noxious Posted March 4, 2009 Share Posted March 4, 2009 Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος Γριβοκωστόπουλος Είδος: Επιστημονική φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 6.785 Αυτοτελής; Ναι -- Οι Φύλακες Άγγελοι (Ελέυθερες Ζώνες) Η μικρούλα Χλόη δε προλάβενε να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Είχε ανοίξει διάπλατα τα μεγάλα καστανά της μάτια και προσπαθούσε να χωρέσει μέσα τους όλα τα φώτα, όλες τις γιρλάντες και τους ανθρώπους και τα παιχνίδια και και και… «Όοοοο!» έκανε κοιτώντας έναν κλόουν να παίζει με αναμμένους πυρσούς. «Άαααα!» μα τι τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο αυτό στην είσοδο του εμπορικού κέντρου! Η μητέρα της από την άλλη δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται και τόσο για όλα τα μαγικά και θαυμαστά που συνέβεναν γύρω της. «Έλα Χλόη προχώρα! Έχουμε δουλειές!» της έλεγε καθώς την τραβούσε από το χέρι. Και η Χλόη έσερνε αναγκαστικά τα πόδια της προχωρόντας με το στόμα ανοιχτό και το κεφάλι γυρισμένο πίσω, μέχρι να βρεί το επόμενο θέαμα. Σε λίγες μέρες θα ερχόντουσαν τα χριστούγεννα, και η Χλόη με τη μητέρα της έιχαν βγεί στο κέντρο της πόλης να ψωνίσουν. Οι δρόμοι ήταν πολύβουοι, και η Εύα Χάαγκεν, η μητέρα της Χλόης τρομερά αγχωμένη γιατί δεν μπορούσε με τίποτα να βρεί εκείνα τα υπέροχα κίτρινα μποτάκια στο νουμερό της. Είχανε περίπου μιάμιση ώρα τώρα που γυρνούσαν από μαγαζί σε μαγαζί. Η Εύα ξεφυσούσε φορτωμένη σακούλες, και σκεπτόταν ότι εκείνα τα παραπανίσια κιλάκια είχαν αρχίσει να φαίνονται. Η Χλόη χαμένη μέσα στα χριστουγεννιάτικα αρώματα και στις μουσικές, δεν είχε ξαναδεί την πόλη στολισμένη. Ήταν η πρώτη της φορά και είχε εκστασιαστεί. «Μαμά , μαμά! Κοίτα εκείνο το παιδάκι τι κοντό που είναι!» φώναξε η μικρή δείχνωντας ένα νάνο που παρίστανε το ξωτικό και μοίραζε γλυφιτζούρια. «Από δώ, έλα τώρα, ίσως εδώ να έχουν!» Η μητέρα της μπήκε φουριόζα σε ένα ακόμη από τα τεράστια μαγαζιά του κέντρου. Η μικρούλα ακολουθούσε όπως όπως και παραπατώντας, τινάζοντας τα ξανθά της μαλλιά κοιτώντας προς τα πίσω. «Χαίρεται! Πως θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;» Η φωνή ερχόταν από έναν άντρα με σοκολατί μελαμψό δέρμα όπως διαπίστωσε η Χλόη. Ο πωλητής αυτός, γύρω στα τριάντα, ήταν γοητευτικότατος με τις αμυδρές του ρυτίδες γύρω από τα μάτια, διαπίστωσε η Εύα. «Εμμ.. Να.» Η Εύα Χάαγκεν ακούμπησε τις σακούλες κάτω, και έβαλε την παλάμη της ανοιχτή στο στέρνο μιλώντας με νάζι. «Έχω δεί αυτά τα κίτρινα Lautier μποτάκια, αλλά πουθενά δεν μπορώ να βρώ στο νούμερο μου ξέρετε, έχω γυρίσει όλα τα μαγαζιά αλλά τίποτα…» «Χμμ για να δούμε… Τι νούμερο….» Η συζήτηση έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον της για το μικρό κοριτσάκι και οι φωνές έσβησαν γι’αυτήν. Της άρεσε πολύ περισσότερο η χριστουγεννιάτικη μουσική από τα μεγάφωνα του μαγαζιού και ακούγοντας την άρχισε να περπατάει προς τα ράφια. Σε κάθε βήμα σηκωνόταν αργά στις μύτες και ξανάπεφτε στις φτέρνες απότομα. Μετά έσερνε τα παπούτσια της, και προχώραγε αφηρημένη. Ξαφνικά, είδε στο ράφι δίπλα της ένα μεγάλο χρυσό άστερι που αναβόσβηνε αργά. Τι εντυπωσιακό! Το κοριτσάκι γούρλωσε τα μάτια. Το αστέρι στεκόταν σε μια κυλινδρική θήκη - ήταν από εκείνα που τοποθετούνται στη κορυφή του χριστουγενιάτικου δέντρου. Η Χλόη έτρεξε προς το μέρος του και σήκωσε στο χεράκι της να το πάρει. Ήταν πραγματικά πολύ μεγάλο! Ενθουσιασμένη καθώς ήταν πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε να πεί στη μαμά της για το θαυμαστό εύρημα. «Μαμάα.. Ούγκχ!!» Κουτούλησε απότομα πάνω σε κάτι σκληρό που βρισκόταν πίσω της και ανέκοψε τη πορεία της. «Καλύτερα να τοποθετήσεις αυτό το προϊόν πίσω στη θέση του, εκτός εάν έχεις σκοπό να το αγοράσεις», της είπε μια ενήλικη φωνή. Ήταν ο Φύλακας Άγγελός της. Πως μπόρεσε να τον ξεχάσει; Σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε με σουφρωμένα φρύδια και σφιγμένα χείλη. Το χέρι της μητέρας της άρπαξε από την αγκαλιά της το αστέρι και το τοποθέτησε ξανά στο ράφι. Ύστερα έσκυψε και κοίταξε τη μικρή στα μάτια. «Πόσες φορές θα σου πώ να μην απομακρύνεσαι; Που στο καλό έχεις το νού σου;» Το κοριτσάκι δε μίλησε. Τα μάτια της μαμάς του φαινόταν κουρασμένα σκέφτηκε. Εκείνη την έπιασε από το χέρι και την έσυρε ξανά. Τώρα το κοριτσάκι κοιτούσε προς τα πίσω τον Φύλακα Άγγελο της. * * * Η τηλεόραση εκπέμπει: «Λοιπόν έτσι είναι τα πράγματα. Και ξέρετε τι θα πεί 0,87%? Μια στρατιά! Συμπαθάτε με, αλλά ούτε εγώ ούτε κανένας αληθινός Χριστιανός θα δεχόταν να ζήσει με μια στρατιά κακοποιούς, εγκληματίες, ανώμαλους, δολοφόνους και άλλα απροβάσματα δίπλα του απροστάτευτος. Επιτέλους, μάρτυς μου ο θεός, ήρθε η ώρα κάποιοι να πάνε από κεί που ήρθαν.» * * * Ο Κέν Λιάκος σιγούρεψε το καπό του αυτοκινήτου στο ειδικό στάντ και βάλθηκε να τσεκάρει τα μπουζί. Ένας θεός ξέρει πόσα χέρια έχει αλλάξει αυτό το αμάξι, πριν το αγοράσει τελικά και ο ίδιος από τον Σταύρο Περού, έναν εβδομηντάρη απατεώνα κοντά στην ακτή. Άντε να βρείς άκρη, όταν σχεδόν σίγουρα από τα δεκάδες χέρια που θα πέρασε αυτό το σαράβαλο ο καθένας έχει πειράξει και από κάτι. Κάθε τρείς και λίγο το αμάξι δεν παίρνει μπροστά, και μία φταίνε τα μπουζί, μία η μπαταρία, μία οι ιμάντες και πάει λέγοντας. Ο Κέν Λιάκος ήθελε τώρα να μεταφέρει μερικά εργαλεία στο χωράφι και το κωλοάμαξο δε λέει να ξεκινήσει. Ψάχνοντας μέσα σε παξιμάδια και βιδούλες, γράσα και καλωδιάκια να βγάλει μιαν άκρη, μια σκιά πέφτει από πάνω του. Ο Λιάκος γύρισε απότομα. «Άιντε μου στο διάολο κι εσύ! Κάνε παραπέρα να βλέπω εδώ μέσα! Φύγε απ’τον ήλιο ρε!» φώναξε χειρονομώντας. Το στόμα του άχνιζε από το τσουχτερό κρύο. «Αυτό θα είναι 12,8 ευρώ για εξύβριση οργάνου κύριε.» απάντησε ο Φύλακας Άγγελος που πισωπάτησε παρόλαυτα. «Δε ‘πα να γαμηθείς λέω γω μωρή μαλακία κι εσύ τώρα, είχα όλα τ’άλλα..» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Λιάκος, αρκετά σιγά για να μην ακουστεί αυτή τη φορά. Απ’ότι φαίνεται θα του περνε αρκετή ώρα ακόμη, και αν ήταν τόσο άτυχος πιά, ίσως να χρειαζόταν να κατέβει στην πόλη για να αγοράσει ανταλλακτικά ή ακόμα χειρότερα να φωνάξει ένα γερανό να πάρει το αμάξι και να το πάει σε συνεργείο, πράγμα που σήμαινε πως η μεταφορά των εργαλείων μάλλον δεν θα γινόταν σήμερα. Βάζοντας το χέρι μέσα από το παράθυρο γύρισε τη μίζα για πολλοστή φορά. Η μηχανή έκανε ένα θόρυβο σαν παλιό χαλασμένο πλυντήριο και το αμάξωμα ταρακουνήθηκε, αλλα το αυτοκίνητο σαν από πείσμα, δεν ζωντάνεψε ούτε τώρα. «Άντε γαμήσου!» Ο Λιάκος χτύπησε με τη γροθιά του τον ουρανό του αμαξιού και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Έπλυνε τα χέρια του, έφτυσε στο νιπτήρα και κάθισε στο τερματικό της κουζίνας. «Στο καθίκι τον Περού δεν ξαναπάω. Που αλλού μπορεί να έχει κανα συνεργείο εδώ κοντά τώρα;» Πληκτρολόγησε τις απορίες του και πάτησε enter. Άκουσε βήματα πίσω του. Γύρισε ανάβοντας ένα τσιγάρο και κοίταξε τον Φύλακα Άγγελο του που στεκόταν από πάνω του. «Έλα να δείς! Πέτυχα μια φοβερή σελίδα με γυμνά ανήλικα!» του είπε δείχνωντας την οθόνη με τον αντίχειρα. Ο Φύλακας Άγγελος κοιτούσε την οθόνη του τερματικού πίσω από τον Κεν Λιάκο αμίλητος. Ο Λιάκος φύσηξε τον καπνό του προς τον Φύλακα Άγγελο του και γύρισε ξανά στην οθόνη. Δεν ήταν και τόσο τυχερός - το πιο κοντινό συνεργείο μετά τον Περού ήταν στα 35 χιλιόμετρα, σχεδόν όσο απείχε και το κέντρο της πόλης από τη μικρή φάρμα του Λιάκου. «Σκατά..» μονολόγησε πάλι, και σηκώθηκε. Θα του περνε τρείς ώρες όλη η υπόθεση με το μηχανάκι. Πάνε οι δουλειές για σήμερα. Πήρε το κράνος του και βγήκε έξω. Μετά από καμιά ώρα, με το μηχανάκι έφτασε στο συνεργείο. Αν και είχε τυλιχτεί ολόκληρος με ρούχα, ένιωθε πως έχει κοκκαλώσει. Τελικά σηκώθηκε τουρτουρίζοντας και μπήκε στο μαγαζί. «Γαμ..» ο Λιάκος έπνιξε την βλαστημιά που πήγε να ξεστομίσει επειδή σκόνταψε σε ένα παλιοσίδερο. Φαινόταν κομμάτι ενός άχρηστου πια προφυλακτήρα. Γύρω από το σίδερο, και σε όλο το πάτωμα όπως διαπίστωσε ο Κεν, ήταν σκόρπια κι άλλα παρόμοια παλιοσίδερα, αλλά και ρινίσματα από σίδερο, άδεια κουτάκια από βερνίκι, παρατημένα δοχεία με λάδι ή βενζίνη, δεκάδες στουπιά και πατσαβούρια, και κάπου κάπου ξεχώριζες πεταμένα και κανένα κίτρινο κατσαβίδι ή καμιά πένσα με λαστιχένια λαβή ανάμεσα σ’αυτόν το χαμό. Τη στιγμή που ο Λιάκος έπερνε ανάσα για να φωνάξει αν είναι κανείς εκεί, ακούστηκε ένα καζανάκι και κατόπιν υδροροές να τρίζουν σαν κάποιος χείμαρος να ξεχύνεται. Ο θόρυβος ήταν τόσο δυνατός που ο Λιάκος ένιωσε ότι με κάποιο τρόπο αυτό το ποτάμι απο σκατά θα του ‘ρθει στο κεφάλι από κάπου. Κοίταξε πάνω πισωπατώντας ασυναίσθητα. «Γειά σου φίλε μου! Χρόνια πολλά!» Ο Κεν Λιάκος κατέβασε το κεφάλι απότομα και είδε από το βάθος του μαγαζιού να έρχεται ένας μελαμψός τύπος με πλατύ χαμόγελο. Ο τύπος κουμπωνότανε και φορούσε κάτι που κάποτε πρέπει να ήταν ολόσωμη εργατική φόρμα, αλλά τώρα πια έμοιαζε περισσότερο με ένα σύνολο από μπαλώματα και κρόσια. Ο τύπος στάθηκε μπροστά στον Λιάκο και του έτεινε το χέρι. «Γειά σου φίλε μου! Εγώ ο Αλί, έχω το μαγαζί! Αλί!» Ο Λιάκος κοίταξε το χέρι του Αλί αηδιασμένος. Αυτός ο βρόμικος τύπος πιθανότατα μόλις έχεσε. Ο Αλί κοίταξε κι αυτός το χέρι του. Με μια κίνηση το σκούπισε στην πενταβρόμικη φόρμα του και το ξαναέτεινε. «Γειά σου φίλε μου! Εγώ ο Αλί, έχω το μαγαζί! Αλί!» Το χαμόγελο του ήταν το ίδιο πλατύ. Ο Λιάκος του έδωσε το χέρι απρόθυμα. «Γειά.» «Εγώ φτιάχνω αμάξια, μηχανές, μοτοσυκλέτες όλα!» συνέχισε ο Αλί χωρίς σταματημό, και κοιτώντας έξω το μηχανάκι του Λιάκου είπε «το μηχανάκι σου έχει πρόβλημα; Εγώ ο Αλί θα στο φτιάξω!» Τσάκωσε έναν κάβουρα από έναν πάγκο και αμέσως κινήθηκε προς το μηχανάκι έξω. «Στάσου ρε φίλε να σου πώ μισό λεπτό!» Ο Κεν Λιάκος τον έπιασε από το μπράτσο. «Δεν έχει το μηχανάκι πρόβλημα! Το αμάξι μου έχει. Δεν παίρνει μπροστά με τίποτα, προσπαθώ όλο το πρωί.» «Με τέτοιο κρύο τα αμάξια δεν παίρνουν μπροστά. Τα αμάξια φοβούνται το κρύο. Ο Αλί όχι!» απάντησε ο μαυριδερός τύπος και έκανε να πάει προς τα έξω ξανά. «Μα σταμάτα σου λέω! Δεν είναι εδώ το αμάξι είναι στη φάρμα μου!» «Α!» Ο Αλί επιτέλους άφησε τον κάβουρα στον πάγκο ξανά, και έπιασε να ασχολείται με μια αρμαθιά καλώδια. Φαίνεται πως όλη την ώρα έπρεπε να ασχολείται με κάτι. «Λοιπόν, είναι πολύ παλιό μοντέλο και μου βγάζει συνέχεια προβλήματα, σήμερα έπαθε αυτό. Κοίταξα τα ηλεκτρικά και δουλεύουν όλα ή έτσι μου φάνηκε. Τι μπορεί να φταίει;» «Ο Αλί δεν ξέρει» απάντησε αδιάφορα ο άλλος ξεμπλέκοντας τα καλώδια. «Τι θα πεί δεν ξέρεις ρε φίλε; Η δουλειά σου δεν είναι αυτή;» «Ο Αλί πρέπει να δεί το αμάξι για να σου πεί τι έχει. Έτσι δεν γίνεται.» Ο Κεν Λιάκος έβαλε τα χέρια στη μέση. «Ε δεν μπορείς να υποθέσεις; Θα πάρω από σένα τα ανταλλακτικά, αλλά τέλος πάντων δεν θέλω να στο αφήσω γιατί το χρειάζομαι άμεσα. Κάνω τις δουλειές μου μ’αυτό.» «Πρέπει να το δώ από κοντά.» «Ούφ, τέλος πάντων πόσο καιρό θα σου πάρει να το φτιάξεις;» «Τρείς ημέρες.» «Ότι κι αν έχει;» «Ναι. Ο Αλί μπορεί.» «Σκατά. Γερανό έχεις;» «Έχω γερανό.» Ο Αλί σταμάτησε να ασχολείται με τα καλώδια, και κοίταξε για λίγο τον Φύλακα Άγγελο του Κεν πριν συμπληρώσει: «ο Αλί έχει και… παλιά ανταλλακτικά. Φθηνά φίλε.» Ο Κέν κοίταξε τον Αλί με νόημα. «Ακόμα καλύτερα φίλε.» * * * Ο Θωμάς Χάαγκεν προσπαθούσε εδώ και ώρα να βάλει σε μια τάξη τα χαρτιά που ξέρασε ο εκτυπωτής του και να δεί ποιά θα πάνε στο γραφείο παραγγελιών για τις αλλαγές διακανονισμών, ποιά είναι για το αρχείο του λογιστηρίου, ποιά είναι τρέχοντα και ποιά είναι για τον κάλαθο των αχρήστων. Είχε να σηκωθεί από την καρέκλα του γύρω στις πέντε ώρες αφοσιωμένος σ’αυτή τη διαδικασία που θα έκανε να βαρεθούν ακόμα και τύπους που ακούνε κλασσική μουσική. Τουλάχιστον το χάος από τα χαρτιά έδειχνε να μπένει σε μια τάξη μετά από τόσες ώρες. Ο Θωμάς Χάαγκεν τεντώθηκε προς τα πίσω. Το πρόβλημα ήταν το πώς θα έμπεναν και οι σπόνδυλοί του σε τάξη μετά από αυτή τη δουλειά. Μπορεί η εταιρεία στης οποίας το λογιστήριο δούλευε να ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής επίπλων στη πολιτεία, αλλά οι καρέκλες που είχαν για το προσωπικό θα ταίριαζαν καλύτερα σε φακίρηδες. Από την άλλη μπορεί να ήταν η ίδια η δουλειά τέτοια που να σ’έκανε να πιάνεσαι σαν αλάδωτο ρομπότ. Όπως και να ‘χε ο Θωμάς Χάαγκεν ζαλιζότανε και ήτανε πιασμένος αλλά δεν έδινε σημασία σε τίποτα από τα δύο παρα μόνο στα χαρτιά του, μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο. Στα πρώτα δύο κουδουνίσματα, ο Θωμάς σήκωσε το κεφάλι και απλά κοιτούσε το τηλέφωνο σουφρώνοντας το αραιό από γκριζομαύρα μαλλιά μέτωπό του. Το κοιτούσε σαν να μην ήξερε τι να κάνει μ’αυτό. Τελικά τίναξε το κεφάλι και άπλωσε το χέρι του. Στην οθόνη εμφανίστηκε η Εύα Χάαγκεν, η γυναίκα του. «Γειά! Τι γίνεται; Πήζεις; Καλέ πως είναι έτσι τα μάτια σου; Δεν έχεις βγεί καθόλου από το γραφείο;» «Βασικά, ναι». Ο Θώμας διαπίστωσε πως πρέπει να κατουρήσει. «Μάλιστα. Τέλος πάντων έγω, τώρα γύρισα σπίτι με τη μικρή. Αγόρασα κάτι μποτάκια απίστευτα!» «Τέλεια.» «Τι ώρα θα έρθεις;» «Σε κανα δυό ώρες.» «Της μικρής της έκανε παρατήρηση πάλι σήμερα.» Ο Θωμάς έδειξε να ενδιαφέρεται ξαφνικά για το θέμα που συζητούσαν. «Ο ΦΑ;» «Ναί.» «Τι έγινε;» «Ντάξει, όχι κάτι σημαντικό. Θα σου πώ όταν έρθεις. Αλλά να της μιλήσεις. Εμένα δεν με ακούει ότι κι αν της λέω.» «Ούφ… Οκ θα της τα πώ ένα χεράκι όταν έρθω.» Ο Θωμάς δεν άντεχε την ανεμελιά και την ανυπακοή της κόρης του. «Φέρε και φαγητό όπως θα έρχεσαι εντάξει;» «Εντάξει. Γειά.» «Γειά.» Ο Θωμάς πίεσε ένα κουμπί και σηκώθηκε βιαστικά για να πάει στην τουαλέτα. Ο Φύλακας Άγγελος του, παραμέρισε για να περάσει. * * * Η τηλεόραση εκπέμπει: «Τι είσαι;» «Υπ’ αριθμόν ΑΑ342-890Η-Ζ44 Φύλακας Άγγελος, δημιουργηθείς υπο της Ευρωπαϊκής κυβερνήσεως, εξ ολοκλήρου ιδιοκτησία του Υπουργείου Κοινωνικής Γαλήνης και στην υπηρεσία των πολιτών.» «Χαχαχα! Είδατε που σας έλεγα; Ποιός άνθρωπος θα έδινε τέτοια απάντηση; Δεν μου λές γιατί δεν άκουσα καλά, τι είσαι;» «Υπ’ αριθμόν ΑΑ342-890Η-Ζ44 Φύλακας Άγγελος, δημιουργηθείς υπο της Ευρωπαϊκής κυβερνήσεως και εξ ολοκλήρου ιδιοκτησία του Υπουργείου Κοινωνικής Γαλήνης και στην υπηρεσία των πολιτών.» «Χαχαχα, ωχ ωχ η κοιλιά μου! Ακόμα περισσότερο, ποιός άνθρωπος θα έδινε τέτοια απάντηση ΔΥΟ φορές;» * * * Ο Ζώης Κυριακού χαμήλωσε το βλέμμα από τις δεκάδες οθόνες μπροστά του, ακούμπησε με τους αγκώνες στο γραφείο και έτριψε τα μάτια του. «Πως θα τη παλέψω μέχρι τις δώδεκα το βράδυ;» αναρωτήθηκε κοιτώντας το ρολόι του. Ήταν ακόμα απόγευμα. «Χμμ..» Κοίταξε λίγο επιφυλακτικά πίσω του. «Η πόλη είναι μια χαρά ασφαλής νομίζω. Δεν πιστεύω να της λείψω και πολύ..» Αυτό που ήθελε ήταν να δεί καμιά τσοντούλα για καμιά ωρίτσα. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά του στα άδυτα του Υπουργείου Κοινωνικής Γαλήνης, περισσότερο ακουγόταν πομπώδης παρα ήταν ενδιαφέρουσα. Έριξε μια γρήγορη ματιά στα δεκάδες μόνιτορ γύρω του, και στις κονσόλες μπροστά του. Τα λαμπιόνια και οι ενδείξεις τους έδειχναν τα ίδια με κάθε φορά. Μπορεί να μην ήξερε τι ακριβώς σημαίνει το καθένα τους, αλλά αφού κάθε φορά δεν τρέχει τίποτα, τότε δεν τρέχει ούτε και τώρα. Οι Φύλακες Άγγελοι είναι μια χαρά, και φυλούν την πόλη μας. Ο Ζώης πληκτρολόγησε κάποιες εντολές σε ένα από τα μόνιτορ, και το σόου άρχισε. * * * Η τηλεόραση εκπέμπει: «Εεε ναι, καλά κι εγώ θέλω τον ιδιωτικό μου χώρο, όπως και όλοι λογικό δεν είναι; Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα θα ήταν ένας ηδονοβλεψίας στη κρεβατοκάμαρα μου. Πιστέψτε με, αν μου συνέβενε κάτι τέτοιο, θα ήμουν ξεκάθαρος: θα του άνοιγα το κεφάλι με ότι έβρισκα μπροστά μου. Θα τον σκότωνα! Αλλά ξέρετε κάτι; Δεν υπάρχει λόγος, διότι θα τα κάνει όλα ο Φύλακας Άγγελος μου για μένα. Εκείνος θα με προστατέψει από τέτοια καθίκια.» * * * Τα συγκρατημένα βογκητά που γέμιζαν μέχρι πριν λίγο το δωμάτιο σιώπησαν. Ο Θωμάς Χάαγκεν ξάπλωσε ανάσκελα προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα του. Κοίταξε έξω, είχε νυχτώσει, η ώρα ήταν περασμένη. Δίπλα του η γυναίκα του η Εύα, γύρισε από τη τουαλέτα και ξάπλωσε κι εκείνη. Αναστέναξε, κουρασμένη αλλά όχι λαχανιασμένη. «Μίλησες στη μικρή;» Ο Θωμάς στραβομουτσούνιασε. «Ναί» είπε. «Και;» «Δεν ξέρω τι θα γίνει μ’αυτό το παιδί. Δεν μπορεί να καταλάβει.» «Είναι μικρή ακόμα» είπε η Εύα με απολογητικό τόνο. «Ούφ.. δεν ξέρω.» Ο Θωμάς κοίταξε κλεφτά τους δύο ΦΑ πάνω στις βάσεις τους. «Απλά την βλέπουν. Είναι τόσο δύσκολο να είναι ένα φρόνιμο κορίτσι;» «Δεν ξέρω. Καληνύχτα.» «Μου υποσχέθηκε πως θα ναι πιο προσεκτική από δώ κι εμπρός. Για άλλη μια φορά.» «Είναι μικρή Θωμά. Καληνύχτα.» Η Εύα γύρισε πλευρό κι έκλεισε τα μάτια της. * * * Η τηλεόραση εκπέμπει: «Αν είναι δυνατόν να αποκαλέσει κάποιος έναν Φύλακα Άγγελο ηδονοβλεψία! Είναι απλά αστείο, και δείχνει ότι μερικοί δεν καταλαβένουν ούτε για τι πρόκειτται ούτε για τι γίνεται πέρα από τη μύτη τους. Παιδιά, αυτό εδώ είναι πράγμα. Όχι «πράγμα», αλλά πράγμα πως το λένε, αντικείμενο. Σίδερο. Ακίνητο, μονολιθικό, μασίφ, αναίσθητο. Δεν καβλώνει με τίποτα πως το λένε! Αυτό το πράγμα είναι όσο ηδονοβλεψίας όσο ένας τύφλος ευνούχος ενενήντα χρονών.» * * * «Λοιπόν; Πώς το βλέπεις;» είπε ο Κεν Λιάκος ακουμπώντας με τον αγκώνα στον ουρανό του αυτοκινήτου. Το κεφάλι του Αλί εμφανίστηκε στο πλάι πίσω από το καπώ. «Μια γρήγορη ματιά είναι φίλε. Θα το πάρω.» «Σκατά.» Ο Αλί του είπε με ένα πλατύ χαμόγελο «Τρείς μέρες.» * * * Ο Κεν Λιάκος πάρκαρε το μηχανάκι του έξω από το μαγαζί του Αλί και μπήκε μέσα. Το μαγαζί φαινόταν βομβαρδισμένο και άδειο από ανθρώπους όπως πάντα. Στη μέση του χώρου στριμωγμένο ανάμεσα σε ένα κομπρεσέρ αέρα, μια ηλεκτροκόλληση και άλλα σιδερικά, θαμμένο κάτω από χιλιόμετρα μπαλαντέζες και άλλα καλώδια το αμάξι του, πιθανότατα πιο βρόμικο από ποτέ. Κατσούφιασε που το είδε σ’αυτή τη κατάσταση. «Αλί;» φώναξε. Για άλλη μια φορά το καζανάκι ακούστηκε, και ο Κεν ήταν σίγουρος πια πως το βράδυ θα έβλεπε εφιάλτες με θορυβώδης χειμμάρους από σκατά και κάτουρα να τον πνίγουν. «Φίλε μου! Αμάξι δικό σου έτοιμο!» Ο Αλί φάνηκε από το βάθος με το μόνιμο πλατύ του χαμόγελο. «Καλά σε τι κατάσταση μου το δίνεις όμως;» «Έτοιμο φίλε!» «Τι έτοιμο ρε πλάκα μου κάνεις; Θέλω άλλα τόσα λεφτά για να το καθαρίσω έτσι όπως το ‘χεις κάνει!» είπε ο Κεν χειρονομώντας προς το αυτοκίνητο. Ο Αλί κοίταξε το αμάξι λίγο σκεφτικός. Αυτός ο άνθρωπος φαίνεται να έχει μια αδυναμία αντίληψης της βρωμιάς. Τίναξε με το χέρι του λίγο αμήχανα τη σκόνη από το καπώ. «Εε, συνεργείο φίλε. Έτσι είναι το αμάξι ήθελε δουλειά!» Ο Κεν έκανε μια βόλτα γύρω από το αυτοκίνητο για να το παρατηρήσει. «Τουλάχιστον από γρατζουνιές, μόνο τις παλιές βλέπω. Πάλι καλά.» Ο Αλί του χαμογέλασε πλατιά ξανά. «Παίρνει μπροστά;» «Φυσικά φίλε! Καλώδιο στη μίζα τώρα εντάξει!» Ο Αλί πήγε από τη μεριά του οδηγού και κάθισε. Γύρισε τη μίζα και το αμάξι πήρε αμέσως μπροστά με ένα απαλό γουργουρητό, μουσική στα αυτιά του Κεν ο οποίος για πρώτη φορά χαμογέλασε στον μηχανικό. «Μπράβο. Τελικά δεν είσαι άχρηστος. Λοιπόν έλα να το φορτώσουμε στο γερανό να το πάμε σπίτι.» «Χεχε! Μα το αυτοκίνητο κυλάει φίλε! Δε θέλει γερανό!» «Έχω έρθει με τη μηχανή, και δεν γίνεται να τη φορτώσω στο αμάξι. Και το αμάξι το θέλω σήμερα, ήδη έχω καθυστερήσει τρείς μέρες ένα σωρό δουλειές. Γι’αυτό λοιπόν θα το φέρεις τώρα με το γερανό. Έτσι θα μου ξεπληρώσεις και το ότι το βρόμισες σα να έχεζες πάνω του τόσες μέρες.» «Χαχάχα! Εσύ έχεις πλάκα φίλε! Εντάξει. Εγώ θα στο φέρει.» «Χλόη! Ακούς;» Η Εύα Χάαγκεν έβαλε το κεφάλι της μέσα στο δωμάτιο και αναζήτησε με το βλέμμα της τη μικρή. Την βρήκε να κάθεται σταυροπόδι στο πάτωμα μια διάφορα παιχνίδια σκορπισμένα γύρω της. Η Χλόη σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τη μητέρα της με τα λαμπερά της μάτια. «Πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ από κάτω. Έρχομαι σε δέκα λεπτά εντάξει;» Η Χλόη την κοιτούσε αμίλητη κουνώντας τα χέρια της κούκλας που κρατούσε. «Να είσαι ήσυχη.» «Εντάξει μαμά.» Ύστερα από λίγο ακούστηκε η εξώπορτα να ανοίγει και να κλείνει. Η Χλόη μετακίνησε χωροπηδηχτά τον μελαχροινό κούκλο προς την ξανθιά κουκλίτσα που κρατούσε. «Θα με παντρευτείς;» «Μμμ.. δεν ξέρω. Θα κάνουμε παιδάκια;» «Ναι! Πολλά!» «Τότε εντάξει… νομίζω!» Η Χλόη ξάπλωσε στο πάτωμα και έφερε τις κούκλες αντικρυστά. «Αγάπη μου! Μμμμουτς!» «Μούτς μούτς!» Οι κούκλες επιδίδονταν τώρα σε ένα παθιασμένο φιλί. «Θα πηγαίνουμε ταξίδια παντού! Σε όλο τον κόσμο!» φώναξε ο άντρας και έπιασε την κοπέλα από το χέρι. Σε μια στιγμή απογειώθηκαν και άρχισαν να πετούν σε όποια κατεύθυνση ήθελαν θαυμάζοντας τον κόσμο από ψηλά. «Θα σου δείξω τόσα πράγματα!» Η Χλόη Χάαγκεν έτρεχε τώρα γύρω γύρω στο δωμάτιο με τα κουκλάκια ψηλά στα χέρια της. «Ήταν ανάγκη τώρα;» Ο Κέν Λιάκος προσπαθούσε να κρατήσει το μηχανάκι του σταθερά στο δρόμο. Πήγαινε με μια μέση ταχύτητα και στις στροφές σχεδόν σταματούσε. Πήγαινε αυτός μπροστά και από πίσω του ερχόταν ο Αλί με τον γερανό του. Ήταν κοντά στα μέσα της διαδρομής όταν ο δυνατός παγωμένος αέρας που φυσούσε από το πρωί έφερε τις πρώτες ψιχάλες. Χτυπούσαν το τζάμι στο κράνος του Κεν. Και δεν πήρε παρα μερικά λεπτά πριν οι ψιχάλες γίνουν χοντρές στάλες, και το ψιλοβρόχι μετατραπεί σε καταιγίδα. Ο Κέν πλέον έβλεπε με δυσκολία. Το μηχανάκι παλατζάριζε κόντρα στον δυνατό άνεμο, και ο Κεν δυό φορές λίγο έλειψε να χάσει τον έλεγχο προσπαθώντας να ξαναϊσορροπήσει το βάρος του μαζί με αυτό του Φύλακα Άγγελου του πάνω στο μηχανάκι. Σκεφτόταν να σταματήσει και να αράξει στην άκρη του δρόμου μέσα στο γερανό μαζί με τον Αλί μέχρι να σταματήσει αυτός ο χαμός. Συνήθως οι καταιγίδες που ξεκινούν τόσο απότομα κοπάζουν μετά από λίγη ώρα. Από την άλλη σε δέκα λεπτά θα έφτανε στη φάρμα, κι αυτό τον έκανε να σκεφτεί πως δεν άξιζε τον κόπο να περιμένει στο δρόμο να τελειώσει η βροχή, ενώ απέχει δυό βήματα από το σπίτι. Έτσι συνέχισε. Η Χλόη έτρεχε και έτρεχε στο δωμάτιο ξετυλίγοντας την απέραντη ευτυχία των νεόνυμφων σε γλυκανάλατους διαλόγους. Κάποια στιγμή η ματιά της έπεσε πάνω στον ακίνητο και αμίλητο Φύλακα Άγγελο της στην άκρη του δωματίου. Το κοριτσάκι συνοφρυώθηκε και γυρνώντας από την άλλη παρατήρησε τη βροχή να σχηματίζει ρυάκια στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. «Δεν πρέπει να ‘χει πολύ ώρα που ξεκίνησε να βρέχει» σκέφτηκε. «Γλυκιά μου! Βλέπεις τη βροχή; Δεν είναι υπέροχη;» είπε ο άντρας στην αγαπημένη του. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με μάτια γεμάτα αγάπη. «Είναι πανέμορφη! Θέλω να χορέψουμε στη βροχή! Μπορείς να με πάς εκει;» «Φυσικά! Έλα!» Η Χλόη Χάαγκεν άνοιξε την μπαλκονόπορτα και αμέσως ένα παγωμένο αέρι της άγγιξε το πρόσωπο σαν απαλό χαστουκάκι. Της άρεσε αυτή η αίσθηση, και βγήκε στο μπαλκόνι. Ο Φύλακας Άγγελος την ακολούθησε. Ο Κεν ένιωθε τη μηχανή του να μην υπακούει απόλυτα στους χειρισμούς του. Οι ρόδες σπίνιαραν πάνω στο γλιστερό έδαφος με οποιαδήποτε μεταβολή της ταχύτητας. Άκουγε πίσω του, μέσα από το βουητό του αέρα και της βροχής τις βαριές ρόδες του γερανού του Αλί να πατούν γερά και με σιγουριά στο δρόμο και ζήλευε. «Ο πούστης τώρα θα είναι μέσα στη ζέστη, στεγνός και θα οδηγάει χωρίς κανένα άγχος κοιτάζοντας τη θέα και χαμογελώντας πλατιά.» σκέφτηκε με μια δόση κακίας. Το νερό δημιουργούσε χειμάρους στο γυαλί του κράνους του. Μικρές λιμνούλες σχηματίζονταν στις κοιλότητες του αδιαβροχού του που ο δυνατός άνεμος τις άδειαζε μετά από λίγο για να σχηματίσει καινούριες. Δυό τρείς φορές που συνάντησε αμάξι τέτοια ώρα, φαινόταν σα να έρχεται κατά πάνω του μια κινούμενη έκρηξη νερού. Ο Κεν έκοβε ταχύτητα, αλλά παρόλαυτα αισθανόταν πως του πετούν κουβάδες. Είχε πολύ καιρό να ρίξει τέτοια νεροποντή. «Γαμημένη βροχή..» Ο Κέν πρέπει να ήταν ο μοναδικός αγρότης που η βροχή του την έσπαγε. Αλλά ήταν πεισματάρης άνθρωπος. Δυό μεγάλες στροφές, κι έφτασε. «Πηγαινέ με ψηλά, πολύ ψηλά αγαπημένε μου!» είπε η κοπέλα στον άντρα της. Εκείνος της χαμογέλασε. «Έλα!» της είπε και την τράβηξε. Η Χλόη χοροπηδούσε και τσαλαβουτούσε στα νερά. Είχε αφοσιωθεί για τα καλά στην ιστορία των δύο ερωτευμένων νέων. Δεν την πείραζε καθόλου που η βροχή της είχε μουσκέψει μαλλιά και ρούχα. «Πιο ψηλά! Θέλω να αγγίξουμε τον ουρανό!» είπε η κοπέλα καθώς οι σταγόνες χάιδευαν το κορμί της. Η Χλόη κράτησε και τις δυό κούκλες με το ένα χεράκι. Με το άλλο γραπώθηκε στο κάγκελο του μπαλκονιού, έγειρε στο πλάι, σφήνωσε το πόδι της ανάμεσα και σπρώχνοντας ανέβασε το άλλο πόδι επάνω. Σηκώθηκε αργά όρθια και άρχισε να περπατάει επάνω στο κάγκελο. Η κοπέλα γελούσε. «Σ’αγαπώ!» φώναζε, και ο άντρας την φιλούσε ξανά και ξανά. Ο Κεν είδε την είσοδο της φάρμας του μπροστά του. Την έβλεπε να μπένει στο οπτικό του πεδίο από τα δεξιά προς τα αριστερά καθώς έπερνε τη στροφή. Είχε κάνει χιλιάδες φορές αυτή τη στροφή. Αλλά αυτό δεν έπαιζε κανέναν ρόλο τελικά, έτσι δεν είναι; Δεν έπαιζε κανέναν ρόλο, γιατί πάνω στη ανακούφιση του που έφτασε, βιάστηκε. Δεν φρέναρε, η στροφή έκλεινε , κι εκείνος άνοιγε κι άλλο, έγειρε τη μηχανή του, η είσοδος ακριβώς πάνω στη στροφή, αλλά το μηχανάκι να κατευθύνεται ολοταχώς εκτός δρόμου. Ο Αλί κόρναρε σκορπώντας στον αέρα την βαρύγδουπη μπάσα νότα που ‘χουν οι νταλίκες. «Τι κάνεις;!» φώναζε αλλά δεν ακουγόταν έξω από την καμπίνα του. Ο τρελός χορός των ερωτευμένων , υπο τις στάλες της βροχής θα μπορούσε να συνεπάρει οποιονδήποτε. Φιλιόντουσαν, πετούσαν με ένα τρόπο που ήθελες να χορέψεις μαζί τους, να μοιραστείς λίγη από την ευτυχία τους, να νιώσεις ξανά σαν παιδί. Σαν την Χλόη. Να χορέψεις όπως εκείνη επάνω στο βρεγμένο κάγκελο σε ένα μπαλκόνι του 14ου ορόφου, με τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων να μη φτάνουν καλα καλά στ’αυτιά σου από τον δρόμο κάτω, κι εσύ να παραδίνεσαι σε έναν αέναο χορό με τη βροχή, να γλιστράς ανάλαφρα όπως εκείνη. Όπως η Χλόη Χάαγκεν, που στρίβοντας έχασε την ισοροπία της, και άρχισε να γέρνει ολοένα και περισσότερο σε μια ακίνητη πιρουέτα τρόμου, με το στοματάκι της μισάνοιχτο, σαν κάτι να είχε να μας πεί και να μην πρόλαβε. Και μάλλον κάτι να ήθελε να πεί στον Φύλακα Άγγελο της που την κοιτούσε στάζοντας νερό, αλλά το κενό την κατάπιε πρώτο. Ο Κέν Λιάκος δεν κρατούσε πιά τη μηχανή, του έφυγε μακριά όταν έπεσε στο οδόστρωμα. Η μηχανή τράβηξε το δρόμο της σκορπώντας πλαστικά μέρη και σπίθες, και ο Λιάκος με τον Φύλακα Άγγελό του τράβηξαν τον δικό τους, κουτρουβαλώντας με μεγάλη ταχύτητα προς το χαντάκι στην άκρη του δρόμου. Ο Λιάκος για μια στιγμή κατάφερε να δεί τις σιδεριές στις οποίες πήγαιναν κατά πάνω, ήταν μια μεγάλη στοίβα από σκουριασμένες σιδερόβεργες για θεμέλια, με τις μυτέρες τους άκρες στραμένες προς το μέρος τους σα να τους περίμεναν. Ο Κεν Λιάκος το είδε αυτό αλλά δεν πρόλαβε καν να πανικοβληθεί καθώς την προσοχή του τράβηξε ο απίστευτος πόνος στα γόνατα του που τρίβονταν με το βρεγμένο οδόστρωμα. Ένιωθε σαν να είχε πάρει φωτιά. Πριν το κατάλαβει η ανεξέλεγκτη πορεία του τελείωσε με ένα δυνατό κρότο που ήρθε από δίπλα του. Πονούσε φοβερά σε όλο του το κορμί, αλλά ήταν ζωντανός. Γύρισε βογκώντας το κεφάλι του, και είδε τον Φύλακα Άγγελο του καρφωμένο με το κεφάλι σε μια από τις σιδερόβεργες. Μια άλλη είχε χωθεί στον ώμο του, κι εκείνος ήταν ακίνητος, σιωπηλά νεκρός. «Μαλάκα, αυτός θα μπορούσα να είμαι εγώ…» μονολόγησε ο Κεν. «Κοριτσάκι μου… κοριτσάκι μου… κοριτσάκι μου…» Η Εύα Χάαγκεν επαναλάμβανε μονότονα τις ίδιες κουβέντες τα τελευταία λεπτά. Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο, και τα χείλη της έτρεμαν. «Κοριτσάκι μου…» έλεγε και ξανάλεγε καθισμένη κατάχαμα, κοιτώντας το πουθενά με απλανή μάτια και γύρω της κόσμος αρκετός, όλοι βουβοί. Κανείς δεν πλησίαζε ούτε για να μαζέψει τα ψώνια της δύστυχης γυναίκας που είχε αφήσει πανικόβλητη να πέσουν γύρω της, πριν πέσει κι αυτή στα γόνατα. Η βροχή είχε αλαφρύνει λίγο μετά το κακό που έφερε, αλλά δεν είχε σταματήσει. Και ούτε ξέπλενε το φόρεμα της Εύας. Ένα φόρεμα λερωμένο από αίματα και κομματάκια από κόκκαλα με ξανθιές τουφίτσες. Μόνο το αίμα του μικρού κοριτσιού στο οδόστρωμα ξέπλενε η βροχή. Του κοριτσιού που η μάνα του έσφιγγε στην αγκαλιά της μονολογώντας. Από κάποια βιτρίνα ακουγόταν μια χριστουγεννιάτικη μελωδία, παράταιρη με το κλίμα που είχε διαμορφωθεί εκείνη την ώρα έξω από την πολυκατοικία που έμεναν οι Χάαγκεν, και πολύ πιο χαμηλά από τον 14ο όροφο τους. Το ασθενοφόρο και ο πατέρας της μικρής έφταναν όπου να ‘ναι και κάποιοι γείτονες κοιτούσαν την Εύα Χάαγκεν και σκέφτονταν «Μάλλον την αγαπούσε περισσότερο από όσο έδειχνε.» Λίγο πιο κεί στεκόταν ο Φύλακας Άγγελος της μικρής, και όταν κάποιος τον ρώτησε θυμωμένα γιατί δεν έκανε κάτι να σώσει τη μικρή, εκείνος απάντησε: « Δεν χρειάστηκε να επέμβω διότι δεν υπήρξε παράβαση του νόμου.» * * * Η τηλεόραση εκπέμπει: «Και πιστέψτε με, δάκρυσα. Είχα να δακρύσω είκοσι χρόνια, από τότε που πέθανε η μάνα μου. Κι όμως, αυτά τα τραγικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης με έκαναν να δακρύσω. Και κάπου τότε μετά το περιστατικό αυτό, είπα στον εαυτό μου, ότι δεν θα αφήσω ποτε ξανά να συμβεί κατι παρόμοιο. Θα πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι τέτοιο, και πιστεύω πως σήμερα, μπορώ να κοιτάξω γύρω μου και να πώ στον εαυτό μου: «Τα κατάφερες καλά μεγάλε, δεν πάλεψες για το τίποτα.» * * * Ο Αλί σήκωσε με δυσκολία τον Κέν στηρίζοντας τον στην πλάτη και κρατώντας τον από τη μέση. Ο Κέν αγκομαχούσε και κούτσαινε λίγο, τα γόνατα του είχαν γδαρθεί πάρα πολύ άσχημα αλλά τουλάχιστον φαινόταν να μην έχει σπάσει κάτι. Έριξε μια ματιά πίσω του. Ο Φύλακας Άγγελος του κείτοταν καρφωμένος στις σιδεριές μέσα σε μια μαύρη λίμνη που σχηματίστηκε γύρω από το κεφάλι του. «Είναι .. νεκρός;» ρώτησε με αγωνία τον Αλί. «Φίλε μη σε νοιάζει, πάμε τώρα σπίτι σου» Ο Αλί τον κουβάλησε ως το φορτηγό του και τον ανέβασε πάνω. Μετά από δυό λεπτά σταμάτησε έξω από το σπίτι του Κέν. Ο Κέν ζαλιζόταν πολύ και ίσως να μη τα κατάφερνε να φτάσει μέχρι την καρέκλα στην κουζίνα από μόνος του αν δεν υπήρχε ο Αλί. Στήριξε το κεφάλι στα χέρια του πάνω στο τραπέζι και έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να διώξει τη ζαλάδα και τους φοβερούς πόνους σε όλο του το κορμί και περισσότερο στα γόνατα. Ο Αλί γύρισε με ένα μάτσο πλαστικούς επιδέσμους και αντισηπτικά που ανακάλυψε στο μπάνιο του Κέν. «Ίσιωσε το φίλε» είπε σκύβοντας μπροστά στον Κέν και κρατώντας το πόδι του. «Δεν είναι τίποτα μην ανυσηχείς. Αλί στο φτιάξει αμέσως!» Λέγοντας αυτά άρχισε να καλύπτει με αντισηπτικό τις πληγές του Κεν και να τις κλείνει βάζοντας τα πλαστικά κλιπς από δώ κι από κεί. Καλόκαρδος τελικά αυτός ο τύπος σκέφτηκε ο Κέν. Αμέσως το μυαλό του πήγε ξανά στον Φύλακα Άγγελο του. Αν όντως πέθανε ο βρομόπουστας; Τι θα έκανε τώρα; Δεν μπορούσε να κρύψει από τον εαυτό του την άγρια χαρά που αισθανόταν, αλλά αν κατηγορούσαν αυτόν; «Αν με κατηγορήσουν την γάμησα.» είπε μισολογώντας ασυνείδητα. Και δεν είχε άδικο, η δολοφονία Φύλακα Άγγελου λογικά θα τιμωρούταν με τις αυστηρότερες των ποινών. Δεν είχε καν ξανακούσει κάτι τέτοιο ώστε να ξέρει με σιγουριά. Ο Αλί σήκωσε το κεφάλι προς το μέρος του. «Τι λές φίλε;» τον ρώτησε. «Λέω, είναι νεκρός έ; Πέθανε έτσι δεν είναι;» Ο Αλί τότε χαμογέλασε πιο πλατιά από κάθε άλλη φορά. «Πήγε στο διάολο φίλε!» Ο Κέν Λιάκος αναστέναξε. * * * Η τηλεόραση εκπέμπει: «Σε ασφυκτικό κλοιό πλέον η κυβέρνηση, καθώς φουντώνει ξανά ο πόλεμος για το πρόγραμμα των Φυλάκων Αγγέλων. Πλήθος αντιδράσεων από κοινωνικούς και άλλους φορείς, καθώς και από κόμματα της αντιπολίτευσης μετά το θάνατο πεντάχρονης σήμερα το πρωί από ατύχημα, παρουσία του Φύλακα Άγγελού της. Ας δούμε τι δήλωσε ο υθίνοντας του προγράμματος Ζώης Κυριακού.» «Κοιτάξτε, το πρόγραμμα είναι πιλοτικό, το τελειοποιούμε κάθε μέρα. Αλλά το κυριότερο που πρέπει επιτέλους να γίνει γνωστό είναι ότι ένας Φύλακας Άγγελος προστατεύει τον άνθρωπο στον οποίο έχει ανατεθεί από την παράβαση του νόμου. Ο Φύλακας Άγγελος δεν είναι ούτε μπέιμπι σίτερ ούτε…» * * * Δύο γαμημένα χιλιόμετρα, και θα ‘μουν εκτός. Δύο γαμημένα χιλιόμετρα. Μπορεί να ταξιδέψεις με το αμάξι μιάμιση ώρα και να μη δείς ψυχή εδώ γύρω, μπορεί το βράδυ να ακούς τίποτα τσακάλια να ουρλιάζουνε αλλά σύμφωνα με τους πούστηδες είμαστε κι εμείς εδώ μέρος τη μητρόπολης. Πάρε λοιπόν κι εσύ ένα μαλάκα να έχεις πάνω απ’ το κεφάλι σου νύχτα μέρα. Να μη μπορείς να χέσεις στραβά μήπως σε συλλάβουνε. Είπα να ξεφύγω από τη μαλακία και τη βαβούρα αλλα δε μ’αφήσαν βλέπεις. Για δύο γαμημένα χιλιόμετρα, θα μουν σα και σένα Αλί. Δε γαμιέται.» Ο Αλί χαμογέλασε. «Εγώ μέσα είμαι φίλε. Χεχε.» «Τι;» Ο Κέν Λιάκος γούρλωσε τα μάτια. «Free Zone φίλε! Για πάντα!» Ο παρατεταμένος βόμβος τους διέκοψε. Ο Κέν είχε ένα καινούργιο μήνυμα στο τερματικό του. «Σας ενημερώνουμε ότι αυτή τη στιγμή βιώνετε μια εμπειρία Ελεύθερης Ζώνης. Παρακαλούμε πολύ μην πανικοβάλλεστε. Ακολουθήστε τις παρακάτω απλές οδηγίες: Μην βγείτε από το σπίτι. Μείνετε στο δωματιό σας, μακρυά από αιχμηρά αντικείμενα, και την κουζίνα. Μην έρθετε σε επαφή με άλλους ανθρώπους φυσικά ή τηλεπικοινωνιακά. Μείνετε ήρεμοι και πολύ σύντομα θα έρθει βοήθεια κοντά σας. Ευχαριστούμε. Εκ του Υπουργείου Κοινωνικής Γαλήνης.» Ο Κέν έστρεψε το βλέμμα του από το μήνυμα στο τερματικό του, στον Αλί δίπλα του. Ο Αλί τον κοίταξε με χαρά. «Ώστε οι ελεύθερες ζώνες υπάρχουν; Τι ξέρεις εσύ γι’αυτό; Σίγουρα κάτι ξέρεις ε;» είπε ο Κεν μορφάζοντας απ’τον πόνο. Ο Αλί τράβηξε μια καρέκλα και κάθησε. «Τώρα που δεν είναι αυτός εδώ.. μπορώ να σου πώ φίλε.. ότι και Αλί είμαι.. ήμουν μέσα στο όριο..» «Και τότε γιατί δεν έχεις; Που είναι ο δικός σου Φύλακας;» ο Κεν τον άκουγε με μεγάλη προσοχή. Ο Αλί πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σχεδίαζα καιρό φίλε. Το πρόγραμμα. Έκανα καιρό να το φτιάξω, και αυτό έσβησε εμένα από αρχεία. Τώρα εγώ, όχι μέσα σε όρια.» «Έφτιαξες ένα πρόγραμμα που μπήκε μέσα στα αρχεία του κράτους και σε έσβησε από τη λίστα των πολιτών της μητρόπολης; Πως το έκανες αυτό;» «Μηχανές φίλε. Από παιδί μου άρεσαν όλες οι μηχανές.» «Ναι αλλα όσο το έφτιαχνες, ο δικός σου ΦΑ δεν σε πήρε χαμπάρι;» Ο Αλί χαμογέλασε ελαφρά. «Ήμουν κάτω από το αμάξι, έκανα πως φτιάχνω το παλιό αμάξι. Εκείνο δε μπορούσε να μπεί εκεί, πολύ στριμωγμένα. Με κοιτούσε από ψηλά. Εγώ από κάτω χρησιμοποιούσα τερματικό αμαξιού να φτιάξω το πρόγραμμα.» Ο Κέν τον κοιτούσε σκεφτικός. Ο Αλί κοίταξε το ρολόι του. «Κοίταξε φίλε» είπε, «δεν έχουμε πολύ χρόνο. Θές να κρατήσεις ελέυθερη ζώνη;» «Ναι! Αλλά πρώτα θέλω να μου πείς πως ολοκλήρωσες το σχέδιο σου. Απλά μια μέρα κατάφερες να σβηστείς από τα αρχεία σου και ο ΦΑ σηκωθηκε κι έφυγε;» «Όχι. Πρέπει να τον σκοτώσεις. Το πρόγραμμα λέει ότι αυτό πήγε για ανακύκλωση. Δεν ήταν ποτέ σπίτι σου. Αλλά πρέπει να βάλεις πρόγραμμα από πρίν..» «Από πρίν; Και τώρα; Τι κάνουμε;» Ο Αλί έτριψε τα μάτια του. «Ούφ.. βάζουμε το πρόγραμμα. Σκοτώνουμε το καινούριο. Ύστερα…» Ο Κέν τον διέκοψε. «Το καινούριο; Ποιο καινούριο;» «Στέλνουν καινούριο φίλε. Πάντα. Λίγο και θα είναι εδώ. Γι΄αυτό δεν έχουμε χρόνο..» Ο Κέν συνοφρυώθηκε ξανά. «Ύστερα» συνέχισε ο Αλί από εκεί που είχε μείνει «πρέπει να γράψουμε και το παλιό για ανακύκλωση» είπε δείχνοντας προς τα έξω οπου κοιτόταν νεκρός ο παλιός ΦΑ του Κέν. «Αυτό δεν το χω ξανακάνει. Δύο διαγραφές. Δεν ξέρω αν πετύχει φίλε.» Ο Κέν το σκέφτηκε ελάχιστα, και σε μια στγμή απάντησε: «Ας το κάνουμε.» Από εκείνο το λεπτό και οι δύο βρίσκονταν σε έναν οργασμό εργασιών. Ο Αλί ήταν ξεκάθαρος με τον Κέν. «Εσύ κάνεις ότι σου λέω.» του είπε. Τώρα ο Κέν θα έπρεπε να τον εμπιστευτεί απόλυτα. Αλλά και τι άλλο του έμενε να κάνει; Θα τα έπαιζε όλα για όλα και ότι κέρδιζε. Στην τελική ο Αλί θα έπρεπε να ήταν σίγουρος για ότι κάνει, αλλιώς δεν θα ρίσκαρε κι ο ίδιος το τομάρι του. Ή μήπως όχι; Ο Κέν φτυάριζε το υγρό χώμα στην είσοδο του αγροκτήματος – αυτό τον έβαλε να κάνει ο Αλί – και κοίταξε λοξά προς το σπίτι. «Λές ο Αλί να είναι πράκτορας τη αστυνομίας;» σκέφτηκε. Βαριανάσανε συνοφρυωμένος. Δεν τον ήξερε αρκετά, αλλά μαζί του έτυχε το μοιραίο. Τώρα ότι έγινε έγινε, να δούμε που θα μας βγάλει. Συνέχισε να φτυαρίζει ακόμα ζαλισμένος από το ατύχημα λίγο και με τα τραύματα του να πονάνε σε κάθε κίνηση. Ο Αλί βγήκε από το σπίτι τρέχοντας και ήρθε προς το μέρος του. «Προγράμματα, τα πήρα από το δικό μου, μπήκαν. Κάνε προσευχή τώρα!» Πριν προλάβει ο Κέν να του απαντήσει συνέχισε κοιτώντας γύρω του: «Χμμ ωραία ωραία μισό μέτρο εδώ, φύγε δίπλα άλλες δύο. Μισό όλες. Εδώ, εδώ.» είπε δείχνοντας στον Κέν τα σημεία που έπρεπε να γίνουν οι άλλες τρύπες. «Ούφ..» ο Κέν σκούπισε τον ιδρώτα του. «Ελπίζω να είσαι σίγουρος γι’αυτό που κάνουμε αλλιώς θα σε θάψω μέσα.» «Χαχα όχι ώρα για αστεία φίλος. Άκου, θέλω μπιτόνια βενζίνη πολλά, πολλά μέτρα σύρμα πολύ λεπτό, μπαταρία αυτοκινήτου και μανταλάκι.» «Πλάκα μου κάνεις; Κοίταξε στην αποθήκη θα βρείς απ’όλα. Μανταλάκια δε ξέρω τι σκατά θέλεις. Έχει στο μπάνιο.» Ο Αλί έφυγε τρέχοντας αμίλητος. Ο πρώην Φύλακας Άγγελος της μικρής Χλόης είχε ήδη πάρει τις εντολές του, και απομακρύνθηκε σιωπηλά και διακριτικά από το τόπο του ατυχήματος. Με πολύ γοργό τρέξιμο, ήταν ήδη στο δρόμο για το αγρόκτημα του Κέν Λιάκου. * * * Η τηλεόραση εκπέμπει: «Πραγματικά, αν εκείνη τη στιγμή δεν ήταν δίπλα μου οι Φύλακες Άγγελοι, ο δικός μου και των άλλων, δεν ξέρω που θα ήμουν τώρα. Μπορεί και νεκρός.» * * * Μετά από μιάμιση ώρα η παγίδα του Αλί ήταν σχεδόν έτοιμη. Είχε συνδέσει τα καλώδια με αρμαθιές από μπιτόνια βενζίνης δεμένα και τα ‘χε τοποθετήσει στις δύο λακούβες. Ο Κέν τον κοίταγε με προσοχή. Στην τρίτη λακούβα είχε τοποθετήσει την μπαταρία αυτοκινήτου στην οποία κατέληγαν τα καλώδια από τα μπιτόνια. Από εκεί έβγαιναν δύο καλώδια που τα τράβηξε στην άκρη. «Αν αυτά τα δύο ενωθούν … ΜΠΟΥΜ!!» είπε με νόημα στον Κέν και εκείνος ανατρίχιασε κοιτώντας τις σκεπασμένες με ελαφρύ χώμα λακούβες δύο μέτρα δίπλα του. Ύστερα ο Αλί στερέωσε ένα λεπτό σύρμα λίγο πάνω από το έδαφος και ένα μέτρο μπροστά από τις λακούβες, διαπερνώντας τις δύο πλευρές του δρόμου.Έπειτα, κόλλησε με μεγάλη προσοχή τα δύο καλώδια στις απέναντι άκρες από το μανταλάκι, κρατώντας το ανοιχτό με μια σφήνα. Τέλος ένωσε τη σφήνα με το λεπτό σύρμα κατά μήκος του δρόμου. «Έτοιμο! Όταν κουνηθεί το σύρμα τότε τα δύο..» Ο Αλί γυρνώντας προς τον Κέν να του μιλήσει έμεινε άφωνος κοιτώντας στο βάθος του δρόμου. Ο Κέν έπαθε το ίδιο γυρνώντας προς τα κεί. Στο βάθος του δρόμου όπως κατηφόριζε προς τα κάτω, διέκριναν μια μικρή κουκίδα να τρώει πολύ γρήγορα το κενό ανάμεσα τους. Πολύ μικρή για να είναι ακόμα και μηχανάκι, και σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος αυτό το πράγμα. «Γρήγορα!! Γρήγορα!» Φώναξε ο Αλί έντρομος. «Σε δύο λεπτά ήδη εδώ!! Μας είδε!» «Μας είδε; Και τώρα;» Σκατά, ήμουν βλάκας που πίστεψα για μια στιγμή ότι θα πετύχενε, σκέφτηκε στιγμιαία ο Κέν. Την ίδια στιγμή όμως το μυαλό του Αλί έπερνε αστραπιαία άλλες στροφές. «Κάτσε εδώ, πίσω από τη παγίδα. Φώναζε του βοήθεια τρομαγμένος. Τράβα προσοχή πράγματος! Να μη δεί σύρμα!» «Κι εσύ;» «Πάω για καραμπίνα!» «Καραμπίνα; Είσαι τρελός;» «Μπορεί να είδε εμάς πάνω σε παγίδα..» Ο Αλί έφυγε τρέχοντας για το φορτηγό του, που ήτανε τριακόσια μέτρα πιο πέρα. Σκαρφάλωσε πάνω στην καμπίνα, χτύπησε ένα μικρό κουμπάκι στην οροφή και μέσα από μια κρυφή θήκη εμφανίστηκε η καραμπίνα του. Την τσάκωσε και σε δευτερόλεπτα ήταν πάλι στο δρόμο για την είσοδο του αγροκτήματος τρέχοντας. Σε δυό ανάσες θα ήταν δίπλα στον Κέν, όταν από τη στροφή του δρόμου προς την είσοδο του αγροκτήματος εμφανίστηκε ο ταχύτατος ΦΑ. Ο Κέν οπισθοχώρησε λίγο και άρχισε να χοροπηδάει ουρλιάζοντας «Βοήθεια, βοήθεια!» και ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια του. Έτσι όπως ούρλιαζε σαν παλαβός με όλους αυτούς τους ματωμένους επιδέσμους τράβηξε σίγουρα για μια στιγμή τη προσοχή του ΦΑ. Μέχρι που μπήκε ο Αλί στο πλάνο. Ο Αλί συνέχισε να τρέχει κατά πάνω τους σημαδεύοντας τον ΦΑ, τους χώριζε μικρή απόσταση, κάτω από πενήντα μέτρα, όταν ο ΦΑ τον είδε, σήκωσε το χέρι του και με τεντωμένο δάχτυλο τον έδειξε σημαδευοντάς τον και τρέχοντας. Τότε έγινε η έκρηξη. Η βενζίνη έκανε τον ίδιο τον αέρα να ‘χει πάρει φωτιά. Οι δύο άντρες τινάχθηκαν αρκετά μέτρα παραπέρα ματωμένοι και οι δύο, γεμάτοι εγκαύματα. Ο Αλί που ήταν λίγο πιο μακρυά από τον Κέν σηκώθηκε πρώτος. Κτατώντας ακόμα γερά την καραμπίνα και σέρνοντας το ένα του πόδι, που ποιος ξέρει τι θραύσμα του είχε σφηνωθεί, πήγε προς τον φίλο του. Ο Κέν ήταν για δεύτερη εκείνη τη μέρα σε άθλια κατάσταση. Είχε χάσει τις αισθήσεις του, αιμοραγούσε και το πουκάμισο του είχε κολήσει στην καμένη πλάτη του. Ο Αλί μπορούσε να διακρίνει και σοβαρά εγκαύματα στα πόδια, στα χέρια και στο πρόσωπο του. Δοκίμασε το σφυγμό του και υπήρχε ακόμα. «Θα σαι καλά φίλος..» του ψυθίρισε. «..καλύτερα από πάντα.» Γύρισε προς την είσοδο. Μερικά μέτρα δίπλα από τους μικρούς κρατήρες που ‘χαν ανοίξει στο έδαφος, κειτόταν το κουφάρι του Φύλακα Άγγελου. Ότι είχε απομείνει από αυτό. Ο Αλί παραπατούσε, έκανε προσπάθεια να μην του πέσει το όπλο από τα χέρια. Όταν έφτασε πάνω από το κουφάρι του ΦΑ, διαπίστωσε πως εκείνος τον κοίταζε στα μάτια, με βλέμμα θολό, ετοιμοθάνατο. Ο Αλί έστρεψε το όπλο προς το κεφάλι του ΦΑ. «Με μεγάλη μου χαρά πούστη.» * * * Η τηλεόραση εκπέμπει: «Σας διαβεβαιώνω εγώ ο ίδιος», ο Ζώης Κυριακού μιλούσε με εκείνη τη σταθερότητα, τη σιγουριά, που δεν μπορείς να αμφιβάλλεις για το δίκιο του με τίποτα. «..οι λεγόμενες “Ελεύθερες Ζώνες” είναι ένας αστικός μύθος και τίποτα παραπάνω. Επόμενη ερώτηση παρακαλώ.» Οι_Φύλακες__γγελοι__Ελέυθερες_Ζώνες_.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
noxious Posted March 4, 2009 Author Share Posted March 4, 2009 Συγνώμη για το κουραστικό μοτίβο με τα κενά ανάμεσα στις γραμμές αλλά δε μπορώ να το φτιάξω. Μου το βγάζει έτσι ενώ στο word δεν είναι έτσι. Αν μπορεί κάποιος αντμίν να το φτιάξει, αλλιώς έχω επισηνάψει και το κείμενο σε word. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Πυθαρίων Posted March 4, 2009 Share Posted March 4, 2009 (edited) Παίρνω πίσω ό,τι έχω πει σε άλλα topics, φίλε Noxiοus. Τι λογοτεχνική πλοκή, τι αφηγηματική ροή, τι περιγραφική ακρίβεια: Τίποτα δεν είναι απαραίτητο τελικά, μπροστά στη δύναμη της φαντασίας. Όλα τα υπερκερνά και τα αφήνει ως δευτερεύοντα. Διαφορετικό και πολύ καλό. Αυτή είναι η γνώμη μου. Edited March 4, 2009 by Πυθαρίων Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted March 4, 2009 Share Posted March 4, 2009 Να ‘σαι καλά φίλε μου. Έγραψες ένα πολύ όμορφο διήγημα. Η ιδέα πρώτα απ’ όλα είναι καταπληκτική και η υλοποίησή της πολύ πετυχημένη. Για ακόμη μια φορά χρησιμοποίησες σκληρή και ρεαλιστική γλώσσα με όμορφες δυνατές περιγραφές και καλοστημένους ήρωες. Θα σου γράψω μόνο ένα δυο σημεία που μου φάνηκαν «κάπως» και θα το κάνω μόνο και μόνο επειδή το διήγημα μου άρεσε πολύ και το θέλω όσο πιο τέλειο γίνεται. «Η μικρούλα ακολουθούσε όπως όπως και παραπατώντας, τινάζοντας τα ξανθά της μαλλιά κοιτώντας προς τα πίσω.» ----ελαφρώς κακογραμμένο.--- «Κάθε τρείς και λίγο το αμάξι δεν παίρνει μπροστά, και μία φταίνε τα μπουζί, μία η μπαταρία, μία οι ιμάντες και πάει λέγοντας. Ο Κέν Λιάκος ήθελε τώρα να μεταφέρει μερικά εργαλεία στο χωράφι και το κωλοάμαξο δε λέει να ξεκινήσει.»---σε αυτές τις γραμμές μου άλλαξες το χρόνο της αφήγησης και μου χτύπησε άσχημα. Βάλε ένα «δεν έπαιρνε» και ένα «δεν έλεγε».---- «Δυό τρείς φορές που συνάντησε αμάξι τέτοια ώρα, φαινόταν σα να έρχεται κατά πάνω του μια κινούμενη έκρηξη νερού.»--- κατάλαβα τι θες να πεις αλλά , έστω και για λίγο , βραχυκυκλώνεις τον αναγνώστη και αυτό είναι κάτι που δεν το θέλουμε, έτσι δεν είναι;--- ;) Κατά την ταπεινή μου άποψη αξίζεις ένα μεγάλο μπράβο.Γράφε και ανέβαζε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
noxious Posted March 5, 2009 Author Share Posted March 5, 2009 Πυθαρίων ευχαριστώ... νομίζω Κίτσο να 'σαι καλά. Οι παρατηρήσεις σου είναι πολύ σωστές και θα τις λάβω υπόψιν μου στις επόμενες μου απόπειρες. Ειδικά οι χρόνοι είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα όταν γράφεις κάτι. Ευχαριστώ και τους δυό σας που ασχοληθήκατε, είναι πολύ ωραίο να πέρνω σχόλια και παρατηρήσεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.