Morimel Posted February 10, 2009 Share Posted February 10, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Morimel Είδος: Fantasy Βία;Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:1494 Αυτοτελής; Είναι η εισαγωγή από κάτι που ξεκίνησα να γραφω...θα ήθελα μια γνώμη γιατί είναι το πρώτο κείμενο που έχω γράψει ποτέ μου και είμαι σίγουρη πως χρειάζεται πολλές βελτιώσεις... Ποτέ δεν θα σβηστεί από το μυαλό μου εκείνη η νύχτα. Θυμάμαι καθαρά την έκφρασή της, το αδυνατισμένο, από τον πόνο και την ταλαιπωρία, πρόσωπό της. Είχε περάσει τον τελευταίο μήνα στο κρεβάτι, καθώς η ασθένεια που την βασάνιζε δεν υποχωρούσε, παρά τις προσπάθειες των γιατρών. Η πριγκίπισσα Λάιλα ήταν μόλις τριάντα πέντε χρονών, μα η χολέρα δεν έκανε διακρίσεις. Δεν υπολόγιζε ούτε κοινωνική θέση, ούτε ηλικία. Η πριγκίπισσα Λάιλα θα έφευγε σύντομα, ακριβώς όπως είχαν φύγει και τόσοι άλλοι κάτοικοι αυτής της πόλης, εξ αιτίας της θανατηφόρας επιδημίας. Και το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε εμείς γύρω της, ήταν να απαλύνουμε τον πόνο της, όσο ήταν αυτό δυνατό. Ολόκληρη η ζωή της Λάιλα Βον Ντάρεθ ήταν ένα κοσμικό γεγονός. Όσο ήταν μικρό κορίτσι, ο πατέρας της φρόντιζε να την έχει πάντα στο πλάι του στις διάφορες συγκεντρώσεις, αφού η σύζυγος του και μητέρα της Λάιλα είχε πεθάνει στη γέννα της μικρής. Η πριγκίπισσα μαγευόταν από τον πλούτο του κοινωνικού της κύκλου. Βέβαια, ο πατέρας της, ως βασιλιάς ήταν και άριστος στρατηγός, και άρχοντας, πράττοντας πάντοτε το καλύτερο για την πόλη και το λαό του. Ποτέ του δεν κούρασε το παιδικό μυαλουδάκι της κόρης του με θέματα του κράτους. Μετά τον πρόωρο θάνατό του, όμως, η εξουσία, μαζί με όλες τις ευθύνες που την ακολουθούν, πέρασαν στα χέρια της Λάιλα. Μην έχοντας γνώσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση μιας πολιτείας, η κοπέλα, αφού ανέθεσε σε μια ομάδα συμβούλων την ενασχόληση με όλα τα πολιτικά, παραδόθηκε ψυχή τε και σώματι στην διασκέδαση που της προσέφερε η διοργάνωση κοινωνικών εκδηλώσεων. Κάθε βδομάδα, η έπαυλη κατακλυζόταν από Βαρόνους και άρχοντες από κάθε γωνιά του κόσμου, για να γευτούν τα εξωτικά εδέσματα, που προσέφεραν οι γεμάτοι μπουφέδες, να συζητήσουν περί τέχνης και να παρακολουθήσουν τους ταχυδακτυλουργούς και μάγους που πάντα συμπεριλάμβανε στα έξοδά της η, βασίλισσα πλέον, Λάιλα. Και ενώ η ζωή των πλουσίων χαρακτηριζόταν από αφθονία σε άρτο και θεάματα, ο λαός μαρτυρούσε κάτω από το βάρος της βαριάς φορολογίας και της εκμετάλλευσης που ασκούσαν, ανεξέλεγκτα, πάνω του οι σύμβουλοι, αφού δεν υπήρχε κανείς να τους σταματήσει. Η απλή αισχροκέρδεια, έδωσε σταδιακά τη θέση της στη βία και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος όπου όλοι δούλευαν για να πληρώνουν τους ανώτερους. Οποιοσδήποτε αψηφούσε διαταγές, γινόταν θύμα της βασιλικής φρουράς, που μόνο τη βασίλισσα δεν φρουρούσε πλέον. Η ασιτία γέμισε τους δρόμους με νεκρούς, με αποτέλεσμα η χολέρα γρήγορα να πάρει τη μορφή επιδημίας. Οι άνθρωποι αποδεκατίζονταν. Η πόλη Ντάργκαστ κατέρρεε. Η Λάιλα, λουσμένη στον ιδρώτα, έβγαλε μια κραυγή πόνου. Τα, άλλοτε όμορφα χαρακτηριστικά της είχαν παραμορφωθεί από την αρρώστια. Άλλοτε μακριά μαύρα μαλλιά πλαισίωναν το λεπτό, όμορφο πρόσωπό της. Τώρα, δυσκολευόταν ακόμα και να μιλήσει, να αρθρώσει μια λέξη. Στο δωμάτιο, γύρω από το κρεβάτι της, βρίσκονταν οι γιατροί, ο νεαρός μνηστήρας της Ρόλαντ, γόνος της ευκατάστατης οικογένειας Άμπευ(Abbey), και εγώ, η παραμάνα της. Δεν υπήρχε κανείς άλλος. Όχι μόνο στην έπαυλη, μα ούτε και στη ζωή της τον τελευταίο μήνα. Οι δεξιώσεις είχαν σταματήσει και μαζί τους και το ενδιαφέρον του κόσμου για τη Λάιλα. Συγγενείς δεν υπήρχαν. Είχε γίνει φανερό, πόσο μόνη πραγματικά ήταν. Ακόμα και ο Ρόλαντ θα την είχε εγκαταλείψει, εάν δεν κυνηγούσε το θρόνο. Οι γιατροί μας διαβεβαίωσαν πως το μαρτύριο της κοπέλας δεν θα διαρκούσε πολύ ακόμα. Να, που για μια φορά ο πλούτος δεν έχει καμία σημασία. Ο θάνατος δεν εξαγοράζεται. Οι τελευταίες λωρίδες φωτός, που έμπαιναν από τα κλειστά παραθυρόφυλλα, εξαφανίστηκαν, καθώς το απόγευμα έδινε τη θέση του στη νύχτα. Πλησίασα την μπαλκονόπορτα και την άνοιξα για να μπει καθαρός αέρας στο δωμάτιο. Η πανσέληνος έλουσε το άλλοτε ζωντανό χώρο, αναδεικνύοντας τα λίγα έπιπλα που τον γέμιζαν, μα και το μεγάλο πορτρέτο της Λάιλα στον απέναντι τοίχο, ανάμεσα από τα δύο παράθυρα. Ο καθαρός αέρας δεν φάνηκε να έχει κάποιο αποτέλεσμα στη Λάιλα. Αφού ο νεότερος από τους γιατρούς είχε αναλάβει να την πλύνει, βγήκα στο μπαλκόνι. Το γεμάτο φεγγάρι είχε μια αλλόκοσμη, κοκκινωπή απόχρωση, σαν να μάτωνε. Από εκεί μπορούσα να δω την άλλοτε φροντισμένη αυλή και πιο πέρα το δάσος Άναροθ που ξεκινούσε μερικές εκατοντάδες μέτρα από την αυλή της έπαυλης και εκτεινόταν πολλά χιλιόμετρα προς το νότο. Πολλά λέγονταν για το δάσος αυτό. Υπήρχαν φήμες για μυστήριες δυνάμεις που τρέφονταν από κάθε τι ζωντανό. Ίσως να ήταν πράγματι μόνο φήμες, όμως, κάθε που χανόταν κάποιος από την πόλη, όλοι προσπαθούσαν να αγνοήσουν της κραυγές που ακούγονταν από το δάσος, όσο ανθρώπινες κι αν ήταν. Ο μόνος ήχος που έσπαγε τη σιωπή της νύχτας, ήταν το αλύχτισμα των λύκων του δάσους, που λάτρευαν τον μυστήριο και λαμπερό θεό τους. Μια ξαφνική ριπή ανέμου με έκανε να ανατριχιάσω. Τυλίχτηκα με το σάλι μου και στράφηκα προς το δωμάτιο. Οι γιατροί είχαν σταματήσει να την περιποιούνται. Η ώρα του τέλους πλησίαζε. Κόμποι ιδρώτα κυλούσαν από το μέτωπό της. Ήταν φανερό πως υπέφερε. Υπήρχε, όμως, και κάτι άλλο στην έκφρασή της. Μια γαλήνη, σαν να μην φοβόταν το θάνατο που πλησίαζε? Στεκόμουν με την πλάτη γυρισμένη στην μπαλκονόπορτα. Ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου να με αρπάζει γερά. Τινάχτηκα απότομα, στην προσπάθειά μου να γυρίσω για να δω τι ήταν αυτό που με κρατούσε, μα ήταν πολύ δυνατότερο από μένα. Πριν προλάβω να αντιδράσω, με υπεράνθρωπη δύναμη με πέταξε στο πλάι και έπεσε με το πρόσωπο στο πάτωμα. Παρά τη ζαλάδα μου, κατάφερα να γυρίσω. Με μεγάλη μου έκπληξη αναγνώρισα τη μορφή ενός άνδρα. Είχε κάπως μακρύ, μελαχρινό μαλλί, δεμένο πίσω με μια κορδέλα ώστε να σχηματίζει ουρά, ενώ το λευκό, δαντελλένιο του πουκάμισο, το μαύρο βελούδινο παντελόνι και το μακρύ, κόκκινο πανωφόρι του με τα χρυσά κουμπιά, έδειχναν πως ήταν ευκατάστατος. Με κοίταξε στα μάτια και το γοητευτικό του πρόσωπο μου προκάλεσε δέος και τρόμο ταυτόχρονα. Με μια απότομη κίνηση, στράφηκε στην πριγκίπισσα Λάιλα. Έκανε να την πλησιάσει μα οι δυο γιατροί μπήκαν μπροστά του να τον σταματήσουν. Εκείνος κοντοστάθηκε, τους κοίταξε και χαμογέλασε, αφήνοντας να φανούν οι μυτεροί κυνόδοντές του. Ξαφνικά, το χαμόγελό του χάθηκε και με απίστευτη ταχύτητα έπιασε και τους δύο από το λαιμό και τους σήκωσε ψηλά. Πέταξε τον πιο ηλικιωμένο από τους δύο με φόρα στον απέναντι τοίχο, πάνω στο πορτρέτο. Ακούστηκε ο ήχος του κρανίου που σπάει και πέφτοντας προς το πάτωμα, το νεκρό πια σώμα του γέρου, άφησε μια γραμμή από αίμα πάνω στο κάδρο. Ο βρικόλακας στράφηκε να κοιτάξει το μαθητευόμενο γιατρό. -«Πώς τολμάς να μπαίνεις ανάμεσα σε μένα και την πριγκίπισσά μου?» Είπε με ένα ψίθυρο που έμοιαζε με σύριγμα φιδιού και χρησιμοποίησε το ελεύθερο χέρι του για να τρυπήσει με μια κίνηση το στήθος του νέου και να τραβήξει έξω την καρδιά του που χτυπούσε ακόμα. Αφού άφησε το νεκρό σώμα να πέσει στο πάτωμα, κοίταξε με λαχτάρα την καρδιά, χαμογέλασε και με τους μακριούς κυνόδοντές γεύτηκε το λάφυρό του, ρουφώντας όλο το αίμα από μέσα του. Όταν τέλειωσε, πέταξε την καρδιά και στράφηκε προς το Ρόλαντ, ο οποίος είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά κλαίγοντας και εκλιπαρώντας για τη ζωή του. Δεν χρειάστηκε παρά ένας βρυχηθμός από τον γεμάτο αίματα άνδρα για να κάνει τον Ρόναλντ να φύγει τρέχοντας. Ο βρικόλακας πλησίασε το κρεβάτι και γονάτισε δίπλα στη Λάιλα. -«Πριγκίπισσά μου, ήρθε η ώρα να γίνουμε ένα, για μια αιωνιότητα.» είπε και καθώς έσκυβε πάνω από τη Λάιλα, για να τη δαγκώσει, είδα έντρομη ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπο της ετοιμοθάνατης κοπέλας. Ήθελα να φωνάξω, μα ο τρόμος με είχε παραλύσει. Όταν τελείωσε, ο βρικόλακας σηκώθηκε, την κοίταξε και είπε: -«Σήκω βασίλισσά μου, έχουμε ένα βασίλειο να κυβερνήσουμε.» Η Λάιλα τον κοίταξε και σήκωσε τον κορμό της έτσι ώστε να βρεθεί καθιστή στο κρεβάτι. Είχε μια αφύσικη ευκινησία. Σηκώθηκε όρθια. Κάθε σημάδι ταλαιπωρίας είχε εξαφανιστεί. Το πρόσωπό της είχε επιστρέψει στην προηγούμενη ζωντάνια του, σαν να μην είχε περάσει την αρρώστια. Το μόνο που πρόδιδε την ταυτότητα του πλάσματος στο οποίο είχε πλέον μετατραπεί η βασίλισσα ήταν η νεκρική χλομάδα που είχε απλωθεί σε όλο της το σώμα. Το βλέμμα της, γεμάτο λαγνεία, παρέμεινε καρφωμένο στα μάτια του πλάσματος που την είχε σώσει από το θάνατο. Εκείνος έσκυψε και τη φίλησε με πάθος. Όταν το φιλί τελείωσε, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε προς το μπαλκόνι. Περνώντας από μπροστά μου ο άνδρας κοντοστάθηκε και της έδειξε εμένα, που βρισκόμουν ακόμα πεσμένη στο πάτωμα. Η Λάιλα με κοίταξε: -«Άφησε την» είπε με φωνή πιο παγερή κι από το θάνατο, «Ας είναι η πρώτη που μαρτυρά την αρχή μιας νέας εποχής, τη γέννηση της Αρχόντισσας Λίλιθ.» Λέγοντας αυτά στράφηκε προς το μπαλκόνι. Οι αισθήσεις μου με εγκατέλειψαν πριν προλάβω να δω που πήγαν. Ίσως να είναι καλύτερα που δεν είδα τίποτε άλλο. Εκείνη η νύχτα με στοιχειώνει ακόμα. Βλέπω κάθε βράδυ το νεκρικό βλέμμα της Λάιλα. Και ήξερα πως θα γυρνούσε μια μέρα. Το ήξερα?Αυτή η πόλη δεν μπορεί να σωθεί πια. Είναι αργά. Η Αρχόντισσα Λίλιθ, όμως, δεν θα σταματήσει μέχρι να υποκλιθεί όλος ο κόσμος μπροστά της. Γράφω αυτή την ιστορία με την ελπίδα να τη διαβάσει κάποιος που θα μπορέσει να τη σταματήσει. Αλλιώς όλα θα χαθούν. Ντολόρες Ένα έτος μετά τη γέννηση της Λίλιθ, 1013 Το πρώτο κεφάλαιο είναι πιο κάτω, σ' αυτό εδώ το ποστ. Edited February 15, 2009 by tetartos Πρόλογος και πρώτο κεφάλαιο ενώθηκαν Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted February 10, 2009 Share Posted February 10, 2009 Γεια σου και καλωσήρθες στο sff! Μου άρεσε η εισαγωγή σου και σίγουρα ωθεί τον αναγνώστη να προχωρήσει και παρακάτω. Ενδιαφέρουσα ιστορία... Χρησιμοποίησες πρώτο πρόσωπο αλλά δεν φάνηκε και πολύ. Ήταν σα να περιγράφεις σε τρίτο πρόσωπο και που και που να γίνεται πρώτο. Προσωπικά προτιμώ τρίτο πρόσωπο γιατί πιστεύω σου δίνει περισσότερο χώρο να περιγράψεις αλλά αφού επέλεξες το πρώτο, θα ήταν καλό να το εκμεταλλευτείς όσο μπορείς για να κάνεις το κείμενο πιο άμεσο. Πολλές φορές το πέτυχες, σε άλλες πάλι ξεχνούσα ότι κάποιος τα διηγείται όλα αυτά. Νομίζω ότι κάποιες διορθωσούλες πρέπει να γίνουν ως προς τα αξιώματα, ποιός είναι άρχοντας, ποιός βασιλιάς και τέτοια... Ένας βασιλιάς δεν μπορεί να είναι και άρχοντας, ο άρχοντας είναι κάτι κατώτερο. Το ίδιο με την πριγκίπισσα που δεν είναι και αρχόντισσα. Κι επίσης οι βασιλείς ζούνε σε παλάτια όχι σε επαύλεις. Καλά αυτά ειναι λεπτομέρειες βέβαια... Μερικά σημεία μου φάνηκαν πως στερούνταν αληθοφάνειας. Π.χ περιγράφεις πως η παραμάνα είχε πέσει στο πλάι και όταν ο βρικόλακας γύρισε προς τους γιατρούς και τους χαμογέλασε εκείνη είδε τα δόντια του. Όπως περιγράφεις τη σκηνή και τη φαντάστηκα δε θα μπορούσε να τα έχει δει, δεν ήταν μπροστά του. Επίσης αυτός ο Ρόλαντ, γιατί να μην την έχει παρατήσει ήδη, αφού ήταν ετοιμοθάνατη και δε θα μπορούσε να πάρει πλέον το θρόνο;Γιατί απ' ότι κατάλαβα δεν υπήρχαν ελπίδες να γίνει καλά κι εκείνος δεν ενδιαφερόταν γι' αυτή.Νομίζω θα γινόταν και πιο δραματικό αν έγραφες ότι ο αρραβωνιαστικός της την είχε ήδη παρατήσει. Ο βρικόλακας αποκαλεί τη Λάιλα πριγκίπισσα και στην επόμενη φράση βασίλισσα. Τώρα δεν ξέρω αν αυτό είναι λάθος ή αν έχει κάποιο λόγο που την αποκάλεσε διαφορερικά μετά το δάγκωμα... Απο περιέργεια, σκοπεύεις να συνεχίσεις σε πρώτο πρόσωπο; Θα ήθελες να πας στο τόπικ "Τι γράφετε;" και να μας δώσεις μια περίληψη της ιστορίας; Γιατί πραγματικά μου φάνηκε ενδιαφέρον και θα ήθελα να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες. Και επίσης μπορείς να μας συστηθείς σε όλους μας στο τόπικ: καλως ήρθατε στο sff, Συστηθείτε και γνωριστείτε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 11, 2009 Author Share Posted February 11, 2009 Lizbeth ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια! Η ιστοριούλα αυτή διαδραματίζεται σε ένα κόσμο ο οποίος είναι ακόμα υπό κατασκευή, γιατί προοριζόταν αρχικά για ένα παιχνίδι rpg, το οποίο όμως έμεινε στη μέση λόγω έλλειψης χρόνου. Γιαυτό ακόμα δεν είναι λίγο ασαφή όπως παρατήρησες και εσύ τα αξιώματα, αλλα το φτιάχνω σιγά σιγά. Σχετικά με το γιατί την αποκαλεί αρχικά πριγκίπισσα και μετα βασίλισσα, γίνεται γιατί ο θάνατος της ισοδυναμεί με τη στέψη της σε βασίλισσα των νεκρών. Δεν ξέρω όμως αν ο τρόπος με τον οποίο το γράφω είναι σαφής. Διάβασα και τις υπόλοιπες παρατηρήσεις σου και θα ξανακοιτάξω όλο το κείμενο και θα κάνω κάποιες αλλαγές, ελπίζοντας να το βελτιώσω! Θα βάλω στο τόπικ "τί γράφετε;" περισσότερες λεπτομέρειες για την ιστορία που έχω ξεκινήσει...το άλλο τόπικ δεν το βρίσκω όμως Σ'ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια, είναι πολύ χρήσιμα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted February 11, 2009 Share Posted February 11, 2009 Εφόσον είναι το πρώτο κείμενο που γράφεις πιστεύω πως είσαι σε καλό δρόμο. Είναι αρκετά προσεγμένο και μέχρι ένα βαθμό κρατάει τον αναγνώστη. Ένα δυο πραγματάκια να προσέξεις. Όπως για παράδειγμα νομίζω πως η δεύτερη και η τρίτη παράγραφος σίγουρα πρέπει κάπως να ειπωθούν ώστε να παρουσιάσεις το βασίλειο στον αναγνώστη αλλά ο τρόπος που θα περίγραφε μια παραμάνα ίσως να είναι διαφορετικός. Επίσης νομίζω πως το να το κάνεις τόσο ωμό με την εμφάνιση του κυρίου με το δαντελλένιο πουκάμισο χαλάει λίγο τη μαγεία της σκηνής. Όλοι ξέρουμε πως ο εν λόγω κύριος θα μπορούσε πολύ κυριλέ και απλά να τους κάνει όλους να λερώσουν τα βρακάκια τους και να ψάξουν τρύπα να κρυφτούν. Θα προτιμούσα επίσης να αναλάβει την υπεράσπιση της βασίλισσας ο Ρόλαντ. Αλλά άλλο το τι θέλω εγώ κι άλλο το τι θες εσύ να δώσεις. Στο κάτω κάτω είναι η δικιά σου ιστορία και τα πας καλά. Συνέχισε να γράφεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 11, 2009 Author Share Posted February 11, 2009 Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια, και θα κοιτάξω να τα διορθώσω! Εφόσον είναι το πρώτο κείμενο που γράφεις πιστεύω πως είσαι σε καλό δρόμο. Μου δίνεις πολύ θάρρος και είναι πολύ σημαντικό, σευχαριστώ πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted February 11, 2009 Share Posted February 11, 2009 Για εισαγωγή καλό είναι και δεν βρήκα κάτι το χτυπητά άσχημο από μέρους μου. Απλά ο τίτλος τυχαίνει να υπάρχει ήδη στην βιβλιοθήκη και σε ένα άλλο διήγημα και δύο μέρες τώρα δεν έμπαινα να το διαβάσω γιατί νόμιζα ότι ήταν το άλλο το συνώνυμο. Ίσως πρέπει να γίνει μια διευκρίνηση στον τίτλο για να μη μπερδευτούνε κι άλλοι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted February 11, 2009 Share Posted February 11, 2009 Ενδιαφέρουσα ήταν η εισαγωγή, αν και έχω λίγο πρόβλημα να σχολιάσω μια εισαγωγή, επειδή όταν δεν ξέρω 'πού το πάει' ο συγγραφέας, δεν μπορώ να πω και πολλά για το αν δένει με τα υπόλοιπα κλπ. Είδα όμως το ποστ στο τόπικ "Τι γράφετε" και μου άρεσε η ιδέα με τον νεαρό με τις φωτιές και θα ήθελα να δω αυτό το κεφάλαιο με το πανηγύρι. Η εικόνα της νεαρής και αδιάφορης για όλα πριγκίπισσας και του βασιλείου που διαλύεται πέρασε πολύ καλά πάντως. Θα συμφωνήσω με τον Roriconfan, και όχι μόνο για τον τίτλο, αλλά και για το όνομα γενικότερα. Το Λίλιθ είναι τόσο πολύ βαριά φορτωμένο, που ίσως παραπέμπει τελικά αλλού. Να ρωτήσω γιατί δίπλα στο οικογενειακό όνομα του νεραού Ρόλαντ παραθέτεις και το αγγλικό; {Άμπευ(Abbey)}; Υποδηλώνει κάτι που θα ήθελες να καταλάβουμε από την αγγλική λέξη ή είναι για να βεβαιωθείς ότι ξέρουμε πώς προφέρεται; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 11, 2009 Author Share Posted February 11, 2009 Θα συμφωνήσω με τον Roriconfan, και όχι μόνο για τον τίτλο, αλλά και για το όνομα γενικότερα. Το Λίλιθ είναι τόσο πολύ βαριά φορτωμένο, που ίσως παραπέμπει τελικά αλλού. Έχετε δίκιο για το όνομα, και δεν πρόκειται να είναι και ο τελικός όλης της ιστορίας. Στην καλύτερη παρίπτωση θα είναι ο τίτλος του κεφαλαίου και μόνο. Αλλα μάλλον θα τον αλλάξω τελείως, μόλις σιγουρευτώ για τα ονόματα των χαρακτήρων. Να ρωτήσω γιατί δίπλα στο οικογενειακό όνομα του νεραού Ρόλαντ παραθέτεις και το αγγλικό; {Άμπευ(Abbey)}; Υποδηλώνει κάτι που θα ήθελες να καταλάβουμε από την αγγλική λέξη ή είναι για να βεβαιωθείς ότι ξέρουμε πώς προφέρεται; Μάλλον πήγαινε για την προφορά, αλλα για να είμαι ειλικρινής, νόμιζα πως το είχα σβήσει! Είδα όμως το ποστ στο τόπικ "Τι γράφετε" και μου άρεσε η ιδέα με τον νεαρό με τις φωτιές και θα ήθελα να δω αυτό το κεφάλαιο με το πανηγύρι. Μόλις το ετοιμάσω θα το ανεβασω! Thank u guys! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted February 11, 2009 Share Posted February 11, 2009 Ένα μικρό σχολιάκι ακόμα, γιατί από την αρχή μού φάνηκε κάπως αταίριαστο: Είχε περάσει τον τελευταίο μήνα στο κρεβάτι, καθώς η ασθένεια που την βασάνιζε δεν υποχωρούσε, παρά τις προσπάθειες των γιατρών. Η πριγκίπισσα Λάιλα ήταν μόλις τριάντα πέντε χρονών, μα η χολέρα δεν έκανε διακρίσεις. Κάτι δεν μου είχε κάτσει πολύ καλά από την αρχή με τη χολέρα, αλλά είπα να μην το σχολιάσω επειδή θεώρησα προς στιγμήν ότι ήταν προσωπική μου ιδιοτροπία, καθώς ήθελα μια κάπως πιο "φανταστική" αρρώστια. Μετά το έψαξα λίγο και βρήκα το προβληματικό σημείο. Θυμόμουνα και διάβασα και πάλι ότι η χολέρα είναι μια αρρώστια που σε σκοτώνει γρήγορα (από λίγες ώρες μέχρι κάποιες μέρες). Ο λόγος είναι ότι στην πραγματικότητα αυτό που κάνει είναι ότι προκαλεί αφυδάτωση και απώλεια σημαντικών ηλεκτρολυτών, πράγματα που δεν παίρνουν σε καμία περίπτωση ένα μήνα για να εξελιχθούν. Δεν ξέρω βέβαια πολλά από ιατρικά, αλλά ίσως χρειάζεται λίγο περαιτέρω διευκρίνιση αυτός ο ένας μήνας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted February 11, 2009 Share Posted February 11, 2009 Κάτι δεν μου είχε κάτσει πολύ καλά από την αρχή με τη χολέρα, αλλά είπα να μην το σχολιάσω επειδή θεώρησα προς στιγμήν ότι ήταν προσωπική μου ιδιοτροπία, καθώς ήθελα μια κάπως πιο "φανταστική" αρρώστια. Μετά το έψαξα λίγο και βρήκα το προβληματικό σημείο. Θυμόμουνα και διάβασα και πάλι ότι η χολέρα είναι μια αρρώστια που σε σκοτώνει γρήγορα (από λίγες ώρες μέχρι κάποιες μέρες). Ναι, εδώ θα συμφωνήσω κι εγώ. Θα ήταν καλή μια φανταστική αρρώστια, δίνει περισσότερο μυστήριο. Αλλά σιγά τώρα... Α!Κάτι άλλο που πρόσεξα. Αυτό υποτίθεται ότι γράφτηκε ένα χρόνο μετά τη γέννηση της Λίλιθ. Ε, που ήξερε τότε η παραμάνα για τι πράγματα ήταν ικανή η Λίλιθ και πως έπρεπε οπωσδήποτε κάποιος να τη σταματήσει. Μόνο ένα μωρό ήταν ακόμη. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Μου άρεσε η γενικότερη ιδέα του βασικού σου ήρωα. Απλά κοίτα να οργανώσεις κάπως την ιστορία στο κεφάλι σου(αρχή-μέση-τέλος, τα βασικά κομμάτια κλπ) γιατί αν ξεκινήσεις έτσι και όπου σε βγάλει κάποια στιγμή πιθανόν να κολλήσεις. Την έχω πατήσει έτσι γι' αυτό στο λέω! Το τόπικ που σου είπα και δεν βρήκες είναι μέσα στις διάφορες συζητήσεις. Σόρι που δεν βάζω κάποιο λινκ αλλά δεν έχω μάθει ακόμα να κάνω κάτι τέτοιο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted February 11, 2009 Share Posted February 11, 2009 Αυτό υποτίθεται ότι γράφτηκε ένα χρόνο μετά τη γέννηση της Λίλιθ. Ε, που ήξερε τότε η παραμάνα για τι πράγματα ήταν ικανή η Λίλιθ και πως έπρεπε οπωσδήποτε κάποιος να τη σταματήσει. Μόνο ένα μωρό ήταν ακόμη. Εννοεί τη γέννηση της Λίλιθ, που είναι άλλο πλάσμα από την πριγκίπησα Λάιλα. Το γράφει ένα χρόνο μετά το περιστατικό, δηλαδή. ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted February 11, 2009 Share Posted February 11, 2009 Εννοεί τη γέννηση της Λίλιθ, που είναι άλλο πλάσμα από την πριγκίπησα Λάιλα. Το γράφει ένα χρόνο μετά το περιστατικό, δηλαδή. ;) Ναι βρε αυτό το έπιασα. Δες όμως τι γράφει: Η Αρχόντισσα Λίλιθ, όμως, δεν θα σταματήσει μέχρι να υποκλιθεί όλος ο κόσμος μπροστά της. Γράφω αυτή την ιστορία με την ελπίδα να τη διαβάσει κάποιος που θα μπορέσει να τη σταματήσει. Αλλιώς όλα θα χαθούν. Η αρχόντισσα Λίλιθ όμως είναι μωρό σ' αυτή τη φάση. Πως μπορεί η παραμάνα να ξέρει πως η Λίλιθ είναι επικίνδυνη κι ότι δε θα σταματήσει μέχρι να υποκλιθεί όλος ο κόσμος; Αφού λογικά ως μωρό δεν έχει κάνει κάτι, η δράση της θα ξεκινήσει φαντάζομαι αργότερα όταν θα μεγαλώσει. Η παραμάνα κανονικά γνωρίζει μόνο όσα είδε και άκουσε. Μ' αυτό εδώ είναι σα να γνωρίζει και το μέλλον, καταλαβες; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 11, 2009 Author Share Posted February 11, 2009 Η αρχόντισσα Λίλιθ όμως είναι μωρό σ' αυτή τη φάση. Η Λίλιθ είναι η Λάιλα νεκρή...βρικόλακας! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted February 11, 2009 Share Posted February 11, 2009 Η Λίλιθ είναι η Λάιλα νεκρή...βρικόλακας! Ωχ, σοβαρά μιλάς;;; Ε, εντάξει δεν το είχα καταλάβει ρε παιδιά, σόρι! Διάβασα γέννηση της Λίλιθ και νόμιζα ότι η Λίλιθ είναι ένα πλάσμα που γεννήθηκε απ' την ένωση του βρικόλακα με την Λάιλα. Δηλαδή είμαι τρία πουλάκια κάθονταν! ΟΚ τώρα καλύφθηκα. Κι εσύ βρε Cassandra αφού μπήκες στον κόπο να μου το εξηγήσεις, πες τα πιο αναλυτικά! Και τώρα που το σκέφτομαι οι βρικόλακες δεν κάνουν καν μωρά! Μπράβο μου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 11, 2009 Author Share Posted February 11, 2009 χεχε! Δεν πειράζει, όλοι το παθαίνουμε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 11, 2009 Author Share Posted February 11, 2009 Α! Μια που το έθεσες lizbeth! Εχω μια απορία...Όντως κυκλοφορεί η άποψη ότι οι βρυκόλακες δεν κάνουν μωρα...αν ισχύει, τότε όλοι οι half-vampire ήρωες πώς υφίστανται??? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 15, 2009 Author Share Posted February 15, 2009 (edited) Ολοκλήρωσα το επόμενο καεφάλαιο της ιστορίας μου, δεν έχω τίτλο ακόμα, αλλα λαμβάνει χώρα κάποια χρόνια μετά το περιστατικό με τη Λίλιθ. Ελπίζω να σας αρέσει, παρακαλώ θέλω ειλικρινή σχόλια δηλαδή αν είναι απαίσιο να μου το πείτε ελεύθερα! ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Ολόκληρο το χωριό είχε μαζευτεί για να παρακολουθήσει τη μεγάλη παράσταση που θα έκλεινε την εβδομάδα του πανηγυριού. Η μικρή εξέδρα που λειτουργούσε ως σκηνή, φαινόταν σα μια νησίδα στο μέσον ενός ανθρώπινου πελάγους. Η δυνατή οχλοβοή διαπερνούσε με ευκολία την ταλαιπωρημένη κουβέρτα, που κρεμόταν από την πόρτα της άμαξας, πίσω από την εξέδρα και έπαιζε το ρόλο της αυλαίας. Όπως κάθε φορά, το πρόγραμμα υποσχόταν θέαμα και ψυχαγωγία για κάθε ηλικία, με ταχυδακτυλουργούς, κωμικούς, χορευτές και μουσικούς. Το πλήθος αδημονούσε, όχι, όμως, τόσο για την παράσταση, όσο για το φαγοπότι που θα ακολουθούσε. - «Άριαν! Τι στέκεσαι και κοιτάς γιέ μου; Σε λίγο βγαίνεις και ακόμα να ντυθείς! Κουνήσου!» -«Τώρα, τρέχω!» Μερικές στιγμές αργότερα, ο Άριαν πήρε τη θέση του πίσω από την αυλαία. Ο πατέρας του τον πλησίασε: -«Ευτυχώς που φοράς κουκούλα, γιατί φαίνεσαι σα νεκρός!» Το ζεστό γέλιο του πατέρα του, βοήθησε τον Άριαν να ηρεμήσει κάπως. Ήταν η τρίτη φορά που θα άνοιγε την παράσταση και είχε τρομερό άγχος. Όλος αυτός ο κόσμος που περίμενε να τον κρίνει, τον έκανε να νιώθει μικρός και ασήμαντος. Το μεγαλύτερο πρόβλημά του, όμως, ήταν πως δεν μπορούσε να ελέγξει απόλυτα τις δυνάμεις του ακόμα, και τον έτρωγαν οι αμφιβολίες. Αν δεν τα κατάφερνε; Αν κάτι πήγαινε στραβά; Ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος, μα όλοι, και πρώτος ο πατέρας του, πίστευαν πως όλα θα πάνε καλά. -«Είσαι έτοιμος;» Η φωνή του πατέρα του διέκοψε το ονειροπόλημά του. -«Ναι.» Ο Άριαν φόρεσε την κουκούλα του μανδύα του. Ο πατέρας του, άρχισε τότε να ψέλνει μια γητειά. Μόλις τέλειωσε, ο νεαρός κοίταξε τα χέρια του για να βεβαιωθεί πως το ξόρκι που θα τον έκανε αόρατο, είχε λειτουργήσει σωστά. Τράβηξε την κουρτίνα και ανέβηκε στη σκηνή. Ένας μικροσκοπικός ανθρωπάκος, εμφανίστηκε στη σκηνή και ειδοποίησε τον κόσμο πως η παράσταση ξεκινούσε και οι θεατές άρχισαν σιγά-σιγά να ησυχάζουν. Όλοι έστρεψαν την προσοχή τους στη μικρή άδεια εξέδρα και περίμεναν. Καθώς, όμως, περνούσε η ώρα και δε συνέβαινε τίποτα, κάποιοι άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους εκνευρισμένοι. Ξαφνικά, ακούστηκε μια έκρηξη! Πυκνός καπνός κάλυψε τη σκηνή και η προηγούμενη σιωπή, έδωσε τη θέση της σε επιφωνήματα έκπληξης και φόβου. Καθώς ο καπνός διαλυόταν, ο κόσμος διέκρινε μια μορφή καλυμμένη με ένα σκούρο κόκκινο μανδύα με σχέδια στο χρώμα του ασημιού. Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο με κουκούλα. Η μυστήρια μορφή στεκόταν ακίνητη με το κεφάλι σκυφτό. Σε μια στιγμή, εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονταν τα χέρια του μυστήριου ανθρώπου, εμφανίστηκαν δύο μεγάλες πύρινες σφαίρες. Ο άγνωστος σήκωσε τα χέρια του και με μια κίνηση έστειλε τις σφαίρες ψηλά πάνω από τους θεατές. Οι σφαίρες ταξίδεψαν για λίγο, μέχρι που έφτασαν σε κάποιο ύψος και εξερράγησαν, στέλνοντας σπίθες προς κάθε κατεύθυνση. Ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Από το πουθενά, εμφανίστηκε μια, ξύλινη μαγκούρα στο δεξί χέρι του αγνώστου, την οποία κράτησε οριζόντια προς το έδαφος και έτεινε μπροστά του. Φλόγες ξεπετάχτηκαν από το χέρι που την κρατούσε, και κινήθηκαν προς τις δύο άκρες της μαγκούρας. Ο ταχυδακτυλουργός άρχισε να στριφογυρίζει το όπλο μπροστά του χρησιμοποιώντας το ένα του χέρι. Στη συνέχεια, αύξησε το ρυθμό του, προσθέτοντας και το δεύτερο χέρι του. Ύστερα από μερικές περιστροφές, τίναξε το αριστερό του χέρι, στέλνοντας τη φλογισμένη μαγκούρα ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Όσο αυτή βρισκόταν στον αέρα, εκείνος πραγματοποίησε μια ανάποδη περιστροφή με το σώμα του, ολοκληρώνοντας την ακριβώς τη στιγμή που το όπλο επέστρεφε , ώστε να το πιάσει. Εκμεταλλευόμενος τη φόρα που είχε το όπλο, το οδήγησε σε μια σειρά από περιστροφές γύρω απ? το σώμα του. Η αδιάκοπη ροή των κινήσεών του έμοιαζε με φλογισμένο χορό, που θόλωνε το μυαλό του θεατή. Ο άγνωστος, αρκετή ώρα αργότερα, ολοκλήρωσε το χορό του, χτυπώντας τη μαγκούρα κάθετα στο ξύλινο δάπεδο. Τράβηξε το χέρι του από το όπλο και εκείνο έμεινε να στέκεται ακίνητο. Τότε, σκύβοντας λίγο, ένωσε τις παλάμες του μεταξύ τους, σαν να προσεύχεται. Αργά, άρχισε να ανοίγει τα χέρια του, και στο κενό που δημιουργούνταν ανάμεσα από τις παλάμες του, εμφανίστηκε μια μικρή φλόγα, που μεγάλωνε καθώς απομάκρυνε το ένα χέρι από το άλλο. Η φλόγα, μετατράπηκε σε πύρινη σφαίρα και μόλις αυτή μεγάλωσε αρκετά ,την έστειλε να πετάξει στον αέρα, ακριβώς από πάνω του. Η σφαίρα για άλλη μια φορά εξερράγη, σχηματίζοντας τη φράση «ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ». Το κοινό αποθέωσε τον άγνωστο με φωνές και χειροκροτήματα. Ο Άριαν κατέβασε την κουκούλα για να φανεί το ιδρωμένο του πρόσωπο, το οποίο στόλιζε ένα τεράστιο χαμόγελο. Το καστανό ίσιο μαλλί του, που συνήθως το είχε πιασμένο πίσω με μια δερμάτινη κορδέλα, είχε τώρα λυθεί από την έντονη κίνηση και έπεφτε στο πρόσωπό του. Ο νέος υποκλίθηκε και όταν το κοινό ησύχασε κάπως, ανακοίνωσε με δυνατή φωνή: «Κυρίες και Κύριοι, υποδεχτείτε το μάγο Τζέηκομπ!» Λέγοντας αυτά, άκουσε τον πατέρα του πίσω από την αυλαία να ψέλνει για άλλη μια φορά, και οι έκπληκτες φωνές του κοινού του έδωσαν να καταλάβει πως ήταν και πάλι αόρατος. Αποχώρησε έτσι από τη σκηνή για να βρει τον πατέρα του στην είσοδο της άμαξας να ετοιμάζεται. -Τι να σου πω γιέ μου, νομίζω πως μετά από μια τέτοια εμφάνιση, δεν υπάρχει λόγος να βγω εγώ! -Άσε τις κολακείες! Αφού όλος ο κόσμος εκεί έξω είναι εδώ για σένα, το μεγάλο Τζέηκομπ! Πήγαινε! Ο Τζέηκομπ χαμογέλασε στο γιο του και στράφηκε προς την αυλαία. Η παράσταση στέφθηκε με επιτυχία, όπως κάθε φορά άλλωστε. Ο μάγος των ψευδαισθήσεων Τζέηκομπ, μα και οι υπόλοιποι συνεργάτες του άφησαν το κοινό απόλυτα ευχαριστημένο και χορτασμένο από θέαμα. Δεν έλλειψαν τα μικροεπισόδεια φυσικά, με έναν γκρινιάρη νάνο να κάνει φασαρία επειδή ο μπροστινός του, ψηλός και χοντρός, του έκρυβε τη θέα, μα σε γενικές γραμμές όλα πήγαν καλά. Σύμφωνα με την παράδοση, λοιπόν, τη λήξη του πανηγυριού ακολουθούσε μεγάλη γιορτή, στην κεντρική πλατεία του χωριού, με άφθονο φαγητό, αστείρευτο ποτό, καλή μουσική και χορό μέχρι τελικής πτώσεως. Ο Άριαν βρισκόταν στην άμαξα που μοιραζόταν με τον πατέρα του και ετοιμαζόταν για τη γιορτή. Η μουσική είχε ξεκινήσει και από τη φασαρία στο δρόμο, καταλάβαινε πως οι χωριανοί βρίσκονταν ήδη στο δρόμο προς την πλατεία. Η διάχυτη, στον αέρα, μυρωδιά του ψητού χοιρινού που ετοιμαζόταν, έδινε υποσχέσεις και στους πιο ανόρεχτους. Ο νεαρός, νιώθοντας το στομάχι του να διαμαρτήρεται, φόρεσε το αγαπημένο του λευκό πουκάμισο και ένα καφέ δερμάτινο παντελόνι, κατέβηκε από την άμαξα και πήρε το δρόμο προς το κέντρο του χωριού. Η πλατεία βούλιαζε από κόσμο. Άνθρωποι, πολύ περισσότεροι αριθμητικά από τον πληθυσμό του χωριού, προσπαθούσαν να φτάσουν το κέντρο του ενδιαφέροντος, δηλαδή το φαγητό. Ειδικά για την περίσταση, τα δύο πανδοχεία της περιοχής, ?Η Σκουριασμένη Ασπίδα? και ?Ο κόκκινος βάτραχος? είχαν στήσει μια εξέδρα όπου μια ομάδα από μουσικούς διασκέδαζε τους παραβρισκόμενους. Παράλληλα, μερικά τραπέζια, κατειλλημένα από πολύ πριν αρχίσει η γιορτή, είχαν στηθεί δίπλα στην εξέδρα. Το μεγαλύτερο από τα τραπέζια ήταν ειδικά τοποθετημένο μπροστά από τη σκηνή για τους επίτιμους καλεσμένους της βραδιάς, τα μέλη του θιάσου. Φτάνοντας κοντά στη σκηνή με τους μουσικούς, ο Άριαν προσπάθησε να εντοπίσει το τραπέζι όπου θα κάθονταν όλοι οι φίλοι του. Αφού το βρήκε, χρειάστηκε πολύ σπρώξιμο και αρκετή ώρα για να καταφέρει να φτάσει εκεί. - «Καλώς τον ήρωα της βραδιάς!» ο ψηλός, ξανθός βάρδος, ονόματι Λάιελορ, χαμογέλασε πονηρά στον Άριαν. - «Τι έγινε ψηλέ; Ζηλεύεις που οι φωτιές μου έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση από την μέτρια φωνή και το γρατζούνισμα της άρπας σου; Μην ανησυχείς, όμως, με πολλή προσπάθεια και εξάσκηση, ίσως κάποια μέρα να με ξεπεράσεις.» Ο Λάιελορ γέλασε με την καρδιά του, παρασύροντας και τους υπόλοιπους στο τραπέζι, που παρακολουθούσαν τη συζήτηση: - «Τουλάχιστον εγώ έχω άφθονο χρόνο για να εξασκηθώ?μια αιωνιότητα!» - «Τι να την κάνω την αιώνια ζωή του ξωτικού χωρίς ταλέντο;» το σχόλιο του Άριαν προκάλεσε κοροϊδευτικά επιφωνήματα από τους άλλους. Ο Τζέηκομπ διαισθανόμενος την ένταση πίσω από τη συζήτηση, αποφάσισε να επέμβει. Ήταν πολύ νωρίς για καβγάδες: - «Άαα, ήρθε το φαγητό!» - «Έφοδοοοος!» φώναξε με την τραχιά του φωνή ο Μπαργκ, ορμώντας στο καυτό ψητό που είχε μόλις φτάσει στο τραπέζι. Ο μεγαλόσωμος άντρας, που ταξίδευε με το καραβάνι ως φύλακας, ήταν πάντοτε ο πρώτος που ξεκινούσε να τρώει και τελείωνε πάντα τελευταίος, τρώγοντας και τα αποφάγια των υπολοίπων. Το σχόλιο αυτό έκανε όλους να πέσουν με τα μούτρα στο φαγητό. Όλους, εκτός από τον Άριαν, που είχε εκνευριστεί κάπως από τη συμπεριφορά του Λάιελορ. Από τότε που είχε ανακαλύψει για τις δυνάμεις του νέου, το ξωτικό είχε γίνει απόμακρο, κυνικό και πολλές φορές εχθρικό προς τον Άριαν και εκείνος δεν καταλάβαινε το λόγο. Ένιωσε την ανάγκη για λίγο καλό κρασί. Καθώς όλοι οι υπόλοιποι έπιναν από ώρα, έψαξε με το βλέμμα να βρει την κοπέλα που πηγαινοερχόταν, με φρενήρεις ρυθμούς, για να εξυπηρετήσει τον κόσμο. Την εντόπισε και της έκανε νόημα να πλησιάσει: - «Θα μου φέρεις μια κούπα κρασί σε παρακαλώ;» Η κοπέλα του χαμογέλασε: - «Αμέσως.» και απομακρύνθηκε. Ο Άριαν έστρεψε την προσοχή του στους συντρόφους του. Όλοι έτρωγαν και γελούσαν πειράζοντας ο ένας τον άλλο και αναπολώντας στιγμές από τα ταξίδια τους. Έτρωγαν και έπιναν με όρεξη. Η ζωή στο δρόμο συχνά ήταν σκληρή, διδάσκοντας τους να εκτιμούν ένα καλό φαγοπότι, όταν τους προσφερόταν τόσο απλόχερα. - «Μικρέ τρώγε! Έχεις ρέψει!» ο κοκκινογένης νάνος, που καθόταν στα δεξιά του, απόθεσε με δύναμη ένα μεγάλο κομμάτι κρέας στο πιάτο του Άριαν. Ο ίδιος είχε ήδη καταβροχθήσει δύο μεγάλα χοιρινά μπούτια και συνέχιζε με το τρίτο, γεμίζοντας τη γενειάδα του με κομμάτια κρέας και κρασί. - «Θα φάω Γκέραλντ, σ? ευχαριστώ, απλά περιμένω το κρασί μου.» - «Μμμμ, ώστε την είδες τη μικρή που πηγαινοέρχεται ε; Όχι κι άσχημη! Ξανθά μακριά μαλλιά, ωραίο μπούστο?μερικά παραπάνω κιλά να είχε μόνο?» χαμογελούσε ο νάνος. - «Νόμιζα πως εσένα σ? αρέσουν τριχωτές?» το σχόλιο του Τζέηκομπ προκάλεσε το γέλιο όλων. - «Αααα, πίσω στην πατρίδα, όλες οι γυναίκες έχουν μια μακριά, καλοχτενισμένη γενιάδα! Εδώ που είμαι, όμως, έμαθα να συμβιβάζομαι?» απάντησε ο νάνος χώνοντας άλλη μια μεγάλη μπουκιά χοιρινό στο στόμα του. Εκείνη τη στιγμή ο Άριαν ένιωσε μια ελαφριά πίεση στην πλάτη του και είδε ένα χέρι να περνά πάνω από τον ώμο του και να αφήνει μια κούπα στο τραπέζι μπροστά του. Εκείνος γύρισε προς τα πίσω και, προς μεγάλη του αμηχανία, βρέθηκε αντιμέτωπος με το στήθος της κοπέλας από την οποία είχε ζητήσει το κρασί. Εκείνη τραβήχτηκε ελάχιστα, ίσα-ίσα για να κοιτάξει το κατακόκκινο πρόσωπό του. Αντί για το άγριο βλέμμα που εκείνος περίμενε να δει, η κοπέλα του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο, συνοδευόμενο από ένα ανεπαίσθητο κοκκίνισμα στα μάγουλα, πριν γυρίσει να συνεχίσει τη δουλειά της. - «Όρμα μικρέ!» είπε ο νάνος, μπουκωμένος με μια τεράστια μπουκιά, που περιλάμβανε κρέας, πατάτες και στην οποία σε λίγο επρόκειτο να προστεθεί και κρασί. - «Κοίτα το πιάτο σου Γκέραλντ!» χαμογέλασε ο Άριαν κοκκινίζοντας ακόμα περισσότερο. Το γλέντι κράτησε αρκετές ώρες. Το ξημέρωμα πλησίαζε και οι μουσικοί είχαν σταματήσει από ώρα να παίζουν, αφού η κάθε παρέα τραγουδούσε τα δικά της. Λίγο πριν αρχίσει να ξημερώνει και αφού ο κόσμος είχε αρχίσει να διαλύεται, η παρέα του Άριαν αποφάσισε πως έπρεπε να ξεκουραστεί, έστω και για μερικές ώρες, γιατί το πρωί τους περίμενε ταξίδι. Η επταήμερη διαμονή τους στο χωριό Ρέντπλεηνς έφτανε στο τέλος της. Καθώς όλοι σηκώθηκαν από το τραπέζι και άρχισαν να κατευθύνονται προς τις άμαξες, ο Άριαν είδε στην είσοδο του πανδοχείου την ξανθιά κοπέλα, να του χαμογελά. Εκείνος, κοντοστάθηκε για μια στιγμή, κοίταξε τους φίλους του που κατευθύνονταν προς της άμαξες, και τελικά, γύρισε και ακολούθησε την κοπέλα. Edited February 15, 2009 by tetartos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted February 16, 2009 Share Posted February 16, 2009 Δεν είναι απαίσιο μην ανησυχείς ;) Γράφεις αρκετά καλά κατά τη γνώμη μου. Το σχολιάζω γιατί είπες ότι είναι πρώτη φορά που γράφεις κάτι. Δλδ πιστεύω ότι σίγουρα πρέπει να συνεχίσεις... Δεν ξέρω που την πας την ιστορία, ούτε μπορώ να υποψιαστώ οπότε πάνω στην πλοκή δεν μπορώ να κάνω σχόλια. Για ολόκληρο κεφάλαιο μου φάνηκε μικρό, δεν πρέπει να πιάνει πάνω από 2000 λέξεις, ε; Αν είναι απόσπασμα κεφαλαίου οκ! Και ίσως αν γινόταν κάτι παραπάνω, να μας γνωρίσεις πχ καλύτερα τον ήρωα σου, το παρελθόν του, απο που κρατάει η σκούφια του που λέμε...Όχι να μας τα δώσεις όλα από το πρώτο κεφάλαιο αλλά κάτι ακόμα μπορείς να βάλεις πιστεύω. Τη μορφή των διαλόγων πρέπει να κοιτάξεις λίγο. Αλλού έχεις παύλες και αλλού παύλες και εισαγωγικά. Αυτά...Δε νομίζω ότι έχω κάτι άλλο να σχολιάσω! Καλή συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 16, 2009 Author Share Posted February 16, 2009 Thank you για τα καλά σου λόγια lizbeth, για τους διαλόγους μου ξέφυγε λίγο, θα το διορθώσω. Σκεφτόμουν να βάλω περισσότερα στο επόμενο κεφάλαιο, αν και όντως μάλλον χρειάζεται κάτι παραπάνω αυτό εδω.... θα το κοιτάξω! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted February 23, 2009 Share Posted February 23, 2009 Πράγματι, αρκετά μικρό για κεφάλαιο. Και δε βρήκα συνδετικό κρίκο με την εισαγωγή αλλά αυτό δεν είανι και ακριβώς πρόβλημα. Το ότι μας γνωρίζεις στους χαρακτήρες δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιορίζεσαι μόνο στο τι κάνανε σε μια παράσταση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted February 23, 2009 Share Posted February 23, 2009 Να πω κι εγώ με τη σειρά μου πως το κείμενο έχει εντυπωσιακή συνοχή για πρώτη προσπάθεια και τα λάθη είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα, πράγμα πολύ σπάνιο [αν δεν το πιστεύεις, ψάξε για άλλες πρώτες προσπάθειες στο φόρουμ] Εκεί που έχεις μερικά προβληματάκια, είναι όπως σου έιπαν κι άλλοι, στο υπόβαθρο. Πιο αναλυτικά: - Η πριγκίπισσα Λάιλα ήταν μόλις τριάντα πέντε χρονών. - δεν είναι και πολύ μικρή ηλικία. Σε έναν ψευδομεσαιωνικό κόσμο, μάλλον γεροντοκόρη θα την έλεγαν. Μόλις είκοσι πέντε, θα ήταν πιο ταιριαστό - η χολέρα δεν έκανε διακρίσεις - η χολέρα πράγματι δεν κάνει διακρίσεις. Αλλά υπάρχουν σοβαροί λόγοι να μην την χρησιμοποιήσεις: - το βασικό σύμπτωμα είναι ακατάσχετη... αχέμ... διάρροια - κολλάει από το νερό που έχει μολυνθεί από... αχέμ.. δες το πρώτο στοιχείο - δεν έχει καμία σχέση με την ασιτία. Κι επειδή όλοι θα χρησιμοποιούν την ίδια πηγή νερού στην πόλη, θα τους πα΄ρει όλους σβάρνα μαζί (περίπου) θα μπορούσες να πεις απλά "ο λοιμός" που είναι γενικά μια οποιαδήποτε κολλητική βαριά ασθένεια ή "το θανατικό" αν θες να το κάνεις λίγο πιο λαϊκό μιας και το λέει η παραμάνα. Αν θες μια αληθινή αρρώστια που να ταιριάζει κάπως με όσα λες, είναι ο τύφος. - Αφού ο νεότερος από τους γιατρούς είχε αναλάβει να την πλύνει - λίγο δύσκολο να αφήσουν έναν νεαρό να πιάνει τη γυμνή ανύπαντρη πριγκίπισσα, ειδικά όταν είναι η παραμάνα της παρούσα για να κάνει την ίδια δουλειά - Είχε κάπως μακρύ, μελαχρινό μαλλί - λέμε "είχε μαύρο μαλλί" ή "ήταν μελαχρινός" Το δεύτερο κομμάτι δεν είχε τέτοιου είδους προβλήματα. Μόνο ένα μικρό πρόβλημα διακρίνω στη σκηνή με τη "μαγκούρα". Κατ' αρχάς, η λέξη δεν ακούγεται πολύ καλά και δεν αποδίδει τόσο αυτό που θες να πεις. Θα πρότεινα τον όρο "ράβδος", μιας και μιλάμε και για ταχυδακτυλουργό. Επίσης, δεν είναι "όπλο", όπως λες, αλλά ένα κομμάτι ξύλο που μπορέι να χρησιμοποιηθεί και σαν όπλο, μα ο κάθε άνθρωπος του χωριού θα το σκεφτόταν δεκάδες άλλες χρήσεις του πρώτα (ως εργαλείο). Και μια πολύ μικρή παρατήρηση σε σχέση με την "ανάποδη περιστροφή" του Άριαν. Νομίζω πως εννοείς "ανάστροφη τούμπα στον αέρα", μιας και η περιστροφή μας φέρνει στο νου την εικόνα ενός ανθρώπου ο οποίος συνεχίζει να πατά στο έδαφος. Και, αν μου επιτρέπεις, έστω κι αν η αφετηρία της έμπνευσής σου ήταν από το d&d, γιατί να εγκλωβιστείς εκεί, στα αγγλικά ονόματα/τοπωνύμια (μιας και δε γράφεις σ' αυτή τη γλώσσα) και στις συμβάσεις του τύπου άξεστος νάνος/μακρόβιο ξωτικό/μάγος ψευδαισθήσεων; Αφού ξεκίνησες με μια εισαγωγή εντελώς δική σου, συνέχισε έτσι. Στο δικό σου κόσμο χρειάζεται να τηρείς μόνο δικούς σου κανόνες. αν θες να κάνουν παιδιά οι δικοί σου βρικόλακες, ας κάνουν. Και τα λοιπά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 23, 2009 Author Share Posted February 23, 2009 Τώρα είδα τα σχόλια σας παιδιά! Λοιπόοον, πρώτα πρώτα, σχετικά με το σχολιο του roriconfan Το ότι μας γνωρίζεις στους χαρακτήρες δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιορίζεσαι μόνο στο τι κάνανε σε μια παράσταση Είναι αλήθεια ότι είναι ένα πολύ μικρό κεφάλαιο, και προσπάθησα να το μεγαλώσω μα τα επόμενα που ήθελα να πω απαιτούσαν αν αλλάξω κεφαλαιο... οπότε, και εφόσον το επόμενο μου βγήκε κανονικό, θεώρησα πως δεν πειράζει να βγει λίγο μικρό το πρώτο. Συνεχίζω με τα σχόλια του Electroscribe Μόλις είκοσι πέντε, θα ήταν πιο ταιριαστό Το έχω ήδη αλλάξει, γιατί όντως ήταν λίγο μεγάλη ηλικία. Αν θες μια αληθινή αρρώστια που να ταιριάζει κάπως με όσα λες, είναι ο τύφος. Και αυτό έψαχνα να το αλλάξω και σκέφτικα τον τύφο, αλλα δεν ήξερα κατά πόσο θα ταίριαζε. Αφού το προτείνεις, όμως, θα βάλω μάλλον αυτό. Τα διάφορα εκφραστικά λάθη θα τα διορθώσω και μάλλιστα χρειαζόμουν τέτοιες διορθώσεις, γιατί είναι σημαντική η ακρίβεια σε τέτοιες σκηνές! Και όταν εχω την εικόνα στο μυαλό μου, όπως και να το γράψω σωστό μου φαίνεται! έστω κι αν η αφετηρία της έμπνευσής σου ήταν από το d&d, γιατί να εγκλωβιστείς εκεί, Φυσικά και θα βάλω δικά μου στοιχεία, και έχω ήδη πολλά κατά νου. Ο λόγος, όμως, για τον οποίο κρατάω καποια (πολλά) στοιχεία από το d&d είναι ότι μ'αρέσουν αυτά που προτείνει. Παρ' όλα αυτά, δεν θα μείνω μόνο εκεί, τουλάχιστον όπως το έχω στο μυαλό μου μέχρι στιγμής! Έχω μερικά προβλήματα με τον κόσμο στον οποίο διαδραματίζονται όλα. Δηλαδή, αν και έχω σχεδιάσει μέχρι και χάρτες, με δυσκολεύουν αρκετά τα τοπωνύμια και κυρίως τα ονόματα των πόλεων. Καθώς, λοιπόν, δεν έχω καταλήξει ακόμη στα τελικά ονόματα των τόπων, πιστεύω ότι μάλλον και αυτά που υπάρχουν εδώ θα αλλάξουν στην πορεία. Τελειώνω το επόμενο κεφάλαιο, όπου ναναι. Αν θέλετε το ανεβάζω! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted February 24, 2009 Share Posted February 24, 2009 Εγώ θα ήθελα να μάθω τι θα γίνει παρακάτω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted February 24, 2009 Share Posted February 24, 2009 Τώρα βρήκα την ευκαιρία να διαβάσω το καινούργιο κεφάλαιο, και θα συμφωνήσω με τα υπάρχοντα σχόλια. Είναι ωραίο, δεν έχει προβλήματα περιγραφής και παρουσίασης, εκτός από κάποιες λεπτομέρειες, που ήδη εντόπισαν οι προηγούμενοι αλλά κι εγώ θα ήθελα να μάθω λίγο περισσότερα για το συγκεκριμένο κόσμο, πλεγμένα μέσα στην αφήγηση. Π.χ. εκεί που αναφέρεσαι στο ταλέντο του νεαρού θα μπορούσες άνετα να πεις αν και πόσο σπάνιο ήταν. Εκεί που μιλάς για τους νάνους και τα ξωτικά να μάθουμε από ποια μέρη κατάγονται κι αν είναι συνηθισμένο να ταξιδεύουν κλπ. Θα μπορούσες να ρίξεις μια πρόταση κάπου που να δείχνει αν η χώρα διάγει μια ειρηνική εποχή (κάτι τέτοιο φαίνεται από το πανηγύρι) ή αν αυτό που ζούμε είναι μια ανάπαυλα μακριά από τον πόλεμο. Αν δεν το κάνεις νωρίς και με δόσεις, θ' αναγκαστείς να βαρύνεις μετά τα επόμενα κεφάλαια, εκεί ακριβώς που λογικά θα θέλεις να δώσεις έμφαση στη δράση. Μου αρέσει η συζήτηση στο τραπέζι γιατί μαρτυράει αρκετά πράγματα. Επίσης μου άρεσε η περιγραφή με τις φωτιές, αν και θα ήθελα σ' εκείνο το σημείο να βλέπω λίγο περισσότερο και τη σκοπιά του νεαρού όση ώρα παρουσιάζεται το σόου. Και, φυσικά, περιμένω το επόμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morimel Posted February 25, 2009 Author Share Posted February 25, 2009 Ετοίμασα και το επόμενο μέρος που είναι το δεύτερο ουσιαστικά κεφάλαιο, αφού το κομμάτι με τίτλο Λίλιθ λειτουργεί σαν εισαγωγή. Όσα έχετε παρατηρήσει τα έχω ήδη διορθώσει στον υπολογιστή μου και σας ευχαριστώ πολύ. Θα ήθελα τη γνώμη σας γιαυτό εδώ το κεφάλαιο, για να δω κατά ποσο είμαι σε καλό δρόμο. Αυτό εδώ παίζει περισσότερο επεξηγηματικό ρόλο, καθώς μαθαίνει ο αναγνώστης κάποια πράγματα για τον κόσμο, και απο το επόμενο θα αρχίσουν να συμβαίνουν τα απρόοπτα. Ελπίζω να σας αρέσει! Κεφάλαιο 2 Ο ήλιος ήταν ψηλά από ώρα, δυσκολεύοντας τη δουλειά του θιάσου. Όλα τα μέλη του εργάζονταν πυρετωδώς για να μαζέψουν τα κάρα και τις άμαξες τους, ώστε να ξεκινήσουν για τον επόμενο προορισμό. -«Μα πού είναι αυτό το παιδί;» ο Τζέηκομπ καταϊδρωμένος, ασφάλιζε τα δερμάτινα λουριά που έδεναν τα δύο καστανά άλογά του στην άμαξα. Ο δυνατός ήλιος, σε συνδυασμό με το χθεσινοβραδινό ξενύχτι δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν την κατάσταση. Ο Τζέηκομπ, έχοντας κοιμηθεί μόλις δύο ώρες, σηκώθηκε νωρίς το πρωί με σκοπό να ετοιμάσει τα πάντα εγκαίρως. Αυτό, προϋπέθετε φυσικά, τη βοήθεια του Άριαν, ο οποίος, όμως είχε εξαφανιστεί. Το αποτέλεσμα ήταν ο Τζέηκομπ να έχει μαζέψει τη σκηνή τους, να έχει τακτοποιήσει τις προμήθειές τους, να έχει δέσει το σκεπαστό κάρο πίσω από την άμαξα, να έχει πάρει τα άλογα από το στάβλο (μόνο εκείνος ήξερε πόση ώρα του πήρε να κανονίσει την αμοιβή του φροντιστή) και τελικά, να δέσει μόνος του τα άλογα, και μάλιστα με τη συνοδεία των παραπόνων των υπολοίπων, οι οποίοι ήταν από ώρα έτοιμοι και τους περίμεναν. -«Καλημέρα πατέρα!» ο Τζέηκομπ γύρισε απότομα για να δει το γιό του να ανηφορίζει με αργούς ρυθμούς το δρόμο από την πλατεία. Ο άνετος ρυθμός και το πλατύ χαμόγελο του Άριαν του ανέβασαν το αίμα στο κεφάλι. -«Βρε καλώς τον! Πού ήσουν όλο το πρωί; Νόμιζα πως είχαμε συνεννοηθεί πως θα με βοηθούσες με τα πράγματα.» Ο Άριαν κοίταξε, πίσω από τον πατέρα του, την έτοιμη για ταξίδι άμαξα και το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του. Παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό της προηγούμενης νύχτας, δεν συνειδητοποίησε πόσο είχε καθυστερήσει. Απογοητευμένος από τον εαυτό του κοίταξε τον κουρασμένο πατέρα του. Αισθανόταν πολύ άσχημα, καθώς ήξερε πόσο απαιτητική δουλειά ήταν η ετοιμασία του καραβανιού, ειδικά για έναν αρκετά μεγάλο άνθρωπο. Ήξερε ακόμα πολύ καλά πόσο πιεστικοί γίνονταν οι άλλοι όταν κάποιος τους καθυστερούσε. -«Πατέρα… εγώ δεν ήθελα να αργήσω… δεν συνειδητοποίησα…» -«Δεν συνειδητοποίησες… μάλιστα… να υποθέσω πως εκείνη η ξανθιά κοπελίτσα δε σ’ άφησε να κοιμηθείς; Μήπως σου πήρε και το μυαλό και δεν μπορούσες να σκεφτείς;» ο Τζέηκομπ χαμήλωσε το βλέμμα αναστενάζοντας απογοητευμένος. Δεν του άρεσε να μαλώνει το γιό του, ήξερε, όμως, ότι έπρεπε να το κάνει αυτή τη φορά. Κούνησε το κεφάλι του και ξανακοίταξε τον Άριαν. «Άκουσε Άριαν, είσαι 16 χρονών. Αρκετά μεγάλος για να αποκαλείσαι άντρας. Σαν άντρας, λοιπόν, έχεις κάποιες ευθύνες τις οποίες οφείλεις να αναλάβεις. Δεν είναι δυνατόν κάθε φορά που κάποια κοπελιά θα σε κοιτάζει γλυκά, να τα παρατάς όλα και να φεύγεις.» Ο Άριαν δεν ήξερε τι να πει. Απλά χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταζε τα δάχτυλα των ποδιών του. Ο πατέρας του άφησε έναν αναστεναγμό, στην προσπάθειά του να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. -«Λοιπόν. Πήγαινε να πεις στο Γκέραλντ ότι είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε και μετά έλα γρήγορα πίσω. Θα οδηγείς εσύ τα άλογα, όσο εγώ θα ξεκουράζομαι.» -«Εντάξει πατέρα.» ο νεαρός, ανακουφισμένος που το κήρυγμα είχε τελειώσει, έφυγε τρέχοντας να βρει το νάνο αρχηγό και οδηγό του καραβανιού. *********** Οι άμαξες κινούνταν σταθερά στο χωμάτινο δρόμο. Αρκετές ώρες μετά την αναχώρησή τους από το χωριό Πορφυρές Πεδιάδες, είχαν αφήσει πίσω τους την κατοικημένη περιοχή, μα και τις μεγάλες καλλιεργημένες εκτάσεις τους με τους χαρακτηριστικούς κόκκινους καρπούς ενός είδους σιτηρού, που μόνο εκεί φύτρωνε (από εκεί προερχόταν και το όνομα της περιοχής). Εδώ και ώρα το μόνο που αντίκριζε το γυμνό μάτι ήταν αχανείς, ακατέργαστες, άγριες πεδιάδες. Τη μονοτονία έσπαγαν οι εκάστοτε λόφοι, με τις απαλές τους ανηφόρες και κατηφόρες, μα και η θέα της μεγάλης Οροσειράς του Χρόνου που αχνοφαινόταν στο το βορρά. Ο μόνος ήχος που στόλιζε αυτό το όμορφο τοπίο, ήταν το μονότονο σύρσιμο από τις ρόδες των κάρων στο χωμάτινο, γεμάτο πέτρες μονοπάτι. Ο Άριαν βρισκόταν στην άμαξά του και οδηγούσε τα άλογα ρεμβάζοντας. Αναλογιζόταν όλα όσα είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό. Όλα είχαν αλλάξει από τότε που ανακάλυψε για πρώτη φορά τη μυστήρια αυτή δύναμή του. Θυμόταν καθαρά την πρώτη φορά που διαπίστωσε την ύπαρξή της, όταν κατά τη διάρκεια μιας άσκησης με ένα φλογισμένο ραβδί, πετώντας το στον αέρα, εκείνο προσγειώθηκε με λάθος τρόπο, φέρνοντας τις φλόγες στην παλάμη του. Ο Άριαν μην έχοντας συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί συνέχισε να κρατά το ραβδί για μερικές στιγμές χωρίς να καίγεται. Θυμόταν, ακόμα, την έκφραση του πατέρα του, καθώς του ανακοίνωνε τα νέα. Τη θυμόταν γιατί τον είχε παραξενέψει η αντίδραση του Τζέηκομπ. Αν και μεγάλος μάγος ο ίδιος, αντί να ενθουσιαστεί που και ο γιος του είχε κληρονομήσει το χάρισμα, έδειχνε μάλλον να ανησυχεί. Η αλήθεια ήταν, βέβαια, ότι το χάρισμα του Άριαν ήταν κάτι περισσότερο από ασυνήθιστο. Φυσικά και υπήρχαν άλλοι χαρισματικοί άνθρωποι στον κόσμο, ακόμα κι αν δεν ήταν πολλοί, μα κανείς τους, τουλάχιστον από όσα ήταν γνωστά, δεν κατείχε τόσο μεγάλη δύναμη. Η μαγεία τους, όπως και του πατέρα του, περιοριζόταν σε απλές γητειές και ξόρκια του μυαλού, που προκαλούσαν σύγχιση και ψευδαισθήσεις. Ποτέ κανείς, σύμφωνα με την ιστορία, δεν είχε καταφέρει να ελέγξει κάποιο στοιχείο της φύσης. Το γεγονός αυτό, πίστευε ο Άριαν, ήταν που έκανε τον πατέρα του να ανησυχεί τόσο πολύ. Πάντως ο ίδιος είχε κάνει αρκετές προόδους στον έλεγχο των δυνάμεών του ήδη από πολύ νωρίς. -«Να κρατάς πιο γερά και τεντωμένα τα ηνία.» Ο Άριαν πετάχτηκε ξαφνιασμένος στο άκουσμα της φωνής. -«Πατέρα! Με τρόμαξες!» -«Πού ταξιδεύει το μυαλό σου γιε μου;» -«Πουθενά… απλά ήμουν αφηρημένος.» Ο Τζέηκομπ πέρασε πάνω από το ξύλο που χώριζε το μπροστινό κάθισμα της άμαξας από το κάρο και κάθισε δίπλα στο γιο του. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, μέχρι που ο Άριαν αποφάσισε να σπάσει την αμήχανη σιωπή: -«Ξεκουράστηκες καθόλου;» -«Ναι, αρκετά. Θα πρέπει να κοιμάμαι αρκετές ώρες.» -«Πράγματι. Ταξιδεύουμε από το μεσημέρι και κοντεύει να δύσει ο ήλιος. Λογικά σε λίγο θα κάνουμε στάση. Το στομάχι του νάνου δεν αργεί ποτέ να διαμαρτυρηθεί!» Το τελευταίο σχόλιο του Άριαν σχημάτισε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του πατέρα του. -«Σχετικά με το πρωί…Άριαν, δεν ήθελα να φανώ τόσο απότομος. Απλά ανησύχησα.» -«Καταλαβαίνω το ότι κουράστηκες και είχες δίκιο όσον αφορά την ανευθυνότητα μου. Όμως, αφού ήξερες που ήμουν, γιατί ανησύχησες;» -«Νόμιζα πως τα έχουμε πει. Και πως συμφωνήσαμε να προσέχεις λίγο περισσότερο τώρα, μέχρι να κατανοήσουμε καλύτερα τις δυνάμεις σου. Και μην ξεχνάς. Το ότι είμαστε μια οικογένεια εδώ στο καραβάνι και κανείς δεν μιλάει για σένα στους ξένους, δε σημαίνει πως και όλοι οι άλλοι εκεί έξω θα κάνουν το ίδιο αν μάθουν για σένα. Όσο κοιτούν από μακριά, βλέπουν απλά μια παράσταση με φωτιές, την οποία δέχονται ως μια πανέξυπνη ψευδαίσθηση. Δε θέλω ούτε να φανταστώ, πώς θα αντιδράσουν, αν καταλάβουν τι ακριβώς μπορείς να κάνεις γιε μου.» -«Μα γιατί; Γιατί να μην δεχτεί ο κόσμος πως η μαγεία εξελίσσεται και πως μπορεί να πάρει και άλλες μορφές;» -«Απλούστατα γιατί δεν το καταλαβαίνουν. Και ό, τι δεν καταλαβαίνει ο άνθρωπος, το φοβάται και προσπαθεί να το καταστρέψει. Αυτό φοβάμαι και για εσένα μικρέ. Ότι θα σε φοβηθούν.» -«Και θα πρέπει να κρύβομαι για μια ζωή;» -«Αρχικά, μέχρι να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει, φοβάμαι πως ναι, θα πρέπει να μείνει μεταξύ μας όλο αυτό. Αλλά ακόμα και αργότερα, θα πρέπει να είσαι πολύ προσεχτικός σε ποιον φανερώνεις τις ικανότητές σου. Ακόμη και τα ξωτικά, που κατέχουν τόσες γνώσεις και κατανοούν καλύτερα τη φύση της μαγείας, μπορεί να αποδειχτούν πολύ σκληρά, όπως μας δίδαξε το παράδειγμα του Λάιελορ. Ζουν αποτραβηγμένα στο δικό τους κόσμο και δεν αφήνουν εύκολα να μπει κανείς. Κρατούν τα μυστικά τους καλά κρυμμένα. Αν έδιωξαν ένα δικό τους, κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα αντιδράσουν, αν μάθουν ότι κάποιος, που δεν είναι δικός τους, κατέχει τέτοια δύναμη.» Μια φωνή από κάπου μπροστά διέκοψε τη συζήτηση: ‘Στάσηηηηη!’ Ο Άριαν τράβηξε με δύναμη τα ηνία, διατάζοντας τα άλογα να σταματήσουν. -«Απ’ ότι φαίνεται τελικά το στομάχι του Γκέραλντ δεν είναι και τόσο συνεπές.» -«Έχεις δίκιο γιε μου. Κάθε μέρα και νωρίτερα!» είπε ο Τζέηκομπ και ξέσπασαν και οι δύο σε δυνατά γέλια. ******** Η φωτιά άναψε, τα στρωσίδια απλώθηκαν, το φαγητό άρχισε να ετοιμάζεται και σειρά είχε τώρα η διασκέδαση. Κάθε βράδυ η κατασκήνωση με το καραβάνι ήταν γιορτή. Τραγούδια, μουσικές και αργότερα χοροί στόλιζαν τις κατά τα άλλα μονότονες βραδιές. Ήταν η ανάγκη των ανθρώπων αυτών, να νιώσουν σαν πραγματικοί άνθρωποι και όχι σαν άγριοι στη μέση της ερημιάς, που τους έκανε να αποζητούν με τόση λαχτάρα την ψυχαγωγία της μουσικής και του γλεντιού. Ο καλοκαιρινός ήλιος δεν είχε δύση ολοκληρωτικά ακόμη και ο Άριαν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να εξασκηθεί, μακριά από τα κριτικά μάτια των συντρόφων του. Για το λόγο αυτό, απομακρύνθηκε διακριτικά από των κύκλο που σχημάτιζαν οι άμαξες γύρω από τη μεγάλη φωτιά και έψαξε να βρει το κατάλληλο για την άσκησή του σημείο. Όχι πολύ μακριά από τον προσωρινό καταυλισμό, έρρεε ένα μικρό ποταμάκι. Στην όχθη του, βρίσκονταν μερικά βραχάκια και ένα μοναχικό δέντρο, που έγερνε προς το ποτάμι, σαν να διψούσε. Μάλιστα μερικά από τα κλαδιά του άγγιζαν με τις άκρες τους το νερό, σχηματίζοντας μικρές, διακριτικές ρυτίδες στην, κατά τα άλλα, κρυστάλλινη επιφάνεια. Ο νέος διάλεξε ένα επίπεδο βραχάκι, για να καθίσει και να ξεκινήσει το διαλογισμό του. Έπρεπε πάντα να ηρεμεί πριν καλέσει τη δύναμη του, ώστε να μπορέσει να διατηρήσει τον απόλυτο έλεγχό της. Αφού κάθισε, σταύρωσε τα πόδια του και ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του. Έκλεισε τα μάτια του, πήρε μια βαθιά ανάσα και, ελευθερώνοντας την αργά, έδιωξε την ένταση από το κορμί του. Προσπάθησε να απομακρύνει από το μυαλό του κάθε σκέψη και επικεντρώθηκε στη φύση γύρω του. Έψαξε για τους μικρούς εκείνους ήχους, που μόνο αν κάτσει κανείς να τους παρατηρήσει, συνειδητοποιεί την ύπαρξή τους: το κελάρυσμα του νερού καθώς περνά ανάμεσα από τις εκατοντάδες πέτρες που κατοικούν στο βυθό του μικρού ποταμού, το τιτίβισμα των μικρών πουλιών που έχουν τις φωλιές τους στα μικρά δεντράκια, το θρόισμα των φύλλων καθώς τα ξυπνά η καλοκαιρινή αύρα. Ο Άριαν ένιωσε ένα αεράκι να σηκώνεται γύρω του και να δυναμώνει. Τα μακριά μαλλιά του ανέμιζαν από έναν αέρα αφύσικο, αλλιώτικο, μαγικό. Τότε κοίταξε βαθιά μέσα του, στο είναι του, για να βρει τον άλλο του εαυτό, το μαγικό του εαυτό, εκείνον που του χάριζε τη δύναμη και έκανε την ενέργεια να ξεχειλίζει από μέσα του. Εκείνον τον εαυτό που έπρεπε να μάθει να ελέγχει. Τον ξύπνησε και τον άφησε να βγει στην επιφάνεια. Ένιωσε την ενέργεια να κινείται μέσα του, να συγκεντρώνεται και σαν ένας κόμπος, να κυλά από τον ώμο του προς την παλάμη. Όταν άνοιξε τα μάτια του, οι, άλλοτε καστανές, κόρες τους είχαν ένα φωτεινό κόκκινο χρώμα. Κοίταξε τη δεξιά παλάμη του, την τυλιγμένη στις φλόγες, και προσπάθησε να προσδιορίσει την αίσθηση που του δημιουργούσε η μαγική φωτιά. Δεν τον έκαιγε. Αντιθέτως, ήταν δροσερή και τον γαργαλούσε ελαφρά. Αργά, προσέχοντας να μην χάσει τον έλεγχο, ο Άριαν σηκώθηκε από το βράχο όπου καθόταν. Με το φλογισμένο του χέρι, έπιασε το ραβδί του, που χρησιμοποιούσε στις παραστάσεις. Με μια σκέψη διέταξε τις φλόγες να ταξιδέψουν από το χέρι του στο όπλο, τυλίγοντας το ολοκληρωτικά. Δεν υπήρχε καπνός, όμως, ούτε μαύρισε το ξύλο, γιατί ο Άριαν συγκρατούσε τις φλόγες και δεν τις άφηνε να καταπιούν το εύφλεκτο αντικείμενο. Ο Άριαν ένιωθε την ενέργεια να κυλά από μέσα του, στο ραβδί και πάλι πίσω. Ένιωθε κύματα δύναμης να τον γεμίζουν και να φουσκώνουν ακόμα περισσότερο, ζητώντας απελευθέρωση. Όσο κι αν απολάμβανε την αίσθηση αυτή, ο νέος γνώριζε πως δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει για πολύ ακόμα τη συνεχώς αυξανόμενη ένταση της δύναμής του. Έπρεπε να την εξωτερικεύσει, χωρίς, όμως, να διακινδυνεύσει να αποτεφρώσει ολόκληρη την πεδιάδα. Επέλεξε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσει τη μαγεία του για να εξασκήσει τις ικανότητές του στη χρήση του όπλου που κρατούσε στα χέρια του. Επιδόθηκε για άλλη μια φορά στο χορό που τόσο καλά γνώριζε, εκτελώντας αναρίθμητες κινήσεις, περιστροφές, πετάγματα και προβολές. Διοχετεύοντας τη μαγική του δύναμη, αποκτούσε μεγαλύτερη ταχύτητα, δύναμη και αντοχή, χαρακτηριστικά τα οποία βελτιώνονταν κάθε φορά που ο Άριαν εξασκούνταν. Αρκετή ώρα αργότερα, ο νέος ολοκλήρωσε την εξάσκησή του, με ένα αίσθημα ανακούφισης και γαλήνης. Είχε κατορθώσει να ελέγξει με επιτυχία τις δυνάμεις του και να ασκηθεί. Ακούμπησε, ιδρωμένος, το ραβδί στο έδαφος, με σκοπό να βουτήξει στο δροσερό ποτάμι, πριν επιστρέψει στη συντροφιά των φίλων του, μα οι σκέψεις του διακόπηκαν από τον ήχο χειροκροτήματος πίσω του. Γύρισε, για να δει τον Λάιελορ, το ξωτικό, να γέρνει σε ένα δεντράκι και να τον χειροκροτεί, όχι με ενθουσιασμό, αλλά μάλλον με ειρωνεία. -«Πόση ώρα είσαι εκεί;» ρώτησε καχύποπτα ο Άριαν. Τον τελευταίο καιρό η συμπεριφορά του ξωτικού δεν του άρεσε καθόλου. -«Ωωω, μα γιατί γίνεσαι απότομος μικρέ; Δε σου έμαθε τρόπους ο πατέρας σου;» ειρωνεία στόλιζε το όμορφο πρόσωπο του Λάιελορ. -«Τι θέλεις Λάιελορ, γιατί δεν είσαι με τους άλλους;» -«Και να χάσω τέτοια παράσταση; Δε θα είσαι καλά! Βλέπω, όμως, ότι βελτιώνεσαι μικρέ! Τι θα έλεγες για μια μικρή δοκιμασία; Έτσι για να δούμε τι αξίζεις!» και πριν καν ολοκληρώσει τη φράση του, το ξωτικό τράβηξε το σπαθί του και επιτέθηκε στον Άριαν. Εκείνος είδε το ξίφος να έρχεται καταπάνω του την τελευταία στιγμή, για να το αποφύγει με έναν ελιγμό στο πλάι. Το ξωτικό, όμως, συνέχισε την επίθεσή του με μια σειρά από γρήγορες προβολές, τις οποίες, ο ξαφνιασμένος Άριαν απέφευγε οριακά. Αφού απόφυγε ένα χτύπημα που προοριζόταν για το στομάχι του, εκμεταλλεύτηκε τη φόρα του Λάιελορ, για να του δώσει μια δυνατή κλοτσιά στα πλευρά και να τον ζαλίσει. Κατορθώνοντας να ανακόψει τη σαρωτική επίθεση πρόλαβε να πιάσει το ραβδί του που είχε αφήσει δίπλα στην όχθη της λίμνης. Εντωμεταξύ, ο Λάιελορ είχε συνέλθει και ξεκινούσε μια νέα επίθεση κατά του νέου. Ο Άριαν, έχοντας το πιστό του όπλο στα χέρια, απέκρουσε δύο απανωτά χτυπήματα που στόχευαν το κεφάλι του και στη συνέχεια άλλα δύο χαμηλά. -«Γιατί… το … κάνεις… αυτό;» οι λέξεις έβγαιναν βεβιασμένα από το στόμα του Άριαν, ανάμεσα από τις αποκρούσεις. -«Σου είπα, για να σε δοκιμάσω. Αλλά απ’ ότι φαίνεται, το παιδί ταλέντο δεν είναι και τόσο ταλαντούχο τελικά. Κουράστηκες κιόλας Άριαν;» το ξωτικό μιλούσε δίχως καμία ιδιαίτερη προσπάθεια, παράλληλα με τις απανωτές επιθέσεις που εξαπέλυε προς το νεαρό. Δεν έδειχνε κανένα σημάδι κούρασης, σε αντίθεση με τον Άριαν ο οποίος είχε ιδρώσει και με το ζόρι κατάφερνε να αποφύγει τα χτυπήματα. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν και ο Άριαν είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Δεν καταλάβαινε το παιχνίδι του ξωτικού και αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Κάποια στιγμή, καθώς το όπλο του Λάιελορ κατευθυνόταν προς το κεφάλι του Άριαν, άλλαξε πορεία, λίγο πριν χτυπήσει, και κατευθύνθηκε προς το στήθος του. Εκείνος, προσπάθησε να αποκρούσει την κίνηση με την δεξιά άκρη του ραβδιού του, μα απέτυχε, με αποτέλεσμα η κοφτερή λεπίδα να τον βρει στο δεξί του μπράτσο. -«Αχά! Μμμ, μάλλον θέλεις πολύ δρόμο ακόμα για να με ξεπεράσεις μικρέ. Δεν πειράζει, θα σου την χαρίσω αυτή τη φορά. Πρόσεξε, όμως, μην βρεθείς στο δρόμο μου ξανά, γιατί δεν ξέρω αν θα μπορέσω να δείξω πάλι μεγαλοψυχία.» ο αλαζόνας Λάιελορ χαμογελούσε χαιρέκακα, όσο κοίταζε τον Άριαν που κρατούσε το τραύμα του. Δεν ήταν ιδιαίτερα βαθύ το κόψιμο, μα ο οξύς πόνος θόλωσε το μυαλό του Άριαν. Έκλεισε τα μάτια του και όταν τα άνοιξε, εκείνα είχαν το κόκκινο χρώμα της φωτιάς. Οργή τον κατέκλυσε και η ενέργεια που έκρυβε μέσα του είχε ξυπνήσει και ζήταγε να βγει. Και ο Άριαν δεν της το αρνήθηκε. Όταν έσφιξε για άλλη μια φορά το όπλο στα χέρια του, κάθε σημάδι κούρασης είχε εξαφανιστεί και οι κινήσεις του ήταν πιο σίγουρες από ποτέ. Επιτέθηκε με ταχύτητα υπερβολικά μεγάλη ακόμη και για το ταχύτατο ξωτικό. Το πρώτο χτύπημα βρήκε τον ξαφνιασμένο Λάιελορ στο πρόσωπο και το δεύτερο στο στομάχι. Η τρίτη κίνηση στόχευσε τα πόδια του αντιπάλου, σηκώνοντας τον με ένα χτύπημα στον αέρα. Πριν προλάβει προσγειωθεί στο έδαφος, ο Άριαν τον έστειλε με ένα χτύπημα να πέσει με την πλάτη στο γερμένο δέντρο δίπλα στην όχθη του ποταμού. Η μάχη είχε τελειώσει. Ο Άριαν εξοργισμένος πλησίασε το πεσμένο ξωτικό. Ο Λάιελορ τον κοίταξε τρομαγμένος, μα δεν τόλμησε να σηκωθεί. Το χαμόγελο είχε χαθεί από το πρόσωπό του. Αίμα έτρεχε από το σκισμένο του χείλος και το αμάνικο πουκάμισό του άφηνε να φανεί μια άσχημη μελανιά που στόλιζε κιόλας το αριστερό του μπράτσο. Ο Άριαν τοποθέτησε την άκρη του ραβδιού του κάτω από το σαγόνι του πεσμένου αντιπάλου του. -«Δεν ξέρω τι ακριβώς προσπαθείς να καταφέρεις, όμως σε προειδοποιώ να με αφήσεις ήσυχο. Αν θέλεις το καλό σου μείνε μακριά και όποιο πρόβλημα έχεις να το λύσεις με τον εαυτό σου και όχι με μένα. Κατάλαβες;» Το ξωτικό κούνησε τρομαγμένο το κεφάλι του καταφατικά. Ο Άριαν, αηδιασμένος από όλα όσα είχε δει και είχε κάνει, γύρισε την πλάτη του στον Λάιελορ και προχώρησε προς τον καταυλισμό. Ο Λάιελορ σηκώθηκε και, ντροπιασμένος, έφυγε τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν επέστρεψε ποτέ στο καραβάνι. Πίσω στον καταυλισμό, το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Περιμένοντας να ετοιμαστεί το δείπνο τους, οι ταξιδιώτες τραγουδούσαν γύρω από τη φωτιά και, καθώς περνούσε η ώρα, τόσο η ευθυμία όσο και οι μεγάλες κούπες κρασιού, ανέβαζαν την ένταση. Ο μόνος που δεν συμμεριζόταν όλο αυτό το κέφι, ήταν ο Τζέηκομπ. Εκείνος καθόταν δίπλα στο κάρο που μοιραζόταν με τον Άριαν, μακριά από τη ζεστασιά της φωτιάς. Δίπλα του βρισκόταν μια κούπα με κρασί, την οποία δεν είχε ακουμπήσει. Το βλέμμα του πλανιόταν στο κενό, ενώ τα χέρια του γυάλιζαν αφηρημένα, με ένα κομμάτι ύφασμα, ένα ξίφος που βρισκόταν στην αγκαλιά του. Τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις του ήταν, που δεν κατάλαβε την επιστροφή του Άριαν, παρά μόνο όταν εκείνος κάθισε δίπλα του και του μίλησε: -«Πατέρα, είσαι καλά; Γιατί κάθεσαι εδώ μόνος σου;» -«Δε σε άκουσα που πλησίαζες γιε μου. Καλά είμαι, απλά δεν είχα και πολύ όρεξη για τραγούδια.» λέγοντας αυτό, γύρισε να κοιτάξει τον Άριαν. Το βλέμμα του έπεσε στο κόψιμο του γιου του. Δε χρειάστηκε να ρωτήσει. Είχε δει το ξωτικό που πήρε από πίσω τον Άριαν νωρίτερα, «Έφυγε;» Ο Άριαν έγνεψε καταφατικά. «Έτσι νομίζω.» -«Ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει σ’ αυτή τη ζωή και όλοι έχουμε κάποιο ρόλο. Ίσως ο δικός του ρόλος να μην έχει τελειώσει ακόμα. Ίσως πάλι να μην τον ξαναδούμε ποτέ.»Ο Τζέηκομπ κοίταξε το σπαθί. Το βλέμμα του πρόδιδε θλίψη, σαν το σπαθί να του ξυπνούσε αναμνήσεις, που του προκαλούσαν πόνο. -«Που το βρήκες αυτό;» ο Άριαν παρατήρησε για πρώτη φορά το σπαθί. Το πρόσωπο του Τζέηκομπ στόλισε ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Ήταν του πατέρα μου. Το μοναδικό αντικείμενο που μου άφησε.» -«Νόμιζα πως δεν τον γνώρισες.» -«Δεν τον γνώρισα. Το σπαθί αυτό, το άφησε ο πατέρας μου στον Γκέραλντ, που τότε ξεκινούσε με το θίασο, και του ζήτησε να το προσέχει, μαζί με μένα, που ήμουν μωρό. Ο Γκέραλντ, που δεν ήταν ακόμη ούτε εκατόν πενήντα ετών τότε, δέχτηκε, σαν καλός φίλος, να με πάρει μαζί του και να με μεγαλώσει. Και έτσι βρέθηκα εδώ.» Ο Άριαν γούρλωσε τα μάτια στο άκουσμα της ηλικίας του νάνου, προκαλώντας το χαμόγελο του Τζέηκομπ. «Ναι, οι νάνοι ζουν πολλά χρόνια. Αιώνες» απάντησε στη νοητή ερώτηση του γιου του. -«Δεν ήξερα πως είναι τόσο μεγάλος ο Γκέραλντ…Και πέρασες όλη σου τη ζωή στο θίασο;» -«Περίπου Άριαν. Όταν εσύ γεννήθηκες, έμεινα για ένα διάστημα στη Ντάργκαστ. Αφού πέθανε η μητέρα σου, η οικονομική μου κατάσταση, με ανάγκασε να δουλέψω στο θίασο ξανά. Ο Γκέραλντ μας δέχτηκε με χαρά, αφού με είχε σαν παιδί του.» Έπεσε σιωπή για λίγο. Ο Τζέηκομπ φαινόταν να έχει χαθεί στο παρελθόν, μα τελικά, γύρισε στον Άριαν: «Το σπαθί είναι δικό σου γιε μου. Ο πατέρας μου ήθελε το όπλο αυτό να περνά από γενιά σε γενιά. Και τώρα είναι ώρα να το πάρεις εσύ.» και λέγοντας αυτά, έτεινε το σπαθί προς τον Άριαν. Εκείνος το πήρε διστακτικά, μελετώντας το με προσοχή. Ήταν βαρύ, μα καλοζυγισμένο, φτιαγμένο από καθαρό ασήμι. Η λαβή του ήταν καλυμμένη από απαλό, κόκκινο ύφασμα και την κάλυπτε ένα προστατευτικό κομμάτι μετάλλου, που είχε το σχήμα μιας νυχτερίδας με ανοιγμένα φτερά. Ήταν τόσο καλογυαλισμένο, που ο Άριαν μπορούσε να δει την αντανάκλασή του στη λεπίδα. Μάλιστα, κοιτάζοντας τον εαυτό του, του φάνηκε πως είδε τα μάτια του να κοκκινίζουν. Η σκέψη του, όμως, διακόπηκε από τον πατέρα του: «Σ’ αρέσει;» -«Πολύ. Φαίνεται πολύ καλοφτιαγμένο.» -«Όσο δε φαντάζεσαι Άριαν. Όσο δε φαντάζεσαι. Να το προσέχεις γιε μου, γιατί φοβάμαι ότι θα σου χρειαστεί μια μέρα.» είπε σιγανά ο Τζέηκομπ, σηκώθηκε και κίνησε προς τη φωτιά, όπου το φαγητό ήταν πια έτοιμο και τους περίμενε. Ο Άριαν, απορροφημένος από τη γυαλισμένη λεπίδα, δεν έδωσε σημασία στα λόγια του πατέρα του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.