Jump to content

Από Μηχανής Θεός - Extended


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Edit: +1.315 λέξεις

 

1.

 

Οι γλυκές νότες αφύπνισαν τον Σιρ, δεν του έδιωξαν όμως τον πόνο που τον τυραννούσε. Δεν ήταν το μαστιγωμένο του κορμί, ούτε τα καψαλισμένα του άκρα, ή οι αλυσίδες που τον κρατούσαν τεντωμένο στον κορμό του απολιθωμένου δέντρου, ήταν η απώλεια μιας αγάπης ο πόνος του. Ήταν η Ζόρα, δέσμια κι εκείνη φρικτής μοίρας. Σήκωσε με κόπο το κεφάλι του και κοίταξε πάνω από τις στέγες της πλατείας, προς το κάστρο που δέσποζε της Σαρφάνης. Το γκρίζο κάστρο του Γούρκλο, του σατανικού ηγεμόνα.

 

Στο κέντρο της πλατείας, δίπλα στο σιντριβάνι, καθόταν οκλαδόν ο τροβαδούρος και έπαιζε την εξαίσια εκείνη μελωδία στο λαούτο του. Τα λόγια του τραγουδιού, στην αρχαία, ξεχασμένη γλώσσα της ερήμου, έβγαιναν πονεμένα και συντρόφευαν τον Σιρ στο μαρτύριο του. Δεν τον ανακούφιζαν, του χάριζαν όμως υπομονή. Αν μπορούσε να υψώσει την φωνή του θα τον ευχαριστούσε εκείνον τον παράξενο τραγουδιστή για την πολύτιμη υποστήριξη του. Ο ένοπλος φρουρός που τον φύλαγε είχε εγκαταλείψει προ πολλού το δέντρο, είχε τρέξει μάλλον στα τείχη, δίπλα στους συντρόφους του. Ο Σιρ δεν αποτελούσε πλέον απειλή για κανέναν. Κοράκια προσγειώνονταν στους ώμους του και τον τσιμπολογούσαν. Το στόμα του ήταν ξερό και τα σωθικά του φλέγονταν. Οι κρίκοι που τσίτωναν τους καρπούς και τους αστράγαλους του έμοιαζαν να χαρακώνουν το κόκαλο. Σε κάθε του αναπνοή και κίνηση, οι αλυσίδες που τύλιγαν το γυμνασμένο του στέρνο έκοβαν βαθύτερα τη σάρκα, άνοιγαν ξανά τις ηλιοκαμένες πληγές. Τα πετρωμένα κλαδιά έμεναν ακλόνητα στον σφαδασμό του. Κατάπινε τα βογκητά του και αιμορραγούσε αργά στις σκονισμένες ρίζες του νεκρού κορμού.

 

«Ζόρα» ψέλλισε πονεμένα.

Που ήταν τώρα η αγαπημένη του; Ποια να ήταν τα δικά της μαρτύρια; Πόσο μισούσε ο Σιρ την αδύναμη θέση του. Εκείνη τον είχε ανάγκη κι εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τη σώσει. Της είχε ορκιστεί, στην αγάπη τους, πως όσο ζούσε δεν θα άφηνε τίποτα κακό να την αγγίξει. Πόσο επιδέξια τους είχε ξεγελάσει ο σατανικός μάγος. Πόσο υπνωτικά είχαν δράσει τα λόγια του πάνω στην ευάλωτη τους στιγμή. Προσπαθούσε να μην φανταστεί πως δεινοπαθούσε τώρα εκείνη στα χέρια του κακούργου, φοβόταν πως ήταν το μόνο που θα μπορούσε να τον λυγίσει. Κι ενώ όλα έδειχναν απελπιστικά και αμετάκλητα, εκείνη η μελωδία, μαζί με τους ήχους της μάχης, κρατούσαν βαθιά στην καρδιά του μια μικρή αναλαμπή ελπίδας.

 

Στο βάθος, έβλεπε πότε-πότε κάποιον περαστικό να τον κοιτάζει με οίκτο, πρόσωπο που λίγες μέρες νωρίτερα θα τον είχε χλευάσει στα βασανιστήρια που υπέστη. Η αγορά ήταν αδειανή τώρα, ο κόσμος κρυμμένος στα σπίτια του ή μαχόμενος στα τείχη. Όλοι γνώριζαν πλέον πως είχαν προδοθεί από τον ίδιο τους τον ηγέτη, ο οποίος παρέμενε πεισματικά κλεισμένος στο κάστρο του. Το τραγούδι του τροβαδούρου συνόδευε μαεστρικά τις κραυγές της μάχης που δονούσαν την Σαρφάνη. Οι πολιορκητικοί πύργοι και οι καταπέλτες του Δόνορα σφυροκοπούσαν τις πανύψηλες επάλξεις της πόλης ενώ οι στρατιές του ξεχύνονταν σαν τα μυρμήγκια ενάντια στα τείχη, σε απανωτά, ατέλειωτα κύματα, μέρες τώρα.

 

Και η γλυκιά μελωδία, εκείνο το πονεμένο τραγούδι, κατά έναν τρόπο εμπόδιζε τον Σιρ να λιποψυχήσει. Θυμόταν την στιγμή που τον έσυραν εκεί και τον τέντωσαν πάνω στο δέντρο. Ποτέ στη ζωή του πριν ο Σιρ δεν είχε νιώσει τόσο μόνος. Απελπισμένος, βρέθηκε αντιμέτωπος με το τρομερό βλέμμα ενός όχλου, ενός ψηφιδωτού από πρόσωπα παραμορφωμένα από οργή και μίσος, με χέρια γεμάτα πέτρες και αναμμένες δάδες. Και ξαφνικά, σαν από μαγεία, σίγησαν οι βρισιές και οι κατάρες. Ξεπρόβαλε μέσα από τον κόσμο ο τροβαδούρος, τυλιγμένος από το κεφάλι ως τα γόνατα με την μελανή κελεμπία των Βερβερίνων, ξυπόλητος, με το λαούτο αγκαλιά, οι πρώτες νότες να ζωντανεύουν στις χορδές του. Χωρίς να πει λέξη, κάθισε καταγής δίπλα στο σιντριβάνι και άρχισε να παίζει τον σκοπό του, να τραγουδάει πονεμένους στίχους σε γλώσσα παλιά. Και μια νέα πνοή έδωσε θάρρος στον Σιρ και μαλάκωσε κάπως η οργή του όχλου. Ήταν σα να τους είχε αγγίξει όλους κάποιο νανούρισμα που δονούνταν μέσα από τα ζεστά στήθη μιας αρχέγονης μάνας. Και κανείς, πολίτης ή βαθμοφόρος, δεν είχε τολμήσει να πει στον ξένο να σταματήσει. Ένας ταξιδιώτης της ερήμου, ήταν μια από τις πολλές φιγούρες της άμμου που από πάντα απέπνεε ιερό σεβασμό στους ντόπιους. Έτσι ήταν ο κώδικας αιώνες τώρα. Μακριά, κοφτερά νύχια εξείχαν στα ακροδάχτυλα του οργανοπαίχτη. Πότε χάιδευαν τις χορδές και πότε τις τίναζαν σαν να εξαπέλυαν τα χιλιάδες βέλη που σκοτείνιαζαν τελευταία τον ουρανό της πόλης.

 

Ο Σιρ έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στη μουσική. Είχε ανάγκη να πάψει να σφαδάζει. Έπρεπε να ψάξει μέσα του, να αγγίξει την τελευταία ρανίδα των δυνάμεων του. Να είναι έτοιμος για εκείνη. Έφερε ξανά τη Ζόρα στο κεφάλι του. Στροβιλιζόταν εντυπωσιακά στη μελωδία ενός άλλου σκοπού, σε μια γιορτή πριν πολλά χρόνια, σε έναν άλλο τόπο, μακρινό. Ήταν στην αυλή της νήσου Κέπεκ και η όμορφη πριγκίπισσα με τα μακριά, μελαχρινά μαλλιά και τα πορφυρά πέπλα χόρευε για τον πατέρα της, στη γιορτή των γενεθλίων του. Πιστός στον βασιλιά Δόνορα μέχρι εκείνη την στιγμή, ο καπετάνιος της βασιλικής φρουράς, ο Σιρ από την Μαλφίδα, μόλις είχε επιστρέψει από μακρινή εκστρατεία. Καθόταν στα δεξιά του άρχοντα του στο μακρύ τραπέζι όταν είδε την πριγκίπισσα για πρώτη φορά. Εκεί, πάνω στο χορό της, έκανε μια στροφή και τον κάρφωσε με τα μάτια της. Και ο Σιρ την ερωτεύτηκε παράφορα. Στην αρχή πίστεψε πως μπορούσε να καταπνίξει τα συναισθήματα του, αλίμονο όμως για εκείνον, υπήρχε ανταπόκριση στο βλέμμα του. Και κάτι που ξεκίνησε σαν μια επιπόλαιη και επικίνδυνη τρέλα, σύντομα φούντωσε σε πάθος μεγάλο και ανεξέλεγκτο. Σε έναν κόσμο αυλικών, κατασκόπων και ραδιουργιών, πόσο καιρό να έμενε κάτι τέτοιο κρυφό; Όταν το έμαθε ο εξοργισμένος βασιλιάς ήταν ήδη αργά για όλους. Οι δύο νέοι δεν είχαν άλλη διέξοδο από το να κλεφτούν. Η ζωή τους ξεκίνησε με έναν ατελείωτο και ξέφρενο καλπασμό σε πλάτες πανικόβλητων αλόγων, με τους πράκτορες της Κέπεκ ακούραστα στο κατόπι τους. Όλα τα παρακείμενα βασίλεια, σύμμαχοι παλιοί, αρνούνταν να εξοργίσουν τον Δόνορα. Δεν υπήρχε πουθενά καταφύγιο για τους ερωτευμένους νέους.

 

Καβάλα και οι δύο σε ένα εξαντλημένο άλογο, μετά από μέρες σε τραχύς και άνυδρους τόπους, έφτασαν στην σωτήρια Όαση της Σουρ. Εδώ είχε η θέά τον ναό της, η θεά των κατατρεγμένων. Οι δύο ιερείς δεν τους ρώτησαν ποιοι ήταν, από πού έρχονταν, που πήγαιναν. Φρόντισαν το άλογο τους, τους έδωσαν μέρος να κοιμηθούν, φρέσκο νερό από την υπόγεια πηγή της Σουρ για να ξεδιψάσουν και γλυκά φρούτα για να γεμίσουν το στομάχι τους. Το σμιλεμένο πρόσωπο της Θεάς μέσα στη σπηλιά τους αναθάρρησε και γονατίζοντας μπροστά της αντάλλαξαν όρκους αιώνιας αγάπης. Θα έμεναν πιστοί ο ένας στον άλλον μέσα από κάθε δοκιμασία που θα συναντούσαν, σε αυτή αλλά και στην επόμενη ζωή.

 

Είχαν την ατυχία να κάνουν μια στάση και στην Σαρφάνη, την ξακουστή πολιτεία της ερήμου. Βρέθηκαν φιλοξενούμενοι του ηγεμόνα Γούρκλο, ο πατέρας του οποίου είχε υπάρξει κάποτε συμπολεμιστής του Σιρ σε άλλους πολέμους, σε μακρινή εκστρατεία. Ο Σιρ δεν μπορούσε να φανταστεί πως εκείνος ο δεσμός είχε λήξει με τον θάνατο του Σαρφανού ηγεμόνα, δέκα χρόνια πριν. Ο γιος του έδειξε να θυμάται τον Σιρ και να τιμά την γνωριμία τους. Ταυτόχρονα όμως, ο σκοτεινός μάγος συνταρασσόταν από την ομορφιά της Ζόρα και κυριευόταν από σιχαμερό πόθο για εκείνη. Αποπλάνησε το ζευγάρι με την αβρότητα του και τους χαμήλωσε τις άμυνες με πικάντικο κρασί. Στην πρώτη ευκαιρία θα άρπαζε την πριγκίπισσα. Όρμησαν οι φρουροί στην δανεισμένη κλίνη και χώρισαν βίαια το ζευγάρι πάνω στα ζεστά σεντόνια, σβήνοντας την ανάμνηση των ενωμένων τους κορμιών έτσι άπονα. Οι κραυγές της τον γέμισαν με τρομερή μανία και σκότωσε δύο με τα γυμνά του χέρια, όμως υπερτερούσαν σε αριθμό και τον γονάτισαν.

 

Εκείνη, ο μάγος την κλείδωσε στον πύργο του, αντικείμενο στις μαύρες του ορέξεις. Ο Σιρ παρουσιάστηκε δέσμιος στην κεντρική πλατεία ως κατάσκοπος και συνωμότης. Βασανίστηκε και αφέθηκε πάνω στο δέντρο του μαρτυρίου, στη διάθεση του εξοργισμένου πλήθους. Πριν όμως ολοκληρωθεί η εκτέλεση, μαύρισε ο ορίζοντας απ’ άκρη σε άκρη με τις στρατιές του Δόνορα που είχε ανακαλύψει τα ίχνη της κόρης του. Κύκλωσε την πόλη και απαίτησε την απελευθέρωση της πριγκίπισσας. Ο Γούρκλο δεν φοβόταν την πολιορκία. Θεωρούσε την πόλη του απόρθητη και η πίστη στις μαγικές του δυνάμεις ήταν μεγάλη. Οι καθημερινές όμως επιθέσεις των πολιορκητών έσπερναν αφύσικο τρόμο στον στρατό του και τα θεμέλια της Σαρφάνης ράγιζαν επικίνδυνα. Τα ξόρκια και οι μαγγανείες του μάγου δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ο Γούρκλο ένιωθε ολοένα να αποδυναμώνεται. Υποψιαζόταν αντίπαλη και ύπουλη μαγεία, της οποίας την πηγή αγνοούσε. Έπρεπε λοιπόν να δράσει γρήγορα.

 

Ο ήλιος χαμήλωσε στον ορίζοντα, άναψαν πυρσοί στην πόλη, σίγησαν οι κραυγές της μάχης και οι δυνάμεις του Δόνορα υποχώρησαν στα στρατόπεδα τους. Πότε-πότε οι καταπέλτες έστελναν κάποιον ογκόλιθο προς τους πύργους για να ταράζουν τους πολιορκημένους. Ξεψυχισμένα βογκητά και πεινασμένα τσακάλια με τα ουρλιαχτά τους στοίχειωσαν το πεδίο της μάχης. Ο τροβαδούρος σταμάτησε να τραγουδάει, συνέχισε όμως να παίζει το λαούτο του. Τα μάτια του έμεναν σφαλιστά, τα βλέφαρα του έσταζαν ιδρωμένα, τα νύχια του τάρασσαν τις χορδές με ξέφρενη μανία. Ο Σιρ αντιλήφθηκε την αλλαγή στη διάθεση της μουσικής. Κάτι συνέβαινε, κάτι ήταν να συμβεί, ερχόταν. Ακούστηκε μεταλλικό βογκητό και άνοιξαν οι πύλες του γκρίζου κάστρου τινάζοντας τη σκόνη τους. Ξεπρόβαλλαν δύο φιγούρες σκεπασμένες με μαύρες κουκούλες, συνοδευμένες από σιδερόφρακτους στρατιώτες. Άμαχοι πολίτες τους είδαν να κατεβαίνουν από το κεντρικό δρομάκι της πόλης και σκόρπισαν στις τρύπες τους σκιαγμένοι. Η συνοδεία έφτασε στην πλατεία και στάθηκε μπροστά στο δέντρο του μαρτυρίου.

 

Ο Σιρ αναγνώρισε τις δύο φιγούρες πολύ πριν κατεβάσουν τις κουκούλες τους.

«Ζόρα» είπε με βραχνή φωνή.

Αμέσως τον διαπέρασε απελπισία. Απέναντι του, δίπλα στο χαιρέκακο προσωπείο του Γούρκλο ήταν η Ζόρα, ενώ ταυτόχρονα δεν ήταν. Τα μάτια της άστραφταν πιο γαλάζια από ποτέ, ψυχρά όμως και άπονα. Το στόμα της ήταν ανέκφραστο, μια ίσια μαύρη γραμμή. Τον κοίταζε κατάχλομη, χωρίς ίχνος οίκτου ή αγάπης στο βλέμμα. Αυτά τα μάτια δεν ήταν τα δικά της. Ο Γούρκλο άκουσε τις νότες που δονούσαν την πλατεία και κοίταξε πάνω από τον ώμο του προς τον τροβαδούρο. Ο άντρας της ερήμου ήταν ακόμα δίπλα στο σιντριβάνι, και είχε ξαφνικά χαμηλώσει την ένταση της μουσικής του σε ένα απαλό μελωδικό θρόισμα.

 

«Σκύλε! Τι της έκανες;!» ούρλιαξε ο Σιρ τραβώντας ξανά την προσοχή του μάγου.

Η Ζόρα δεν αντέδρασε στο ξέσπασμα του δέσμιου άντρα. Ο Γούρκλο φανέρωσε τα κοφτερά του δόντια.

«Η πριγκίπισσα Ζόρα είναι ήδη νύφη μου» είπε. «Αποφάσισα να την επιστρέψω στον πατέρα της. Ο Δόνορας θα χαρεί πολύ να ξαναδεί τη λατρεμένη του κόρη, δε νομίζεις; Μόνο που όταν ξημερώσει, ο στρατός εκεί έξω δεν θα έχει πλέον έναν βασιλιά, αλλά μια βασίλισσα. Την Βασίλισσα Ζόρα και σύζυγο μου. Δείξ’του Ζόρα.»

 

Η Ζόρα χαμογέλασε και το πρόσωπο της άλλαξε σε μια φριχτή, φονική μάσκα. Τράβηξε ένα στιλέτο από την ζώνη της και σήκωσε την κόψη του στο βλέμμα του Σιρ.

«Μια χαρακιά είναι αρκετή για να σβήσει για πάντα την ανάσα του Δόνορα. Στο μέταλλο φωλιάζει η πνοή του γαλάζιου σκορπιού.»

«Θα αποτύχεις μάγε! Η Ζόρα δεν θα σκοτώσει ποτέ τον ίδιο της τον πατέρα!»

«Λες; Ας δοκιμάσουμε την θεωρία σου. Πιστεύεις πως θα αρνιόταν να σκοτώσει και τον αγαπημένο της; Σκότωσε τον Σιρ, Ζόρα. Δείξ’του την υποταγή σου!»

Η πριγκίπισσα έκανε ένα βήμα προς το δέντρο και κοντοστάθηκε. Χάθηκε το χαμόγελο της. Τα μάτια της παρέμειναν ανέκφραστα, τα χείλη της όμως τρεμόπαιξαν αβέβαια.

«Ζόρα» φώναξε ο Σιρ, «μην τον φοβάσαι. Δεν μπορεί να μπει ανάμεσα μας.»

«Σκότωσε τον Σιρ» επανέλαβε ο Γούρκλο υψώνοντας την φωνή του.

Το χέρι με τη λεπίδα σηκώθηκε πάνω μηχανικά και το βήμα της άνοιξε αποφασιστικό προς τον αλυσοδεμένο άντρα.

 

Ένα σφύριγμα ξέσπασε πάνω από τα κεφάλια τους. Ένα τεράστιο, σιδερένιο βέλος, εκσφενδονισμένο από καταπέλτη των πολιορκητών, χτύπησε το δέντρο. Έκοψε στα δύο το διχαλωτό κλαδί όπου διασταυρώνονταν οι αλυσίδες. Κομμάτια από κρίκους σκόρπισαν στην πλατεία. Με τα άκρα του ξαφνικά χαλαρωμένα, ο Σιρ έσκασε πάνω στο έδαφος λυτρωμένος. Η Ζόρα και ο Γούρκλο κοκάλωσαν στη θέση τους έκπληκτοι. Ένα ξαφνικό ξέσπασμα του ανέμου σήκωσε κουρνιαχτό που κάλυψε αμέσως το σκηνικό. Οι φρουροί σήκωσαν τα χέρια στις περικεφαλαίες τους ανίκανοι να σταματήσουν την πνοή από χώμα που έτσουξε τα μάτια τους. Με τους μυς του να φλέγονται, ο Σιρ ήξερε πως αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε. Αρπάζοντας τις κομμένες αλυσίδες τις στριφογύρισε στον αέρα μια φορά πριν τις κατεβάσει σαν μαστίγιο πάνω στους αρματωμένους φρουρούς. Ακούστηκε τρομερή κλαγγή και δύο-τρεις περικεφαλαίες τινάχτηκαν πάνω στο χώμα.

 

Ο Γούρκλο πήγε να καλυφθεί πίσω από την Ζόρα που τώρα παράπαιε σα να ήταν τυφλή. Μόλις ένιωσε τα χέρια του μάγου στους ώμους της, άφησε μια σπαρακτική κραυγή και με μια απότομη στροφή επιχείρησε να τον χαρακώσει. Ο Γούρκλο τινάχτηκε πίσω και είδε τον Σιρ να αρπάζει το ξίφος από έναν πεσμένο φρουρό. Ο μάγος κραύγασε εξοργισμένος φτύνοντας αφρό. Άρπαξε το δόρυ από τον διπλανό του στρατιώτη αλλά γυρνώντας, το τίναξε προς το σιντριβάνι. Το δόρυ διαπέρασε λαούτο και οργανοπαίχτη που τινάχτηκαν χτυπημένοι στο έδαφος. Ο Σιρ και η Ζόρα ούρλιαξαν ξαφνιασμένοι και ακούστηκε ουράνιος βρυχηθμός. Σείστηκε η γη κάτω από τα πόδια τους.

 

«Το ήξερα πως ήσουν εσύ!» ξεφώνισε ο Γούρκλο προς τον τραυματισμένο τροβαδούρο ενώ ταυτόχρονα ένιωσε την πέτσα του να γδέρνεται.

«Τι είδους μαγεία είναι αυτή;!» είπε έξαλλος.

Είδε τις δάδες της πόλης του να σβήνουν, τους σιδερόφρακτους φρουρούς του να τρεμοπαίζουν και να εξαφανίζονται. Καθώς ένιωθε τις ίνες του σώματος του να λύνονται και να ξεδιπλώνονται, το αίμα και το λίπος του να ρέουν σαν κερί, μόλις που πρόλαβε να δει και τον Σιρ να έρχεται κατά πάνω του με το ξίφος. Η λάμα διέγραψε μια τροχιά προς τον λαιμό του και το κεφάλι του μάγου αποχωρίστηκε βίαια από τους ώμους του. Μέχρι να αναπηδήσει το κρανίο του στο χώμα, το υπόλοιπο του κορμί ήταν ήδη σάπια σκόνη, σκόρπια στον άνεμο.

 

Ο Σιρ κοίταξε γύρω του ετοιμοπόλεμος. Παρά την ταλαιπωρία του ήταν και παρέμενε ένας πολεμιστής. Κανείς δεν κινήθηκε εναντίον του. Δεν είχε μείνει κανένα ίχνος του μάγου ή των φρουρών του. Η άλλοτε εντυπωσιακή πόλη Σαρφάνη ήταν ένας σωρός από ερείπια, και η έρημος που την κύκλωνε ήταν μαύρη και βουβή, χωρίς ένα δείγμα της στρατιάς του Δόνορα. Πίσω από τον Σιρ έστεκε μόνο το πετρωμένο δέντρο και η Ζόρα. Δάκρυα από αίμα έτρεχαν στο συγχυσμένο της πρόσωπο. Τον κοίταζε σαν χαμένη, ήταν όμως πάλι η γυναίκα που γνώριζε, αυτή που είχε αγαπήσει.

«Σιρ» είπε και έπεσε στην αγκαλιά του.

Δεν την είχε κρατήσει ποτέ του τόσο σφιχτά. Πόσες φορές το είχε πάρει απόφαση πως δεν θα βίωνε ξανά αυτό το υπέροχο συναίσθημα. Τα μαλλιά της ευωδίαζαν πάνω στο πρόσωπο του και η μουσική συνεχιζόταν.

 

Γύρισε το βλέμμα του έκπληκτος. Εκεί μπροστά του, μέσα στην κυκλική γούβα που κάποτε στεκόταν το σιντριβάνι, υψωνόταν μια στήλη. Πάνω της ήταν χαραγμένη η γλώσσα της ερήμου και, σε όσους γνώριζαν, μυστικές εγκοπές που αντιπροσώπευαν μουσικές νότες. Ο τροβαδούρος ήταν πεσμένος καταγής και πέθαινε. Το λαούτο είχε ραγίσει, με τις χορδές του όμως άθικτες. Το κρατούσε σφιχτά και συνέχιζε να παίζει σα να εξαρτιόταν η ζωή του από αυτό. Ψέλλιζε πεισματικά κάποιους στίχους φτύνοντας αίμα.

 

Για μια στιγμή ο Σιρ έκανε να πέσει και τον πρόλαβε η Ζόρα. Τον στήριξε καθώς ήρθαν κοντύτερα στον οργανοπαίχτη.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Σιρ.

Ο τροβαδούρος χαμογέλασε.

 

2.

 

Ο Σέλεμ ήθελε να του πει. Ήθελε να τα εξηγήσει όλα στον Σιρ και την Ζόρα. Κοίταζε εκείνο το ζευγάρι με ανεξήγητη αγάπη και απύθμενη τρυφερότητα. Δεν είχε όμως χρόνο. Έσβηνε. Τι να τους πρωτόλεγε; Για το πώς είχαν ξεκινήσει όλα; Ήταν τόσο παλιά που τώρα μέσα στον πόνο του πάσχιζε να τα θυμηθεί ο ίδιος. Είχε κάνει μεγάλο ταξίδι με το λαούτο του μέχρι να φτάσει εδώ που θα τέλειωναν όλα, στη νεκρή πόλη της ερήμου.

 

Το όνομα του ήταν Σέλεμ Ατ Μακάμπ, ο τελευταίος από εφτά αδέλφια, παιδιά μεγάλου και τρανού διπλωμάτη στο Βασίλειο της Άκταμπα. Ήταν ο μόνος που δεν είχε ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Όπως του έλεγε η μητέρα του, η καρδιά του διέφερε, δεν ήταν σαν των άλλων. Δεν άντεχε το ψέμα, την υποκρισία, την κολακεία. Ευαίσθητη ψυχή, τον είχε κερδίσει από νωρίς η μουσική. Τούτες τις τελευταίες στιγμές ξανάβλεπε τον δάσκαλο του, τον Αλ Χατίφ, καθισμένο οκλαδόν απέναντι του, μέσα στην αιωρούμενη σκόνη εκείνης της μικρής σοφίτας, σκυμμένο πάνω από το λαούτο του να διδάσκει στον μικρό Σέλεμ το μεγαλείο της μουσικής. Σε μια εποχή που η τέχνη του τραγουδοποιού είχε ξεπέσει και οι τροβαδούροι αποτελούσαν θεσμό του παρελθόντος, ο Αλ Χατίφ του μιλούσε για χαμένους και θαμμένους θησαυρούς της εγκαταλειμμένης τέχνης. Ο κόσμος ήταν γεμάτος από ίχνη που οδηγούσαν σε ξεχασμένες μελωδίες. Κάποιες βρίσκονταν κουλουριασμένες σε εύθραυστους παπύρους, άλλες ήταν σμιλεμένες σε πέτρα ή χαραγμένες στον χαλκό, και οι πιο ασύλληπτες, αυτές πλανιόνταν στον άνεμο, από στόμα σε στόμα. Υπήρχαν νότες και στίχοι τέτοιας δύναμης, ικανής να αφυπνίσουν ψυχές που ατροφούσαν τώρα σε μια κυνική κοινωνία ψεύδους και εκμετάλλευσης. Είχε εξαφανιστεί ο ρομαντισμός και η ποίηση από τις καρδιές των ανθρώπων. Κυριαρχούσε ο πόνος και ο θάνατος, είχε χαθεί η ελπίδα.

«Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη Σέλεμ» είχε πει ο Αλ Χατίφ. «Ο πλούτος είναι κλειδωμένος βαθιά στις καρδιές τους, δεν έχουν όμως το κλειδί για να τον ελευθερώσουν. Οι νότες, οι κατάλληλες νότες είναι τα κλειδιά παιδί μου. Φτάνει να ξέρεις που να ψάξεις και όταν τις βρεις…α, να μπορείς να τις αναγνωρίσεις.»

«Και πως θα ξέρω δάσκαλε;»

«Η καρδιά σου είναι ορθάνοιχτη παιδί μου. Μην επιτρέψεις σε κανέναν να στην κλείσει. Μην ξεχάσεις ποτέ τον εαυτό σου και όταν έρθει η ώρα θα ξέρεις.»

Και με το βλέμμα του γεμάτο άστρα, ο Σέλεμ ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι της αναζήτησης.

 

Πέρασαν πολλά χρόνια από τη μέρα που άφησε το σπίτι του πίσω. Ο τροβαδούρος μεγάλωσε και στον δρόμο του έφαγε αρκετές τρικλοποδιές ικανές να του στερήσουν το θάρρος. Γνώρισε την κακία, το ψέμα, τη βία, την αρρώστια και την πείνα, βρέθηκε πολλές φορές στο χείλος του θανάτου και ακόμα χειρότερα, είχε τη δυστυχία να δει αμέτρητους άλλους να πεθαίνουν. Δελεάστηκε από πλούτη, τραγουδώντας σε παλάτια βασιλιάδων και αυλές επιφανών αντρών, τον παγίδευσε όχι λίγες φορές ο έρωτας, πιασμένος σε επιφανειακά όμορφες αγκαλιές που έκρυβαν για εκείνον μόνο πόνο, προδοσία και εγκατάλειψη, μα ποτέ αληθινή αγάπη. Μόλις διαισθανόταν να σκληραίνει μέσα του, να γίνεται ο ίδιος κυνικός, δραπέτευε πανικόβλητος μη χάσει τον εαυτό του, επέστρεφε να παίζει για ψίχουλα στα πανηγύρια και τα καπηλειά. Μα το κεντρικό όνειρο έμενε πάντα μακρινό και άπιαστο.

 

Ξόδεψε τα νιάτα του γυρνώντας όλα τα ξακουστά και τρανά βασίλεια, γνώρισε πόλεις λαμπρές και λιμάνια πολύβουα, μαζεύοντας τραγούδια που καταχώνιαζε άλλα στη τσέπη του κι άλλα στο κεφάλι του. Δεν είχε βρει όμως εκείνο το ένα, το μοναδικό, το ξεχωριστό, αυτό το οποίο είχε ξεκινήσει για να βρει. Και όσο βάραινε το βήμα του, ένιωθε ταυτόχρονα την πόρτα στην καρδιά του να κοντεύει να σφαλίσει. Η μόνη του παρηγοριά ήταν το λαούτο, το ίδιο που του είχε χαρίσει ο Αλ Χατίφ τη μέρα που είχε πάει να τον αποχαιρετίσει. Με μόνο κάποια ασήμαντα χτυπήματα στο ξύλο, το πιστό όργανο διατηρούνταν μια χαρά όλα αυτά τα χρόνια. Ο Σέλεμ το φρόντιζε σαν να ήταν η δεύτερη του καρδιά, εξίσου σημαντική για την υγεία του. Είχε χρειαστεί κάποιες φορές να αντικαταστήσει τις χορδές, μια αλλαγή που δεν είχε επηρεάσει στο ελάχιστο την δύναμη της μουσικής του. Το έπαιζε κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο για να τραβάει ελπίδα και θάρρος για την επόμενη μέρα. Τόλμησε στην απελπισία του να απομακρυνθεί από τις συνωστισμένες περιοχές προς αραιοκατοικημένα, άγονα μέρη, ανέβηκε και κατέβηκε σκληροτράχηλα βουνά, συνάντησε ποιμένες και έμαθε τα τραγούδια τους. Χωρίς να το καταλάβει, μετά από μακριά πορεία κάτω από τον καυτό ήλιο, βρέθηκε μια μέρα να πατάει και να βουλιάζει σε ξανθή άμμο.

 

Συνάντησε για πρώτη φορά τους νομάδες της ερήμου, τους ξακουστούς βερβερίνους με τις μελανές κελεμπίες. Είχε διαβάσει γι αυτούς και η πραγματικότητα φτώχαινε την μελάνι που είχε χυθεί στο όνομα τους. Αντρείοι, φιλότιμοι, αρχοντικοί στα μάτια αλλά ταπεινοί στο βλέμμα του Θεού. Ζήτησε την φιλοξενία τους και την είχε απλόχερα. Τον φίλεψαν φρεσκοσφαγμένο κατσικάκι, κριθαρένια πίτα και ζεστό καφέ. Και γύρω από την φωτιά, κάτω από τα άστρα στις μελανές σκηνές, μέσα στην ευωδιά του ναργιλέ, ο Σέλεμ άκουσε για πρώτη φορά έναν στίχο από το τραγούδι της ερήμου. Ο γηραιότερος το τραγουδούσε πονεμένα, με τους υπόλοιπους να κάνουν χορό, και έβγαινε από τα λαρύγγια τους με τέτοιον λυγμό που ήταν σίγουρος πως μνημόνευαν πρόσωπο δικό τους, αγαπημένο. Κανείς όμως δεν γνώριζε ποιος το είχε γράψει. Το άκουγαν από μικρά παιδιά από τους παλιούς, και με τη σειρά τους το περνούσαν στους νεότερους. Το τραγούδι των αιώνιων ερωτευμένων που τους χώρισε η προδοσία. Ήταν όμως μόνο ένας στίχος, ελεύθερα μεταφρασμένος από γλώσσα αρχαία και άγνωστη. Όπως και να τον ερμήνευαν, στα λόγια τα παλιά ή τα λόγια τα καινούργια, εκείνη η μελωδία τους άρπαζε από την καρδιά και τους έφερνε δάκρυα ανεξήγητα.

 

Ο Σέλεμ Ατ Μακάμπ ήξερε αμέσως πως είχε βρει αυτό που ζητούσε. Το είχε νιώσει βαθιά στην καρδιά του και ήταν ένα συναίσθημα που είχε να το νιώσει από τον καιρό εκείνον στη σοφίτα στην Άκταμπα. Έμεινε μαζί τους, έπαιξε το τραγούδι στο λαούτο του, έμαθε τα λόγια, και όταν το ένα καραβάνι συνάντησε ένα άλλο, άκουσε πάλι το ίδιο τραγούδι με στίχους περισσότερους και λίγο αλλαγμένους. Γυρνούσε την μεγάλη έρημο δύο χρόνια, , από όαση σε όαση, από το ένα καραβάνι στο άλλο, συλλέγοντας θραύσματα από χαμένους στίχους. Ώσπου σε κάποια γιορτή της ερήμου, ένας φακίρης που έπαιζε φλογέρα είπε στον Σέλεμ για την στήλη. Ήταν μια ιστορία που του την είχε πει ο πατέρας του που την είχε ακούσει από τον παππού του. Μια πέτρα με σημάδια που τραγουδούσαν. Ο φακίρης δεν ήξερε τον τόπο, σήκωσε μόνο το μελαψό του χέρι με το χρυσό βραχιόλι και έδειξε τον ορίζοντα. Αυτή ήταν η κατεύθυνση και αυτή ακολούθησε ο Σέλεμ. Μια πεισματική πορεία εβδομάδων τον οδήγησε τελικά στα ερείπια της Σαρφάνης και στην στήλη με τους στίχους και τις νότες. Τα χαράγματα όμως ήταν στην αυθεντική γλώσσα. Και ο Σέλεμ κατασκήνωσε εκεί για περισσότερο από ένα χρόνο, παίζοντας το λαούτο του, σπουδάζοντας τα σκαλίσματα και τραγουδώντας όσα είχε μάθει από τους νομάδες, μέχρι να ταιριάξει τα σημάδια στην πέτρα, μέχρι να αποκρυπτογραφήσει το αυθεντικό ποίημα.

 

Τα νύχια στα δάχτυλα του ολοένα μάκραιναν και οι χορδές σιγά-σιγά αποκτούσαν μια δική τους ανεξάρτητη δύναμη. Και μια μέρα που, αποχαυνωμένος, ο τροβαδούρος επαναλάμβανε για πολλοστή φορά την ταλαιπωρημένη εκείνη εισαγωγή, ο ρυθμός και η προφορά βρήκαν την κατάλληλη χροιά. Η δόνηση της νότας απλώθηκε στα ερείπια, ράπισε πέτρες ραγισμένες, φύσηξε άμμο στοιχειωμένη και ανατάραξε τη σκόνη του χρόνου. Ανασηκώθηκε ελαφρύ κουρνιαχτό και μια βουή ξεπήδησε μέσα σε εκείνο το στροβίλισμα. Ο ήλιος ψηλά στον ουρανό άρχισε ξαφνικά να γεμίζει το έδαφος κινούμενες σκιές. Στη θέση της στήλης υψωνόταν ένα σιντριβάνι, στολισμένο με πολύχρωμα, αστραφτερά γυαλιά και γεμάτο με το καθαρό, δροσερό νερό μια υπόγειας πηγής. Ο Σέλεμ αντίκρισε έναν πραματευτή της Σαρφάνης να σέρνει τον γάιδαρο του στην γεμάτη πλατεία και να διαλαλεί το εμπόρευμα του. Πωλητές, γυναίκες και παιδιά, σε πολύχρωμες φανταχτερές ενδυμασίες, όλο το παρελθόν με τους πρωταγωνιστές του ζωντάνεψε γύρω από τον τροβαδούρο, που τραγουδώντας κι ακολουθώντας τις νότες ολοένα και πιο πιστά, βίωσε τελικά την ιστορία του Σιρ και της Ζόρας.

 

Κυνηγημένο, το ερωτευμένο ζευγάρι αποζήτησε καταφύγιο στο κάστρο του Γούρκλο, ηγεμόνα της Σαρφάνης. Εκείνος προσποιήθηκε την καλοσύνη του καθώς μόλις αντίκρισε την όμορφη Ζόρα την πόθησε για τον εαυτό του. Πρόδωσε τους δύο νέους, φυλακίζοντας εκείνη και εκτελώντας τον Σιρ στην πλατεία της πόλης. Οδηγημένη σε καταναγκαστικό γάμο, η Ζόρα πήρε την ίδια της τη ζωή, κόβοντας τον λαιμό της πριν την χυδαία, γαμήλια ένωση της με τον μάγο. Η στρατιά του πατέρα της έφτασε στη Σαρφάνη δύο εβδομάδες καθυστερημένα. Μόλις ο Δόνορας έμαθε τι συνέβη, έπεσε σαν θεϊκή λαίλαπα πάνω στην πόλη της ερήμου και την έσβησε από τον χάρτη. Δεν λυπήθηκε κανέναν της κάτοικο, τους έσφαξε όλους, και τελευταίο τον μάγο Γούρκλο. Χρόνια αργότερα, ένας ανώνυμος ποιητής έγραψε το πονεμένο τραγούδι που χαράχτηκε στη στήλη, στα ερείπια της Σαρφάνης.

 

Η ιστορία σημάδεψε βαθιά τον Σέλεμ Ατ Μακάμπ. Τέλειωνε κάθε φορά το τραγούδι του καταρρακωμένος, μουσκεμένος στα δάκρυα, κι όμως, ξανάρχιζε από την αρχή σαν να ήθελε να ξορκίσει όλον εκείνον τον πόνο. Και όσο πιο κυρίαρχος ανακάλυπτε πως γινόταν της αρχαίας μελωδίας τόσο έπαιρνε και το θάρρος να δοκιμάσει το ανήκουστο. Γλιστρούσε πλέον πέρα από τις νότες και τους στίχους, δάμαζε την μαγεμένη μουσική. Και όντως, οι σκιές που στοίχειωναν ετούτα τα χαλάσματα ανταποκρίθηκαν στο παίξιμο του τροβαδούρου. Όχι, ο Σέλεμ δεν πίστευε πως παραχάραζε την ιστορία. Αυτές οι ψυχές ήταν ακόμα εδώ, ζούσαν παγιδευμένες στην άμμο, αιχμάλωτες των γεγονότων που τις είχε καταργήσει. Ο Σέλεμ θα τους έδινε την λύτρωση που άξιζαν. Πέρασαν άλλα δύο χρόνια στην έρημο, γιατί τόσο του πήρε η νέα σύνθεση. Ο ένας χρόνος ήταν μόνο για να φέρει την στρατιά του Δόνορα έγκαιρα στα τείχη της Σαρφάνης. Μετά από αυτό έμενε μόνο η τελική αναμέτρηση με τον μάγο. Φτάνει ο Σέλεμ να προλάβαινε. Ο Γούρκλο υποψιαζόταν πως κάτι έτρεχε. Δεν θα έπαιρνε πολύ τον πανούργο να το ανακαλύψει. Μπορεί να ήταν πλέον στοιχειό, διατηρούσε όμως ακόμα κάποια δύναμη. Ο Σέλεμ ήξερε πως αλληλεπιδρούσε με αυτές τις σκιές και πως ήταν εξίσου ευάλωτος στους κινδύνους. Ίσως το δόρυ που τον διαπέρασε να είχε εξαφανιστεί τώρα, το λαούτο του όμως παρέμενε σπασμένο και ο ίδιος σφάδαζε θανάσιμα τραυματισμένος. Ήταν όμως ευτυχισμένος και η ψυχή του ήταν έτοιμη να πετάξει.

 

«Πώς να προλάβω να στα πω όλα αυτά αγαπητέ μου Σιρ» σκέφτηκε ο Σέλεμ, παίζοντας ασθενικά τις τελευταίες του νότες.

Ο Σιρ είδε την Ζόρα να τρεμοπαίζει ανάμεσα στο φως της σελήνης και τις σκιές. Χωρίς να μπορεί να εξηγήσει πως, αμέσως ήξερε. Κατάλαβε όλα όσα χρειάζονταν στις τελευταίες εκείνες νότες. Είχαν καιρό μόνο για ένα φιλί.

 

Τράβηξε την Ζόρα πάνω του και ένωσε τα χείλη τους μέχρι να λαμπιρίσουν οι δυο τους σαν κόκκοι άμμου στην νυχτερινή, γαλάζια αύρα. Άφησαν πίσω τους τα ερείπια και τον νεκρό τροβαδούρο δίπλα στη στήλη, τα χέρια με τα γαμψά νύχια άψυχα πάνω στην άμμο. Ο χρόνος θα κατάφερνε να σβήσει μια μέρα τα σκαλίσματα πάνω στη πέτρα, ποτέ όμως το χαμόγελο που σημάδευε τώρα το πρόσωπο του Σέλεμ Ατ Μακάμπ.

 

 

Τέλος

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...
Guest roriconfan

Από εκφραστικότητα δεν έχω πρόβλημα. Για ιστορία τέτοιου τύπου είναι καλή, γλυκόπικρη και ατμοσφαιρική. Αισθητικά όμως η ιστορία δε μου άρεσε γιατί

όπως δηλώνει και ο τίτλος, πετάχτηκε ο βάρδος για να έχουμε happy ending for the sake of happy ending. Μα να κάνει κοτζαμ ταξίδι στο χρόνο για να αλλάξει τα γεγονότα; Και αλήθεια, θα είναι η ιστορία των ερωτευμένων πλέον τόσο τραγικά όμορφη αν αλλαζεί το τέλος έτσι;

Link to comment
Share on other sites

Αυτή η ιστορία με συνεπήρε! Εξαίσια!

 

Δυνατές εικόνες, ένας βάρδος πραγματικός πρωταγωνιστής, διακριτικός στην αρχή αλλά σωστός πολεμιστής στο επικό τέλος και ένα happy end που δεν θύμιζε και πολύ τα κλασσικά "και ζήσαν αυτοί καλά, στο μεγάλο παλάτι, και ο βάρδος καλύτερα, αφού παντρεύτηκε τη μαγείρισα και κάναν εφτά παιδιά...."

 

Το θέμα "Τραγούδι" στα χέρια σου πήρε διαστάσεις μαγικές. Δοσμένο πολύ ωραία, με έπεισε σαν ιδέα (αυτό που προσπαθούσε να κάνει ο βάρδος δηλαδή).

Όσο για το ζευγάρι, τους ένιωσα πολύ ζωντανά. Τους συμπόνεσα και ανησύχησα γι' αυτούς, στην πορεία της ανάγνωσης. Πράγμα δύσκολο, που μόνο κάποιος που ξέρει να γράφει το πετυχαίνει.

 

(Μου θύμισε έντονα Έλρικ...Αλλά αυτό δεν είναι κακό!)

Link to comment
Share on other sites

Από εκφραστικότητα δεν έχω πρόβλημα. Για ιστορία τέτοιου τύπου είναι καλή, γλυκόπικρη και ατμοσφαιρική. Αισθητικά όμως η ιστορία δε μου άρεσε γιατί

όπως δηλώνει και ο τίτλος, πετάχτηκε ο βάρδος για να έχουμε happy ending for the sake of happy ending. Μα να κάνει κοτζαμ ταξίδι στο χρόνο για να αλλάξει τα γεγονότα; Και αλήθεια, θα είναι η ιστορία των ερωτευμένων πλέον τόσο τραγικά όμορφη αν αλλαζεί το τέλος έτσι;

 

 

Ο τροβαδούρος δεν ταξίδεψε στον χρόνο, ούτε άλλαξε τα ιστορικά γεγονότα. Όλα στο παρελθόν τέλειωσαν όπως τέλειωσαν: τραγικά. Ο τροβαδούρος άλλαξε τους στίχους και την μελωδία, έγραψε ένα άλλο τραγούδι - στο οποίο υπάκουαν τα φαντάσματα των νεκρών. Τα φαντάσματα δηλαδή (και όταν λέω φαντάσματα εννοώ τους πάντες, από τους πρωταγωνιστές ως τους κομπάρσους) ζωντάνευαν εκεί στα ερείπια και έπαιζαν μια αναπαράσταση, ξανά και ξανά, ανάλογα πόσο καλά κατάφερνε να κουμαντάρει τις νότες ο μουσικός. Η τελική "αναπαράσταση" δίνει στα φαντάσματα μια νέα ανάμνηση, αυτή ενός happy end.

 

Link to comment
Share on other sites

Πολύ λυπητερή ιστορία και δεν ξέρω γιατί αλλά όταν τη διάβαζα, τη φανταζόμουν σαν ένα "σκοτεινό" κόμικ. Βέβαια μου φάνηκε λίγο πιο γρήγορη στο κομμάτι της επεξήγησης από τη μέση και μετά, αλλά αναμφισβήτητα πρόκειται για μια ολοκληρωμένη και άρτια ιστορία που περνάς καλά διαβάζοντάς την.

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Ο τροβαδούρος δεν ταξίδεψε στον χρόνο, ούτε άλλαξε τα ιστορικά γεγονότα. Όλα στο παρελθόν τέλειωσαν όπως τέλειωσαν: τραγικά. Ο τροβαδούρος άλλαξε τους στίχους και την μελωδία, έγραψε ένα άλλο τραγούδι - στο οποίο υπάκουαν τα φαντάσματα των νεκρών. Τα φαντάσματα δηλαδή (και όταν λέω φαντάσματα εννοώ τους πάντες, από τους πρωταγωνιστές ως τους κομπάρσους) ζωντάνευαν εκεί στα ερείπια και έπαιζαν μια αναπαράσταση, ξανά και ξανά, ανάλογα πόσο καλά κατάφερνε να κουμαντάρει τις νότες ο μουσικός. Η τελική "αναπαράσταση" δίνει στα φαντάσματα μια νέα ανάμνηση, αυτή ενός happy end.

 

 

Αρά βρήκαν οι ψυχές τους κάθαρση και πάψαν να είναι φαντάσματα;

 

Link to comment
Share on other sites

Ονειρικό, μαγευτικό, ρομαντικό και τρυφερό. Με τέλος που σφίγγει την καρδιά, ενώ ταυτόχρονα την ανακουφίζει...

 

Υπέροχο, Ντίνο, υπέροχο.

Link to comment
Share on other sites

+1 σε ό,τι είπε η Σόνια. Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω! Μπράβο Ντίνο! ^_^

Link to comment
Share on other sites

Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από σένα, Ντίνο. Ήταν εξαιρετικό και σαν ιδέα και σαν γραφή.

Και μόνο οι περιγραφές σου με έκαναν να συγκινηθώ.

Η ιδέα ήταν τρομερή.

Κάτι άλλο, μου άρεσε πολύ το περιβάλλον που χρησιμοποίησες. Όχι το κλασικό που διαβάζουμε στις ιστορίες φαντασίας. Μπράβο που είχες αυτή την έμπνευση, που έκανε τη φαντασία μου να προχωρήσει σε δρόμους που δε συνήθιζε!

Link to comment
Share on other sites

Φίλατε συγχαρητήρια για την ιστορία σου. Σχετικά με τη γραφή σου και την τεχνική που χρησιμοποιείς δεν χρειάζεται να πω τίποτα. Στέκεσαι πάντα στο ύψος τον περιστάσεων.

Η ιστορία μέχρι τη μέση μου άρεσε. Αν και τη βρήκα ελαφρώς κλισεδιάρικη (χωρίς να με ενοχλεί βέβαια καθόλου), κατάφερες να τα συνδέσεις όλα τόσο περίτεχνα που με συνεπήρε. Από τη μέση και μετά όπου γίνεται αυτό το καταπληκτικό twist (το οποίο ομολογουμένως με μπέρδεψε για αυτό την διάβασα ξανά) και η ιστορία απογειώθηκε. Εύγε, η ιστορία ήταν πανέξυπνη και όμορφη!

Αν με χάλασε κάτι ήταν τα ονόματα και λιγουλάκι οι διάλογοι. Όσο για τις εικόνες και τις πολύ έντονες σκηνές παίρνεις άριστα. Είσαι σκηνοθέτης, τι να κάνουμε;

Link to comment
Share on other sites

Ωραίες περιγραφές αλλά για κάποιο λόγο στεγνές. Μέχρι και τις τελευταίες παραγράφους του λείπει συναίσθημα, κάτι που να σε τοποθετεί ψυχικά εκεί δίπλα στον βασανισμένο ήρωα και νομίζω ότι γι’ αυτό φταίει η προσπάθεια του Ντίνου να παρέχει σε τόσο μικρή ιστορία πολλές πληροφορίες που περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή (πολιορκία, ιστορία του κυνηγημένου ζευγαριού, ιστορία του τροβαδούρου, ανατροπή). Πάντως στο τέλος, η ένωση του ζευγαριού, σ’ εμένα τουλάχιστον δούλεψε.

Link to comment
Share on other sites

Εξαιρετική ιδέα, το τραγούδι που ξετυλίγει έναν μύθο δίνοντας μια δεύτερη ευκαιρία στους ήρωές του. Πολύ ωραίες σκηνές στην αρχή με τον Σιρ και στη συνέχεια με το «σβήσιμο» της πόλης. Έχεις δύο παραγράφους με πολλές πληροφορίες από το παρελθόν που ξεφουσκώνουν κάπως την ιστορία.. Ουσιατσικά περιγράφεις δύο ιστορίες και αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα στο που θα εστιάσει ο αναγνώστης. Στην αρχή νομίζουμε ότι πρωταγωνιστής είναι ο Σιρ, αλλά μετά παίρνει τον κύριο ρόλο ο τροβαδούρος, ο οποίος νομίζω ότι είναι και ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας. Χωρίς να είμαι σίγουρος ότι θα άλλαζε κάτι, θα προτιμούσα αν στην αρχή της ιστορίας υπήρχε αυτή η στήλη με το τραγούδι, στη συνέχεια εμφανιζόταν ο τροβαδούρος και κατόπιν ο Σιρ. Ο τίτλος δείχνει κάπως άσχετος. Νομίζω ότι μπορείς να βρεις καλύτερο.

Απο_Μη_ανής_Θεός_σ_όλια_κριτικη.doc

Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω γιατί αλλά μου θύμισε κάτι από τον βοσκό με τη λάμια... Η σύλληψη του διηγήματος είναι υπέροχη. Η εκτέλεση είναι επίσης άψογη: Ο λόγος, οι εικόνες, η ιστορία. Βρήκα τον τίτλο ταιριαστό. Εξηγεί όμορφα το αλλόκοτο περιστατικό ενώ έχω την αίσθηση πως κρύβει και κάποια υποννοούμενα. Ακόμη με κέρδισε η υπόθεση που μου θύμισε λίγο Χάουαρντ. Προσωπικά όμως μετά τη κορύφωση της δράσης βγήκα για λίγο εκτός κλίματος όταν άρχιζε η φαινομενικά ασύνδετη ιστορία του τραγουδιστή. «Υπομονή» θα μου πεις «θ’ ανταμοιφθείς σύντομα» και δεν θα έχεις άδικο καθώς το τέλος θα μου μείνει αξέχαστο.

Link to comment
Share on other sites

Πάρα πολύ γοητευτική ιστορία, μ' ένα τέλος που δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο.

Μου άρεσε το περιβάλλον της και φυσικά έχω να παρατηρήσω ότι ήταν ιδιαίτερα μαγικός και κομβικός ο ρόλος που έπαιξε το τραγούδι στην εξέλιξη της, γι αυτό είναι και πολύ καλά οριοθετημένη εντός του θέματος.

Link to comment
Share on other sites

Σεναριακά, θεωρώ οτι είναι η καλύτερη απ' όλες όσες έχω διαβάσει (με 3 ιστορίες να περιμένουν να διαβαστούν, μόλις τελειώσω θα κάνω edit αυτό το κομμάτι). Από γραφή, έχω δει να κάνεις και καλύτερη δουλειά. (Πάρα πολλά επίθετα, αλλά αντίθετα με κάποιες γνώμες, το φάντασυ δεν είναι άπειρες σειρές βιβλίων και φορτηγά με επίθετα)

 

Λίγο άνιση απο πλευράς κατανομής εικόνων, όταν ξεκίνησε η επεξήγηση του τροβαδούρου, σκέφτηκα "γιατί σταματάει η δράση για να ακούσουμε ιστορία;" Στην αρχή, ως αναγνώστης δεν ενδιαφερόμουν να μάθω για τον τροβαδούρο, σκέφτηκα ότι θα ήταν κάποιος μάγος που προκαλεί την ψευδαίσθηση (σε μια ωραία σκηνή από πλευράς δράσης αλλά λίγο περίεργης γραφής) αλλά μετά από λίγες γραμμές είδα την αλλαγή και μου άρεσε. Ομολογουμένως, το τέλος ήταν ελαφρώς μπερδεμένο και χρειάστηκα το πρώτο σου σχόλιο για να βγάλω το ακριβές νόημα. Η επεξήγηση όντως το κάνει υπέροχο.

 

Έβγαλα ένα (ίσως τραβηγμένο, ίσως όχι, ελάχιστη σημασία έχει) συμπέρασμα in retrospect. Στην πλοκή της ιστορίας, βγάζεις τον κινηματογραφιστή μέσα σου, που ακούγοντας έναν μύθο, τον αλλάζει για να τον κάνει θεατό στο κοινό (ακόμη κι αν το κοινό είναι ο ίδιος ο τροβαδούρος/κινηματογραφιστής). Ήταν ηθελημένο ή απλά υποσυνείδητο; Άλλωστε αυτό δεν είναι ένα από τα πράγματα που κάνει ένας σινε-μαν;

Link to comment
Share on other sites

Εμένα μου δόθηκε μια εντύπωση βαρεμάρας από την πλευρά του Ντίνου, σαν να μην είχε την απαραίτητη όρεξη να στηρίξει τη σύλληψή του όταν κάθισε να την υλοποιήσει. Πολύ ωραία ιδέα, εύστοχη η επιλογή του ανατολίτικα εξωτικού τοπίου. Αλλά λίγο αμήχανη η αρχή, λίγο ελλιπής η εικόνα του μάγου (που στην εναλλακτική εκδοχή των γεγονότων δεν φαίνεται να κάνει ποτέ κάτι μαγικό, τους καλεί, τους παραπλανεί, δατς ολ). Και πάνω στη δραματική κορύφωση, ξεκινάει ένα ξερό infodump με την ιστορία του τροβαδούρου και η ροή αποδομείται.

 

Κρίμα, γιατί με τη συνηθισμένη ποιότητα Χατζηγιώργη, θα είχε προκύψει κάτι εξαιρετικό.

Link to comment
Share on other sites

Δε θα αναφέρω τα καλά της ιστορίας ή το τι μου άρεσε ή το τι με μάγεψε (ατμόσφαιρα, σύλληψη, χαρακτήρες, περιγραφές) κι αυτό γιατί κάποια πράγματα είναι περιττά να τα αναφέρει κανείς κάθε μα κάθε φορά. Το μόνο που θέλω να πω και την ίδια ώρα να σε μαλώσω γι αυτό, είναι ότι αυτή η ιστορία έχει πόδι νούμερο 45 κι εσύ της φόρεσες νούμερο 27.

 

Η ιστορία ασφυκτιά. Θέλει άπλωμα. Θέλει πάστρεμα. Θέλει χώρο, να βγάλει τα αρώματά της, όπως τα μπαχαρικά στο φαΐ. Κάθε ιστορία θέλει το ζωτικό της χώρο κι ετούτη είναι στριμωγμένη σ’ εάν περιβολάκι ενώ δεν της φτάνει ούτε ο θεσσαλικός κάμπος. Και δεν τίθεται θέμα, σαν κι αυτό που έθεσες στο άλλο τόπικ, σχετικά με το μεγάλο ή το μικρό των διηγήσεων στο φάντασυ. Είναι ετούτη η ιστορία που θέλει άπλωμα. Ν’ ανασάνει.

Link to comment
Share on other sites

Ευγε :D . Μου αρεσε. Ηταν μια αρκετα καλη ιστορια φανταζυ(δεν ξερω εμενα μου θυμιζε κατι απο κοναν) και εδενε υπεροχα με τον θεμα του διαγωνισμου. Να που και οι Ε.Φ.αδες μπορουν να γραψουν φανταζυ. :cool2:

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Extended Edition: Έγινε edit στο αρχικό post. Προσθήκη +1.315 λέξεων.

Για τους μελετηρούς. :bow_arrow:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..