Naroualis Posted January 30, 2009 Share Posted January 30, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Ευθυμία Δεσποτάκη (a.k.a. Naroualis) Είδος: Παραμύθι Βία; Σε εικόνες Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: περίπου 1850 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Το παραμύθι το έγραψα πριν από ένα χρόνο στα πλαίσια του μυθιστορήματος τρόμου Ερυθρά Σανδαράχη. Το διηγείται μια γιαγιά στην εγγονή της για να την μπάσει στο πνεύμα του βαμπιρισμού. Είναι εξολοκλήρου επινόηση δική μου. Τώρα που το διορθώνω είπα να το ανεβάσω, να μου πείτε καμμιά γνώμη. Ήτανε μια φορά ένας άνθρωπος και ζούσε με τη γυναίκα του, το γιο του και την παρακόρη τους στους πέρα κάμπους καταμεσής, σ’ ένα σπιτάκι. Ο άνθρωπος, η γυναίκα του κι ο γιος του αγαπούσανε πολύ τα σκόρδα κι είχανε έναν ολόκληρο κήπο από σκόρδα γύρω από το σπιτάκι τους και τρώγανε όσο να ευφρανθεί η ψυχή τους, αλλά το κορίτσι ούτε που τ’ άγγιζε κι άμα καμμιά φορά ακουμπούσε στη γλώσσα της ένα φλοιδάκι σκόρδο, έπεφτε κάτω και λιποψύχαγε κι ήτανε σα να ‘βγαινε η ψυχή της. Μια νύχτα του χειμώνα που ήτανε η πιο μεγάλη νύχτα όλου του χρόνου, εκεί που ο άνθρωπος, η γυναίκα του κι ο γιος του τρώγανε ψωμί και σκόρδο κι η παρακόρη έτρωγε μοναχά ψωμί, ακούνε ένα χτύπημα, ταπ-ταπ-ταπ! στην πόρτα. Πάει ο άντρας ν’ ανοίξει, κανέναν δε βλέπει, ξαναγυρίζει στο φαΐ του. Μετά από λίγο να σου πάλι το χτύπημα ταπ-ταπ-ταπ! στην πόρτα. Πάει η γυναίκα ν’ ανοίξει, τίποτα δε βλέπει, ξαναγυρνάει στο φαΐ της. Μετά από λίγο, άντε πάλι το χτύπημα στην πόρτα, ταπ-ταπ-ταπ! Πάει ο γιος ν’ ανοίξει, κανέναν δε βλέπει, ξαναγυρνάει στο φαΐ του. Τέταρτη φορά χτυπάει η πόρτα, ταπ-ταπ-ταπ! Πάει κι η παρακόρη ν’ ανοίξει, αλλά της λέει ο άντρας ‘κάτσε στο φαΐ σου, γιατί κάποιο στοιχειό θα ‘ναι, αφού ούτε εγώ, ούτε η ψυ-χομάνα σου, ούτε ο κανακάρης μας το βλέπουμε.’ Το κορίτσι υπάκουσε κι έκατσε και τελείωσε το ψωμί της. Άμα αποφάγανε, σιάξανε τα στρωσίδια τους να κοιμηθούνε και σβήνουνε και το φως. Ο άντρας κι η γυναίκα του κοιμηθήκανε κοντά στο τζάκι, να ‘χουνε μια στάλα ζέστη, που έπεφτε ακόμη το χιόνι κι ο γιος τους παραδίπλα στα καλά στρωσίδια. Την παρακόρη όμως την αφήσανε να κοιμάται σιμά στην πόρτα, στα τερλίκια, που λέμε. Κοιμήθηκαν λοιπόν, οι τρεις τους, αλλά το κορίτσι δε μπορούσε να κοιμηθεί, γιατί πεινούσε που είχε φάει σκέτο ψωμί. Κι όπως ήτανε ξύπνιο, εκεί κατά τα μεσάνυχτα, άκουσε ένα γρατσούνισμα, σαν κάποιο γατάκι να προσπαθούσε να μπει στο σπίτι. Σηκώθηκε που ήτανε πιο κοντά στην πόρτα, είδε που τ’ αφεντικά της κοιμούνταν κι είπε να μην τους ξυπνήσει. Πάει στην πόρτα, την ανοίγει και τι να δει; Ένα μωρό λυκάκι ήτανε στο κατώφλι και τουρτούριζε κι έτρεμε κι από το κρύο μήτε να κλαψουρίσει δε μπορούσε. Τότε το κορίτσι το λυπήθηκε το ζωντανό και το πήρε στην αγκαλιά της, πήρε και τα στρωσίδια της και πήγε στο στάβλο. Εκεί έστρωσε κοντά στην αγελάδα που ήτανε πιο ζεστά απ’ ό,τι στα τερλίκια, πήρε και το λυκάκι στον κόρφο της και κοιμήθηκε του καλού καιρού. Το πρωί που ξύπνησε, ανοίγει τα μάτια της και βλέπει η κακομοίρα, ότι το λυκάκι είχε ξυπνήσει πριν απ’ αυτήν κι όπως πεινούσε, τής δάγκωσε το βυζί της το αριστερό και της το έφαγε και της έφαγε και την καρδιά της. Αλλά δεν είχε πεθάνει, κι ας μην είχε την καρδιά της, γιατί τη λυκογιαγιά της την είχε δαγκώσει νυχτερίδα κι από τότε, ούτε πληγή ούτε αρρώστια μπορούσαν να κάνουν κακό στις κόρες και τις εγγονές και τις δισέγγονές της. Τώρα; Τι θα έλεγε στ’ αφεντικά της; Γρήγορα-γρήγορα, για να μην το καταλάβει κανείς, καπάκωσε το λυκάκι με μια ξύλινη καρδάρα για να μην το σκάσει και το σκέπασε με σανό, να μην το βρουν τ’ αφεντικά της. Έβαλε κι ένα μαξιλάρι στη θέση της καρδιάς της και του βυζιού της που λείπανε και πήγε στη δουλειά της, όλη μέρα και τίποτε δεν κατάλαβε ούτε ο άνθρωπος, ούτε η γυναίκα του, ούτε ο γιος τους. Το βράδυ, που πέσανε να πλαγιάσουνε, σηκώθηκε κρυφά και πήγε στο στάβλο να δει τι έκανε το λυκάκι. Αλλά όταν μπήκε στο στάβλο και πήγε κοντά στην αγελάδα, που είχε αφήσει την καρδάρα, τι να δει; Αντί για το λυκάκι ένας λεβεντονιός την κοιτούσε και της χαμογελούσε. ‘Ποιος είσ’ εσύ και τι κάνεις στο στάβλο του κύρη μου;’ έκανε το κορίτσι. ‘Μη φοβάσαι, κυρά μου κι αφέντρα μου, κακό δεν έχω στην καρδιά μου ούτε για σένα ούτε για τ’ αφεντικά σου. Είμαι ο Λύκος, ο γιος του Λύκου, του Λυκοβασιλιά κι εβγήκα εχτές που ήτανε η πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου να γυρέψω τη νύφη μου, να την πάω στη φυλή μου. Έγινα μικρό λυκάκι για να δω αν θα με λυπηθεί καμμιά κοπέλα και με στέρξει και χτύπησα όλες τις πόρτες των σπιτιών που βρήκα από το κονάκι του κύρη μου ως τους πέρα κάμπους. Κι έριξα κι άλλη γητειά επάνω μου, μόνο τ’ ανύπαντρα κορίτσια να μπορούν να με δούνε κι ούτε οι παντρεμένες, ούτε οι χήρες με είδανε στην πόρτα τους, ούτε κανείς αρσενικός, μικρός ή μεγάλος.’ ‘Ώστε εσύ ήσουν που χτυπούσες χτες βράδυ την πόρτα του σπιτιού μας, ταπ-ταπ-ταπ!’ ‘Εγώ, γιατί ήξερα ότι ένα κορίτσι κοιμόταν μες στο σπίτι.’ ‘Κι εσύ ήσουν το λυκάκι που μήτε να κλαψουρίσει δε μπορούσε!’ ‘Εγώ, γιατί έπρεπε να σε δοκιμάσω πρώτα, αν φοβόσουν τους λύκους.’ ‘Κι εσύ ήσουν που έφαγες το βυζί μου και την καρδιά μου!’ ‘Εγώ, γιατί ήθελα να δω την καλοσύνη σου κι αν θα με σκότωνες που έκανα τέτοιο κακό.’ Τότε το κορίτσι χαμήλωσε τα μάτια κι είπε: ‘Ναι, αλλά πώς θα με πας στον πατέρα σου το Λυκοβασιλιά, χωρίς καρδιά και χωρίς αριστερό βυζί; Δε θα με θέλει για νύφη του, γιατί είμαι μισό κορίτσι πια.’ Ο Λύκος, ο γιος του Λύκου γέλασε κι είπε: ‘Αλήθεια ένα λυκάκι πεινασμένο θα ‘τρωγε την καρδιά σου και το βυζί σου και πια μισό κορίτσι θα ‘σουν. Αλλά εγώ είμαι ο γιος του Λυκοβασιλιά και μπορώ να κάνω μάγια.’ Και κάνει μια έτσι και βγάζει από τον κόρφο του ένα κλειδί. ‘Στα βουνά πίσω από τους πέρα κάμπους, υπάρχει ένας βράχος και από το βράχο ξεκινάει ένα μονοπάτι που πηγαίνει ίσα στον πιο ψηλό γκρεμό. Στην άκρη του μονοπατιού είναι φυτρωμένα δέντρα μ’ όλα τα διαμαντικά του κόσμου για καρπούς και χρυσά φλουριά για φύλλα, αλλά όποιος άνθρωπος τ’ αγγίξει γίνεται στάχτη και σκορπιέται στον αέρα. Στο τέλος του μονοπατιού υπάρχει ένα δάσος και στη μέση του δάσους ένα καλύβι και γύρω από το καλύβι ένας κήπος φυτεμένος στριγγλοβότανα και σκόρδα. Αλλά όποιος άνθρωπος φάει απ’ αυτά τα σκόρδα γίνεται αμέσως στάχτη και σκορπιέται στον αέρα. Μέσα στην καλύβα υπάρχει μια στρωμνή και κάτω από τη στρωμνή είναι ένα σεντούκι και του σεντουκιού το κλειδί είναι ετούτο εδώ. Μέσα σ’ αυτό το σεντούκι έχω βάλει την καρδιά σου και το αριστερό σου βυζί, γιατί δεν τα ‘φαγα, μόνο στα πήρα για να σε δοκιμάσω. Εγώ τώρα θα φύγω και θα πάω στα γονικά μου να ετοιμάσω το γλέντι του γάμου μας. Εσύ όμως άλλη μια δοκιμασία πρέπει να περάσεις: πρέπει ν’ ανέβεις στα βουνά, να πάρεις το μονοπάτι, να μπεις στο δάσος, να περάσεις τον κήπο με τα στριγγλοβότανα και τα σκόρδα, ν’ ανοίξεις την πόρτα της καλύβας, να βρεις το σεντούκι κάτω από τη στρωμνή και το ξεκλειδώσεις, να πάρεις την καρδιά σου και το βυζί σου και να ‘ρθεις να με βρεις να σε κάνω γυναίκα μου, δόξη και τιμή.’ Και λέγοντας αυτά ξανάγινε λύκος κι έφυγε. Το κορίτσι παράτησε και τον κύρη της και την κυρά της και το γιο τους, παράτησε και την αγελάδα στο στάβλο και τα στρωσίδια της στα τερλίκια, πήρε μονάχα το κλειδί που της είχε αφήσει ο αρραβωνιάρης της και πήρε να περάσει τους πέρα κάμπους και να φτάσει στα βουνά. Αλλά ο αφέντης της την είδε να το σκάει και το είπε στη γυναίκα του και το γιο τους και κρυφά την ακολούθησαν να δούνε πού πάει. Πέρασε το κορίτσι τους κάμπους, τους πέρασαν κι οι άλλοι τρεις πίσω της. Πήρε το κορίτσι ν’ ανεβαίνει στα βουνά, πήραν να τ’ ανεβαίνουν κι οι τρεις πίσω της. Πέρασε το κορίτσι το βράχο και πήρε το μονοπάτι που πάει ίσα στον πιο ψηλό γκρεμό, πέρασαν το βράχο κι οι άλλοι τρεις πίσω της. Το κορίτσι πήγαινε και πήγαινε κι ούτε να γυρίσει να κοιτάξει τα πετράδια και τα φλουριά στα δέντρα στις άκρες του μονοπατιού, γιατί το μυαλό της ήταν στην καρδιά της και στο βυζί της. Αλλά ο αφέντης της όταν είδε τα πλούτια να κρέμονται από τα δέντρα, χάρηκε πολύ κι είπε: ‘Να, εδώ ήρθε η παρακόρη μας να πάρει χρυσάφι και να φύγει από τη δούλεψή μας! Κι εγώ θα της πάρω απ’ το χρυσάφι της, γιατί είμαι ο ψυχοπατέρας της και μου χρωστάει τη ζωή της.’ Αλλά μόλις τα χέρια του άγγιξαν τα διαμαντικά και τα φλουριά έγινε ο συφοριασμένος στάχτη και τον σκόρπισε ο αέρας. Τότε η γυναίκα του κι ο γιος του θύμωσαν, γιατί νόμισαν ότι η παρακόρη τους το έκανε επίτηδες, πως είχε στην καρδιά της κακό για την οικογένειά τους. Αλλά αποφάσισαν να δουν πρώτα πού θα πάει και μετά να την τιμωρήσουν. Συνέχισε το κορίτσι να πηγαίνει στο μονοπάτι κι οι άλλοι δυο συνέχισαν πίσω της. Έφτασε το κορίτσι στο τέλος του μονοπατιού κι εκεί είδε το δάσος, έφτασαν κι είδαν το δάσος κι οι άλλοι δυο πίσω της. Μπήκε το κορίτσι μες στο δάσος κι έφτασε στη μέση του, πίσω της κι οι άλλοι δυο. Και τότε είδαν κι οι τρεις του το καλύβι και γύρω του τον κήπο με τα σκόρδα και τα στριγγλοβότανα. Το κορίτσι δεν έδωσε σημασία στα σκόρδα, γιατί δεν άντεχε τη μυρωδιά τους. Αλλά η κυρά της μόλις είδε τον ωραίο κήπο γεμάτο με το αγαπημένο της φαΐ χάρηκε πολύ κι είπε: ‘Να, εδώ ήρθε η παρακόρη μας να φάει σκόρδα στα κρυφά και να μη μας δώσει ούτε μια σκελίδα! Κι εγώ θα της πάρω από τα σκόρδα της, γιατί είμαι η ψυχομάνα της και μου χρωστάει τη ζωή της.’ Αλλά μόλις έβαλε το πρώτο σκόρδο στο στόμα της έγινε η συφοριασμένη στάχτη και την σκόρπισε ο αέρας. Τότε ο γιος της θύμωσε, γιατί νόμισε ότι η παρακόρη τους το έκανε επίτηδες, πως είχε στην καρδιά της κακό για την οικογένειά του. Αλλά αποφάσισε να δει πρώτα πού θα πάει και μετά να την τιμωρήσει. Μπήκε το κορίτσι στο καλύβι και βρήκε σε μια γωνιά παρατημένη μια στρωμνή, σηκώνει τη στρωμνή και βρίσκει από κάτω το σεντούκι. Αλλά πριν προλάβει να το ανοίξει, ορμάει ο γιος επάνω της και την πετάει πέρα κι αρπάζει το σεντούκι και το κλειδί από τα χέρια της και δίνει μια και τρέχει να γυρίσει πίσω στο σπίτι του στους πέρα κάμπους. Αλλά μπερδεύτηκε κι αντί να πάει προς το μονοπάτι και προς το βράχο και κάτω από τα βουνά και στους πέρα κάμπους, εκείνος πήγε από την άλλη που ήτανε ο πιο ψηλός γκρεμός. Τότε το κορίτσι από τη στεναχώρια του που τα έχασε όλα, καρδιά και βυζί κι αρραβωνιάρη, βγήκε στον κήπο έξω από την καλύβα κι έκοψε ένα στριγγλοβότανο και το ‘χωσε στο στόμα της ν’ αυτοκτονήσει. Αλλά τι ήταν αυτό που γίνηκε μετά; Αντί να τη φαρμακώσει το στριγγλοβότανο, τη μεταμόρφωσε και την έκανε λύκαινα σωστή κι όταν το κατάλαβε, χούμηξε πίσω από τον κλέφτη να του πάρει το σεντούκι της. Και τον πρόλαβε στην άκρια του πιο ψηλού γκρεμού και τον πέταξε από κάτω. Έτσι πήρε πίσω την καρδιά της και το βυζί της και πήγε στο κονάκι του Λυκοβασιλιά κι ο γιος του ο Λύκος την έκανε γυναίκα του, δόξη και τιμή. Edited January 30, 2009 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted January 30, 2009 Share Posted January 30, 2009 Δεν νομίζω νά'χει κανείς αντίρρηση που θα πω πως οι παραμυθάδες γεννιούνται, δεν γίνονται. Δύο παραμυθάδες έχω ξεχωρίσει μέχρι στιγμής απο εδώ μέσα, και naroualis είσαι η μία. Μα πού κατεβάζετε τις ιδέες, και πού στην ευχή δουλεύετε έτσι την γλώσσα, θα σκάσω μέχρι να το κατανοήσω το πράμα τούτο!!! ΕΥΓΕ! Τί? Θές και σχόλια για το έργον αυτό καθαυτό? Σόρρυ, δεν θέλω να χαλάσω άλλο την μαγεία του...όχι οτι θα το έλεγα στην κόρη μου...ακόμα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted January 30, 2009 Share Posted January 30, 2009 (edited) Τι μας κρύβεις ποιος είναι ο άλλος παραμυθάς; Η λέξη βυζί μου ακουγόταν κάπως... παράξενη για να αναφέρεται τόσες φορές σε παραμύθι. Το ότι ήταν φαγωμένο κι όλας... αναγούλιασα. Η κόρη δέχτηκε την δοκιμασία για να πάρει πίσω το βυζί της ή για να παντρευτεί; Και γιατί δεν έγινε στάχτη με το βοτάνι; Ο λυκο-πρίγκηπας ήταν πολύ τομάρι. Τίποτα δεν έκανε πέρα από το να απαιτεί. Το τέλος ήταν πολύ απότομο. Edited January 30, 2009 by roriconfan Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted January 30, 2009 Author Share Posted January 30, 2009 (edited) @Blondebrain: ευχαριστώ κυρία μου. Όταν έρθει το μπεμπάκι σας, θα του γράψω εγώ παραμυθάκια που θα το νανουρίζουν γλυκά. Ετούτο ήταν κάπως πιο αιματηρό, γιατί υποτίθεται ότι εξυπηρετεί τη "μύηση" της εγγονής από τη γιαγιά που το διηγείται στο βαμπιρισμό. @ Roriconfan: Ξέρω τι εννοείς. Το σκέφτηκα πολύ να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη, αλλά τελικά θυμήθηκα κάτι γιαγιάδες στη Θεσσαλία που τραγουδάνε χορωδιακά "ένα μ@#νί στη λεμονιά κι ο π@#τσος από κάτω" κι είπα ότι για την αληθοφάνεια της λαϊκότητάς του θα το κρατήσω έτσι. όσ γι' αυτό που ρωτάς η απάντηση ήταν μέσα στο κείμενο Αλλά δεν είχε πεθάνει, κι ας μην είχε την καρδιά της, γιατί τη λυκογιαγιά της την είχε δαγκώσει νυχτερίδα κι από τότε, ούτε πληγή ούτε αρρώστια μπορούσαν να κάνουν κακό στις κόρες και τις εγγονές και τις δισέγγονές της. Υποτίθεται ότι συμβαδίζει με τα υπόλοιπα που λέει η γιαγιά που το διηγείται στην εγγονή, για να εξηγήσει διάφορα πράγματα. Μα φυσικά για να παντρευτεί το έκανε. Σαν ψυχοκόρη, δεν είχε άλλη προοπτική από έναν καλό γάμο κι επιπλέον δεν θα είχε και κανενός είδους προίκα εκτός από το σώμα της. Οπότε αυτά είναι αλληλένδετα, για να γίνει ο γάμος πρέπει να βρει αυτό που έχασε. Όσο για το λύκο... ε, τι να κάνουμε. Κι αυτός ο καημένος κοτζάμ θρόνο της προσέφερε... Edited January 30, 2009 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted January 30, 2009 Share Posted January 30, 2009 Υπάρχει τέτοιο τραγούδι;;; Χωρατατζίδικα λαϊκά ftw. Αν και το δικαιολόγησες ωραία το βοτάνι, πάλι δε κατάλαβα γιατί αντί να γίνει στάχτη απλά έγινε λύκος. Και τύφλα να έχουνε τα υβρίδια. 1/4ο Λύκος, 1/4ο Νυχτερίδα και 1/2ο άνθρωπος. Πάλι καλά που δεν πήρε και plant template από το βοτάνι. Imba η πρωταγωνίστρια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted January 30, 2009 Author Share Posted January 30, 2009 Μα δεν είναι ό,τι κι ό,τι βοτάνι! Το στριγγλοβότανο είναι η λαική ονομασία του φυτού ακόνιτο ή στα αγγλικά wolfsbane, που υποτίθεται ότι όποιος το τρώει γίνεται λυκάνθρωπος ή αν είναι ήδη λυκάνθρωπος ξαναγίνεται άνθρωπος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted January 31, 2009 Share Posted January 31, 2009 Γουάου, και άντε να το καταλάβαινα μόνος μου αυτό. Inba πάντος η κατάσταση. Σούπεργούμαν με τόσα που της έδωσες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted January 31, 2009 Share Posted January 31, 2009 Ευθυμία το παραμύθι σου είναι μια εξαιρετική δουλειά και πραγματικά θαυμάζω την άνεση σου στον να προσαρμόζεις το ύφος της γλώσσας σου στις απαιτήσεις της κάθε ιστορίας σου. Ως προς το περιεχόμενο το παραμύθι δεν έχει κάτι το εξαιρετικό ή πρωτότυπο, αλλά για μένα δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Σημασία έχει ότι του έδωσες μια ατμόσφαιρα αυθεντικού λαϊκού παραμυθιού που δεν σε ξενίζει πουθενά. Είναι στ’ αλήθεια μια ιστορία που θα έβγαινε από το στόμα μιας γιαγιάς. Έχω μόνο δυο ενστάσεις. Λες ότι την ιστορία είναι σχετική με το βαμπιρισμό αλλά εμένα περισσότερο μου έδωσε την αίσθηση μιας ιστορίας για τον λυκανθρωπισμό (αν εξαιρέσεις τα σκόρδα). Θα ήθελα να μου το εξηγήσεις αυτό. Και τέλος η φράση: «Αλλά δεν είχε πεθάνει, κι ας μην είχε την καρδιά της, γιατί τη λυκογιαγιά της την είχε δαγκώσει νυχτερίδα κι από τότε, ούτε πληγή ούτε αρρώστια μπορούσαν να κάνουν κακό στις κόρες και τις εγγονές και τις δισέγγονές της.», είναι μια κάπως βιαστική και αόριστη έως ακατανόητη εξήγηση του γιατί η κοπέλα δεν πέθανε. Ίσως αν έβαζες την ίδια φράση στην αρχή της ιστορίας εξηγώντας κάποια πράγματα για το παρελθόν της κοπέλας να μη μου χτυπούσε τόσο στο μάτι. Ίσως εκεί ήταν που θα έπρεπε να πεις κάτι περισσότερο για τον βαμπιρισμό. Λεπτομέρεια όμως. Πάντως εξακολουθείς να μου αποδεικνύεις ότι έχω δίκιο… ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted January 31, 2009 Share Posted January 31, 2009 Αφελής ερώτηση αλλά η καρδιά ενός βαμπίρ είναι ότι το philactery για τα lich ; Γι' αυτό γίνεται και καλά το παλούκωμα; Πάλι καλά πάντως που ήταν φτωχιά η κοπέλα. Αν ήταν πλούσια, θα ήταν μόνιμα καχεκτική από το πολύ ασήμι γύρω της Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted January 31, 2009 Author Share Posted January 31, 2009 Κωνσταντίνε έχεις δίκιο σε αυτά που λες. Και θα έπρεπε όντως να διορθωθούν, αν το παραμύθι δεν ήταν μέρος μια νουβέλας. Όντως ο βρυκόλακας κι ο λυκάνθωπος μπουρδουκλώνονται, όντως φαίνεται σαν επινόηση της στιγμής το δάγκωμα της νυχτερίδας. Έχουν όμως προηγηθεί άλλα παραμύθια, που εξηγούν και το ένα και το άλλο. Ή μάλλον που δίνουν hints σχετικά με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζεται στο τέλος της νουβέλας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 31, 2009 Share Posted January 31, 2009 Ήταν ωραίο και με όλα τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού: η γλώσσα, τα τρια άτομα, οι τρεις φορές κλπ. Ήταν καλογραμμένο και στο σωστό μέγεθος για τέτοιου τύπου παραμύθι. Ετοιμάστηκα να ρωτήσω γιατί αναφέρεσαι σε βαμπιρισμό, αφού φαίνεται εντονότερα ο λυκανθρωπισμός στην ιστορία, αλλά με πρόλαβε ο Constantinos και οι εξηγήσεις σου. Καλή και η εξήγηση με το βοτάνι. Αναρωτιέμαι μήπως κάπου, μπορείς μ' ένα κολπάκι ίσως στην αρχή, να το εξηγήσεις αυτό. Δυστυχώς μικροί και μεγάλοι πια ζούμε μακριά και από τη φύση και από την παράδοση και η λέξη στριγγλοβότανο δεν μας λέει τίποτα. Θα δούμε κι άλλες τόσο ωραίες αφηγήσεις από τη γιαγιά; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted January 31, 2009 Share Posted January 31, 2009 Κωνσταντίνε έχεις δίκιο σε αυτά που λες. Και θα έπρεπε όντως να διορθωθούν, αν το παραμύθι δεν ήταν μέρος μια νουβέλας. Όντως ο βρυκόλακας κι ο λυκάνθωπος μπουρδουκλώνονται, όντως φαίνεται σαν επινόηση της στιγμής το δάγκωμα της νυχτερίδας. Έχουν όμως προηγηθεί άλλα παραμύθια, που εξηγούν και το ένα και το άλλο. Ή μάλλον που δίνουν hints σχετικά με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζεται στο τέλος της νουβέλας. Τώρα μάλιστα! Έτσι μπορώ να το καταλάβω. ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted January 31, 2009 Author Share Posted January 31, 2009 (edited) @roriconfan: σχετικά με την καρδιά των βαμπίρ, τουλάχιστον πριν από τον Μπραμ Στόκερ, δε νομίζω ότι ήταν το συγκεκριμένο σημέιο που κάρφωναν. Γενικά έπρεπε ο νεκρός να καρφωθεί στο φέρετρό του, για να μη βρικολακιάσει. Το πιο συνηθισμένο μέρος για τα καρφιά ήταν στα χέρια και τα πόδια και κάποιες φορές τους καρφώναν και στο λαιμό, για να μη μπορούν να κουνήσουν το κεφάλι τους. Η σημασία του παλουκιού στην καρδιά έγινε πιο έντονη στους ρομαντικούς χρόνους. Αντίστοιχα ούτε το ασήμι είχε σχέση με την αντιμετώπιση των βαμπίρ ή των λυκανθρώπων. Κι αυτό της ίδιας εποχής επινοήση είναι, περίπου γύρω στο 1700 με 1800. @Tiessa: μέσα στη νουβέλα έχω τέσσερα ή πέντε παραμύθια, ένα από τα οποία είναι και η ψυχοκόρη. Είχα γράψει ακόμη τρία, σε πολύ πιο παραδοσιακό στυλ, αλλά εκείνα τελικά απορρίφθηκαν στις διορθώσεις, γιατί δεν έδιναν κάποιο βοήθημα στην πλοκή της ιστορίας. Όταν τελειώσω με τις διορθώσεις της νουβέλας που κάνω αυτόν τον καιρό, θα διορθώσω και τα ξέμπαρκα και θα σας τα πω, αρκεί να μου βρείτε τζάκι για να καθήσουμε κοντά στη φωτιά... Edited January 31, 2009 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted February 1, 2009 Share Posted February 1, 2009 (edited) Δεν είμαι η κατάλληλη να σχολιάσω αυτό το παραμύθι, γιατί δεν μου αρέσουν καθόλου τα ελληνικά παραμύθια. Θέλω μόνο να πω ότι αν ήθελες να γράψεις ένα, σίγουρα αυτό έκανες! Είναι ένα ελληνικό παραμύθι. Πολύ χαρακτηριστικό του είδους του. Και επίσης, να πω στον roriconfan ότι όλα τα ελληνικά παραμύθια που έχω διαβάσει λένε τη λέξη βυζί πολύ συχνά! Και όσο για το ότι ήταν και φαγωμένο και ανατρίχιασες, roriconfan, πού να διαβάσεις για γυναίκες που ταϊζουν τα παιδιά τους στους συζύγους! Σκέτο θρίλερ η ελληνική επαρχία! Edited February 1, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted February 1, 2009 Share Posted February 1, 2009 πού να διαβάσεις για γυναίκες που ταϊζουν τα παιδιά τους στους συζύγους! Σκέτο θρίλερ η ελληνική επαρχία! Παραμύθια για μικρά παιδιά μετά σου λέει ο άλλος... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted February 1, 2009 Share Posted February 1, 2009 @roriconfan: σχετικά με την καρδιά των βαμπίρ, τουλάχιστον πριν από τον Μπραμ Στόκερ, δε νομίζω ότι ήταν το συγκεκριμένο σημέιο που κάρφωναν. Γενικά έπρεπε ο νεκρός να καρφωθεί στο φέρετρό του, για να μη βρικολακιάσει. Το πιο συνηθισμένο μέρος για τα καρφιά ήταν στα χέρια και τα πόδια και κάποιες φορές τους καρφώναν και στο λαιμό, για να μη μπορούν να κουνήσουν το κεφάλι τους. Η σημασία του παλουκιού στην καρδιά έγινε πιο έντονη στους ρομαντικούς χρόνους. Αντίστοιχα ούτε το ασήμι είχε σχέση με την αντιμετώπιση των βαμπίρ ή των λυκανθρώπων. Κι αυτό της ίδιας εποχής επινοήση είναι, περίπου γύρω στο 1700 με 1800. Και κάρφωμα στο μάτι έχω δει σε ταινία (τη Μάσκα του Διαβόλου/Μαύρο Σάββατο του Μάριο Μπάβα) με βαμπίρ από Μολδαβία. Πολλοί θρύλοι υπάρχουν γενικά. Το παραμύθι τώρα: πολύ πετυχημένο ως απόδοση (είχα διαβάσει και το πρώτο παραμύθι της Ερυθράς Σανδαράχης με τη νυχτερίδα κάποτε) και φαντάζομαι λειτουργικό μέσα στο όλο έργο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted February 1, 2009 Share Posted February 1, 2009 Πολύ χαρακτηριστικό του είδους του. Και επίσης, να πω στον roriconfan ότι όλα τα ελληνικά παραμύθια που έχω διαβάσει λένε τη λέξη βυζί πολύ συχνά! Και όσο για το ότι ήταν και φαγωμένο και ανατρίχιασες, roriconfan, πού να διαβάσεις για γυναίκες που ταϊζουν τα παιδιά τους στους συζύγους! Σκέτο θρίλερ η ελληνική επαρχία! A γειά σου, κι εγώ έχω ακούσει τα αίσχη απο κάτι παραμύθια της γιαγιάς μου, μιλάμε δεν με ξένισε καθόλου Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted February 1, 2009 Share Posted February 1, 2009 Κι εμένα μου έλεγε ένας θείος μου τέτοιες μακάβριες ιστορίες, και είμαι σίγουρος ότι το έκανε για να φοβάμαι να βγω έξω μόνος τα βράδια ή να ακούω ότι κι αν μου λέει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted February 2, 2009 Share Posted February 2, 2009 Όμορφο και σκοτεινό παραμυθάκι. Η αφήγηση κυλά μαγευτικά καθώς ξεδιπλώνει την ιστορία και φυλακίζει τον αναγνώστη στις γραμμές. Πολύ μου αρέσει ο τρόπος που κινείσαι μέσα στις ιστορίες σου και κάθε φορά κυριολεκτικά το απολαμβάνω. Γίνομαι το μικρό παιδί δίπλα στο τζάκι. Παραμύθια λοιπόν και ξερό ψωμί (άνευ σκόρδου). Τελικά δε θα μεγαλώσω ποτέ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted February 2, 2009 Share Posted February 2, 2009 Μου άρεσε! Ένα σημείο μόνο με τους χρόνους με ξένισε. Αυτό: "κι όπως πεινούσε, τής δάγκωσε το βυζί της το αριστερό και της το έφαγε και της έφαγε και την καρδιά της." καθώς μου φάνηκε πως αυτό έγινε αφού ξύπνησε. Θα το προτιμούσα "κι όπως πεινούσε της είχε δαγκώσει..." Επίσης δε ξέρω αν εξυπηρετεί στη νουβέλα ή αν μπαίνει στον δρόμο της, αλλά αν ήταν ανεξάρτητο θα προτιμούσα οι γονείς της (αυτοί που τη μεγάλωσαν) να αναφέρονται ως σκληροί, εχθρικοί απέναντι της κ.λ.π. στην πρώτη παράγραφο, ώστε στο τέλος να τους αναλογεί η τιμωρία. Τέλος για το βυζί δε με πείραξε αλλά ίσως και να ακουγόταν καλύτερο αν έγραφες στήθος ή ακόμα και στήθια (να έκανε μια χαψιά δηλαδή ο λύκος και τα δυο, τι τσιγγουνιές θα κάνουμε;) Αυτά, αναμένουμε τη νουβέλα μις! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mariposa Posted February 2, 2009 Share Posted February 2, 2009 Μου αρέσουν τα παραμύθια και μου άρεσε και το δικό σου Ευθυμία. Πολύ όμορφη γραφή. Το μόνο που θα πω είναι , συμφωνώντας με τον Solonor, ότι θέλω να καταλάβω πως η οικογένεια που την μεγάλωσε ήταν κακιά. Άσχετο... που δεν μου αρέσει το σκόρδο σημαίνει κάτι;;;;;; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted February 2, 2009 Share Posted February 2, 2009 θέλω να καταλάβω πως η οικογένεια που την μεγάλωσε ήταν κακιά.Άσχετο... που δεν μου αρέσει το σκόρδο σημαίνει κάτι;;;;;; Ήταν ψυχοκόρη. Κακοί θετοί γονείς από default. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted March 23, 2012 Share Posted March 23, 2012 Πολύ ωραίο και πετυχημένο το στυλ παραδοσιακού παραμυθιού. Εγώ περίμενα να γίνει κάτι βαμπιρικό με τα σκόρδα, αλλά και ο λυκάνθρωπος μας κάνει. Δε νομίζω ότι πειράζει που βάζεις την εξήγηση (γιατί δεν πέθανε όταν την μισοέφαγε το λυκάκι) στη μέση και την ξεμπερδεύεις στα γρήγορα - έτσι θα τα διηγόταν μια γιαγιά που δεν έχει υπόψη της από αφηγηματικές τεχνικές, infodump, "show, don't tell" και άλλα πράματα του σατανά. Θέλω να πω, άσ' το έτσι, είναι πιο πειστικό. Μου άρεσε που με έβαλε στην ατμόσφαιρα του παλιού παραμυθιού αλλά και της ελληνικής μυθολογίας, με τους ήρωες που ξεκινάνε και πάνε να βρουν κάτι υπερφυσικό και συναντάνε στο δρόμο τους διάφορα άλλα υπερφυσικά φυτά/ζώα/κλπ, που τα χρησιμοποιούν σαν όπλα ή φάρμακα κλπ. Γενικώς μπράβο και μια ψήφο κι από μένα στην απονομή του τίτλου της παραμυθούς! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted March 24, 2012 Author Share Posted March 24, 2012 Ωπς. Όλο ψαχουλεύεις εσύ. Κοίτα τι ξέθαψες τώρα... Ευχαριστώ πολύ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted March 24, 2012 Share Posted March 24, 2012 Τέλειοοο, παραμυθού μου!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.