Jump to content

Χρήσιμοι Μάγοι


Cassandra Gotha

Recommended Posts

Είδος: κλασσική φαντασία με μάγους

Βία; Ναι, λίγη

Σεξ; όχι

Αριθμός Λέξεων: 3.037

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια- Δικά σας...

 

 

 

Εκείνο το πρωί είχα σίγουρα τα νεύρα μου. Ξύπνησα πρώτη απ’ όλους, σηκώθηκα από το άθλιο κρεβάτι του ξενοδοχείου που τόσο «ευγενικά» μας παραχώρησε ο Άρχοντας Χέγκεν, πέρασα δίπλα από τα κοιμισμένα πτώματα των αναίσθητων συντρόφων μου, (που ενώ ο ήλιος κόντευε να βγει αυτοί ακόμα ροχάλιζαν), κατέβηκα με βαριά βήματα την ξύλινη σκάλα και βγήκα στο δρόμο. Κανείς έξω. Η πόλη μόλις ξύπναγε, σιγά και νυσταλέα. Κάποιες καμινάδες άρχισαν να καπνίζουν. Κοίταξα προς τον πύργο του Χέγκεν, εκεί όπου γίναμε δεκτοί το προηγούμενο βράδυ.

 

Μας είχε στείλει γράμμα πριν δέκα μέρες, όπου μας καλούσε να παρουσιαστούμε στην πόλη για να βοηθήσουμε, λέει, σε σημαντική κρατική υπόθεση. Η δουλειά μας είναι να προσφέρουμε υπηρεσίες στο βασιλιά, οπότε ξεκινήσαμε το ταξίδι μετά από λίγες μέρες προετοιμασίας. Έπρεπε να μαζευτούμε όλοι-οι 13 μάγοι του Συμβουλίου-να κάνουμε μια έρευνα στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου (γιατί ξέραμε μια βασική πληροφορία από τον αγγελιαφόρο, ότι η αποστολή είχε να κάνει με τελώνια και γίγαντες), και να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας προς τα νότια σύνορα, όπου υπηρετούσε ο Άρχοντας Χέγκεν. Όλα αυτά κράτησαν πέντε μέρες, ενώ το ταξίδι κράτησε άλλες τόσες.

 

Όταν φτάσαμε, χθες το βράδυ, μας υποδέχτηκε ο ίδιος και μας συνόδεψε στον μεγάλο πύργο του κάστρου. Εκεί, αφού μας πρόσφερε ένα πολύ καλό δείπνο, μας ενημέρωσε για την αποστολή μας.

 

Το πρόβλημα ήταν πράγματι τελώνια και γίγαντες που όλο και πλησίαζαν προς τα τείχη της πόλης, όλο και κάποιος έμπορος που γυρνούσε από ταξίδι έτρεχε πανικόβλητος στους φρουρούς φωνάζοντας ότι άκουσε μικρά διαβολικά χασκόγελα ή είδε μια γιγάντια ακαθαρσία στο δάσος. Αλλά το πραγματικό γλέντι ξεκίνησε όταν εξαφανίστηκε ο πρώτος άνθρωπος. Όλοι βγήκαν στους δρόμους της πόλης βρίζοντας τον Χέγκεν και μερικοί πέταγαν πέτρες προς τον πύργο ή έσπαγαν μπουκαλάκια με λάδι και έβαζαν φωτιά. Ακολούθησαν συλλήψεις και δημόσια μαστιγώματα για παραδειγματισμό.

 

Ήταν φανερό ότι ο Χέγκεν δεν μπορούσε με τους διαθέσιμους στρατιώτες να διώξει τα τέρατα από το δάσος. Ο βασιλιάς δεν του έστελνε κι άλλο στρατό για τέτοιες υποθέσεις, είχε άλλα προβλήματα. Η απάντησή του ήταν: «Το βασίλειο διαθέτει και ένα Συμβούλιο Μάγων και Μαγισσών. Σε κάτι πρέπει να χρησιμοποιηθούν, εκτός του να σκορπάνε τα χρήματα του πανεπιστημίου σε απίθανα πειράματα».

 

Έτσι, κάλεσε τους δεκατρείς καλύτερους μάγους και μάγισσες, να λύσουν το πρόβλημα, επικεφαλής των οποίων ήμουν δυστυχώς εγώ. Ήταν λογικό να μας καλέσει, είχα σκεφτεί όταν πήραμε την επιστολή του, στο κάτω κάτω, εκπαιδευτήκαμε για μια τέτοια περίπτωση. Εκτός από ερευνητές ήμασταν (ή τουλάχιστον, έπρεπε να είμαστε) και ετοιμοπόλεμοι.

 

Αυτό που δεν περίμενα όμως, ήταν η «μικρή, αλλά σημαντική λεπτομέρεια» που ο Άρχοντας Χέγκεν είχε την ευγενή καλοσύνη να μας τονίσει: έπρεπε να επικοινωνήσουμε με τα τέρατα για να μάθουμε τι θέλουν τόσο κοντά στα τείχη, και όχι απλά να τα διώξουμε. Τέλεια! Όρεξη είχα τώρα για ξόρκια πνευματικής κατάληψης. Αφού αυτό ήταν το αντικείμενο της έρευνάς μου στο πανεπιστήμιο, ήξερα ότι το λαχείο θα έπεφτε σε μένα. Οι άλλοι απλώς θα με υποστήριζαν, κάνοντας βοηθητικά ξόρκια, δημιουργώντας ασπίδες και τείχη προστασίας και ρίχνοντας μπουκαλάκια με διάφορα φίλτρα όταν κάποιο τέρας θα πλησίαζε επικίνδυνα.

 

Και οι δώδεκα γελοίοι συνάδελφοί μου, ενθουσιασμένοι που τους δινόταν η ευκαιρία να βάλουν σε εφαρμογή όλα τα τρομερά πράγματα που μάθαιναν από έφηβοι στη σχολή, να τα δουν σε μάχη, αμέσως συμφώνησαν ότι αυτό ήταν το καλύτερο-να μάθουμε δηλαδή τι θέλουν οι γίγαντες και τα τελώνια. Τους αγριοκοίταξα, αλλά δεν στάθηκε αρκετό, έκαναν ότι δεν με είδαν. Τι κρετίνοι! Για ‘μένα, θα αρκούσαν μερικά καλέσματα κεραυνών και το θέμα θα έληγε σύντομα και λιτά. Όταν μάθαινα να καταλαμβάνω σώματα και να διαβάζω μυαλά (μέσα στο κρανίο τους-το αντίθετο είναι δουλειά του νεκρομάντη), σίγουρα δεν ονειρευόμουν να μπω σε σώμα τελώνιου. Αλλά δεν φταίγαν αυτοί, ήταν ξεμωραμένοι κρετίνοι κι εγώ η αντάξια αρχηγός τους στο παρηκμασμένο μας συμβούλιο.

 

Ξαναγύρισα μέσα στο ξενοδοχείο. Ο φύλακας κοιμόταν. Ανέβηκα τις σκάλες και είδα ότι δεν είχε ανοίξει βλέφαρο ακόμα εκεί μέσα.

 

«Συνάδελφοι!» φώναξα, «Συνάδελφοι, ξυπνήστε! Νάντια, Νόρικελ, Πρίγορ, Μαντιέλ! Έλα, Βέρντιλ, κουνήσου! Ξυπνήστε και τους άλλους κι ελάτε κάτω. Γρήγορα».

 

Όταν και οι δώδεκα αποδείξεις της αποτυχίας μου ως καθηγήτριας ξύπνησαν, πλύθηκαν και ήρθαν κάτω, πήγαμε στην κουζίνα του κάστρου να φάμε πρωινό, όπως μας είχε πει ο Χέγκεν. Γρήγορα αδειάσαμε τις κούπες μας με το τσάι και φάγαμε τα ζεστά κουλούρια και σχεδόν τρέχοντας κατεβήκαμε στο λιμάνι. Εκεί βρισκόταν ένας καπετάνιος που με το πλοιάριό του θα μας πήγαινε σε μια απομονωμένη παραλία απ’ όπου θα κόβαμε δρόμο για το δάσος.

 

Και ενώ επιβιβαζόμασταν περπατώντας στη σανίδα με περίσσια χάρη μέσα στις φανταχτερές μας ρόμπες, έσκασε μύτη και ο Χέγκεν με άλλους τρεις σιδερόφραχτους.

 

«Αξιότιμη Κυρία» με χαιρέτησε με το εκνευριστικά επίσημο ύφος του, «είστε έτοιμοι προς αναχώρηση βλέπω;»

 

«Μάλιστα, Άρχοντα Χέγκεν. Αν δεν υπάρχει κάτι άλλο να πούμε, θα ήθελα να ξεκινήσουμε αμέσως» του απάντησα ανυπόμονα, προσπαθώντας να γλιτώσω άλλη μια επιβλαβή συζήτηση μαζί του. Δεν τα κατάφερα.

 

«Υπάρχει κάτι ακόμα, Κυρία. Αποφάσισα να παραστώ στην επιχείρηση. Θέλω να σιγουρευτώ ότι δεν θα υποκύψετε σε κάποια… λανθασμένη επιλογή. Ξέρετε: πάνω στη μάχη, κάτι πάει στραβά και αρχίζετε να πετάτε μπάλες φωτιάς και αστραπές, οπότε πάει περίπατο η αναζήτηση απαντήσεων. Θα είμαι εκεί, υπενθυμίζοντάς σας το δρόμο της υπομονής, αρετή για την οποία δεν φημίζονται οι μάγοι, με όλο το σέβας που τρέφω για σας».

 

Κοιτάζοντάς τον κατάματα και προσπαθώντας να υπολογίσω πόσο χοντρά με δουλεύει, του απάντησα στον ίδιο τόνο «Θα μου επιτρέψει η αρχοντιά σας να επισημάνω ότι αν κάποιος διακρίνεται για υπομονή, αυτός είναι ο μάγος και όχι ο πολεμιστής, το αίμα του οποίου βράζει και ζητάει λόγο-αν όχι απλώς αφορμή- να τραβήξει το σπαθί του από τη θήκη».

 

«Δεν είμαι εδώ για να μαλώσουμε, αγαπητή μάγισσα. Είμαι εδώ για να σας συνοδέψω. Παρακαλώ, προχωρήστε στο σκάφος».

 

Και μ’ αυτά τα λόγια κινήθηκε προς τη σανίδα επιβίβασης, μαζί με τους τρεις ιππότες.

 

Κοιταχτήκαμε με τους άλλους, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Θα είχαμε τον Χέγκεν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, να παρακολουθεί την επιχείρηση, είτε μας άρεσε είτε όχι. Ο καπετάνιος, αμέτοχος στα προβλήματά μας, έλυσε τα σχοινιά, σήκωσε την άγκυρα και ξεκινήσαμε.

 

Μετά από μια σύντομη πλεύση φτάσαμε σε μια μικρή αμμουδερή παραλία γεμάτη κέδρους. Ήταν ρηχά και το σκάφος δεν μπορούσε να πλησιάσει, γι’ αυτό αναγκαστήκαμε να πηδήξουμε στο νερό, που μας έφτανε ως τη μέση και να περπατήσουμε μέχρι την ακτή, κρατώντας πάνω απ’ τα κεφάλια μας τις μαγικές περγαμηνές και τα ελιξίρια. Μ’ αυτό, φυσικά, διαολίστηκα ακόμα πιο πολύ, αλλά δε μίλησα. Κοίταζα τους σιδερόφραχτους άντρες και γέλασα από μέσα μου, ξέροντας ότι αυτοί οι ταλαίπωροι βρίσκονταν σε χειρότερη θέση. Τα σοβαρά τους πρόσωπα λίγο έλειψε να κάνουν το γέλιο μου φανερό.

 

Όταν πατήσαμε στην ακτή πήραμε το μονοπάτι που έμπαινε στο δάσος. Μετά από εύκολη και ακίνδυνη πορεία, που το μόνο που τη δυσκόλευε ήταν η αργοπορία των αστακοντυμένων πολεμιστών πίσω μας, φτάσαμε σ’ ένα σημείο όπου γινόταν φανερή η παρουσία τελώνιων: τσαλαπατημένες φτέρες, χωρίς κανένα λόγο, λες και κάποιοι που μισούν τη βλάστηση είχαν περάσει από εκεί, δέντρα σημαδεμένα από βέλη, πεταμένα στο χώμα λάφυρα από τις επιθέσεις τους σε περαστικούς-ρούχα, σκεύη, κοσμήματα, σπασμένα εργαλεία και ένα αναποδογυρισμένο κάρο με χυμένο το περιεχόμενό του καταγής: μπάλες άχυρου, προφανώς τροφή για τα ζώα κάποιου άτυχου ταξιδιώτη.

 

Χωρίς να μιλήσω, τους έκανα νόημα να σταθούν. Κάπου κοντά θα ήταν, έπρεπε να κινηθούμε προσεχτικά. Κάλεσα τη Νάντια δίπλα μου, την πιο νέα από τους καθηγητές της σχολής, που η ειδικότητά της ήταν τα ξόρκια αποκάλυψης. Της ψιθύρισα ότι χρειαζόμασταν ένα τώρα. Ο Χέγκεν μας κοίταζε με προσοχή.

 

Η Νάντια όρθωσε το σώμα της, στύλωσε τα μάτια μακριά σηκώνοντας τα χέρια στο ύψος τους και άρχισε να απαγγέλλει τα μαγικά λόγια που θα μας έδειχναν τους κρυμμένους εχθρούς. Στο τέλος της φράσης τα χέρια της τεντώθηκαν μέχρι τα ακροδάχτυλα και ακολουθώντας με το βλέμμα τη νοητή γραμμή που χάραξαν στον αέρα, είδα ότι περίπου εκατό μέτρα ευθεία μας μια γαλακτερή ομίχλη εμφανιζόταν, που σιγά σιγά πήρε ένα κοκκινωπό χρώμα και μετά διαλύθηκε. Τώρα φαίνονταν καθαρά μικρές κόκκινες φιγούρες να κινούνται σ’ εκείνο το σημείο. Ήταν τα τελώνια.

 

Έκανα νόημα να προχωρήσουμε σκυφτοί λίγα μέτρα ακόμα. Ο Χέγκεν και οι άντρες του έδιναν μάχη να μην ακούγονται μες τις πανοπλίες κι εγώ έδινα μάχη με τον εαυτό μου να μην τους κατακεραυνήσω. Γύρισα και τους κοίταξα φανερά στα όρια της αυτοκυριαρχίας μου. Κάλεσα τον Μαντιέλ, τον δημιουργό ψευδαισθήσεων. Του είπα τι θέλω στο αυτί, χωρίς να μας ακούσει ο Χέγκεν. Τότε αυτός χαμογέλασε ελαφρά, γύρισε προς το μέρος τους και έκλεισε τα μάτια. Ο Χέγκεν διαμαρτυρήθηκε χαμηλόφωνα «Μα-τι» και οι άλλοι τρεις κοιτάζονταν με αγωνία, όσο ο Μαντιέλ σχημάτιζε περίτεχνα σύμβολα στον αέρα μπροστά τους. Όταν το ξόρκι ολοκληρώθηκε, ο Χέγκεν είπε κάτι έξαλλος, αλλά κανείς δεν τον άκουσε. Το ήξερε, είχε νιώσει την απουσία ήχων, ούτε την ίδια του την αναπνοή δεν θα ήταν σε θέση ν’ ακούσει, και ευτυχώς ούτε εμείς ή ακόμα χειρότερα, τα τελώνια.

 

Συνεχίζοντας το δρόμο μας με το αθόρυβο κουαρτέτο πολεμιστών να ακολουθεί, φτάσαμε στην είσοδο μιας σπηλιάς, απ’ όπου φαίνονταν να έρχονται οι κόκκινες σκιές. «Μέσα είναι» ψιθύρισα.

 

Μπήκαμε κατευθείαν, αφού κάθε λεπτομέρεια είχε συζητηθεί από πριν.

 

Πρώτη μπήκε η Νάντια, που διαβάζοντας τώρα μια περγαμηνή έκανε ένα καινούργιο ξόρκι που είχε εφεύρει η ίδια. Το έλεγε «ο ανιχνευτής προθέσεων» και ανίχνευε τη διάθεση των άλλων με απρόσμενη ακρίβεια. Κρατούσε όμως πολύ λίγο και έπρεπε να το ανανεώνεις συχνά, αν υπήρχε ανάγκη. Γύρισε και μας είπε «πρέπει να είναι μεθυσμένα, έχουν διάθεση για φαγητό και σκανταλιές, ένιωσα και ένα κύμα παράξενης ευφορίας και ζάλης». «Περίφημα», μονολόγησα.

 

Αν ο στόχος μας ήταν να τα σκοτώσουμε, δεν θα ελπίζαμε για πιο ιδανικές συνθήκες. Μεθυσμένα τελώνια ήταν εύκολη λεία για μάγους και πολεμιστές. Όμως, το να μπεις στο υποτυπώδες μυαλό ενός τέτοιου πλάσματος ενώ κατάστρεφε τα λιγοστά εγκεφαλικά του κύτταρα με αλκοόλ, δεν θα απέδιδε και πολλούς καρπούς και σίγουρα δεν θα ήταν μια ευχάριστη εμπειρία. Καθόλου ευχάριστη, αν μάλιστα αναλογιζόταν κανείς και την απέχθειά μου για το αλκοόλ, αλλά και τα χρόνια μου.

 

Κουνώντας το κεφάλι κάθισα κάτω και ήπια ένα φίλτρο που είχα ετοιμάσει για το ξόρκι που θα έκανα. Το σώμα μου έπρεπε ν’ αντέξει το πνευματικό ταξίδι και αυτό το φίλτρο θα με βοηθούσε να γυρίσω πίσω ασφαλής. Με πλησίασε ο Νόρικελ μαζί με τον Πρίγορ και μου έκαναν από ένα ξόρκι ενίσχυσης πνευματικής δύναμης ο καθένας. Αυτό ήταν μεγαλειώδης αίσθηση, την είχα βιώσει πολλές φορές στο παρελθόν και κάθε φορά με συνέπαιρνε. Κάθε φορά ένιωθα τον εαυτό μου να απλώνεται, να μεγαλώνω, να ενώνομαι μ’ αυτό τον κόσμο και να τα καταλαβαίνω όλα. Δυστυχώς το ξόρκι δεν κρατούσε πολύ και έπρεπε να βιαστούμε.

 

Ο Χέγκεν και οι άντρες του πήραν θέση πίσω μας, με τα όπλα έτοιμα για άμυνα. Εγώ σηκώθηκα όρθια αλλά δεν κουνήθηκα απ’ τη θέση μου: ήταν σειρά του Βέρντιλ τώρα, είχε βγάλει μια περγαμηνή και την έκαιγε στο έδαφος, ψιθυρίζοντας τα λόγια «εδώ, εδώ, θα γίνει εδώ, εδώ, εδώ, θα γίνει εδώ», μέχρι να καεί. Οι άλλοι συνάδελφοί μας είχαν έτοιμα τα μπουκαλάκια τους και με ένα μου νεύμα η Νάντια έριξε πρώτη το δικό της. Στριγκλιές ακούστηκαν, ανατριχιαστικές και απόκοσμες. Τα τελώνια τις άκουσαν και έτρεξαν με το γνωστό άναρχο τρόπο τους προς την πηγή. Μας είδαν και φρένιασαν τελείως. Ο Βέρντιλ, που είχε τελειώσει με το ξόρκι του, πήρε κι αυτός ένα μπουκαλάκι και το έριξε απάνω τους και οι άλλοι ξεκίνησαν μια σειρά από ενοχλητικά αλλά αβλαβή ξόρκια, όλα επιτυχή. Γλιστερό πάτωμα, μυϊκοί πόνοι, φόβος, θολούρα στα μάτια… Απλά πράγματα με τα οποία έπαιζαν οι πρωτοετείς στη σχολή μας.

 

Στριγκλιές ακούστηκαν ξανά. Αυτή τη φορά ήταν τα τελώνια, που πάλευαν να μας φτάσουν, έχοντας να αντιμετωπίσουν μια σειρά από δυσάρεστα συμπτώματα.

 

Οι συνάδελφοι σταμάτησαν για λίγο την επίθεση και ένα τερατάκι, το πιο θαρραλέο, κατάφερε να περάσει την αόρατη γραμμή φόβου. Μόλις πάτησε όμως στο σημείο που ο Βέρντιλ είχε κάψει την περγαμηνή, πάγωσε. Οι σύντροφοί του κοιτούσαν με αγωνία. Το τελώνιο έχασε την επαφή με το περιβάλλον, τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω, το στόμα του άνοιξε διάπλατα. Έριξε το κεφάλι πίσω, κρέμασε τα χέρια μπροστά και έμεινε σ’ αυτή την αφύσικη στάση, βγάζοντας συνεχόμενα μια ακόμα πιο αφύσικη, θρηνητική φωνή. Είχα πλησιάσει και το διέταζα να με υπακούσει. Στάθηκα μπροστά του και ένιωσα το σώμα μου να κοκαλώνει, το κεφάλι μου να τραβιέται πίσω, τα χέρια μου να τεντώνουν.

 

Η μέθη από το φτηνό ρούμι που έπιναν τα τελώνια με χτύπησε κατακέφαλα, το δυσάρεστο μούδιασμα στο πρόσωπο, η ελλιπής αίσθηση ισορροπίας και το ανακάτεμα στο στομάχι παραλίγο να με ρίξουν κάτω, αλλά μάζεψα τις δυνάμεις μου και συγκεντρώθηκα. Είχα πράγματα να μάθω. Το τελώνιο ήταν ανίκανο να μου αντισταθεί κι έτσι του δάνεισα λίγη νοημοσύνη για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε και ξεκίνησα την ανάκριση.

 

«Μόνοι σας ήρθατε;» ρώτησα στην αρχή

 

«Όχι», απάντησα στον εαυτό μου.

 

«Ποιος σας έφερε τότε;»

 

Ξανά η ίδια μου η φωνή ακούστηκε «Ο Διάολος».

 

«Ο Διάολος; Ποιον αποκαλείς έτσι;»

 

«Τον Διάολο».

 

Χμ, έπρεπε να συγκεντρωθούμε και οι δύο, γιατί ήμασταν σουρωμένοι και δεν θα βγάζαμε άκρη πριν η δύναμή μου μ’ αφήσει.

 

«Περιέγραψε τον Διάολο».

 

«Είναι κακός».

 

«Τι κάνει και είναι κακός;»

 

«Έρχεται στις βαθιές σπηλιές, εκεί που μένουμε, και μας πιάνει και μας βασανίζει και μας σκοτώνει. Έρχεται συχνά. Τον φοβόμαστε».

 

«Πώς μοιάζει;»

 

«Σαν εσάς. Έχει δυο χέρια, δυο πόδια, μαλλιά και φοράει ρούχα. Είναι ψηλός και κακός».

 

«Ναι, ναι, το έπιασα: είναι κακός. Έρχεται μόνος του;»

 

«Όχι. Πάντα σέρνει μαζί του και έναν ιππότη».

 

«Τι ιππότη;»

 

«Αυτόν εκεί».

 

«Ποιον;»

 

«Αυτόν εκεί, πίσω σου. Μόνο που δεν είναι έτσι όπως τώρα, αλλά διαφορετικός».

 

«Ποιον λες; Αυτόν με την ασπίδα;»

 

«Ναι, αυτόν»

 

«Πώς είναι, δηλαδή, όταν έρχεται μαζί με τον Διάολο;»

 

«Είναι μεθυσμένος, αλλά χειρότερα από εμάς τώρα. Περπατάει χαζά, κοιτάει προς τα πάνω και απ’ το στόμα του βγαίνουν αφροί».

 

«Και τι λένε με τον Διάολο όταν έρχονται σ’ εσάς;»

 

«Αυτός δε λέει τίποτα, ο Διάολος του λέει. Του λέει ότι είναι ο αφέντης του και ότι αν δεν κάνει όσα έχουν συμφωνήσει θα περάσει χειρότερα από όσα βλέπει να περνάμε εμείς και μετά τον χτυπάει στην πλάτη και βάζει τα γέλια».

 

«Πες μου κάτι ακόμα: γιατί σας έστειλε ο Διάολος εδώ;»

 

«Για να διώξουμε εσάς. Να σας τρομάξουμε, να φύγετε από την πόλη, και όσοι δεν φύγουν θα τους σκοτώσουν οι φίλοι μας οι γίγαντες και μετά θα έρθει Αυτός να μείνει εδώ και να βασιλέψει, όπως λέει».

 

 

Η ώρα ήρθε που η δύναμή μου με άφηνε.

 

«Γκριλτ, πριγκ, σφίντρι… Προυουουκκκ!» άκουσα τη φωνή μου να προφέρει ασυνάρτητα και κατάλαβα ότι έπρεπε να επιστρέψω.

 

«Γύρνα πίσω. Σε αφήνω» το διέταξα, και το τελώνιο υπάκουσε.

 

Μόλις άνοιξα τα μάτια είδα πως η μάχη ξαφνικά είχε φουντώσει. Τελώνια και μάγοι στέκονταν αντιμέτωποι, οι μεν προσπαθώντας να προχωρήσουν, οι δε να τους κρατάνε με ένα τείχος φωτιάς. Μερικά τελώνια τσουρουφλίστηκαν. Κοίταξα τον Βέρντιλ και είπα: «Μην τους κρατάτε άλλο. Έχουμε τις απαντήσεις μας». Μπάλες φωτιάς επιτέλους εκσφενδονίστηκαν και δεν ακούστηκε ούτε τσιρίδα.

 

Όλα όσα ειπώθηκαν κατά τη σύντομη συνομιλία μου με το τελώνιο, τα είχαν ακούσει όλοι, αφού μιλούσα δυνατά. Γυρνώντας είδα το αποσβολωμένο πρόσωπο του Χέγκεν, που με κοιτούσε με την πιο τρομαγμένη έκφραση που έχω δει σε άνθρωπο. Δεν έχω δει και πολλούς, βέβαια, μόνο κάτι μαθητές στη σχολή που περίμεναν τη σειρά τους για να τους εξετάσω και κάνα δυο που είχανε κάψει μαλλιά ή ρούχα σε κάποια άσκηση. Πάντως η έκφραση του Χέγκεν μαρτυρούσε πλήρη απώλεια μνήμης, ειλικρινή απορία και φρίκη για όσα είχε μόλις ακούσει. Οι φρουροί του ήταν το ίδιο χαμένοι μ’ αυτόν, απλά πιο ηλίθιοι. Τον κοιτούσαν σα να μην ήξεραν για ποιον πολεμάνε. Δεν είχαν και άδικο, οι κακομοίρηδες πατριώτες.

 

 

Δυο συνάδελφοί μου ήρθαν να με στηρίξουν γιατί ζαλιζόμουν. Ήμουν πολύ μεγάλη γι’ αυτές τις βλακείες. Σταθήκαμε μπροστά στους ιππότες και μίλησα στον αρχηγό τους «Πάμε τώρα, έχουμε πολύ δουλειά, Άρχοντα Χέγκεν. Χρειάζεσαι επειγόντως τη βοήθειά μας, αν δεν το κατάλαβες». Έκανα νόημα στη Νάντια, η οποία μας πλησίασε και πιάνοντάς μας τα χέρια μας μετέφερε στο κάστρο.

 

Εκεί είμαι ακόμα, τέσσερις μέρες μετά, περιμένοντας το βασιλιά μας να έρθει ο ίδιος με στρατό, καθώς τα σοβαρά προβλήματα που τον κρατούσαν μακριά ήταν απλά ένας αντιπερισπασμός. Το αληθινό πρόβλημα βρισκόταν εδώ, στα νότια σύνορα.

 

Η ίδια διαδικασία που ακολούθησα με το τελώνιο, απέδωσε τρομερούς καρπούς με τον δύσμοιρο τον Χέγκεν, που στάθηκε απερίγραπτα τυχερός με την επιμονή του να μάθουμε γιατί τα τέρατα είχαν έρθει. Στο τσακ γλίτωσε την ολοκληρωτική προδοσία και την καταστροφή της πόλης, μπορεί και όλου του βασιλείου.

 

Ακόμη και μέσα στην σκλαβιά του, παρέμενε ένας καλός αρχηγός φρουράς και νοιαζόταν πραγματικά για τη χώρα.

 

Αποκαλύφθηκε ότι ο βασιλιάς της αντίπαλης χώρας, που χρόνια προσπαθούσε να επεκτείνει τα σύνορά του προς τα εδάφη μας, έβαλε τους μάγους του να επικοινωνήσουν με τον Χέγκεν και να τον υποτάξουν. Έβγαινε τις νύχτες στο δάσος, πήγαινε υπνωτισμένος σε μια καλά κρυμμένη σπηλιά και συναντιόταν με το βασιλιά-Διάολο, όπως τον είχε αποκαλέσει το τελώνιο. Εκείνος τον πρόσταζε να του αποκαλύπτει κρυφά περάσματα προς την πόλη και μυστικά του στρατού. Έφερε τα τελώνια στη σπηλιά και τα βασάνιζε μπροστά του για να τον τρομοκρατεί. Μετά τον έδιωχνε και ο Χέγκεν δεν θυμόταν απολύτως τίποτα το πρωί. Ήταν όμως δέσμιος και κάποια μέρα θα ολοκλήρωνε την προδοσία του, αφήνοντας την πόλη και πηγαίνοντας να πολεμήσει για τον εχθρό.

 

Ο κακομοίρης τα είπε όλα μόνος του, μονοκοπανιά, αφού μπαίνοντας στο μυαλό του τον έκανα να θυμηθεί τα πάντα και ήθελε πραγματικά να βοηθήσει. Όταν τελειώσαμε, είδα και κάτι για πρώτη φορά: έναν πολεμιστή να κλαίει σα μικρό παιδί. Έπεσε στα γόνατα και έλεγε με τα χέρια στο κεφάλι «Τι έκανα, τι έκανα…»

 

Του υποσχέθηκα ότι θα τον υπερασπιζόμουν στο βασιλιά και ότι δεν θα δικαζόταν ως προδότης, αλλά προς το παρών τον έχουμε κλειδωμένο στο μπουντρούμι, για να γλιτώσω εγώ η ίδια το κεφάλι μου από την οργή του βασιλιά, όταν θα έρθει αύριο.

 

Αυτό που προέχει είναι να συζητηθεί η στρατηγική της άμυνάς μας, αφού ο εχθρός ξέρει ήδη πάρα πολλά και ετοιμάζει επίθεση. Σίγουρα όμως δεν θα μπορέσει να ξαναπάρει τον Χέγκεν ή κανέναν άλλο, καθώς οι συνάδελφοί μου απασχολούνται εκ περιτροπής να κρατάνε ενεργή μια προστατευτική πνευματική ασπίδα γύρω από την πόλη, που εγώ η ίδια έφτιαξα με τη βοήθεια της Νάντιας και του Βέρντιλ. Αν αποτύχουν σ’ αυτή την απλούστατη αποστολή, πολύ απλά θα τους κάψω, όπως τους ενημέρωσα.

 

Για δες, που τελικά το Συμβούλιό μας κάτι έκανε γι’ αυτή τη χώρα…

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

 

Η ιστορία ήταν πολύ ευχάριστη αν και δεν θα την έλεγα ολοκληρωμένη γιατί σταματάει με σχετικό cliffhanger.

 

Η μόνη μου απορία είναι το τι ακριβώς εκανε ο διάολος με τον Χέγκελ μέσα στην σπηλιά. Ήταν υπνωτισμένος αλλά έπρεπε και να τρομοκρατείται βλέποντας τελώνια να βασανίζονται; Και μετά τα ξεχνούσε όλα αλλά κατά τα άλλα υπερασπιζότανε την πόλη; Εκεί με έχασε.

 

Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι που διάβασες ευχάριστα την ιστορία μου. Αυτό ήταν και ο πρωταρχικός σκοπός μου: μια ανάλαφρη διήγηση.

Για το χάσιμό" σου:

Το λέω και στο τέλος τι έκαναν εκεί ο "κακός βασιλιάς" και ο Χέγκεν. Ο πρώτος ανάκρινε τον δεύτερο. Αυτό με τον βασανισμό των δύστυχων τελώνιων, είναι το πιο απλό και παλιό κόλπο: ο φόβος. Μια μικρή επίδειξη δύναμης, μια άσκηση τρομοκρατίας σ' ένα ήδη θολωμένο μυαλό, πάντα φέρνει αποτελέσματα. Το επόμενο πρωί δεν θυμότανε τίποτα, γιατί αλλιώς δεν είχε νόημα όλο αυτό. Η θολούρα όμως μέσα στο μυαλό του κάποια μέρα θα τον νικούσε μια και καλή. Η σκηνή που περιέγραψε το τελώνιο, ήταν μόνο ό,τι είχε δει το ίδιο και οι σύντροφοί του. Προφανώς γίνονταν κι άλλα (όπως οι ανακρίσεις που ανέφερα). Δεν ξέρω αν σε κάλυψα. :(

 

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Εντάξει, υπήρχε μια μικρή ασάφεια αλλά με κάλυψες.

 

 

Τώρα να ρωτήσω αν ο φόβος σε αυτόν τον κακό βασιλιά κρατούσε και τα τελώνια υποταγμένα παρόλο που τα μεταχειριζότανε έτσι, θα ήταν υπερβολή. Ή αφού είχε τέτοια δύναμη να υπνώτιζε σταδιακά όλους τους ηγέτες αντί να σπείρει το χάος και να παραλάβει αναρχία (ο ένας υπνωτισμένος να παγιδεύει έναν άλλον που θα υπνωτίζεται κι εκείνος και θα κάνει το ίδιο σε άλλον). Το λέω αυτό γιατί δεν εξηγείς τι ακριβώς θα πετύχαινε ο άλλος βασιλιάς αν κατακτούσε ένα χάος. Σκέψου την ταινία Puppet Masters που θεωρητικά μπορούσε η γη να κατακτηθεί χωρίς να ανοίξει ούτε μια μύτη.

 

Link to comment
Share on other sites

  • 5 months later...

Έχοντας όρεξη να διαβάσω μερικές ιστορίες, έπεσα και στους Χρήσιμους Μάγους σου, φίλτατη.

*Bump* αγαπητοί σφφάδες. Η ιστορία αξίζει να διαβαστεί και να σχολιαστεί.

 

Προχωράω στο παρασύνθημα λοιπόν:

 

Τι θέλει να δώσει η συγγραφέας: Ένα ανάλαφρο διήγημα δράσης με πρωταγωνιστές μάγους σε φάντασυ σέττινγκ.

 

Τι λειτουργεί καλά: Η ροή είναι καλή (δεν κουράζει σε κανένα σημείο) οι εικόνες που δίνεις είναι αρκετές για την φαντασία του αναγνώστη ώστε να συμπληρώσει τα κενά αυτών που δεν βλέπει (το Pratchett Effect) ως ιδέα και twist, είναι έξυπνη και καλά υλοποιημένη. Δεν έχει καθόλου προβλήματα γλώσσας που θα κάνουν κάποιον να κολλήσει και κυρίως, κυλάει πανεύκολα. Τα ξόρκια είναι "όμορφα" (δεν χρειάζεται να είναι κανείς συναισθητικός για να δει τις εικόνες στο μυαλό του) αν και DnDίζουν ελαφρώς επικίνδυνα. Παίζεις με στερεότυπες εικόνες, αλλά είναι αρκετά "πειραγμένες" από την προσωπική σου σκέψη που δουλεύουν μια χαρά χωρίς να πει κανείς π.χ. ... "πωω, πάλι goblins..." (διαβάστε και θα καταλάβετε)

 

Τι θα μπορούσε να λειτουργεί καλύτερα: Μου φαίνεται λίγο άνιση η συμπεριφορά της βασικής ηρωίδας. Για την ακρίβεια εδώ βρίσκω προσωπικά αυτό που με χάλασε περισσότερο. Δεν μπορώ ας πούμε να κρίνω την ηλικία της. Ούτε τα λόγια ούτε οι σκέψεις της μου δίνουν την εικόνα μιας μάγισσας-αρχηγού. Μα δες την πρώτη πρώτη φράση του κειμένου. "Εκείνο το πρωί είχα σίγουρα τα νεύρα μου."

Το ίδιο και για τους υπόλοιπους μάγους. Αυτοί είναι οι καλύτεροι μάγοι του βασιλείου; Καημένο βασίλειο...

 

Παράδειγμα. "Και οι δώδεκα γελοίοι συνάδελφοί μου, ενθουσιασμένοι που τους δινόταν η ευκαιρία να βάλουν σε εφαρμογή όλα τα τρομερά πράγματα που μάθαιναν από έφηβοι στη σχολή, να τα δουν σε μάχη, αμέσως συμφώνησαν ότι αυτό ήταν το καλύτερο-να μάθουμε δηλαδή τι θέλουν οι γίγαντες και τα τελώνια. Τους αγριοκοίταξα, αλλά δεν στάθηκε αρκετό, έκαναν ότι δεν με είδαν. Τι κρετίνοι!"

 

"Λες και μιλάει για το 15μελές του λυκείου." ήταν η σκέψη μου όταν διάβασα το κομμάτι. Αποδεχόμενος το ύφος με το οποίο το έγραψες, υπολόγιζα ότι η ιστορία θα είναι μάλλον κωμική.

Το θέμα είναι οτι αυτό το mood αλλάζει κάπου στα μισά του κειμένου. Αν συνεχιζόταν έτσι και η πλοκή τριγυρνούσε γύρω από το ανάλαφρο attitude τους και γινόταν κωμικό διήγημα, θα είχα διαφορετική άποψη σίγουρα. Αλλά το κείμενο προχωράει σε πιο σοβαρά-σκιερά μονοπάτια.

 

Ελπίζω να μην άφησα πολλά ερωτηματικά και να βοήθησαν κομματάκι τα παραπάνω, αν όχι αυτό το κείμενο, τουλάχιστον τα επόμενα δικά σου.

Link to comment
Share on other sites

Σύμπτωση: :D

Πριν λίγες μέρες ξαναδιάβασα αυτή την περιπετειούλα, και αυτό που σκέφτηκα τελειώνοντάς την ήταν 'Μα γιατί δεν το τέλειωσα στο ίδιο ύφος που το ξεκίνησα; Τι αναποφασιστικότητα είναι αυτή;'

 

Ευχαριστώ για τα σχόλια. Ναι, είναι πολύ χρήσιμα.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε η ιστορία σου, ήταν ευχάριστη κι ανάλαφρη, και για μένα, η αλλαγή ύφους δεν ήταν έντονη. Αυτό που απόλαυσα ιδιαίτερα ήταν που η ηρωίδα είναι σαρκαστική, ειρωνική και στριφνή. Έδωσε έναν άλλο αέρα σε μια ακόμη ιστορία με ξόρκια και μάγους. Όλες οι εικόνες σου λειτούργησαν πολύ καλά, δεν ήταν ούτε πολύ αναλυτικές ούτε πολύ "λίγες" κι επέτρεπαν στο κείμενο να ρέει ανεμπόδιστα. Θα ήθελα να δω όμως λίγο παραπάνω από την ηρωίδα σου, να την δω λίγο πιο σφαιρικά, να νιώσω λίγο περισσότερο ότι είναι μια φτασμένη μάγισσα κάποιας ηλικίας.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Για να πω την αλήθεια αυτο που αρχικά με τράβηξε ήταν ο τίτλος του έργου σου αλλα μόλις άρχισα να το διαβαζω...κόλλησα πολυ άσχημα!!!Μου άρεσε η λέπτη ισσοροπία που κατάφερες να κρατήσεις σε ολόκληρο το έργο μεταξύ λιτότητας και υπερβολής...Επίσης η σαφήνεια,ο ειρμός και η δομη του έργου σου ειναι εξαιρετική κατα την γνώμη μου,καθώς κατατοπίζει απόλυτα τον αναγνώστη πάνω σε κάθε σκήνη αφήνωντας του το περιθώριο να περιπλανηθεί με την φαντασία του μέσα στο έργο σου...Αλλα αυτο που πραγματικα με ξετρέλανε ήταν η προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας!!!Τα σπάει!!!....Το μόνο που ίσως με προσγείωσε κάπως απότομα ήταν το τελείωμα...μου φάνηκε κάπως απότομο...Κατα τα άλλα όμως thmbup.gif !!!

Edited by Posthumous Eerie
Link to comment
Share on other sites

Ελπίζω να μη στεναχωρήσω με αυτά που θα σου πω παρακάτω, ή να σε θυμώσω (χειρότερα ακόμη), αλλά πιστεύω ότι θέλεις αρκετή δουλειά για να ξεφύγει από το κοινότυπο.

 

Εξηγούμαι: Μ' αρέσει η αρχηγός μάγισσα. Μ' αρέσει το ότι έχει την -υπεροπτική- άποψή της για τους συναδέλφους της και για τον Χέγκεν. Μ' αρέσει τρελά η παρουσίαση των τελωνίων, είναι γλυκύτατα και στο μεθύσι τους ακόμη πιο γλυκούλια. Μ' αρέσει η γραφή σου, σκέτη, χωρίς φιοριτούρες, πέντε πράγματα μπαμ-μπαμ. Ο πρακτικός και θυμωμένος λόγος μιας πρακτικής και θυμωμένης, και μορφωμένης μάγισσας.

 

Αλλά δε μου αρέσει:

 

Πρώτον, το πλήθος των χαρακτήρων. Γιατί δεκατρείς μάγοι; Με πέντε ή και σε δύο συντρόφους πάλι θα γινόταν η δουλειά σου (του συγγραφέα η δουλειά). Ούτως ή άλλως, μόνο οι δύο ονοματίζονται σταθερά από το σωρό. Το ίδιο ισχύει και για τους ιππότες του άρχοντα. Ό,τι μπορεί να κοπεί, εγώ προσωπικά θα το έκοβα.

 

Δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίον έρχεται μαζί τους ο Χέγκεν. Ειδικά το σιδερόφρακτο του θέματος. Δεν αντιλέγω ότι ένας άρχοντας θα ήθελε κοντά τους τους άντρες του αρματωμένους ως τα δόντια. Αλλά ούτε εκείνοι χρησιμεύουν σε τίποτε, ούτε η αρματωσιά τους. Συν το ότι, ειδικά για τον άρχοντα, ο ρημάδης ο καπετάνιος θα έριχνε μια βάρκα για να τους βγάλει στην ακτή (σύν το ότι αν έβγαινε το καράβι τόσο έξω ώστε να τους φτάνει ως το στήθος το νερό, τότε το καράβι είχε ήδη ξωκύλει). Κι επιπλέον και σε αυτήν την περίπτωση μπορείς να δείξεις τη δυσκολία στις κινήσεις των σιδερόφρακτων και μάλιστα με περισσότερη κακία εκ μέρους της ηρωίδα σου. Τώρα, να ένας σιδερόφρακτος ιππότης έπεφτε μέσα σε θαλασσινό νερό, δεν ξέρω.

 

Τρίτον, το ότι δεν είναι ξεκάθαρο εξαρχής το φύλο κι η ηλικία της ηρωίδας σου. Μπορείς φυσικά να το κάνεις με μια προταση και πιο αληθοφανές, και να δώσεις όλες αυτές τις πληροφορίες μαζί. πχ. (λέω τώρα, μην το παρεις και τοις μετρητοίς) Εκείνο το πρωί είχα σίγουρα τα νεύρα μου. Σα να περίμενα τα έμμηνα ένα πράμμα, αλλά ήξερα ότι δεν ήταν αυτό, αυτού του είδους οι εκνευρισμοί είχαν σταματήσει εδώ και αρκετόν καιρό. Ξύπνησα πρώτη...

 

Και τέταρτον, μου αρέσει που η μαγεία σου έχει συγκεκριμένο στήριγμα (τα μπουκαλάκια της), όμως τραβάει σε μάκρος η αναφορά σε μπουκαλάκια. Υποθέτω ότι θα το έκανες πιο σφιχτό ακόμη αν χρησιμοποιούσες έναν, γκουχ, πανεπιστημιακό όρο γι' αυτά, κάτι που μόνο στο πανεπιστήμιο μαγείας θα χρησιμοποιούσαν.

 

Αυτές οι αρκετές και ουχί ολίγες κακιούλες. No hard feelings?

Link to comment
Share on other sites

Manstredin, χαίρομαι που απόλαυσες την ιστοριούλα μου, και χαίρομαι ιδιαίτερα για τη γνώμη που έχεις για τη ροή του κειμένου. Είναι κάτι που πάντα το προσέχω. Φαίνεται να έχω αποκτήσει μια άνεση πια, μπορώ λίγο να χαλαρώσω την προσοχή μου και να τη στρέψω σε άλλα πράγματα, όπως οι χαρακτήρες για παράδειγμα. -_-

 

Posthumous Eerie, σκοπός μου είναι να διασκεδάζω τους αναγνώστες μου, να τους κάνω να γελάνε, να κλαίνε, να φοβούνται. Απλά, ταπεινά πράγματα. Ευχαριστώ που μου έδωσες τη χαρά να νιώσω ότι σε διασκέδασα με τους Μάγους μου.

 

Αυτό το σχόλιό σου μου άρεσε πολύ:

η λέπτη ισσοροπία που κατάφερες να κρατήσεις σε ολόκληρο το έργο μεταξύ λιτότητας και υπερβολής.

 

:beer:

Link to comment
Share on other sites

Διπλό ποστ για να δει κι η Naroualis ότι δεν την έγραψα. :D

 

πιστεύω ότι θέλεις αρκετή δουλειά για να ξεφύγει από το κοινότυπο.

Αυτό κι εγώ το πιστεύω, και μάλιστα το ήξερα όταν το έγραφα.

 

Πόσο δίκιο έχεις! Έχεις μοναδικό ταλέντο να βρίσκεις όλα τα προβλήματα σε ένα κείμενο, μια ιστορία. Το μόνο που δε με χαλάει από τα λάθη μου, είναι οι πολλοί μάγοι. Εμ, κοτζάμ συμβούλιο είναι αυτό! Τι, δυο-τρεις θα ήταν όλοι κι όλοι; Εντάξει, κομπάρσοι οι υπόλοιποι, αλλά έτσι είναι η ζωή. :tease:

 

Πίστεψέ με, ό,τι μου γράφεις εδώ είναι πάρα μα πάρα πολύ χρήσιμο. Έτσι έχω και τα καλά σημειωμένα (για τι άρεσε η ιστορία μου), αλλά και τα λάθη.

 

Ευχαριστώ.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Ο χαρακτήρας της Μάγισσας με έκανε να χαμογελάω, μου αρέσει το σκαρκαστικό ύφος της. devil2.gif

 

Το θέμα της ιστορίας είχε ενδιαφέρον, με κράτησε εκεί προσηλωμένη.book.gif Η πρώτη μου σκέψη καθώς διάβαζα το διήγημα, ήταν ότι θα έχει και συνέχεια. Όχι ότι με χάλασε όμως.

 

Επίσης, μου αρέσει το ύφος γραφής, δεν είναι κουραστικό και αφήνει το ελεύθερο στην φαντασία του καθενός να "χτίσει" το περιβάλλον, για μένα είναι πολύ σημαντικό αυτό thmbup.gif

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..