Dim Posted March 22, 2009 Share Posted March 22, 2009 Όνομα Συγγραφέα: Είδος: ΤΡΟΜΟΣ Βία; Μάλλον Σεξ; Σεξ! Σεξ; Αριθμός Λέξεων: Περίπου 6.732 Αυτοτελής; Ναι... λέμε τώρα... Σχόλια: Όπως πάντα, περιμένω τα δικά σας σχόλια! ΣΦΑΓΗ / CARNAGE Ήταν σκοτάδι. Το λεπτό και συγχρόνως αδιαπέραστο πέπλο της νύχτας είχε απλωθεί παντού καλύπτοντας την απέραντη, άγρια, ομορφιά της φύσης. Ένα απαλό, μα ιδιαίτερα ψυχρό, αεράκι περιπολούσε την περιοχή σημαίνοντας μόνο ένα πράγμα: ο χειμώνας είχε κάνει την εμφάνισή του με τη γνωστή "κρύα" υποκριτική που τον διακατέχει. Τα λιγοστά σκαλοπάτια που αντανακλούσαν το ασημόχρωμο φως του φτωχού τετάρτου της σελήνης του φαίνονταν γνωστά. Το κτίριο που δέσποζε επάνω τους ψυχρό, σκοτεινό, σχεδόν απρόσωπο -μα τέλεια εναρμονισμένο με το ερειπωμένο περιβάλλον του- έμοιαζε γνώριμο. Ανέβηκε αργά τη γρανιτένια, αποσαθρωμένη σκάλα χαϊδεύοντας απαλά τη φαρδιά, παγωμένη, μαρμάρινη κουπαστή. Η εξώπορτα στεκόταν μισάνοιχτη περιμένοντάς τον ή και προσκαλώντας τον ακόμη, στο έρημο εσωτερικό του αρχέγονου σπιτιού. Στάθηκε, για λίγο, ακίνητος μέσα στην πυκνή, αποπνικτική ησυχία και το ατάραχο σκοτάδι, τού φαινομενικά αχανούς -ήταν δύσκολο να προσδιορίσει διαστάσεις στα σκοτεινά- χωλ, σαν τη γάτα που προσπαθεί ν'αφουγκραστεί τα ανεπαίσθητα τρεχαλητά των ποντικών. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να ανάψει κάποιο φως ή ακόμη και να ψάξει για κάποιο διακόπτη του ηλεκτρικού. Το σπίτι ήταν αρκετά παλιό για τέτοια πράγματα. Τράβηξε τον μικρό μεταλλικό φακό απ'την πίσω τσέπη του παντελονιού του κι έσχισε το σκοτάδι, σαν καυτό χέρι που διαπερνά το λεπτό ιστό μιας αράχνης, με μια φωτεινή, λευκοκίτρινη δέσμη φωτός που δεν άργησε να μεταβληθεί σε κεχριμπαρένια κι έπειτα σε αμυδρά μουσταρδί, νικημένη λες απ'το βάρος του πηχτού σκοταδιού. Θα'πρεπε να'χει αλλάξει μπαταρίες! Διέκρινε τις δυο σκάλες που ανηφόριζαν στο επάνω πάτωμα η μία απέναντι από την άλλη στις αντίστοιχες άκρες της εισόδου. Διάλεξε εκείνη που βρισκόταν δεξιά του, περισσότερο λόγω ενστίκτου παρά λόγω συνήθειας ή πρόληψης. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα παχύρρευστη σκόνη έπεφτε από τη δρύινη κουπαστή, λεπτά, κολλώδη αραβουργήματα ιστών προσκολλώνταν στο πρόσωπο και το σώμα του. Ανατρίχιασε ελαφρά, δεν έκανε όμως καμιά απολύτως κίνηση για να τους διώξει από επάνω του. Απλά συνέχισε ν'ανεβαίνει μ'εκείνα τα καταπονημένα, νωχελικά βήματα που του δημιουργούσαν την εντύπωση της κίνησης σε κατάσταση έλλειψης βαρύτητας. Η σκόνη χόρευε μέσα στην καχεκτική ακτίνα του φακού, ένα μικροσκοπικό μπαλέτο στο χορό της εγκατάλειψης. Το αίμα συγκεντρωνόταν, αργά, στο κεφάλι του. Ήταν αδύνατο να θυμηθεί τι ήταν αυτό που τον είχε φέρει,τον είχε οδηγήσει, σπρώξει σ'αυτό το παλιό, ετοιμόρροπο κτίριο. Στην οθόνη του μυαλού του προβάλλονταν συγκεχυμένες, κι όμως τόσο καθαρές, εικόνες χωρίς συγκεκριμένο νόημα ή κάποια λογική σύνδεση μεταξύ τους, εικόνες ονειρικές, διάφανες: Το φιλντισένιο πρόσωπο κάποιας όμορφης κοπέλας, τα πέτρινα σκαλοπάτια της εισόδου αυτού του αρχέγονου σπιτιού, μια δερμάτινη θήκη με τρία γυαλιστερά ξυράφια και μερικά χαλύβδινα χειρουργικά εργαλεία, τα πόδια του που κατηφόριζαν την κακοτράχαλη πλαγιά ενός γρανιτένιου λόφου, τα δακρυσμένα, σκουρόχρωμα μάτια μιας αιθέριας μορφής, οι ταφόπλακες ενός έρημου κοιμητηρίου που αντανακλούσαν το ομιχλώδες φως του φεγγαριού, ο αβάσταχτος, παγερός πόνος στις εξωτερικές πλευρές των ώμων του, κραυγές απόγνωσης, ουρλιαχτά αγωνίας, χορωδίες λυγμών και θρήνων που βασάνιζαν τ'αυτιά του... Σκόνταψε στα σκαλοπάτια επιστρέφοντας απότομα στην πραγματικότητα. Έσβησε το φακό και εγκαταλείποντας την ξύλινη κουπαστή συνέχισε την άνοδό του, στα τυφλά, πιέζοντας τον δεξί του ώμο με δύναμη στον τοίχο. Κόντεψε να βρεθεί στο έδαφος όταν η οδυνηρή επαφή με τον τραχύ τοίχο έπαψε να υφίσταται. Με δυσκολία ανέκτησε την ισορροπία του. Λαχανιασμένος, απ'την έκπληξη, άναψε το φακό... Δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν δύο μεγάλες, βαριές, ξύλινες πόρτες. Κατευθείαν μπροστά του ένας, σχετικά φαρδύς, διάδρομος προφανώς οδηγούσε στο βαθύτερο εσωτερικό του κτιρίου. Προχώρησε στο διάδρομο κι αψηφώντας τις τέσσερις πόρτες που σφράγιζαν τους τοίχους δεξιά κι αριστερά του, ανά δύο σε κάθε πλευρά, κατευθύνθηκε εκεί, στο βάθος, όπου βρισκόταν κάτι που έμοιαζε με εσοχή στον τοίχο απέναντί του. Μόνο όταν πλησίασε μπόρεσε ν'αντιληφθεί πως μέσα σ'εκείνη την εσοχή βρισκόταν παγιδευμένη μια στενή, πανύψηλη πόρτα η οποία γινόταν αόρατη στην αγκαλιά του σκοταδιού και των σκιών. Στριμώχτηκε βίαια μέσα στη στενή εσοχή νιώθοντας τα οδυνηρά τσιμπήματα του πόνου στα πλευρά των ώμων και των μπράτσων του. Από εκείνη την άβολη θέση έσπρωξε την πόρτα. Η πόρτα αντιστάθηκε. Η αντίθετη κίνηση δεν έφερε και πάλι κανένα αποτέλεσμα. Προσπάθησε να οπισθοχωρήσει λίγο, πράγμα πολύ δύσκολο κι επίπονο, για να κλωτσήσει την πόρτα η οποία ήταν προφανώς κλειδωμένη. Σταμάτησε, έσφιξε τα μάτια, έγειρε το κεφάλι κι αρπάζοντας πάλι την πόρτα την τράβηξε δυνατά προς τ'αριστερά. Η πόρτα αντιστάθηκε λίγο αλλά μετά υποχώρησε στις διαθέσεις τού "παραβιαστή" και τρίζοντας πάνω στους αρμούς της χάθηκε στον αριστερό τοίχο της εσοχής. Ο "εισβολέας" άναψε και πάλι το φακό του, τον οποίο είχε σβήσει στη διάρκεια της πάλης με την πόρτα, και κοίταξε γύρω στο σκοτεινό χώρο που τού αποκαλύφθηκε, κάνοντας συγχρόνως ένα βήμα μπροστά και ξεφεύγοντας από τις πέτρινες δαγκάνες της στενής εσοχής. Έσβησε το φακό και μάλαξε με τα χέρια του τα πονεμένα μπράτσα και τα φλεγόμενα πλευρά των ώμων του. Μια βρωμερή δυσωδία αναδυόταν από το σκοτεινό δωμάτιο. Πρόσεξε πως όταν άφηνε το φακό σβηστό για ένα μικρό διάστημα κι έπειτα τον άναβε είχε στη διάθεσή του μερικά δευτερόλεπτα δυνατού φωτός. Έπρεπε να είχε αλλάξει τις μπαταρίες. Περίμενε λίγο και έπειτα έφερε το δάχτυλο στο κουμπί του φακού. Όντως το φως ήταν αισθητά δυνατότερο. Έκανε να σηκώσει το φακό στο ύψος των ματιών του για να δει τον γύρω χώρο όταν μια ξαφνική αντανάκλαση του φωτός πάνω σε κάτι κόκκινο που βρισκόταν στο πάτωμα έφερε ρίγη αγωνίας και φόβου στο σώμα του κι αβάσταχτη ταχυπαλμία στην καρδιά του. Ο φακός έσβησε και κόντεψε να γλιστρήσει απ'τα μουδιασμένα δάχτυλά του. Έτρεμε απ'το φόβο του και δεν μπορούσε ν'απαντήσει στα "γιατί" που αντιλαλούσαν μέσα στο πονεμένο του μυαλό. Μάζεψε όσο κουράγιο βρήκε κρυμμένο στις γωνιές του είναι του κι έπειτα από λίγο έφερε το ανυπόμονο δάχτυλό του στο κουμπί του φακού. Κατάπιε με μεγάλη δυσκολία. Το κόκκινο, κατά τα φαινόμενα, υγρό που απλωνόταν στο πάτωμα ξεκινούσε από τις παρυφές της αδύναμης δέσμης του φακού κι έφτανε έως κάτω από τις χοντρές σόλες των παπουτσιών του. Με τη φρίκη και την αγωνία να υπερχειλίζουν την ψυχή του έσκυψε και άγγιξε το υγρό. Ήταν πηχτό και κολλώδες. Έφερε τα δάχτυλά του στο στόμα και τα άγγιξε ελαφρά με την παγωμένη του γλώσσα. Γεύση αλμυρή, ανεπαίσθητα πικρή, γεύση χαλκού, καθώς και κάποια αμυδρή, υποβόσκουσα μυρουδιά. Η διαπίστωση της υφής της υγρής ουσίας έκανε τα μηνίγγια του να κτυπούν σαν τρομαγμένα πουλιά μέσα σε κλουβί πλημμυρίζοντάς τον με κύματα ναυτίας. Ο κρύος ιδρώτας έτρεχε σε ποτάμια στο μέτωπό του. Ήταν αίμα! Κάτι του έλεγε -τον παρακινούσε με πρωτόγνωρη επιμονή- μέσα του να προχωρήσει παρακάτω. Τρικλίζοντας, κατάφερε να κάνει μερικά βήματα μόνο και μόνο για να μαρμαρώσει ξαφνικά με κομμένη ανάσα, γουρλωμένα μάτια και καρδιά που βούλιαζε όλο και πιο βαθιά στον πανικό. Μπροστά στα πόδια του βρισκόταν ένα μικρό ασπρουλωπό κουβάρι. Κοιτώντας προσεκτικά αντιλήφθηκε πως τα έκπληκτα μάτια του αντίκριζαν ένα μικρό λευκό χέρι. Μια μικρή, άσπρη, σχεδόν διάφανη γροθιά -με δύο λαμπερά δαχτυλίδια στα δάχτυλα- που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την σκουροκόκκινη λίμνη μέσα στην οποία έπλεε. Ήταν κομμένο στο ύψος του καρπού και μια αρτηρία κρεμόταν σαν χοντρό καλώδιο θυμίζοντας ουρά αρουραίου. Ένιωσε τα κύματα της ναυτίας και της κοφτερής τρέλας να σαρώνουν τα τρίσβαθα της ψυχής του. Παραπάτησε, έκανε ένα μεγάλο βήμα στο πλάι και άφησε τα σωθικά του να χυθούν στο κοκκινισμένο πάτωμα. Αισθανόταν τα έντερά του να ξηλώνονται από τα τοιχώματα του σώματός του με ανυπέρβλητο μίσος και χαιρέκακη ευχαρίστηση. Οπισθοχώρησε νιώθοντας κάτι πλαδαρό κάτω από τις σόλες του. Ο τρόμος του είχε φτάσει στο απόγειο. Είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Ήταν πέρα από κάθε περιγραφή. Τα μάτια του διέγραφαν τρελούς κύκλους μέσα στις κόχες τους σαν παγιδευμένα ζώα. Εκεί στο πάτωμα βρίσκονταν τα εντόσθιά του. Έχασκαν βρωμερά και σκουρόχρωμα στο έδαφος. Ελεεινά απομεινάρια του εσωτερικού του, βρώμικου εαυτού. Τον κορόιδευαν από εκεί χάμω κοιτώντας τον με τα τρελά σκουροπράσινα, καφετιά και άλικα, πολυάριθμα μάτια τους και τα διαπεραστικά, μανιακά, ειρωνικά γελάκια τους. Γελάκια που αντηχούσαν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του καταραμένου μυαλού του. Γελάκια που τον έσπρωχναν βάναυσα προς την τρέλα. Ακόμη ένα βήμα πιο κοντά, ακόμη ένα βήμα... Ξάφνου τα παρανοϊκά γέλια σταμάτησαν! Κόπηκαν! Όπως όταν πατάς το κουμπί και κόβεται η μουσική. Όπως όταν η λεπίδα σφυρίζει πάνω στην καρωτίδα και κόβεται η ζωή. Κι όμως, σκέφτηκε τελικά, ήταν αδύνατο να'ναι δικά του αυτά τα έντερα που κείτονταν στο πάτωμα κι ακόμη να ζει, να αισθάνεται τη ναυτία να καιει το στομάχι του. Αδύνατο... Κάνοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια κινήθηκε προς το εσωτερικό του δωματίου. Δεν πρόλαβε να κάνει μερικά βήματα και σταμάτησε απότομα μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του. Η ασθενική ακτίνα του φακού τού παρουσίαζε ένα αποτρόπαιο θέαμα με καταιγιστική ταχύτητα. Να, εκεί, ένα χέρι κομμένο από τον ώμο, ξαπλωμένο στο πάτωμα με την ανοιχτή παλάμη, την πετσοκομμένη παλάμη, προς τα πάνω σαν να ζητούσε ελεημοσύνη, σαν να ζητούσε το υπόλοιπο σώμα πίσω! Πιο πέρα βρισκόταν ένα πόδι. Όχι ακριβώς πόδι μα μόνο το κάτω μέρος του, κομμένο στο ύψος του αστράγαλου. Δίπλα του βρίσκονταν τα υπόλοιπα μέρη του χεριού που είχε βρει πρώτο. Πιο εκεί κι άλλα πόδια κομμένα απ'τη βάση του μηρού, από τα γόνατα που εξείχαν λευκά και άσαρκα σαν αλαβάστρινα πόμολα, σαν λείες, ολοστρόγγυλες σφαίρες φτιαγμένες από μάρμαρο κολλημένες με εύθραυστη, κοκκινωπή μεμβράνη. Μια τρελή, παρανοϊκή ιδέα πέρασε από το μουδιασμένο μυαλό του. Να τα πάρει όλα και να τα κολλήσει, όπως έκανε μικρός παίζοντας με διάφορα παζλς στο τραπέζι της κουζίνας. Να τα ενώσει για να δει πόσα ζεύγη ποδιών ή χεριών θα μπορούσε να κάνει. Έσπρωξε με βιασύνη, καθώς και μια μικρή δόση αηδίας, την ανώμαλη αυτή ιδέα στα αζήτητα του μυαλού του. Μια εικόνα ήρθε και κάλυψε την όρασή του. Είδε τα πόδια του να κατεβαίνουν βιαστικά μερικά σκαλοπάτια. Το χέρι του να ψαχουλεύει στην τσέπη, να βγάζει μια αρμαθιά κλειδιά. Στη βάση της σκάλας έστεκε βλοσυρή η μαύρη, ψυχρή πόρτα. Ξεχώρισε το παλιό χοντρό κλειδί και το έχωσε βίαια στην κλειδαρότρυπα. Ζορίστηκε λίγο γιατί η κλειδαριά ήταν παλιά κι αρκετά σκουριασμένη κι ακόμη επειδή δεν μπορούσε να ισορροπήσει το μεγάλο κουτί που κρατούσε. Τα κατάφερε και κατεβαίνοντας τα τρία σκαλοπάτια άδειασε το περιεχόμενο τού κουτιού επάνω στο βρωμερό σωρό που κείτονταν μπροστά του. Πόδια και χέρια και... Επέστρεψε και πάλι στην πραγματικότητα με ένα βίαιο τίναγμα του κεφαλιού του. Είδε ένα σκοτεινό όγκο στην άλλη άκρη του δωματίου και κινήθηκε προς τα εκεί με σκοπό να τον εξετάσει με το φακό του όταν… γλίστρησε στο υγρό έδαφος και βρέθηκε να πλατσουρίζει μέσα στο αίμα. Ο φακός φεύγοντας απ'το χέρι του έκανε δύο στροφές στον αέρα κι έπεσε δίπλα του. Σαν να είχε δοθεί κάποιο σινιάλο ο φακός με δυναμωμένη την ακτίνα του -απ'το πέσιμο ίσως ή ακόμη κι από καθαρή ειρωνεία της τύχης- φώτιζε ένα αποτρόπαιο, εφιαλτικό θέαμα: Εκεί, στη βάση του απέναντι τοίχου, κείτονταν τα θλιβερά απομεινάρια, υπολείμματα ενός φρικτά ακρωτηριασμένου σώματος. Σκουροκόκκινες πληγές, με υπόλευκο κέντρο, έχασκαν εκεί όπου κάποτε υπήρχαν χέρια και πόδια... και κεφάλι. Με το βλέμμα σταθερό στον ματωμένο σωρό προσπάθησε να σηκωθεί. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του να σταματήσει να τρέμει και χρησιμοποίησε όλη του τη θέληση για να μπορέσει να σταθεί στα ρευστά πόδια του. Αγκομαχώντας, πιέζοντας και σπρώχνοντας τη ναυτία βαθιά μέσα του, κατάφερε να σηκωθεί στα πονεμένα γόνατά του. Το διαμελισμένο σώμα ασκούσε μια παράξενη γοητεία πάνω του. Φυλάκιζε τη ματιά του. Παρακολουθώντας το πτώμα από διαφορετική προοπτική τώρα, έβλεπε όλες τις τερατώδεις λεπτομέρειες. Τα άκρα είχαν αποκοπεί με φανταστική προσοχή και εμετική τελειότητα. Δεν υπήρχε ούτε μία προεξοχή στις λείες πληγές. Σίγουρα κάποιο κοφτερό εργαλείο είχε δουλέψει εκεί πάνω δίνοντας τέλεια αποτελέσματα. Επίσης λείο και απαλό ήταν το κορμί εκεί που κάποτε υπήρχαν στήθη τα οποία τώρα ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα κομμένα σε λεπτές σάρκινες φέτες. Ένα φρικιαστικό χάσμα ξεκινούσε από το στήθος, λίγο πιο πάνω από το στέρνο και κατέληγε χαμηλά στην κοιλιά. Από ψηλά φαινόταν το κόκκινο κενό που βρισκόταν στο εσωτερικό του πτώματος, τα εντόσθια είχαν όλα ξεριζωθεί και κείτονταν εκεί όπου πριν από λίγο αυτός ο ίδιος τα είχε πατήσει άθελά του. Πριν προλάβει να ψαχουλέψει ακόμη περισσότερο το νεκρό σώμα με τα μάτια του, το βλέμμα του έπεσε λίγο πιο δεξιά... Εκεί βρισκόταν το κεφάλι. Ήταν στημένο όρθιο με τον κομμένο λαιμό να γλείφει το ψυχρό δάπεδο. Το πρόσωπο είχε μείνει παγωμένο σε μια απαίσια γκριμάτσα φρίκης. Τα μαύρα, κάποτε όμορφα, μάτια ήταν υπερβολικά εξογκωμένα λες κι από στιγμή σε στιγμή θα πετάγονταν έξω απ'τις αφιλόξενες κόχες τους ενώ επάνω στην κόρη του ενός από αυτά απλωνόταν μια βλάσφημη κόκκινη πιτσιλιά που μετέτρεπε σε δίχρωμο εκείνο το ψυχρό, τρομοκρατημένο βλέμμα... Το στόμα έχασκε ορθάνοιχτο αλλοιώνοντας τα κάποτε όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου και ασπροκόκκινα δόντια στεφάνωναν τη γλώσσα η οποία τραβηγμένη βίαια έξω απλωνόταν μέχρι το ψυχρό έδαφος θυμίζοντας υδρορροή αίματος. Ήταν γεμάτη κάθετες κι οριζόντιες τομές που απλώνονταν και διακλαδίζονταν σε όλο το μήκος και το πλάτος της. Τα κατάμαυρα, κορακίσια μαλλιά της κοπέλας ήταν πιτσιλισμένα με μεγάλα μπαλώματα κόκκινου αίματος. Και να, εκεί, σφηνωμένο στην άκρη της αιματοβαμμένης γλώσσας, βρισκόταν αυτό που ζητούσε -τώρα το ήξερε- αυτό, σε αναζήτηση του οποίου είχε έρθει σ'αυτό το μακάβριο κτίριο. Το γυαλιστερό νυστέρι αντανακλούσε το φως του φακού το οποίο μετά από λίγο αδυνάτισε σ'ένα ασθενικό κεχριμπαρί κι έπειτα έσβησε βυθίζοντας το διαμελισμένο πτώμα και το δωμάτιο σ'ένα σχεδόν χειροπιαστό σκοτάδι... Προσπαθώντας να συνηθίσει το σκοτάδι και γνωρίζοντας περίπου τη θέση του ψαχούλεψε, ανατριχιάζοντας, την κρύα γλώσσα και τράβηξε το κοφτερό εργαλείο. Το αίμα χάιδευε τα δάχτυλά του δίνοντάς του την εντύπωση πως μπορούσε ν'αγγίξει την παλλόμενη ψυχή του θύματός του. Θυμόταν... Θυμόταν με ποιον αισχρό τρόπο τον είχε προκαλέσει αυτή η πόρνη με τα λαμπερά, κορακίσια μαλλιά και το κατακόκκινο, υπερβολικά κοντό, εφαρμοστό φόρεμα. Καθόταν στο μπαρ, στην αγαπημένη του σκοτεινή γωνιά όταν ένιωσε το καυτό της βλέμμα επάνω του. Θυμόταν πόσο είχαν πονέσει τα μάτια του όταν συνάντησαν τα δικά της. Θυμόταν τη βάρβαρη φλόγα που τον είχε τυλίξει ολόκληρο όταν χάιδεψε το πρόστυχο κορμί της με τα μάτια του. Όταν εκείνη εγκατέλειψε τη θέση της στον πάγκο του μπαρ και με σίγουρα βήματα άνοιξε την πόρτα και χώθηκε στην αγκαλιά της νύχτας, σηκώθηκε κι εκείνος και την ακολούθησε. Δεν ήταν εύκολο να τη χάσει μέσα στο σκοτάδι γιατί το κόκκινο φόρεμά της έμοιαζε να φωσφορίζει ενώ το απαλό της λίκνισμα κι ο ήχος των ψηλοτάκουνων παπουτσιών της τον προκαλούσαν όλο και πιο δυνατά ώσπου, μετά από λίγο, μπορούσε ν'ακούει τις δυνατές κραυγές τους να τον καλούν, να φωνάζουν τ'όνομά του με τόση ένταση που νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή το κρανίο του θα διαλυόταν γεμίζοντας ματωμένους αφρούς και μυαλά το δρόμο. Όταν εκείνο το πανέμορφο, βλάσφημο, πλάσμα έστριψε μέσα σ'ένα κακοτράχαλο στενοσόκακο είχε ήδη πάρει την απόφαση να την κάνει δική του. Και τώρα την είχε εκεί μπροστά στα πόδια του όπως ακριβώς την ήθελε. Ταπεινωμένη και πετσοκομμένη όπως ήταν δε θα μπορούσε πια να προκαλέσει κανέναν. Της είχε κόψει, τέλεια, τα άκρα και την είχε αφήσει να σφαδάζει και να σέρνεται σαν σκουλήκι στο σκονισμένο πάτωμα σκορπώντας το αίμα της γύρω στο δωμάτιο ενώ τα λαμπερά, γεμάτα απύθμενη όρεξη για ηδονή, μάτια είχαν πλημμυρίσει από πανικό και τρόμο. Τα ουρλιαχτά της τον είχαν ξεκουφάνει, όμως κανένας άλλος δεν μπορούσε να τ'ακούσει γιατί το κτίριο ήταν παλιό, χτισμένο με χοντρές πέτρες που πρόσφεραν πλήρη ηχομόνωση. Η γλώσσα της, η ολοκόκκινη γλώσσα της, είχε πεταχτεί έξω από το στόμα της θυμίζοντας φίδι που πάλλεται και τρεμουλιάζει δοκιμάζοντας τον δροσερό αέρα κάποιας θολής αυγής. Την είχε αρπάξει στα χέρια του, πριν εκείνη προλάβει να την κρύψει στην κοιλότητα του στόματός της, και την τράβηξε με δύναμη θέλοντας να την ξεριζώσει. Έπειτα άρχισε να την πετσοκόβει με μανία χρησιμοποιώντας το μικρό νυστέρι. Ένιωθε υπέροχα καθώς τον πότιζε το καυτό αίμα. Έπιασε το αιμόφυρτο, αποτρελαμένο πλάσμα το οποίο δεν είχε πια τη δύναμη να ουρλιάξει και το γύρισε με την πλάτη στο πάτωμα. Εκείνο πλατσούριζε μέσα στο ίδιο του το αίμα ενώ η νεκρή του γλώσσα χτυπούσε πότε απ'τη μια πλευρά του προσώπου και πότε απ'την άλλη ανάλογα με τις κινήσεις του κεφαλιού θυμίζοντας γλωσσίδι πένθιμης καμπάνας. Έπειτα, αηδιασμένος μ'αυτήν την πόρνη που συνέχιζε να λικνίζεται ηδονικά ακόμη και στην περίοδο της νουθεσίας, άρπαξε το μικρό, τέλεια ακονισμένο μαχαίρι το κάρφωσε λίγο πιο πάνω από το στέρνο της και το κατέβασε βίαια μέχρι κάτω, χαμηλά στην κοιλιά. Η τρομερή δυσωδία που αναδύθηκε από το αχνιστό εσωτερικό της κοπέλας χτύπησε τα ρουθούνια του κάνοντάς τον να μορφάσει αηδιασμένος. Έχωσε τα χέρια του στο κόκκινο χάσμα, χούφτωσε τα γλοιώδη εντόσθια και τα τράβηξε με δύναμη. Αναγουλιαστικοί ήχοι ακούστηκαν καθώς τα έντερα ξεριζώνονταν. Τα ένιωσε να τρεμουλιάζουν και να γλιστρούν μέσα στα χέρια του. Νιώθοντας τη ναυτία του να φτάνει στο απόγειο πέταξε τα βρωμερά απομεινάρια στην άλλη άκρη. Τα τρομακτικά ουρλιαχτά, που πριν λίγο είχαν κορυφωθεί, κόπηκαν απότομα χαμηλώνοντας σ'έναν αχνό κι αγωνιώδη ρόγχο κι έπειτα η σιωπή απλώθηκε κυριεύοντας τον χώρο με τον απαλό ιστό της. Το μόνο που έφτανε στα βασανισμένα, από τις κραυγές, αυτιά του ήταν το μονότονο λαχάνιασμα του ίδιου του εαυτού του. Το βλέμμα του αφηρημένο και μη βρίσκοντας στόχο εστιάστηκε στο δεξί του χέρι. Εκεί, στο πίσω μέρος του χεριού του έχασκε ένα αρκετά βαθύ, σιχαμερά κόκκινο, σχίσιμο. Το κοίταξε για πολύ ώρα χωρίς να σκέφτεται τίποτα απολύτως μέχρι τη στιγμή που, προσπαθώντας υπερβολικά, ανάγκασε το μυαλό του να λειτουργήσει. Είχε τραυματίσει άσχημα το χέρι του όταν άρπαξε τα σωθικά της κοπέλας, ίσως πάνω σε κάποιο κόκαλο του θώρακα. Πονούσε, ναι, τώρα πονούσε φοβερά, αλμυρά δάκρυα κατηφόριζαν στα βρομισμένα μάγουλά του. Δεν έπρεπε να κλαίει όμως. Τώρα ήταν μεγάλος πια. Κι όμως, τα προδοτικά δάκρυα συνέχιζαν να καινέ τα μάτια του. Δεν έπρεπε να κλαίει... Για όλα έφταιγε αυτή η πρόστυχη παλιογυναίκα. Αυτή τον είχε προκαλέσει, αυτή τον είχε αναγκάσει να τη σκοτώσει, αυτή είχε εκδικηθεί ακόμη και πεθαίνοντας. Λυσσασμένος, νιώθοντας τη φλόγα του πόνου να σιγοτρώει ολόκληρο το κορμί του άρπαξε το βαλιτσάκι, έβγαλε το ιατρικό πριόνι και γραπώνοντας την πετσοκομμένη γλώσσα, το έχωσε στο λαιμό κόβοντας και ροκανίζοντας σάρκες, καρωτίδες, φλέβες και σπονδύλους και το έβγαλε απ'τον αυχένα. Πήρε το κεφάλι και το έστησε όρθιο δίπλα στο κατακρεουργημένο σώμα. Το αίμα κατρακυλούσε στη νεκρή γλώσσα αργά, σχηματίζοντας άλικα ρυάκια πάνω σε κόκκινο φόντο, κατηφορίζοντας προς το πάτωμα, δήμιουργώντας εκεί μιά απάνεμη, σκουροκόκκινη λίμνη... Δεν μπορούσε να θυμηθεί άλλες λεπτομέρειες. Θυμόταν μόνο ότι είχε κάνει κάτι φοβερό, κάτι για το οποίο μισούσε τον εαυτό του. Ένας αβάσταχτος πόνος τον ξανάφερε στην πραγματικότητα τραβώντας τον βίαια απ'τις αβύσσους των αναμνήσεών του. Ήταν ο πόνος που προκαλεί ένα βαθύ κόψιμο. Όπως τότε... τότε που η μητέρα του είχε κόψει το αριστερό του αυτί μ'εκείνο το κοφτερό κουζινομάχαιρο γιατί αυτός, δέκα χρόνων τότε, "έκανε παρέα με κακά παιδιά κι έπαιζε στην αυλή με βρωμερά επτάχρονα κοριτσάκια." Δεν πίστευε ότι η μητέρα του θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Συνήθιζε να τον απειλεί κραδαίνοντας το φρικτό κουζινομάχαιρο πάνω απ'το κεφάλι της εκτοξεύοντας απ'το στόμα της δεκάδες βλαστήμιες, φοβέρες και συμβουλές μαζί με μια αδιάκοπη βροχή σάλιων. Συνήθως τον πλήγωνε με τα λόγια. Αυτή τη φορά όμως τον πλήγωσε στ'αλήθεια, μ'εκείνο το τέλεια ακονισμένο μαχαίρι. Στο νοσοκομείο η μητέρα του δήλωσε -γεμάτη ταραχή και πόνο για το ατύχημα του μικρού αγοριού της- ότι το παιδί είχε κόψει μόνο του το αυτί του, όταν έπαιζε στην αλάνα χωρίς αυτή να γνωρίζει με ποιον τρόπο έγινε το δυστύχημα. Όταν τον ρώτησε ο γιατρός πώς έγινε, αυτός έμεινε σιωπηλός κι ασάλευτος νιώθοντας την οργή να ξεχειλίζει την ψυχή του και τη λάβα του μίσους να καιει στα τρίσβαθα του μυαλού του γεμίζοντας με βρωμερούς, δυσοίωνους καπνούς το κρανίο του. Μερικές μέρες αργότερα το σώμα της μητέρας του βρέθηκε αποκεφαλισμένο πάνω στο κρεβάτι της. Το κεφάλι της ανακαλύφθηκε, μετά από σύντομη έρευνα, σφηνωμένο στη λεκάνη της μικρής τουαλέτας του δεύτερου πατώματος. Το καζανάκι ήταν χαλασμένο και το νερό έτρεχε πάνω στο πρόσωπο με την απολιθωμένη έκφραση του τρόμου. Το όργανο του φόνου δεν ανακαλύφθηκε ποτέ. Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε, απάντησε -κοιτώντας πάντα το μπανταρισμένο του αυτί μέσα στον καθρέφτη του δωματίου- πως νόμιζε ότι η μητέρα του είχε πάει να επισκεφτεί τη γιαγιά του. Έπειτα, αφού έφυγε η αστυνομία, έτρεξε στο δωμάτιό του, ξεκλείδωσε το συρτάρι, έβγαλε το μικρό, μαύρο κουτί κι έμεινε να ατενίζει με τις ώρες το περιεχόμενό του -λίγο ξεραμένο αίμα κι ένα ανθρώπινο αυτί στα πρώτα στάδια της αποσύνθεσης. Όπως θυμόταν, ήθελε να τιμωρήσει τη μητέρα του με τον ίδιο τρόπο που τον είχε τιμωρήσει κι εκείνη. Όταν βρέθηκε μόνος μαζί της μέσα στο μεγάλο υπνοδωμάτιο σκεφτόταν να της κόψει το αυτί, όπως είχε κάνει κι εκείνη. Η μητέρα του κοιμόταν βαθιά, ροχαλίζοντας και παραμιλώντας πού και πού. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στο τεράστιο διπλό κρεβάτι, του θύμιζε ψόφιο γουρούνι. Η πρόστυχη στάση τού γυμνού σώματός της του θύμιζε τις φωτογραφίες των γυμνών γυναικών που έβλεπε κρυφά στα περιοδικά που βρίσκονταν, σκονισμένα, επάνω στα ντουλάπια της κουζίνας. Εκείνα τα περιοδικά ήταν τα μόνα αντικείμενα που είχε αφήσει πίσω του ο πατέρας του -δεν υπήρχε ούτε μια φωτογραφία για να θυμηθεί το πρόσωπό του- όταν έφυγε βιαστικά μια νύχτα μετά από έναν θυελλώδη καυγά. Εκείνη τη νύχτα ο άνεμος ούρλιαζε θλιβερά γύρω από το σπίτι που αγνοούσε με πείσμα τον ηλεκτρισμό και τις ανέσεις που τον συνόδευαν. Η φωτιά και οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι νικούσαν το πεινασμένο κρύο που ενέδρευε έξω από το δυόροφο κτίσμα, η ξυλόσομπα όμως είχε σβήσει εδώ και δύο ώρες και το κρύο γλιστρούσε ανενόχλητο μέσα στο σπίτι αγγίζοντας, στο πέρασμά του, το κάθε τι με τα παγωμένα του δάχτυλα. Κι εκείνος, πέντε χρόνων τότε, προσπαθούσε να σκεπάσει με τη μοναδική κουβέρτα τα αδύναμα μέλη του. Τα δόντια του χτυπούσαν μεταξύ τους και πίστευε πως μπορούσε να νιώσει στρώματα πάγου να σκαλώνουν πάνω στα τρυφερά του κόκαλα. Υπέφερε, κι όμως κανείς δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται γι'αυτό. Εκείνος ήταν πέντε χρόνων και κοιμόταν στο κρεβατάκι που είχε από μωρό, σφηνωμένος ανάμεσα στα κάγκελα, τα πόδια και τα χέρια του να κρέμονται απ'έξω, να μην κλείνει μάτι όλη νύχτα ενώ ο πατέρας του ήθελε μόνο να φεύγει από το σπίτι και να λείπει ολόκληρες μέρες ή κι εβδομάδες ακόμη χωρίς κανένας να ξέρει που βρίσκεται. Το απαιτεί η δουλειά έλεγε και πηδούσε στο φορτηγό του φορώντας το θλιμμένο του ύφος, που όμως δεν μπορούσε να κρύψει τη βαθιά ικανοποίηση που αισθανόταν αφήνοντας πίσω του εκείνο το παλιόσπιτο και τους ενοίκους του: τη βρωμερή πόρνη και το άχρηστο μπάσταρδο. Εκείνος ήταν πέντε χρόνων κι έμενε νηστικός για ολόκληρες μέρες όταν η μητέρα του έλεγε ότι θα πάει να δει τη γιαγιά του. Τον άφηνε μόνο του μέσα σ'εκείνο το αφιλόξενο, σκοτεινό σπίτι κι έτρεχε να βρει τους επίδοξους εραστές της. Δεν του το είχε πει κανείς. Εκείνος όμως το ήξερε. Ήταν μόλις πέντε χρόνων, είχε όμως περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος από τότε που μια ψιθυριστή φωνή του είχε αποκαλύψει τα ερωτικά μυστικά και τα κρυφά συναισθήματα των γονιών του. Εκείνος ο ψίθυρος του είχε πει ότι θα έπρεπε να τιμωρήσει τους γονείς του για την αδιαφορία τους. Ήταν πέντε χρόνων κι ήταν σίγουρος πως ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει τιμωρία. Οι γονείς του ήταν άφθαστοι δάσκαλοι σ'αυτό το θέμα. Εκείνη τη νύχτα ο άνεμος ούρλιαζε έξω απ'το σπίτι ενώ οι γονείς του ούρλιαζαν μέσα στην κουζίνα, βρίζοντας ο ένας τον άλλο, ανταλλάσσοντας κατάρες, σπάζοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ο άνεμος ούρλιαζε ακόμη όταν έπεσε βαριά ησυχία στην κουζίνα. Δεν ξαναείδε ποτέ τον πατέρα του. Η μητέρα του ροχάλιζε και παραμιλούσε. Εκείνος στεκόταν και την κοίταζε ενώ το μίσος του γι'αυτήν φούσκωνε μέσα του επικίνδυνα φέρνοντας δάκρυα στα μάτια του. Το κομμένο του αυτί πονούσε φοβερά, ο πόνος τον ζάλιζε. Ξαφνικά εκείνος ο γνώριμος ψίθυρος ακούστηκε αντηχώντας μέσα στο δωμάτιο: Αυτή η πόρνη σου'κοψε τ'αυτί κι εσύ κάθεσαι και την παρακολουθείς με τις ώρες. Αλαφιασμένος κοιτούσε γύρω του στο δωμάτιο για να δει από πού ερχόταν αυτός ο δυνατός ψίθυρος. Πού ήταν κρυμμένος εκείνος που του μιλούσε. Η μητέρα του δεν κουνήθηκε καθόλου. Δεν άκουσε τίποτε. Άντε, πάρ'της το αυτί, δώσε της αυτό που περιμένει. Τιμώρησέ την. Εκείνη τη στιγμή έκανε μια τρομερή, συγκλονιστική ανακάλυψη: Η φωνή ερχόταν από τα βάθη του είναι του. Κάποιος μιλούσε μέσα από τη δική του ψυχή οδηγώντας τον στο σωστό δρόμο. Θα της έκοβε τ'αυτί δείχνοντάς της ότι αυτός ήταν που είχε το δικαίωμα να τιμωρεί, αυτός και κανένας άλλος. Τη στιγμή όμως που έσκυψε πάνω της άλλαξε γνώμη αποφασίζοντας να της κόψει το κεφάλι... Η οργή και το μίσος υπερνίκησαν τη σθεναρή αντίσταση της άτυχης γυναίκας η οποία πέθανε μαρτυρικά καθώς το μαχαίρι ροκάνιζε τις σάρκες της σαδιστικά αργά. Προσπαθώντας να θάψει τα γεγονότα του παρελθόντος άρπαξε τον σβησμένο φακό απ'το πάτωμα κι ανοιγόκλεισε μερικές φορές το διακόπτη. Κανένα αποτέλεσμα. Ο πόνος στη δεξιά του παλάμη τον ξετρέλαινε. Χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει το λόγο, το αριστερό του χέρι ακούμπησε το φακό στο πάτωμα κι άρχισε να ψαχουλεύει τις τσέπες του παντελονιού και του παλτού του. Και να, μέσα από την τσέπη της τροποποιημένης φόδρας τού παλτού του τράβηξε δυο κυλινδρικά αντικείμενα. Το τρεμάμενο χέρι του όμως δεν μπόρεσε να τα συγκρατήσει και μετά από μια αδέξια ακροβατική κίνηση τ'άκουσε να βροντούν στο πάτωμα. Το ένα απ'αυτά κατρακύλησε και χτύπησε στον αριστερό τοίχο ενώ το άλλο σταμάτησε στα πόδια του κι έμεινε εκεί. Καθώς πάλευε να ξεβιδώσει με το ένα χέρι το καπάκι του φακού άκουσε μερικά χτυπήματα που έρχονταν από τα χαμηλότερα επίπεδα τού κτιρίου. Η καρδιά του πάγωσε, γεμάτη δυσοίωνο τρόμο δίνοντάς του την εντύπωση ότι σταμάτησε να χτυπά. Προσπάθησε να την ακούσει αλλά το μόνο που άκουσε ήταν τα δόντια του που χτυπούσαν μεταξύ τους σαν καστανιέτες θανάτου. Πανικόβλητος άρχισε να ψάχνει για την άλλη μπαταρία ψαχουλεύοντας σαν τυφλός το έδαφος. Η μεγάλη ανακούφιση που ένιωσε όταν την ανακάλυψε θάφτηκε κάτω από τους εντεινόμενους θορύβους που έρχονταν από το υπόγειο. Ήταν σίγουρος ότι από εκεί προερχόταν όλη αυτή η φασαρία. Ένιωσε κάτι ζεστό να κατρακυλά στο σαγώνι του. Είχε δαγκώσει τόσο δυνατά το κάτω χείλος του που το έκοψε. Σηκώθηκε, με κόπο, όρθιος κι άναψε το φακό στέλνοντας κατά λάθος τη φωτεινή δέσμη κατευθείαν στα μάτια του. Το δυνατό φως τον χτύπησε σαν γροθιά στο πρόσωπο. Ένιωσε τις κόρες των ματιών του να φλέγονται! Τις άκουσε που έτριζαν, σαν παλιές πόρτες πάνω σε γέρικους μεντεσέδες, καθώς συστέλλονταν κι ένιωσε τον σουβλερό πόνο να μεταδίδεται από τα βασανισμένα του μάτια στο ταλαιπωρημένο μυαλό του. Παραπάτησε και τινάχτηκε βίαια προς τα πίσω. Έβλεπε εκείνη την εκτυφλωτική λάμψη ακόμη και με κλειστά μάτια! Τελικά, μετά από ένα χρονικό διάστημα που του φάνηκε ατελείωτο κατάφερε ν'ανοίξει τα μάτια του. Πολύχρωμες κηλίδες αναβόσβηναν μπροστά στα μάτια του, πεταλούδες, με τα χρώματα της ίριδας στα φτερά τους, που πετάριζαν παίζοντας πάνω από ένα χωράφι αίματος σπαρμένο με πετσοκομμένα ανθρώπινα μέλη. Καθώς οι πολύχρωμες κουκίδες έπαιρναν πιο σκούρους χρωματισμούς, αχνοφαίνονταν κι εξαφανίζονταν, έστρεψε τη φωτεινή δέσμη στο δεξί του χέρι το οποίο έστελνε σουβλιές πυρωμένου πόνου σε όλο του το είναι. Ταράχτηκε και κλαψούρισε θλιμμένα βλέποντας το νυστέρι χωμένο βαθιά μέσα στη μαλακή σάρκα της παλάμης του. Όταν είχε χαθεί στο λαβύρινθο των σκέψεων και των αναμνήσεων είχε σφίξει ασυναίσθητα τη γροθιά του ξεχνώντας ότι κρατούσε το κοφτερό νυστέρι. Γονάτισε στο πάτωμα, ακούμπησε κάτω το φακό με την φωτεινή δέσμη προς το κόκκινο χέρι του και άγγιξε με το άλλο τη γυαλιστερή λεπίδα που εξείχε ελάχιστα από την παλάμη του. Δεν μπορούσε όμως να δει καθαρά γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει από τα δάκρυα, ενώ τα χέρια του έτρεμαν τόσο πολύ που η λεπίδα αντί να τραβιέται προς τα έξω χωνόταν ακόμη πιο βαθιά στη μαλακή σάρκα. Ήταν αδύνατο να βγάλει το νυστέρι -τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Έβγαλε από την αριστερή του τσέπη ένα μεγάλο μαντήλι και τύλιξε με δυσκολία το διάπυρο χέρι του. Πίστευε ότι από στιγμή σε στιγμή θα λιποθυμούσε, αυτό όμως δε συνέβη ποτέ. Το μαντήλι πήρε αμέσως ένα βαθύ κόκκινο χρώμα και σε λίγο το αίμα άρχισε να στάζει στο πάτωμα. Τινάχτηκε ξαφνιασμένος όταν άκουσε δυνατούς χτύπους να έρχονται από κάτω. Κάποιος προσπαθούσε να παραβιάσει την πόρτα του υπογείου. Ήταν σίγουρος γι'αυτό! Κάποιος είχε μπει στο κτίριο και τώρα είχε σκοπό να εισβάλλει στο υπόγειο. Κι αν έμπαινε εκεί μέσα θα ανακάλυπτε... Όταν άκουσε την πόρτα να ξηλώνεται και να βροντάει πάνω στα σκαλοπάτια αντιλήφθηκε την πραγματικότητα... Κανείς δεν είχε μπει στο κτίριο. Κανείς δεν είχε σκοπό να εισβάλει στο υπόγειο. Αντίθετα, αυτοί που ήταν στο υπόγειο ήθελαν να βγουν... Το μυαλό του κλονίστηκε, σταγόνες κρύου ιδρώτα ξεπήδησαν από τους πόρους του μετώπου του και κατηφόρισαν για τα μάτια του μέσα από τα φρύδια του... Ακούστηκε και πάλι ο δυσοίωνος κρότος της πόρτας καθώς τραβιόταν στην άκρη κι έπειτα ο ήχος της ξύλινης σκάλας που έτριζε κάτω από το βάρος ποδιών... πολλών ποδιών... γυμνών ποδιών... Με την ακτίνα του φακού να χοροπηδάει επάνω στη σκοτεινή εσοχή τού τοίχου που χρησίμευε σαν πόρτα κατευθύνθηκε τρεκλίζοντας προς τη μόνη έξοδο από το αιματοβαμμένο δωμάτιο. Βρισκόταν μπροστά στην εσοχή όταν άκουσε κάποιον αμυδρό θόρυβο που ερχόταν απ'το εσωτερικό του δωματίου. Στράφηκε φωτίζοντας το μακελειό που κείτονταν στο πάτωμα. Η ακτίνα πρόλαβε να φωτίσει το κομμένο, από τον καρπό, χέρι που γλιστρούσε επάνω στο αίμα διασχίζοντας το δωμάτιο κατευθυνόμενο προς το διαμελισμένο σώμα. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Εμβρόντητος παρακολουθούσε και τα υπόλοιπα κομμένα μέλη που ήταν διασκορπισμένα μες στο δωμάτιο καθώς έπλεαν πάνω στην αιμάτινη θάλασσα με κατεύθυνση το πετσοκομμένο πτώμα. Το ίδιο και οι κομματιασμένες σάρκες και τα έντερα. Γλιστρούσαν και σέρνονταν σαν φίδια πάνω σε μια ήρεμη, άλικη λίμνη. Τα εντόσθια μπήκαν μες στην ορθάνοιχτη κοιλιά σχηματίζοντας έναν άστατο σωρό. Το κεφάλι ήρθε κι ενώθηκε με το λαιμό κάνοντας έναν σιχαμερό, γλοιώδη ήχο. Τα άκρα μπήκαν γρήγορα στις θέσεις τους, αν και λίγο ακανόνιστα. Το σώμα σηκώθηκε όρθιο. Το δεξί χέρι αποτελούνταν από δύο βραχίονες ενώ στην άκρη του κρεμόταν χαλαρά η παλάμη του αριστερού. Το αριστερό χέρι ήταν ένας μηρός που στη θέση που θα έπρεπε να βρίσκεται το γόνατο είχε κολλημένο μισό μπράτσο. Σαν προέκταση του μιερού αυτού συνόλου ήταν ένα πόδι από το ύψος του αστράγαλου και κάτω. Το ένα πόδι αποτελούνταν από μισό μηρό που ήταν, φανερά, κολλημένος ανάποδα στη λεκάνη, μια ξεσκισμένη γάμπα και το χαμηλό τμήμα του δεξιού ποδιού. Το άλλο ήταν ένα κράμα μιας κνήμης, μισού μηρού κι ενός μπράτσου. Η δεξιά παλάμη βρισκόταν ανάμεσα στα έντερα, στην κοιλιά του σώματος. Τα εντόσθια αναδεύονταν με αργές, υπνωτικές κινήσεις. Οι λεπτές φέτες του κομματιασμένου στήθους της κοπέλας είχαν μπει σχεδόν στη θέση τους. Τα νεκρά μάτια της κοιτούσαν ίσια μέσα στα δικά του. Η γλώσσα της κρεμόταν χαλαρά έξω από το στόμα της. Έσταζε ολόκληρη, αίμα. Η κοπέλα έκανε ένα ασταθές βήμα προς το μέρος του, έπειτα ακόμη ένα. Τα σιχαμερά "χέρια" της τεντώθηκαν προς το μέρος του. Πισωπάτησε καθώς ένα πλοκάμι από εντόσθια εκτοξεύτηκε απ'το σώμα τού όντος, τυλίχτηκε στο λαιμό του και τον κόλλησε με δύναμη στον τοίχο. Το σφύξιμο γύρω απ'το λαιμό του έγινε έντονο. Το πρόσωπό του κοκκίνησε, η γλώσσα και τα μάτια του πετάχτηκαν έξω. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να αναπνεύσει, πράγμα εντελώς αδύνατο κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε τον έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στο θάνατο. Οι φλέβες είχαν πεταχτεί έξω κεντώντας το μπλαβί πρόσωπό του με βαθυπράσινα καλώδια. Τα γόνατά του υποχώρησαν κι απέμεινε να κρέμεται απ'την γλοιώδη αλυσίδα των εντέρων που τον κρατούσε σε οδυνηρή επαφή με τον τοίχο. Ξαφνικά το σιχαμερό πλοκάμι αποτραβήχτηκε αφήνοντάς τον στο κενό. Έπεσε στα γόνατα και κυλίστηκε στο πάτωμα προσπαθώντας ν'ανακτήσει την αναπνοή του ενώ στο μυαλό του στριφογυρνούσε μόνο μια σκέψη: Τρέξε! Τρέξε! Δραπέτευσε απ'αυτόν τον τρομερό εφιάλτη! Τρέξε! Κρύψου στη σκοτεινή φωλιά σου με την ουρά κάτω απ'τα σκέλια, μακριά απ'τον πόνο, μακριά απ'τη φρίκη! Μόνο τρέξε! Σηκώθηκε με κόπο, νιώθοντας το λαιμό του να φλέγεται σαν να'χε καταπιεί είκοσι χούφτες πυρωμένα καρφιά, τα μάτια του θολά από τα δάκρυα, και κινήθηκε προς την πόρτα με σκοπό να ξεφύγει από τα σαγώνια του δαιμονισμένου όντος. Εκεί όμως τον περίμενε μια μεγάλη έκπληξη: Η στενή πόρτα και ο μικρός διάδρομος πίσω απ'αυτήν έσφυζαν από ζωή. Γύρω στα δεκάξι ανθρωπόμορφα όντα κινούνταν προς το κρυφό δωμάτιο. Γυμνά σώματα καταρρακωμένων γυναικών φτιαγμένα από διάφορα σάρκινα κομμάτια. Κάθε κορμί είχε κομμάτια απ'τα υπόλοιπα σώματα. Κάποιο σατανικό χέρι είχε λύσει αυτόν τον γρίφο των κομματιασμένων πτωμάτων με εντελώς ανορθόδοξο τρόπο. Είδε το ίδιο κεφάλι, χωρισμένο στα δύο, να βρίσκεται -από μισό- επάνω στους ώμους διαφορετικών πτωμάτων. Είδε ένα πρόσωπο ξεσκισμένο και σκεπασμένο με δεκάδες δακτύλων, δάκτυλα ποδιών και χεριών που κινούνταν θυμίζοντας φύκια στο βυθό κάποιας ταραγμένης θάλασσας. Είδε -φρικτές σιλουέτες ντυμένες στα σάβανα του αίματος- τις κοπέλες με τα γδαρμένα πρόσωπα, τα κρανία τους να γυαλίζουν στον φτωχό φωτισμό, τα σπασμένα δόντια τους να κατρακυλούν από το μισάνοιχτο, σάπιο στόμα τους, τα άψυχα μάτια τους απογυμνωμένα από το φιλήδονο ύφος τους, σαβανωμένα με νεκρό μίσος, με τους ακίνητους, ζαρωμένους βολβούς να κοιτούν κατευθείαν μες στα δικά του, αποτρελαμένα, μάτια. Φριχτά άκρα -φτιαγμένα από κομμάτια χεριών ή ποδιών, ακόμη κι από έντερα ή άλλα εσωτερικά όργανα και σάρκες- τινάζονταν μέσα από τον στενό διάδρομο, προς το μέρος του δυσοίωνα και απειλητικά. Οπισθοχώρησε ουρλιάζοντας. Στράφηκε και βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μαυρομάλλα κοπέλα. Η αιμάτινη πιτσιλιά που κάλυπτε το μάτι της γυάλιζε με έναν μοναδικό, εφιαλτικό τρόπο δίνοντας στο, ήδη απαίσιο, πρόσωπό της μια αποτρόπαιη έκφραση. Η γλώσσα της συστρέφονταν κι έπειτα γλιστρούσε κι έγλειφε τις πληγές σε όλο το κορμί της. Αισθάνθηκε τον καυτό πόνο να τον χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά όταν η γλώσσα του όντος άγγιξε το σημείο όπου κάποτε βρισκόταν το αριστερό του αυτί. Ούρλιαξε και ασυνείδητα έφερε το χέρι του εκεί που τον άγγιξε το ον. Το ένιωσε υγρό και κοίταξε το χέρι του περιμένοντας να δει αίμα. Αυτό που είδε τον συντάραξε. Ένα κιτρινωπό υγρό, ζεστό και με ιδιαίτερα περίεργη οσμή και αφή. Τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια του θάμπωσαν και πάλι την όρασή του. Η έντονη δυσωδία του υγρού που έρεε από το αυτί του προκαλούσε δυνατές συσπάσεις στο άδειο στομάχι του. Το τέρας προχώρησε απειλητικά μπροστά. Τέντωσε τα γλοιώδη μέλη του και προχώρησε. Τα "χέρια" του όντος σχεδόν τον άγγιζαν όταν εκείνος με μια ενστικτώδικη, παρά ηθελημένη, κίνηση τίναξε τη γροθιά του και χτύπησε την κοπέλα (στη σάρκα, στο αίμα) στο στήθος. Θυελλώδη κύματα πόνου σκαρφάλωσαν αστραπιαία απ'το πετσοκομμένο του χέρι στο εξουθενωμένο μυαλό του. Η αγωνιώδης κραυγή που ξεπήδησε απ'τα χείλη του κόπηκε στη μέση και μειώθηκε σ'έναν αμυδρό λυγμό έκπληξης. Το ον, σοκαρισμένο από την απρόσμενη επίθεση, έγλειψε με την αεικίνητη, άλικη γλώσσα του το στέρνο του, ταλαντεύτηκε κι έπειτα διαλύθηκε στα κομμάτια απ'τα οποία είχε συναρμολογηθεί. Μεταμορφώθηκε σε μια άμορφη μάζα σαρκών, εντοσθίων και αίματος. Στην κορυφή του μακάβριου σωρού βρέθηκε το αποτρόπαιο κεφάλι έχοντας χαραγμένο στα χαρακτηριστικά τού προσώπου του το απύθμενο μίσος που το διατηρούσε στην αναστημένη του μορφή. Άσχημα σοκαρισμένος αλλά και φανερά έκθαμβος από το αποτέλεσμα της φοβισμένης του αντίδρασης έστρεψε την προσοχή του στα όντα που είχαν ήδη αρχίσει να εισβάλλουν στο δωμάτιο. Αγνοώντας τα υπόλοιπα, επιτέθηκε -έξαλλος- σ'εκείνα που βρίσκονταν ακόμη στο στενό διάδρομο χτυπώντας με μανία όποιο έβρισκε μπροστά του. Μερικά τέρατα αμύνθηκαν με σθένος δαγκώνοντας ή ξεσχίζοντας με τα νύχια τους. Χτυπούσε (στη σάρκα, στο αίμα) όπου έβρισκε. Τίναζε χέρια και πόδια διαλύοντας τα λυσσασμένα όντα, μετατρέποντας τα ματωμένα ανδρείκελα σε κομμένα μέλη, δάκτυλα, μάτια... Φτάνοντας στο φαρδύ διάδρομο είχε κιόλας αποφασίσει να μην ξαναπατήσει ποτέ (στη σάρκα, στο αίμα) σ'αυτό το μισητό κτίριο. Να μην ξαναδεί αυτή την άλικη κρύπτη όπου οι νεκροί περπατούσαν (στη σάρκα, στο αίμα) αδιαφορώντας για τα κομμάτια από τα οποία αποτελούνταν. Οι νεκροί που τον κυνηγούσαν θέλοντας ν'αρπάξουν, να ρουφήξουν την ψυχή του, να πλατσουρίσουν (στη σάρκα, στο αίμα) στα χυμένα μυαλά του, να καταβροχθίσουν την πολύτιμη ζωή του... Ψαχουλεύοντας στο μισοσκόταδο, με την καρδιά του να χτυπάει ξετρελαμένη (στη σάρκα, στο αίμα) πίσω απ'τα δόντια του, έφθασε στα σκαλοπάτια κι άρχισε να τα κατεβαίνει δυο δυο μην μπορώντας να συγκρατήσει τον πανικό του. Ξαφνικά σκόνταψε (στη σάρκα, στο αίμα) σε κάποιο αντικείμενο που βρισκόταν στη σκάλα κι ένιωσε τον εαυτό του να φεύγει βίαια προς τα μπρος. Πάλεψε μάταια να ανακτήσει τη χαμένη ισορροπία του. Η γκριμάτσα της βαθιάς θλίψης και απόγνωσης μεταβλήθηκε σε μορφασμό απύθμενου πόνου όταν το πρόσωπό του τσακίστηκε στα σκαλοπάτια. Ένιωσε μερικές σουβλιές οριακού πόνου σε διάφορα σημεία τού σώματός του και μόνο τότε αντιλήφθηκε την πραγματικότητα. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά! Τα διάφορα κομμάτια του κατρακύλησαν στα τελευταία σκαλοπάτια, θυμίζοντας κούκλα που δέχθηκε την επίθεση κάποιου μανιακού με αλυσοπρίονο, και προσγειώθηκαν (στη σάρκα, στο αίμα) στο έρημο χωλ του σκυθρωπού κτιρίου σηκώνοντας γύρω τους ένα σύννεφο σάπιας σκόνης. Τα ξύλινα μέρη του πέτρινου κτίσματος ακούστηκαν να τρίζουν δυσοίωνα μέσα στη βαριά σιωπή. Κανένας δεν άκουσε τον φοβερό κρότο που έκανε η πόρτα του υπογείου μπαίνοντας στη θέση της, ούτε εκείνους τους απροσδιόριστους ήχους που έρχονταν από τον επάνω όροφο του κτιρίου. Κάτι σερνόταν, γλιστρούσε εκεί επάνω. Κάτι ξεσκισμένο, κάτι γλοιώδες, σκεπασμένο με μάζες βλέννας, αναρριγούσε και συσπώνταν γεμίζοντας τα ατροφικά του ρουθούνια με τη σχεδόν ξεχασμένη οσμή του αίματος. Το τσιμεντένιο πάτωμα του πρώτου ορόφου έσπασε στη μέση πληγώνοντας με θραύσματα τους γύρω τοίχους. Το ταβάνι μάτωσε, χτυπημένο κι αυτό από τα τσιμεντένια ξίφη που ξέρασε το πάτωμα. Οι τοίχοι αιμορραγούσαν. Από το φοβερό χάσμα του πατώματος αναδύθηκε το βρέφος! Τυλιγμένο σ'ένα σάβανο βλέννας στεκόταν μετέωρο στο κενό. Με τα τρομερά, μαύρα νύχια των χεριών και των ποδιών του προσπαθούσε να ξεσκίσει τη σιχαμερή βλέννα που το περιέβαλλε. Μια κραυγή που, φαινομενικά, προερχόταν απ'το βρέφος συγκλόνισε το κτίριο απ'άκρη σ'άκρη: Στη σάρκα! Στο αίμα! Το αίμα που έρεε από τις πληγές των τοίχων αιωρήθηκε στο κενό κυλώντας προς το μέρος του σκυθρωπού βρέφους. Το ίδιο και το αίμα που έπεφτε από το ταβάνι. Το αίμα τύλιξε, στο λεπτό, το στρώμα της βλέννας και αμέσως απορροφήθηκε και πέρασε στο εσωτερικό. Χοντρές σταγόνες ημιδιάφανης βλέννας έπεφταν στο πάτωμα του ισογείου αντηχώντας στους συμπαγείς τοίχους του κτιρίου. Το βρέφος ξέσκισε με τα γαμψά του νύχια την υπόλοιπη βλέννα, και τα λευκά, σαν πάγος, μάτια του ατένισαν μετά από τόσο καιρό το ματωμένο ταβάνι. Τα μικροσκοπικά του πόδια κλώτσησαν θυμωμένα τον αέρα τινάζοντας σταγόνες βλέννας και αίματος. Το σώμα του γυάλιζε, λουσμένο στο αίμα που αφομοιωνόταν απ'τον διψασμένο οργανισμό του. Οι μικρές μεμβρανώδεις φτερούγες που αναπαύονταν διπλωμένες στη ζαρωμένη πλάτη του αναρρίγησαν και ανοιγόκλεισαν ξεμουδιάζοντας. Η βαθιά ηδονή της ανάστασης διαπέρασε το βρέφος. Το μήνυμα της επανόδου στη ζωή διέτρεξε το αναγουλιαστικό του σώμα. Μια κραυγή ικανοποίησης ξέφυγε από το σιχαμερό του στόμα. Πηχτό, κιτρινωπό υγρό κύλησε ανάμεσα από τα κοφτερά του δόντια. Τα κομμάτια των διαλυμένων όντων είχαν ήδη συνδεθεί δημιουργώντας ένα ενιαίο έκτρωμα. Χρησιμοποιούσε διάφορα όργανα ή μέλη σαν χέρια ή πόδια για να σταθεί όρθιο και να πλησιάσει το αιωρούμενο ον -χωρίς να του έχει απομείνει σταγόνα αίματος τρίκλιζε στην προσπάθειά του αυτή. Το βρέφος πλατάγισε τις φτερούγες του και ήρθε σε όρθια στάση. Είχε δύο επιπλέον χέρια τα οποία βρίσκονταν στην αριστερή και δεξιά πλευρά του στήθους του. Χέρια που αποτελούνταν μόνο από τον καρπό και την παλάμη. Χέρια που ήταν εμφανώς μισοσαπισμένα κι αποσκελετωμένα. Το εφιαλτικό συνονθύλευμα, που κάποτε ήταν πανέμορφες κοπέλες, τρίκλισε κι έπειτα σταματώντας μπροστά στο τερατώδες βρέφος έστρεψε τα δεκάδες πρόσωπά του προς το μέρος του. Δεκάδες στόματα κραύγασαν εν χορώ: Στη σάρκα... Στο Αίμα... Στο άκουσμα της φοβερής ιαχής τα παγερά μάτια του βρέφους άστραψαν, γυάλισαν δυσοίωνα. Το δεύτερο ζευγάρι χεριών έχωσε τα νύχια του βαθιά στην κοιλιά του κι απο-μάκρυναν βίαια τη σάρκα. Το κιτρινωπό υγρό χύθηκε αχνιστό από τη φρικτή πληγή. Τα δεκάδες στόματα του πολυσύνθετου εκτρώματος κατάπιαν με βουλημία το υγρό. Τα σιχαμερά πλαταγίσματα των νεκρών γλωσσών τους σταμάτησαν μόνο όταν στέρεψε η κίτρινη ουσία. Τα χέρια τράβηξαν κι άλλο τις σάρκες στην άκρη. Μέσα απ'την κοιλιά τού βρέφους γλίστρησαν αμέτρητα λεπτά πλοκάμια καλυμμένα με χιλιάδες εξογκώματα τα οποία δεν ήταν τίποτ'άλλο παρά μοχθηρά χρυσοκίτρινα μάτια! Οι φοβερές απολήξεις κατέβηκαν στο ισόγειο και σέρνοντας μέσα στη σκόνη βρήκαν κι άρπαξαν τα υπολείμματα του πλάσματος που ήταν σκορπισμένα εκεί κάτω. Τα πλοκάμια τραβήχτηκαν, κρατώντας ακόμη τα σάρκινα ερείπια, και χώθηκαν στο χάσμα της κοιλιάς του βρέφους. Τα χέρια άφησαν τη σάρκα η οποία επανήλθε στην αρχική της κατάσταση. Το βρέφος ούρλιαξε, φανερά ικανοποιημένο Σάρκα... Αίμα... και το πολυσύνθετο τέρας βγήκε απ'το κτίριο και χάθηκε στο σκοτάδι τρέχοντας, μπουσουλώντας, κατρακυλώντας, έρποντας... Χιλιάδες κραυγές ενθάρρυνσης ξεπήδησαν από τα θεμέλια του κτίσματος. Το βρέφος έστρεψε αργά το παγωμένο βλέμμα του στον τοίχο ο οποίος αμέσως διαλύθηκε κι έπεσε σε βροχή από λάσπη, σοβάδες και πέτρες στο εξωτερικό του κτιρίου. Όλα ήταν έτοιμα. Ο ναός βρισκόταν ακόμη στη θέση του. Το ίδιο και οι οπαδοί, οι κραυγές και οι δυνάμεις τους ήταν απόδειξη της παρουσίας και της αιώνιας υποστήριξής τους. Οι σκλάβοι είχαν ξεχυθεί στον κόσμο και θα'πρεπε ήδη να βρίσκονται στα όρια της προσκείμενης πόλης. Όσο για τους ανθρώπους... Αυτά τα αδύναμα πλάσματα σίγουρα κοιμούνταν γαλήνια αγνοώντας το αιματηρό πεπρωμένο τους. Το βρέφος φτερούγισε μέσα από το άνοιγμα του τοίχου και χώθηκε στα μολυβιά σύννεφα του ουρανού έχοντας ένα ίχνος χαμόγελου κρεμασμένο στις γωνίες του στυγερού στόματός του. Όλα ήταν έτοιμα... Στη σάρκα, στο αίμα... ΤΕΛΟΣ DIM Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dim Posted April 13, 2009 Author Share Posted April 13, 2009 Μου κάνει τρομερή εντύπωση πως από όσους έχουν διαβάσει την ιστορία δεν υπάρχει ούτε μία άποψη. Ούτε θετική, ούτε αρνητική. Να υποθέσω πως σας άφησε αδιάφορους αυτή η ιστορία; Πως δεν έχετε να σχολιάσετε το παραμικρό; Πως, τελικά, μάλλον δεν τη διαβάσατε και τόσο γιατί ήταν μεγάλη; Τι να υποθέσω; Πως δεν έχετε κριτικό νου; Αποκλείεται! Σας παρακαλώ, λοιπόν, να εκφρασθείτε ελεύθερα! Περιμένω... τα σχόλιά σας... όποια κι αν είναι αυτά... Dim Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted April 13, 2009 Share Posted April 13, 2009 Δεν έχω διαβάσει ακόμα την ιστορία σου, αν και σκοπεύω να το κάνω, κάποια στιγμή. Οι λόγοι είναι τρεις (και όχι 4): -ο αντικειμενικός: είναι λίγο μεγάλη για τα γούστα / τον χρόνο / το attentional span μου. -ο υποκειμενικός: προτιμώ να διαβάζω (και να σχολιάζω) ιστορίες μελών που γνωρίζω, είτε προσωπικά είτε ηλεκτρονικά, μέσω της δραστηριότητάς τους στο forum, μέλη που σχολιάζουν τις δικές μου ιστορίες ή ιστορίες των άλλων, μέλη που νιώθω ότι θα επιστρέψουν πίσω στο forum αυτό που θα πάρουν από τα σχόλιά μας. -ο άσχετος: έχω μια ιδιαίτερη αγάπη στις "παλιές" ιστορίες, που ωριμάζουν με το χρόνο στο "κελλάρι" του sff, σαν το καλό κρασί... Σε προσκαλώ, λοιπόν, να κάνεις υπομονή αλλά και να "κάνεις στους άλλους αυτό που θέλεις οι άλλοι να κάνουν σε σένα"! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Δημήτρης Posted April 14, 2009 Share Posted April 14, 2009 Όμορφη ιστορία, μου άρεσε. Μου θύμισε λίγο από Τζερούσαλεμς Λοτ του Σ. Κινκ, λίγο από Πόε και Οίκο τον Ωσέρ και όσο για το τέλος ήταν... ήταν λίγο... πως να το πω. Ήταν λιγάκι άρρωστο, έτσι όπως δηλαδή πρέπει να είναι το τέλος κάθε ιστορίας τρόμου που ''σέβεται τον εαυτό της''. Η μόνη παρατήρηση μου είναι ότι στο πρώτο μέρος ίσως ήσουν λίγο πιο περιγραφικός από ότι θα έπρεπε. Τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που ο χαρακτήρας καταλαβαίνει τι είναι αυτά που βλέπει στο πάτημα, δεν ξέρω αν θα έπρεπε η ιστορία σου να ήταν λίγο μικρότερη σε έκταση. Πάντως αν νομίζεις πως αυτός είναι ο λόγος που δεν σχολιάστηκε ακόμη, μην ανησυχείς. Οι περισσότεροι εδώ πέρα μέσα είναι τρομεροί βιβλιοφάγοι και δεν έχουν πρόβλημα να διαβάσουν την οποιαδήποτε ιστορία, όσο μεγάλη και αν είναι αυτή. Περίμενε λίγο, και να είσαι σίγουρος ότι θα δεις και άλλες γνώμες, θετικές ή αρνητικές. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted April 14, 2009 Share Posted April 14, 2009 Γεια χαρά Dim. Με μπέρδεψε λίγο στο τέλος, όχι τόσο στην κατανόηση, όσο στο ότι μάλλον το περίμενα να εξελιχθεί αλλιώς. Βασικά δεν περίμενα το υπερφυσιλίκι που έσκασε με το τέρας και μετά με το μωρό. Μάλλον θα μου άρεσε να πέρναγαν κάποια κρυφά μηνύματα στον αναγνώστη, σε σχέση με το ότι το υπερφυσικό είναι στην ατμόσφαιρα και αργά ή γρήγορα θα κάνει την εμφάνισή του. Δεν λέω να παρουσιάσεις το μωρό απ' την αρχή βέβαια, αλλά περισσότερο μιλάω για υπόνοιες περί πραγμάτων έξω από το κανονικό - πραγματικό. Το πιάνεις τι λέω? Κάτι άλλο ήταν οι πολλές μικρές παράγραφοι (όχι το μέγεθος του γραπτού, οι πολλές παράγραφοι μέσα σε αυτό), αλλά αυτό είναι τεχνικό ζήτημα και εξάλλου εγώ είμαι ''κολλημένος'' με τις μεγάλες προτάσεις και τις πολλών λέξεων παραγράφους. Μαζί σου είμαι(χεχε) στο θέμα (χεχε)με μπαμπά, μαμά και καλά κάνει(χεχε) και την καθαρίζει ο ήρωάς μας. Ακόμα και αν δεν έχει κάποιος έμπνευση για την σπούκι ιστορία του, η μαμά και ο μπαμπάς μπορούν να σου δώσουν άφθονο υλικό. Πάντα... ΥΓ1: το αίμα γεύση χαλκού... ή καλύτερα γεύση σιδήρου? ΥΓ2: ''ασπρουλωπό κουβάρι''(?). Τόσες λέξεις παίζουν. ΥΓ3: ''οργή ξεχειλίζει την ψυχή του''... ή καλύτερα ''στην'' ψυχή του? ΥΓ4: μιαρό, όχι μιερό. ΥΓ5: ένα κιτρινωπό υγρό, ζεστο και με ιδιαίτερη υφή(not αφή). ΥΓ6: απολογίες για ότι γράφω και σε βρίσκει μη σύμφωνο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dim Posted April 15, 2009 Author Share Posted April 15, 2009 Χαίρετε... Νομίζω πως είναι καιρός να απαντήσω στα μηνύματά σας. Κατ' αρχάς, σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Αγαπητέ Tetartos: Συμφωνώ πως πρέπει να κάνω κι εγώ με τη σειρά μου κριτική στα έργα των άλλων. Θέλω να πιστεύω πως αργά ή γρήγορα θα τα καταφέρω. Όσον αφορά το καλό κρασί και τα κελάρια... γούστα είναι αυτά. Ο καθένας είναι ελεύθερος να πράξει όπως θέλει και όποτε θέλει. Δεν ήθελα -πραγματικά- να φανεί τόσο επιτακτικό το μήνυμά μου. Απλά ζήτησα την κριτική των αναγνωστών, τίποτε άλλο! Tetartos, να ξέρεις πως οι τρεις λόγοι σου είναι απόλυτα σεβαστοί... Ναι, θα κάνω υπομονή, το υπόσχομαι... Αγαπητέ Δημήτρη: Χαίρομαι -ειλικρινά- που σου άρεσε η ιστορία μου. Χαίρομαι επίσης γιατί εκπληρώνει έναν από τους σκοπούς για τους οποίους γράφηκε: εκπέμπει αρρώστια! Ναι, ώρες ώρες το παρακάνω με τις περιγραφές... Νομίζω πως θα μπορούσε όντως να είναι πιο σύντομη... Να σε τι χρησιμεύει η κριτική, σε βοηθά να αντιληφθείς ορισμένα πράγματα που ίσως σου διαφεύγουν για διάφορους λόγους... Περιμένω λοιπόν και τους άλλους βιβλιοφάγους της περιοχής SFF... Αγαπητέ Dagoncult: Γεια σου κι εσένα! Λυπάμαι αλλά εγώ έτσι ήθελα να εξελιχθεί η ιστορία... Μου άρεσε (αστειεύομαι βέβαια) η λέξη υπερφυσιλίκι. Προφανώς εννοείς πως δεν σου άρεσε το υπερφυσικό που γεννήθηκε μαζί με το μωρό. Δεν συνηθίζω -και συγχώρησέ με σε παρακαλώ- να χρησιμοποιώ κρυφά μηνύματα, τουλάχιστον όχι εκ προθέσεως. Σίγουρα η ιστορία μου είχε ελαττώματα και το αναγνωρίζω συμφωνώντας μαζί σου. Νομίζω λοιπόν πως πιάνω τι λες όσον αφορά το μωρό, τουλάχιστον. Είναι πραγματικά εκνευριστικές οι μικρές παράγραφοι, ώρες ώρες. Όταν έγραφα την ιστορία, όμως, θεώρησα πως βοηθούσαν στην εξέλιξη της ιστορίας γιατί έμοιαζαν -σε εμένα- με αλλαγές γωνιών λήψεως σε μια κινηματογραφική ταινία, καλό ε; Πιστεύω πως οι παράγραφοι εξαρτώνται από το ρυθμό της ιστορίας και τη διάθεση του γράφοντος... ΥΓ1: Μεταλλική είναι η γεύση, έτσι κι αλλιώς... Άλλωστε ο χαλκός κι ο σίδηρος είναι συστατικά του αίματος! Ίσως αν έλεγα πως έχει υφάλμυρη γεύση... ΥΓ2: Δεν ξέρω τι θα ήθελες να γράψω εδώ. Τι εννοείς όταν λες πως "τόσες λέξεις παίζουν"; ΥΓ3: Φαντάσου την ψυχή σαν ένα δοχείο... Η οργή ξεχειλίζει την (και όχι "στην") ψυχή του... ΥΓ4: Έχεις απόλυτο δίκιο. Λεπτομέρεια που μου ξέφυγε όταν έκανα τον έλεγχο... και όχι μόνο μια φορά... ΥΓ5: Υφή και όχι αφή. Η αφή είναι μια από τις πέντε αισθήσεις... Εδώ, με τη λέξη υφή εννοώ τη χαρακτηριστική ιδιότητα ή τη δομή, τη σύσταση, αν θέλεις... ΥΓ6: Ειλικρινά χαίρομαι το διάλογο και οτιδήποτε άλλο προκύπτει με βάση μια ιστορία, ένα διήγημα. Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις και να το συζητήσουμε παρέα... Σας ευχαριστώ όλους... Τα λέμε... Dim Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted April 16, 2009 Share Posted April 16, 2009 Γεια. Απολογούμαι γιατί πάντα η κριτική παραμένει δεσμευμένη στην υποκειμενικότητα του πομπού της, δηλαδή στην περίπτωσή μας εμένα και επειδή, συνήθως, για τον δημιουργό, το έργο του είναι σημαντικό, οπότε καλό είναι να το προσεγγίζεις με προσοχή. Μπορείς να επισημάνεις χίλια πράγματα σε μια ιστορία και παρόλα αυτά, όλα να έχουν μια εξήγηση στο μυαλό του συγγραφέα. Όχι, δεν με χαλάει καθόλου το υπερφυσικό σ' αυτά που διαβάζω, το αντίθετο μάλιστα. Οπότε το μωρό (και τα χρυσοκίτρινα τέκνα του) δεν με ξένισε. Απλά, γράφοντας σου για μηνύματα προς τον αναγνώστη, εννοούσα στιγμές (σχετικά νωρίς μάλιστα) μέσα στο κείμενο, που περίεργα πράγματα να συμβαίνουν. Ένας περίεργος ήχος πίσω του, μια αντανάκλαση - ιδέα κίνησης στην δέσμη του φακού. Πιο νωρίς όμως. Προχωρούσα την ανάγνωση, δίχως να έχω στο νου μου ότι πρόκειται να συμβεί κάτι μη πραγματικό. Και όταν αυτό συνέβη, έπρεπε να αλλάξω την προσέγγισή μου. Με άλλα λόγια, κάπως ξαφνική η μετάβαση στο βασίλειο του υπερφυσικού. Και όχι, δεν εννοούσα κάποιου άλλου είδους μηνύματα (αν και δεν είναι άσχημο θέμα για μπλα - μπλα). Το πολυσύνθετο τέρας σου ήταν κουλ (και περιγραφικά). Μου θύμισε ένα τέρας της Laurell K.Hamilton, σε μια από τις ζομποβρικολακοιστορίες της αφυπνήστριας Ανίτα Μπλέικ. Για το θέμα ''υφή - αφή'', δες τι διαβάζει κανείς στο επίμαχο σημείο της ιστορίας: ''Αισθάνθηκε τον καυτό πόνο να τον χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά όταν η γλώσσα του όντος άγγιξε το σημείο όπου κάποτε βρισκόταν το αριστερό του αυτί. Ούρλιαξε και ασυνείδητα έφερε το χέρι του εκεί που τον άγγιξε το ον. Το ένιωσε υγρό και κοίταξε το χέρι του περιμένοντας να δει αίμα. Αυτό που είδε τον συντάραξε. Ένα κιτρινωπό υγρό, ζεστό και με ιδιαίτερα περίεργη οσμή και αφή.'' Και 'γω ''υφή'' σου πρότεινα. Άρα πρόκειται για λαθάκι που σου ξέφυγε. Είναι σπαστικο να τα ψειρίζει κανείς αυτά, αλλά πρέπει να διορθωθεί. Εννοείται ότι ξαναδιάβασα την ιστορία, επειδή αυτό θα μου έδινε μια πιο ολοκληρωμένη γνώμη, επίσης για να τσεκάρω το ζήτημα με τις διαφορετικές λήψεις (αυτά που περιγράφονται θα λέγαμε ότι τραβουν κάπως την προσοχή, και δεν μένει και πολύς χώρος στην συγκέντρωση αναγνώστη, ώστε να λάβει αυτήν την αίσθηση της διαφορετικής οπτικής γωνίας) και τέλος, επειδή είμαι ένας useles bastard που του αρέσει να διαβάζει τέτοια πράγματα, που διαφθείρουν την ψυχή, περισσότερο ακόμα και από αυτό το ίδιο το χέβι μέταλ. Γεια χαρα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SpirosK Posted December 28, 2009 Share Posted December 28, 2009 Τα καλά κατ'αρχήν: πολύ καλογραμμένες περιγραφές (εκτός από μία που υποκειμενικά δε μου άρεσε: "Οι φλέβες είχαν πεταχτεί έξω κεντώντας το μπλαβί πρόσωπό του με βαθυπράσινα καλώδια". Νομίζω ότι απλώς αν έγραφες ότι "Οι φλέβες είχαν πεταχτεί έξω κεντώντας στο μπλαβί πρόσωπό του βαθυπράσινα σχέδια" θα ήταν λίγο καλύτερο για μένα. Είναι καθαρά υποκειμενικό βέβαια, απλώς εγώ όταν βλέπω καλώδια στο πρόσωπο σκέφτομαι cyber καταστάσεις με ανάλογες σκηνές) και πολύ αρρωστημένο (με την καλή έννοια του όρου, δηλαδή ότι επιτυχημένα μεταδίδει την αρρώστια που προφανώς θέλεις να μεταδώσει). Στο "κακό": Συμφωνώ και εγώ ότι οι παράγραφοι θέλουν λίγο συμμάζεμα. Μια παράγραφος με μία πρόταση και μάλιστα μερικές φορές απανωτά, είναι λίγο κουράστικο. Keep up the "good" work! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.