερά πήρε ξανά τα γκέμια του ερωτικού χορού. Τον ξάπλωσε τον Κώστα πάνω στο κρεβάτι και τον καβάλησε σαν άλογο. Του κακομοίρη κόντευαν να του πεταχτούν τα μάτια από την ηδονή, τη στιγμή που εκείνη τράβηξε αυτό που είχε κρυμμένο κάτω από το μαξιλάρι της.

Μέσα στο μισόφωτο, ο άντρας είδε τη γυναίκα πάνω του να μεταμορφώνεται για μια στιγμή σε ένα τεράστιο πλάσμα. Ένα απόκοσμο είδωλο. Σαν πέτρινος φρικαλέος δαίμονας να σείεται και με τα ανοιχτά της χέρια να αγκαλιάζει τον αέρα. Κάτι έλαμψε στιγμιαία στο μισόφωτο και έπειτα η κραυγή της αντήχησε μες στο δωμάτιο.

Ο Κώστας έβγαλε ένα πνιχτό αγκομαχητό που γρήγορα πνίγηκε μες στο αίμα που ανάβλυσε από το στόμα του. Τα μάτια του έμειναν ανοιχτά και κάτι μέσα τους θόλωσε. Τώρα πια δεν αντίκριζε παρά μόνο το ατέλειωτο σκοτάδι.

Η Μάγδα ικανοποιημένη ξεκαβάλησε τον άντρα της και κοίταξε με ηδυπάθεια το μόριο ανάμεσα στα σκέλια του. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της.

Πέρασαν μερικές μέρες μέχρι η ανυπόφορη μυρωδιά και η ξαφνική απουσία του Κώστα να γίνουν αισθητά στο χωριό. Όταν όμως όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί, το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που οι ζοφερές λεπτομέρειες κρατήθηκαν κρυφές. Ο γιατρός και οι αστυνομικοί αρνήθηκαν να πουν οτιδήποτε και ήταν μια από τις λίγες φορές που το χωριό συμφώνησε με αυτή την πρακτική. Εκείνο το βαθιά ακατανόητο ήταν πώς μπόρεσε η πιο καλόκαρδη και ευγενική γυναίκα του χωριού, εκείνη που όλοι νόμιζαν για αγία, να κάνει κάτι τέτοιο. Πραγματικά, δεν το χωρούσε ο νους τους. Και έτσι, μες στη ζέστη του Ιουλίου, μια παγωνιά τύλιξε τις ψυχές όλων, κάνοντας το σταυροκόπημα και τις επισκέψεις στις τρεις εκκλησίες του χωριού πιο συχνά απ’ ό,τι συνήθως.

Πάνω στον παλιό μιναρέ, ο Ντεσιντέριο έκανε πάλι την εμφάνισή του. Για άλλη μια φορά τα έβαλε με τα περιστέρια, στέλνοντας κατάρες και θρονιάστηκε ξανά πάνω στο στήριγμα, αναλογιζόμενος την πρόσφατη επιτυχία του. Κάθε φορά που επιβεβαίωνε πόσο εύθραυστη ήταν τελικά η ανθρώπινη ψυχή, ένιωθε μια μικρή μελαγχολία. Αλλά τούτο το συναίσθημα δεν κρατούσε πάρα πολύ στο συγκεκριμένο δαιμονικό. Γρήγορα η ατέλειωτη επιθυμία για κατεργαριά άρχιζε πάλι να χοχλάζει μέσα του και ένα υστερικό γέλιο τον κατέκλυζε. Ναι, η διασκέδαση σε τούτη τη γη δεν τελείωνε ποτέ. Όχι, φυσικά, όσο υπήρχαν άνθρωποι.

Link to comment
Share on other sites

Εμπνευσμένο, παιχνιδιάρικο, με κάτι απο παραμύθι!

Λάτρεψα τον μικρό σου δαίμονα, ειδικά όταν ένιωσε την στιγμιαία μελαγχολία (τον έφερες ακόμα πιο κοντά στους ανθρώπους έτσι...δυστυχώς για μάς).

Παραλίγο να μην με πείσει το πώς πήρε την κατηφόρα η Μάγδα, αλλά κάπως, δεν ξέρω πώς, πείστηκα λίγο πριν το τέλος. Ήσουν στο τσάκ, αλλά μ'έπεισες. Για την ακρίβεια, μου φάνηκε υπερβολικό αυτό που έκανε στο δύσμοιρο πτώμα, αλλά μετά οι ενοχές της έφεραν μία ισορροπία, ακόμα και η λαγνεία που ξύπνησε μέσα της, με τον τροπο που ξύπνησε (όταν την πλησίασε ο άντρας της, και μέσα απο την φαντασίωση) έφεραν μία ισορροπία. Τελικά, όλα ήταν στις σωστές αναλογίες, για μία καταπληκτική, απολαυστικότατη συνταγή.

 

Μ'άρεσε πάρα πολύ! Ελπίζω να βάλεις κι άλλα στην βιβλιοθήκη.

Link to comment
Share on other sites

Φίλε constantinos

Διάβασα την ιστορία σου δύο φορές τη μία μετά την άλλη, πράγμα που δεν κάνω συνήθως. Την πρώτη φορά με συνεπήρε η πλοκή και το νόημα τα οποία έτρεχαν σα γάργαρο νεράκι! Τη δεύτερη πρόσεξα πιο πολύ το δέσιμο των λέξεων, φράσεων κ.λ.π. Και οι δύο ήταν απολαυστικότατες! το μόνο που με έκανε να αναζητήσω κάτι κατά το διάβασμα, ήταν η απότομη διακοπή της αναφοράς στο μικρό διαβολάκο για πολλές αράδες και η ξαφνική του παρουσία στο τέλος της ιστορίας. Δεν με ξένισε όμως αφού είχα μπει στο νόημα.

Μου άρεσε πολύ.

Link to comment
Share on other sites

Παιδιά σας ευχαριστώ για τα καλά λόγια και χαίρομαι που σας άρεσε. Επέλεξα να βάλω αυτή την ιστορία από το βιβλίο γιατί είναι η μοναδική στην οποία συνυπάρχουν έντονα το κωμικό στοιχείο και η ειρωνεία με τη φρίκη των γεγονότων. Blondbraind ο μικρός και τριτοκλασάτος Ντεσιντέριο είναι ο αγαπημένος μου χαρακτήρας σ’ όλο το βιβλίο.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Για μένα η ιστορία 'Η νύχτα της λευκής παπαρούνας' παραμένη η καλύτερη του βιβλίου σου Κωσταντίνε, χωρίς να θέλω να ρίξω και τις υπόλοιπες.

Link to comment
Share on other sites

Για μένα η ιστορία 'Η νύχτα της λευκής παπαρούνας' παραμένη η καλύτερη του βιβλίου σου Κωσταντίνε, χωρίς να θέλω να ρίξω και τις υπόλοιπες.

 

Μεταξύ μας συμφωνώ για πολλούς (προσωπικούς κυρίως) λόγους. :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Υπέροχο εγκεφαλικό γαργαλητό που με έκανε να χαμογελάσω απο ευχαρίστηση...

Ευχαριστώ

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Μπράβο!

 

Τον παλιό καιρό, όταν έβλεπα ταινίες, δράσης, ε.φ. ή τρόμου (το Rawhead Rex π.χ.) πάντα ονειροπολούσα πως γυριζόταν κάτι αντίστοιχο στα ελληνικά. Ποτέ δεν καταλάβαινα τις αντιμετωπίσεις του τύπου «ξενίζει» «πολύ αμερικάνικο για ελληνικό» κλπ.

 

Χαίρομαι που γίνεται και παραγίνεται (στη λογοτεχνία) και στα ελληνικά, και τόσο όμορφα, ταιριαστά και πετυχημένα. Μπορείς να πείσεις εύκολα μια γενιά αναγνωστών πως αγνοούν μια ολόκληρη ιστορία χαμένων ντόπιων δοξασιών! (Εδώ έχουν πειστεί κάποιοι πως το Necronomicon είναι αληθινό βιβλίο. Γιατί να μην γκρεμίσουμε κι εμείς κάποια ταμπού και να γεμίσουμε αυτό το χαώδες κενό της ελληνικής λογοτεχνίας με την «κουλτούρα» που της λείπει;)

 

Υπέροχο διήγημα. Συνέχισε ακάθεκτος!

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Να ‘σαι καλά βρε Ντίνο για τα θετικά σχόλια. Και χμμ… κάποτε κι εγώ πίστευα πως το συγκεκριμένο βιβλίο υπήρχε στ’ αλήθεια…. (πλάκα κάνω). Συμφωνώ μαζί σου ότι σίγουρα υπάρχει πολύ περιθώριο για το φανταστικό στην Ελλάδα αρκεί να ξεπεράσουν κάποια «κολλήματα» και όσοι γράφουμε και όσοι διαβάζουμε.

Link to comment
Share on other sites

Θα σχολιάσω την ιστορία έχοιντας διαβάσει τη βερσιόν του βιβλίου, η οποία δεν πιστεύω ότι διαφέρει από ετούτη εδώ την ηλεκτρονική.

 

Από όλα όσα είπαν οι προηγούμενοι σχολιαστές, δε θα αφήσω τίποτε που να μην το υπογράψω κι εγώ η ίδια. Γαργαλητό στο μυαλό, πειστικότητα, ο Ντεζιντέριο (μεταξύ μας μου θύμισε λίγο το Φλυαρούδι του Κλάιβ Μπάρκερ), πραγματικά κάτι που ενώ υπάρχει στο αμερικάνικο λείπει από το ελληνικό ρεπερτόριο, δεμένες λέξεις και φράσεις. Μέχρι τελευταία στιγμή αναρωτιόμουν τι θα αναγκάσει ο δαίμονας τη Μάγδα να κάνει. Κι όπως όλοι (και σε άλλα τόπικ) θα τονίσω την ατμόσφαιρα.

 

Τι δε μου άρεσε. Η απότομη επιστροφή στο Ντεζιντέριο. Σαν προσγείωση μου έμοισε. Επίσης η αναφορά στο τζαμί στην αρχή με αποπροσανατόλισε, αναρωτήθηκα για αρκετή ώρα αν θα παίξει κάποιο ρόλο στην ιστορία. Οι κάπως επιδεικτικές αγαθοεργίες της Μάγδας, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι εδώ ήταν αδυναμία της γραφής, μια μικρή αφέλια στο καλοστημένο του θέματος.

 

Ταύτα. :)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..