Jump to content

Naurgul

Recommended Posts

Από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους, τα τρία αδέρφια άκουγαν από τους μεγάλους μία ιστορία. Άκουγαν ότι είχαν έναν μεγαλύτερο αδερφό που δε ζούσε μαζί τους, στο ορφανοτροφείο. Άκουγαν ότι μια μέρα, θα επέστρεφε, θα έρχονταν να τους βρει. Όσο ήταν μικρότεροι, κρατούσαν αυτή τη σκέψη στο μυαλό τους ως πίστη, στήριγμα που τους βοηθούσε στις δυσκολίες· η παντοτινή υπόσχεση ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες. Όμως ο μεγάλος αδερφός δεν έρχονταν. Έτσι, η πίστη, με τον καιρό, έγινε πρώτα βραδινή προσευχή, ύστερα ξεθώριασε περισσότερο και δεν έμεινε παρά ένας μύθος στο μυαλό τους. Στο τέλος, άρχισαν να νιώθουν ότι η ιστορία ήταν ένα ακόμα ψέμα των μεγάλων, από αυτά που έλεγαν για να τους παρηγορήσουν και πάντοτε αποτύγχαναν. Χρόνια πέρασαν από τότε που σταμάτησαν να ακούν την ιστορία, χρόνια κι από τότε που έπαψαν να την πιστεύουν. Τότε, στο τέλος ενός ακόμα καλοκαιριού, από αυτά που πάντα περνούν μελαγχολικά, κλεισμένοι στην πόλη, τους είπαν ότι η υπόσχεση θα πραγματοποιούνταν. Ο αδερφός ήταν εδώ, είχε έρθει. Βρίσκεται πίσω από αυτή την πόρτα, ήδη στο κρεβάτι που θα κοιμάται κάθε νύχτα από εδώ και στο εξής, δίπλα τους.

 

 

Όνομα Συγγραφέα: Νικόλας Τ.

Είδος: ψυχολογικός τρόμος(;)

Αριθμός Λέξεων: 2961

Αυτοτελής: σχετικά ναι αλλά τυπικά όχι, κεφάλαιο 1ο

Σχόλια: Πρόκειται για μια προσπάθεια ανάπτυξης της ιδέας που ξεκίνησα στην ιστορία Το Στοίχημα. Θα επιδιώξω να γράψω ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες, με σχετικά αυτοτελή επεισόδια. Στο καθένα οι πρωταγωνιστές θα βάζουν ένα στοίχημα. Δυστυχώς, δεν έχω ακόμα ελληνικό τίτλου ούτε ξέρω αν θα βρω. Όπως πάντα, όλα τα σχόλια είναι καλοδεχούμενα καθώς και κάθε είδους κριτική (θα ήταν ψέματα βέβαια αν έλεγα ότι δεν θεωρώ κάποια είδη κριτικής καλύτερα από άλλα).

 

 

 

Στοίχημα Πρώτο: Εκδίκηση

Περπατά, περπατά, στον κατάφωτο διάδρομο, χοροπηδώντας κάθε τόσο. Ακούει, πίσω του, το βηματισμό από δύο ζευγάρια πόδια να τον ακολουθούν, η μαμά κι ο μπαμπάς. Ακούει, ακόμα, το κροτάλισμα από χιλιάδες πλαστικά μπιχλιμπίδια καθώς χτυπούν το ένα με το άλλο, μια σακούλα να σέρνεται στο χαλί. Οι ήχοι σταματούν για μια στιγμή, ακούγεται μια πόρτα. Σταματά κι αυτός, γυρίζει, κινάει κατά την ανοικτή πόρτα. Στέκεται μια στιγμή μπροστά της, μια νότα δισταγμού, πριν περάσει μέσα στο λαμπερό δωμάτιο. Κάθεται στο κρεβάτι, οι μεγάλοι συζητούν. Αυτός κουνιέται πάνω κάτω, αεικίνητος. Εύθυμη η ατμόσφαιρα, όλοι γελούν, χαμογελά κι αυτός. Τον ρωτούν κάτι, δε ξέρει πια τι· γνέφει ναι. Ξαφνικά, ένας χτύπος στην πόρτα, η κουβέντα διακόπτεται. Ακολουθείται από άλλους δύο, ο ένας μετά τον άλλο στην ίδια ακριβώς ένταση και στον ίδιο ρυθμό. Μερικά βουβά βασανιστικά δευτερόλεπτα περνούν· όλοι κοιτούν προς τα εκεί, κανείς δεν κάνει τίποτα. Τότε, μια αστραπή καλύπτει με το λευκό της πέπλο τη ματιά του, μια βροντή τον κουφαίνει. Κλείνει τα μάτια, βάζει τα χέρια στα αυτιά του. Η βροχή πέφτει ασταμάτητα, το αγόρι είναι μούσκεμα. Μπορεί να μυρίσει το βρεγμένο χώμα. Ένα χέρι του αγγίζει την πλάτη, στοργικά. Ανοίγει τα μάτια του, σιγά-σιγά απομακρύνει τα χέρια από τα αυτιά του. Βρίσκεται κάπου έξω, δε μπορεί να διακρίνει πού. Οι ρυθμικοί χτύποι συνεχίζουν, μόνο που τώρα ανήκουν σε μια καμπάνα. Νιώθει τη γυναίκα που στέκονταν πίσω του να σκύβει στο αυτί του. “Εσύ είσαι ο μεγαλύτερος τώρα. Πρέπει να προσέχεις τα αδέρφια σου. Αυτό θα ήθελαν οι γονείς σου”. Διώχνει το χέρι της από πάνω του, μάταια προσπαθεί ξανά να δει γύρω του· η βροχή δεν τον αφήνει.

 

Ξυπνάει. Το ταβάνι είναι πιο μακρυά από ότι συνήθως, οι τοίχοι δεν είναι λευκοί. Μένει ακούνητος, ανασαίνει βαριά χωρίς να αλλάζει καθόλου ρυθμό. Προσπαθεί να διερευνήσει το δωμάτιο χωρίς να κουνήσει το κεφάλι του καθόλου. Είναι τεράστιο και γεμάτο σκιές. Στο κέντρο ψηλά, μια σβησμένη λάμπα κρέμεται από ένα τσακισμένο καλώδιο. Με κλεφτές ματιές, κοιτάζει αριστερά και δεξιά του. Το δωμάτιο είναι γεμάτο με κρεβάτια, σαν και αυτό που βρίσκεται, καμωμένα από σιδερένιο σκελετό, με μια μικρή σειρά κάγκελα στην πλευρά του μαξιλαριού και απέναντι. Όλα είναι άδεια εκτός από το δικό του. Την προσοχή του τραβάει μια πόρτα, μπορεί να τη διακρίνει μέσα από τα κάγκελα των επόμενων σειρών από κρεβάτια, μπροστά του. Το περίγραμμά της σημαδεύεται από ένα αχνό φως. Στους τοίχους γύρω από την πόρτα, εκεί που αφήνει τα ίχνη του αυτό το φως, ίσα που μπορεί να δει, σα διαίσθηση περισσότερο, μια κίνηση, φευγαλέες σκιές· κάποιοι βρίσκονται από πίσω.

 

Να μπούμε”; Ο μεσήλικας ιατρός μπαίνει στη μέση και απαντάει σπασμωδικά: “Περιμένετε, όχι ακόμα!”. Η κυρία Άννα επαναλαμβάνει, πιο γλυκά: “Λίγη υπομονή”. Ο ένας από τους δίδυμους κάνει μια γκριμάτσα: “Άντε να δούμε πότε θα τελειώνουμε με αυτή τη δουλειά” ειρωνεύεται. “Τα παιδιά είναι λίγο ανήσυχα, καταλαβαίνετε κ. Γεωργιάδη.” η κυρία Άννα βιάζεται να πει. “Φυσικά και καταλαβαίνω, συγγνώμη που φώναξα πιο πριν” λέει ο ιατρός που έχει ηρεμήσει στο μεταξύ. “Πρέπει να καταλάβετε ότι ο αδερφός σας πέρασε πολλά δύσκολα χρόνια”. “Ναι”, νεύει καταφατικά και αυτή. “Προσπαθήστε να μην τον κουράσετε πολύ”. Ο άλλος δίδυμος αρπάζει την ευκαιρία να πει ένα σκέτο “Καλά.” με προσποιητή αδιαφορία. Ο ιατρός ανοίγει την πόρτα και κάνει στην άκρη να περάσουν τα παιδιά. Η κυρία Άννα χαμογελάει. “Ελάτε για φαγητό μετά, πριν κρυώσει”.

 

Με το που ακούει το σιγανό μουγκρητό της πόρτας, κλείνει τα μάτια και αφήνει το κεφάλι του να πέσει στο μαξιλάρι. Αφουγκράζεται. Η πόρτα κλείνει, τρία ζευγάρια βήματα τον πλησιάζουν. Προσπαθεί να θυμηθεί, αλλά τα βήματα τον αποσπούν. Συγκεντρώνεται σε αυτά. Ένα ζευγάρι ανυπόμονα βήματα. Ένα ζευγάρι βιαστικά βήματα. Ένα ζευγάρι αθόρυβα βήματα, μόλις που μπορεί να τα αισθανθεί. Σταματούν. “Κοιμάται;” ακούει ένα ψίθυρο στα αριστερά, η φωνή που αντιστοιχεί στα ανυπόμονα βήματα. Αποφασίζει να ανοίξει τα μάτια του. Στα δεξιά του, δύο αγόρια τον κοιτούν με συγκρατημένο ενθουσιασμό. Στα αριστερά του, ένα μικρότερο αγόρι τον κοιτά χωρίς να κρύβει τον ενθουσιασμό του. Αποφεύγει τα μάτια του να συναντήσουν τα δικά τους. Επιτέλους θυμάται. Μερικές θολές εικόνες επιστρέφουν στο μυαλό του· η συζήτηση με το ιατρό, η μεταφορά με το ασθενοφόρο, τα αδέρφια από το όνειρο. Αντιλαμβάνεται πού βρίσκεται και γιατί. Χαμογελάει ελαφριά. Ο ένας από τους δίδυμους σπάει τη σιωπή: “Γεια σου” λέει και προσπαθεί να μιμηθεί τον τρόπο με τον οποίο χαμογέλασε ο μεγάλος αδερφός του. Αυτός χαμογελά ακόμη πλατύτερα. “Γεια” απαντάει. Αμέσως μόλις το λέει, ο μικρός παίρνει το λόγο: “Γεια, με λένε Διονύση και θα πάω στην πέμπτη τάξη”. Τα αραδιάζει όλα μονομιάς, λες και είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. “Εγώ είμαι ο Δημήτρης” λέει αυτός που είχε ξεκινήσει τη συζήτηση. “Κι εγώ είμαι ο Αντώνης. Εσένα πρέπει να σε λένε Ιάκωβο.” λέει ο άλλος δίδυμος με στόμφο, σαν κάποιος που κατέληξε σε ένα σπουδαίο συμπέρασμα. “Πράγματι.” αντιγυρίζει ο μεγάλος που δε μπορεί παρά να χαμογελάσει πάλι με τα καμώματα των αδερφών του. Αρχίζει να αισθάνεται καλύτερα. “Ας πάμε να φάμε κάτι.” προτείνει τελικά και πετάει τα σκεπάσματα στην άκρη.

 

Οι τρεις οδηγούν τον μεγάλο τους αδερφό στην τραπεζαρία. Οι άλλοι έχουν φύγει εδώ και ώρα. Παρόλα αυτά, η κυρία Άννα σερβίρει φαγητό στα αδέρφια. Ο Ιάκωβος τρώει ήσυχα και αργά. Κοιτάζει τριγύρω και παρατηρεί το δωμάτιο την περισσότερη ώρα. Δε χρησιμοποιεί καθόλου μαχαίρι. Οι υπόλοιποι τον παρατηρούν προσεκτικά, τα συναισθήματά τους ποικίλουν: από απλή χαρά μέχρι επιστημονικό ενδιαφέρον. Ο μικρός αφήνει ένα γελάκι, σα σύντομο χαχανητό να του ξεφύγει. Την εύθραυστη γαλήνη θρυμματίζει μια φωνή από την άλλη άκρη του δωματίου . Είναι ένας άλλος από τους οικότροφους, αντιπαθής και ενοχλητικός, ο Μιχάλης. Κανείς δεν απαντάει τίποτα. Περπατά κατά μήκος της αίθουσας, σταματάει πάνω από την καρέκλα του Ιάκωβου. Αυτός, γυρίζει και τον κοιτάζει, απόλυτα ήρεμος. Για μια μόνο στιγμή, ανταλλάσσουν ματιές. Ο Μιχάλης κάνει ένα βήμα πίσω, μοιάζει μπερδεμένος. Ο Ιάκωβος γυρίζει στο πιάτο του, σφίγγει το πιρούνι με δύναμη. Ο Μιχάλης κατευθύνεται στον Διονύση, με τα μάτια του μεγάλου καρφωμένα στην πλάτη του. “Τι γέλασες, μαλακισμένο;” λέει αυτή τη φορά. Ο μικρός ψάχνει να βρει τις λέξεις αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να ψελλίσει “Εε...”. “Τι εεε και μπε”τον διακόπτει απότομα με την πρώτη ευκαιρία κοροϊδίας. Ο Διονύσης αναζητά του κάποιο σημάδι υποστήριξης από τα αδέρφια του. Τελικά μένει να κοιτάει τον Ιάκωβο. “Εε... άσε με ήσυχο.” βρίσκει τελικά λίγο θάρρος. Ο Μιχάλης νευριάζει για τα καλά. Πιάνει τον μικρό από τα μαλλιά και τον φέρνει προς τα κάτω, του χτυπάει το κεφάλι μέσα στο πιάτο. “Αυτό για να μάθεις να σκας.” λέει και φεύγει· δε φαίνεται αρκετά ικανοποιημένος, όμως. Ο μικρός συγκρατεί τα δάκρυά του με δυσκολία, κάνει μια κίνηση να σκουπιστεί. Οι υπόλοιποι τον παρακολουθούν βουβά. Έπειτα από λίγο, ο μεγάλος σηκώνεται όρθιος. “Έρχεστε;

 

Επιστρέφουν στο υπνοδωμάτιο. Εκεί, ανάμεσα σε δύο κρεβάτια, στέκονται όρθιοι, δύο από τη μία μεριά, δύο από την άλλη. “Ας παίξουμε ένα παιχνίδι.” αρχίζει ο Ιάκωβος. “Θα βάλουμε ένα στοίχημα με τους εαυτούς μας. Πρέπει να καταφέρουμε να τιμωρήσουμε αυτόν που μας πείραξε”. Οι υπόλοιποι τον κοιτούν μαγεμένοι, τα συναισθήματά τους κάτι ανάμεσα σε έκπληξη και θαυμασμό. “Προφανώς δε μπορούμε να τον χτυπήσουμε.” λέει ο Δημήτρης. “Ναι, είναι μεγαλύτερος και δυνατότερος από εμάς.” μουρμουρίζει ο Διονύσης. “Άρα τι έχεις κατά νου;” ρωτάει ο Αντώνης. Ο μεγάλος κάνει πως σκέφτεται για λίγο πριν απαντήσει. “Χαίρομαι που τουλάχιστο αποκλείσατε μια προφανώς κακή λύση.” ξεκινά, χαμογελώντας ελαφρά, “Αλλά έχω κάτι καλύτερο να προτείνω. Έχουμε δύο πράγματα που αυτός δεν έχει. Ένα είναι ότι είμαστε περισσότεροι. Το άλλο είναι ότι ξέρουμε να σκεφτόμαστε ενώ αυτός όχι.”. Εκεί σταματά, περιμένοντας να δει τις αντιδράσεις. “Κατάλαβα! Θα τον προκαλέσουμε σε διαγωνισμό γνώσεων;” λέει ο Δημήτρης. Ο μικρός, χαχανίζει λίγο αποτυγχάνοντας να καταλάβει τον σαρκασμό: “Φαντάζεσαι; Θα τον ξεσκίζαμε!”. “Μην αλλάζετε το θέμα.” τους μαλώνει ο Ιάκωβος. “Ναι, αλλά τι θα μπορούσαμε να κάνουμε;”. Ο μεγάλος καθαρίζει το λαιμό του και παίρνει ένα σοβαρό ύφος. “Οι άνθρωποι και η κοινωνία τους έχουν ψεγάδια, λάθη. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ελαττώματα και προβλήματα, ευαίσθητα σημεία. Αρκεί κάποιος να τα γνωρίζει και μπορεί να τους προκαλέσει πόνο”. Ο ένας δίδυμος, ο Δημήτρης, το σκέφτεται λίγο και απαντάει: “Εννοείς να παριστάνουμε ότι είμαστε φίλοι του και μετά να τον προδώσουμε”; “Όχι, το εννοώ πιο αφαιρετικά. Δεν είναι το να γίνουμε φίλοι του ο μόνος τρόπος να μάθουμε πράγματα για αυτόν ούτε είναι η προδοσία φίλου ο μόνος τρόπος να αισθανθεί κανείς άσχημα.” αναλύει τις σκέψεις του ο μεγάλος. “Εγώ νομίζω το άσχημα δεν αρκεί, αυτός με χτύπησε πολύ.” γκρινιάζει ο Διονύσης. Οι υπόλοιποι δε του δίνουν σημασία. Ο Ιάκωβος αναστενάζει ελαφρά πριν συνεχίσει: “Πέρα από τις αδυναμίες του κάθε ανθρώπου, νομίζω υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να μας βοηθήσει. Ολόκληρη η κοινωνία των ανθρώπων είναι ελαττωματική. Για να λειτουργήσει απαιτείται να δείχνει ο ένας άνθρωπος στον άλλο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όσο θα έπρεπε για να είναι πλήρως ασφαλής.” Ο μικρός πετάγεται ξανά. “Όπως στους υπολογιστές που χάρη σε αυτή τη νοοτροπία είναι εύκολο να μπει κάποιος στη μέση μιας ανταλλαγής δεδομένων και να κάνει ό,τι θέλει;” Όλοι μένουν έκπληκτοι. “Πολύ ωραίο παράδειγμα.” τον συγχαίρει λίγες στιγμές αργότερα ο Δημήτρης.

 

Μια βαθιά ανάσα, λες και κάποιος τον κρατούσε κάτω από το νερό και την τελευταία στιγμή τον άφησε ελεύθερο. Ο Μιχάλης πετάγεται από τον ύπνο του και μένει καθιστός στο κρεβάτι του. Είναι λαχανιασμένος, κοιτάει μπροστά αλλά τα μάτια του θολά καθώς είναι δεν εστιάζουν πουθενά. Τι όνειρο έβλεπε άραγε; Δε θυμάται τίποτα παρά ένα κενό, μια πτώση, σκιές να γλιστρούν πάνω σε άλλες σκιές. Είναι πια αρκετά ήρεμος. Γυρίζει το κεφάλι του προς όλες τις κατευθύνσεις, του φαίνεται σα να είδε μια κίνηση. Σαν κάποιος άλλος να ήταν κι αυτός ξυπνητός. Αναρωτιέται αν φώναξε τίποτα δυνατά. Στο μυαλό του συγκρατεί μια θολή ανάμνηση από κραυγές πριν αυτή ξεθωριάσει τελείως· ήταν μέρος του ονείρου; Μια ξαφνική επιθυμία τον καταλαμβάνει. Πρέπει να το ελέγξει ξανά. Το κρησφύγετό του. Τα γράμματά του. Πριν το καταλάβει είναι ήδη μακριά από το κρεβάτι του, τρέχει στους διαδρόμους. Το μυαλό του δουλεύει από μόνο του, χωρίς αυτός να το συνειδητοποιεί. Το κρησφύγετο. Τα γράμματα. Πρέπει να τα ελέγξει.

 

Ο μεσήλικας άντρας είναι κουρασμένος. Περπατά με το κεφάλι σκυμμένο, η ζωή του μια διαρκής ήττα που δε λέει να καταλαγιάσει. Όλες οι μέρες είναι ίδιες, βιαστικές και ανούσιες, ωστόσο πάντοτε κουραστικές. Εδώ και δυο χρόνια δε θυμάται να κοίταξε ποτέ τον ουρανό, μόνο τα γκρίζα πλακάκια στο έδαφος. Τα έχει μάθει τόσο καλά που δε χρειάζεται να κοιτάξει πουθενά αλλού για να καταλάβει πότε έφτασε σπίτι του. Βγάζει τα κλειδιά του, χαϊδεύει τα σκληρά τους δόντια για να βρει ποιο ανήκει στην εξώπορτα. Αφού μπει, με τον ίδιο μηχανικό τρόπο ανοίγει το γραμματοκιβώτιό του. Με το άλλο του χέρι παίρνει τα περιεχόμενα, τίποτα περισσότερο από διαφημίσεις και λογαριασμούς φαντάζεται, και κινά κατά το ασανσέρ. Παρακολουθεί τη μοιραία εναλλαγή των ορόφων: πόρτα, ένα αυτοκόλλητο που γράφει “ΙΣ”, τοίχος, πόρτα, αυτοκόλλητο που γράφει “1”, τοίχος, πόρτα, αυτοκόλλητο που γράφει “2”, τοίχος, πόρτα. Κοιτάζει λίγο πιο ψηλά και ελέγχει μήπως το αυτοκόλλητο στο πάνω μέρος της πόρτας δε γράφει “3” πριν την ανοίξει. Η ιεροτελεστία ολοκληρώνεται αφού κλείσει την πόρτα του σπιτιού του με θόρυβο. Αφήνει έναν ανεπαίσθητο αναστεναγμό, πλησιάζει τον καναπέ και αφήνει τον εαυτό του να πέσει πάνω του. Πιάνει τα γράμματα με τα δύο χέρια και τα φέρνει μπροστά στο πρόσωπό του. Κοιτάζει το πρώτο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, καθώς διαβάζει το όνομα του αποστολέα, νιώθει σαν ένα σφυρί να χτυπάει τη δίχως νόημα ρουτινιάρικη καθημερινότητά του και να τη θρυμματίζει. Κάπου ανάμεσα στα σύμφωνα, στα φωνήεντα και τους τόνους, ήδη μπορεί να διακρίνει μικρά κομμάτια ουρανού.

 

Ξύνει το έδαφος με τα νύχια του, λίγο χώμα ανακατεμένο με άμμο· η κρυψώνα του. Όποτε ξυπνάει τη νύχτα πρέπει να την ελέγξει. Του το υπαγορεύουν τα όνειρά του; Ποτέ δεν τα θυμάται. Είναι σαν ένα αρχέγονο ένστικτο να του το επιβάλλει, νιώθει ότι δρα παρά τη θέλησή του. Κοιτάει μέσα στην τρύπα, τρεις φάκελοι κι ένα κλειδί. Πρέπει να είναι η δεύτερη φορά μέσα σε αυτή την εβδομάδα που τα κοιτά και πλημμυρίζει από ανακούφιση. Τρεις φάκελοι κι ένα κλειδί. Το κλειδί είναι από τη βαλίτσα. Δεν την ανοίγει πια. Δε θέλει να θυμάται τους γονείς του άλλο, προτιμάει απλώς να τους μισεί. Αναρωτιέται τι σημάδι είναι αυτό που αναστατώνει τον ύπνο του και τον αναγκάζει να ελέγχει τόσο συχνά τελευταία. Χώνει τα χέρια του μέσα στην τρύπα, βγάζει τα πράγματα από μέσα. Τα ξανακοιτάει. Τρεις φάκελοι κι ένα κλειδί... όχι, κάτι είναι λάθος. Τέσσερις φάκελοι.

 

Τα αδέρφια βγαίνουν από το ταχυδρομείο. “Λέτε να έρθει;” ρωτάει ο Διονύσης. “Έτσι νομίζω.” απαντάει ο Δημήτρης. Συνεχίζει: “Είναι δυνατό να μην έρθει να πάρει το μονάκριβό του γιο πίσω στο σπίτι όταν το ζητάει ο ίδιος”; Κάνει έναν μορφασμό κοροϊδίας. “Θεωρητικά είναι.” απαντάει ο μεγάλος, ήρεμα. Φτάνουν σε μια διασταύρωση, σταματούν τη συζήτηση. Λίγες στιγμές πριν ανάψει το πράσινο για τους πεζούς ο Ιάκωβος έχει ήδη ξεκινήσει. Αμέσως μετά αρχίζουν να περπατούν και οι υπόλοιποι, να τον προλάβουν. Ένα αυτοκίνητο του οποίου ο οδηγός υπολόγιζε να περάσει με πορτοκαλί ή λίγο αφού ανάψει το κόκκινο φρενάρει απότομα. “Λέτε να είδε το επιπλέον γράμμα ο άλλος;” κάνει άλλη μια ερώτηση ο μικρός αφού σιγουρευτεί ότι δε βρίσκεται κανείς κοντά τους. “Όχι ακόμα.” του απαντάει πάλι ο Δημήτρης. “Πώς το ξέρεις;” ρωτά ο μεγάλος. Ο Δημήτρης κάνει να ξεκινήσει να απαντά αλλά τον προλαβαίνει ο Αντώνης: “Αφού το δει θα χτυπάει πιο δυνατά”. Ο Ιάκωβος χαμογελά ελαφρά.

 

Ο άντρας μπαίνει στο αυτοκίνητο, ανοίγει το ραδιόφωνο, βάζει μπρος. “Έλα να με πάρεις πίσω στο σπίτι” έγραφε το γράμμα. Ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο προς το παρόν, αλλά τουλάχιστο θα έβλεπε το παιδί του μετά από τόσο καιρό. Από τότε που επέστρεψε στο ορφανοτροφείο ο Μιχάλης, ένιωθε τόσο μόνος. Δεν τον κατηγορούσε. Απλά ένιωθε πως ό,τι κι αν έκανε ήταν μάταιο. Κάνει μια προσπάθεια να βγάλει από το μυαλό του τις άσχημες αναμνήσεις και να προσέχει μόνο το δρόμο. Πηγαίνει αργά και προσεκτικά. Δε θέλει το παραμικρό να πάει στραβά. Στο επόμενο φανάρι κιόλας, ο νους του επιστρέφει στο παρελθόν. Τι τέρας ήταν; Έπρεπε να του πάρουν το παιδί και να πεθάνει η γυναίκα του για να βάλει μυαλό. Ίσως να ήταν μια απαραίτητη θυσία. “Πέθανε για να μπορέσουμε να ζήσουμε το παιδί κι εγώ” σιγομουρμουρίζει, σαν προσευχή. Θέλει να το πιστέψει. Παρκάρει ακριβώς μπροστά στην πύλη. Βγαίνει από το αυτοκίνητο, στέκεται για λίγο ακίνητος πριν περάσει στην αυλή. “Έλα να με πάρεις πίσω στο σπίτι”, θυμήθηκε το γράμμα και έκανε το πρώτο βήμα.

 

Ο Μιχάλης στέκεται με τους αγκώνες του να ακουμπούν στο περβάζι και κοιτάζει από το παράθυρο τα αυτοκίνητα που περνούν απέναντι, στο δρόμο πέρα από την αυλή. Είναι πάλι τιμωρία. Για αυτόν δε λειτούργησε ποτέ αποτρεπτικά. Σκέφτεται τα χαμόγελα των άλλων. Δε μπορούσε να μην τους τιμωρήσει. “Αδικία” ψιθύρισε στον εαυτό του. Τελευταία η διαφορά του φαίνονταν πιο έντονη. Αυτοί γιατί να χαίρονται; Αυτός γιατί να μη μπορεί; Είχε προσπαθήσει τόσο πολύ να ήταν χαρούμενος. Ο πατέρας του είχε κόψει τα ναρκωτικά όταν πέθανε η μητέρα του. Δε μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι μαζί του όμως. Είχε προσπαθήσει τόσο πολύ αλλά δε μπορούσε να ήταν χαρούμενος. Ο πατέρας του τού είχε ετοιμάσει μια μεγάλη βαλίτσα με πράγματα όταν επέστρεψε εδώ. Δε χρησιμοποίησε ποτέ τίποτα. Έπρεπε να τον μισεί. Ήταν σίγουρος ότι θα τρελαίνονταν αν δεν το έκανε. Πώς θα μπορούσε να μην τον μισεί άλλωστε; Αυτός έφταιγε για όλα. Και μετά τα γράμματα. Τρία, το ένα μετά το άλλο, τον παρακαλούσε να επιστρέψει σπίτι. Ευτυχώς σταμάτησε. Αλλά τι ήταν αυτό το τέταρτο; Είναι δυνατό να υπήρχε ένα που να μην το είχε διαβάσει; Έπρεπε να το είχε αφήσει θαμμένο, μαζί με τα άλλα και το κλειδί της βαλίτσας. Γιατί δεν το έκανε; Δεν είχε σκοπό να το ανοίξει άλλωστε. Τότε, ένα αυτοκίνητο στο δρόμο πέρα από την αυλή τραβά την προσοχή του. Κάτι του θυμίζει. Σταματά ακριβώς μπροστά στο ορφανοτροφείο. Ένας άντρας βγαίνει από μέσα. Ο Μιχάλης νιώθει την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Ήταν αυτός. Γιατί όμως; Παρακολουθεί τον άντρα που στέκεται για μερικά δευτερόλεπτα μπροστά στην πύλη, σα να μην είναι σίγουρος γιατί βρίσκεται εκεί. Με το που τον βλέπει να μπαίνει μέσα, επιτέλους καταλαβαίνει. Για αυτό ξυπνούσε τα βράδια. Για αυτό έπρεπε να ελέγχει. Το τέταρτο γράμμα. Εκεί θα εξηγείται γιατί ήρθε αυτός. Για αυτό δεν το άφησε θαμμένο. Ο Μιχάλης τρέχει προς το κρεβάτι του. Χώνει το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι και φέρνει το γράμμα μπροστά στο πρόσωπό του. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και αμέσως μετά σκίζει το φάκελο με αποφασιστικότητα.

 

Τα τρία αδέρφια παρακολουθούν το ασθενοφόρο που φεύγει. “Περίμενα κάτι καλύτερο από το να τσιρίξει για το πώς ο πατέρας του θα τον σκοτώσει, να κρυφτεί στις τουαλέτες και μετά να λιποθυμήσει.” λέει χαιρέκακα ο Διονύσης. “Ναι, έπρεπε να είχε εκραγεί το κεφάλι του” τον ειρωνεύεται ο Δημήτρης. “Να σκεφτόσουν κάτι καλύτερο όταν το γράφαμε”, του λέει ο Αντώνης. “Εσύ δε μου χρωστάς μια συγγνώμη;” αλλάζει το θέμα ο Δημήτρης. “Για ποιο λόγο;” αντιρωτά αμέσως ο δίδυμος αδερφός του. “Είπες ότι θα καταλάβαινε ότι το επιπλέον γράμμα δεν ήταν εκεί από πάντα”. Ο Αντώνης συνοφρυώνεται: “Θέμα τύχης. Απλώς ήταν υπερβολικά ηλίθιος”. “Κάνεις λάθος.” πιάνεται ο Δημήτρης. “Αυτός φοβόταν παθιασμένα ότι κάποιος θα ανακάλυπτε το μυστικό του και έλεγχε μόνο αν έλειπε τίποτα. Οπότε, όταν είδε κάτι επιπλέον δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Για αυτό κιόλας έλεγχε πιο συχνά όταν άρχισε να νιώθει ότι με το ξύλο κανείς δε γίνονταν όσο δυστυχισμένος όσο αυτός. Εσύ τι λες, Ιάκωβε;” συμπληρώνει. Ο μεγάλος τους αδερφός δε μιλούσε, σαν κάτι να σκέφτεται. “Τον ήξερα” λέει ύστερα από λίγο, σιγανά. “Από το μέρος πριν έρθω εδώ. Θυμάμαι λίγο. Ήμασταν σα φίλοι. Θα ήταν εκεί επειδή πέθανε η μάνα του”. Ο μικρός τον κοιτά απορημένος: “Τον λυπάσαι”; Ο Ιάκωβος γυρίζει από την άλλη μεριά και αρχίζει να περπατά προς την είσοδο του κτιρίου. “Δε ξέρω” λέει με σκυμμένο το κεφάλι, η φωνή του ένας ψίθυρος. “Ίσως να μπορούσα, αν οι μνήμες ήταν πιο δυνατές”.

Edited by Guardian of the RuneRing #1
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ήλπιζα να κάτσεις να δουλέψεις τη συγκεκριμένη ιστορία, αλλά δεν είχα φανταστεί τόσο καλό αποτέλεσμα. Μπράβο. Όχι μόνο έλαβες υπόψη σου τις διάφορες παρατηρήσεις που σου έκαναν, αλλά νομίζω πως κατόρθωσες να τιθασεύσεις πλήρως τη γραφή σου. Σου έχω ξαναπεί πως βρίσκω τα κείμενά σου πυκνά, βαρυφορτωμένα. Αυτή τη φορά είσαι λιτός, περιεκτικός, με κοφτές σκηνές, που με ελάχιστες λέξεις λένε ακριβώς ότι χρειάζεται. Οι εικόνες είναι λίγες (το περιβάλλον είναι ελαφρώς αφηρημένο), αλλά δυνατές όλες. Μπορεί να είναι μικρό, αλλά λέει πολλά χωρίς να τα κουτσουρεύει.

 

Νομίζω πως δεν δεν υπάρχουν ασάφειες και όλα είναι κατανοητά και σε κάποιον που δεν έχει διαβάσει το αρχικό διήγημα

 

Σαν περιεχόμενο, και πάλι είναι γροθιά στο στομάχι, αλλά καταπίνεται πιο εύκολα γιατί το θύμα δεν είναι αμέτοχο ευθυνών.

 

Να το συνεχίσεις οπωσδήποτε.

 

[λαθάκια βρήκα μόνο δυο-τρία κι αυτά ασήμαντα. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να τα επισημάνω]

 

Μόνο γράψε τους διαλόγους με το συμαβτικό τρόπο [κάθε πρόσωπο δική του παράγραφος], γιατί ως έχουν τώρα είναι δυσανάγνωστα και σπάει η ροή της ανάγνωσης.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Όνομα Συγγραφέα: Νικόλας Τ.

Είδος: ψυχολογικός τρόμος(;)

Αριθμός Λέξεων: 4064

Αυτοτελής: σχετικά ναι αλλά τυπικά όχι, κεφάλαιο 2ο

Σχόλια: Το κεφάλαιο αυτό μπορείτε να το δείτε ως τον αντικαταστάτη του original διηγήματος, 'Το στοίχημα'. Κάποια πράγματα παραμένουν τα ίδια αλλά η ιστορία έχει υποστεί ριζικές αλλαγές. Επίσης, μου φαίνεται ότι δεν είναι ιδιαίτερα τρομακτικό, σαν οι ιδέες να έχουν το potential, αλλά στην εκτέλεση να βγαίνει πεζό. Ισχύει;

Άδεια Χρήσης: 88x31.png

Στοίχημα Δεύτερο: Οικογένεια

Περπατά, περπατά, στον κατάφωτο διάδρομο, χοροπηδώντας κάθε τόσο. Τον ακολουθούν ήχοι από βήματα, μια σακούλα που σέρνεται στο χαλί, το διαρκές κροτάλισμα σαν από χιλιάδες πλαστικά μπιχλιμπίδια που χτυπιούνται μεταξύ τους. Βλέπει, μια σειρά πόρτες αριστερά, μια σειρά πόρτες δεξιά, εκτείνονται στο άπειρο μαζί με τον διάδρομο. Γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω, η μαμά κι ο μπαμπάς έχουν βρει το δωμάτιο. Του κάνουν νόημα να μπει. Στα θολά τους πρόσωπα, νομίζει ότι μπορεί να διακρίνει ένα χαμόγελο. Στέκεται λίγο στο κατώφλι, ένα άσχημο προαίσθημα, βαθιά μέσα του γνωρίζει τι θα ακολουθήσει, αναπόφευκτη κι ανομολόγητη αλήθεια. Κάθεται στο κρεβάτι, οι γονείς του συζητούν εύθυμα. Οι φωνές τους είναι κι αυτές θολές. Νομίζει πως ακούει να λένε: “Ευτυχώς όλα πήγαν καλά”. Και μετά: “Θα γίνουμε πάλι οικογένεια”. Τον ρωτούν κάτι, “Ιάκωβε, χαίρεσαι που θα γνωρίσεις επιτέλους τα αδέλφια σου;”· γνέφει ναι. Μοιραία, είναι η σειρά των χτύπων στην πόρτα. Τρεις, ο ένας μετά τον άλλο, στην ίδια ακριβώς ένταση και στον ίδιο ρυθμό. Μετράει μερικές στιγμές σιωπής πριν η λευκή αστραπή τον τυφλώσει, πριν η βροντή τον κουφάνει. Στο νεκροταφείο, ο ήχος της καμπάνας συνεχίζει να κρατάει το ρυθμό, να μετράει τις στιγμές για αυτόν. Η βροχή πέφτει λυπηρά, τα μάτια του είναι υγρά. Θολοί μαυροντυμένοι άνθρωποι στέκουν ακίνητοι δίπλα και πίσω, όλοι κοιτούν την άβυσσο από ομίχλη που απλώνεται μπροστά. Νιώθει τη γυναίκα που στέκονταν πίσω του να σκύβει στο αυτί του. “Εσύ είσαι ο μεγαλύτερος τώρα. Πρέπει να προσέχεις τα αδέρφια σου. Αυτό θα ήθελαν η μαμά κι ο μπαμπάς”. Η βροχή δυναμώνει, σκεπάζει τα πάντα, κλέβει το φως του.

 

Ξυπνάει. Έχουν περάσει χρόνια από την προηγούμενη φορά που είδε το όνειρο, τη μέρα που είχε πρωτοέρθει στο ορφανοτροφείο. Ανασκουμπώνεται στα σκεπάσματά του. Η ζωή του άλλαξε τότε, γνώρισε τα αδέρφια του, δεν ήταν πια μόνος. Ήταν τότε που η μνήμη του, από ένα χάος συναισθημάτων, ήχων και εικόνων, άλλαξε κι αυτή, έγινε αλάνθαστη και ακριβής. Θυμάται το στοίχημα, το σχέδιο, την εκδίκηση. Ήταν άραγε χάρη σε αυτήν που ο κόσμος έγινε στέρεος για αυτόν; Είχε δώσει κάποιο νόημα στην ύπαρξή του; Όχι, αισθάνεται ότι κάτι είναι λάθος, το όνειρο τον στοιχειώνει ακόμα, δεν επιτρέπει στις σκέψεις του να αναλογιστούν το παρόν άλλο.

 

Πετάει τα σκεπάσματα στην άκρη και σηκώνεται όρθιος. Όλοι κοιμούνται εκτός από τον Διονύση. Αυτός κάθεται σταυροπόδι στο κρεβάτι του, με τον φορητό υπολογιστή πάνω στο μαξιλάρι, όλη του η προσοχή στραμμένη στην οθόνη. Ο Ιάκωβος τον προσπερνά, περπατά ανάμεσα στα κρεβάτια των οικότροφων. Φτάνει στο μικρό παράθυρο και το ανοίγει. Έπειτα, γαντζώνει το δεξί του χέρι σε ένα κάγκελο και αφήνει το άλλο πάνω στο περβάζι. Η νύχτα εγκαταλείπει σιγά-σιγά την πόλη, αλλά αυτό το παράθυρο δεν βλέπει προς τη διεύθυνση της ανατολής. Ακόμα και έτσι να ήταν, τα γκρίζα πολυώροφα κτήρια καλύπτουν κάθε κομμάτι του ουρανού. Αυτός αρκείται να παρατηρεί το δρόμο. Προσπαθεί να βάλει σε τάξη τις σκόρπιες εικόνες του ονείρου και να ανασυνθέσει τα γεγονότα που το είχαν προκαλέσει. Του φαίνεται ανώφελο. “Οι άνθρωποι επιτρέπουν στο παρελθόν να ορίζει την πραγματικότητά τους”, σκέφτεται. “Διαμορφώνει τον χαρακτήρα τους, πλάθει τις πεποιθήσεις τους και θέτει τους στόχους, τα κίνητρα και τις φιλοδοξίες τους”. Αυτός όμως αρνείται να υποκύψει έτσι στη μοίρα του. “Είναι δείγμα αδυναμίας να προσπαθώ να βρω τις απαντήσεις στα ερωτήματα του παρελθόντος. Είναι αδυναμία να αναζητώ συνειδητά αυτό που υποσυνείδητα μόνος μου επέλεξα να λησμονώ. Κάποτε οι άνθρωποι βγήκαν από τον κύκλο της φυσικής επιλογής, έχτισαν πόλεις. Παρέμειναν στην τροφική αλυσίδα, όχι ως απλό μέλος, αλλά ως αφέντης που ανατρέφει και καταναλώνει ό,τι θελήσει. Τότε, έγιναν ανώτεροι από τα άλλα ζώα. Έτσι κι εγώ, μόνο όταν καταφέρω να ζω τη ζωή μου ανεξάρτητα από το παρελθόν μου και τις προσδοκίες των άλλων, γίνομαι πραγματικά ελεύθερος”. Πλησιάζει σε ένα συμπέρασμα.

 

Ο Ιάκωβος αφήνει το παράθυρο και πηγαίνει προς τον αδερφό του. Σκύβει δίπλα του για να βλέπει.

Τι κάνεις;” ρωτάει.

Χακάρω.” απαντάει μουδιασμένα ο μικρός αδερφός.

Χακάρεις;” επαναλαμβάνει αυτός, κάπως ειρωνικά.

Ναι.”, λέει κοφτά ο Διονύσης, κάπως ενοχλημένος.

Δε φοβάσαι μη σε πιάσουν;” ξαναρωτάει αυτός.

Λες να μην έχω πάρει τα μέτρα μου;” περηφανεύεται.

Δηλαδή;

Δηλαδή ο υπολογιστής μου δεν επικοινωνεί απευθείας με το θύμα μου. Έχω μια αλυσίδα από άλλους υπολογιστές που ο ένας ελέγχει τον επόμενο.” εξηγεί ο μικρός.

Κάτι σαν μαριονέτες;” αναρωτιέται ο μεγάλος.

Ναι, φαντάσου ότι εγώ ελέγχω μια μαριονέτα η οποία ελέγχει μια άλλη μαριονέτα η οποία ελέγχει μια άλλη μαριονέτα”. Κάνει μια παύση.

Ο Ιάκωβος γνέφει αλλά δε λέει τίποτα.

Μόνο που όταν τελειώσω τη δουλειά μου μπορώ να κόψω όποια νήματα θέλω και να καταστρέψω όποιες μαριονέτες θέλω. Και τις καταστροφές μπορώ να βάλω να τις κάνει μια άλλη αλυσίδα από μαριονέτες και μετά να καταστρέψω και αυτή την αλυσίδα με μια τρίτη αλυσίδα.” ολοκληρώνει.

Αυτό δε μπορεί να συνεχιστεί στο άπειρο όμως. Άρα ό,τι και να κάνεις στο τέλος θα αφήσεις κάποιο ίχνος.” λέει σκεφτικός ο μεγάλος.

Προφανώς. Αυτό ισχύει για τα πάντα. Ό,τι και να κάνεις αφήνεις ίχνη. Το νόημα είναι πρώτα να τα καλύπτεις για να μη φαίνονται και μετά να τα περιπλέκεις για να μη μπορεί κανείς να τα ακολουθήσει προς τα πίσω μέχρι σε 'σένα.” καταλήγει θριαμβευτικά ο Διονύσης.

Ο Ιάκωβος σταματά τη συζήτηση αλλά συνεχίζει να παρακολουθεί τον αδερφό του για μερικά λεπτά ακόμη.

Μπορείς να ξυπνήσεις και τους άλλους και να με συναντήσετε στην ταράτσα;” λέει ο μεγάλος ήρεμα αλλά σοβαρά.

Γιατί εκεί;” ρωτάει κάπως έκπληκτος ο μικρός. Ήξερε ότι του Ιάκωβου του άρεσε να κάθεται εκεί για ώρες και να σκέφτεται αλλά σπάνια ήθελε παρέα.

Είναι σημαντικό.” αποκρίνεται αυτός.

 

Τα αδέρφια είναι συγκεντρωμένα στη στέγη, ο μεγάλος με την πλάτη του στραμμένη στην άκρη, οι υπόλοιποι απέναντί του. Η θέα εκεί δε δίνει την αίσθηση ότι έχουν την πόλη στα πόδια τους· αντίθετα, το ορφανοτροφείο είναι το πιο χαμηλό κτίριο. Οι γύρω πολυκατοικίες μοιάζουν να καραδοκούν, έτοιμες να το κατασπαράξουν. Μόνο λίγες ακτίνες του ήλιου που ανατέλλει καταφέρνουν να τους ξεφύγουν. Ο Ιάκωβος παίρνει μια ανάσα. “Μου είχατε ζητήσει πολλές φορές να σας πω για το παρελθόν μας...” ξεκινάει άκομψα. “Και πάντα αρνιόμουν”. Οι υπόλοιποι παρακολουθούν, τα πρόσωπά τους σκοτεινιασμένα. Ο μεγάλος αδερφός τους κοιτάει έναν έναν, σκύβει το κεφάλι του για μια στιγμή, παίρνει μια ανάσα. Αρχίζει να διηγείται το όνειρο, το μόνο σύνδεσμο που έχουν με το παρελθόν τους. Τους λέει για τον διάδρομο με τις πολλές πόρτες, για τα θολά πρόσωπα, για τα τρία χτυπήματα. Τους λέει για το νεκροταφείο, την καμπάνα, για τη βροχή. Δεν τους λέει όμως για τα λόγια της γυναίκας, την υπόσχεση που σιωπηρά φαντάζεται ότι είχε αποδεχθεί τότε. Όταν φτάνει στο τέλος, τα αδέρφια του εξακολουθούν να τον κοιτούν σα να περιμένουν μια συνέχεια, τη λύση του γρίφου, τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ, την κατάληξη. Αλλά το να εύχεσαι ποτέ δεν είναι αρκετό.

Τόσες πολλές αναπάντητες ερωτήσεις.” λέει ύστερα από λίγο ο Αντώνης.

Γιατί δε ζούσαμε με τους γονείς μας; Ποιο ήταν το σχέδιό τους για να μας πάρουν πίσω;” εκφράζει τις πρώτες ο Διονύσης.

Ποιος τους δολοφόνησε; Και για ποιο λόγο;” παίρνει το λόγο ο Δημήτρης, συγκρατεί την οργή του με δυσκολία.

Όχι.” τους σταματάει ο Ιάκωβος. “Ήλπιζα ότι θα καταλαβαίνατε”.

Μερικές στιγμές σιωπής, όλοι πνίγουν τη δυσφορία τους.

Όλα αυτά δεν έχουν νόημα.” προσπαθεί να εξηγήσει. “Θέλετε πραγματικά ν' αρχίσουμε να κυνηγάμε ίσκιους του παρελθόντος; Η αναζήτηση των περασμένων είναι ανώφελη, άχρηστη. Το παρελθόν μπορεί να σε στοιχειώνει μόνο όταν είσαι εξαρτημένος από αυτό”.

Οι υπόλοιποι έχουν βρει την ψυχραιμία τους, τον παρακολουθούν, ελπίζουν ότι θα τους προσφέρει μια λύση αυτή τη φορά.

 

Δε βλέπετε την ευκαιρία που βρίσκεται μπροστά μας;” λέει με νόημα. “Ένας αδύναμος άνθρωπος έχει ανάγκη για μια ταυτότητα, μια φωλιά στην οποία μπορεί πάντα να γυρίσει. Για να πάρει αυτή τη γαλήνη όμως, δίνει την ελευθερία του ως αντάλλαγμα. Γίνεται κομμάτι ενός μεγαλύτερου όλου και ό,τι κάνει στη ζωή του παραμένει κι αυτό κομμάτι του όλου γιατί είναι αποτέλεσμα του παρελθόντος του, όχι της προσωπικής του βούλησης. Δίνει τα πάντα για να αισθάνεται μοναδικός αλλά καταλήγει άβουλο γρανάζι της αιτιότητας”. Χαμογελάει ελαφριά.

Τι προτείνεις;” ρωτά ο Δημήτρης με κάποια δυσπιστία.

Στοιχήματα, να βάζουμε στοιχήματα με τους εαυτούς μας.” απαντάει ο Ιάκωβος. “Στοιχήματα που είναι φαινομενικά αδύνατο να τα κερδίσεις, αλλά εμείς πάντα θα τα κερδίζουμε. Κι αυτό επειδή στην πραγματικότητα οι δυνατότητές μας είναι πέρα από ό,τι αναμένει το σύστημα. Όλοι περιμένουν να κάνεις αυτό που σε βολεύει, να έχεις κίνητρο και συγκεκριμένο χαρακτήρα”. Χαμογελάει ξανά. “Όταν νικάς το σύστημα χωρίς να προσβλέπεις σε ένα συγκεκριμένο κέρδος, επιβεβαιώνεις ότι δεν είσαι υποχείριο κανενός, ούτε του παρελθόντος, ούτε της αιτιότητας, ούτε του εαυτού σου. Αποδεικνύεις ότι είσαι ελεύθερος. Όταν νικάς ένα τέτοιο στοίχημα, το παρελθόν δε μπορεί να σε στοιχειώνει άλλο, γιατί ζεις χωρίς αυτό”.

Εννοείς σαν εκείνο που βάλαμε πριν από τέσσερα χρόνια;” ρωτάει ο Διονύσης με λαχτάρα.

Εκείνη την ημέρα, κάναμε ένα λάθος. Εκείνο το στοίχημα είχε ιδιοτελείς συνέπειες.” απαντά ο μεγάλος αδερφός απόλυτα.

Θέλαμε να πάρουμε εκδίκηση. Το κάναμε μόνο για τους εαυτούς μας. Μας βόλευε, είχαμε κίνητρο, ήταν αναμενόμενο.” συμπληρώνει ο Αντώνης σιγανά.

Όλοι γυρίζουν το βλέμμα τους προς τον Δημήτρη, αυτός είναι ακόμη σκεπτικός. Με κάποια επιφύλαξη, κάνει ένα νεύμα συγκατάβασης. “Έχω μια ιδέα για ένα στοίχημα.” λέει τελικά. “Να καταστρέψουμε μια οικογένεια”.

 

Είμαι σπίτι!” ακούγεται η φωνή της μεσήλικης γυναίκας.

Ο άντρας ακούει τη φωνή της πνιγμένη πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Στιγμές αργότερα, η πόρτα ανοίγει.

Άκουσες; Γύ...

Ναι, ναι, σε άκουσα.” λέει αυτός βαριεστημένα.

Το τραπέζι της κουζίνας είναι γεμάτο με σελίδες και σελίδες από παλιές εφημερίδες. Η κυρία Άννα από πάντα πίστευε πως το καλύτερο που μπορεί να προσφέρει ένας άνθρωπος σε έναν άλλο είναι υπομονή και κατανόηση. Κοιτάζει τον σύζυγό της συμπονετικά, αυτός παραμένει συγκεντρωμένος στη δουλειά του· διαβάζει παλιές ειδήσεις ξανά και ξανά, κρατάει σημειώσεις, κόβει κομμάτια και τα βάζει σε στοίβες. Αυτή πηγαίνει στον πάγκο, παίρνει μια κατσαρόλα.

Ξέρεις, κάποια παιδιά σήμερα με ρώτησαν γιατί δουλεύω στο ορφανοτροφείο.” λέει ύστερα από λίγο.

Μμ” μουρμουρίζει αυτός χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.

Ήταν γλυκό. Θυμήθηκα και τα παλιά και συγκινήθηκα.” λέει καθώς ρίχνει τα περιεχόμενα ενός κουτιού στην κατσαρόλα.

Μμ”.

Είναι και ένα μάθημα για αυτά. Η ανταπόδοση...” ανακατεύει αφηρημένα με μια κουτάλα.

Τους είπες που εσύ υιοθετήθηκες μικρή όμως; Πως λίγοι έχουν τέτοια τύχη;” ρωτά κακόκεφα αυτός.

Αυτή δεν απαντά τίποτα. Υπομονή και κατανόηση.

Μπορείς σε παρακαλώ να μαζέψεις τα χαρτιά σου για να φάμε;” λέει τελικά.

Χμ, τα χαρτιά μου σε πειράζουν τώρα;” λέει αυτός, μισοσοβαρά.

Η γυναίκα τον αγνοεί. “Γιάννη, το φαγητό είναι έτοιμο!” ανακοινώνει φωνάζοντας.

Μερικά δευτερόλεπτα περνούν.

Γιάννη, θα έρθεις να φάμε;” ξαναφωνάζει.

Μια πνιγμένη φωνή ακούγεται από μέσα: “Ναι, ναι, σε άκουσα”.

Υπομονή και κατανόηση.

 

Ο βιβλιοθηκάριος σηκώνει το κεφάλι του απότομα, κοιτάζει αριστερά και δεξιά. Άκουσε την πόρτα να κλείνει ή ήταν ιδέα του; Δεν προλαβαίνει να ξαναγυρίσει στα χαρτιά του και την ακούει ν' ανοίγει. Είναι ο Γιάννης, το παιδί που έχει απαλλαγή από τη γυμναστική. Το αγόρι τον προσπερνά χωρίς να τον χαιρετήσει καν, πηγαίνει να κάτσει κάπου. Ο Γιάννης παρατηρεί ότι κάποιος είχε αφήσει ένα βιβλίο παρατημένο ανοικτό, πηγαίνει προς τα εκεί. Το να ρίχνει ματιές στα βιβλία που αφήνουν οι άλλοι είναι κρυφή ευχαρίστηση για αυτόν. “Είναι σα να ακολουθείς το βλέμμα κάποιου, σα να βλέπεις μέσα από τα μάτια του”. Οι σκέψεις του διακόπτονται καθώς πλησιάζει το στόχο του, οι χαρούμενες φωνές των συμμαθητών του έρχονται από το ανοικτό παράθυρο, δίπλα. Με αργά βήματα καλύπτει την απόσταση που τον χωρίζει από αυτό, σταματάει μπροστά του ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του να μην κοιτάξει στην αυλή. Το παράθυρο κλείνει με ένα δυνατό γδούπο, ο βιβλιοθηκάριος κοιτάζει προς το μέρους του αγοριού αποδοκιμαστικά. Ο Γιάννης δε νοιάζεται, τραβάει την καρέκλα από το θρανίο, τη σέρνει επιδεικτικά στο πάτωμα πριν καθίσει. Το ανοικτό βιβλίο είναι μια εγκυκλοπαίδεια. Κοιτάζει τα λήμματα της σελίδας για μια στιγμή, αμέσως τη ματιά του αιχμαλωτίζει ένα κομμάτι που είναι υπογραμμισμένο με μολύβι: “Έχει αποδειχθεί ότι τα παιδιά που προέρχονται από αι. προσβάλλονται συχνά από οικογενειακές αρρώστιες κι' αυτό οφείλεται στην κληρονομικότητα”. Βιαστικά κινεί το βλέμμα του μερικές σειρές πιο πάνω: “αιμομειξία. Σεξουαλική σχέση δύο ατόμων, τα οποία συνδέονται με στενή συγγένεια εξ αίματος”. Προλαβαίνει να αφήσει μια μικρή κραυγή πριν κλείσει το στόμα του με το χέρι του. Σηκώνει το κεφάλι του προς τα πάνω, ο βιβλιοθηκάριος τον καρφώνει με το βλέμμα του. Ποτέ πριν αυτό δεν τον είχε κάνει να νιώσει τέτοια απόγνωση. Ακούει την καρδιά του να χτυπάει, μετράει τις βιαστικές, κοφτές του ανάσες. Το στόμα του είναι στεγνό. Μερικά λεπτά ακινησίας περνούν, μια σκέψη αρχίζει να κυριαρχεί όλες τις υπόλοιπες στο νου του. “Χρειάζομαι σβήστρα”. Σηκώνεται και φεύγει τρέχοντας προς την τάξη.

 

Μεσημέρι. Το ορφανοτροφείο είναι σχεδόν ερημωμένο, τα περισσότερα παιδιά είναι στο σχολείο. Στο υπνοδωμάτιο, ο Διονύσης κάθεται σταυροπόδι στο κρεβάτι του, χειρίζεται τον υπολογιστή. Ο Δημήτρης είναι δίπλα του, τον βοηθάει σε κάτι. Ο Ιάκωβος διασχίζει το δωμάτιο απ' άκρη σ' άκρη με αργά, πλατιά βήματα. Φτάνει στον τοίχο, σταματάει και κρατώντας το αριστερό του πόδι ακίνητο κάνει ένα γερό πάτημα με το δεξί, μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό του. Αρχίζει να περπατάει προς τον άλλο τοίχο, στον ίδιο ρυθμό. Η πόρτα ανοίγει, μπαίνει ο Αντώνης.

Έγινε.” λέει.

Ο Ιάκωβος διακόπτει το τελετουργικό του και γυρίζει προς το μέρος του.

¨Μπράβο.” τον επιβραβεύει ύστερα από λίγο.

Αλλά δεν πρόκειται να ξαναδεχθώ να κάνω τέτοιο πράγμα.” λέει εκείνος ήρεμα αλλά σταθερά. “Έχετε ιδέα από πόσα άτομα έπρεπε να περάσω; Παραλίγο να με δουν”.

Αλλά δε σε είδαν” του απαντάει ο Δημήτρης. “Οπότε σταμάτα τη γκρίνια”.

Κι αν την επόμενη φορά με δουν”;

Ηρέμησε.” του ξαναπαντάει ο δίδυμος αδερφός του.

Ο Αντώνης γυρίζει προς τα πίσω, βγαίνει έξω και κλείνει την πόρτα πίσω του με δύναμη.

Τι έπαθε αυτός τώρα;” ρωτάει ο Διονύσης.

Τίποτα, απλώς του τη δίνει μια στο τόσο.” απαντά ο Δημήτρης.

Ο Διονύσης αφοσιώνεται πλήρως στον υπολογιστή. Τελικά, πατάει μερικά κουμπιά με δραματικές κινήσεις.

Έτοιμο!” ανακοινώνει. “Ποιος θα πει στον Αντώνη για τη διάρρηξη που πρέπει να κάνει”;

Ας βρούμε ασφαλή τρόπο να το εκτυπώσουμε αυτό και να το κάνουμε να φαίνεται παλιό και βλέπουμε.” του λέει ο Δημήτρης.

Ο μικρός χαχανίζει λίγο με την ξαφνική αναβλητικότητα του αδερφού του. Ο Ιάκωβος χαμογελάει ελαφριά προτού συνεχίσει με το τελετουργικό του περπάτημα.

 

Θα έρθεις στο κρεβάτι;”, η γυναίκα στέκεται στην πόρτα της κουζίνας.

Μμ, όχι ακόμα. Σε λίγο.” η απάντηση του άντρα.

Δεν ακούει τον ανεπαίσθητο αναστεναγμό της, ούτε το μελαγχολικό σύρσιμο των ποδιών της στο πάτωμα καθώς απομακρύνεται. Βάζει στην άκρη το φύλλο που μόλις είχε τελειώσει και παίρνει στα χέρια του το επόμενο, βλέπει τον τίτλο. Νιώθει να ζαλίζεται. Αρχίζει να διαβάζει το άρθρο, προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του να μη πηγαίνει πολύ γρήγορα. Το βλέμμα του πέφτει στην φωτογραφία. Πλησιάζει για να δει καλύτερα, μέχρι που τα γυαλιά του ακουμπούν το χαρτί. Δείχνει ένα αγόρι, όχι πάνω από εφτά-οχτώ χρονώ, να κρατάει ένα κοριτσάκι, νήπιο ακόμα. Παρατηρεί το πρόσωπο του αγοριού. Ανάμεσα στις δυσδιάκριτες κουκκίδες από μελάνι της παλιάς εφημερίδας, προσπαθεί να φανταστεί τον εαυτό του. Έχει ησυχάσει κάπως. Γυρίζει να συνεχίσει το άρθρο, με επιμέλεια ρουφάει τη κάθε λέξη. Φτάνει σε μια ημερομηνία, έτος γέννησης. Σμίγει τα φρύδια του, κάτι πάει στραβά. Η ματιά του μένει καρφωμένη στον αριθμό, μια αμφιβολία έχει αρχίσει να γεννιέται στο μυαλό του, δεν τολμά να προχωρήσει παρακάτω. Αργά, μην αφήνοντας το νούμερο από τα μάτια του σηκώνεται και απομακρύνεται από το τραπέζι. Κάνει μερικά βήματα προς τα πίσω, φτάνει στην πόρτα, ψηλαφίζει τον τοίχο δίπλα του να βρει τον διακόπτη. Μόνο αφότου το φως εγκαταλείψει το δωμάτιο αισθάνεται αρκετά ασφαλής για να γυρίσει την πλάτη του και να κινήσει προς την κρεβατοκάμαρα. Έχει πολύ καιρό να πέσει για ύπνο τόσο νωρίς.

 

Οι διάδρομοι του σχολείου είναι έρημοι αλλά γεμάτοι φασαρία. Είναι οι φωνές των μαθητών που βρίσκονται στις τάξεις τους, καθισμένοι στις θέσεις τους, λίγο πριν ξεκινήσει το πρωινό μάθημα. Οι αδειανοί διάδρομοι αποτελούν τον τόπο συνάντησης για όλους αυτούς τους ήχους, εκεί ενώνονται και γίνονται ένα ακατάληπτο βουητό που γεμίζει τον αέρα αλλά δε προδίδει την πηγή των συνιστωσών του, μια απειλή ότι η φαινομενική αταραξία δεν αποτελεί παρά μια μια εύθραυστη ισορροπία. Ο Γιάννης έχει αργήσει, αλλά περπατά αργά. Τις τελευταίες μέρες οι σκέψεις του έχουν χάσει τη μορφή τους, μιλάνε όλες μαζί, ένα ακατάληπτο βουητό. Σποραδικά, κάποιες επιστρέφουν στην επιφάνεια της συνείδησής του για λίγο, “Τα εξηγεί όλα.”, “Γιατί σ' εμένα;”, “Ποιος άλλος το ξέρει;”, πριν ξαναγίνουν μέρους του βουητού. Σπρώχνει την πόρτα της αίθουσας με δύναμη, ο καθηγητής σχολιάζει κάτι, τον αγνοεί. Σκόρπια χαχανητά που σταματούν μόλις αρχίσουν, τα αγνοεί. Κάθεται στο θρανίο, κρύβει το κεφάλι του στα χέρια του. Ο καθηγητής φωνάζει το όνομά του, ξανά και ξανά, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο ενοχλημένα. Δε μπορεί να το αγνοήσει άλλο. Σηκώνει το κεφάλι του, το φως τον αναγκάζει να μισοκλείνει τα μάτια του για να βλέπει. Η προσοχή του στρέφεται στα τεράστια γράμματα που καλύπτουν ολόκληρο τον πίνακα:

“ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΛΦΙΑ”.

 

Η σκουριασμένη κούνια στην πίσω αυλή του ορφανοτροφείου τρίζει με την παραμικρή κίνηση. Ο Ιάκωβος τεντώνει τα πόδια του και αφήνει την κούνια να τον πάει μπρος-πίσω. Τα πόδια του σέρνονται στο γρασίδι και η ταλάντωση τελειώνει απότομα. Ο Δημήτρης κάθεται δίπλα του αλλά κρατάει την κούνια του σταθερή. Η τρίτη θέση είναι τυλιγμένη γύρω από το οριζόντιο μεταλλικό κύλινδρο από τον οποίο θα έπρεπε να κρέμεται.

Τα άψυχα αντικείμενα δεν κάνουν καλές μαριονέτες.” λέει ο Δημήτρης.

Γιατί;” τον ρωτά ο αδερφός του.

Δεν έχουν πάθος, βασίζονται στην αντίληψη του παρατηρητή για να λειτουργήσουν”.

Πράγματι. Αλλά έτσι είναι πιο απλό το μοντέλο γιατί χρειάζεται να καταλάβεις μόνο έναν άνθρωπο.” απαντά ο Ιάκωβος.

Αυτό είναι που τα κάνει αντιπαθητικά όμως. Όλη η ομορφιά βρίσκεται κρυμμένη στο πώς προσαρμόζονται οι άνθρωποι στη συζήτηση. Όταν οι συνομιλητές γνωρίζονται, ξέρουν πού να χτυπήσουν για να πονέσει. Ένα βιβλίο δε μπορεί να προσαρμοστεί στο αναγνώστη και ο αναγνώστης δε χρειάζεται να προσαρμοστεί σε κάτι στατικό”.

Όχι ακριβώς. Μπορείς να θεωρήσεις ότι η προσαρμογή αυτή γίνεται κατά τη δημιουργία”.

Άσε τώρα τις φιλοσοφίες.” ο Δημήτρης τον αποπαίρνει αστειευόμενος. “Ξέρεις τι εννοώ. Υπάρχει μια μαγεία όταν η συζήτηση είναι ζωντανή”.

Έστω. Αλλά κι εσύ οφείλεις να παραδεχθείς ότι η ψυχρότητα ενός άψυχου αντικειμένου δίνει μια αίσθηση του αμετάκλητου, του αντικειμενικού. Μπορείς να διαφωνήσεις με ένα βιβλίο, αλλά δε μπορείς να του πεις τίποτα. Και αυτό τον πονάει έναν άνθρωπο, τον κάνει να νιώθει ανήμπορος”.

Ο Δημήτρης δεν απαντάει τίποτα. Μόνο τεντώνει τα πόδια του κι αυτός, μετά τα αφήνει ελεύθερα. Η κούνια του ταλαντεύεται σιγανά.

 

Οι δυνατοί ήχοι της τηλεόρασης κυριαρχούν στο σαλόνι. Ο Γιάννης την παρακολουθεί από τον καναπέ. Η κυρία Άννα του ρίχνει μια ματιά και συνεχίζει να περπατά. Σταματά στο κατώφλι της πόρτας της κουζίνας, παρατηρεί τον άντρα της. Δε φαίνεται όσο συγκεντρωμένος στα χαρτιά του όσο συνήθως. Αντιλαμβάνεται την παρουσία της και γυρίζει το κεφάλι του προς το μέρος της.

Τι;” της λέει κοφτά, σα να είχε τρομάξει.

Τίποτα.” του αντιγυρίζει αυτή. “Απλώς κοιτούσα”.

Δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις”;

Αυτή διατηρεί την ψυχραιμία της. “Αναρωτιόμουν αν έχεις βρει τίποτα, δε μου λες ποτέ”.

Αυτός ξανασκύβει στα χαρτιά του, δε δίνει καμία απάντηση. Η γυναίκα κάνει ένα βήμα πίσω, κλείνει διακριτικά την πόρτα. Προσπερνά τον καναπέ και σταματά ανάμεσα στο γιο της και την τηλεόραση. Ανέβαλλε αυτή τη συζήτηση σχεδόν μια εβδομάδα, ήθελε να υπάρχει κάποια απόσταση από το γεγονός.

Γιάννη, θέλω να μιλήσουμε.” ξεκινά.

Αυτός τεντώνεται στα δεξιά για να διατηρήσει οπτική επαφή με την οθόνη. Για μια μόνο στιγμή η αδιαφορία στο πρόσωπό του αντικαθίσταται από ένταση. Ο Γιάννης φαίνονταν σα να περίμενε κάτι αυτές τις μέρες.

Είναι σημαντικό.” λέει αυτή και κλείνει την τηλεόραση.

Σιωπή κατακλύζει το δωμάτιο. Αυτή κάθεται δίπλα στο Γιάννη. Αυτός την κοιτάζει αποφασιστικά.

Πριν λίγες μέρες πήραν τηλέφωνο από το σχολείο. Για αυτό που έγραψες στον πίνακα”.

Τους είπα, δεν ήμουν εγώ.” λέει βεβιασμένα, αλλά όχι τελείως απροετοίμαστος.

Ήταν τα δικά σου γράμματα, λένε”.

Κάποιος άλλος τα αντέγραψε”. Υψώνει τη φωνή του. “Εξάλλου, είναι αλήθεια”.

Άρα το παραδέχεσαι”, προσπαθεί η φωνή της να δείχνει κατανόηση.

Όχι, λέω ότι δεν έχει σημασία ποιος το έκανε.”, σχεδόν φωνάζει.

Γιατί αγόρι μου; Γιατί έκανες τέτοιο πράγμα”;

Γιατί είναι ο λόγος που είμαι έτσι”. Σηκώνεται όρθιος.

Δεν έχεις τίποτα, αγόρι μου”.

Τίποτα το λες εσύ το άσθμα;” της τσιρίζει.

Δε φταίει κανείς για αυτό.

Κανείς; Αν δεν το έκανες με τον αδελφό σου ίσως η ζωή μου να μην ήταν βασανιστήριο!”, είναι κατακόκκινος, ανασαίνει με δυσκολία.

Αυτή δε μιλάει καθόλου. Ο Γιάννης βγάζει μια μικρή λευκή συσκευή από την τσέπη του και τη βάζει στο στόμα του. Όταν τελειώσει, της το δείχνει για μια στιγμή και μετά το πετάει με δύναμη στο τοίχο.

Βλέπεις; Εσείς φταίτε για όλα”!

 

Η κυρία Άννα προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμη, να δείξει κατανόηση. Σωπαίνει, υπομονή, περιμένει ο γιος της να τελειώσει. Τότε, ανοίγει η πόρτα της κουζίνας. Ο πρόσωπο του άντρα είναι μανιασμένο, τα μάτια του υγρά.

Πώς το έμαθες;” φωνάζει.

Η γυναίκα και ο γιος κοιτάζουν έκπληκτοι προς το μέρος του.

Κοίταξες τα χαρτιά μου, έτσι δεν είναι;” συνεχίζει αυτός. Ανασαίνει βαριά. Δεν προσπαθεί να απολογηθεί.

Ο Γιάννης κάνει δυο βήματα προς τα πίσω, φωνάζει. “Το παραδέχεστε! Επιτέλους!” Παίρνει μερικές ανάσες. Κοιτάει τη μάνα του ίσια στα μάτια. “Για αυτό έκανες και την έκτρωση, έτσι δεν είναι; Για να γλιτώσεις δεύτερο αρρωστιάρικο, ε”; Βλέπει το παγωμένο της πρόσωπο. “Τι; Νόμιζες δεν ήξερα”;

Η γυναίκα σηκώνεται όρθια, καρφώνει το βλέμμα της στο γιο της, σηκώνει το χέρι της. Τον χαστουκίζει μία φορά, με όλη της τη δύναμη. Το αγόρι μένει για μερικές στιγμές ακίνητο, σα να μη μπορεί να πιστέψει τι συνέβη, και μετά φεύγει, πηγαίνει στο δωμάτιό του, κλείνει την πόρτα του με δύναμη.

Τι είναι αυτά που λες;” κραυγάζει στον άντρα της.

Είναι αλήθεια.” της απαντά ήσυχα. “Η εφημερίδα έλεγε για ένα αγόρι που πήδηξε από το τραίνο με την αδερφή του στην αγκαλιά για να σωθούν.” εξηγεί. “Οι γονείς τους σκοτώθηκαν στη σύγκρουση. Το κορίτσι υιοθετήθηκε αμέσως, το αγόρι έμεινε στα ορφανοτροφεία”.

Αυτή τον κοιτάζει συγκλονισμένη, δε μπορεί να πιστέψει στα αυτιά της.

Βλέποντας την αντίδρασή της συνεχίζει, πιο σιγανά: “Έλεγξα της ημερομηνίες. Όλα ταιριάζουν”.

Αν δεν ασχολιόσουν με αυτά όλη μέρα, θα είχαμε λεφτά για δεύτερο παιδί!” του αντιγυρίζει γεμάτη μίσος. Ξεσπάει σε κλάματα. Δεν της έχει μείνει άλλη υπομονή, δεν της έχει μείνει κατανόηση.

 

Τα αδέρφια στέκονται στο στενό πεζοδρόμιο. Ο Διονύσης παίρνει μια βαθιά ανάσα, αλλά δε μυρίζει τίποτα πέρα από το βρώμικο αέρα της πόλης.

Δεν είναι αστείο πώς στους ανθρώπους αρέσουν τόσο οι ιστορίες”;

Ο Δημήτρης στηρίζει τη πλάτη του στο στύλο μιας πινακίδας. “Το αστείο δεν είναι εκεί.” λέει. “Είναι στο πώς πλάθουν την ιστορία που αφηγείται τη ζωή τους”.

Ο μικρός τον κοιτάει περίεργα.

Οι άνθρωποι αρέσκονται στο να συνδυάζουν όποιες πληροφορίες βρίσκουν με τη ζωή τους. Είναι μέρος της επιβίωσής τους.” παίρνει το λόγο ο Ιάκωβος.

Και οι ιστορίες είναι ο πιο άμεσος τρόπος να μάθουν κάτι.” λέει ο Δημήτρης.

Οπότε αν κάτι δεν τους πάει καλά, ό,τι και να δουν προσπαθούν να το ταιριάξουν απεγνωσμένα με την πραγματικότητά τους, άσχετα με το αν η πιθανότητα να ισχύει είναι αστρονομικά μικρή.” καταλήγει ο μεγάλος

Εγώ θα έλεγα πάει και παραπέρα.” κάνει ο Δημήτρης. “Προσπαθούν να δημιουργήσουν δράμα μέσα από τα γεγονότα της ζωής τους, να ανάγουν τους εαυτούς τους σε ήρωες. Δεν τους αρκεί να δουν τη ζωή τους όπως είναι. Θέλουν να παίξουν το ρόλο του μοναχικού καταπιεσμένου που δε χάνει το θάρρος του στις δυσκολίες. Θέλουν να παίξουν το ρόλο του κυνικού που δε νιώθει ποτέ τίποτα. Έτσι, διώχνουν το βάρος της ευθύνης των πράξεών τους από τους εαυτούς τους, το ρίχνουν στη μοίρα, το μέγα σκηνοθέτη.

Οι άνθρωποι φοβούνται την ελευθερία.” συμπεραίνει με στόμφο ο Αντώνης.

Οι υπόλοιποι χαμογελούν απλώς. Ύστερα από λίγο, ο Διονύσης παίρνει μια βαθιά ανάσα και πάλι.

Μυρίζει καμένο.” ανακοινώνει.

Ο Δημήτρης αφήνει την πινακίδα, στέκεται ίσια. “Ώρα για την παράσταση”.

 

Ολόκληρος ο όροφος καίγεται. Τα μπαλκόνια ξερνούν συνεχώς μαύρο καπνό. Κάτω, στο πεζοδρόμιο απέναντι, το αγόρι κλαίει, τρέμει.

Η μαμά...” ψελλίζει. “Θύμωσε...”, καταπίνει, “Ήθελε να πεθάνουμε...”, καλύπτει το πρόσωπό του με τα χέρια του.

Ο Δημήτρης τον ακουμπά στον ώμο. “Μπράβο.” του ψιθυρίζει. “Δε θα σε καταλάβουν”.

Το αγόρι ελέγχει την αναπνοή του “Ευχαριστώ για όλα.” λέει . “Με έσωσες. Εκδικήθηκα. Κέρδισα”.

Εγώ χαίρομαι μόνο που είσαι ευχαριστημένος.” του απαντάει. “Και συγγνώμη που σου το έφερα έτσι απότομα.” συμπληρώνει απολογητικά.

Όχι, καλά έκανες. Κάποιος έπρεπε να με ξυπνήσει, να κάνω κάτι. Σου είμαι ευγνώμων για αυτό”.

Ακούγονται σειρήνες. Ο Δημήτρης ετοιμάζεται να φύγει.

Θα τα πούμε στο ορφανοτροφείο”.

Το αγόρι τον αποχαιρετά με ένα μικρό, αμήχανο χαμόγελο.

Link to comment
Share on other sites

Νικολα πλακα πλακα η σκηνη με το τραινο θυμιζει μια πραγματικη ιστορια που συνταραξε την ελληνικη δικαιοσύνη και έληξε με αίμα. Πρόκειται για τη διαβήτη υπόθεση του Γιαννη Τσούτσικου και της ετεροθαλους αδελφης του Ελενης Χαραλαμποπουλου. Αναλυτικά (για να μαθαινουν κι οι νεοι)

Η ιστορία ξεκινα το 1968. Τα δυο παιδια, ηλικίας τότε 14 και τριών ετών, ήταν οι μοναδικοι επιζώντες ενος φρικιαστικου σιδηροδρομικου ατυχήματος. Χωριζονται, καθώς ο Γιαννης στελνεται σε ιδρυμα κι η αδελφη του δινεται για υιοθεσια. Ξανασυναντιουνται μετα απο δεκα χρονια, κανουν παρέα και σιγα σιγα γινονται εραστες, παρόλο που γνωρίζουν τη συγγενικη τους σχεση (προκειται μαλλον για τη μοναδικη στα ελληνικα χρονικα περίπτωση που η αιμομιξια δε συνδεεται με βιασμό). Για πεντε χρονια ζουν μια αρρωστη κατασταση. Η μικρη προσπαθει να διακοψει τη σχεση, το ιδιο κι οι θετοι γονεις της (για αλλους λόγους, καθως αυτοι δε γνωριζαν οτι ο φυλακοβιος, ναρκομανης εραστης της θετης θυγατερας τους ειναι και αδελφος της). Ο Γιαννης ομως ειναι παραφορα, απελπισμενα ερωτευμενος. Το ραντεβου της 11/2/1983 ειναι και το τελευταιο... Ο Γιαννης, όταν η Ελενη του ανακοινώνει την απόφασή της να χωρίσουν οριστικά, τη χτυπα με μια πέτρα στο κεφαλι και στη συνεχεια τη στραγγαλίζει με τη ζώνη της για να βεβαιωθεί ότι θα πεθανει.

Επτα μερες αργότερα συλλαμβανεται.

Το 1984 καταδικάζεται σε ισόβια για ανθρωποκτονια ιδιαζόντως απεχθη και αιμομιξια κατ' εξακολουθηση. Στη διαρκεια της δικης παρακαλει να του επιβληθει η θανατικη ποινη, αλλα δικαστες και ενορκοι δεν του κανουν το χατηρι

Πέντε χρονια αργοτερα το Εφετειο μειωνει την ποινη στα 21 χρονια, λόγω του ελαφρυντικου της ειλικρινους μεταμελειας

(πηγή: www.eglima.wordpress.com )

Link to comment
Share on other sites

Δε "θυμίζει" απλώς, από εκεί πήρα το συγκεκριμένο κομμάτι της ιστορίας. Βασικά, σκεφτόμουν να βάλω το γεγονός ότι ήταν αληθινή ιστορία και όχι μόνο εύρημα των πρωταγωνιστών ως δικαιολόγηση γιατί το δέχθηκε ο άντρας τόσο εύκολα (υποτίθεται θα του θύμιζε κάτι ακαθόριστο, οπότε θα ήταν πιο δύσκολο να πει ότι ήταν πλαστό) αλλά κόπηκε κάπου στο post-production.

Link to comment
Share on other sites

Μην αναρωτιέσαι αν είναι τρομακτικό. Είναι αποπνικτικό, όχι μόνο στην πλοκή αλλά και στον τρόπο που περιγράφεις το χώρο, την ατμόσφαιρα, το κλίμα. Δυσάρεστο, αλλά ο αναγνώστης δεν το αφήνει, κι ας νιώθει πως είναι νοσηρή η επιμονή του. Συγχαρητήρια για τη σκηνή με τον πίνακα. Είναι η μόη περίπτωση που έχω δει επιτυχημένη την τεχνική "είναι εφιάλτης ή όχι;" σε κείμενο.

 

Από άποψης γραφής, το ότι ξεχώρισες τους διαλόγους σε παραγράφους βελτίωσε πολύ την αναγνωσιμότητα και νομίζω επίσης ότι ήσουν προσεκτικό με το μήκος των προτάσεων κτλ. αυτή τη φορά. Γενικώς, μεγάλη βελτίωση.

 

Ίσως σαν ιστορία να ήθελε κάτι παραπάνω σε ανάπτυξη, αλλά ως κεφάλαιο βιβλίου υπάρχει αυτή η δυνατότητα χωρίς να είναι υποχρεωτικό. Ίσως φταίει που πάει καιρός από τότε που διάβασα το πρώτο κεφάλαιο, αλλά ακόμη με μπερδεύουν τα αδέλφια και δυσκολεύομαι να τους ξεχωρίσω σαν χαρακτήρες και σκεπτικά. Μπορεί από την άλλη να φταίει που δεν έχω και οπτικές περιγραφές. Αν κατάλαβα καλά, ο μεγάλος είναι ψυχαναγκαστικός; Αν ναι, είσαι μόλις το δεύτερο άτομο στο φόρουμ που δεν τους περιγράφει σαν καρικατούρες και δε συγχέει τη συμπεριφορά τους με τη σχολαστικότητα από επιλογή.

 

Ένα σημείο που με προβλημάτισε ήταν πως η ιδέα

να καταστρέψουν μια οικογένεια

μοιάζει λίγο σαν κάτι που θα επιβαλλόταν σε μια ομάδα ορφανών από το παρελθόν τους (από άχτι-ζήλια). Και στο τέλος παραμένει ασαφές αν το κατασκεύασαν το ζήτημα ή το αποκάλυψαν απλά 9με πιθανότερο το πρώτο, πάντως)

 

Προς το τέλος σου έχουν ξεφύγει κάπως περισσότερα λαθάκια απροσεξίας απ' ότι στην υπόλοιπη έκταση (βιασύνη στη γραφή ή στα επόμενα χέρια;). Ανάμενε διορθώσεις.

 

 

Εγκυκλοπαιδικά,

τα χαμένα αδέλφια που καταλήγουν ζευγάρι είναι μέγιστη ψύχωση στην Ελλάδα. Ξεκινάει αιώνες πίσω (υπήρχε το 19ο αιώνα ένας αστικός μύθος [;] για "έναν Ρωμιό, έναν Τούρκο κι έναν Φράγκο" που ανακαλύπτουν πως είναι χαμένα αδέλφια). Ο λόγος είναι η ύπαρξη εθνικών εχθρών οι οποίοι σκόπευαν όχι στην εξόντωση των προγόνων μας, αλλά στην αφομοίωσή τους. Το πρώτο μισό του 20ου αιώνα από την άλλη, οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι, προσφυγιές και φαεινές ιδέες όπως η αποστολή παιδιών στην Αμερική και την ΕΣΣΔ για υιοθεσία σκόρπισαν τόσες οικογένειες που πραγματικά υφίστατο σχετικός κίνδυνος. Έτσι, δεν περνάει τηλεοπτική σεζόν στην οποία να μην έχουμε τουλάχιστον μία σειρά στην οποία να παίζει μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο μια τέτοια πλοκή (έστω κι αν οι νεότεροι έχουμε ξεχάσει τις ρίζες της φοβίας και οι σύγχρονες εξηγήσεις είναι μπερμπάντηδες πατέρες κι όχι ιστορικά γεγονότα).

 

Edited by Electroscribe
Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πολύ για το σχολιασμό, Electroscribe.

 

Ίσως φταίει που πάει καιρός από τότε που διάβασα το πρώτο κεφάλαιο, αλλά ακόμη με μπερδεύουν τα αδέλφια και δυσκολεύομαι να τους ξεχωρίσω σαν χαρακτήρες και σκεπτικά. Μπορεί από την άλλη να φταίει που δεν έχω και οπτικές περιγραφές. Αν κατάλαβα καλά, ο μεγάλος είναι ψυχαναγκαστικός; Αν ναι, είσαι μόλις το δεύτερο άτομο στο φόρουμ που δεν τους περιγράφει σαν καρικατούρες και δε συγχέει τη συμπεριφορά τους με τη σχολαστικότητα από επιλογή.
Όχι, είναι αλήθεια ότι δεν έχει γίνει ιδιαίτερη ανάπτυξη του καθενός, οπότε δεν αναμένω από τον αναγνώστη να τους ξεχωρίζει πλήρως ακόμα. Σχετικά με το αν ο μεγάλος είναι ψυχαναγκαστικός: Δεν το είχα σκεφτεί συγκεκριμένα, αλλά υποθέτω βγαίνει σε αυτόν αρκετά. Ίσως επειδή αυτός υποτίθεται είναι των μαθηματικών και έχω τα δύο υποσυνείδητα συνυφασμένα στο μυαλό μου;

 

Ένα σημείο που με προβλημάτισε ήταν πως η ιδέα

να καταστρέψουν μια οικογένεια

μοιάζει λίγο σαν κάτι που θα επιβαλλόταν σε μια ομάδα ορφανών από το παρελθόν τους (από άχτι-ζήλια).

Είναι ακριβώς όπως το λες. Η υποκρισία αυτή είναι κάτι που θα παίξει ρόλο αργότερα στην ιστορία. Ίσως θα έπρεπε να το είχα κάνει αυτό λιγότερο προφανές;

 

Προς το τέλος σου έχουν ξεφύγει κάπως περισσότερα λαθάκια απροσεξίας απ' ότι στην υπόλοιπη έκταση (βιασύνη στη γραφή ή στα επόμενα χέρια;). Ανάμενε διορθώσεις.
Έπρεπε να το περιμένω. Βασικά, προς το τέλος είχε αρχίσει να με κουράζει το κείμενο, οπότε ίσως έπαψα να προσέχω τόσο. Χίλια ευχαριστώ που θα κάνεις διορθώσεις.

 

Για

τα χαμένα αδέλφια που καταλήγουν ζευγάρι

ειλικρινά δεν είχα ιδέα ότι ήταν τόσο διαδεδομένο στο popular culture, αλλιώς μάλλον θα ήμουν πιο διστακτικός να το χρησιμοποιήσω.

Edited by Guardian of the RuneRing #1
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Εστω και αν χρειαζεται λιγη "προσοχή" για να ακολουθησεις τους χαρακτηρες της ιστορίας και να καταλαβεις τι παιζει προκειται για ιστοριες που σε κρατανε με την ανασα κομμένη. Το πραγματικα τρομακτικο για μενα ειναι το μυαλό των ορφανών όπως παρουσιάζεται, αλλα κατ' επέκταση και ο τρόπος που σκέφτεται ο υπόλοιπος κόσμος.

Πραγματικά πολύ καλή σαν ιδέα και σαν παρουσίαση. Κυρίως επειδή βγάζει μια αίσθηση "μη λύτρωσης" από την άποψη οτι εφ' όσον οι "κεντρικοί ήρωες" ειναι οι "κακοι" της υπόθεσης (ή μήπως όχι; Απλως αδικημένοι; Δεν μπορει ο καθένας να το δει έτσι) τότε δεν περιμένεις το "χαπι έντ" ή έστω μια ... χαραμάδα ελπίδας.

Θα περίμενα να γνωρισω λιγο καλύτερα τα αδέρφια στην αρχή της ιστορίας αλλα οπως φαινεται αυτο θα γίνει στην πορεία. Μου αρεσει και η εναλλαγή "σκηνών" από την οπτική του ενός χαρακτήρα σε αυτή του άλλου, και η παράλληλη "κορύφωση" της ιστορίας σκηνή με τη σκηνή. Θα μπορούσαν να είναι ακόμα πιο εκτεταμένες (κατα τη γνώμη μου) οι περιγραφές των σκηνών.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..