Cassandra Gotha Posted February 3, 2009 Share Posted February 3, 2009 Είδος: ηρωϊκή φαντασία... ? Βία; όχι Σεξ; όχι Αριθμός Λέξεων: 2.404 Αυτοτελής; Ναι Την κοίταξε ακόμα μια φορά, καθώς εκείνη απομακρυνόταν καλπάζοντας γοργά, κόντρα στον άνεμο, κόντρα στο χρόνο, κόντρα στη λογική και στην ασφάλεια, κόντρα στη θέλησή του. Έφευγε, είχε φύγει κιόλας, κι αυτός δεν ήξερε-όχι, ήξερε: δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ πια. Δεν θα βυθιζόταν στη μαύρη έντονη ματιά της ποτέ πια. Η φωνή της να μιλάει για τα όνειρα και την αλήθεια, ποτέ πια. Να την κοιτάει ενώ κοιμάται με τα μαλλιά της ριγμένα στο πλάι, ποτέ πια. Και ούτε να γεύεται τα χείλη, τα ζεστά δυνατά της χείλη, ούτε το κορμί που έτρεμε στα χέρια του. Ποτέ πια. Έσφιξε στη χούφτα του το κόκκινο πετράδι που του έδωσε εκείνη το προηγούμενο βράδυ. Ήταν ζεστό και παλλόταν απαλά. Ήταν ζωντανό, όσο ζωντανές είναι οι αναμνήσεις, ένα κομμάτι από το παρελθόν, ένα κομμάτι ιστορίας, της δικής της ιστορίας, μα και του λαού της, που όδευε στον αφανισμό ή στην ανάσταση. Κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Θα το φυλάξω όσο ζω, θα το κρατήσω ασφαλές με ό,τι κι αν χρειαστεί να θυσιάσω, τη χαρά μου, την ηρεμία μου, την ίδια μου τη ζωή. Όταν μου το έδινες ήξερα, ήξερα πως όλα πια είναι θέμα χρόνου. Πως πρέπει να μείνει το πετράδι ζωντανό ώσπου να φτάσεις στον προορισμό σου, να συναντήσεις τη μοίρα σου, μέχρι να γίνουν όλα όπως πρέπει να γίνουν. Ό,τι σε όλη σου τη ζωή πρόσμενες, τώρα ήρθε η ώρα να το κάνεις. Και θα το κάνουμε μαζί, αγαπημένη. Ανέβηκε στο άλογό του και ξεκίνησε αργά, μουδιασμένα, για το δάσος των δρυϊδων. Είχε το πετράδι στο μέρος της καρδιάς. Ήταν ζεστό και παλλόταν. Πέρασε το βουνό, κατηφόρισε προς το δάσος, νιώθοντας το πετράδι εκεί, απάνω στην καρδιά του. Τον ζέσταινε και τον πόναγε μαζί. Το ήθελε, γιατί ήταν κομμάτι εκείνης, αλλά και το μισούσε, γιατί ήταν το κομμάτι της που τους αρνήθηκε μια κανονική ζωή. Του στέρησε μια ζωή μαζί της, την πήρε μακριά του. Ήταν το μόνο που είχε πια από αυτήν. Το αγαπούσε. Όταν έφτασε στο δάσος των δρυϊδων αφίππευσε και περπάτησε αργά προς το μεγάλο δέντρο. Τον είδαν να πλησιάζει μόνος του και κατάλαβαν. Είδαν τα μάτια του και κατάλαβαν. Κανείς δεν του μίλησε. Δεν υπήρχαν λέξεις τόσο μεγάλες να του πουν. Μόνο τον κοίταζαν καθώς τους προσπερνούσε και πήγαινε προς τον γηραιό δρυϊδη. Ξέρετε όλοι σας, γι’ αυτό δε μιλάτε. Θα έπρεπε να σας μισώ, αλλά δεν μπορώ. Να σας μισώ, αφού ήσαστε εσείς που της σπείρατε την ιδέα να γυρίσει στους δικούς της, μια ιδέα που πάλευε να τη διώξει από παιδί, που τη βασάνιζε μέρα νύχτα, μαζί μ’ αυτό το κομμάτι του παρελθόντος, αυτή την κληρονομιά του πόνου και της αμφιβολίας, που ποτέ δεν την άφησε να ζήσει όπως ήθελε. Ήσαστε εσείς που την πείσατε για τη μοίρα και τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Εγώ δεν πιστεύω στη μοίρα. Αλλά τι μπορώ να κάνω εγώ, μόνος μου, ενάντια σε σοφούς σαν και του λόγου σας; Ενάντια σε όνειρα και πάθη που την έτρωγαν μια ζωή; Πάθη που σας έδωσαν την ευκαιρία να δείξετε σοφία και δύναμη, να αποδείξετε για μια φορά ότι το είδος σας έχει ισχυρή θέση στον κόσμο των θνητών; Και τελικά δεν σας μισώ, γι’ αυτό ακριβώς: όποια κι αν ήταν τα κίνητρά σας, την ωθήσατε να διαλέξει ποια θέλει να είναι. Ποια θέλει να γίνει. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Τη βοηθήσαμε. Το ξέρεις κι εσύ πως αργά ή γρήγορα θα γινόταν. Θα άλλαζε. Μόνο που όταν θα γινόταν, θα ήταν πια πολύ αργά. Αργά γι’ αυτήν αλλά και όλους τους δικούς της. Εμείς απλά την ωθήσαμε να καταλάβει την πραγματική της θέληση νωρίς, όσο ακόμα προλαβαίνουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Καλύτερα έτσι. Καλύτερα που τέλειωσε τώρα, γιε μου, παρά να έφευγε μετά από χρόνια και να σ’ άφηνε μ’ ένα παιδί ίσως, ένα μεικτό αίμα σαν το δικό της, για να βρει πως είναι πια αργά. Τότε θα υποφέρατε κι οι δυο σας πολύ περισσότερο». Τα ξέρω όλα όσα μου λες. Αλλά μην το κάνεις αυτό. Μην μπαίνεις στο μυαλό μου, δεν σου έδωσα την άδεια. Και μη με λες γιο σου. «Πώς θες να σε λέω, γιε μου;;» Θα φύγω. Δεν μπορώ να μείνω πια εδώ. Θα φύγω, αύριο κιόλας. Ήρθα μόνο να σου πω ότι τα καταφέρατε: τη διώξατε. Μπορείτε τώρα να βρείτε άλλα πλάσματα που κατατρέχονται από μια δυνατή μοίρα και να τα εκμεταλλευτείτε για να πάρετε αξία στα μάτια των απλών ανθρώπων. «Πού θα πας; Δεν μπορείς, δεν πρέπει να πας από πίσω της! Το ξέρεις!» Ησύχασε, δεν θα την εμποδίσω. Το δέχτηκα ότι θέλει να πάει, δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Δεν του είπε τίποτα για το πετράδι. Εσκεμμένα, δεν το σκέφτηκε όσο ήταν εκεί. Έπεσε να κοιμηθεί και τα όνειρα δεν ήταν ήρεμα. Είδε μεγάλη φωτιά, κι από μέσα της να ξεχύνονται πλάσματα καμένα, φρικιαστικά, χωρίς δέρμα, τα μάτια τους χωρίς βλέφαρα, που τρέχαν αλαφιασμένα, μην ξέροντας πού να στραφούν. Είδε μαύρο αίμα να ρέει σαν ποτάμι, να περνάει κάτω απ’ τα πόδια του και να φτάνει στη φωτιά και να την τρέφει, αυτή να θεριεύει και να βγάζει πιο πολλά από τα πλάσματα χωρίς βλέφαρα. Αλλά όσο κι αν έτρεχαν δεν είχαν πουθενά να πάνε, ήταν χαμένα μέσα στον πόνο τους. Στεκόταν εκεί και παρακολουθούσε τη φωτιά να μεγαλώνει, να υψώνεται στον ουρανό. Τότε το θυμήθηκε: ήταν εκεί, στην καρδιά του, τον ζέσταινε και τον πονούσε. Το έβγαλε και το κοίταξε. Και είδε εκείνη, την είδε σκαρφαλωμένη στην κορυφή του βουνού μαζί με άλλους σαν κι αυτήν, άντρες και γυναίκες ψηλούς, με μακριά κόκκινα μαλλιά σαν φλόγες, με λεπτά και δυνατά χέρια και πόδια, με πρόσωπα που λες και είχαν γεράσει από νωρίς, ήταν νέοι και αιωνόβιοι ταυτόχρονα, σοβαροί και θλιμμένοι, με μαύρα έντονα μάτια. Σκαρφαλωμένοι όλοι τους στην κορυφή του βουνού, με άγρια αποφασιστικότητα και προσμονή στα πρόσωπα, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να κοιτάζονται, και ένας ένας πηδούσαν στο κενό. Ψυχρά, ανέκφραστα και άφοβα, πηδούσαν στο κενό. Το πετράδι παλλόταν πιο δυνατά από πριν, μεγάλωνε στη χούφτα του, βάραινε και έσκουζε σαν ζωντανό. Ήταν ζωντανό. Ήταν ζωντανό και χαιρόταν με το θέαμα: τις ψηλόλιγνες μορφές με τα φλόγινα μαλλιά να πηδάνε στο κενό. Η φωτιά σιγά σιγά χαμήλωνε, τα φρικτά πλάσματα χώθηκαν στη γη τρομαγμένα, τσιρίζοντας. Η φωτιά ξεθώριασε, ώσπου έσβησε ολότελα, το πετράδι ξέφυγε πια απ’ τα χέρια του, πήδησε στη γη λες ζωντανό (ήταν ζωντανό) και ψήλωσε, πήρε μεγάλη και επιβλητική μορφή που τον κοίταζε περιπαιχτικά. Τότε σήκωσε τα μάτια και μόλις που πρόλαβε να δει μια μαύρη τεράστια σκιά να περνάει από πάνω του γρήγορα και να χάνεται αμέσως. Ξύπνησε μ’ ένα παγερό συναίσθημα στην καρδιά. Ήταν ακόμα σκοτάδι. Όλοι κοιμούνταν. Έψαξε στο μέρος της καρδιάς και βρήκε το πετράδι. Με έκπληξη το έπιασε στο χέρι και είδε πως ήταν παγωμένο. Παγωμένο και –του φάνηκε- μικρότερο. Προσπάθησε να το ζεστάνει με την ανάσα του, αλλά μάταια. Το χάιδεψε, το έσφιξε στο στήθος του, αλλά το ένιωθε μισοπεθαμένο. Ύστερα, χωρίς να είναι σίγουρος γιατί, έβγαλε το μαχαιράκι του και έκοψε λίγο το δάχτυλό του. Το πίεσε να βγάλει αίμα και το έσταξε πάνω στο πετράδι. Αυτό αναστέναξε ανακουφισμένο, πήρε ανάσα και κούρνιασε ευχαριστημένο μέσα στη χούφτα του. Φούσκωσε πάλι, ζεστάθηκε και ζωντάνεψε. Ήταν ζωντανό και παλλόταν. Ήθελε αίμα, το αίμα του, και θα του το έδινε. Θα το τάιζε κάθε μέρα το ίδιο του το αίμα, θα το βύζαινε σα μάνα, και αυτό θα ζούσε όσο χρειαζόταν. Γιατί δεν του το ‘χε πει όμως; Γιατί όταν του το ‘δινε δεν του είπε ότι ο πολύτιμος πρόγονός της θα απαιτούσε θυσία αίματος για να ζήσει; Νόμιζε πως θα φοβόταν και θα το μισούσε και θα το άφηνε; Μα ήδη το μισούσε. Το αγαπούσε. Ήταν κομμάτι δικό της, κομμάτι της ιστορίας της, η καρδιά του προπάππου της, τότε που οι πρόγονοί της ήταν ακόμα δράκοι, πριν γίνουν μεικτοί άνθρωποι, πριν πέσουν στη θνητή ζωή και στην αδύναμη φύση του ανθρώπινου είδους. Ήταν η κληρονομιά της, που έπρεπε να μείνει ζωντανή, αν ήθελε να βρει κάποτε τη φύση της. Άραγε, κι αυτή το τάιζε τόσα χρόνια με το αίμα της; Μάλλον έτσι θα ήταν, σκέφτηκε. Κι επειδή η αγαπημένη του είχε το αίμα του δράκου μέσα της, καμιά πληγή δεν κρατούσε πολύ, γι’ αυτό δεν είχε ο ίδιος δει σημάδι της θυσίας στα δάχτυλά της. Τόσα χρόνια αυτό το μικρό κομμάτι της οικογένειάς της, αυτή η βαριά κληρονομιά, τρεφόταν από το αίμα της, από τα όνειρά της, από την ανάγκη της να αποκτήσει οικογένεια πάλι, να ανήκει κάπου. Σηκώθηκε βαριά, ήταν κουρασμένος, λυπημένος και μόνος. Όχι απόλυτα μόνος, αυτή ήταν εκεί, στο μέρος της καρδιάς, τώρα ήξερε. Τώρα ένιωθε το πετράδι να τον ζεσταίνει και να το ζεσταίνει κι αυτός. Τώρα μεγάλωνε μέσα του μια παράξενη σχέση μ’ αυτό, να το προσέχει σα να ‘ταν το παιδί τους. Τώρα ξέρω τι θέλεις, τι ήθελες πάντα. Ξέρω πως θα είμαι ο άντρας και ο πατέρας σου, ο σύντροφος και προστάτης σου, μόνος αλλά και δέσμιος της μορφής, της ιδέας σου. Θα σε κρατήσω δεμένη με το παρελθόν, με το αίμα σου, μέχρι να μη με χρειάζεσαι πια. Μέχρι ν’ ανέβεις εκείνο το βουνό. Μέχρι να δω τη μαύρη σκιά σου να πετάει από πάνω μου. Έφυγε από το δάσος του πατέρα του. Ήταν σκοτάδι ακόμα. Οδήγησε το άλογο αργά προς το ποτάμι. Όταν έφτασαν πια, ξημέρωνε. Το πετράδι ρίγησε στην καρδιά του. Το έβγαλε και το κοίταξε με στοργή. Τι θέλεις, μικρό μου; Εκείνο έβγαλε έναν ήχο σαν αναστεναγμό και τότε ακούστηκε ο πρώτος ψίθυρος: «Πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω….» Αναρίγησε. Ακούμπησε το πετράδι στ’ αυτί του. «Πλησιάζω, δεν πρέπει να φοβηθώ, δεν πρέπει να λυγίσω, δεν πρέπει να γυρίσω πίσω, τώρα έχουν μπει όλα σε μια πορεία. Πλησιάζω και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Θα φτάσω στο τέλος. Το θέλω, πάντα το ήθελα. Μου λείπει. Δεν πρέπει να μου λείπει. Δεν είμαι η ίδια πια, δεν είμαι άνθρωπος. Ποτέ δεν ήμουν, κι ας προσπάθησα. Είμαι δράκος, και δράκος θα γίνω. Και δράκος θα γίνω. Πλησιάζω. Είμαι έτοιμη». Ξανάβαλε το πετράδι απάνω στην καρδιά και έσκυψε με δύναμη, σφίγγοντας τα χέρια του γύρω απ’ το σώμα. Πονούσε. Δεν έπρεπε να κλάψει. Δεν έπρεπε να πονάει. Αν εκείνη μπορούσε να είναι δυνατή, μπορούσε κι αυτός. Ο ίδιος ποτέ δεν το θέλησε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Ήταν ελεύθερη να ζήσει τη ζωή της όπως ήθελε, ήταν ελεύθερη να ακολουθήσει το λαό της, και δεν είχε παρά να το δεχτεί. Συνέχισε το δρόμο του αργά, κρατώντας τα γκέμια χαλαρά, το μυαλό του ταξίδευε. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήξερε ακριβώς πού πήγαινε. Ήταν εκπαιδευμένος να ζει στο δάσος, οπότε δεν τον ένοιαζε κι ας έκανε μήνες να δει κατοικημένη περιοχή. Τώρα το μόνο που ένιωθε ήταν μια επιθυμία να φύγει μακριά από τους δρυϊδες, απ’ τον πατέρα του. Μακριά από εκείνο το δάσος. Πήρε λοιπόν το ποτάμι παράλληλα, γνωρίζοντας περίπου τη διαδρομή του. Δεν τον ένοιαζε. Τα δέντρα κόκκινα, ήταν φθινόπωρο, έριχναν τα φύλλα και το δάσος έπαιρνε τη γνωστή ονειρεμένη μορφή, που τόσο πολύ του άρεσε. Αυτή η γλυκιά μελαγχολία ταίριαζε στη μοναχική του φύση. Έτσι, περάσανε μέρες και μέρες κι αυτός προχωρούσε. Το ποτάμι τον είχε οδηγήσει μακριά. Κάθε μέρα κοβόταν και πότιζε το αίμα του στο «παιδί», όπως το σκεφτόταν πια. Κι εκείνο έπινε και τρεφόταν και ζούσε. Κι έτσι, τους βρήκε ένα ακόμα βράδυ πάνω στο άλογο. Κατέβηκε, το χάιδεψε δυνατά και το έδεσε σ’ ένα δέντρο. Άναψε φωτιά και ξάπλωσε. Έβγαλε εκείνο από το στήθος. Ήταν λίγο κρύο πάλι. Έκοψε ξανά το δάχτυλό του και του έδωσε να πιει. Καθώς το αίμα έσταζε πάνω στο πετράδι, άκουσε την ίδια του την καρδιά να χτυπάει, να χτυπάει δυνατά και άτακτα. Σκοτάδι, σκοτάδι γύρω. Και μια φωνή, η φωνή της, ερχόταν από μακριά. Πλησίαζε. Την άκουγε που πλησίαζε. «Κοντεύω να φτάσω στην κορυφή. Είμαι με τους άλλους μισοαίματους. Περιμένουμε την ανατολή, μέχρι τότε θα έχουμε φτάσει. Περιμένουμε τη μητέρα. Η μητέρα θα μας σώσει. Η μητέρα θα σώσει εμένα και το λαό μου. Θα τη συναντήσω εκεί, πάνω στην πέτρα, δίπλα στον γκρεμό και αυτή θα μου δώσει τα φτερά μου. Αυτή θα με ξαναγεννήσει. Και τότε θα τα ξεχάσω όλα. Θα ξεχάσω κι αυτόν. Θα είμαι ένα άλλο πλάσμα, δυνατό, μυθικό, όλοι θα με φοβούνται και θα με σέβονται. Και θα τον ξεχάσω. Αυτό είναι καλό, γιατί η ανάμνησή του μου φέρνει πολύ πόνο. Η απουσία του μου φέρνει πολύ πόνο. Νιώθω το πετράδι να πάλλεται. Είναι ζωντανό. Μ’ αγαπάει. Το κράτησε ζωντανό. Νοιάζεται για ‘μένα. Δέθηκε μαζί του, το ταΐζει απ’ το αίμα του. Κοντεύω, όλα θα τελειώσουν, όλα θα αρχίσουν ξανά». Μετά την είδε. Την είδε σκαρφαλωμένη στο βράχο, να ανεβαίνει παρέα με τους συντρόφους της, μέσα στη νύχτα, να σκαρφαλώνουν όλοι ακούραστα, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να σταματάνε. Είδε τα πρόσωπά τους. Σοβαρά, γεμάτα αποφασιστικότητα, να αγωνιούν. Αγωνιούσαν αν η Μάνα θα τους δεχόταν πίσω, ή αν θα δείλιαζαν οι ίδιοι την τελευταία στιγμή; Δεν μπορούσε να ξέρει. Δεν μπορούσε να ξέρει αν ήταν ξύπνιος ή κοιμόταν. Το μόνο που ήθελε ήταν να της φωνάξει, να της πει «γύρνα πίσω!» αλλά δεν το έκανε. Ήθελε να τρέξει προς το μέρος της, αλλά δεν το έκανε. Τότε ένας σύντροφός της γύρισε και τον κοίταξε. Του κούνησε το κεφάλι αρνητικά, αποδοκιμαστικά, σα να κατάλαβε τις σκέψεις του. Άνοιξε το στόμα του και του είπε κάτι, αλλά αυτός δεν τον άκουγε. Προσπάθησε να διαβάσει τα χείλη του. Μπόρεσε να βγάλει μόνο μια λέξη «Φύγε». Έφυγε. Δεν είχε θέση εκεί. Το ξημέρωμα τον βρήκε πλάι στη σβησμένη πια φωτιά, με το πετράδι στο χέρι του. Το πετράδι, που με φρίκη διαπίστωσε ότι είχε γίνει μια μικρή μαύρη μπαλίτσα, κρύα και νεκρή. Πετάχτηκε όρθιος, δεν ήξερε τι να κάνει. Το φίλησε, έκλαψε από πάνω του, μα εκείνο δεν του μίλαγε πια. «Γιατί, γιατί; Τι έκανα; Σε άφησα να πεθάνεις;» Τότε εκείνο κουνήθηκε για μια ακόμη φορά, μια τελευταία. Το ακούμπησε στο αυτί του. «Σσσς… Μην κλαις, πατέρα, έγινε… Έγινε, εδώ τελειώσαμε εμείς οι δυο, το έργο μας ολοκληρώθηκε. Κοίταξε στον ουρανό και θα τους δεις. Θα τους δεις να περνούν. Μια νέα εποχή ξημερώνει. Η Μάνα τους δέχτηκε. Η Μάνα τους γέννησε με την πνοή της». Έσκαψε μια τρύπα στο χώμα δίπλα στο ποτάμι και εναπόθεσε το παιδί του εκεί. Το κοίταξε για λίγο, του είπε «αντίο» και το σκέπασε με χώμα και πέτρες. Από πάνω έμπηξε το μαχαιράκι. Ανέβηκε στο άλογο και συνέχισε το δρόμο του. Κοιτούσε συχνά τον ουρανό. Έψαχνε να τη δει. Κάποτε θα την έβλεπε. Και θα της φώναζε «Είμαι εδώ, είμαι ακόμα εδώ! Πετύχαμε, αγαπημένη!» «Πετύχαμε…» Μοίρα.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted February 4, 2009 Share Posted February 4, 2009 Γενικά μου άρεσε πολύ σαν ιδέα η ιστορία σου. Είχε ενδιαφέρον και ήταν ευχάριστο στο διάβασμα, κατάφερε να με κρατήσει ως το τέλος. Στην αρχή όμως θα ήθελα μια σκηνή αποχαιρετισμού πιο έντονη. Τη βλέπει να φεύγει και περιγράφεις μεν κάποια πράγματα που ποτέ δεν θα ξαναέκανε αλλά δεν γράφεις καθόλου τα συναισθήματά του εκείνη τη στιγμή. Επίσης κάτι που δεν κατάλαβα, το πετράδι γιατι του το έδωσε; Γιατί δεν μπορούσε να το πάρει μαζί της και να το φροντίζει όπως έκανε μέχρι τότε; Δεν ήταν λίγο επικίνδυνο να αφήσει κάτι τόσο σημαντικό σ' έναν θνητό; Του το έκανε σαν δώρο μήπως για να έχει κάτι δικό της μαζί του; . Νομίζω πως αναφέρεις πολύ συχνά ότι είναι ζωντανό.Ειδικά εδώ: πήδησε στη γη λες ζωντανό (ήταν ζωντανό) και ψήλωσε, ε η παρένθεση με χάλασε λίγο. Τέλος, δε μ'αρέσει που αυτός περιφέρεται από δω κι απο κει χωρίς νόημα, χωρίς κάποιο στόχο. Καταλαβαίνω ότι το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι αυτή και το πετράδι αλλα... Μήπως να σκεφτείς κάτι να γεμίσει αυτό το κομμάτι;Π.χ κανέναν διάλογο με κάποιον απ' αυτούς τους δρυΐδες που τον ακολουθούσε ή μήπως αυτός να υπέκυπτε τελικά στην ανθρώπινη αδυναμία του και στον έρωτα του και να την κυνηγούσε για να τη σταματήσει αλλά φυσικά χωρίς αποτέλεσμα; . Θα γινόταν και πιο δραματικό στο τέλος. Βαζεις τον αναγνώστη να αναρωτιέται, θα προλάβει ή όχι, τι θα γίνει στο τέλος; . Αυτό με τους δράκους μου άρεσε πολύ. Προσπαθούσα να φανταστώ πως ήταν αυτή η φυλή αλλά μου άρεσε!!! Και το τέλος ήταν πολύ καλό. Αυτά λοιπόν... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted February 4, 2009 Author Share Posted February 4, 2009 (edited) Ευχαριστώ πάρα πολύ. Για τις επαναλήψεις, λυπάμαι αν φαίνονται κουραστικές, τις ήθελα όμως. Σα να μην το πίστευε κι ο ίδιος (αλλά μπορεί και να το παράκανα...) Για το λόγο που του έδωσε το πετράδι, έχεις απόλυτο δίκιο! Το άφησα τελείως μετέωρο! Επίσης, για το ότι περιπλανιέται στο δάσος: δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. Περίμενε να τελειώσουν όλα, δεν είχε πού να πάει. Ένιωθε χαμένος. Δεν ήθελα να μπλέξω κι άλλες ιστορίες μέσα, να πάει κάπου, να βρει άλλους και να μιλήσει, τον ήθελα μόνο του με το πετράδι. Ο στόχος μου ήταν να τονίσω την ψυχολογική του κατάσταση. Edited February 4, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted February 5, 2009 Share Posted February 5, 2009 (edited) Αχ, δύσκολος ο χωρισμός. Πως τελικά οι εξωτερικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν μια σχέση, ε; Πώς είναι να κρατήσεις σχέση με έναν άνθρωπο όταν είναι γραφτό να κάνει κάτι μακρυά από σένα; Μια μικρή διόρθωση, γράφεις: "Είμαι δράκος, και δράκος θα γίνω. Και δράκος θα γίνω." Δεν νομίζω να είναι επίτηδες αυτή η επανάληψη. Μ' άρεσαν πολύ οι αντίθετες προτάσεις. Μια μετά την άλλη. Θα φύγω. Δεν θα φύγω. Νομίζω αναπαριστά καλά την έννοια ανάμικτα/αντίθετα συναισθήματα. Όπως όταν αγαπάμε κάτι αλλά συγχρόνως το μισούμε. Σε κάποιες παραγράφους είχες ένα ενδιαφέρον ρυθμό στη δομή των προτάσεων. Σαν να ακούς νότες σε στακάτο. Δηλαδή έχεις μια μεγάλη πρόταση κομμένη σε μικρές φράσεις που η κάθε μια θα μπορούσε να είναι μικρή προτασούλα, και αυτές είναι χωρισμένες με κόμματα. Θα μπορούσε να ταιριάξει και με τον καλπασμό του ήρωα. Αυτό το πετράδι μπορεί να συμβολίζει πολλά πράγματα, ειδικά όταν θυσιάζουμε το αίμα μας σε αυτό. Πάλι καλά που δεν ζητούσε περισσότερο αίμα κάθε φορά. Επίσης στην αρχή νιώθω ότι μπήκα πολύ ξαφνικά μέσα στη πλοκή κι άργησα να παρακολουθήσω τον ήρωα, και να τον συμπονέσω. Όλη η αφήγηση είναι γραμμένη από την πλευρά του ήρωα, δηλαδή βλέπουμε περισσότερο πώς τα βλέπει αυτός. Ενώ για να δούμε τι αισθάνονται και οι άλλοι χαρακτήρες έχουμε μόνο αυτά που λένε και να καταλάβουμε από αυτά. Αισθάνθηκα αυτή τη μοναχικότητα, και ίσως την ταύτιση του συγγραφέα με τον ήρωα. Ίσως αυτό όμως κάνει να χάνει λίγο από την ποικιλία που θα μπορούσε να είχε. Edited February 5, 2009 by twocows Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted February 6, 2009 Author Share Posted February 6, 2009 Πολύ συγκεκριμένα σχόλια και χαίρομαι γι' αυτό. Μια μικρή διόρθωση, γράφεις: "Είμαι δράκος, και δράκος θα γίνω. Και δράκος θα γίνω." Φαίνεται παράξενο, ε; Όχι, δεν είναι λάθος. Δεν σου έχει τύχει ποτέ να μιλάς με τον εαυτό σου και όταν προσπαθείς να πειστείς για κάτι, να το επαναλαμβάνεις; Σ' εμένα έχει συμβεί πολλές φορές. Για παράδειγμα: "Δεν θα πάθω τίποτα, θα γίνω καλά. Θα γίνω καλά'. Δηλαδή, το μυαλό σου κρατάει την ουσία της τελευταίας πρότασης, αυτό που απασχολεί περισσότερο, και το επαναλαμβάνει για έμφαση. Για να σε πείσει. Όλη η αφήγηση είναι γραμμένη από την πλευρά του ήρωα, δηλαδή βλέπουμε περισσότερο πώς τα βλέπει αυτός. Ενώ για να δούμε τι αισθάνονται και οι άλλοι χαρακτήρες έχουμε μόνο αυτά που λένε και να καταλάβουμε από αυτά. Αισθάνθηκα αυτή τη μοναχικότητα, και ίσως την ταύτιση του συγγραφέα με τον ήρωα. Ίσως αυτό όμως κάνει να χάνει λίγο από την ποικιλία που θα μπορούσε να είχε. Δεν ήθελα ποικιλία, ήθελα μοναξιά. Ήθελα στεγνά, μοναχικά βήματα σ' έναν ακίνητο κόσμο. Όταν πονάμε πολύ, όλα μας φαίνονται σαν σε αργή κίνηση. Σα να μην έχει πια ο κόσμος γεγονότα και όλα εκτυλίσσονται μέσα στο μυαλό και στο σώμα μας... Κάπως έτσι, τέλος πάντων! Ευχαριστώ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted February 6, 2009 Share Posted February 6, 2009 Μου άρεσε πάρα πολύ η ατμόσφαιρα και τα συναισθήματά του. Αυτοί οι ασύμβατοι έρωτες με τις δυσκολίες τους και τη συχνά μοιραία κατάληξη είναι πάντοτε τόσο γοητευτικοί. Αυτό το πετράδι μπορεί να συμβολίζει πολλά πράγματα, ειδικά όταν θυσιάζουμε το αίμα μας σε αυτό. Πάλι καλά που δεν ζητούσε περισσότερο αίμα κάθε φορά. Κι εγώ φαντάστηκα προς στιγμήν αυτό που είπε ο Twocows. Ότι δηλαδή μπορεί να χρειαζόταν να θυσιάζει περισσότερα και μου φάνηκε πολύ δυσάρεστο να του έδινε κάτι που θα απομυζούσε όλο του το αίμα για να φτάσει εκείνη σε κάποιο κατάληξη. Ήταν ευχάριστη έκπληξη που δεν έγινε έτσι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.