Naurgul Posted March 5, 2009 Share Posted March 5, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Νικόλας Τ. Είδος: φαντασία Αριθμός Λέξεων: 2312 Αυτοτελής: Ναι, αλλά είναι μέρος από σειρά ιστοριών που διαδραματίζονται σε κοινό κόσμο. Οι υπόλοιπες ιστορίες της σειράς είναι: Η Επέλαση των Λευκών Δράκων, Η απόφαση, Η επιστροφή. Σχόλια: Το διήγημα αυτό πρωτο-δημοσιεύθηκε στους Θρύλους του Σύμπαντος. Από τότε έχει περάσει αρκετός καιρός οπότε σκέφτηκα να το αναδημοσιεύσω εδώ για λόγους πληρότητας (και εξόρυξης feedback). Άδεια Χρήσης: Download: Το_είδωλο.pdf ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ Είχαμε επιστρέψει, αλλά εκείνες τις μέρες αυτό δε μας αρκούσε. Θέλαμε να πιστεύουμε ότι δεν είχαμε φύγει ποτέ, ότι όλο το Ταξίδι ήταν ένα όνειρο. Ένα όνειρο που είχαμε δει και οι τέσσερις την ίδια νύχτα. Φοβερή σύμπτωση. Αλλά αυτό προτιμούσαμε. Αν δεν πιστεύαμε σε μια απίστευτη σύμπτωση, θα έπρεπε να παραδεχτούμε πράγματα που δε θέλαμε, θα στοίχειωναν τον ύπνο μας και δε θα μας επέτρεπαν να συνεχίσουμε τις ζωές μας· δε θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τίποτα άλλο. Για αυτό κάναμε τους χαζούς και πιστεύαμε ότι ήταν μια σύμπτωση. Ήταν βολικό και ο μόνος τρόπος για να μην τρελαθούμε. Πόσο λάθος κάναμε! Νομίζω και οι άλλοι άρχισαν να το αισθάνονται κάποια στιγμή, απλώς δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Και δε λέω για το γεγονός ότι ο άλλος κόσμος υπήρχε· αυτό ήταν το μόνο σίγουρο, παρόλο που δεν το λέγαμε ποτέ ούτε αναμεταξύ μας. Μιλάω για τα στίγματα που μας άφησε το Ταξίδι· περισσότερο από όλους σε εμένα. Αισθανόμασταν πράγματα που δεν υπήρχαν για τους άλλους ανθρώπους. Ούτε για αυτά συζητούσαμε ποτέ, αλλά εγώ έβλεπα. Ο ένας, ο δρυΐδης, πάντα αναστέναζε ελαφριά όποτε φυσούσε στην πόλη. Καταλάβαινε το τραγούδι του ανέμου, του ψιθύριζε αρχαία μυστικά και δε μπορούσε να μην τα ακούει. Όταν περπατούσαμε μαζί στο δρόμο, κάθε τόσο σταματούσε για να κοιτάξει κάτι χορταράκια που φύτρωναν δίπλα στα δέντρα. Έσκυβε και τα παρατηρούσε λες και προσπαθούσε να διακρίνει κάτι πάνω τους. Όποτε έβλεπε κάποιο ζωντανό, σκύλο, γάτα, σπουργίτι, πάντα το κοιτούσε στα μάτια και αυτό του ανταπέδιδε το βλέμμα. Βόλτες στο δάσος δεν πρότεινε ποτέ να κάνουμε ξανά. Ο άλλος, ο αλχημιστής, όταν στηρίζονταν σε κάποιον τοίχο, πάντοτε τον χάιδευε ελαφριά όταν τον άφηνε, σα να είχε δεθεί μαζί του. Ένιωθε τα μόρια του υλικού πώς πάλλονταν, ήξερε πώς να τα μετουσιώσει, να τα δώσει άλλη μορφή, όμως ποτέ δεν το έκανε. Τα μάτια του γυάλιζαν όποτε έβλεπε υγρό να βράζει, σα να οραματίζονταν τι μπορούσε να κάνει. Βιβλία δεν πολυδιάβαζε μετά την επιστροφή, η αγαπημένη του παλιά ασχολία είχε χαθεί οριστικά. Ο τρίτος, ο πολεμιστής, όποτε έπρεπε να τρέξει, έριχνε μια ματιά σε όλη τη διαδρομή. Φοβόταν πως αν δεν υπολόγιζε το κάθε του πάτημα με προσοχή, θα έχανε την ισορροπία του από την υπερφυσική ταχύτητα. Και ήταν γρήγορος, περισσότερο από παλιά. Το ήξερα, το καταλάβαινα, το έβλεπα. Ήταν τόσο γρήγορος που σπάνια έτρεχε, δεν ήθελε τις μνήμες του Ταξιδιού να αναστατώνουν την ήρεμη ζωή του. Τελευταίος και καλύτερος, εγώ, ο μάγος. Σιχαινόμουν που έπρεπε να φοράω και πάλι γυαλιά. Στο Ταξίδι δεν τα είχα και έβλεπα μια χαρά χωρίς αυτά. Ίσως κάτι τόσο μικρό και απλό να τροφοδοτούσε τις εμμονές μου με τον καιρό του Ταξιδιού, ίσως όχι. Πήγαινα στο πανεπιστήμιο καθημερινά και μέρα με τη μέρα αντιλαμβανόμουν περισσότερο την ανουσιότητα της ζωής. Οι καθηγητές μιλούσαν για θεωρήματα και αποδείξεις αλλά το μόνο που μου έμενε πάντα ήταν το γεγονός ότι είχα ακούσει για μαθηματικά. Την ουσία του μαθήματος, τα θεωρήματα και τις αποδείξεις, πάντα την έχανα και ήδη υποψιαζόμουν ότι δεν ήταν καν αληθινή. Ένα βράδυ, στεκόμουν όρθιος μπροστά στον νιπτήρα, στο μπάνιο, ετοιμαζόμουν να βουρτσίσω τα δόντια μου. Σκεφτόμουν αν είχε νόημα καν. Ήταν παλιά συνήθεια και βαρετή αλλά πλέον ένιωθα πως ήταν και ανούσια. Πάντα έβγαζα τα γυαλιά μου για να μη χρειάζεται να τα καθαρίζω μετά. Παρόλα αυτά, έβλεπα ξεκάθαρα τη βαριεστημάρα στο είδωλό μου στον καθρέφτη. Τότε τον γνώρισα για πρώτη φορά. Μου χαμογέλασε. Ένα ένοχο, χαιρέκακο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο του ειδώλου μου. Άρχισε να μιλά, η φωνή του βουβή, αλλά εγώ μπορούσα να διαβάσω τα χείλη του. Ενστικτωδώς, έπιασα τα γυαλιά μου να τα φορέσω για να βλέπω καλύτερα· είχα συνηθίσει να τα εμπιστεύομαι να μου λένε την αλήθεια, ο ανόητος. Μόλις οι φακοί βρέθηκαν μπροστά στα μάτια μου, είδα ολοκάθαρα στον καθρέφτη το σαστισμένο μου πρόσωπο. Τα έβγαλα και ξαναείδα το είδωλο, να χειρονομεί και να κραυγάζει σιωπηρά. Συγκεντρώθηκα για να βγάλω άκρη από αυτά που προσπαθούσε να μου πει. Ήταν η αρχή μιας υπέροχης φιλίας. Από τότε και κάθε νύχτα μου έλεγε για τα μυστικά του κόσμου, τα λάθη και τις παραλήψεις του Δημιουργού. Τα πράγματα που είχα δει μέσα στη μέρα, αλλά δεν τα είχα προσέξει. Μου είπε πως αν δεις τα σύννεφα στον ουρανό και αφού γυρίσεις το βλέμμα σου αλλού για λίγο, έπειτα τα ξανακοιτάξεις, δε θα είναι τα ίδια. Μου είπε για το πώς οι δείκτες των ρολογιών δεν κινούνται όταν δεν τους κοιτάζει κανείς και πώς μπορείς να τους ξεγελάσεις για να το παρατηρήσεις. Μου είπε για το που σε μερικούς δρόμους περνούν τα ίδια αυτοκίνητα ξανά και ξανά, πως οι σκιές κάποιων δέντρων είναι λάθος σχήμα και γιατί μερικές φορές ενώ ακούς το κελάηδημα πουλιών δεν υπάρχει κανένα εκεί γύρω. Την επόμενη ημέρα, εγώ πάντα δοκίμαζα όσα μου έλεγε. Μου είχε πει να βγάζω τα γυαλιά μου για να βλέπω, και όταν το έκανα όλα επαληθεύονταν. Ο κόσμος γύρω μου ίσως να ήταν ανούσιος, αλλά η δική μου ζωή δεν ήταν. Την είχα αφιερώσει στο να βιώνει όλες αυτές τις μικρές αλήθειες που αποκάλυπταν σιγά-σιγά τη μεγαλύτερη αλήθεια: το ψέμα του Δημιουργού. Μερικές φορές αναρωτιόμουν γιατί με βοηθούσε το είδωλο, γιατί μου τα έλεγε όλα αυτά. Αναρωτιόμουν αν υπήρχε ή ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Μια φορά, μάζεψα αρκετό θάρρος για να τον ρωτήσω. Μου απάντησε ότι με προετοίμαζε για κάτι, ότι θα μάθαινα σύντομα τι ήταν αυτό. Άφησε την άλλη ερώτηση αναπάντητη, όμως. Ο καιρός περνούσε κι εγώ δεν είχα πει τίποτα ακόμη στους άλλους για τα πράγματα που έβλεπα. Είχαν ήδη αρχίσει να προσαρμόζονται και να βολεύονται και δεν ήθελα να τους υπενθυμίσω κάτι που προτιμούσαν να ξεχάσουν. Τα στίγματα γίνονταν όλο και πιο ανεπαίσθητα. Δυσκολευόμουν πια να τα διακρίνω, αλλά ήταν ακόμα εκεί. Ποτέ δε θα κατάφερναν να ξεχάσουν εντελώς, όσο και να το είχαν ανάγκη. Μια από αυτές τις νύχτες ρώτησα το είδωλο γιατί έπρεπε να βγάζω τα γυαλιά μου για να βλέπω. Είδα το ίδιο χαμόγελο που μου είχε δείξει εκείνο το πρώτο βράδυ· ήταν ικανοποιημένος με εμένα. Μου είπε πως τα γυαλιά είναι παρωπίδες, σχεδιασμένες για να πλαισιώνουν, να περιορίζουν την όρασή μου. Είναι η απάντηση του κόσμου στη δύναμή μου να βλέπω, οι αλυσίδες που με κρατούν υπάκουο υπηρέτη της ανουσιότητας. Μου δίδαξε ένα ξόρκι, ήταν όπως οι γητείες που μάθαινα στο Ταξίδι. Μου είπε να το εκτελέσω και ότι θα πιάσει. Δεν είχα λόγο να αμφιβάλλω. Με διαβεβαίωσε ότι ακόμα δεν είχα δει τίποτα. Έκανα ό,τι μου είπε και για πρώτη φορά από τότε που επιστρέψαμε κατάφερα να κοιμηθώ κανονικά. Ήταν ο πιο γρήγορος τρόπος για να ανακαλύψω τι εκπλήξεις μου επιφύλασσε η επόμενη ημέρα. Όταν ξύπνησα και κατάλαβα τι είχε γίνει, άφησα να σχηματιστεί και στο δικό μου πρόσωπο αυτό το ένοχο χαμόγελο. Ζούσα σε ένα χάρτινο κόσμο. Τα πάντα γύρω μου ήταν φτιαγμένα από χαρτί ζωγραφισμένο με ξυλομπογιές. Ήταν ανακουφιστική η ανακάλυψη ότι η βιβλιοθήκη δεν είχε βιβλία, αλλά ορθογώνια παραλληλεπίπεδα σε διάφορα χρώματα με ακατάληπτα σημάδια στη θέση των τίτλων. Το πληκτρολόγιο δεν ήταν παρά μια ζωγραφιά πάνω στο γραφείο, ενώ το ίδιο το γραφείο και όλα τα αντικείμενα περίπλοκες χειροτεχνίες φτιαγμένες από τον αργόσχολο Δημιουργό. Αλλά ήμουν χαρούμενος. Ο κόσμος δεν ήταν μόνο ανούσιος· ήταν ψεύτικος. Βιάστηκα να βρω ένα καθρέφτη να μιλήσω στο φίλο μου, αλλά σύντομα αντιλήφθηκα ότι δε θα τον έβλεπα ποτέ ξανά. Όλοι οι καθρέφτες ήταν αδειανά φύλλα χαρτιού. Γύρισα στο δωμάτιό μου και βρήκα τα γυαλιά μου. Με το που τα φόρεσα, η αυταπάτη επανήλθε. Ο κόσμος έμοιαζε αληθινός. Για λίγη ώρα, ενώ σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω, τα έβαζα και τα έβγαζα συνεχώς για να συγκρίνω πώς φαίνονταν καθετί με και χωρίς αυτά. Τελικά, αποφάσισα να το πω στους άλλους. Ακόμα κι αν άλλαζε η ζωή τους και αναγκάζονταν να βγουν από τη βολική θέση όπου βρίσκονταν, δε μπορούσα να τους αφήσω να ζουν μέσα σε ένα ψέμα. Νόμιζα ότι οι πράξεις μου θα είχαν επιπτώσεις στη δική τους ζωή αλλά θα άφηναν ανεπηρέαστη τη δική μου. Προφανώς, μόλις άκουσαν τι είχα να πω με πήραν για τρελό. Επιχείρησα να αποδείξω τους ισχυρισμούς μου αλλά μάταια προσπαθούσα να διπλώσω, να τσαλακώσω ή να σκίσω ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Μετά άρχισα να τους εξηγώ για το πώς εκείνος ο μάγος που μας είχε υποσχεθεί ότι θα μας έστελνε πίσω μας είχε κοροϊδέψει. Φάνηκαν να το σκέφτονται για λίγο, αλλά ήταν αδιανόητο να το αποδεχτούν. Οι παλιοί μου συνταξιδιώτες, πεπεισμένοι ότι είχα σαλέψει με έτρεχαν σε οφθαλμίατρους και ψυχολόγους. Είχαν ανάγκη να φορτώσουν το πρόβλημα σε εμένα, μην ταρακουνήσει τίποτα τον τέλειο, χάρτινο, ανούσιο, μικρόκοσμό τους. Η ψυχολόγος βρήκε την εύκολη λύση ότι απλώς δεν ήθελα να φοράω γυαλιά, λες και ήμουν κανένα νιάνιαρο. Ο οφθαλμίατρος πρότεινε να κάνω διορθωτική εγχείριση, αφού τα σιχαινόμουν τόσο πολύ. Όλος ο κόσμος συνωμοτούσε εναντίον μου, οι χάρτινοι άνθρωποι δεν ήθελαν να ξέρω. Ήθελαν να μη βλέπω, ήθελαν να ξεχάσω, να χαθώ μέσα στην αυταπάτη. Όσο με πίεζαν, άλλο τόσο απαρνιόμουν τον πειρασμό. Καταριόμουν κάθε μέρα τον κόσμο και τον Δημιουργό του: τον μάγο. Εκείνος ήταν υπεύθυνος για όσα ζούσα. Κανείς δε με εμπιστεύονταν και όλοι παρίσταναν ότι νοιάζονταν για το καλό μου. Η μάχη ήταν πνευματική βέβαια. Κανείς δεν τολμούσε να με αναγκάσει. Ήθελαν να πεισθώ, αυτός ήταν ο απόλυτος τρόπος να με νικήσουν. Στο τέλος, με άφησαν ήσυχο. Ο χάρτινος κόσμος είχε καταλάβει ότι ήταν αδύνατο να με κρατήσει. Έπαψα να μιλάω σε όλους. Οι άλλοι, μερικές φορές, επειδή δήθεν ανησυχούσαν για εμένα, με ρωτούσαν τι έκανα και αν έβλεπα ακόμα τίποτα περίεργο. Έτσι απλά τα είχαν όλα στο κενό μυαλουδάκι τους, το περιτριγυρισμένο από το ροζ, πολυεδρικό, χάρτινο κρανίο τους. Αλλά δεν έγινε τίποτα. Αφού είχα απαρνηθεί τη λήθη, περίμενα ανά πάσα στιγμή να μου φανερωθεί η Έξοδος. Άλλοτε τη φανταζόμουν σα μια δίφυλλη πύλη που θα εμφανίζονταν από το πουθενά. Από τη μια μεριά θα ήταν χάρτινη, από την άλλη αληθινή. Άλλες φορές φανταζόμουν την επόμενη ημέρα θα ξυπνούσα και δε θα έβλεπα το ζωγραφιστό ταβάνι. Αλλά ποτέ δεν είχα ύπνο, ούτως ή άλλως. Ο χάρτινος κόσμος δεν είχε εγκαταλείψει την προσπάθειά του ακόμα. Απλώς αναδιοργάνωνε την επίθεσή του. Εκτός κι αν περίμεναν μέχρις ότου να μην αντέχω άλλο ώστε να αποδεχτώ την εύκολη λύση που ήθελαν να μου επιβάλλουν. Η λογική των εχθρών μου παρέμενε η ίδια, οι επιθέσεις τους έγιναν έμμεσες, πιο ύπουλες. Το κάθε τι που έβλεπα, εκτός από ψέμα ήταν ταυτόχρονα μια πρόσκληση να τα παρατήσω. Αφού αντιλήφθηκα ότι η συνείδηση της κατάστασης του κόσμου δεν αρκούσε από μόνη της για να με ελευθερώσει από αυτόν, άρχισα να αναζητώ την Έξοδο ο ίδιος. Η πιο απλή λύση, ο θάνατος, ήταν ταυτόχρονα η πιο εύκολη και η πιο δύσκολη. Από τη μια μεριά, η αυτοκτονία σημαίνει παραίτηση, ενώ εγώ επιζητούσα ακριβώς το αντίθετο. Ήταν εύκολο να γίνει, όπως και η υποταγή. Από την άλλη, ήταν επικίνδυνο. Δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι δε θα κατέληγα σε μια χάρτινη Κόλαση. Ίσως οι μάχες με τους εχθρούς με είχαν κουράσει και ο φόβος είχε ήδη αρχίσει να φυτρώνει μέσα μου, ψιθυρίζοντας για το ενδεχόμενο να κάνω λάθος. Ποτέ δε βρήκα ούτε μία εναλλακτική πρόταση. Σε έναν κόσμο ψεύτικο, όπου δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μάθεις οτιδήποτε, είχα μόνο τις σκέψεις μου να με συντροφεύουν στο μονοπάτι της αναζήτησης της Εξόδου. Αφού αυτές δε μπορούσαν να ανοίξουν κάποιο καινούριο μονοπάτι, η αναζήτηση κατέληξε μια πορεία αποδοχής του θανάτου. Την απόφαση την πήρα ένα απόγευμα. Βγήκα στο μπαλκόνι κι ετοιμάστηκα να πηδήξω. Δεν ήμουν έτοιμος να το κάνω, όμως. Κοίταζα τον χάρτινο ουρανό. Παρακολουθούσα το αόρατο χέρι που τον ζωγράφιζε πορτοκαλί τραβώντας άγαρμπες γραμμές εδώ κι εκεί. Ταυτόχρονα, ένας χάρτινος πορτοκαλοκόκκινος δίσκος, χωρούσε δε χωρούσε στη χούφτα μου, κινούνταν προς το γαλάζιο φύλλο που κυμάτιζε υπό τις διαταγές του Δημιουργού. Σύντομα, το αόρατο χέρι άλλαξε χρώμα και βάλθηκε να ζωγραφίζει τον ουρανό βαθύ γαλάζιο. Αμέσως μετά, μια αόρατη καρφίτσα άρχισε να ανοίγει τρύπες στο χάρτινο στερέωμα, που επέτρεπαν να περάσει το φως ενός μακρινού κεριού Η ελπίδα αυτή, το τρεμάμενο φως του κεριού που δάνειζε τη λάμψη του στα αστέρια, μου έδωσε τη δύναμη να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Η διαδρομή μέχρι το έδαφος μου φάνηκε μεγάλη. Ένιωθα σαν κομμάτι χαρτί που λικνίζεται στον αέρα, πηγαίνοντας από εδώ κι από εκεί βαριεστημένα πριν σταματήσει στο έδαφος. Όταν έφτασα εκεί, ο χρόνος έμοιαζε να σταμάτησε, όλα ήταν ακίνητα. Ένας ήχος, σα χαρτί που σκίζεται συντάραξε την πλάση. Ο χρόνος άρχισε να κυλά ξανά. Σηκώθηκε αέρας. Με πήρε ψηλά, πετούσα. Κάπου διέκρινα μια σχισμή στον ουρανό μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, να ταλαντεύεται από τον αέρα, να ανοίγει και να κλείνει αφήνοντας το φως από το μακρινό κερί πότε να περνάει και πότε όχι. Κινήθηκα προς την Έξοδο αφού είπα το τελευταίο αντίο στον χάρτινο κόσμο που απλώνονταν στα πόδια μου. Άνοιξα τα μάτια μου. Το ταβάνι ήταν από πέτρα. Με πλημμύρισε ικανοποίηση. Ο μάγος στέκονταν από πάνω μου και με παρατηρούσε. Είπε κάτι, δεν πρόσεξα τι, και με βοήθησε να σηκωθώ από το κρεβάτι. Με οδήγησε στα πάνω δωμάτια, μου έδωσε να φάω και να πιω. Άρχισε να μιλάει. Με τον επίσημο τόνο της φωνής του έλεγε για τους Μελετητές της Φλόγας, για τους σκοπούς τους, για πειράματα, για έναν κόσμο-είδωλο φτιαγμένο στο καλούπι των αναμνήσεών μας. Δεν του έδινα πολύ σημασία. Το μυαλό μου εμένα ήταν στο Ταξίδι που δεν είχε τελειώσει και στους συνταξιδιώτες που έπρεπε να σώσω. Ήμουν θυμωμένος μαζί του, αλλά η έκσταση από την απελευθέρωση ήταν πολύ μεγάλη για να έχει ο θυμός λόγο στο τι έκανα. Έστρεψα όλη μου την προσοχή μου σε αυτόν για λίγο. Με προσκαλούσε να γίνω κι εγώ Μελετητής της Φλόγας, μαθητής του. Έλεγε για το πώς τα μάτια μου θα ήταν πολύτιμα για τους σκοπούς τους και πώς θα μου δίδασκε να τα αξιοποιήσω. Έλεγε πως τους φίλους μου έπρεπε να τους αφήσω στην ψευδαίσθηση για τώρα. Του είπα θα το σκεφτώ. Απάντησε ότι θα πήγαινε μια βόλτα. Ήξερα ότι θα τον πρόδιδα και θα έσωζα τους συνταξιδιώτες μου μόλις έφευγε. Το ήξερε και αυτός. Edited March 13, 2009 by Guardian of the RuneRing #1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 29, 2009 Share Posted May 29, 2009 Όλο κύλισε με πολύ ενδιαφέρον και έφτασα μέχρι το τέλος σκεπτόμενη "Ωραίο. πολύ ωραίο". Αλλά στην τελευταία παράγραφο ό,τι διάβασα με έκανε να σκεφτώ ότι είσαι μέσα στο μυαλό μου! Είχα αρχίσει κι εγώ να γράφω κάποτε κάτι μεγάλο, που παράτησα (όπως όλα τα παρατούσα τότε) με όλα, μα όλα τα στοιχεία της δικής σου ιδέας. Το ξύπνημα στο πέτρινο δωμάτιο, ο μάγος, η ψευδαίσθηση, η μελέτη της Φλόγας... Ο κόσμος-είδωλο και όσοι έπρεπε να σώσει ο ήρωάς μου... Τι να πω; Φαίνεται πως οι ιστορίες υπάρχουν και ο συγγραφέας δεν είναι παρά ερευνητής, ψάχνει και τις βρίσκει και τις μεταφέρει και στους άλλους. Όπως με τη μουσική: οι μελωδίες υπάρχουν και ο μουσικός δεν τις συνθέτει, αλλά τις βρίσκει. Ναι, το πιστεύω αυτό, αλλά δεν το είχα σκεφτεί και για τις ιστορίες ποτέ μου. Κλείνοντας όμως αυτή την παρένθεση, που δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρει, πρέπει να πω ότι το διήγημα είναι πολύ φιλοσοφικό και με ρούφηξε στις σκέψεις του συγγραφέα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naurgul Posted May 29, 2009 Author Share Posted May 29, 2009 Ευχαριστώ για το σχολιασμό. Είναι πράγματι περίεργη σύμπτωση, αν και όχι εξωπραγματικά περίεργη, αφού στο διήγημα δεν υπάρχει κάτι υπερβολικά μοναδικό ή σπάνιο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.