Jump to content

Ο Θάνατος Της Μάγισσας


constantinos

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Κωνσταντίνος Μίσσιος

Είδος:Φαντασία

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: περίπου 3000

Αυτοτελής; Ναι

 

Ο θάνατος της μάγισσας

 

 

 

 

 

«Γιαγιά…; Να σε ρωτήσω κάτι;»

 

«Να με ρωτήσεις», απάντησε η Ζόρα χωρίς να σταματήσει να διώχνει τις πευκοβελόνες που είχαν γεμίσει τη μαρμάρινη πλάκα του τάφου.

 

«Ο παππούς μπορεί να μας ακούσει;»

 

Η Ζόρα σταμάτησε να καθαρίζει και παραμένοντας γονατιστή κοίταξε για λίγο την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Φράνιο κι έπειτα γύρισε στην εγγονή της που κρατούσε τα λουλούδια. Χρυσάνθεμα και τριαντάφυλλα. Τα τελευταία που ‘χαν απομείνει στον κήπο της. Μετά απ’ αυτά δε θα υπήρχε τίποτε άλλο. Μονάχα ο χειμώνας.

 

Χαμογέλασε στη Στέφι. Το μούτρο του κοριτσιού ήταν σκεφτικό κι η Ζόρα ένιωσε να την τυλίγει η γλυκόπικρη αγάπη για την εγγονή της. Πάντα ένιωθε έτσι όταν ερχόταν αντιμέτωπη με τις αθώες, παιδικές απορίες της που δεν είχαν ουσιαστικές απαντήσεις. Έβλεπε μέσα από τα μάτια της Στέφι τον κόσμο να γεννιέται κι αυτό την έκανε να νιώθει αισιοδοξία και νοσταλγία.

 

«Δεν ξέρω», απάντησε στη μικρή.

 

Εκείνη κατσούφιασε.

 

«Η μαμά λέει ότι είναι στον ουρανό μαζί με τους αγγέλους και βλέπει κι ακούει ότι κάνουμε», επέμεινε το κορίτσι.

 

«Δώσ’ μου τα λουλούδια», είπε η Ζόρα και πήρε το μπουκέτο βάζοντας το στο πλαστικό ανθοδοχείο με το φρέσκο νερό.

 

Σε πολλούς τάφους τα τελευταία χρόνια έβλεπες σκονισμένα πλαστικά λουλούδια να έχουν απαλλάξει του τεθλιμμένους συγγενείς από την ανάγκη διαρκούς ανανέωσης αλλά η Ζόρα προτιμούσε να φέρνει φρέσκα κάθε Σάββατο διανύοντας με τα πόδια τα τέσσερα χιλιόμετρα ως το νεκροταφείο της Μπρένοβα.

 

«Αφού το λέει η μάνα σου έτσι θα ‘ναι», απάντησε τελικά στη Στέφι.

 

«Ναι αλλά τότε γατί δε μας απαντάει; Γιατί δεν μπορούμε να τον δούμε;», άρχισε εκείνη τις απανωτές ερωτήσεις.

 

«Γιατί έτσι κάνουν οι πεθαμένοι», είπε και το κορίτσι φάνηκε για μια στιγμή να δέχεται την ασταθή εξήγηση της.

 

«Κι εσύ δηλαδή έτσι θα κάνεις άμα πεθάνεις;»

 

Στην αρχή έμεινε αμήχανη. Όχι τόσο από την ίδια την ερώτηση όσο από την ανέμελη άνεση της. Βγήκε από το στόμα του κοριτσιού σα μικρή χάρτινη σαΐτα κι εκτοξεύτηκε κατά πάνω της χωρίς καμιά διάθεση να την πληγώσει. Πόσο μακρινός θα πρέπει να φαινόταν στη Στέφι ο θάνατος. Μακρινός κι ακατανόητος.

 

«Έτσι κάνουν όλοι οι πεθαμένοι», απάντησε κοιτώντας γύρω της τον ελάχιστο κόσμο. Ήσυχες φιγούρες που περιδιάβαιναν τα μικρά στενά ανάμεσα στις γειτονιές των τάφων.

 

«Έτσι θα κάνω κι εγώ;», ρώτησε ξανά η Στέφι.

 

«Έτσι», είπε η Ζόρα και σηκώθηκε αφήνοντας ένα μικρό βογκητό πόνου.

 

«Άιντε τώρα να γυρίσουμε. Θα ‘ρθει κι η μάνα σου να σε πάρει όπου να ‘ναι», είπε τινάζοντας της φούστα της. Πρόσεξε ότι ένας πόντος είχε φύγει από το σκούρο καλσόν της. Μόλις το είχε αγοράσει. Καταραμένα ψευτοπράγματα, σκέφθηκε κι έπιασε τη Στέφι απ’ το χέρι.

 

 

 

***

 

 

 

«Να προσέχεις μάμα», είπε η Άνκα φιλώντας σταυρωτά τη Ζόρα, «Κι όταν βγουν οι εξετάσεις να με πάρεις τηλέφωνο. Ακούς;»

 

«Καλά, καλά. Θα σε πάρω, μη κάνεις έτσι», απάντησε εκείνη χαμογελώντας.

 

«Όχι, μη κάνω έτσι! Όταν βγουν οι εξετάσεις να με πάρεις τηλέφωνο και το Πάσχα θα ‘ρθεις στην Ιταλία να μείνεις μαζί μας. Δεν ακούω κουβέντα αυτή τη φορά. Έτσι;», συνέχισε η Άνκα με μάτια ανήσυχα.

 

Η Ζόρα έριξε μια ματιά στο αυτοκίνητο με την αναμμένη μηχανή και τον Ντομένικο που περίμενε καπνίζοντας και κοιτώντας βαριεστημένα τον δρόμο.

 

«Καλά, καλά…, θα δούμε», είπε σιγανά στην κόρη της.

 

Η Άνκα αναστέναξε και για μια στιγμή η λεπτές ρυτίδες των ματιών της γίνηκαν λίγο πιο βαθιές.

 

«Αχ, βρε μάμα…», ψιθύρισε.

 

«Άιντε, ο άντρας σου δε βλέπει την ώρα να φύγετε. Άιντε και μην ανησυχείς για μένα. Μόνο να με πάρετε τηλέφωνο όταν φτάσετε», είπε διώχνοντας την κόρη της από την αγκαλιά της.

 

Εκείνη μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο που ξεκίνησε σχεδόν αμέσως.

 

«Γεια σου Στέφι, γεια σου ψυχή μου», φώναξε η Ζόρα προς το αυτοκίνητο κουνώντας το χέρι της.

 

«Γεια σου γιαγιά», φώναξε απ’ το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου ένα μικρό κεφαλάκι με μαύρα μαλλιά να φτερουγίζουν γύρω του.

 

Η Ζόρα στάθηκε ώσπου το αυτοκίνητο χάθηκε κατηφορίζοντας τον φιδογυριστό δρόμο της Μπρένοβα. Έσφιξε τη λεπτή ζακέτα που φορούσε κι έπειτα κοίταξε το πανόραμα της Ριέκα που κουτρουβαλούσε ως τη θάλασσα με τα μοναχικά εμπορικά πλοία που διαγράμμιζαν την Αδριατική.

 

Μετά μπήκε στο ήσυχο μικρό σπιτάκι και πήγε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα της. Πλησίασε την παμπάλαια συρταριέρα κι έσκυψε ανοίγοντας το τελευταίο συρτάρι, εκείνο που μάγκωνε. Κάτω από τα φίνα κεντημένα σεντόνια της μάνας και της γιαγιάς της, η Ζόρα ανέσυρε ένα μικρό ξύλινο κουτί με σκαλίσματα στο καπάκι.

 

Σηκώθηκε, το πήγε στο τραπέζι της κουζίνας και κάθισε μπροστά του κοιτώντας το για μια στιγμή αναποφάσιστη. Είχε χρόνια να το ανοίξει και τώρα αντιμέτωπη μαζί του ένιωθε σαν να ετοιμαζόταν να διαπράξει ιεροσυλία. Σα να σκόπευε ν’ ανοίξει έναν τάφο ενοχλώντας το φάντασμα κάποιου νεκρού.

 

Σήκωσε το καπάκι και σχεδόν αμέσως ένιωσε τη μυρωδιά από παλιά βοτάνια και κανέλα. Πήρε στα χέρια της ένα μικρό πακέτο με φθαρμένες φωτογραφίες. Οι περισσότερες ήταν ασπρόμαυρες γεμάτες μ’ ένα παράξενο γκρίζο φως.

 

Πρώτη ήταν η φωτογραφία του Φράνιο, όταν εκείνος ήταν νέος ακόμα, λίγο μετά τον πόλεμο. Φορούσε τα στρατιωτικά του και καμάρωνε για το μετάλλιο που του ‘χαν καρφιτσώσει στο στήθος. Η μόνη ανταμοιβή που πήρε απ’ το κράτος για τους φρικαλέους μήνες στα βουνά μαζί με τους Παρτιζάνους.

 

Από κάτω οι δυο τους. Τη μέρα του γάμου τους. Εκείνη τυλιγμένη σ’ ένα σύννεφο δαντέλας που έδειχνε περισσότερο σταχτί παρά λευκό. Χαμογέλασε κοιτώνας το ύφος της στη φωτογραφία. Σα να μη πίστευε αυτό που της είχε μόλις συμβεί. Πόσο ήταν τότε; Δεκατεσσάρων.

 

Κοίταξε την επόμενη φωτογραφία. Ακόμη πιο παλιά. Απ’ το χωριό. Δυο γυναίκες με βαριές φορεσιές, τσεμπέρια στα κεφάλια κι ένας άντρας με τεράστιο μουστάκι στεκόταν μπροστά απ’ ένα αγροτόσπιτο. Στην άκρη διακρίνονταν ένα τεράστιο λυκόσκυλο και πίσω απ’ το σπίτι οι κορφές των δέντρων. Το πατρικό της στο Σότιν. Ο πατέρας της, η μάνα της κι η γιαγιά της. Πότε και πως στο καλό είχαν βγάλει αυτή τη φωτογραφία, ούτε που θυμόταν. Ακόμα και το ποτάμι που ήξερε πως αργοσάλευε λίγο πιο μακριά απ’ το κάδρο ήταν μια απαλή ανάμνηση στο μυαλό της.

 

Φωτογραφίες με την κόρη της, φωτογραφίες από περασμένες εκδρομές στη θάλασσα μ’ εκείνη να κάθεται μαζεμένη στην παραλία, φωτογραφίες με συγγενείς και φίλους. Φωτογραφίες.

 

Το πακέτο τελείωσε και το άφησε στην άκρη. Δίστασε για μια στιγμή αλλά τελικά πήρε το μαύρο μεταξωτό πουγκί που κρατούσε κρυμμένο κάτω από τις φωτογραφίες. Το άνοιξε κι από μέσα του έβγαλε το δαχτυλίδι που χρόνια κοιμόταν εκεί.

 

Στο φως του δειλινού το χρυσό και το ασήμι γυάλισαν με παιχνιδιάρικες αναλαμπές και το μικρό κερασφόρο πλασματάκι με τον αυλό στο στόμα φάνηκε να κλείνει το μάτι στη Ζόρα. Σα να έλεγε: το ‘ξερα πως θα με θυμηθείς.

 

«Όταν έρθει η ώρα θα το δώσεις κι εσύ στην κόρη σου», θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της, της Νέβενκα.

 

Η ώρα είχε έρθει σκέφτηκε αλλά δε θα έδινε το δαχτυλίδι σε κανένα. Η κόρη της κι η εγγονή της δε θα συνέχιζαν την αλυσίδα. Αυτή θα ήταν η τελευταία κι η αλυσίδα θα σταματούσε.

 

Η κόρη κι η εγγονή της θα ζούσαν στον κόσμο που τους έλαχε, στον κόσμο της τηλεόρασης και των αυτοκινήτων, στο κόσμο το δικό τους όπου οι ψυχές των δέντρων, οι χτύποι της γης και τα μαντάτα του ανέμου δεν είχαν καμία θέση. Αυτά θα έμεναν πίσω στη δική τους εποχή. Όπως κι η Ζόρα.

 

Αναστέναξε, έβαλε πίσω στο πουγκί το δαχτυλίδι και πήγε να ντυθεί πιο κατάλληλα. Είχε δουλειές να τελειώσει.

 

 

 

***

 

 

 

Το απόγευμα άδειαζε βαριεστημένο παραχωρώντας τη θέση του στο βράδυ κι ο λάκκος της Στρέλιανα που την ημέρα χόχλαζε σκόνη και σκουπιδαριό και σκουριά από τις μάντρες τώρα έμοιαζε λίγο με την αυλή των θαυμάτων. Δίπλα στα κουφάρια των αυτοκινήτων και τις σαμπρέλες και τα μπάζα που οροθετούσαν τον κακοτράχαλο χωματόδρομο, το τσιγγαναριό είχε στήσει το εύθραυστο χωριό του. Με το βράδυ είχαν ανάψει και περιστασιακές γιρλάντες από γλόμπους που φώτιζαν τα βήματα της Ζόρα καθώς εκείνη περπατούσε προσεκτικά με τα χαμηλά τακουνάκια της και το κομψό Ιταλικό ταγέρ που της είχε φέρει πριν χρόνια η Άνκα. Έτσι όπως προχωρούσε αποφασιστικά ανάμεσα από τα βρομιάρικα ξυπόλυτα γυφτάκια που έπαιζαν με τσέρκια και ξεφούσκωτες μπάλες, έμοιαζε με γηρασμένη ντίβα του σινεμά που έχασε το δρόμο της. Ωστόσο κανείς από τους γύφτους και τις γύφτισσες που χάζευαν αραχτοί στις αυλές των ετοιμόρροπων σπιτιών τους δεν την ενόχλησε.

 

Λίγο πριν φτάσει στον προορισμό της η Ζόρα στάθηκε να πάρει μια ανάσα και ν’ αφήσει την ξαφνική ριπή να πάρει τον δρόμο της. Έκλεισε για λίγο τα μάτια κι ευχήθηκε το μαχαίρι του πόνου ν’ αργούσε να ξανάρθει. Άνοιξε τα μάτια. Ο αέρας τώρα μύριζε κρέας που ψηνόταν στα κάρβουνα και μια παραπονιάρικη μελωδία από χάλκινα δονούσε τον αέρα ανάκατη με τις παιδικές τσιρίδες.

 

Η Ζόρα συνέχισε τα τελευταία λίγα μέτρα μέχρι το σπίτι με την μικρή περιποιημένη αυλή. Έσπρωξε τη σιδερένια αυλόπορτα, μπήκε μέσα και πήγε να καθίσει σε μια λευκή καρέκλα κήπου που είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει αποκαλύπτοντας το μέταλλο από κάτω. Δίπλα υπήρχε ένα τραπέζι με γυάλινη επιφάνεια και πάνω του μια στοίβα περιοδικά. Τα περισσότερα έδιναν οδηγίες για περίτεχνα εργόχειρα άξιων κοριτσιών που θέλουν να φτιάξουν την προίκα τους.

 

Η Ζόρα πήρε μερικές βαθιές ανάσες κι ακουμπώντας την τσάντα της στο τραπέζι κοίταξε πρώτα την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού που οδηγούσε σ’ έναν σκοτεινό διάδρομο κι έπειτα το παράθυρο με τις βαριές τραβηγμένες κουρτίνες που φιλτράρανε το φως από μέσα.

 

Έστρωσε τη φούστα της, κοίταξε τον ουρανό που είχε σκοτεινιάσει πια και περίμενε. Ένας γκιώνης άρχισε να κλαψουρίζει κρυμμένος στις φυλλωσιές της Στρέλιανα κι ένας σκύλος απάντησε με διαδοχικά ουρλιαχτά. Η Ζόρα ανατρίχιασε ακούγοντας τις κραυγές τους.

 

Εκείνη τη στιγμή άκουσε μια πόρτα ν’ ανοίγει και μια γυναικεία φωνή.

 

«Ευχαριστώ. Καληνύχτα, μπάκα Όλιβερα».

 

Μια γυναίκα εξίσου καλοντυμένη με τη Ζόρα βγήκε από τον σκοτεινό διάδρομο έξω στην αυλή. Όταν την αντιλήφθηκε της έριξε μια γρήγορη, ένοχη ματιά κι ένα βιαστικό χαμόγελο φεύγοντας με μικρά ηχηρά βηματάκια.

 

Η Ζόρα σηκώθηκε πήρε την τσάντα της, ξανάστρωσε μηχανικά τη φούστα της και μπήκε στο σπίτι.

 

«Περίμενα να δω πότε θ’ αποφάσιζες να ‘ρθεις», ήταν τα πρώτα λόγια της γριάς Όλιβερα.

 

Η βαριά αιωνόβια τσιγγάνα ντυμένη με τον συνηθισμένο αχταρμά σχεδίων και χρωμάτων την υποδέχτηκε καθισμένη σε μια υπερβολική πολυθρόνα-θρόνο. Έμοιαζε με κακόγουστη βασίλισσα έτσι όπως καθόταν στο πλαίσιο των επιχρυσωμένων σκαλισμάτων της πολυθρόνας-θρόνου, τρίβοντας τα παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα και γεμάτα δαχτυλίδια χέρια της. Κοίταξε τη Ζόρα με βλέμμα σκυθρωπό.

 

Εκείνη χαμογέλασε και πλησιάζοντας έσκυψε και την φίλησε σταυρωτά. Η γριά μύριζε κανέλα και ιδρώτα.

 

«Τι κάνεις μπάκα;», ρώτησε τη γριά.

 

«Πονάω», είπε κι έπιασε να τρίβει τα δάχτυλα της.

 

«Θ’ αλλάξει ο καιρός. Έρχεται μπόρα και με πεθαίνουν τα ρημάδια», εξήγησε.

 

Η Ζόρα πλάτυνε το χαμόγελο της με κατανόηση.

 

«Άναψε το μαραφέτι και βάλε να πιούμε. Τα ξέρεις τα κατατόπια», διέταξε δείχνοντας τον ανεμιστήρα που ήταν ακουμπισμένος κάτω από το παράθυρο.

 

Η Ζόρα υπάκουσε κι αφού γέμισε δυο κρυστάλλινα ποτηράκια με σλίβοβιτσα, κάθισε κοντά στο τραπέζι με το βαθυπράσινο, βελούδινο τραπεζομάντιλο. Από πάνω ένας περίτεχνος πολυέλαιος με μονάχα έναν γλόμπο σε λειτουργία έριχνε απαλές λάμψεις στο μικρό δωμάτιο. Ο ανεμιστήρας γουργούριζε ευδιάκριτα στη σιωπή καθώς η Ζόρα παρακολουθούσε τη γριά να βγάζει από την τσέπη της μια ασημένια ταμπακέρα κι έναν ασορτί αναπτήρα. Με τρεμάμενα δάχτυλα άναψε τσιγάρο ρουφώντας βαθιά σα ν’ αναστέναζε εξακοντίζοντας μετά ένα σύννεφο καπνού μαζί με ηλικιωμένη κούραση.

 

«Λοιπόν;», ρώτησε χαμογελώντας πονηρά. Δυο χρυσοί τραπεζίτες κονταροχτυπήθηκαν με την χρυσοποίκιλτη πολυθρόνα-θρόνο.

 

Η Ζόρα μύρισε τον βαρύ καπνό του τσιγάρου.

 

«Πως παν’ οι δουλειές;», ρώτησε τελικά αντί ν’ απαντήσει.

 

Η Όλιβερα κροτάλισε τις σειρές τα βραχιόλια στους χοντρούς καρπούς της.

 

«Όπως πάντα. Πάνε κι έρχονται. Τις ξέρεις τις γυναίκες. Αγαπητικοί, μουρντάριδες άντρες, ανόητοι γιοι…»

 

Η Ζόρα συγκατάνευσε και κοίταξε σκεφτική το μικρό ποτηράκι με το δυνατό τσίπουρο.

 

«Δε θα το δώσεις τελικά, ε;», είπε ξαφνικά η γριά.

 

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι κι ήπιε μια καυτή γουλιά.

 

«Όχι», απάντησε τελικά.

 

Η γριά αναστέναξε. Το βλέμμα της πήρε μια λύπη βαθιά σαν τον χρόνο.

 

«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις», είπε.

 

«Εσύ;»

 

«Η Λιούμπιτσα είναι καλή μαθήτρια. Λίγο ατίθαση αλλά θα στρώσει. Έτσι ήμαστε εμείς οι τσιγγάνοι. Ανυπόμονοι κι ανεξέλεγκτοι σα δύστροπα άλογα, σαν τον καιρό. Αλλά θα στρώσει, θα μάθει», απάντησε.

 

«Πάλι καλά. Να μη χαθούν κι όλα. Κρίμα θα ‘ταν», συμπλήρωσε η Ζόρα.

 

«Κρίμα», είπε κι η γριά.

 

Σα να θυμήθηκε κάτι η Ζόρα ανασηκώθηκε πήρε την τσάντα της και την άνοιξε.

 

«Έφερα το βιβλίο μου», είπε κι έβγαλε ένα χοντρό δερματόδετο βιβλιαράκι με φθαρμένες άκρες.

 

«Σκέφθηκα να το δώσεις στη Λιούμπιτσα. Μη πάει χαμένο κι αυτό».

 

Η Ζόρα ακούμπησε προσεκτικά το βιβλίο στο τραπέζι.

 

Τα μάτια της γριάς απέναντι γυάλισαν στιγμιαία.

 

«Καλοσύνη σου. Είναι μεγάλο δώρο», είπε.

 

«Να φροντίσεις να το χρησιμοποιήσει σωστά».

 

Η θλίψη της γριάς τύλιξε πάλι σιωπηλά τη Ζόρα.

 

«Θα ‘ρθεις;», ρώτησε τελικά την τσιγγάνα.

 

«Θα ‘ρθω», απάντησε εκείνη βραχνά.

 

Η Ζόρα χαμογέλασε ικανοποιημένη και σηκώθηκε. Πλησίασε και φίλησε απαλά τη γριά.

 

«Άιντε. Καλό βράδυ Όλιβερα».

 

«Καλό βράδυ Ζόρα», απάντησε εκείνη.

 

Βγήκε ανακουφισμένη έξω στη ζεστή νύχτα. Η φωνή του γκιώνη ακουγόταν ακόμα επίμονη, τα παραπονιάρικα χάλκινα έψελναν κι ο σκύλος ξελαρυγγιαζόταν. Η Ζόρα κοίταξε τον αστροφώτιστο ουρανό. Θα ‘ρθει στ’ αλήθεια μπόρα, είπε στον εαυτό της και πήρε πάλι το δρόμο της επιστροφής για τη Μπρένοβα.

 

 

 

***

 

 

 

Ένιωθε κουρασμένη και ταυτόχρονα σε μια αλλόκοτη υπερένταση. Μια αναπόφευκτη αδημονία την είχε πιάσει απ’ την ώρα που πήρε το λεωφορείο απ’ το Βούκοβαρ για το Σότιν. Είχε συνέχεια τα μάτια καρφωμένα έξω στο τρεχούμενο τοπίο προσπαθώντας απεγνωσμένα ν’ αναγνωρίσει τα μέρη. Πρέπει να ‘χε κοντά είκοσι χρόνια να ‘ρθει σε τούτους τους τόπους κι ένιωθε ξαφνικά σα να όδευε προς κάποιο εξεταστήριο.

 

Για να δούμε Ζόρα, θυμάσαι τα χώματα που σε γέννησαν; Ξέχασες τη μάνα σου; Ξέχασες τον πατέρα σου; Ξέχασες τη γιαγιά σου; Ξέχασες κι εμένα που οδήγησα γενιές και γενιές γυναικών πριν από σένα;

 

Ξέχασες!

 

Και τώρα έρχεσαι για να βάλεις την ταφόπλακα. Αχάριστο πλάσμα!

 

Η φωνή στο μυαλό της για κάποιο περίεργο λόγο είχε τη χροιά μιας αυστηρής δασκάλας της στο δημοτικό. Μιας γυναίκας με αυστηρό κότσο που νόμιζες ότι δεν ήταν μέρος των μαλλιών της αλλά είχε τη δική του ξεχωριστή ύπαρξη. Μιας στρυφνής μεγαλοκοπέλας με γυαλιά κι ασφυκτικούς τρόπους.

 

Αργά το μεσημέρι το λεωφορείο μπήκε στο Σότιν κι η Ζόρα που κοιτούσε λαίμαργα κατάφερε επιτέλους να διακρίνει πίσω από σχεδόν είκοσι χρόνια, που περιείχαν κι έναν εμφύλιο, τα γνώριμα σημάδια του παρελθόντος. Φυσικά δεν αναγνώρισε κανέναν απ’ τους ντόπιους. Ακόμα και καμιά παλιά συμμαθήτρια ή φιλενάδα να περνούσε δίπλα της, θα της ήταν αδύνατον να την αναγνωρίσει. Της έκανε εντύπωση που τα περισσότερα πρόσωπα που συνάντησε ήταν γηρασμένα και σκυθρωπά.

 

Κουβαλώντας τη μικρή παλιά βαλίτσα της περιπλανήθηκε για λίγο στους δρόμους κι έπειτα με το μεσημέρι να φθίνει αργά, τράβηξε τον δρόμο που οδηγούσε έξω από το Σότιν και προς το ποτάμι. Ήταν αρκετή η διαδρομή αλλά δεν την ένοιαζε. Αρκεί να της έκανε τη χάρη ο πόνος. Τις τελευταίες μέρες είχε μια κακιά συνήθεια να την επισκέπτεται συχνά και να μένει όλο και περισσότερο.

 

Όσο απομακρυνόταν από το κέντρο του Σότιν και τα σπίτια αραίωναν τόσο το παρελθόν επέστρεφε. Τα κτίρια γύρω της ήταν γνώριμα, παλιά κι εγκαταλελειμμένα. Μερικά ήταν κατεστραμμένα, πνιγμένα στην ερημιά και την αγριάδα. Ωστόσο ο απαλός άνεμος μύριζε ωραία, στρογγυλεύοντας την ασχήμια. Ήταν μια υγρή και γεμάτη φύλλα μυρωδιά. Πλησίαζε το ποτάμι και στη στροφή του δρόμου είδε επιτέλους το πατρικό της, έρημο κι αυτό να στέκει κόντρα στα χρόνια.

 

Κοιτώντας το η Ζόρα ένιωσε για λίγο μπερδεμένη. Ίσως εξαιτίας εκείνης της φωτογραφίας, περίμενε να δει κάτι σα μια θολή εικόνα γεμάτη μυστηριώδη μεγαλοπρέπεια. Άντ’ αυτού το σπιτάκι μπροστά της, της φάνηκε πιο μικρό και ταπεινό απ’ όσο το θυμόταν.

 

Πέρασε τα ίχνη του ξύλινου φράχτη κι ανηφόρισε μέχρι την ξύλινη πόρτα. Είχε μαζί της το κλειδί απ’ το λουκέτο αλλά είδε ότι το είχαν σπάσει κι η εξώπορτα έστεκε μισάνοιχτη. Έσπρωξε με δύναμη χρησιμοποιώντας τον ώμο της κι η πόρτα υποχώρησε σκληρίζοντας, αφήνοντας με το ζόρι χώρο να περάσει εκείνη κι βαλίτσα της.

 

Μέσα βρήκε τα πάντα πνιγμένα στη βρώμα και σακατεμένα σε απελπιστικό βαθμό. Τα περισσότερα τζάμια και τα παντζούρια ήταν σπασμένα. Το φως του απογεύματος έριχνε ήδη μακριές σκιές και μια σκέψη που είχε η Ζόρα να συγυρίσει και να καθαρίσει εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Τι σημασία είχε άλλωστε;

 

Κάθισε για μια στιγμή στις χτιστές πεζούλες που παλιά φιλοξενούσαν τα μπάσια και κοίταξε ανέκφραστα το μαυρισμένο τζάκι. Πρόσεξε μια χρησιμοποιημένη σύριγγα κι ένα προφυλακτικό πεταμένα πάνω σε αδιευκρίνιστα αποκαΐδια. Στο πρόσωπο της σχηματίστηκε μια γκριμάτσα απέχθειας που γρήγορα έγινε έκφραση πόνου. Έκλεισε τα μάτια.

 

Αυτή τη φορά όλα είχαν ανέβει ένα κλικ. Αυτή τη φορά ήταν σα να της κάρφωναν ένα πυρωμένο μαχαίρι στα σωθικά. Άφησε ένα κοφτό βογκητό κι έπειτα, σα καταιγίδα που πέρασε άνοιξε πάλι αργά τα βλέφαρα. Είχε δακρύσει από τον πόνο. Αναστέναξε και σκέφθηκε τις εξετάσεις. Είχαν βγει αλλά δεν μπήκε στον κόπο να τις πάρει. Δε χρειαζόταν γιατρούς για να της πουν αυτό που της έλεγε το σώμα της ξεκάθαρα.

 

Τελικά δεν άντεξε στο θέαμα της σύριγγας και του προφυλακτικού. Έκατσε και καθάρισε όσο μπόρεσε χωρίς τα απαραίτητα και σαν νύχτωσε άναψε μια μικρή φωτιά στο τζάκι. Ευτυχώς είχε κουβαλήσει μαζί της κατσαρολικά, γάλα, σιμιγδάλι και λίγο μέλι μαζί με κανέλα κι έτσι κατάφερε να φτιάξει γκριζ να βάλει στο στομάχι της. Έκατσε κι έφαγε την κρέμα μέσα στην βαριά σιωπή κι όταν άφησε το πιάτο με το κουτάλι στην άκρη το φεγγάρι είχε ξεμυτίσει κιόλας πάνω απ’ τα δέντρα.

 

Η Ζόρα έβγαλε από το μαύρο πουγκί το δαχτυλίδι. Το ακούμπησε στην παλάμη της κι αμέσως ένιωσε εκείνον τον οικείο χτύπο, σαν τον παλμό μιας καρδιάς να δονεί τη χούφτα της και ν’ ανεβαίνει στο χέρι της, να κροταλίζει απαλά στο κρανίο της. Χαμογέλασε θλιμμένα σαν να είχε έρθει καταπρόσωπο με κάποιον παλιό φίλο.

 

Σηκώθηκε και βγήκε έξω στη ψυχρή, υγρή νύχτα. Ο ουρανός είχε σύννεφα και το φεγγάρι έπαιζε μαζί τους περιπλέκοντας τις σκιές. Η Ζόρα χωρίς να έχει ανάγκη τα μάτια της κατευθύνθηκε σιωπηλά για την ακροποταμιά. Στα βήματα της, τα τριζόνια και τα βατράχια σιωπούσαν ευγενικά και τ’ αγριοβότανα παραμέριζαν για να περάσει. Κι όσο πλησίαζε στο νερό, τόσο ένιωθε μια βαθιά χαρά και συγκίνηση να της σφίγγει το λαιμό.

 

Τελικά έφτασε αγέρωχη μπροστά στη μαύρη έκταση του Δούναβη με τα αρχαία νερά του που κυλούσαν ήσυχα. Στάθηκε στην όχθη και έβγαλε τα ρούχα της, ξέπλεξε τα μαλλιά της και περίμενε.

 

Ο άνεμος ψιθύρισε απαλά στις φυλλωσιές και τα πλάσματα της ακροποταμιάς σώπασαν. Μια παράξενη ησυχία απλώθηκε τότε στη νύχτα. Το φεγγάρι βγήκε πίσω απ’ ένα σύννεφο και το φως του χάραξε πάνω στα νερά του ποταμού ένα διαμαντένιο μονοπάτι.

 

Η Ζόρα κοίταξε για μια στιγμή το δαχτυλίδι που κρατούσε. Το φόρεσε και με σιγουριά περπάτησε πάνω στο μονοπάτι του φεγγαριού. Ήξερε πως η μεγάλη μάνα με την γαληνεύουσα αγκαλιά και τα αρχέγονα, γεμάτα κατανόηση μάτια της θα την περίμενε όπως πάντα κάτω από το απαλό μουρμούρισμα των νερών ποταμού.

 

Ένιωθε θλίψη που θα της παρέδιδε το δαχτυλίδι της και θα έκλεινε ακόμα ένα κεφάλαιο του παλιού κόσμου. Ένιωθε θλίψη που θα άφηνε μονάχες την κόρη και την εγγονή της να πορευτούν στη ζωή. Αλλά έτσι ήταν η ζωή.

 

Μακάρι να ‘χε κάποιον τώρα μαζί της, ευχήθηκε. Έτσι να της κρατά το χέρι και να της δίνει κουράγιο τη στιγμή που θα έσβηνε τα μυστικά. Μακάρι να ‘χε τον Φράνιο της. Να τον ξανάβλεπε να της χαμογελά όπως κάποτε.

 

 

 

***

 

 

 

Στην κηδεία της Ζόρα έβρεχε. Έβρεχε καταρρακτωδώς κι ο κόσμος που εμφανίστηκε στο νεκροταφείο της Μπρένοβα δεν ήταν πολύς. Η Άνκα με τα μάτια κατακόκκινα στηριζόταν στο χέρι του βλοσυρού Ντομένικο που με το άλλο του κρατούσε μια τεράστια μαύρη ομπρέλα. Γαντζωμένη στο πόδι της Άνκα η Στέφι κοιτούσε κι αυτή με απορία τη χαμογελαστή φωτογραφία της Ζόρα πάνω στη λευκή μαρμάρινη πλάκα.

 

Λίγο πιο πίσω η γριά Όλιβερα βαστιόταν με το ζόρι στον χεροδύναμο ανιψιό της τον Μάρκο. Σ’ αυτόν και σ’ ένα χρυσοποίκιλτο, μπαστούνι. Κοίταζε την ταφόπλακα της Ζόρα σκυθρωπή σα βράχος. Δίπλα της η Λιούμπιτσα, ένα λιανό ψηλό για την ηλικία του τσιγγανοκόριτσο, κοίταζε μ’ ενδιαφέρον την πλάτη της Στέφι.

 

Σα να ένιωσε το βλέμμα της η μικρή Στεφάνια γύρισε το κεφάλι και κοίταξε κι εκείνη τη Λιούμπιτσα. Η μικρή τσιγγάνα της χαμογέλασε ντροπαλά κι η Στεφάνια χωρίς πολύ σκέψη έκανε το ίδιο.

 

 

 

 

reason for edit: Άτιμα ορθογραφικά!!! Ευχαριστώ Μ ;)

Edited by constantinos
Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη ιστορία! Διαβάζεται απνευστί και δένει υπέροχα τον κόσμο του πραγματικού με της μαγείας. Το μόνο πλην που βρήκα είναι ότι δεν έχει συνέχεια. 'Ηθελα τόσο πολύ να μάθω την ιστορία της Ζόρα και του δαχτυλιδιού...

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη ιστορία! Διαβάζεται απνευστί και δένει υπέροχα τον κόσμο του πραγματικού με της μαγείας. Το μόνο πλην που βρήκα είναι ότι δεν έχει συνέχεια. 'Ηθελα τόσο πολύ να μάθω την ιστορία της Ζόρα και του δαχτυλιδιού...

 

Mariposa σ’ ευχαριστώ για τον κόπο σου να διαβάσεις και να σχολιάσεις την ιστοριούλα. Η αλήθεια είναι πως καιρό τώρα σκέφτομαι κάτι σχετικό μ’ ένα είδος Βαλκανικής ιστορίας αλλά δυστυχώς ξεκίνησα εδώ και λίγους μήνες μια άλλη μεγάλη ιστορία οπότε δεν υπάρχει και πολύ χρόνος. Μ’ αρέσει όμως που κατάφερα να σου κεντρίσω την περιέργεια… :D

Link to comment
Share on other sites

Μια ιστορία υποδειγματική από πολλές απόψεις. Δίνει μινιμαλιστικά την ατμόσφαιρα ενός τόπου και μιας κατάστασης, εμπλέκει το υπερφυσικό με διακριτικό και απόλυτα πιστευτό τρόπο που βάζει φωτιά στη φαντασία. Κι ένας διάλογος όλο ένταση, χωρίς όμως μεγαλοστομίες.

 

Μερικά λαθάκια βρήκα, τα πιο πολλά τυπογραφικά από βιασύνη. Κάνω τον κόπο να δώσω εξηγήσεις στο καθένα, μήπως τύχει και τα διαβάσει και κανείς που δεν γνωρίζει το γιατί αυτά είναι όντως λάθη

 

 

- για μια στιγμή η λεπτές ρυτίδες των ματιών της

 

 

 

- Στην άκρη διακρίνονταν ένα τεράστιο λυκόσκυλο – ‘διακρινόταν’ ο ένας, ‘διακρίνονταν’ οι πολλοί

 

 

- Πότε και πως στο καλό – ‘πώς’, με ποιο τρόπο

 

 

- το χρυσό και το ασήμι γυάλισαν – ‘το χρυσό και το ασημί’ ή ‘ο χρυσός και το ασήμι’

 

 

- μπάκα Όλιβερααφενός θα ήταν καλό να δώσεις κάπου τη σημασία της πρώτης λέξης περιφραστικά (υπέθεσα ‘γιαγιά’, μα δεν είμαι βέβαιος). Αφετέρου, αν και το ζήτημα της μεταγραφής λέξεων από γλώσσες με διαφορετικό τονικό σύστημα από τη δική μας είναι μακρύ, το βέβαιο είναι ότι μπορούμε να βάλουμε τόνο μόνο στις 3 τελευταίες συλλαβές

 

 

- πολυθρόνα-θρόνοτο επαναλαμβάνεις στην ίδια παράγραφο κι είναι τόσο μεγάλος και ιδιαίτερος όρος, που χτυπάει

 

 

- σλίβοβιτσα – το ίδιο με τους τόνους

 

 

- Πως παν’ οι δουλειές – και πάλι ‘πώς’

 

 

- Μουρντάριδες – ο μουρντάρης στον ενικό, άρα οι μουρντάρηδες, με ‘η’

 

 

- Έτσι ήμαστε εμείς οι τσιγγάνοι. – ‘Είμαστε’ τώρα/πάντα. Ήμαστε = ήμασταν (παλιά)

 

 

 

 

- οροθετούσαν - αυτό ΔΕΝ είναι λάθος, αλλά περίπου συνώνυμο με το 'οριοθετούσαν' [μόλις το έμαθα!]

 

 

 

- Πέρασε τα ίχνη του ξύλινου φράχτη κι ανηφόρισε μέχρι την ξύλινηπολύ ξύλο J

 

 

- να περάσει εκείνη κι βαλίτσα της. – λείπει το άρθρο

 

 

- σα καταιγίδα – ‘σαν’, με ‘ν’

 

 

- Στα βήματα της – τονίζεται και το τελικό ‘α’

 

 

- το απαλό μουρμούρισμα των νερών ποταμούκι άλλο άρθρο που λείπει

 

 

- χωρίς πολύ σκέψη – σύνηθες λάθος. Η σκέψη, άρα η πολλή

Link to comment
Share on other sites

Electroscribe σ’ ευχαριστώ για τα καλά λόγια και κυρίως για τις επισημάνσεις των λαθών μου. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με την ορθογραφία. Έπρεπε να έβλεπες τις εκθέσεις μου στο δημοτικό!

 

Πάντως νομίζω ότι μόλις καταλάβαμε όλοι για πιο λόγο είναι απαραίτητοι οι επιμελητές στους εκδοτικούς οίκους.

 

Κάποια από τα λάθη μου είναι φανερό ότι έγιναν στη βιασύνη μου (κοίταξα την ιστορία δύο φορές αφότου την έγραψα και ήταν περισσότερο ανάγνωση για να αντιληφθώ το συναίσθημα κι όχι τόσο για να δω τα ορθογραφικά μου). Κάποια δεν τα ήξερα όπως αυτό με τους τόνους των ξένων λέξεων. Electro κι εγώ προβληματίστηκα σχετικά με το αν θα έπρεπε κάπως να εξηγήσω τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις.

 

Το κάνω τώρα λοιπόν:

 

Η λέξη μπακα όντως σημαίνει γιαγιά όπως μάντεψες

 

Το ποτό σλιβοβιτσα είναι ένα είδος τσίπουρου που φτιάχνεται από δαμάσκηνα.

 

Όσο για τη λέξη «οροθετούσαν» ούτε κι εγώ το ήξερα. Χρόνια έγραφα «οριοθετούσαν» αλλά ο Αλέξανδρος και η Έλενα που ασχολήθηκαν με την επιμέλεια των δυο βιβλίων μου, επέμεναν να το μετατρέπουν σε «οροθετούσαν», θεωρώντας ότι είναι το πιο σωστό..

 

Νομίζω ότι είναι καλύτερο να μη διορθώσω το κείμενο και να το αφήσω ως έχει μαζί με τα λάθη του, προς συμμόρφωση και παραδειγματισμό όλων μας.

 

Και πάλι σ’ ευχαριστώ Electroscribe.

Link to comment
Share on other sites

Άριστη γραφή,¨"γάργαρη" και ξεκάθαρη. Μου άρεσε η επιλογή της τοποθεσίας (ξέρεις από Κροατία, αλήθεια;) και πολύ, η ανταλλαγή των χαμόγελων στο τέλος.

Πολύ καλή....

Link to comment
Share on other sites

Άριστη γραφή,¨"γάργαρη" και ξεκάθαρη. Μου άρεσε η επιλογή της τοποθεσίας (ξέρεις από Κροατία, αλήθεια;) και πολύ, η ανταλλαγή των χαμόγελων στο τέλος.

Πολύ καλή....

 

Berithian σ’ ευχαριστώ πολύ για τα θερμά λόγια. Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία. Όσο γι’ αυτό που ρωτάς η μητέρα μου είναι από την Κροατία κι έχω περάσει μερικά καλοκαίρια στο παρελθόν στην Ριεκα, μια πόλη της Κροατίας που θυμίζει λίγο τον Πειραιά. Από άποψη θέσης περισσότερο.

 

Ευχαριστώ και πάλι… ;)

Link to comment
Share on other sites

  • 4 months later...

Και εμενα μου αρεσε η ιστορια, εχει ενδιαφερον και ειναι κατι που δεν εχουμε συνηθισει στα fantasy... μου αρεσουν γενικα οι πρωτοτυπιες και να ξεφευγουμε απο τα τετριμενα. Οι τσιγαννες,η μαγεια, τα χαρτια, ο καφες κτλ σαν θεματα προσφερουν ωραιοτατο υλικο .

Και εγω νομιζω πως πρεπει να συνεχιστει για να μαθουμε την ιστορια του δαχτυλιδιου και της ζορα και επισης, εχω μιαν υπονοια πως η μικρη στεφι θα ειναι η μαθητρια της νεαρης τωρινης μαθητευομενης...ετσι ψυχανεμιστηκα στο τελος που η μια χαμογελαει στην αλλη... κατι που πολυ θα μου αρεσε ως εξελιξη ... ενω η γιαγια δεν εδωσε συνεχεια, το κυτταρο της οικογενειακης παραδοσης τελικα βρηκε τον δρομο του...

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Δεν έχω κάτι παραπάνω να πω... τα είπαν όλα οι προηγούμενοι...

 

Αλλά, θα ήθελα την συνέχεια της Στέφης... μου φάνηκε οτί θα βρεί όσα δεν της άφησε η γιαγιά της... και αυτό είναι το αισιόδοξο της ιστορίας... τελικά δεν θα χαθεί η γνώση...:book:

 

(έχω αρχίσει να ξεχνάω να γράφω στα ελληνικά... κάτι πρέπει να κάνω.... :devil2:)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..