Rikochet Posted January 22, 2009 Share Posted January 22, 2009 Άντρας μπαίνει σε μπάρ. Ούτε ίχνος καπνού στην ατμόσφαιρα. Ντιούκ Έλινγκτον στα ηχεία. Απουσία κίνησης: όλοι οι θαμώνες είναι ακίνητοι στα τραπέζια τους, με ανοιχτά μάτια. Τα χέρια μερικών ακουμπούν στο τραπέζι, παλάμες στραμμένες στο ξύλο. Τα λίγα ζευγάρια αγγίζουν τα χέρια τους στη μέση του τραπεζιού. Η μόνη κίνηση: ο μπάρμαν πίσω απ’τον πάγκο καθαρίζει ποτήρια. Τα μάτια του είναι κλειστά. Σιγοσφυρίζει τη μελωδία του κομματιού. Μια γυναίκα σε ένα τραπέζι, φαινομενικά επίσης ακίνητη. Στο τραπέζι ένα άδειο ποτήρι. Ο άντρας κοντοστέκεται. Ψηλός. Λιμώδης. Κοντοκουρεμένος. Ίχνη φαλάκρας. Φοράει ξεθωριασμένο μαύρο παλτό. Κομματάκια πιτυρίδας στους ώμους. Κοκκινισμένοι χόνδροι στα δάχτυλα. Κάτω απ’τον ώμο του τσαλακωμένο καπέλο. Πλησιάζει τον πάγκο. Κοιτάζει τον μπάρμαν. Τρίβει το ίδιο στεγνό ποτήρι εδώ και ώρα. Δεν ανοίγει τα μάτια. Ο άντρας ετοιμάζεται να ζητήσει ποτό. Το ξανασκέφτεται. Κοιτάζει τους θαμώνες. Τη γυναίκα. Το στόμα της συσπάται ελαφρά. Σα να μασάει κάτι. Πλησιάζει το τραπέζ. Κοιτάζει το άδειο ποτήρι. Κάθεται απέναντι της. Την κοιτάζει. Μεσήλικη. Ρυτιδιασμένη. Νεανικά χέρια. Λεπτά δάχτυλα. Κάνει να της μιλήσει. Μιλάει πρώτη. «Θα μου κάνεις μια ερώτηση.» Ο άντρας μισοκλείνει τα μάτια. Κάνει να ακουμπήσει τους αγκώνες του στο τραπέζι. Σταματάει στη μέση της κίνησης, κοιτάζει τα χέρια των θαμώνων. Ακουμπάει τις παλάμες στους μηρούς του ρίχνοντας το βάρος προς τα μπρός. «Δεν μυρίζω καπνό. Περίεργο.» Η γυναίκα τον κοιτάει στα μάτια. Χαμογελάει. Στη σχισμή του στόματος της φαίνεται ένα μασημένο φύλλο. Ο άντρας περιμένει να μιλήσει. Σιωπη για μερικά λεπτά. Ο άντρας τινάζει την πιτυρίδα απ’τους ώμους στο τραπέζι. Κοιτάζει τον μπάρμαν. Σκουπίζει το ίδιο ποτήρι. «Πόσα τσιγάρα έχω καπνίσει;» Η γυναίκα σταματάει το μάσημα. Ρυτίδες γύρω απ’τα μάτια. Φαίνεται να σκέφτεται. «Πάνω από εκατό;» Η γυναίκα, ακόμα σιωπηλή, βγάζει το λιωμένο φύλλο απ’το στόμα της και το τοποθετεί στο άδειο ποτήρι. Κάνει νόημα στον μπάρμαν. Με κλειστά μάτια, σιγοσφυρίζοντας και με το ίδιο ποτήρι στο χέρι, πλησιάζει το τραπέζι, παίρνει το ποτήρι της με το ελεύθερο χέρι και πάει πίσω στον πάγκο. Φέρνει ένα νέο, άδειο. Ο άντρας κοιτάζει τον μπάρμαν. Τη γυναίκα. Τον μπάρμαν. Η γυναίκα μιλάει. «Πάνω από εκατό.» Ο άντρας χαμογελάει. Το χαμόγελο φαίνεται ψεύτικο. Το καταλαβαίνει, σοβαρεύει. Περνάει τα χέρια του μέσα απ’τα λίγα μαλλιά. Φρέσκια πιτυρίδα στους ώμους και την πλάτη. Χωρίς να κοιτάζει την γυναίκα. «Έχω καρκίνο;» Η γυναίκα ανοίγει μια τσάντα που βρισκόταν κάτω απ’το τραπέζι. Βγάζει ένα φρέσκο φύλλο.Τεντώνει το χέρι της, μαζεύει λίγη πιτυρίδα με την άκρη του φύλλου απ’τους ώμους του άντρα. Την απλώνει με το δείκτη της πάνω στο φύλλο. Το βάζει στο στόμα και ξαναρχίζει να μασάει. «Δεν θα ζήσεις.» Ο άντρας χαμογελάει ξανά. Αυτή τη φορά με ειλικρίνεια. «Έχω καρκίνο;» Η γυναίκα ανασηκώνει ελαφρά τους ώμους. Ο άντρας αφουγκράζεται τη μουσική. Κουνάει το κεφάλι του στο ρυθμό, αδέξια. «Ξέρεις τι μου άρεσει πάντα στη τζαζ; Πιο πολύ απ’όλα. Το σάφλ. Είναι… ανυπόμονο. Σα να μην του μένει πολύς χρόνος. Σα να πρέπει να κάνει κάτι. Να πρέπει να πεί κάτι. Και… παρόλα αυτά είναι ήρεμο. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Σαν να ‘χει όλο τον χρόνο δικό του.» Η γυναίκα συνεχίζει να μασάει, κοιτώντας τον. «Ξέρεις πώς άκουσα πρώτη φορά τζαζ; Ήταν… ένα σπίτι. Μεσημεράκι. Όχι, όχι, απόγευμα, αργά το απόγευμα. Όταν ο ήλιος έχει δύσει αλλά δεν έχει πέσει σκοτάδι ακόμα. Και ο ουρανός έχει αυτό το μαλακό χρώμα. Πήγαινα σε ένα σπίτι. Οι τοίχοι ήταν μπεζ θυμάμαι. Και είχε κάτι ξεραμένους φοίνικες απέξω. Και ένα πηγάδι. Ήμουν μικρός και είχα περπατήσει πολλή ώρα και διψούσα. Πήγα στο πηγάδι αλλά… ήταν ξεραμένο. Είχε δροσιά θυμάμαι.» Η γυναίκα σταματάει και ρίχνει το φύλλο στο ποτήρι. Κάνει νόημα στον μπάρμαν και η προηγούμενη σκηνή επαναλαμβάνεται απαράλλαχτη. «Τελικά μπήκα στο σπίτι και ακουγόταν μουσική. Δεν ήξερα πώς την έλεγαν. Αλλά επειδή η πηγή της ήταν πιο βαθιά στο σπίτι, το μόνο όργανο που ακουγόταν ήταν τα τύμπανα. Και έπαιζαν σε σάφλ. Τότε δεν ήξερα πώς το λένε βέβαια. Χεχεχ… Και πήγα στο δωμάτιο που μου είχαν πεί. Είχε ένα συγκεκριμένο αριθμό πάνω στην πόρτα. Εγώ θυμόμουν τον αριθμό και έτσι το βρήκα τελικά… Αλλά δυσκολεύτηκα, γιατί το σπίτι ήταν μεγάλο. Είχε πολλούς πίνακες, σε κάθε τοίχο. Αλλά δεν μ’άρεσαν. Αυτό που μ’άρεσε ήταν ένα δοχείο από πορσελάνη, στο σαλόνι. Φαντάζομαι είχε κάποτε γλυκά μέσα, μα όταν πήγα εγώ ήταν άδειο. Το ακούμπησα με το χέρι μου που είχε ιδρώσει και ήταν… κρύο. Πολύ κρύο. Και σκονισμένο. Μα με ηρέμησε. Και το άγχος έφυγε.» Η γυναίκα σκύβει. Βγάζει μια ταμπακέρα και έναν αναπτήρα απ’την τσάντα. Βάζει το τσιγάρο στο στόμα της. Το ανάβει. Τραβάει μια ρουφηξιά. Ο άντρας ανακάθεται, αμήχανος. Ιδρώνει. Τα δάχτυλα του ενός χεριού του αρχίζουν να τρεμοπαίζουν ασυναίσθητα στην επιφάνεια του τραπεζιού. Ρατ-τατ-τατ. «Ναι… βρ-βρήκα το δωμάτιο τελικά. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το γραμμόφωνο. Από εκεί ακουγόταν η μουσική. Ήταν κι αυτό σκονισμένο, και μαζί με τη μουσική ακουγόταν και το χρατς-χρατς… της σκόνης. Αλλά ήταν κι αυτό ήρεμο. Δεν έμοιαζε με νύχια σε τραχειά επιφάνεια. Ήταν ήρεμο. Και… και μετά είδα το κρεβάτι. Ξέστρωτο. Και μετά με κοίταξε…» Ο άντρας σκουπίζει τον ιδρώτα απ’το μέτωπο του. Κάνει την καρέκλα πιο πίσω. Σηκώνεται με νευρικές κινήσεις. Πάει στην τουαλέτα. Επιστρέφει. Κάθεται. «Δεν ξέρω αν έχω καρκίνο. Ξέρω ότι δεν θα ζήσω. Λοιπόν; Λοιπόν; Τουλάχιστον βρήκα το δωμάτιο. Βρήκα το κρεβάτι. Και με κοίταξε. Με κοίταξε.» Η γυναίκα χαμογελάει πλατιά, χωρίς να τον κοιτάζει. Της ξεφεύγει ένα μικρό χάχανο. Βάζει την παλάμη μπροστά απ’το στόμα. Τα μάτια της φαίνονται ντροπιασμένα. «…και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Και… και τελοσπάντων αυτό δεν ήταν το μόνο σπίτι. Σιγά. Κάποια στιγμή το γκρέμισαν. Αλλά βρήκα άλλα. Υπάρχουν πολλά τέτοια σπίτια ξέρεις. Αμέτρητα. Και κρεβάτια. Σε όλη την πόλη. Σε όλες τις πόλεις. Και σε μερικά χωριά. Βέβαια, μονο αυτή με κοίταξε…» Σιωπή. Μόνο η μουσική του Ντιούκ Έλινγκτον από τα παλιά ηχεία. «Στην ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου.» «Θα πεθάνω ε; Αλλά δεν έχω καρκίνο. Το ξέρω… Πάνω από εκατό τσιγάρα, και; Άλλοι έχουν κάνει περισσότερα. Στοίχημα ότι κι εσύ έχεις κάνει περισσότερα… Θα μου δώσεις ένα; Ένα τελευταίο; Όχι, όχι καλύτερα. Είναι πικρά. Πικρή γεύση. Μάρκα; Δεν έχει σημασία η μάρκα. Όταν μπήκα δεν κάπνιζε κανείς, νόμιζα ότι απαγορεύεται. Δεν απαγορεύεται ε; Θα μου δώσεις ένα; Μπα, άστο. Θα βρώ αλλού. Έχει κι αλλού τσιγάρα. Κάποιος άλλος θα έχει.» Κοιτάει τους θαμώνες. Ακίνητοι. Τον μπάρμαν. Ίδιος. «Ξέρεις ότι έχουν κλείσει όλα τα περίπτερα σ’αυτό το δρόμο; Άμα βγείς από δω και κάνεις ένα γύρο δεν θα βρείς ούτε ένα ανοιχτό. Σε όλη την περιοχή, εδώ που τα λέμε. Γιατί να το κρύψω; Λες και τα έκλεισα εγώ. Ας μην λέμε ψέματα. Ας είμαστε ειλικρινείς. Σε όλη την πόλη. Δεν μπορείς να βρείς ένα πακέτο τσιγάρα σε όλη την πόλη. Ή μια τσίχλα. Ξέρεις πόσο μου άρεσαν οι τσίχλες όταν ήμουν παιδί; Ακόμα μ’αρέσουν. Αλλά δεν μπορώ να φάω. Ξέρεις γιατί; Το τσιγάρο. Έχει ποτίσει το στόμα μου και τις κάνει κι αυτές πικρές. Αλλά και να μπορούσα, δεν θα έβρισκα. Πού να βρώ; Τα έχουν κλείσει όλα. Ούτε να καπνίσω. Τίποτα.» Η γυναίκα τραβάει μια τελευταία ρουφηξιά.Φυσάει τον καπνό προς τα πάνω, επιτηδευμένα. Ανάβει ένα δεύτερο τσιγάρο. «Θυμάμαι το τελευταίο σπίτι που πήγα. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός. Μερικά χρόνια. Έμοιαζε με αυτό που σου έλεγα… με τους φοίνικες… Αλλά δεν είχε φυτά. Ήταν εδώ πιο πάνω, μάλιστα. Ναι. Μερικοί δρόμοι. Αν θες να στο δείξω. Μετά. Μετά από δώ.» Σιωπή. «Πάρε το τρένο ‘Α’.» «Τέλειωσε το τσιγάρο σου και πάμε. Μου δίνεις κι εμένα ένα; Όχι, άστο. Πάνω από εκατό… Τι είναι εκατό τσιγάρα. Το σπίτι αυτό είχε το καλύτερο κρεβάτι που ‘χεις δεί ποτέ σου. Έτριζε λίγο αλλά… Είχε και κάγκελα. Λίγο σκουριασμένα. Μα ήταν το καλύτερο.» Σιωπή. «Πάρε το τρενο ‘Α’, μέρος δεύτερο.» «Είπες δεν θα ζήσω. Μάλλον… αλλά θα δώ το σπίτι. Είναι δυό-τρία στενά από δώ. Τίποτα… Να μη ξεχάσεις την ταμπακιέρα σου όμως. Είναι ακόμα στο τραπέζι. Βάλτη στην τσάντα σου γιατί… αν την ξεχάσεις εδώ… και θες να κάνεις ένα τσιγάρο στο δρόμο… δεν θα βρείς να αγοράσεις… Τα έχουν κλείσει όλα.» Σιωπή. Ο δίσκος τέλειωσε. «Γιατί δεν την βάζεις;» Ο άντρας σηκώνεται, τινάζει πιτυρίδα. Παίρνει την ταμπακιέρα, σκύβει, τη βάζει στην τσάντα. Ανασηκώνεται απότομα. Χτυπάει το κεφάλι του στη γωνία του τραπεζιού. «Τον… τον αναπτήρα. Μην ξεχάσεις ούτε τον αναπτήρα.» Παίρνει τον αναπτηρα, σκύβει, τον βάζει στην τσάντα. Ανασηκώνεται προσεκτικά. Τρίβει το κεφάλι του. Κοιτάει με νόημα τη γωνία του τραπεζιού. Κοιτάει τη γυναίκα. Γελάει αμήχανα. «Πάμε;» Σιωπή. «Πάμε; Είναι κοντά, δεν θα κουραστείς. Μπορείς να καπνίσεις κιόλας. Στο δρόμο. Αν θες.» Σκύβει, πιάνει την τσάντα. Κοιτάει τη γυναίκα ανυπόμονος. «Πάμε; Είναι πολύ ωραίο σπίτι. Θα δείς.» Σιωπή. Τα φώτα σβήνουν. Ακούγονται βήματα. Η πόρτα ανοίγει. Η πόρτα κλείνει. Τα φώτα ανάβουν. Η γυναίκα είναι στη θέση της. Η τσάντα είναι ανοιχτή πάνω στο τραπέζι. Δίπλα της η ταμπακιέρα. Ο αναπτήρας λείπει. Η γυναίκα βγάζει άλλο ένα φύλλο απ’την τσάντα. Το ακουμπάει μπροστά της. Βάζει την ταμπακιέρα στην τσάντα. Κλείνει την τσάντα. Την ακουμπάει προσεκτικά αναμεσα στα πόδια της. Οι θαμώνες παραμένουν ακίνητοι. Ο μπάρμαν, με κλειστά τα μάτια, σκουπίζει το ίδιο ποτήρι και σιγοσφυρίζει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 22, 2009 Share Posted January 22, 2009 Ωραία. Αυτό μάλλον δεν απευθυνόταν σε μένα. Εσύ Rikochet; Είσαι καλύτερα; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted January 22, 2009 Share Posted January 22, 2009 Κουράστηκα για να διαβάσω αυτήν την ιστορία. Πολλές τελείες, πολλές επαναλήψεις, πολύς συμβολισμός. Με άγγιξαν κάποιες υπαρξιακές αναζητήσεις (του πρωταγωνιστή; του συγγραφέα; ) αλλά δεν μπορώ να πω ότι το ευχαριστήθηκα. Μου θυμίζει λίγο την αίσθηση που είχα παλιά, όταν διάβαζα Κάφκα (και ομολογώ ότι την σιχαίνομαι). Αναρωτιέμαι αν διαβάζεις/σε βοηθούν τα σχόλιά μας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Rikochet Posted January 22, 2009 Author Share Posted January 22, 2009 Ωραία. Αυτό μάλλον δεν απευθυνόταν σε μένα. Εσύ Rikochet; Είσαι καλύτερα; Είναι απ'τις λίγες φορές που δεν γράφω για κάθαρση ή εξορκισμό. Πειραματικά κυρίως. Καταλαβαίνω γιατί δεν σ'άγγιξε μάλλον. Κουράστηκα για να διαβάσω αυτήν την ιστορία. Πολλές τελείες, πολλές επαναλήψεις, πολύς συμβολισμός.Με άγγιξαν κάποιες υπαρξιακές αναζητήσεις (του πρωταγωνιστή; του συγγραφέα; ) αλλά δεν μπορώ να πω ότι το ευχαριστήθηκα. Μου θυμίζει λίγο την αίσθηση που είχα παλιά, όταν διάβαζα Κάφκα (και ομολογώ ότι την σιχαίνομαι). Αναρωτιέμαι αν διαβάζεις/σε βοηθούν τα σχόλιά μας. Πάντα διαβάζω τα σχόλια, όταν εχω κάτι να πώ απαντώ κιόλας. Κυρίως με βοηθούν όσα έχουν να κάνουν με τεχνική, κατά τ'άλλα το αν σε κούρασε ο συμβολισμός πχ. το καταλαβαίνω απόλυτα αλλά δεν μπορώ να κάνω και πολλά γι'αυτό, είναι περισσότερο θέμα γούστου. Να πώ ότι δεν έχω ξαναγράψει έτσι - αλλά γενικά μου φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον το δεύτερο επίπεδο νοημάτων σε ένα σκηνικό, ιδίως όταν το πρώτο (επίπεδο) είναι σαθρό/διάφανο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
The Phantom Posted January 23, 2009 Share Posted January 23, 2009 Αισθάνθηκα την ίδια δυσκολία που είχα όταν διάβαζα Κάφκα (που μου άρεσε πολύ.. τότε). Έχεις παρουσιάσει καλλίτερα δείγματα (αν όχι άριστα) τεχνικής. Αυτό το δείγμα, δεν το βρήκα επιτυχημένο. Δεν βρήκα χημεία μεταξύ των δυο λόγων. Κάποιους συμβολισμούς, ευθέως λέω, ότι δεν του κατάλαβα (όπως την πιτυρίδα, το φύλλο, το μάσημα). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted January 23, 2009 Share Posted January 23, 2009 Εμένα μ' άρεσε [τι πρωτότυπο! ]. Οι συμβολισμοί δούλεψαν για μένα [ωχ, ένας αγγλικισμός του κερατά!]. Απλώς δεν θα ήθελα να λέει "μα" αντί για "αλλά" ο αρσενικός χαρακτήρας, δεν μου ταιριάζει στη γλώσσα του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
noxious Posted January 24, 2009 Share Posted January 24, 2009 Παρα πολύ καλό πραγματικά. Κατ' αρχήν χάρηκα που είδα εδώ μέσα μια τέτοια γραφή, που ξεπερνάει τα στενά όρια του φανταστικού (όπως το βλέπω εγώ). Μ'αρέσουν γενικά αυτά τα κείμενα που θα μπορούσαν να είναι ποιήματα, αλλά δεν είναι και καλώς για μένα γιατί δε μ'αρέσουν γενικά τα ποιήματα. Δεν ξέρω αλλά αντιμετωπίζω αυτού του είδους τα κείμενα με βάση τις εικόνες που μου βγάζουν και όχι λογικά. Νομίζω πως το να ψάχνεις να βρείς λογικούς συμβολισμούς και εξηγήσεις το καταστρέφει. Παρατηρώ πάντως οτι προς το τέλος αρχίζει και θολώνει πολύ, και ο τρόπος που τελειώνει με άφησε λίγο ανικανοποίητο (και αυτό μάλλον είναι παρατήρηση τεχνικής). Είχα και μερικές αμφιβολίες για το κατα πόσον να δημοσιεύσω παρόμοια δικά μου και μου τις διέλυσες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.