The Phantom Posted January 22, 2009 Share Posted January 22, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Ηλίας Αλκαίος Είδος: Διάφορες ιστορίες Βία: Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 3.818 Αυτοτελής; NAI. Σε δυο μέρη. Σχόλια: Το έχω και το λιβανίζω πολύ καιρό. Με τρομάζουν οι πολλές λέξεις. Προσωπικά δεν τις διαβάζω ή τις διαβάζω σπάνια. Ειδικά οι ατέλειωτες περιγραφές σαν κι αυτή εδώ. Μετά είπα: Δεν πάει στα κομμάτια, ας τα ανεβάσω. Άρχισε να χιονίζει . Μέρος πρώτο. Το φθινόπωρο του 1880, ένα ζώο έσκαβε για να βρει τροφή. Ένα αδύνατο και φοβητσιάρικο τσακάλι με τρεμάμενα πόδια και σκοροφαγωμένη ουρά. Έσκαβε, μύριζε κι έπειτα έσκαβε και πάλι. Καθώς τα νύχια του χώνονταν στο νοτισμένο χώμα έβαζε με αδημονία όλο και περισσότερη δύναμη απ όση η πείνα του είχε αφήσει. Σαπισμένα φύλλα φάνηκαν και ξασπρισμένα κόκαλα ζώου όμως τίποτα απ αυτά δεν ενδιέφερε το μικρό τσακάλι γιατί τίποτα απ αυτά δεν ήταν ικανό να σβήσει την πείνα του. Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι τρομαγμένο και τέντωσε τα αυτιά. Πόδια ακούστηκαν που πατούσαν πάνω στα φύλλα. Γύρισε και τρέχοντας χάθηκε μέσα στα έλατα. Ένα αγόρι φάνηκε να έρχεται μέσα από τους κορμούς. Ένα μικρό αγόρι όχι πάνω από δέκα χρονών με μαύρα μαλλιά και μακρύ σουβλερό πρόσωπο. Είχε έρθει μαζί με το πατέρα του για να κυνηγήσουν όταν καθώς τριγύριζε μέσα στα δέντρα είδε το τσακάλι που έσκαβε. Κοίταξε προς την μεριά του πατέρα του που άναβε την φωτιά κι έπειτα πλησίασε περισσότερο αλλά το τσακάλι χάθηκε ανάμεσα στους κορμούς. Το αγόρι φοβόταν και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, αλλά ήταν συνεπαρμένο με αυτό που έκανε. Έφτασε εκεί που πιο πριν έσκαβε το τσακάλι κι έσκυψε πάνω από τα χαρχαλεμένα χώματα. Είδε τα ξασπρισμένα κόκαλα και τα σπασμένα φύλλα, αλλά είδε και κάτι ακόμα. Άπλωσε το χέρι και σήκωσε ένα ίσιο κομμάτι ξύλο με μυτερό μεταλλικό άκρο. Ένα βέλος. Το ξύλο είχε μαυρίσει από την υγρασία αλλά δεν είχε σαπίσει. Η μεταλλική μύτη του ήταν κι αυτή μαύρη και σκουριασμένη. Πήρε το μυτερό σίδερο στο ένα χέρι και γύρισε να φύγει. Πριν από δέκα χρόνια.. Το χιόνι έπεφτε απ το πρωί. Πρώτα πολύ σιγανά κι έπειτα πιο πυκνό για να γίνει πυκνότερο αμέσως μετά. Ήταν τόσο πολύ, που τα δέντρα έξω απ τη σπηλιά που είχαν κρυφτεί ίσια που φαίνονταν. «Τι θα κάνουμε Τζωρτζ;» είπε ο Άρτζυ σκεφτικά, «φοβάμαι ότι αν μείνουμε κι άλλο εδώ δεν θα τη βγάλουμε καθαρή». Κι εκείνος αυτό πίστευε. «Ησύχασε Άρτζυ» έκανε «θα περιμένουμε», αλλά μέσα του αισθανόταν το δάγκωμα της ανησυχίας. Κάτι φάνηκε να κινείται πίσω από ένα δέντρο και σήκωσε την παλιά Spencer, αλλά δεν πυροβόλησε. Δεν ήθελε να ρίξει παρά μόνο εάν ήταν σίγουρος και οι σκιές μέσα στο χιόνι, μόνο σιγουριά δεν ήταν. Από μικροί είχανε μάθει καλά το μάθημα. Ο πατέρας έστελνε εκείνον και τον αδελφό του για κυνήγι με μετρημένες τις σφαίρες. Για κάθε μία απ ααυτές έπρεπε να φέρουν και ένα σκοτωμένο ζώο. Αν ήταν λιγότερες έπρεπε να είχαν μία καλή δικαιολογία. Ένα ελάφι που έπεσε στο γκρεμό, ένας λαγός που χάθηκε στην τρύπα του. Οι ινδιάνοι ήταν μία κάποια δικαιολογία. Αλλά οι ινδιάνοι προτιμούσαν να σκοτώσουν οι ίδιοι τα θηράματα, παρά να κλέψουν τα σκοτωμένα κι εκείνοι ήξεραν ότι έπρεπε να αποφεύγουν τους ινδιάνους αν ήθελαν να ξύνουν τα μαλλιά τους. Όταν γύριζαν με λιγότερα ζώα από ο,τι σφαίρες, δεν είχε για κείνους φαγητό εκείνο το βράδυ και η πείνα δάγκωνε άσχημα το στομάχι. «Είδες κάτι;» ψιθύρισε ο αδελφός του. Είχε σηκώσει κι αυτός την καραμπίνα του. Τίποτα. Μία ριπή του ανέμου που έμοιαζε με αλύχτισμα έκανε το πυκνό χιόνι να στροβιλιστεί ξανά και για αρκετή ώρα. Μετά σιωπή. Ήταν άγρια περιοχή. Πολλά χιλιόμετρα μακρύτερα, ο στρατός του στρατηγού Κάστερ είχε καταστραφεί από το Τρελό Άλογο κι από τότε λίγοι λευκοί είχαν έρθει σ’ αυτά τα μέρη. Πολύ λίγοι. Μέσα στο χιόνι κάτι φάνηκε να πλησιάζει έρποντας. Ο Τζωρτζ έριξε γρήγορα και το ίδιο έκανε και ο Άρτζυ. Το «κάτι» εξαφανίστηκε. Για λίγο δεν έγινε τίποτα. Εκείνοι προσπαθούσαν να διακρίνουν κάποια κίνηση μέσα στο χιόνι που έπεφτε. Πάλευαν με αγωνία να μην φαίνονται, έχοντας όμως την αίσθηση ότι έμοιαζαν σαν τα παιδιά που πίσω απ την καρέκλα νομίζουν ότι κανείς δεν τα βλέπει. Πριν τρις βδομάδες.. Είχε έρθει από μακριά καβάλα στον Ολντ Μπλου. Ο Τζωρτζ τον είχε από τότε που μπήκε στην εφηβεία. Ένα μικρό πουλάρι με τρεμάμενα πόδια κι αυτός ένας έφηβος που προσπαθούσε να αποδείξει ότι μεγάλωνε γρήγορα. Μετά στις μεγάλες πορείες τους ήταν ο μόνος στον οποίο είχε να μιλά κι εκείνος δεν έκανε τίποτε άλλο απ το να κουνά τα αυτιά του και να προχωρεί. Ήταν καλός στο σημάδι, πολύ καλός θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά δεν είχε σκοπό να πυροβολήσει παρά μόνο αν υπήρχε ανάγκη. Θα άπλωνε τις παγίδες του, θα μάζευε ότι έπιανε όσο θα περίμενε τον αδελφό του και μετά πάλι απ την αρχή. Το χορτάρι ήταν ψιλό, τόσο, που μπορούσε να κρύψει άνθρωπο και σάλευε κάτω απ τον γκρίζο ουρανό και ο Τζωρτζ είδε μακριά ένα δάσος από ψιλές λεύκες. Ο Σπάϊκ, το μουγγό σκυλί του Τζωρτζ τον ακολούθησε μυρίζοντας, πηγαινοέρχονταν γύρω του, χανόταν τόσο που τον έβλεπες μόνο από τον κυματισμό των χορταριών, ξεμάκραινε και σήκωνε τη μουσούδα του στον αέρα για να μυρίσει και πάλι. Έφτασε σε μία ρεματιά και ξεπέζεψε τινάζοντας τα πόδια του για να ξεμουδιάσει. Το νερό ερχόταν απ το βουνό κι ήταν παγωμένο. Ήπιε όσο άντεχε, γέμισε τα παγούρια του και τα φόρτωσε στο άλογο. Ο τόπος μύριζε φρέσκο χορτάρι, θυμάρι και χώμα. Ανέβηκε ξανά στον Ολντ Μπλου και πλησίασε στο δάσος. Έκανε κρύο τις τελευταίες μέρες, πράγμα που του έλεγε ότι καιρός θα χαλούσε. Τα μισά γάντια που φόραγε άφηναν ελεύθερα τα δάχτυλα που τα ένοιωσε παγωμένα. Έφερε το δεξί χέρι κοντά στο στόμα και τα χουχούλιασε με την ανάσα του για να τα ζεστάνει. Ο Σπάϊκ ανέβηκε φουριόζικα ένα μικρό λόφο και χάθηκε από τα μάτια του κι εκείνος ακολούθησε γρήγορα. Σαν έφτασε στο μικρό ύψωμα κοίταξε για τον σκύλο. Μέσα στα ψιλά χόρτα μπορούσε να διακρίνει που και που την ουρά του που τραβούσε πέρα κατά το δάσος με τις λεύκες. Τράβηξε κατά κει. Φυσούσε αέρας κι οι κορμοί των δέντρων καθώς λύγιζαν έτριζαν κι ήταν σαν να ακούγονταν εκατοντάδες κλάματα πράγμα που έκανε τον Τζωρτζ να ανατριχιάσει χωρίς να το θέλει. Ξαφνικά ο Σπάϊκ σταμάτησε. Σταμάτησε κι εκείνος κι αφουγκράστηκε κοιτάζοντας το ψιλό χορτάρι μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του. Τίποτα δεν ακουγόταν πέρα από τον ήχο των πανύψηλων κορμών. Το σκυλί είχε σηκωμένη τις υγρή του μύτη και μύριζε τον αέρα. Η ανάσα του φαινόταν σαν άχλη μέσα στο κρύο πρωινό. Έπειτα ο Σπάϊκ έσκυψε το κεφάλι. Άρχισε να ψάχνει μυρίζοντας το χώμα και τα χορτάρια ξανά και ξανά γυρνώντας σε κύκλους αλλά δεν αποφάσιζε να μπει στο δάσος με τις λεύκες. Ο Τζωρτζ προχώρησε και φώναξε σιγά στο σκύλο να τον ακολουθήσει. Ο Σπάϊκ δεν κουνήθηκε παρά έκατσε στα πίσω πόδια και τον κοίταξε. Βλαστήμησε. Ετοιμαζόταν να φωνάξει στον σκύλο ξανά όταν μέσα στα θρηνητά των κορμών άκουσε ένα θρόισμα. Έμεινε ακίνητος και κοίταξε το άλογό του. Είχε ορθώσει το κεφάλι , τα αυτά του ήταν τσιτωμένα και τα ρουθούνια του τρεμούλιαζαν. Κοιτούσε κατά τους κορμούς. Το θρόισμα ακούστηκε πάλι καθαρά. Κοίταξε προς εκείνη την μεριά ενώ αθόρυβα έβγαλε την Spencer από την θήκη της. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα ανάμεσα δέντρα αλλά ο Τζωρτζ δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Έσπρωξε τον Ολντ Μπλου και πέρασε ανάμεσα στους κορμούς. Καθώς προχώρησε περισσότερο κάτι του φάνηκε να κινείται πίσω από μία λυγαριά. Ένα νέο θρόισμα και μετά άλλο ένα. Σηκώθηκε στους αναβατήρες και κοίταξε προσπαθώντας να διακρίνει, αλλά οι λυγαριές και τα βάτα δεν τον άφηναν. Τα δάχτυλα σφίχτηκαν ασυναίσθητα πάνω στο όπλο και τότε μπόρεσε να το δει. Ελάφι. Σήκωσε την καραμπίνα με προσοχή και σημάδεψε. Το δάχτυλο έσφιξε την σκανδάλη κι άρχισε να την πιέζει μαλακά όταν το ελάφι προχώρησε πιο βαθιά μέσα στο δάσος και χάθηκε. Ο Τζωρτζ δεν ήθελε να χάσει το ελάφι, έτσι πίεσε τον Ολντ ξεκίνησε πατώντας προσεχτικά. Προχώρησαν πιο βαθειά στο δάσος. Το ελάφι βοσκούσε λίγο πιο κάτω, εκεί που οι κορμοί από τις λεύκες ήταν λίγο πιο αραιοί. Ο Τζωρτζ ξεπέζεψε και πλησίασε γονατίζοντας αλλά πριν σηκώσει το όπλο το ελάφι με πηδήματα προχώρησε ανέμελο μέσα στο δάσος. Έφτασε σε μία φυρονεριά. Στο μαλακό χώμα είδε τις οπλές να κατευθύνονται αριστερά και ν ανεβαίνουν ένα ύψωμα γεμάτο καλάμια. Έκανε τον γύρο όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα ξέφωτο. Ένας μικρός καταρράκτης έπεφτε από κάμποσα μέτρα ψηλά και η βλάστηση ήταν πολύ πυκνή. Το ελάφι θα μπορούσε να έρθει εδώ για να πιεί νερό και ο Τζωρτζ το ήξερε, γι αυτό κι είπε μέσα του ότι άξιζε να περιμείνει. Κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο και τέντωσε τα αυτιά του. Πέρασε πολύ ώρα έτσι. Εκείνος κούναγε που και που τα δάχτυλά του για να κρατήσει την κυκλοφορία του αίματος και μετά πέρασε ακόμη περισσότερη ώρα όταν ο Τζωρτζ αποφάσισε πια ότι το ελάφι δεν επρόκειτο να έρθει για να πιεί νερό και είχε φύγει. Σηκώθηκε. Δεν ένοιωθε απογοήτευση γιατί κι άλλες φορές είχε περιμένει στο παρελθόν, έτσι, χωρίς αποτέλεσμα, στο χιόνι, στο κρύο η μέσα σε τόση ζέστη που είχε νοιώσει να του λιώνει το μυαλό. Σηκώθηκε και κούνησε τα πόδια του για να ξεπιαστεί όταν το είδε. Στεκόταν και τον κοιτούσε με τα πόδια χωμένα μέχρι τα γόνατα στο νερό, σαν να ήξερε ότι εκείνος ήταν εκεί για να το σκοτώσει και ήταν τόσο έκπληκτος που δεν σήκωσε καν την Spencer. Το ελάφι τον κοίταζε στα μάτια και ο Τζωρτζ μέσα του ήξερε ότι μόλις σήκωνε την καραμπίνα το ελάφι θα έφευγε. Και μετά ο Τζωρτζ άκουσε κάτι σαν γέλια και σαν γυναικείες ομιλίες, αλλά δεν φοβήθηκε γιατί δεν θα μπορούσε να ήταν ινδιάνοι. Αν ήταν θα τον είχαν καταλάβει από ώρα το είχε μάθει καλά αυτό, και θα είχαν ξεκινήσει ήδη οι φασαρίες και η πάλη με τον θάνατο. Ο Τζωρτζ δεν περιφρονούσε τους ινδιάνους. Ζούσαν σ εκείνα τα μέρη αιώνες πριν έρθουν οι λευκοί και ο θάνατος γι αυτούς ήταν καθημερινό παιχνίδι. Κοίταξε προς το μέρος που άκουσε τις φωνές. Κάτι είδε μέσα στις ιτιές αλλά δεν ήταν σίγουρος και την επόμενη στιγμή διαπίστωνε ότι το ελάφι είχε φύγει αλλά οι φωνές ακούστηκαν πιο καθαρά και η περιέργεια γέμισε το μυαλό του. Ο Τζωρτζ προχώρησε δίχως να κάνει θόρυβο. Μερικές κοπέλες ήταν κάτω απ τον καταρράχτη γυμνές. Τα κορμιά τους ήταν λευκά και τα μαλλιά τους πολύ μακριά και δεν ήταν ινδιάνες. Ένοιωσε έκπληξη για δύο λόγους που και οι δύο του έλεγαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Σκέφτηκε, πώς μπορούσαν να είναι κάτω απ το νερό με τόσο κρύο και έπειτα τι ζητούσαν εκεί οι λευκές κοπέλες. Κοίταξε γύρω του και προσπάθησε να πιάσει κι άλλους ήχους, γιατί ένοιωσε τις τρίχες στον σβέρκο του να ορθώνονται και ήταν σίγουρος ότι κάπου θα βρίσκονταν και άντρες. Τότε την είδε. Ανάμεσά τους χαιρόταν το νερό η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Με το πιο λευκό δέρμα, την πιο όμορφη πλάτη, μπράτσα και πόδια. Ο Τζωρτζ είδε πολλά περισσότερα. Είδε τους σφιχτούς γλουτούς, την επίπεδη κοιλιά και τα πιο στητά στήθη που είχε δει στη ζωή του κι ένοιωσε μαγεμένος, ένοιωσε έτσι που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε νοιώσει. Μετά μία φωτιά άρχισε να ξεχύνεται απ το μυαλό και να φτάνει μέχρι κάτω απ την κοιλιά του. Και τότε οι γυναίκες γύρισαν και τον κοίταξαν με απορία σχεδόν, σαν να μην έπρεπε να βρίσκεται εκεί, κι η εκείνη που είχε ξεχωρίσει ανάμεσά τους, τον κοίταξε κι αυτή. Ο Τζωρτζ δεν θα μπορούσε να δει πιο όμορφο πρόσωπο. Είχε τα πιο μαύρα μάτια και πιο κόκκινα χείλη και τα πιο λεία μάγουλα κι ένοιωσε την καρδιά του να χτυπάει. Αλλά μόλις τα μάτια τους συναντήθηκαν, είδε ότι το βλέμμα της έγινε ανείπωτα θλιμμένο σαν εκείνος να μην έπρεπε να την κοιτάζει και μετά άλλαξε σαν αστραπή. Κι αυτό που είδε μέσα τους έκανε τον Τζωρτζ να σηκωθεί από εκεί που ήταν και να αρχίσει να τρέχει με όση δύναμη είχε στα πόδια. Ανέβηκε με φόρα την πλαγιά, έπεσε, σηκώθηκε κι έτρεξε προς τις καλαμιές. Πίστεψε ότι θα μπορούσε να χωθεί ανάμεσα στα καλάμια αλλά την στιγμή που ήταν έτοιμος να το κάνει είδε τον Ολντ Μπλου και άλλαξε απότομα πορεία. Κάτι σφύριξε δίπλα απ τα αυτί του και ήξερε απ τον ήχο πως ήταν βέλος. Έτρεξε, έκανε τον γύρο και ένα νέο βέλος πέρασε ξυστά απ το πουκάμισό του πριν πηδήσει στην ράχη του Ολντ Μπλου και αρχίσει μαζί του τους ελιγμούς ανάμεσα στους κορμούς, παρακαλώντας να μην βρει κάποιο βέλος εκείνον ή το άλογο και δεν ήξερε εκείνη την στιγμή αν η αγάπη για την ζωή του ξεπερνούσε αυτή που είχε για το άλογο η εκείνος κι ο Ολντ Μπλου εξαρτιόταν τόσο ο ένας απ τον άλλο, ώστε ο θάνατος του ενός να έφερνε και τον θάνατο του άλλου. Με φόρα βγήκε απ το δάσος με τις λεύκες κι άρχισε να καλπάζει δίχως κάποιο βέλος να έρθει πίσω του παρά μόνο ο Σπάϊκ που έτρεχε κι αυτός με τα μεγάλα του αυτιά να κουνιούνται πάνω κάτω, όταν στο βάθος είδε το πιτσιλωτό άλογό του αδελφού του. Ο Άρτζυ ερχόταν πάνω στον Σμόκυ Άροου και ο Τζωρτζ ένοιωσε ανείπωτη χαρά που τον έβλεπε μετά από τόσο καιρό αλλά τον ένοιωσε και σαν σωτηρία.. edit: Επεξηγηματικό! (συνεχίζεται..) Αρ_ισε_να__ιονίζει.pdf Edited January 26, 2009 by The Phantom Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
The Phantom Posted January 22, 2009 Author Share Posted January 22, 2009 (edited) Μέρος δεύτερο. Ο αδελφός του κάπνιζε αργά και τον κοιτούσε. Είχαν μαζέψει ξερά κλαδιά από δω κι από κει. Λίγα. Ίσα για να κρατάνε την φωτιά αναμμένη, να ψήσουν καφέ και να ζεστάνουν τα φασόλια με το κρέας. Εκείνος έστριβε τσιγάρο, είχε τελειώσει με την ιστορία και περίμενε την αντίδραση. «Πρέπει να αφήσεις για λίγο τα βουνά Τζωρτζ» είπε ο Άρτζυ και σώπασε για λίγο. «Έμεινες πολύ καιρό μακριά» τίναξε την στάχτη μέσα στις φλόγες και συνέχισε. «Πρέπει να κατέβεις στην πόλη, να δεις ανθρώπους, να πιείς στα μπαρ, να συναντήσεις γυναίκες.. Παραέμεινες μόνος Τζωρτζ..» είπε και πέταξε όσο τσιγάρο είχε απομείνει. Χαμογελούσε αμυδρά. Έκανε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ και το άλλο πρωί θα έκανε ακόμα περισσότερο. Όσο θα ανέβαιναν όλο και πιο ορεινά μπορεί και να χιόνιζε, αλλά δεν τους ένοιαζε. Ψηλά, πάνω απ τα κεφάλια τους, μπορούσαν να διακρίνουν εκατομμύρια άστρα και το οξυγόνο έκανε την μύτη τους να τσούζει κι αυτό ήταν γαλήνη. Ο Τζωρτζ άκουγε χωρίς να μιλά. Άναψε το τσιγάρο και τράβηξε μεριές ρουφηξιές. Μετά κούνησε το κεφάλι με αβεβαιότητα. «Δεν ήταν όνειρο Άρτζυ. Σου λέω ότι τις είδα. Δεν ήταν όνειρο.» Ένα τσακάλι ακούστηκε από μακριά, κάποιο άλλο απάντησε και μετά έγιναν περισσότερα. Ο Ολντ Μπλου χτύπησε το πόδι του και ο Σμόκυ Άροου χρεμέτισε ελαφρά. Είχαν ακούσει τα τσακάλια αλλά όσο δεν τα μύριζαν ήξεραν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Τα λίγα ξύλα στην φωτιά έτριξαν. «Πάντα ήσουν μοναχικός. Σα να σε έτρωγε κάτι.. αλλά οι γυναίκες είναι προτιμότερες απ τα βιβλία Τζωρτζ.. πιο ζωντανές. Μπορείς να τις πιάσεις και μετά να τις ακούσεις. Πάψε να διαβάζεις εκείνο τα παλιό βιβλίο που έχεις μαζί σου. Παρ’ το και πέτα το στη φωτιά» του είπε. Ξάπλωσε πίσω στην κουβέρτα από βούβαλο, τυλίχτηκε κι έπιασε σφιχτά τη λαβή απ το Colt Army. Η Spencer ήταν δίπλα του ακουμπισμένη πάνω στην σέλα κι ο Τζωρτζ κοίταζε τα’ άστρα κι αφουγκράζονταν αχόρταγα την νύχτα και τους ήχους της. Άκουσε τον αδελφό του να ξαπλώνει κι εκείνος κι αναστέναξε σιωπηλά. Τώρα τελευταία έφερνε συχνά στο νου του τον πατέρα τους. Πήγαιναν συχνά οι δύο τους για κυνήγι όταν ήταν μικρός κι ο πατέρας του έδειχνε πως να διαβάζει τα διάφορα αχνάρια. Ήταν καλός σ αυτό κι ο Τζωρτζ μάθαινε γρήγορα. Κάποτε που είχαν βγει για κυνήγι, πλάι σε μία ρεματιά είχαν δει στην μαλακή άμμο πολλά ίχνη ανακατεμένα μεταξύ τους. Το δάχτυλο του πατέρα του χάιδεψε το περίγραμμα μίας δίχειλης οπλής κι έπειτα του έδειξε τα περισσότερα χνάρια που ήταν ελαφριά κι έμοιαζαν με σκύλου. «Λύκοι» του είπε κι ο μικρός Τζωρτζ έσφιξε την καραμπίνα του κοιτάζοντας ολόγυρα. Ο πατέρας του χαμογέλασε. «Έχουν φύγει» έκανε, «κυνηγάνε ένα γέρικο ελάφι» και χάιδεψε ξανά το δίχειλο περίγραμμα. «Το ξέκοψαν απ το κοπάδι του. Τώρα θα δεις τα το νόμο της ζωής Τζωρτζ». Για ώρες ακολουθούσαν τα ίχνη, όπου πήγαιναν. Το γέρικο ελάφι προχωρούσε αργά και πίσω του η αγέλη να σχεδιάζει με το αρχέγονό της ένστικτο τον θάνατό του για χάρη της δικής της ζωής. Μετά από ώρα έφτασαν σε μερικά θάμνα. Πίσω τους βρήκαν κόκαλα γυμνά από κρέας και κομμάτια γκρίζας γούνας. Ένας λύκος θα είχε ριχτεί στο ελάφι. Όμως εκείνο, αρπαγμένο στην επιθυμία του για ζωή, είχε παλέψει πρώτα με τα κέρατα και μετά με τα πόδια. Είχε μισοκοτώσει τον λύκο κι οι σύντροφοί του κοπαδιού τον είχαν αποτελειώσει ακολουθώντας τον δικό τους νόμο. Το νόμο της αγέλης. Αλλά ο δρασκελισμός του ελαφιού είχε γίνει τώρα πιο κοντός και κουρασμένος και δεν χρειάστηκε να ακολουθήσουν για πολύ. Ο Τζωρτζ με το πατέρα του είδαν από ψηλά, πάνω από ένα λόφο στο φως της μέρας που έφευγε, το τέλος της καταδίωξης. Τις γκρίζες σκιερές φιγούρες των λύκων με κόκκινα μάτια και ξεγυμνωμένα δόντια να πλησιάζουν σε κύκλο το γέρικο πληγωμένο ελάφι. Εκείνο αποκαμωμένο είχε πέσει στα γόνατα και βαριανάσαινε. Έπειτα είδαν ότι ο κύκλος μίκρυνε κι άλλο μέχρι που ο αμείλικτος κύκλος έκλεισε. «Βλέπεις Τζωρτζ.. Νόμος της φύσης είναι κι ο θάνατος. Το ελάφι το σκότωσαν οι λύκοι, όχι επειδή είναι κακοί, όχι επειδή το μισούσαν. Το σκότωσαν επειδή η φύση τους έχει μάθει ότι αν δεν το έκαναν, πρώτα οι ίδιοι και μετά το είδος τους θα εξαφανιζόταν. Έτσι, δεν τους ενδιαφέρει αν θα πεθάνει ένας μεμονωμένος λύκος από την αγέλη, αλλά να ζήσουν οι πολλοί, ολόκληρη η ράτσα τους, η φυλή τους, το είδος τους». Ο Τζωρτζ, τυλιγμένος στην κουβέρτα του αναστέναξε ξανά χωρίς ήχο. Όταν η φωτιά έσβησε, είχαν αποκοιμηθεί. Όταν σέλωναν τα άλογα δεν είχε φέξει ακόμα. Ο Σπάϊκ στεκόταν δίπλα τους και φαινόταν ξεκούραστος. Δεν έδειχνε φοβισμένος όπως την προηγούμενη μέρα. Τράβηξαν βόρεια προς το βουνό συμφωνώντας σιωπηλά να μην μπουν στο δάσος με τις λεύκες κι ο Τζωρτζ ένοιωθε ότι έσερνε πίσω του την αμφιβολία και την δυσπιστία. Προχωρούσαν και η πορεία τους γινόταν αργά μέσα στα ψιλά χόρτα, μέχρι άρχισαν να αραιώνουν. Όταν έφτασαν στην ρίζα του βουνού σταμάτησαν για λίγο μπροστά στα τα πρώτα πεύκα και στα δύσκολα μονοπάτια που διακρίνονταν. Το βουνό έμοιαζε μαύρο απ τα πράσινα έλατα κι ο αέρας είχε γίνει αραιός. Χωρίς να πούνε τίποτα άρχισαν να ανεβαίνουν το βουνό. Η ανάβαση άλλοτε γινόταν δύσκολα και άλλοτε εύκολα. Έπιαναν με παγίδες λαγούς, σκότωναν ελάφια και αραιά και που καμιά αρκούδα. Τα έγδερναν με επιμέλεια, ξεδιάλεγαν το κρέας που θα κάπνιζαν και τα βράδια άναβαν προσεχτικές φωτιές για να ζεσταθούν, για να κρατάνε μακριά τους λύκους και για να μην νοιώθουν μόνοι. Άκουγαν την φωτιά να τριζοβολάει, τους λύκους μακριά να τραγουδάνε κοίταζαν τον ουρανό, τα άστρα τους αγκάλιαζαν σαν κουβέρτα και τα σύννεφα που μαζεύονταν και μαζεύονταν συνέχεια από πάνω τους. Θα ήταν κοντά στις σπηλιές εκείνο το πρωί όταν κατάλαβαν ότι κάτι συνέβαινε. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει ήσυχη απ το χιόνι που ερχόταν, αλλά δεν ήταν αυτό. Είχαν εντοπίσει τις σπηλιές και τραβούσαν κατά κει όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν μόνο η σιωπή απ το χιόνι που έφτανε γρήγορα. Υπήρχε μία γενική σιγή σε κάθε ήχο που μπορούσε να ακουστεί στο βουνό. Κάθε ήχος από πουλιά ή από σουρσίματα και πετάγματα είχε σταματήσει. Στάθηκαν και κοιτάχτηκαν στα μάτια, όταν ο ιδρώτας πάγωσε στην ράχη τους. Δίχως να μιλήσουν έδειξαν προς τις σπηλιές, όταν ο Ολντ Μπλου του Τζωρτζ σηκώθηκε στα πίσω πόδια και χλιμίντρισε. Ίσως αυτό να έσωσε τον Τζωρτζ κι εκείνος να κατάλαβε ότι αυτό ήταν αλήθεια την στιγμή που ένα βέλος καρφώθηκε στη σέλα του, δίπλα στον μηρό του. Μετά με μανία πίεσε το άλογο στα πλευρά φωνάζοντας στον Άρτζυ να τον επακολουθήσει. Κάλπασαν έτσι σαν τρελοί, με το Σπάϊκ να έρχεται πίσω τους δίχως να μπορεί να γαβγίσει. Κάλπασαν και ένοιωθα ότι έρχονταν κι άλλα βέλη, και σκέφτονταν ότι την επόμενη φορά δεν θα μπορούσε να ήταν τόσο τυχεροί. Στην πρώτη σπηλιά χώθηκαν μέσα της, σκύβοντας πάνω στα άλογα επειδή το στόμιο ήταν πολύ χαμηλό, ξεπέζεψαν γρήγορα και κρύφτηκαν στην είσοδο. Ο Τζωρτζ απ την μία, με τον Άρτζυ απ την άλλη. Πέρασαν μερικές στιγμές χωρίς να γίνει τίποτα. «Ινδιάνοι;» ρώτησε ο Άρτζυ. «Δεν ανεβαίνουν τόσο ψηλά στο βουνό» είπε εκείνος. «Τότε τι διάολο ήταν αυτό;» Δεν ήξερε ν απαντήσει και μέσα στο μυαλό του έψαχνε και ανασκάλευε μνήμες και γνώσεις. Το χιόνι άρχισε να πέφτει αργά. Μία σκιά με μακριά μαλλιά φάνηκε ξαφνικά σαν φάντασμα και ο Άρτζυ έριξε. Η κραυγή ήταν μακρόσυρτη και διαπεραστική κι άκουσαν το σώμα που έπεφτε. Μετά κάτι σαν σύρσιμο. Ύστερα σιωπή. Δεν είχαν λαχανιάσει αλλά ήταν σε ένταση γιατί δεν μπορούσες να είσαι ποτέ σίγουρος με τους ινδιάνους. Έκαναν τον σκοτωμένο, εκεί πάνω στο χορτάρι η το χιόνι και μπορούσαν να μείνουν έτσι ακίνητοι για ώρες. Ξαφνικά σηκώνονταν. Η δεύτερη σκιά με τα μακριά μαλλιά φάνηκε μπρος τους με το τόξο τεντωμένο. Δεν μπορούσαν να δουν καθαρά, αλλά ο Άρτζυ πρόλαβε και ξανάριξε. Η μορφή έβγαλε μία κραυγή τινάχτηκε σαν να σκόνταψε και το τόξο έφυγε από τα χέρια της. Έπεσε και έμεινε ακίνητη δύο μέτρα μακριά τους με τα μακριά μαλλιά απλωμένα πάνω στο χιόνι. Έμειναν και την κοιτούσαν. Πέρασε κάμποση ώρα έτσι. Στην σιωπή και στην αγωνία μίας απρόσμενης επίθεσης, η ένταση ήταν τόση που ένιωθαν τα αυτιά τους να βουίζουν σαν να ήταν καταμεσής σε ένα σμάρι από μέλισσες. Περίμεναν ότι κάτι θα συνέβαινε από στιγμή σε στιγμή κι όμως δεν έγινε τίποτα. Μία μορφή φάνηκε στην είσοδο της σπηλιάς σαν μία άχλη που αναδυόταν και πυροβόλησαν και οι δύο, αλλά η μορφή έμεινε όρθια. Ήταν γυναίκα, με μακριά μαύρα μαλλιά στερεωμένα με χρυσή πιάστρα ψιλά στο κεφάλι, με μακρύ λευκό φόρεμα με πτυχές, δερμάτινη ζώνη να σφίγγει γύρω από την μέση αλλά αυτό που τους συντάραξε ήταν η έκφραση του προσώπου και των ματιών που διάολε μέσα στο γκρίζο πως μπορούσαν να τα βλέπουν τόσο καθαρά ότι ήταν έκφραση θλίψης; Το πρόσωπό της και το βλέμμα άρχισαν να αλλάζουν από θλίψη σε εκφράσεις αποστροφής και έχθρας. Πυροβόλησαν ξανά, αλλά η γυναικεία μορφή εξακολουθούσε να στέκεται όρθια χωρίς να κάνει βήμα. Δίπλας της φάνηκαν κι άλλες γυναικείες μορφές. Μετά κι άλλες. Το τόξο τεντώθηκε, τα βέλη έφυγαν και ο Τζωρτζ με τον Άρτζυ πέθαναν. Πρώτα ο ένας και μετά ο άλλος. Ο χειμώνας πέρασε κι ήρθε η άνοιξη. Τα σώματα των νεκρών κυνηγών τραβήχτηκαν έξω απ την σπηλιά απ τα αγρία ζώα που έψαχναν φαγητό για να καλύψουν την πείνα τους. Ότι έμεινε, σκεπάστηκε από φύλλα δένδρων και από τις λάσπες που έφεραν οι βροχές και τα λιωμένα χιόνια. Έπειτα κι άλλα φύλλα ήρθαν να πέσουν από πάνω τους κι έπειτα νέες λάσπες από τους επόμενους χειμώνες, από τα επόμενα χρόνια. Δέκα χρόνια μετά.. Το αγόρι έκανε να φύγει όταν άκουσε τον πατέρα του να στέκεται πίσω του. «Ας το κάτω Τζόνυ..» του είπε. Το αγόρι δεν κατάλαβε κι έκανε να γυρίσει αλλά πίσω του ο πατέρας του τον συγκράτησε. «Αυτό που βρήκες Τζόνυ.. ας το να πέσει κάτω και μην γυρίσεις» είπε ο πατέρας του. Το αγόρι τρόμαξε περισσότερο. Με το χέρι ο πατέρας του κράτησε το κεφάλι χαμηλωμένο και το αγόρι έριξε με απροθυμία το βέλος που είχε βρει. Έπειτα ένοιωσε τον πατέρα του να τον σπρώχνει να προχωρήσει και το παιδί προχώρησε απρόθυμα. Αν το μικρό αγόρι είχε γυρίσει και προχωρήσει ακόμα πιο πέρα, θα είχε δει τις γυναικείες μορφές που τον κοίταζαν. Άρχισε να χιονίζει ξανά. Τέλος. Αρ_ισε_να__ιονίζει.pdf Edited January 22, 2009 by The Phantom Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.