Jump to content

Λέκγουελ


constantinos

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Κωνσταντίνος

Είδος: φάντασυ

Βία; Ναι

Σεξ; Εδώ όχι

Αριθμός Λέξεων: 5000 περίπου

Αυτοτελής; Όχι. Εισαγωγή

Σχόλια: Μπορεί στο τυπωμένο κείμενο να υπάρξουν μικρές αλλαγές

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εκδίκηση

 

 

 

 

Το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο απαλό, ρόδινο φως της Νόνης, του μικρού φεγγαριού που γυάλιζε στο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου. Μια σχεδόν ανεπαίσθητη αύρα χάιδευε τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα φέρνοντας μέσα την υγρασία της θάλασσας. Η μυρωδιά της τώρα, στο τέλος της άνοιξης και του μήνα Σουμάρ, διατηρούσε ακόμα μια φρεσκάδα που σύντομα θα διαλυόταν από το καλοκαίρι.

 

Στο δωμάτιο επικρατούσε ησυχία που έσπαγε μονάχα από το ξαφνικό ροχαλητό του άντρα στο κρεβάτι. Στις τέσσερις γωνίες του κρεβατιού του, υψώνονταν λεπτές κολόνες που βαστούσαν έναν ουρανό όπου φώλιαζαν ξύλινα πουλιά. Σκιές λούφαζαν στις γωνίες του δωματίου, κάτω από τα βαριά έπιπλα, ενώ στο πάτωμα ένα παχύ χαλί της Ανατολής είχε χάσει μέσα στη νύχτα τη λάμψη των χρωμάτων του.

 

Κάποια στιγμή, απέξω ήρθε ένα απότομο, διαπεραστικό γέλιο. Κάποιος που γύριζε σπίτι του μετά από μια νύχτα γλεντιού; Το γέλιο έσβησε εξίσου απότομα και απλώθηκε ξανά σιωπή.

 

Σαν φάντασμα μια από τις σκιές στο δωμάτιο αποσπάστηκε και αθόρυβα πλησίασε τον κοιμισμένο άντρα. Έμοιαζε να πλέει μέσα στο σκοτάδι έτσι όπως στάθηκε από πάνω του, παρατηρώντας. Στο φως της κόκκινης πανσέληνου, η φιγούρα τυλιγμένη με τη μαύρη κάπα έδειχνε φασματική, σαν δαίμονας που είχε ξεστρατίσει από τα λημέρια του στη Μεγάλη Έρημο και είχε χωθεί σε τούτη την πλούσια κάμαρα. Και όμως, κάτω από την ακινησία και τις πτυχές του μαύρου υφάσματος, κρυβόταν σάρκα ζωντανή. Θνητή όσο και του άντρα που κοιμόταν.

 

Τα λαμπερά μάτια του ουτζά δεν μπορούσαν να κρυφτούν στη σκιά της φαρδιάς κουκούλας, κοιτάζοντας με πυρετική εμμονή. Έμοιαζαν να έχουν ριχτεί σε μια σιωπηλή μάχη.

 

Ο Λέκγουελ έσκυψε λίγο περισσότερο πάνω από το πρόσωπο του στρατηγού σαν να ήθελε να διακρίνει και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, να το αποτυπώσει στη μνήμη του. Στην πραγματικότητα, προσπαθούσε να φανταστεί το λόγο που τα νήματα της μοίρας τους μπλέχτηκαν χρόνια πριν, και τώρα, τούτη την ήσυχη βραδιά στην πόλη του Βάραντα, βρίσκονταν εδώ έχοντας αναλάβει ο καθένας τον δικό του ρόλο. Πόσο μακριά από τη ζωή που θα μπορούσαν να ζουν.

 

Ξαφνικά, η μαυροντυμένη φιγούρα έκανε μια απότομη κίνηση. Ατσάλι άστραψε στιγμιαία και την επόμενη στιγμή το χέρι του Λέκγουελ έσπρωχνε τη λαβή του δηλητηριασμένου στιλέτου στο στήθος του στρατηγού. Δεν κοιμόταν πια. Τα μάτια του Παράνα κοιτούσαν ορθάνοιχτα κατευθείαν στο πρόσωπο του δολοφόνου του, ενώ το στόμα του μισάνοιξε βγάζοντας ακαταλαβίστικους ήχους που έσβησαν γρήγορα. Ο Λέκγουελ δεν μπόρεσε να καταλάβει αν τον αναγνώρισε. Με κάποια ενοχή μέσα του, ευχήθηκε να μην τον είχε αναγνωρίσει.

 

Τράβηξε απότομα το στιλέτο από την καρδιά του άντρα στο κρεβάτι και το μαύρο αίμα ξεχείλισε σαν ποτάμι, γεμίζοντας το χώρο με τη γλυκερή, βαριά μυρωδιά του.

 

Αυτό ήταν!

 

Ο Λέκγουελ κοίταξε μουδιασμένος το πτώμα του στρατηγού, που είχε απομείνει με τα μάτια ανοιχτά. Το νεκρό πρόσωπο είχε μια έκφραση έκπληξης, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει αυτό που μόλις είχε συμβεί.

 

Ήταν η πρώτη φορά που σκότωνε κάποιον και δεν ένιωθε καθόλου όπως περίμενε. Κανένα γλυκό συναίσθημα ικανοποίησης δεν συνόδευσε όλο αυτό το ποτάμι του αίματος που πότιζε αργά τα σεντόνια. Μονάχα μια ανυπόφορη αμηχανία.

 

Νιώθοντας θύμα μιας απάτης πισωπάτησε, με την καρδιά του να χτυπά τρελά. Ένα τσίμπημα ενοχής φώλιασε μέσα του, αλλά την ίδια στιγμή το διαδέχτηκε ντροπή. Όχι, δεν θα το άφηνε. Αυτός ο άνθρωπος του είχε καταστρέψει τη ζωή.

 

Αλλά γιατί ένιωθε ξαφνικά χαμένος; Το μαχαίρι είχε κάνει τη δουλειά του μεμιάς, χωρίς περιπλοκές.

 

Ένα μικρό τρίξιμο από το διάδρομο έξω όπου στεκόταν ο φρουρός, τον έβαλε πάλι σε εγρήγορση. Σκούπισε βιαστικά το στιλέτο και το έκρυψε ανάμεσα στις πτυχές της κάπας. Πλησίασε αθόρυβα το ανοιχτό παράθυρο, έριξε μια ματιά στη θέα της πόλης και έπειτα κάτω στην αυλή.

 

Το διοικητήριο ήταν χτισμένο στην κορυφή του χαμηλού λόφου Κούνα μαζί με τις περισσότερες επαύλεις. Αυτή η πλεονεκτική θέση τού χάριζε απρόσκοπτη θέα στο λιμάνι και τα καράβια που πηγαινοέρχονταν φέρνοντας τους θησαυρούς του κόσμου στην παντοδύναμη αυτοκρατορία του Ράγκαρας, σε περίπτωση όμως που κάποιος είχε μόλις δολοφονήσει το στρατηγό Παράνα και έπρεπε να διαφύγει από τον εκτεθειμένο δεύτερο όροφο του κτηρίου, η ίδια θέα ήταν ένα επικίνδυνο εμπόδιο. Ειδικά σήμερα που η Νόνη είχε ανατείλει σε όλο της το μεγαλείο.

 

Ο Λέκγουελ δεν είχε χρόνο και ήξερε από την αρχή ότι αυτός θα ήταν ο μόνος τρόπος διαφυγής. Κανένας άλλος. Έπρεπε να το ρισκάρει ελπίζοντας ότι ο φρουρός κάτω στην αυλή θα είχε πιει το κρασί που του είχε προσφέρει νωρίτερα. Ήλπιζε ότι η σκόνη που ανακάτεψε μέσα θα είχε επενεργήσει.

 

Χωρίς να δώσει άλλο περιθώριο στις σκέψεις του, ανέβηκε στο περβάζι του παραθύρου και με μια επιδέξια κίνηση έφερε τις μύτες των ποδιών του στο διακοσμητικό ρείθρο που διέτρεχε όλο το μήκος του επάνω ορόφου. Με το σώμα του κολλημένο στον πέτρινο τοίχο, άρχισε να έρπει αργά και σταθερά. Ήταν μια δύσκολη πορεία που τον άφηνε εντελώς εκτεθειμένο. Αν εκείνη τη στιγμή ο σκοπός γύριζε το βλέμμα του ψηλά θα τον έβλεπε αμέσως και αν το βλέμμα του δεν ήταν αρκετά θολωμένο από το ποτό, τότε θα την είχε άσχημα.

 

Προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό του τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς που θα υπέφερε έτσι και τον έπιαναν. Προσπάθησε να μη σκεφτεί τους τελετουργικούς ακρωτηριασμούς σε κοινή θέα πριν τον αποκεφαλίσουν.

 

Συγκεντρώθηκε στην προσπάθειά του.

 

Πλησίαζε στη γωνία του τοίχου και στο πιο επικίνδυνο τμήμα της απόδρασής του. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και η φαρδιά κουκούλα τον ενοχλούσε. Ξαφνικά, λίγο πριν φτάσει στη γωνία, ένα κομμάτι του ρείθρου ξεκόλλησε και για δευτερόλεπτα ένιωσε τον κόσμο να χάνεται. Ευτυχώς τα ανακλαστικά του λειτούργησαν και ώθησε το σώμα του πάλι στον τοίχο, συγκρατώντας το βάρος του από τις μικρές κόγχες όπου έχωνε τα δάχτυλά του.

 

Το κομμάτι του ρείθρου προσγειώθηκε σε μια πρασιά της αυλής από κάτω και έτσι δεν ακούστηκε παρά ένας αμυδρός ήχος. Αν κάποιος τον είχε ακούσει θα πίστευε ότι ίσως μια γάτα είχε βγει παγανιά και δεν θα έδινε σημασία. Αυτό ευχόταν.

 

Ο Λέκγουελ κράτησε την ανάσα του, μένοντας ακίνητος για λίγα λεπτά. Οι μύες των χεριών και των ποδιών του άρχισαν να πονούν. Τελικά ξεκίνησε πάλι και με πιο προσεκτικές κινήσεις έφτασε στη γωνία του τοίχου. Τώρα είχε φτάσει στο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής. Αν έπεφτε θα τσάκιζε όλα του τα κόκαλα.

 

Με μια κίνηση που θύμιζε ακροβάτη, ο Λέκγουελ τίναξε το σώμα του μακριά από τον τοίχο και, στρέφοντάς το, άπλωσε τα χέρια του σαν να ήθελε να πετάξει. Ελάχιστα πριν αρχίσει η κάθετη πτώση άρπαξε το στρεβλό, άγριο κλαδί της καλαζάριας που τεντωνόταν προς το κτίριο και χωρίς να σταματήσει την ορμή του, τίναξε το σώμα του έτσι ώστε να το προωθήσει προς ένα δεύτερο κλαδί που μετακινήθηκε ελάχιστα κάτω από το βάρος του. Με το στομάχι του πέτρα, ο ουτζά κατάφερε να ισορροπήσει πάνω στο κλαδί. Όλος αυτός ο ελιγμός κράτησε μονάχα μερικά δευτερόλεπτα, που ήταν αρκετά όμως για να κάνουν την καρδιά του να χτυπά ξέφρενα.

 

Όταν είχε πρωτοσκεφτεί αυτή τη λύση, δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να ξανακάνει τα ακροβατικά που έκανε όταν έπαιζε μικρός στα δάση της πατρίδας του. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε και δεν είχε το περιθώριο να κάνει δοκιμές. Ήταν απλό. Ή θα τα κατάφερνε ή όχι.

 

Τελικά, τα κατάφερε.

 

Έμεινε ακίνητος στο κλαδί επιθεωρώντας την αυλή κάτω. Καμία κίνηση. Ο φρουρός της πύλης όχι μόνο είχε θολώσει, αλλά κοιμόταν του καλού καιρού. Φαίνεται ότι είχε ρίξει λίγο περισσότερη σκόνη απ’ όση χρειαζόταν μέσα στο κρασί.

 

Σαν πίθηκος κινήθηκε με σιγουριά πάνω στην καλαζάρια. Το αιωνόβιο φυτό ήταν τόσο μεγάλο που έμοιαζε με γιγάντιο δέντρο. Τα κλαδιά του σκέπαζαν σχεδόν όλη την έκταση του μικρού κήπου και ένα από αυτά σαν πλοκάμι περνούσε πάνω από το τείχος που περιέβαλλε το διοικητήριο απλώνοντας τη σκιά του μέχρι έξω στο σοκάκι. Σε αυτό το κλαδί σκαρφάλωσε περνώντας ανάμεσα από τα πλατιά φύλλα και τα λουλούδια, που είχαν ανοίξει τα πέταλά τους σκορπίζοντας ένα έντονο άρωμα στη νύχτα.

 

Με γρήγορες κινήσεις βρέθηκε στην κορυφή της ψηλής μάντρας και έπειτα πήδησε κάτω, προσπαθώντας να απαλύνει την πτώση του. Ένα αηδόνι άρχισε να τραγουδά και από κάπου πιο μακριά ξανακούστηκαν γέλια γλεντοκόπων.

 

Σηκώθηκε στα πόδια του και προσπαθώντας να αποδιώξει λίγη από την ένταση που ένιωθε, πήρε βαθιά ανάσα κοιτώντας γύρω του. Ο δρομάκος ήταν έρημος. Κανείς δεν τον είχε αντιληφθεί καθώς οι ψηλές μάντρες των πλουσιόσπιτων τον κύκλωναν απρόσωπες. Τύλιξε την κάπα του πιο σφιχτά και με γρήγορο βηματισμό άρχισε να κατηφορίζει το λόφο. Μια μαύρη φιγούρα μέσα στο ρόδινο φως του φεγγαριού.

 

Στο μυαλό του ήρθε ξανά η στιγμή που το στιλέτο του τρυπούσε το κορμί του Παράνα. Εκείνη η φριχτή αίσθηση. Τα μάτια του που άνοιξαν πρόλαβαν να δουν; Άραγε τον είχε αναγνωρίσει; Προσπάθησε να διώξει ξανά αυτές τις επικίνδυνες σκέψεις και να θυμηθεί τις μορφές τους. Αλλά ήταν παράξενο. Δεν μπορούσε να τις φέρει στο νου του. Ένιωσε ξανά θύμα μιας απάτης.

 

Καθάρισε το μυαλό του. Δεν ήταν ακόμα ώρα γι’ αυτές τις σκέψεις. Έπρεπε να καλύψει τα ίχνη του, να εξαφανιστεί από προσώπου γης μέχρι να περάσει η καταιγίδα και μετά να βρει το δρόμο του, το δικό του πεπρωμένο. Ή ό,τι είχε απομείνει τουλάχιστον από αυτό. Το δρόμο για το γυρισμό στην πατρίδα.

 

Διέσχισε τους σχετικά καθαρούς και περιποιημένους δρόμους του λόφου αποφεύγοντας τις νυχτερινές περιπόλους, και περνώντας την πύλη του Μαχάβ Μπα μπήκε στα δαιδαλώδη και γεμάτα βρόμα σοκάκια της πόλης χαμηλά προς το λιμάνι. Τις ψηλές μάντρες και τις επαύλεις, διαδέχτηκαν σπίτια από πλίνθους χωρίς διακόσμηση, που στριμώχνονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Σχεδόν όλα τους ήταν σιωπηλά, με σκοτεινά παράθυρα και αμπαρωμένες πόρτες. Κανένας ήχος δεν τάραζε την ησυχία της νύχτας εκτός από τα σποραδικά γαβγίσματα κάποιου σκύλου ή τα γέλια και τις φωνές που έρχονταν από τα καπηλειά στο λιμάνι.

 

Ένιωθε παράξενα που ήταν έξω από τη φυλακή του, μετά από τόσο καιρό. Ένιωθε έξαψη γιατί η πόλη τού φαινόταν διαφορετική απ’ ό,τι τη θυμόταν. Δεν μπορούσε όμως να είναι αλήθεια. Είχαν περάσει μονάχα δύο χρόνια. Ίσως έφταιγε ο τρόπος που ο ίδιος κοιτούσε τώρα τον κόσμο.

 

Κατέβηκε τα σκαλιά της Οδού των Λιθοξόων κάτω από το βλέμμα ενός κεραμιδόγατου, έστριψε πίσω από το ναό του Φόρκιουλις που τώρα είχε μετατραπεί σε αποθήκη, και βρέθηκε στη μεγάλη προκυμαία του Βάραντα. Η θάλασσα απόψε ήταν ήσυχη και μονάχα ένας απαλός παφλασμός ερχόταν από το νερό. Οι σκοτεινοί όγκοι των πλοίων που είχαν δέσει εκεί, φάνταζαν σαν τεράστια ξύλινα τέρατα έτοιμα να ορμήσουν στην πόλη. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν το σχέδιο της απόδρασής του περιλάμβανε ένα από αυτά και γρήγορα τράβηξε τα μάτια του προς την άλλη άκρη της προκυμαίας.

 

Κινήθηκε κατά μήκος του λιμανιού προσέχοντας να μην τον πάρει κανείς είδηση και είδε τις αποθήκες και τα μαγαζιά που την ημέρα έσφυζαν από ζωή, να είναι σκοτεινά και απωθητικά. Στο βάθος, εκεί όπου τελείωνε η προκυμαία, αχνόφεγγαν τα φώτα από τα καπηλειά που ξενυχτούσαν για χάρη των καραβοτσακισμένων ναυτικών, προσφέροντας φτηνή διασκέδαση μέχρι την επόμενη σκληρή μέρα.

 

Και οι μέρες για τους περισσότερους στην Εσώτερη Θάλασσα ήταν σκληρές και γκρίζες. Δύσκολα μπορούσες να επιβιώσεις τούτη την εποχή στον κόσμο της Αρμασίας, γι’ αυτό όλοι θα θεωρούσαν ξεκάθαρη τρέλα να εμπιστευτείς κάποιον που γνωρίζεις ελάχιστα. Πόσο μάλλον όταν στα σχέδιά σου συμπεριλαμβάνεται η δολοφονία του δημοφιλέστερου ίσως ανθρώπου του Ράγκαρας. Όμως εκείνος εμπιστευόταν τον Ένχιελ. Τον εμπιστευόταν γιατί ήξερε τη μοίρα που τους συνέδεε.

 

Ο Ένχιελ είχε έναν βασικό λόγο να θέλει να βοηθήσει τον Λέκγουελ. Αν και είχε μεταναστεύσει στον Βάραντα μετά την ήττα της Λιλ Λάι από το Ράγκαρας, ποτέ δεν είχε ξεχάσει τη γενέτειρα των προγόνων του, τη Λόμαρε, που μετά την άγρια επίθεση του στρατηγού Παράνα, εξαφανίστηκε από το χάρτη μαζί με το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού της.

 

Είχαν περάσει οκτώ χρόνια από τότε και η ανάμνηση αυτής της φοβερής καταστροφής είχε αρχίσει να περνά σιγά-σιγά στο παρελθόν για όλους σχεδόν στην Εσώτερη Θάλασσα εκτός από τους ουτζά. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ένχιελ, ο κρασέμπορας του Βάραντα.

 

Τα ευαίσθητα αυτιά του Λέκγουελ έπιασαν γρήγορα τον ήχο των βημάτων της περιπόλου που κατευθυνόταν προς την προκυμαία. Κοίταξε γύρω του και χωρίς δεύτερη σκέψη τρύπωσε σε ένα στενό, αδιέξοδο σοκάκι. Τραβήχτηκε στο βάθος, μέσα στις πυκνές σκιές, τυλίγοντας ακόμα περισσότερο την κάπα πάνω του, λουφάζοντας πίσω από ξύλινους κάδους γεμάτους λερά σκουπίδια. Η αποφορά των σάπιων ψαριών ανακατεμένη με την αψιά μυρωδιά του κάτουρου ήταν εμετική.

 

Ξαφνικά, άκουσε μικρά νύχια να γρατζουνάνε πίσω του. Γύρισε το κεφάλι και παραλίγο να κάνει το λάθος να πεταχτεί από την κρυψώνα του.

 

Σε μια γωνιά δίπλα στους κάδους με τα σκουπίδια, ήταν ακουμπισμένος ένας άνθρωπος. Παρά την τρομάρα του, κατάφερε να συγκρατηθεί. Ο άνθρωπος ήταν νεκρός. Από τα κουρέλια που φορούσε έβγαλε το συμπέρασμα πως ήταν ζητιάνος της πόλης που άφησε και αυτός απόψε την τελευταία του πνοή.

 

Θρασύτατοι, τεράστιοι αρουραίοι είχαν στήσει τσιμπούσι πάνω σε αυτό το θλιβερό ρετάλι. Είδε έναν χοντρομπαλά αρουραίο να έχει θρονιαστεί στον αριστερό ώμο του πτώματος και να του ροκανίζει το αυτί. Για μια στιγμή είχε την εντύπωση ότι στα μάτια του τρωκτικού γυάλιζε άφατη ηδονή, σαν να εκδικούνταν και εκείνο για κάτι. Χρόνια είχε να αντικρίσει κάτι τόσο φρικτό.

 

Εμφανίστηκε η περίπολος και τράβηξε τα μάτια του από το πτώμα. Κράτησε την ανάσα του, παρακολουθώντας τις φιγούρες των αντρών να περνούν σκοτεινές κόντρα στο φως της πανσέληνου. Ήταν έξι, και από τον τρόπο που κινούνταν ο Λέκγουελ κατάλαβε ότι θεωρούσαν την περιπολία τους αγγαρεία. Θα πρέπει να είχαν κάνει αυτή τη νυχτερινή διαδρομή άπειρες φορές και σίγουροι πια πως τίποτα δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί άσχημα, είχαν την πολυτέλεια να κινούνται σχεδόν ανέμελα.

 

Τους είδε να χάνονται από το στενό πλαίσιο που δημιουργούσε το σοκάκι και άφησε τον εαυτό του να χαλαρώσει λίγο. Ωστόσο δεν κουνήθηκε από τη θέση του πριν σβήσουν τελείως τα βήματά τους και απλωθεί πάλι η ησυχία της θάλασσας.

 

Τελικά σηκώθηκε όρθιος και οι αρουραίοι, τρομαγμένοι, λούφαξαν στις τρύπες τους. Θα είχε φύγει αμέσως από εκεί, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπόρεσε να μη ρίξει μια τελευταία ματιά στον νεκρό. Τα μάτια του είχαν παγώσει ανοιχτά αλλά η έκφρασή τους δεν φανέρωνε τίποτα. Κανέναν τρόμο, καμία απελπισία. Μια ανέκφραστη απάθεια. Η ψύξη του θανάτου. Ο Λέκγουελ ένιωσε το σφίξιμο στο στομάχι του να γίνεται εντονότερο.

 

Ήταν ένας ασήμαντος ζητιάνος, μα μια συμπόνια που έμοιαζε υποκριτική πλημμύρισε τον ουτζά. Κάποιος πέθανε δίκαια και κάποιος άλλος πέθανε άδικα απόψε, σκέφτηκε, αλλά την ίδια στιγμή η σκέψη τού φάνηκε αφελής δικαιολογία μιας ανόσιας πράξης.

 

Ευχήθηκε να μπορούσε να τον θάψει, όπως αρμόζει στους νεκρούς, και να τον προστατεύσει από την προσβλητική λαιμαργία των αρουραίων, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι’ αυτόν. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κλείσει τα ταλαίπωρα μάτια του.

 

Βγήκε πάλι στην προκυμαία ανακουφισμένος, διασχίζοντάς την όσο πιο γρήγορα γινόταν. Λίγο πριν φτάσει στις πρώτες ταβέρνες έστριψε σε έναν απότομο δρομάκο που ανηφόριζε την πλαγιά, ψάχνοντας για το σπίτι του Ένχιελ.

 

Θυμήθηκε τις οδηγίες και βιαστικά τις εξέτασε μία-μία. Ήταν σίγουρος ότι είχε στρίψει στο σωστό στενό. Έπρεπε να βρει το πέμπτο σπίτι δεξιά, μετρώντας από το λιμάνι. Πάνω από την πόρτα του σπιτιού θα έπρεπε να δει το σύμβολο της Λόμαρε. Μια πέτρινη αναπαράσταση του Υράλις με την πόλη στην αγκαλιά του.

 

Ωστόσο κανένα από τα σπίτια δεν είχε κάτι ανάλογο. Όσο και αν έψαξε, όλα τους είχαν τις ίδιες προσόψεις. Απλές, τετράγωνες, με δύο ή τρία παράθυρα και μια στενή ξύλινη πόρτα, περίτεχνα σκαλισμένη.

 

Ο Λέκγουελ, στα όρια της απελπισίας, μέτρησε και ξαναμέτρησε, αλλά πάντα έπεφτε στο ίδιο λάθος σπίτι. Δεν μπορούσε να καταλάβει.

 

Ξαφνικά, άκουσε πάλι μια περίπολο να πλησιάζει. Κοίταξε γύρω του, τρομαγμένος. Έπρεπε να φύγει από αυτό το μέρος. Ήταν ολότελα εκτεθειμένος. Έτοιμος να τρέξει πάλι πίσω στην προκυμαία, άκουσε μια πόρτα να ανοίγει τρίζοντας ελαφρά. Γύρισε και κοίταξε. Ήταν η πόρτα του λάθος σπιτιού.

 

«Από δω! Γρήγορα!» άκουσε τη φωνή του κρασέμπορα να έρχεται επιτακτική από το σκοτεινό άνοιγμα.

 

Με την καρδιά του να χτυπά, ο Λέκγουελ έτρεξε και χώθηκε στο σκοτεινό εσωτερικό του σπιτιού. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, η περίπολος έστριψε στο δρόμο κατεβαίνοντας για το λιμάνι. Πίσω από την κλειστή πόρτα οι δύο ουτζά άκουσαν τα βήματα των στρατιωτών να περνούν βαριά και όταν χάθηκαν, η ανακούφιση ήταν έκδηλη στα πρόσωπά τους.

 

«Ευτυχώς σε πρόλαβα», ψιθύρισε ο Ένχιελ. «Με ανάγκασαν να σπάσω το ανάγλυφο του Υράλις πάνω από την πόρτα πριν από δύο εβδομάδες. Είπαν πως ήταν διαταγή του αυτοκράτορα να αφαιρεθούν τα σύμβολα των παλιών θεών», εξήγησε. «Προσπάθησα να το αποφύγω, αλλά δεν τα κατάφερα. Αυτοί οι βάρβαροι δεν παίρνουν από λόγια», είπε και κοίταξε τον Λέκγουελ.

 

Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.

 

«Λυπάμαι, παιδί μου, αλλά δεν βρήκα τρόπο να σε ειδοποιήσω».

 

«Δεν πειράζει. Τα καταφέραμε», ψιθύρισε και κοίταξε τον κρασέμπορα.

 

Ο Ένχιελ του ανταπέδωσε το βλέμμα και μέσα στο σκοτάδι ο Λέκγουελ μπορούσε να νιώσει την αδημονία του. Ήθελε να το ακούσει από το στόμα του. Να είναι σίγουρος ότι η εκδίκηση είχε παρθεί. Τελικά όμως δεν ρώτησε τίποτα.

 

«Έλα, έλα μαζί μου», είπε τραβώντας ένα ύφασμα που κάλυπτε τη χλομή λάμψη ενός φαναριού.

 

Εκείνος τον ακολούθησε χωρίς να πει λέξη.

 

Ο Ένχιελ τον οδήγησε στις αποθήκες του κρασιού, έναν μεγάλο χώρο με πέτρινους τοίχους δίχως καθόλου παράθυρα. Μύριζε μούχλα και υγρασία. Στο φως του φαναριού, ο Λέκγουελ μπορούσε να διακρίνει δεκάδες πήλινους αμφορείς στοιβαγμένους με τάξη.

 

Ο κρασέμπορας πλησίασε μερικά κασόνια. Άφησε κάτω το φανάρι και γύρισε στον Λέκγουελ.

 

«Βοήθησέ με να τα τραβήξουμε», είπε.

 

Οι δυο τους έσυραν τα βαριά κασόνια αποκαλύπτοντας τον γυμνό τοίχο από πίσω. Ο Ένχιελ πήρε πάλι το φανάρι και πλησίασε μια μικρή ρωγμή. Ο Λέκγουελ τον είδε να χαμηλώνει το πρόσωπό του προς τον τοίχο και να ψιθυρίζει κάτι που δεν κατάφερε να ακούσει.

 

Ξαφνικά, ένα μεγάλο κομμάτι τοίχου εξαφανίστηκε. Έγινε στο ανοιγοκλείσιμο του ματιού, τόσο γρήγορα που ο Λέκγουελ δεν ήταν πια σίγουρος αν όντως είχε δει τοίχο. Για μερικές στιγμές έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος το σκοτεινό άνοιγμα, όταν ξαφνικά χαμογέλασε και κοίταξε τον κρασέμπορα.

 

Εκείνος του αντιγύρισε το χαμόγελο.

 

«Ακριβώς! Είναι μια ονειρική πόρτα. Δώρο ενός παλιού μου φίλου. Με βοήθησε πολύ. Και θα το εκτιμούσα αν δεν το ανέφερες πουθενά».

 

«Νόμιζα πως υπήρχαν μονάχα στην πατρίδα», είπε ο νεαρός, έκπληκτος ακόμα από αυτό το μικρό θαύμα.

 

«Οι περισσότερες, όχι όμως όλες. Και τούτη δω, είναι ανταπόδοση για μια παλιά εξυπηρέτηση. Εκείνος που την έφτιαξε ήταν πολύ μεγάλος μάστορας στα όνειρα».

 

Ο Λέκγουελ κούνησε το κεφάλι του.

 

«Έλα, μην αργείς. Πρέπει να κρυφτείς. Έλα, παλικάρι μου».

 

Χώθηκαν μέσα στο σκοτεινό, στενό τούνελ που ξανοιγόταν πίσω από τον ψεύτικο τοίχο και ο αέρας, αντίθετα με ό,τι περίμενε ο Λέκγουελ, ήταν πιο καθαρός απ’ ό,τι στην αποθήκη των κρασιών. Από το βάθος ερχόταν σταθερό ένα ρεύμα με τη μυρωδιά της θάλασσας.

 

Το κρυφό πέρασμα ελισσόταν συνεχώς ενώ γλιστερά σκαλιά εμφανίζονταν οδηγώντας τους κάπου βαθιά μέσα στα σπλάχνα του λόφου. Ο Λέκγουελ κοίταζε γεμάτος άγχος που μεγάλωνε, την πλάτη του Ένχιελ όπως διαγραφόταν κόντρα στο φως του φαναριού και αυθόρμητα, από το παρελθόν ξεπήδησε μια εικόνα.

 

Από τη θολή εποχή της παιδικής του ηλικίας ανασύρθηκε ένα απόγευμα που η Όλσι τους δίδασκε την περίπλοκη θεολογία του λαού τους. Εκείνη την ημέρα, στη φαντασία του Λέκγουελ είχε χαραχτεί η μορφή του Ρέουμι, του νεκροπομπού. Του πλάσματος που υποτίθεται ότι οδηγούσε τις ψυχές των νεκρών στα πόδια του Μπρουλ, του θεού του νεκρόκοσμου.

 

Είχε πλάσει στο μυαλό του τον Ρέουμι σαν μια ογκώδη, αδιευκρίνιστη σκιά που προχωρούσε μέσα από κατασκότεινα λαγούμια στον κόσμο του Μπρουλ και σαν αλλόκοτο σαλιγκάρι άφηνε πίσω του μια κοφτερή παγωνιά. Τώρα, η ταύτιση της πραγματικότητας με την παιδική του φαντασία ήταν τόσο έντονη που δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι τούτη δω η πορεία τον οδηγούσε σε κάποια παράξενη μοίρα.

 

Βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, μια φωνή υπενθύμιζε ότι τη στιγμή που έμπηξε το στιλέτο στο στήθος του στρατηγού, χάραξε για τον εαυτό του ένα πεπρωμένο που δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να ακολουθήσει.

 

Ο Ένχιελ σταμάτησε απότομα να περπατά βγάζοντάς τον από τις μαύρες σκέψεις. Με το φανάρι ψηλά φώτισε το σκοτεινό άνοιγμα μιας μικρής σπηλιάς στο αριστερό τοίχωμα της γαλαρίας.

 

«Παιδί μου, θα πρέπει να βολευτείς για λίγο σε τούτο το μπουντρούμι. Δυστυχώς δεν γίνεται αλλιώς. Είναι το πιο ασφαλές μέρος για σένα τώρα».

 

Ο Λέκγουελ κοίταξε με αποστροφή το εσωτερικό της σπηλιάς. η πέτρα στους τοίχους ήταν πράσινη από την υγρασία ενώ το έδαφος ήταν σκεπασμένο με ένα παχύ στρώμα άχυρου. Στη μια άκρη υπήρχαν ξύλινα κασόνια και τα κομμάτια ενός σπασμένου αμφορέα. Απέναντι ήταν στριμωγμένο ένα ξύλινο κρεβάτι.

 

«Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε τον κρασέμπορα.

 

«Αυτή η γαλαρία οδηγεί σε έναν απόμερο όρμο λίγο πιο έξω από το λιμάνι του Βάραντα. Ούτε κι εγώ ξέρω πότε φτιάχτηκε, αλλά ο σκοπός της είναι ίδιος».

 

Ο Ένχιελ παρατήρησε το απορημένο βλέμμα του Λέκγουελ και χαμογέλασε ένοχα.

 

«Λαθρεμπόριο», είπε. «Με τους φόρους που απαιτούν τα τσακάλια του Ράγκαρας δεν θα μπορούσα να είχα επιβιώσει διαφορετικά».

 

Ξαφνικά, ο Λέκγουελ κατάλαβε. Από τούτο το μυστικό πέρασμα ήταν που ερχόταν το κυρίως εμπόρευμά του. Χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

 

«Αν έχεις το σαράκι του έμπορα μέσα σου όπως εγώ, παιδί μου, τότε δεν υπάρχει πράγμα που δεν κάνεις για το κέρδος. Έτσι και το μάθουν ποτέ, το μόνο σίγουρο είναι ότι το κεφάλι μου θα αποχαιρετήσει το υπόλοιπο σώμα μου για πάντα», είπε ο χοντρός ουτζά χαμογελώντας πικρά. «Αλλά πάλι εσύ σίγουρα μπορείς να το καταλάβεις αυτό», πρόσθεσε και την ίδια στιγμή μετάνιωσε για τα λόγια του. «Συγγνώμη! Δεν έπρεπε να το πω αυτό. Συγχώρα με. Έχω ξεκουτιάνει».

 

«Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, αλήθεια είναι», απάντησε ο Λέκγουελ.

 

«Μόνο που θα ήθελα για μια φορά να ρισκάρω τη ζωή μου όχι για το κέρδος, αλλά για την τιμή μου. Όπως εσύ απόψε».

 

Ο Λέκγουελ χαμογέλασε αχνά.

 

«Είναι στ’ αλήθεια πολύ γενναίο αυτό που έκανες, παιδί μου, και είμαι πολύ περήφανος για σένα. η βοήθειά μου είναι το λιγότερο που μπορώ να σου προσφέρω. Μακάρι να μπορούσα να είχα κάνει περισσότερα για την πατρίδα. Αλήθεια. Μακάρι να ήμουν εκεί, να την υπερασπιστώ με το σπαθί στο χέρι, αντί να παζαρεύω με τους βρομιάρηδες αυτού του κόσμου».

 

«Το ξέρω. Ακόμα κι έτσι όμως, τίποτα δεν θα είχε αλλάξει. Κανείς δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει. Ούτε εσύ ούτε κι εγώ», απάντησε ο Λέκγουελ.

 

Ο κρασέμπορας κοίταξε σοβαρός το πρόσωπο του όμορφου, νεαρού που στεκόταν μπροστά του και μέσα στα μάτια του αναγνώρισε πως είχε περάσει πια εκείνο το απρόσμενο σύνορο που χωρίζει το παιδί από τον άντρα. Και τώρα δεν υπήρχε γυρισμός. Για λίγες στιγμές ο Ένχιελ φάνηκε αναποφάσιστος, σαν να μην ήξερε τι να πει. Τελικά χαμογέλασε αχνά.

 

«Μακάρι τα πράγματα να είχαν έρθει καλύτερα για σένα. Δεν είναι αργά, όμως. Τώρα είσαι ελεύθερος», είπε και σήκωσε το δάχτυλό του, δείχνοντας προς την κατεύθυνση της στοάς που χανόταν στο σκοτάδι. «Και εκεί έξω ίσως να μην υπάρχει η Λόμαρε να σε περιμένει, υπάρχει όμως ένας ολόκληρος κόσμος και είσαι ελεύθερος τώρα να τον συναντήσεις».

 

Ο Λέκγουελ άφησε τη ματιά του να βυθιστεί στο σκοτάδι και ένιωσε να ανατριχιάζει. Δεν ένιωθε ελεύθερος. Ένιωθε χαμένος.

 

Ο Ένχιελ χώθηκε στη σπηλιά και εκείνος τον ακολούθησε.

 

«Δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να σου προσφέρω, αλλά θα είσαι ασφαλής. Αύριο το βράδυ θα έρθει το λαθρεμπορικό. Ξέρω τον καπετάνιο χρόνια και μαζί του δεν κινδυνεύεις. Έχω κανονίσει να σε μεταφέρει στη Λιλ Λάι. Θα σε αφήσει στις ακτές κοντά στη Λάουσκα».

 

Ο Λέκγουελ κοίταξε τον κρασέμπορα και ξαφνικά ένιωσε εξαντλημένος.

 

«Ένχιελ, δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς τη βοήθειά σου», είπε νιώθοντας τα μάτια του να πλημμυρίζουν δάκρυα.

 

Ο Ένχιελ τον πλησίασε και ακούμπησε τρυφερά τον ώμο του.

 

«Είμαι σίγουρος ότι θα τα κατάφερνες μια χαρά. Ξεκουράσου τώρα, γιε μου. Πέρασες πολλά απόψε. Ξεκουράσου. Ο ύπνος κάνει καλό. Μη νοιάζεσαι άλλο», είπε και γύρισε να φύγει.

 

«Σ’ ευχαριστώ», ψιθύρισε, και ο Ένχιελ του χαμογέλασε.

 

«Θα έρθω να σε δω το πρωί. Θα φέρω φαγητό», είπε και εξαφανίστηκε πάλι στη σκοτεινή στοά.

 

Ο Λέκγουελ έμεινε αντάμα με το χλομό φως μιας λάμπας να ακούει τα βήματά του να απομακρύνονται. Ένιωθε αφόρητα μόνος και εξαντλημένος. Σαν άρρωστος.

 

Ξάπλωσε στο κρεβάτι που έτριξε κάτω από το βάρος του και προσπάθησε να αγνοήσει τη μυρωδιά του βουλιαγμένου στρώματος. Μακάρι να μπορούσε να βυθιστεί σε μια αιώνια λήθη. Να γλιτώσει από τα βάσανα της ζωής, από τις σκέψεις του, από τον ίδιο του τον εαυτό.

 

Στύλωσε τα μάτια του στη μικρή φλόγα της λάμπας που αγωνιζόταν να διώξει τη σκοτεινιά και τύλιξε πιο σφιχτά την κάπα του, σαν να ήθελε να χωθεί μέσα σε μια φιλόξενη αγκαλιά.

 

Απέξω από τη στοά ερχόταν ο αέναος αχός του ρεύματος. Σιγανός αχός σαν τη βαθιά αναπνοή ενός γίγαντα. Αδιάκοπος, μονότονος. Τα κουρασμένα μάτια του ξεστράτισαν στο σκοτάδι πέρα από την αδύναμη φλόγα της λάμπας. Στο τίποτα. Και σε λίγο, το τίποτα άνοιξε και από μέσα του ξεπήδησαν τα φαντάσματα. Το παρελθόν…

ΕΙΣΑΓΩΓΗ_για_ΣΦΦ.doc

Link to comment
Share on other sites

Εξαιρετικόν!

Μαζί με το βιβλίο, θα ήθελα και μία ονειρική πόρτα παρακαλώ! Ευχαριστώ σας ;)

Link to comment
Share on other sites

Προπαραγγελίες μονάχα για το επόμενο της Χίσλοπ :Ρ (ξέρετε εκείνη με το Νησί)…

 

 

 

Ευχαριστώ Solonor ;)

 

 

 

Μία ειδικά για σας αγαπητή μου Blondbrained! Να οδηγεί κάπου συγκεκριμένα; :D

Link to comment
Share on other sites

Να οδηγεί κάπου συγκεκριμένα

 

αχ ναί, σας ευχαριστώ. Μία προς το Χάος παρακαλώ, να ηρεμήσω λίγο :)

Link to comment
Share on other sites

Μάλιστα... Και τώρα που μας άνοιξε η όρεξη, περιμένουμε υπομονετικά μέχρι να βγει το βιβλίο.

Κάτι ξέρω εγώ που συνήθως αποφεύγω να διαβάζω αποσπάσματα και λοιπά teasers... :)

 

Σαν να λέμε, το πρώτο κεφάλαιο μού άρεσε πολύ. Θα έχει και χάρτη ελπίζω, ε; Πες, ναι, πες μου πως θα έχει και χάρτη!

Link to comment
Share on other sites

Μάλιστα... Και τώρα που μας άνοιξε η όρεξη, περιμένουμε υπομονετικά μέχρι να βγει το βιβλίο.

Κάτι ξέρω εγώ που συνήθως αποφεύγω να διαβάζω αποσπάσματα και λοιπά teasers... :)

 

Σαν να λέμε, το πρώτο κεφάλαιο μού άρεσε πολύ. Θα έχει και χάρτη ελπίζω, ε; Πες, ναι, πες μου πως θα έχει και χάρτη!

Tiessa χαίρομαι που σου άρεσε. Μακάρι να μπορούσα να έβαζα ολόκληρη τη ιστορία. Πάντως από χάρτες θα έχει δυο. Αν θες μια γεύση ρίξε μια ματιά στο βιντεάκι στο YouTube. Οι χάρτες που εμφανίζοντε είναι αυτοί που θα υπάρχουν στο βιβλίο.

Link to comment
Share on other sites

Μα γιατί η σκηνή με το ποντίκι που τραγανίζει το αυτί του πεθαμένου μου αρέσει τόσο πολύ???? :thmbup: :thmbup: :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..