Adinol Doy Posted February 21, 2009 Share Posted February 21, 2009 Ὄνομα: Παναγιώτης Ζερβός Εἶδος: Ρεαλισμός/ψυχογράφημα Βία: Ὄχι Σέξ: Ὄχι Ἀριθμὸς λέξεων: 1650 (χωρὶς τὸν τίτλο καὶ τὴν ἀφιέρωση) Σχόλια: Ἐπειδὴ ἦμουν πολὺ ἀπασχολημένος τὶς τελευταῖες ἡμέρες, ἔγραψα σχεδὸν μονοκοπανιὰ τὸ διήγημα καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲν ἔκανα τὶς ἀπαραίτητες διορθώσεις/βελτιώσεις στὶς ὁποῖες ὑποβάλλω συνήθως τὰ γραπτά μου. Τὴν προσφέρω χωρὶς περαιτέρω σχολιασμούς. Τὴν ἀνεβάζω μὲ copy/paste καὶ ἐπισυναπτόμενο σὲ word καὶ σὲ pdf, γιὰ καλύτερη ἀνάγνωση. ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΣΟΥ «Καλῶς τους, καλῶς τους». Τὸ βράδυ ἐκεῖνο εἴχαμε πάει μὲ τοὺς γονεῖς μου ἐπίσκεψη στὴν θεία Ρήγισσα καὶ τὸν θεῖο Ἀντρέα. Ὁ θεῖος εἶχε τὴν γιορτή του καὶ κάθε χρόνο γινόταν ἕνα φαγοπότι ἀπ’ τὰ λίγα. Ἡ θεία ξυπνοῦσε ἀπ’ τὰ χαράματα, γιὰ νὰ ἔχει τὰ πάντα ἕτοιμα στὴν ἐντέλεια – φαγητὰ λαχταριστὰ καὶ σπίτι καλοσυγυρισμένο. Καὶ πράγματι, ὅποτε μαζευόμαστε οἱ συγγενεῖς, δὲν ἀπογοητευόμασταν. Ὅταν μπήκαμε στὸ σπίτι τους, ἡ θεία μᾶς ὑποδέχθηκε γεμάτη χαρά. Μᾶς φίλησε τὸν καθένα ξεχωριστά, ἐμένα μοῦ τσίμπησε στοργικὰ τὸ μάγουλο. «Τί κάνεις, Γιαννάκη;» «Καλὰ εἶμαι, θεία». «Ἔλα, Γιάννη, πές: ‘Χρόνια Πολλὰ γιὰ τὸν θεῖο’». «Χρόνια Πολλὰ γιὰ τὸν θεῖο». «Σ’ εὐχαριστῶ, χρυσό μου». Καὶ μπήκαμε στὰ ἐνδότερα. Στὸ σαλόνι κάθονταν οἱ μεγάλοι, πίνοντας οὐίσκυ καὶ τρώγοντας ἀράπικα φιστίκια. Ἡ κάπνα ἀπ’ τὰ βαρειὰ τσιγάρα τῶν ἀνδρῶν αἰωρεῖτο σὰν ὁμίχλη γύρω καὶ πάνω τους. Οἱ γονεῖς μου χαιρέτισαν («τί χαμπάρια, ξάδερφε;» «χρόνια καὶ ζαμάνια» «καλὰ ποὺ ἔχουμε γιορτὲς καὶ γάμους καὶ συναντιόμαστε»), ὁ θεῖος σηκώθηκε ἀπ’ τὴν καρέκλα του, μᾶς φίλησε, εὐχήθηκα («Χρόνια πολλά, θεῖε»), γέλιο τρανταχτό, τὸ στόμα του μύριζε τσιγάρο κι ἀλκοόλ, ὁ πατέρας μου ἔδωσε τὸ βερμοὺτ ποὺ κρατοῦσε τυλιγμένο σὲ κόκκινο γυαλιστερὸ χαρτί, καθήσαμε. Ὁ θεῖος Ἀνδρέας ἦταν πρῶτος ἐξάδελφος τοῦ πατέρα μου καὶ μεγαλύτερος κατὰ πολὺ ἀπ’ αὐτόν. Παιδιὰ δὲν εἶχαν καί, παραδόξως, δὲν εἶχα ρωτήσει ποτὲ γιατί, ἂν καὶ ἦμουν φιλοπερίεργος μέχρι ἀηδίας. Ἴσως ἦταν ἐπειδὴ κατὰ βάθος διαισθανόμουν ὅτι οἱ ἐρωτήσεις μου θὰ ἀναμόχλευαν ἢ θὰ ἔφερναν στὴν ἐπιφάνεια πράγματα ποὺ στοὺς μεγάλους προκαλοῦσαν ἀμηχανία. Ἡ θεία Ρήγισσα πηγαινοερχόταν στὴν κουζίνα καὶ στὸ σαλόνι, φέρνοντας γλυκὰ καὶ νερά, γεμίζοντας ποτά, ἔπειτα ἐπέστρεφε στὰ φαγητά της ποὺ μοσχομύριζαν. Σχεδὸν κάθε λεπτὸ ἀκουγόταν ἡ βροντερὴ φωνὴ τοῦ θείου ποὺ καλοῦσε τὴν γυναίκα του γιὰ κάτι, καλύπτοντας τὶς ὁμιλίες τῶν συγγενῶν καὶ τὰ τραγούδια τοῦ Στράτου Διονυσίου στὸ κασετόφωνο. «Ρήγισσα, γλυκό!» «Ρήγισσα, φιστίκια!» «Ρήγισσα, ἡ πόρτα!» Ἡ θεία ἐμφανιζόταν σὲ κάθε κάλεσμα (Ἔρχομαι! Σ’ ἄκουσα!), εὐγενικὴ καὶ μειλίχια. «Ἔλα, βρὲ Ρήγισσα, κάτσε λιγάκι μαζί μας». «Σὲ λίγο, Μαρίτσα. Ἔχω καὶ τὰ φαγητά». «Θὲς νὰ σὲ βοηθήσω;» «Μπά, τὰ καταφέρνω». Ὅσο στάσιμος ἦταν ὁ θεῖος τόσο ἀνεμοστρόβιλος ἦταν ἡ θεία. Παχουλὴ καὶ ἀφράτη, φορώντας τὴν ποδιά της, ἐμφανῶς ἀτημέλητη κι ἀμακιγιάριστη, ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἐπισκέπτριες, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς μητέρας μου. Τὴν θυμόμουν, μάλιστα, ἔτσι, ἀκόμη κι ὅταν ἐρχόταν στὸ σπίτι μας γιὰ καφὲ ἢ σὲ δικές μας γιορτές. Ἡ ἐμφάνισή της ἦταν ἡ ἐπαλήθευση τοῦ ὁρισμοῦ τῆς ἰδέας τῆς «θείας». Ἡ ἀνάσα της μύριζε μανταρίνι καὶ τὰ χέρια της κρεμμύδι, ψάρι ἢ χλωρίνη. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἡ ἄμεση ἐπαφή μου μαζί της μοῦ ἦταν ἀρκετὰ δυσάρεστη, ὅσο κι ἂν πάσχιζα νὰ τὸ καλύψω. Χτύπησε τὸ κουδούνι. Προτοῦ ἀκόμη σβήσει ὁ ἀπόηχος τοῦ κουδουνιοῦ, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ θείου Ἀνδρέα. «Ρήγισσα, ἡ πόρτα!» Ἀκολούθησε τὸ τυπικὸ ποὺ εἶχε προηγηθεῖ καὶ στὴν δική μας ἄφιξη: ἄνοιγμα τῆς πόρτας, καλωσόρισμα, ἀσπασμοὶ καὶ εὐχὲς στὸν ἑορτάζοντα, εἴσοδος στὸ σαλόνι. «Ρήγισσα, καρέκλες!» Εἴχαμε πιὰ μαζευτεῖ ἀρκετοὶ ἄνθρωποι καὶ τὸ σαλόνι εἶχε γεμίσει ἀσφυκτικά. Ὁ καπνὸς ἀπ’ τὰ τσιγάρα ἦταν πηχτός, ἕνα μαχαίρι θὰ μποροῦσε νὰ τὸν κόψει στὰ δυό. Τὸ μισάνοιχτο παράθυρο, ἀπ’ ὅπου ἔμπαινε δροσερὸς ἀέρας, ἀδυνατοῦσε νὰ διαλύσει τὴν αἰθαλομίχλη. «Ἔλα κάτσε στὰ πόδια μου, Γιαννάκη, γιὰ νὰ κάτσει στὴν καρέκλα ὁ θεῖος Περικλῆς». Ὑπάκουσα ἀδιαμαρτύρητα, ἂν καὶ στὸ βάθος ἔνοιωθα δυσαρεστημένος. Ὡστόσο, οἱ νουθεσίες τῶν γονιῶν μου περὶ εὐπρέπειας καὶ εὐγένειας δὲν μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ δείξω τὴν δυσφορία μου. Ἄλλωστε, ἦμουν ἀρκετὰ μικρὸς κι ἐλαφρύς – παρ’ ὅλο ποὺ ἦμουν εὐτραφὲς παιδί – καὶ τὸ νὰ καθήσω στὰ πόδια τοῦ πατέρα μου ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς σπάνιες φορὲς ἐκδήλωσης τρυφερότητας ἀπὸ μέρους του ποὺ δὲν ἤθελα ἐπ’ οὐδενὶ νὰ χάσω. Ἔπληττα σ’ ἐτούτη τὴν συγκέντρωση. Κανένας μεγάλος δὲν μοῦ ἔδινε σημασία, οἱ συζητήσεις τῶν ἀνδρῶν περιστρέφονταν γύρω ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ τῶν γυναικῶν γύρω ἀπὸ μαγειρική, συμβουλὲς καθαριότητας καὶ εἰδήσεις ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν συγγενῶν καὶ τῆς γειτονιᾶς. Αὐτὸ τὸ κατάλαβε ὁ πατέρας μου καὶ κάποια στιγμὴ φώναξε τὸν Λεωνίδα, ἕναν ἐξάδελφό μου ὀχτὼ χρόνια μεγαλύτερό μου, νὰ κάνουμε παρέα. Ὁ Λεωνίδας δυσανασχέτησε ἐμφανῶς – ἦταν ἕνα δύσθυμο καὶ κάπως κακότροπο παιδί –, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ τὶς ἐπιτακτικὲς παροτρύνσεις τῶν γονιῶν του ἦλθε πρὸς τὸ μέρος μου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ διαφορὰ ἡλικίας ἦταν ἕνας ἀπαγορευτικὸς παράγοντας γιὰ τὴν ὁποιανδήποτε συναναστροφή μας. Τί θὰ μπορούσαμε ἄραγε νὰ ποῦμε; Ἐκεῖνος ἔπαιζε ποδόσφαιρο, ἐγὼ δὲν ἤξερα οὐσιαστικὰ τίποτε γιὰ τὸ ἄθλημα· ἔχοντας μπεῖ στὴν ἐφηβεία, μοῦ μιλοῦσε γιὰ κορίτσια, ἀφήνοντας πλῆθος ὑπονοούμενα, ἐνῶ ἐγὼ ἦμουν ἀκόμη παιδὶ καὶ μ’ ἐνδιέφεραν μόνον τὰ ἐπιτραπέζια παιγνίδια· ἐκεῖνος ἦταν βαρὺς τύπος, ἐγὼ μαλθακός. Ὥστε, πολὺ σύντομα, ἐπιστρέψαμε στοὺς γονεῖς μας. Καθὼς ξανακάθησα στὰ πόδια τοῦ πατέρα μου καὶ ἀπαντοῦσα μονολεκτικὰ στὶς ἐρωτήσεις του (Γιατί δὲν κάνεις παρέα μὲ τὸν Λεωνίδα;), τὸ βλέμμα μου περιηγήθηκε στοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονταν στὸ σαλόνι καὶ στὴν θεία μου ποὺ πηγαινοερχόταν. Ἀπὸ ἕνα σημεῖο κι ἔπειτα, δὲν ἄκουγα τί ἔλεγαν ὅλοι ἐκεῖνοι, ἀλλὰ ὁ νοῦς μου ταξίδευε στὸ τί θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν ἢ τί πραγματικὰ μπορεῖ νὰ ἐννοοῦσαν μὲ τὶς δυνατὲς ἢ σιγανὲς φωνές τους, μὲ τὶς χειρονομίες τους, μὲ τὶς ἐκφράσεις τῶν προσώπων τους. Γιὰ παράδειγμα, ἡ θεία Σούλα ἀνοιγόκλεινε τὸ στόμα της σὰν μοτεράκι καὶ φαντάστηκα ὅτι ἔλεγε στὴν διπλανή της, ἀντὶ γιὰ τὸ πῶς καθαρίζει τὶς κατσαρόλες, πόσο τῆς ἀρέσει ὁ πατσάς, ποὺ ἐγὼ σιχαινόμουν καὶ μόνο στὴν ἰδέα του. Ἢ ὁ θεῖος Περικλῆς, ἀντὶ γιὰ τὴν πολιτική, ὅτι ἔλεγε στὸν θεῖο Φώντα ἀπέναντί του νὰ παίξουν σουμπούτεο. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ φαντασιώσεις μὲ διασκέδαζαν καὶ μὲ βοηθοῦσαν νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὴν πλήξη τῆς ἐπίσκεψης. Ἡ μόνη περίπτωση ποὺ δὲν μποροῦσα μὲ τίποτε νὰ διασκεδάσω ἦταν ἡ μορφὴ τῆς θείας Ρήγισσας ποὺ πηγαινοερχόταν συγκαταβατικὴ καὶ συμβιβασμένη. Μοῦ φαινόταν ὅτι ἔβλεπα στὸ βλέμμα της κάτι σὰν ἄρνηση τῆς πραγματικότητας, ὅμοιας ἀκριβῶς μὲ τὴν δική μου – ἂν καὶ δὲν ἦμουν σὲ θέση, λόγῳ τῆς ἡλικίας μου, νὰ σκεφτῶ μὲ τέτοια σαφήνεια· ὡστόσο, τὸ ἔνοιωθα στὴν παιδικὴ ψυχή μου. Ὅσο ἔβλεπα τὸν θεῖο Ἀνδρέα νὰ κάθεται σὰν δερβεναγὰς στὴν καρέκλα του καὶ νὰ διατάζει καὶ νὰ καλύπτει μὲ τὴν βροντερὴ φωνή του τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα καὶ νὰ ὀργίζομαι, τόσο ἡ εἰκόνα τῆς θείας μου μὲ πλημμύριζε μὲ μιὰ ἀπέραντη θλίψη ποὺ δὲν μποροῦσα μὲ τίποτε νὰ ἀποδιώξω. Ἀλλὰ εὐτυχῶς ἡ λύτρωση ἦλθε ἀπρόσμενα, ὅταν χτύπησε τὸ κουδούνι (Ρήγισσα, ἡ πόρτα!) καὶ μπῆκαν ἕνα ἄλλο ζευγάρι θείων μου μὲ τὰ παιδιά τους ποὺ ἦσαν σχεδὸν συνομήλικα μ’ ἐμένα. Τὰ ἐξαδέλφια μου, πιὸ προνοητικὰ ἀπ’ ὅ,τι ἐγώ, εἶχαν φέρει κάρτες ἀνταλλαγῆς καὶ μὲ κάλεσαν νὰ παίξω μαζί τους. Σηκώθηκα γεμᾶτος χαρὰ ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ πατέρα μου, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ κουράζεται ἀπὸ τὸ βάρος, καὶ πήγαμε καὶ οἱ τρεῖς στὴν κρεββατοκάμαρα τῶν θείων μου, ἁπλώσαμε πάνω στὴν πικεδένια κουβέρτα τοῦ κρεββατιοῦ τὶς κάρτες κι ἀρχίσαμε τὸ παιγνίδι. Πέρασε ἔτσι ἀρκετὴ ὥρα. Ὥσπου ἀκούστηκε ξαφνικὰ ἕνας κρότος καὶ μιὰ κραυγὴ ποὺ μᾶς ἔκανε νὰ παγώσουμε. Βγήκαμε ἀπὸ τὸ ὑπνοδωμάτιο καὶ πήγαμε στὴν κουζίνα, ὅπου ἀντικρύσαμε τὴν θεία Ρήγισσα νὰ κοιτᾶ μιὰ σπασμένη πιατέλα μὲ τὰς κεμπὰπ στὸ πάτωμα. Ἡ σάλτσα εἶχε ἁπλωθεῖ καὶ λεκιάσει τὰ πόδια τῆς θείας, τὰ πλακάκια, τὴν ἠλεκτρικὴ κουζίνα, τὰ ἐπιδαπέδια ντουλάπια. Στεκόταν τρέμοντας καὶ ἀναμασώντας τὴν ἔκφραση «Πάει τὸ φαγητό, πάει τὸ φαγητό», ἐνῶ ἡ μητέρα μου καὶ ἡ θεία Σούλα, ποὺ εἶχαν ἐν τῶ μεταξὺ μπεῖ στὴν κουζίνα, μάζευαν τὰ σπασμένα καὶ τὴν παρηγοροῦσαν. Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω γιατί ἡ θεία Ρήγισσα προκάλεσε ἕναν τέτοιο χαλασμὸ γιὰ μιὰ τόσο ἀσήμαντη ἀπροσεξία. Συχνὰ ἡ μητέρα μου τύχαινε νὰ πάθει τέτοιου εἴδους μικροατυχήματα, ἀλλὰ πάντα ἔβριζε ἕνα «Ἄει στὰ κομμάτια κι ἐσύ!» καί, ἀφοῦ συμμάζευε, συνέχιζε αὐτὸ ποὺ εἶχε ξεκινήσει νὰ κάνει. Ἐδῶ ὅμως ἡ θεία ἔστεκε σὰν χαμένη καὶ ἠλίθια καὶ τῆς ἦταν ἀδύνατον νὰ κάνει ὁτιδήποτε. Τότε ἀκούστηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ φωνὴ τοῦ θείου Ἀντρέα. «Ρήγισσα, φιστίκια!» Αὐτὸ ἦταν ποὺ τὴν ξύπνησε ἀπ’ τὸν λήθαργο. Πῆρε ἀστραπιαῖα τὸ μπὼλ μὲ τὰ ἀράπικα φιστίκια, πῆγε τρέχοντας στὸ σαλόνι καὶ τοῦ ἔφερε τὸ μπὼλ στὸ κεφάλι. «Πάρ’ τὰ φιστίκια σου, μαλάκα! Νά, ρέ, νά, ἐδῶ σὲ γράφω, ἐδῶ, ἐδῶ, ΕΔΩ!» Ὅπου τὸ ἐδῶ ἦταν τὸ σημεῖο ἀνάμεσα στὰ σκέλια της ποὺ τὸ ἔπιανε δυνατὰ καὶ τὸ ἔτριβε μὲ μανία. Σιωπή. Μόνον ἡ φωνὴ τοῦ Διονυσίου ἀκουγόταν ἀπ’ τὸ κασετόφωνο. Κι ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀκολούθησε ἕνας πανικὸς ἄνευ προηγουμένου. Ἡ μητέρα μου μοῦ σκέπασε τὰ μάτια καὶ μὲ πῆγε βιαστικὰ στὴν κρεββατοκάμαρα. Σὲ λίγο μπῆκαν καὶ τὰ ὑπόλοιπα ξαδέλφια μου. Πίσω ἀπὸ τὴν κλεισμένη πόρτα ἀκούγαμε φωνές, ὑστερικὰ καὶ τρομαχτικὰ γέλια, κραυγές, κλάματα. Τὰ παιδιὰ ἀπομείναμε μουδιασμένα στὶς θέσεις μας, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουμε τί ἀκριβῶς γινόταν. Ἡ φασαρία ἦταν τόσο δυνατὴ ποὺ δὲν ξεχωρίζαμε κουβέντες, οὔτε κἂν λέξεις. Νοιώθαμε πάντως ὅτι κάτι ἄσχημο συνέβαινε. Ἔπειτα ἦλθαν φουριόζες οἱ μητέρες μας, μᾶς φόρεσαν τὰ μπουφάν μας καὶ φύγαμε ἆρον-ἆρον. Δὲν πέρασε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ βράδυ πολὺς καιρὸς ποὺ ἄκουσα τοὺς γονεῖς μου νὰ λένε γιὰ τὴν ἀρρώστια τῆς θείας Ρήγισσας. Τὴν εἶχαν, λέγανε, σὲ κάποιο νοσοκομεῖο κι ἦταν πολὺ ἄσχημα. Ἄρχισα νὰ ρωτάω. «Εἶναι ἄρρωστη ἡ θεία;» «Ναί, Γιάννη, εἶναι ἄρρωστη». «Πολύ;» «Πολύ». «Ἔχει πυρετό;» «Ὄχι, ἀγάπη μου, δὲν ἔχει πυρετό». «Τί ἔχει τότε;» «Ἔχει… πῶς νὰ σ’ τὸ πῶ; Ἔχει… τὸ μυαλό της… ἔχει φύγει». «Καὶ ποῦ πῆγε;» Δὲν ἀπάντησαν. Καὶ τί θὰ μποροῦσαν νὰ μοῦ ποῦν καὶ νὰ τὸ κατανοήσω; Ἐπέστρεψαν στὴν κουβέντα τους καὶ τί θὰ ἔκανε ὁ φουκαριάρης ὁ θεῖος Ἀντρέας οὔτε ποὺ ξέρανε. Ἀλλὰ ἐγώ, γιὰ κάποιον λόγο, δὲν λυπόμουν τὸν θεῖο· λυπόμουν τὴν θεία, τὴν μορφὴ τῆς ὁποίας ἔφερνα συχνὰ στὸν νοῦ μου: τὸ χαμόγελο συγκατάβασης, τὴν μυρωδιὰ χλωρίνης στὰ χέρια καί, κυρίως, τὸ βλέμμα ποὺ δήλωνε παραίτηση. Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Μεγάλωσα, ἀνδρώθηκα, ἔκανα δική μου οἰκογένεια. Κάποτε ἔμαθα ὅτι ἡ θεία Ρήγισσα πέθανε στὴν νευρολογικὴ κλινικὴ ποὺ τὴν εἶχαν. Δὲν τὴν εἶχα ἐπισκεφθεῖ ποτέ. Δὲν ξέρω γιατί. Ἴσως ἐπειδὴ τὴν θυμόμουν ὑπομονετικὴ μέχρι ἀηδίας καὶ δὲν ἤθελα νὰ ἀντικρύσω ἕνα ὂν ποὺ εἶχε δραπετεύσει σὲ ἄλλες σφαῖρες πραγματικότητας. Ἢ ἴσως ἐπειδὴ τὴν συνέκρινα ὑποσυνείδητα μὲ τὴν δική μου συγκαταβατικότητα καὶ ὑποχώρηση καὶ οἱ συνειρμοὶ ποὺ γεννιόντουσαν στὸν νοῦ μου ἦσαν ἐξόχως δυσοίωνοι – δυσοίωνοι μέχρι ἀπελπισίας. Τοῦ Σπύρου Μιχελῆ ΤΗΣ_ΘΕΙΑΣ_ΣΟΥ.rtf ΤΗΣ_ΘΕΙΑΣ_ΣΟΥ.pdf Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted February 24, 2009 Share Posted February 24, 2009 Μάλιστα... Καλή ιστοριούλα αν και δεν ξέρω αν ακριβώς αγγίζει το θέμα της απόδρασης όσο το θέμα της επιβολής της νουθεσίας. Πάντως ήταν αρκετά απλή ιστορία σε πλοκή και χαρακτήρες και δε μου άφησε μόνιμες εντυπώσεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted February 24, 2009 Share Posted February 24, 2009 Έξοχο. Εύγε. Ανταποκρύθηκε στις προσμονές μου ενώ ταυτόχρονα με ξάφνιασε. Κωμικό και ταυτόχρονα τραγικό. Εύχομαι να είχε όντως ανάγκη τον εγκλεισμό της, κι όχι να έκριναν έτσι άλλοι το παράλογο κατ'αυτούς δικαίωμα της στην ελευθερία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted February 24, 2009 Author Share Posted February 24, 2009 Κατ' ἀρχὴν εὐχαριστῶ γιὰ τὸν κόπο σας νὰ σχολιάσετε τὴν συμμετοχή μου. Roriconfan: Τὸ θέμα τῆς ἀπόδρασης εἶναι πνευματικό, ἀφοῦ τὸ μυαλὸ τῆς θείας "ἔχει φύγει". Τώρα, ἂν τὸ ἐξηγῶ ἱκανοποιητικὰ εἶναι ἕνα ἄλλο ζήτημα. DinoHajiyorgi: Σ' εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλά σου λόγια. Ὡστόσο, ἐγὼ δὲν εἶμαι καθόλου ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὴν ἱστορία μου. Μιὰ καὶ εἶχα περιθώριο λέξεων, ὤφειλα νὰ ἀναπτύξω τὸν χαρακτήρα τῆς θείας ὥστε τὸ ξέσπασμά της κι ἀργότερα ἡ τρέλα της νὰ ἐξηγηθοῦν φυσικά. Κι ἐπίσης, νὰ κάνω ἀκόμη πιὸ ἔντονη τὴν σύγκριση τοῦ ἀφηγητῆ καὶ τῆς θείας του. Σ' ἕνα τέτοιο ψυχογράφημα οἱ μικρὲς πινελιές, οἱ λεπτομέρειες, ἡ περιγραφὴ κινήσεων, λόγων καὶ πράξεων τῶν ἐξεταζομένων χαρακτήρων εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ὁμαλὴ ἐξέλιξη τοῦ μύθου. Λυπᾶμαι ποὺ τὸ λέω, ἀλλὰ εἶναι μιὰ ἱστορία ποὺ ἤθελα νὰ γράψω ἐδῶ καὶ καιρὸ καὶ δὲν τὴν ἔφερα σὲ πέρας ὅπως ἤθελα. Ἂν τὰ εἶχα καταφέρει, τώρα θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχετε μαζί σας χαρτομάντηλα. Πόσω μᾶλλον ὅταν ἡ βάση τῆς ἱστορίας εἶναι ἀληθινή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted February 24, 2009 Share Posted February 24, 2009 Μου άρεσε πάρα πολύ κι ας με στενοχώρησε λίγο αυτού του είδους η απόδραση. Στις περιγραφές της γιορτής νόμιζα πως ήμουνα κι εγώ μέσα, 7-8 χρονών να βαριέμαι αφόρητα τις κουβέντες των μεγαλύτερων και να μην τολμάω και να το δείξω γιατί θα είχα να κάνω με τον πατέρα μου. Δε βλέπω γιατί λες ότι θα έπρεπε να περιγράψεις τη θεία περισσότερο. Έτσι κι αλλιώς τη βλέπουμε από τη σκοπιά του παιδιού, που δεν είναι σε θέση να τα καταλάβει όλα ούτε μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει στα σπίτια και στις ζωές των μεγάλων. Αυτή η αναφορά στη μυρωδιά από μανταρίνια και κρεμμύδια και χλωρίνη ήταν τόσο ρεαλιστική, που σχεδόν αισθάνθηκα να τα μυρίζω εκεί που διάβαζα. Από την ώρα που το διάβασα, συνέχεια τη μορφή της θείας σκέφομαι. Πολύ ωραίο! Μπράβο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted February 25, 2009 Share Posted February 25, 2009 Θα μπορούσα να πω πως μου άρεσε το της θειας σου αλλά μπορεί να παρερμηνευτώ. Γι αυτό θα πω απλά πως το διήγημα έχει πολύ όμορφη αφήγηση και είναι τόσο μα τόσο οικείο που σε κερδίζει στη στιγμή. Μια πολύ όμορφη ιστορία από αυτές που κάποια κομμάτια της όλοι μας έχουμε ζήσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted February 25, 2009 Share Posted February 25, 2009 adinol μου αρεσε παρα πολυ. Για να σου πω τη μαυρη αληθεια δεν την εκοψα και οσο για τρελη τη θεια..Μαλλον ξεσπασε μετα απο χρονια καταπιεσης...Αλλα η ηλιθια κοινωνια και τα γελοια στερεοτυπα της παντα τον ανθρωπο που ξεχωριζε κι επαναστατουσε τον ελεγε τρελο... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted February 25, 2009 Share Posted February 25, 2009 Με άγγιξε πολύ. Οι περιγραφές γνώριμες και περίμενα από την αρχή σχεδόν πότε η θεία θα ξεσπάσει, ποια σπίθα θα της έβαζε φωτιά. Πιστεύω, στην Ελλάδα όλοι μας αναγνωρίζουμε ένα συγγενικό πρόσωπο σαν τη θεία. Για να σου πω τη μαυρη αληθεια δεν την εκοψα και οσο για τρελη τη θεια..Μαλλον ξεσπασε μετα απο χρονια καταπιεσης.. Μάλλον δεν ήταν μόνο αυτό. Όταν διάβασα αυτή τη γραμμή: Πάρ’ τὰ φιστίκια σου, μαλάκα! Νά, ρέ, νά, ἐδῶ σὲ γράφω, ἐδῶ, ἐδῶ, ΕΔΩ!» σκέφτηκα πως δεν μπορεί ένα άτομο που σκύβει το κεφάλι χρόνια και χρόνια ξαφνικά να αντιδράει τόσο...ξεκάθαρα! Όχι ότι δεν συμφωνώ, δεν είναι λογικό, καταλαβαίνεις; Ψυχολογικά. Αν ήταν ικανή για τέτοιο ξέσπασμα, θα το είχε κάνει νωρίτερα και καλύτερα. Η συνέχεια της αφήγησης επαλήθευσε τη σκέψη μου. Η θεία πέρασε τη γραμμή εκείνη τη μέρα... (Θέλω να πω, ότι η αφήγηση δεν μου άφησε κανένα κενό, ήταν από κάθε πλευρά άψογη)! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted February 25, 2009 Share Posted February 25, 2009 (edited) Δεν μπορώ να φανταστώ τι διορθώσεις θα ήθελες να κάνεις, Παναγιώτη. Ίσως μια δυο ελάχιστες, λεπτές υπόνοιες που να στηρίξουν την τελική ατάκα. Κατά τα άλλα, είναι βίωμα πολλών μας εδώ μέσα η όλη κατάσταση, αλλά ως τώρα μόνο εσύ βρήκες τον τρόπο να την περιγράψεις άρτια και να την κάνεις ιστορία. Μπράβο Edited February 25, 2009 by Electroscribe Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted March 3, 2009 Share Posted March 3, 2009 Μου άρεσε γιατί θυμήθηκα όλες αυτές τις συγκεντρώσεις που μας έσερναν οι γονείς μας και σέρνουμε τα παιδιά μας. Νομίζω, όμως, ότι θα ήταν πιο επιτυχημένο αν δεν έβαζες τόσες σκέψεις στο μυαλό του παιδιού και έμενες στο τι έκανε και στο τι έβλεπε. Σε μένα, τουλάχιστον, οι προβληματισμοί που ανέπτυσσε το παιδί έμοιαζαν με σκέψεις εφήβου ή και μεγαλύτερου. Επίσης, το κλείσιμο με την χρονική μετατόπιση δεν μου άρεσε. Θα προτιμούσα όλα να αρχίζουν και να τελειώνουν σε αυτήν τη συγκέντρωση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted March 8, 2009 Share Posted March 8, 2009 Τα είπαμε και δια ζώσης, έχε τα και γραπτά: γενικά η ιστορία δείχνει να περιστρέφεται γύρω από την περίσταση κι όχι γύρω από το παιδί όπως θα ήταν το φυσιολογικό ή τη θεία όπως θα ήταν το αναμενώμενο. Το ξέσπασμα της θείας είναι για μένα τουλάχιστον καπως απότομο. Γιατί συνέβη τώρα κι όχι κάποια άλλη στιγμή; Τι το πυροδότησε; Ασφαλώς τέτοιες στγιμές πίεσης εκ μέρους του θείου θα ήταν τακτικές. Κάτι θα πρέπει να επιβάρυνε την κατάσταση ώστε η θεία ν' αποδράσει κατ' αυτόν τον τρόπο. Κατά τα άλλα με ικανοποίησε αρκετά. Με δυο τρεις φράσεις νομίζω ότι θα το φτάσεις εκεί που πρέπει, δηλαδή στην τελειότητα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted March 8, 2009 Share Posted March 8, 2009 Ο τίτλος παραπέμπει σε κάτι κωμικό. Η τελευταία πρόταση ανήκει μάλλον στον τρόμο. Το ενδιάμεσο είναι μια ενδιαφέρουσα περιγραφή μιας οικογενειακής συνάντησης από την πλευρά ενός παιδιού. Πράγματι, έχει μπόλικες σκέψεις αλλά... δεν είχε και ιδιαίτερα γεγονότα για να περιγραφούν! Εμένα μου άρεσε η αλλαγή του χρόνου στο τέλος, δικαιολογούσε και την πιο ώριμη ματιά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted March 9, 2009 Share Posted March 9, 2009 Της δικιάς σου, ρέι τσκ τσκ τσκ ... Με ψήνει ο τίτλος σου από τη μέρα που τον διάβασα. Από τους καλύτερους που έχω πετύχει τελευταία, πολύ μου άρεσε. Αν ήταν το πρώτο δικό σου πράγμα που διάβαζα θα ήμουνα κατευχαριστημένη και δε θα είχα καθόλου απαιτήσεις. Αλλά επειδή δεν είναι και ξέρω πως με εκείνες τις μικρές πινελιές που λες, μπορείς όχι μόνο να το ανεβάσεις 15 σκαλιά ακόμα αλλά να το κάνεις και αξιομνημόνευτο, θα προτιμούσα να το το ξαναπιάσεις. Πάντως ό,τι και να κάνεις, DO NOT, ΜΗΝ, (δεν το ξέρω σε άλλες γλώσσες αλλά το πιάνεις και με αυτές τις δύο ελπίζω ) ΜΗΝ λέγω πειράξεις την ατμόσφαιρα της γιορτής. Γιατί σε αυτή την ατμόσφαιρα είδαμε όλοι μας κάτι εξαιρετικά οικείο που κάνει την ιστορία προσωπική όσο δεν πάει. Και η ατμόσφαιρα, έτσι κι αλλιώς κύριέ μου, είναι το μεγάλου ατού σου. Ο άσσος στο μανίκι σου. Ακόμα κι όταν θεωρείς την ιστορία σου αδούλευτη κλείνω τα μάτια μου και βλέπω εικόνες τις οποίες σχεδόν ποτέ δεν έχεις μπει στη διαδικασία να περιγράψεις εξονυχιστικά. Είναι εκεί, είναι στέρεες, μυρίζουν, έχουν ήχο και εικόνα κι εσύ συνήθως έχεις πει απλά πέντε λεξούλες όλες κι όλες και κατά τα άλλα ασχολείσαι με την πλοκή και την ιστορία σου. Ελπίζω πως κάποια στιγμή που θα έχεις διάθεση θα μου κάνεις ένα σεμιναριάκι για αυτό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted June 6, 2012 Share Posted June 6, 2012 Όντως από οικεία ατμόσφαιρα άλλο τίποτα - κι εμένα μου ανακατεύουν το στομάχι κάτι τέτοιες συγκεντρώσεις και τέτοιο κλίμα δηθενιάς και καταπίεσης. Τέτοιες περιγραφές έχει και στο "Ο Άκης και οι άλλοι" του Κυριάκου Ντελόπουλου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.