Rikochet Posted March 22, 2009 Share Posted March 22, 2009 χμ. θέλω να εξηγήσω κάτι γι'αυτό εδώ αλλά δεν ξέρω πώς να το πώ. ασπούμε ότι αυτό που αποτελεί την 'ιστορία' είναι τα διάφορα κόνσεπτς που τη συνθέτουν, αλλά ο 'μύθος' εκλείπει, ή τουλάχιστον είναι υποτυπώδης. αυτό έγινε εν μέρει από βαρεμάρα, εν μέρει σκόπιμα γιατί ακριβώς αυτή η έλλειψη ουσιαστικής δράσης είναι βασικό στοιχείο του κειμένου. στα πιο προσωπικά, συζητούσα πρόσφατα με ένα φίλο σχετικά με το πώς μπορεί κανείς να ξορκίσει ένα κείμενο που τον στοιχειώνει. και εκείνος είπε "φυσικά με ένα άλλο κείμενο". πάνω σ'αυτό το σκεπτικό λειτουργεί το γράμμα του χάρβεη, το οποίο γράφτηκε σα να ήταν γράμμα του γιάννη, δικό μου, μείον τη συναισθηματική φόρτιση - μιλάω για ηχώ συναισθημάτων και όχι για τα ίδια τα συναισθήματα. τέλος πάντων, δεν ξέρω πόσο σας ενδιαφέρουν όλ'αυτά, ή πόσο θα σας ενδιέφερε ένα κείμενο βασισμένο σε conceptual αντιθέσεις, αλλά πρώτον ήθελα να το μοιραστώ, δεύτερον ένιωσα την ανάγκη να πολυλογίσω. αυτά. --- Στο σπίτι υπάρχει ένα τραπέζι. Στο τραπέζι υπάρχουν μερικά φύλλα λεπτό χαρτί, γεμάτα άσχημα γράμματα. Περιλαμβάνουν παραλήπτη και ημερομηνία, μα αυτά πλέον δεν σημαίνουν τίποτα. Το όνομα είναι γυμνό και ο χρόνος νεκρός. Πλάι στο τραπέζι υπάρχει μια πολυθρόνα και πάνω στην πολυθρόνα ένας άνθρωπος. Ονομάζεται Χάρβεη. Είναι νέος μα στα μάγουλα του χαμογελούν οι πρώτες ρυτίδες, και ένας παρατηρητής θα ανακάλυπτε σκόρπιες ασημένιες τρίχες στα μαλλιά του. Φαίνεται ήρεμος. Τρίβει το πηγούνι του και κοιτάζει τον κενό τοίχο απέναντι με τη γαλήνη του ετοιμοθάνατου. Ο Χάρβεη έγραψε αυτό το γράμμα και πριν λίγη ώρα έριχνε διαρκώς νευρικές ματιές στο πλάι, περιμένοντας να το δεί να εξαφανίζεται από στιγμή σε στιγμή. Το ότι τα φύλλα παρέμεναν τακτοποιημένα πάνω στο παλιό ξύλο απλά ενέτεινε την ανησυχία του. Ύστερα σταμάτησε να κοιτάζει και επικεντρώθηκε στον τοίχο. Βρήκε μια γαλήνη πρωτόγνωρη και θέλησε να αφήσει έναν βαθύ αναστεναγμό για να αποφορτίσει, ίσως, τον ηλεκτρισμό που ένιωθε να τον περιβάλλει. Δεν έχω μιλήσει εδώ και μια δεκαετία σε κανέναν. Σε οικογένεια, σε φίλους, στο Θεό. Η μόνη φορά στο χρόνο που μεσολάβησε με το τώρα που άνοιξα το στόμα μου και βγήκε νόημα κρυμμένο σε λέξεις ήταν όταν πρόφερα το όνομα σου. Συμπτωματικά, εκείνη τη στιγμή αποφάσισα δυό πράγματα: πώς δεν θα σκότωνα τον αδερφό μου για χάρη σου. Και πώς θα έμενα μαζί σου μέχρι το τέλος, για να μείνω μακρυά του, και να τον κρατήσω ζωντανό. Η ηχώ των λέξεων του κάνει το Χάρβεη να μορφάζει, σαν να υποφέρει από δριμύ πονοκέφαλο. Ξέρει πώς μέσα στην αφέλεια τους είναι ειλικρινείς, και πώς όταν έγραφε – ίσως ακόμα – δεν τον ενδιέφερε παρά η αλήθεια, και η ανάγνωση της απ’τον παραλήπτη. Μα τώρα που η φόρτιση γλιστράει σιγά-σιγά από πάνω του μαζί με τον ιδρώτα οι λέξεις του φαίνονται πιο γυμνές και απ’το όνομα στην κορυφή της σελίδας. Το όνομα σου δεν σημαίνει τίποτα πια. Είναι όμως μια άγκυρα και αγκίστρι συνάμα που κρατάει ακόμα αυτό που ήσουν καρφιτσωμένο στο δέρμα μου, και αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει. Είναι ειρωνικό που δεν είσαι εσύ, η σάρκα σου, που με αναγκάζει να γράφω αυτές τις λέξεις, μα άλλες λέξεις. Και είναι βολικό να συγκρούονται οι λέξεις μας όπως συγκρούονταν κάποτε τα σώματα μας. Και είναι βολικό, γιατί οι λέξεις δεν χορεύουν όπως χορεύει – όπως χόρεψε η σάρκα. Και είναι βολικό, γιατί δεν πρόκειται να σπάσουν κάτω απ’το βάρος σου, δεν πρόκειται να γυρίσουν την πλάτη ή να τρεμουλιάσουν από αμηχανία. Ούτε πρόκειται να βλέπουν τη σάρκα να χορεύει με ορθάνοιχτα μάτια που δεν πιστεύουν αυτό που βλέπουν. Γιατί δεν θα αλλάξουν, θα σημαίνουν πάντα αυτό που θα σημαίνουν, ενώ εσύ και εγώ δεν θα σημαίνουμε τίποτα. Η κοινοτοπία και ο αδύναμος λυρισμός κάνουν το Χάρβεη να σκύψει το κεφάλι του, να περάσει τα δάχτυλα μέσα απ’τα μαλλιά του και να πιεί ένα ποτήρι δροσερό νερό. Κοιτώντας το δωμάτιο γύρω του γεμίζει με μια θλιμμένη περηφάνεια για το πώς το έχει κρατήσει άδειο τόσο καιρό. Σηκώνεται και με τρυφερότητα παρατηρεί την άδεια βιβλιοθήκη, την έλλειψη σκόνης, το πεντακάθαρο παράθυρο, την ωραιότατη κανάτα γεμάτη νερό. Το βάρος των αντικειμένων αντισταθμίζει την ελαφρότητα των λέξεων και τον κάνει να χαμογελά. Η μόνη αδυναμία αυτών των λέξεων είναι έξω απ’αυτές και δεν σε αφορά, γιατί ασχέτως αυτής θα νικηθείς. Παρόλα αυτά σου αξίζει να κατέχεις όλα τα όπλα, για να είναι πιο ταπεινωτική η ήττα σου. Και η αδυναμία είναι αυτή: ο έρωτας με το χαρτί είναι φωτιά όταν αρχίζει και πυρκαγιά όταν κορυφώνεται. Και καθώς οι λέξεις διεισδύουν στο απαλό του δέρμα και σοδομίζουν το άσπιλο λευκό, ο χρήστης της πένας ξεχνάει τόσο τη θνητότητα όσο και το ειδικό βάρος που οι λέξεις του θα έπρεπε να έχουν μα δεν έχουν. Και βυθίζεται σε μια τέτοια έκσταση και τέτοια μανία – το ξέρεις καλά, αναγνωρίζεις στις λέξεις μου κάθε φορά που έχεις κάνει έρωτα, κάθε φορά που σου έχουν κάνει έρωτα. Το ξέρεις καλά, μα ξέρεις και αυτό: ότι μόλις πάψουν και οι τελευταίες ριπές σπέρματος-μελανιού οι λέξεις αποκαλύπτουν την πραγματική τους φύση, σα το σώμα του εραστή σου. Και βλέπεις τη φτήνια τους όπως βλέπεις τη ματαιότητα στις ρυτίδες του και το χαλαρό του μέλος. Μα αυτό δεν στερεί εκείνες από τη δύναμη τους, μα εσένα απ’το θρίαμβο. Εύλογα αναρωτιέσαι πώς θα σε νικήσω χωρίς να γεύομαι θρίαμβο. Μα ξεχνάς ότι η νίκη μου θα είναι φύσης πολύ διαφορετικής. Και ότι θα την αναζητήσω αλλού. Τα γράμματα αυτά είναι ο τάφος σου, μα η ζωή μου πλέον βρίσκεται στον ήχο – και κάπου αλλού. Ο Χάρβεη στέκεται μπροστά στον τοίχο και φαντάζεται πως μπροστά του υπάρχει ένα κάτοπτρο. Και μπροστά σ’αυτό το γυαλί ισιώνει τα μαλλιά και τον γιακά του, καθαρίζει το λαιμό του, και αρθρώνει λέξεις. Βγαίνουν ξένες και άγριες. «Μα όσο μιλάω οι προσβεβλημένοι φίλοι και οι συγγενείς αμήχανοι, οργισμένοι και αναίσθητοι συνάμα μπροστά στα επαίσχυντα λόγια μαλακώνουν και γλυκαίνουν ένα στόμα με φιλιά και υποσχέσεις σύνδεσης και γαλήνης. Αναγνωρίζουν ότι το στόμα μιλάει στο κενό και λόγος του έχει τον εαυτό του σαν αυτοσκοπό και η αναισθησία τους κυριεύει τα χολερικά και ανεξέλεγκτα συναισθήματα. Παρατηρούν το στόμα σαν παιδί καθυστερημένο σαν γέροντα ανοϊκό και μουρμουρίζουν ευχαριστημένοι και χορτασμένοι γνέφουν και ακούν γνέφουν και ακούν.» Κάθε λέξη βελτιώνει την επόμενη και η επιθυμία του Χάρβεη να βγεί απ’την απομόνωση είναι τέτοια που ανακτά την ικανότητα του μπροστά σε ένα κάτοπτρο-φάντασμα και σε χρόνο ελάχιστο. Η φωνή έχει στερηθεί κάθε χροιά, και οι τονισμοί αφορούν μόνο τις λέξεις και τη σωστή εκφορά τους, μα όχι το εσωτερικό του, και είναι ξένες στην έμφαση και στην απόκρυψη. Η ζωή μαζί σου ήταν η Ζωή, που με κρατούσε μακρυά απ’το θάνατο – όχι το δικό μου. Και το τέλος ήταν διπλά πικρό – στερείς από έναν πιστό τον παράδεισο του, μα του στερείς και τους συντρόφους του στην κόλαση – δεν έπρεπε να είναι έτσι μα έτσι είναι, και μετά απ’το αντίο και τον τελευταίο σου χορό – που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, εν αγνοία και εν γνώσει μου, κι ας ήταν οι λέξεις που μαρτυρούσαν ότι η σάρκα χορεύει και όχι η σάρκα που πρόδιδε τον εαυτό της γυμνή – μετά απ’αυτό ό,τι ακολουθήσει δεν θα είναι εγώ, δεν θα είναι αυτός που γνώρισες (γιατί αυτός είναι που μπορεί να δικαστεί και να καταδικαστεί απ’το Θεό) γιατί εγώ ήμουν οι λέξεις μου, ήμουν οι λέξεις μου σε σένα. Μα ο φόνος θα χρεωθεί σ’αυτό το κομμάτι χαρτί και όχι στο χέρι που θα τον διαπράξει, και η ενοχή σε σένα. Και εγώ θα γίνω ο ήχος που στερήθηκα τόσα χρόνια και θα πάλλομαι σαν θολούρα στον αέρα μακρυά σου. Ο Χάρβεη φορά το παλτό του, κουμπώνει τα κουμπιά. Βγάζει ένα χαρτί απ’την αριστερή τσέπη και το κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα. Πάνω του είναι γραμμένη η λέξη «ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟ». Βάζει το χαρτί πίσω στην τσέπη. Κατευθυνόμενος προς την εξώπορτα ρίχνει μια τελευταία ματιά στα χαρτιά πάνω στο τραπέζι. Κάνει το σταυρό του, βγαίνει έξω και ακολουθεί τα ίχνη του φόνου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.