lizbeth_covenant Posted March 24, 2009 Share Posted March 24, 2009 Είδος: φαντασίας Βία; Ναι Σεξ; μμμ... Όχι Αριθμός Λέξεων:2.766 ΓΙΑ ΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΠΕΝΘΕΙ Μπήκανε μέσα στο καλύτερο δωμάτιο που διέθετε το πανδοχείο και ο δούκας Ντράντιμερ κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Η Μύριελ ακόμη και μέσα στο σκοτάδι μπορούσε να διακρίνει το γοητευτικό χαμόγελο του άντρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα ενώ αυτός ορμούσε παθιασμένα επάνω της. Τη φίλησε βίαια κι ασυγκράτητα στο στόμα και την έριξε στο κρεβάτι. Η ανάσα του ήταν γρήγορη και κοφτή. Το χέρι του κατέβηκε απ’ το λαιμό και τύλιξε το στήθος της κι έπειτα προχώρησε παρακάτω. Όμως η Μύριελ τον σταμάτησε πριν συνεχίσει κάτω απ’ τα πέπλα του φορέματός της. «Σε θέλω», της ψιθύρισε με παράπονο. «Μπορώ να σου δώσω πολλά περισσότερα απ’ αυτό», του είπε χαμογελώντας πονηρά. Τα μάτια του δούκα έλαμψαν από ευχαρίστηση. Η Μύριελ γύρισε τον άντρα ανάσκελα και κάθισε επάνω του. Πέρασε τα δάχτυλά της απ’ τα υγρά του χείλη και τα έσυρε ως το βελούδινο γιλέκο του. Με αργές κινήσεις ξεκούμπωσε όλα τα κουμπιά του ρούχου του, το ένα μετά το άλλο. Ο Ντράντιμερ χαμογελούσε γεμάτος ανυπομονησία. Έπειτα η γυναίκα τίναξε τα μακριά, μαύρα μαλλιά της και έφερε τα χέρια στο μπούστο της. Το άνοιξε και πάλι με αργές κινήσεις ενώ δάγκωνε τα χείλη της που σχημάτιζαν ένα αχνό χαμόγελο. Το λιγοστό φως του φεγγαριού που τρύπωνε απ’ το παράθυρο, άπλωνε ένα ασημένιο πέπλο στο λευκό κορμί της. Κάτω από το φόρεμα εμφανίστηκε ο κορσές που έσφιγγε τα στήθη της. «Βγάλτο», παρακάλεσε ο δούκας κι άπλωσε τα χέρια του μα εκείνη τα απομάκρυνε. «Φρόνιμα, άρχοντά μου», του είπε με τη βαθιά φωνή της. «Κλείσε τα μάτια σου» Ο δούκας Ντράντιμερ υπάκουσε τη γυναίκα ενώ ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο είχε κολλήσει στα χείλη του. Τυλιγμένος πλέον στο σκοτάδι, ήταν ικανός ν’ ακούει μονάχα τις αναπνοές τους. Ώσπου η όμορφη φωνή της έφτασε στ’ αυτιά του, να σιγοψιθυρίζει ένα τραγούδι. Μα δεν ήταν ένα οποιοδήποτε τραγούδι, ήταν αυτό που από τα αρχαία χρόνια ονομάστηκε καταραμένο. Το αίμα του πάγωσε στο άκουσμα των ιερών αυτών λέξεων. Άνοιξε ευθύς τα μάτια του τρομοκρατημένος. «Μάγισσα!», κατάλαβε ο δούκας. «Πάψε, αυτό το τραγούδι είναι καταραμένο!» Η Μύριελ είχε ήδη βγάλει ένα μικρό, λαμπερό στιλέτο μέσα από μια κρυφή τσέπη του φορέματός της και το ύψωσε πάνω απ’ τον Ντράντιμερ. Μα εκείνος ήταν παγωμένος απ’ τη μελωδία και ανίκανος να αμυνθεί. Η φωνή της συνέχισε να ψέλνει δυνατά το τραγούδι. Ο δούκας ούρλιαξε από τον πόνο όταν εκείνη τον κάρφωσε στο στομάχι με όλη της τη δύναμη. «Σκοτώσατε τον άντρα μου και πρέπει όλοι να πληρώσετε!», φώναξε οργισμένη δίπλα στο αυτί του πληγωμένου άντρα. «Πες μου ποιοι άλλοι ήταν παρόντες στη δολοφονία του Κόνραντ και δε θα υποφέρεις άλλο». Ο Ντράντιμερ τότε κατάλαβε. «Θα σου έλεγα τα πάντα αν με είχες αφήσει να σε πηδήξω πρώτα», κατάφερε να πει και με δυσκολία σχημάτισε ένα τελευταίο χαμόγελο. Ήξερε πως σε λίγο θα ήταν νεκρός. Η Μύριελ, τρελαμένη από οργή, σήκωσε και πάλι το στιλέτο της και έκοψε τον λαιμό του δούκα. Το αίμα ανάβλυζε καυτό γεμίζοντας τα σεντόνια και τα χέρια της. Λίγες στιγμές μονάχα πέρασαν μέχρι ο δούκας να ξεψυχήσει και το πρόσωπό του έμεινε πετρωμένο με μια έκφραση πόνου. *** Στην άλλη άκρη της πόλης απλωνόταν το έρημο νεκροταφείο. Είχε πια ξημερώσει όταν η Μύριελ πέρασε αθόρυβα ανάμεσα απ’ τους τάφους, τυλιγμένη με μια μαύρη κάπα που σκέπαζε το ματωμένο φόρεμά της. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και μια βαριά ομίχλη είχε απλωθεί στους δρόμους. Η μαυροφορεμένη γυναίκα στάθηκε μπροστά απ’ τον τάφο του συζύγου της και τα δακρυσμένα μάτια της απέφευγαν επιμελώς να κοιτάξουν το όνομα που ήταν χαραγμένο πάνω στην πέτρα. «Κόνραντ», ψιθύρισε κι ένας λυγμός δραπέτευσε απ’ το στήθος της. Ο σύζυγός της ήταν ο πιο χαρισματικός μάγος που είχε γνωρίσει ποτέ της. Οι δικές της ικανότητες ήταν ασήμαντες μπροστά στις δικές του. Δούλευε καιρό στην υπηρεσία του βασιλιά πριν έρθει το τραγικό του τέλος. Πέρασαν τέσσερα χρόνια απ’ τον θάνατό του κι η Μύριελ ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει πως κατάφεραν να τον δολοφονήσουν. Όμως ήξερε πως αυτή ήταν πάντοτε η φύση του ανθρώπου, να καταστρέφει το άγνωστο που τον τρομάζει. «Θέλω τόσο να σε ξαναδώ, αγαπημένε μου Κόνραντ», ψέλλισε και χοντρά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Η αέρινη παρουσία του εμφανίστηκε μπροστά της. Το φάντασμά του της χαμογελούσε με πικρία και καλοσύνη. Η ξεθωριασμένη εικόνα του δεν έμοιαζε τόσο με τον άντρα που ήταν κάποτε όμως εκείνη ήξερε πως ήταν ο ίδιος. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που τον αντίκριζε. Παρά τη μεγάλη της επιθυμία να τον δει, η εικόνα του έφερε αβάσταχτο πόνο στην καρδιά της. «Άλλος ένας φόνος να μαυρίζει την ψυχή σου, γλυκιά μου Μύριελ», της είπε απαλά. «Ένα βήμα πιο κοντά στην ολοκλήρωση της εκδίκησής μου», απάντησε εκείνη. «Αυτή η μαγεία θα σε καταστρέψει, Μυρ. Μη συνεχίσεις», την παρακάλεσε. «Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Θα με φέρει κοντά σου» «Το καταραμένο τραγούδι θα σου φέρει κάτι πολύ χειρότερο απ’ τον θάνατο», της είπε λυπημένα απλώνοντας το άυλο χέρι του προς το μάγουλό της. «Ξέρεις καλά πως όταν το τραγουδάς, δεν καταριέσαι μονάχα τους άντρες που σκοτώνεις» «Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά», του απάντησε αποφασισμένα. «Αυτή είναι η πραγματική τιμωρία που τους αξίζει. Δε θέλω να βρούνε ησυχία ούτε μετά το θάνατό τους. Ακόμα κι αν καταδικαστώ αιώνια μαζί τους, θα το κάνω!». Το φάντασμα του συζύγου της κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι κι έπειτα χάθηκε στην ομίχλη. Η Μύριελ ένιωσε πιο μόνη από ποτέ. Το κρύο την τύλιγε κι ένιωθε πως τα δάκρυά της θα πάγωναν πριν προλάβουν να κυλήσουν απ’ τα μάτια της. Γονάτισε μπροστά στον τάφο, κουρασμένη καθώς ήταν. Τα δυο της παιδιά της έλειπαν αφόρητα και στη σκέψη πως δε θα τα ξαναέβλεπε, μια μαχαιριά διαπέρασε το στομάχι της. Είχε κάνει όμως το καθήκον της και τα μεγάλωσε όσο καλύτερα μπορούσε. Τώρα πια μονάχα η εκδίκηση είχε σημασία. *** Ο Μάλιον πέρασε την αυλόπορτα του νεκροταφείου και με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε προς τον τάφο του νεκρού του φίλου. Ήταν σίγουρος πως θα τη συναντούσε εκεί και έπρεπε να βιαστεί. Όταν είδε τον τάφο κι εκείνη μπροστά του, η καρδιά του ηρέμησε. Την πλησίασε με αργά βήματα για να μην την τρομάξει καθώς έμοιαζε απορροφημένη. Καθόταν άτσαλα κάτω στο χώμα και τα δάχτυλά της μπλέκονταν με τις ξερές ρίζες που πετάγονταν ανάμεσα απ’ τις πέτρες. Η αναπνοή του κόπηκε όταν άκουσε τη μελωδία του απαγορευμένου τραγουδιού να βγαίνει απ’ τα χείλη της. «Είναι καλύτερα να σταματήσεις μ’ αυτό, Μύριελ», της είπε ο άντρας. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με τα κόκκινα μάτια της σα να τον περίμενε. Του χαμογέλασε. «Συγχώρεσε με, Μάλιον. Ξέχασα που βρίσκομαι και τι λέω», του απάντησε κι έπειτα σηκώθηκε και πήγε κοντά του. «Δύο άντρες μέσα σε δύο μερόνυχτα», της είπε μέσα απ’ τα δόντια. «Όταν σου έδωσα τα ονόματά τους δε φανταζόμουν πως θα έφτανες στο φόνο!» «Τι περίμενες να κάνω τότε;», του πέταξε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Κι αυτό το τραγούδι… δεν πιστεύω να έφτασες στο σημείο να το…», είπε διστακτικά ο Μάλιον και απ’ το πρόσωπό της κατάλαβε την απάντηση. «Ήσουν ο καλύτερός του φίλος, Μάλιον! Περίμενα να με στηρίξεις!» «Για σένα είναι που ανησυχώ», της είπε μ’ ένα πονεμένο βλέμμα στα μάτια και χάιδεψε απαλά το μάγουλό της. «Ω, Θεοί. Είσαι τόσο παγωμένη». Ο άντρας την τράβηξε μέσα στην αγκαλιά του ενώ εκείνη έτρεμε απ’ το κρύο. «Έλα μαζί μου στο σπίτι. Πρέπει να ζεσταθείς και να ξεκουραστείς» «Με είδες κανείς; Έμαθες;», ρώτησε γεμάτη αγωνία η γυναίκα. Για να εξελιχθεί σωστά το σχέδιό της έπρεπε να κρατηθεί μυστική η ταυτότητά της. «Είδαν μονάχα μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Όχι το πρόσωπό σου», τη διαβεβαίωσε ο Μάλιον. «Όμως απ’ τα πτώματα κατάλαβαν πως είσαι μάγισσα. Υποψιάζονται πως κάποιος καταράστηκε τους νεκρούς πριν πεθάνουν» «Δεν ξέρουν τίποτα», ψιθύρισε η Μύριελ περισσότερο για να το ακούσει η ίδια. Είχε επισκεφθεί και παλιότερα την οικεία του άρχοντα Μάλιον. Ήταν ένα όμορφο και μεγάλο αρχοντικό με περιποιημένο κήπο και αρκετούς υπηρέτες για να το φροντίζουν. Εκείνο το πρωινό όμως οι δυο τους ήταν ολομόναχοι στο σπίτι κι αυτό την έκανε να νιώσει περισσότερο ασφαλής. Ο Μάλιον της έδωσε να φορέσει καθαρά ρούχα και αφού έφαγαν, την οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο για να ξεκουραστεί. Είχε τρεις ολόκληρες μέρες να κοιμηθεί. Όταν ξύπνησε και πάλι, έξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και ο δυνατός άνεμος έκανε τα ξύλινα παντζούρια να χτυπάνε μεταξύ τους. Ο Μάλιον καθόταν μπροστά στο τζάκι χαμένος στις μαύρες σκέψεις του. Έπρεπε να πάρει κάποιες αποφάσεις μα ήταν σίγουρος πως καμία από αυτές δε θα του έφερνε γαλήνη. Όταν είδε τη Μύριελ να κατεβαίνει από τη σκάλα, της χαμογέλασε θλιμμένα. Έκανε κι εκείνη το ίδιο. «Πρέπει να μου πεις και τα υπόλοιπα ονόματα, Μάλιον», του είπε η γυναίκα και κάθισε δίπλα του. «Πρέπει να με βοηθήσεις» «Το σκέφτηκα κι εγώ πολύ καλά τις τελευταίες ώρες. Θέλω να σε βοηθήσω», της είπε κι έκλεισε το χέρι της μέσα στις παλάμες του. «Τα παιδιά σου γνωρίζουν πως βρίσκεσαι στην πρωτεύουσα;» «Μην προσπαθείς να με συγκινήσεις με τα παιδιά, Μάλιον. Τα άφησα πίσω», του είπε μ’ ένα πικρό χαμόγελο. «Πίστευα πως θα μπορούσα να σε κάνω να ξεχάσεις, Μυρ», της απάντησε με το βλέμμα καρφωμένο στη φωτιά. Τα μάτια του έμοιαζαν κόκκινα και τα δάκρυά του που πάλευαν να κυλήσουν, είχαν μια πορτοκαλιά απόχρωση. «Δεν μπορώ να σβήσω αυτό το μίσος», του είπε απαλά. «Λυπάμαι» «Μακάρι να μπορούσα να σε κάνω να ξεχάσεις. Ξέρεις πόσο σε νοιάζομαι, πόσο σε αγαπάω». Την τράβηξε κοντά του διστακτικά και τη φίλησε. Εκείνη ανταποκρίθηκε στο γλυκό φιλί του. Μπορούσε να γευτεί τα αλμυρά του δάκρυα που κυλούσαν κοντά στα χείλη του. «Δεν μπορώ να επιτρέψω να πάθεις εσύ κακό», της είπε στο τέλος χαϊδεύοντας τα μαύρα της μαλλιά. «Είσαι τόσο καλός, Μάλιον. Όμως δεν μπορώ να τους συγχωρήσω. Υπάρχει τόσο μεγάλο μίσος μέσα μου και δεν μ’ αφήνει να σταματήσω». Ο Μάλιον σηκώθηκε όρθιος και απομακρύνθηκε. Ήταν φανερά αναστατωμένος. «Ξέρω πως μ’ αγαπάς κι εσύ. Πρέπει, έστω και λίγο», της είπε μ’ ένα πονεμένο βλέμμα που την έκανε να πάρει τα μάτια της μακριά. «Το ξέρεις», του είπε διστακτικά. «Άλλωστε είσαι ο μοναδικός που έχω τώρα πια» «Τότε σταμάτα αυτήν την τρέλα. Δε θέλω να καταστραφείς με αυτό το καταραμένο τραγούδι, Μύριελ. Δεν θέλω να σε χάσω!» «Ίσως είναι καλύτερα να φύγω. Δεν θέλω να σε αναστατώνω», του είπε βιαστικά με τρεμάμενη φωνή. «Λυπάμαι αλλά δεν μπορείς να κάνεις κάτι». «Δε θα αλλάξει τίποτα ακόμα κι αν σου πω ότι ήμουν κι εγώ παρόν στη δολοφονία του Κόνραντ;», είπε ξέπνοα ο Μάλιον. Η Μύριελ ένιωσε την καρδιά της να γίνεται χίλια κομμάτια. Κοιτούσε με ορθάνοιχτα τα δακρυσμένα της μάτια, τον άντρα που είχε μπροστά της. Ήταν ακόμα ανίκανη να πιστέψει πως τα λόγια που άκουσε ήταν η αλήθεια. «Όλα αυτά τα χρόνια ζω με την ελπίδα πως κάποια μέρα θα βρεις τη δύναμη να με συγχωρήσεις, Μύριελ!», της είπε. «Ξέρω πως μπορείς να μου πάρεις αυτό το βάρος και να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω στο παρελθόν» «Εσύ… πως μπόρεσες;», ούρλιαξε η Μύριελ με όλη τη δύναμη που είχε. «Ήταν ο καλύτερός σου φίλος, Μάλιον!» «Δεν ξέρεις όλη την αλήθεια για τον θάνατό του, αγάπη μου». Ο Μάλιον έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, παίρνοντας θάρρος απ’ το γεμάτο απορία βλέμμα της γυναίκας. «Εκείνος μας το ζήτησε! Επιθυμούσε το θάνατο γιατί δεν μπορούσε πια να ελέγξει τις μεγάλες δυνάμεις του. Ήταν επικίνδυνος!». «Λες ψέματα! Ο Κόνραντ δε θα έκανε κακό σε κανέναν!», ούρλιαξε για άλλη μια φορά και άρπαξε το σκάλευθρο που κρεμόταν δίπλα απ’ το τζάκι. Τρόμος χαράχτηκε στο πρόσωπο του Μάλιον κι άρχισε να απομακρύνεται και πάλι. «Σε παρακαλώ, Μύριελ, άφησέ το κάτω. Λέω την αλήθεια αν και ο Κόνραντ μου ζήτησε να μη μάθεις ποτέ τίποτα για το τέλος του!». «ΓΙΑΤΊ;;; Γιατί έπρεπε να μου πεις την αλήθεια τώρα;», του φώναξε κλαίγοντας πλέον με λυγμούς. «Σε εμπιστευόμουν, ήσουν ο μόνος που είχα!» «Ήλπιζα πως αν μάθαινες την αλήθεια θα… σταματούσες αυτή την τρέλα» «Έκανες λάθος», ψιθύρισε κι έπειτα ύψωσε το σκάλευθρο προς το μέρος του Μάλιον. Όσο κι αν την πονούσε έπρεπε να κάνει αυτό το φόνο. Το απαγορευμένο τραγούδι δραπέτευσε για άλλη μια φορά απ’ τα χείλη της. Ίσως πιο αδύναμο απ’ ότι άλλες φορές, η φωνή της έτρεμε. Όμως ήξεραν και οι δύο πως αυτό το τραγούδι θα καταδίκαζε τον Μάλιον σ’ έναν κόσμο αιώνιου βασανισμού. «Σε παρακαλώ, Μύριελ, σταμάτα!», εκλιπαρούσε ο άντρας μα η Μύριελ συνέχισε να τραγουδάει όλο και πιο δυνατά ενώ ταυτόχρονα τον πλησίαζε με το σκάλευθρο στο χέρι. Οι φλέβες στον λαιμό και το μέτωπό της πετάγονταν από την ένταση. Ένα απαλό πορτοκαλί φως τρύπωσε απ’ τα παράθυρα. Ο Μάλιον και η Μύριελ έριξαν το βλέμμα τους έξω απ’ το αρχοντικό. Αναμμένοι δαυλοί άπλωναν τα ζωηρά χρώματα της φωτιάς, λάμποντας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ένα μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί έξω απ’ την αυλή του σπιτιού του Μάλιον. «ΜΑΓΙΣΣΑ! ΦΟΝΙΣΣΑ!», φώναζαν οργισμένοι δεκάδες άντρες και γυναίκες. Ο θόρυβος μεγάλωνε όλο και περισσότερο καθώς περνούσαν μέσα στην αυλή. «Με βρήκαν. Γνωρίζουν…», ψέλλισε αποσβολωμένη η Μύριελ. Το πλήθος συνέχισε να εξαπολύει βρισιές για τη γυναίκα και τα τζάμια έσπασαν από ξύλα και πέτρες που πετούσαν προς το μέρος τους. «Υπάρχει ακόμα χρόνος να σωθούμε», είπε γεμάτος αγωνία ο Μάλιον. «ΦΩΤΙΑ! ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΑΓΙΣΣΑ», ούρλιαζε το εξαγριωμένο πλήθος και η φωτιά των δαυλών τους απλώθηκε στο σπίτι. «Θέλουν να μας κάψουν ζωντανούς», συνειδητοποίησε τρομοκρατημένος. Κι όσο εκείνος ήταν απορροφημένος με τον όχλο έξω απ’ το σπίτι του, η Μύριελ τον πλησίασε με αργά βήματα και τον χτύπησε στο κεφάλι με το σκάλευθρο με όλη της τη δύναμη. Εκείνος έπεσε κάτω νεκρός ενώ αίμα έβγαινε απ’ το σπασμένο του κρανίο, βάφοντας κόκκινα τα κατάξανθα μαλλιά του. Η Μύριελ τον κοιτούσε για μερικά λεπτά χωρίς να είναι ικανή να κινηθεί από τη θέση της. Έπειτα γονάτισε εξαντλημένη δίπλα στον νεκρό άντρα με μάτια θολωμένα από τα δάκρυα. «Γιατί μου είπες την αλήθεια, Μάλιον;», ψιθύρισε κλαίγοντας ενώ ταυτόχρονα σκούπιζε τρυφερά το ματωμένο πρόσωπο του άντρα με το φόρεμα της. «Δεν ήθελα να σε σκοτώσω. Δεν ήθελα να σε καταραστώ…» Το σπίτι γύρω της είχε τυλιχθεί στις φλόγες ενώ το πλήθος συνέχιζε τις εξαγριωμένες φωνές. Οι γλώσσες της φωτιάς εξαπλώνονταν, καίγοντας τα έπιπλα και τα υφάσματα, σκαρφάλωναν στους τοίχους καταστρέφοντας τους πίνακες και τα δοκάρια στο ταβάνι. Μαύρος καπνός τύλιξε τη Μύριελ ενώ εκείνη φιλούσε απαλά τα άψυχα χείλη του Μάλιον. Ήξερε πια πως το τέλος της είχε έρθει. Έτρεξε στη σκάλα και κάθισε στο ψηλότερο σκαλοπάτι, εκεί που η φωτιά δεν είχε φτάσει ακόμη. Είχε μείνει κάτι τελευταίο πριν αφήσει για πάντα τη θνητή ζωή της και χρειαζόταν συγκέντρωση για να τα καταφέρει. Έπρεπε να τραγουδήσει το καταραμένο τραγούδι, για την ίδια αυτή τη φορά. Όχι πως διαφορετικά θα είχε κάποια ελπίδα να βρει την ηρεμία μετά το θάνατό της, μα ήθελε να έχει αυτή την τιμή. Έκλεισε τα μάτια της, κάλυψε τα αυτιά της με τα χέρια και μαζεύτηκε όσο πιο πολύ γινόταν. Η φωνή της, δυνατή και ήρεμη πια, άρχισε να τραγουδά και τα απαγορευμένα λόγια ξεχύθηκαν απαλά στο χάος που επικρατούσε γύρω της. Κάθε ήχος σώπασε στο άκουσμά του. Διέταξε την αποψινή βραδιά να κρατήσει αιώνια. Το σκοτάδι ενός καινούριου κόσμου να απλωθεί σε κάθε άγνωστη ακτή. Και μια παντοτινή σιωπή να ρίξει τα βαριά δίχτυα της μοναξιάς επάνω στις πλάτες των καταραμένων. Η Μύριελ άνοιξε και πάλι τα μάτια της. Η φωτιά γύρω της οργίαζε και πέρα απ’ τις φλόγες δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να διακρίνει. Σηκώθηκε όρθια και στάθηκε με θάρρος μπροστά στο τέλος που πλησίαζε. Ένα δροσερό χέρι γλίστρησε μέσα στο δικό της. Κοντά της δεν υπήρχε κανείς κι όμως δεν ένιωθε πια μόνη. Μια δύναμη, μεγαλύτερη απ’ τη δική της, την κατέβασε απ’ τη σκάλα. Πέρασε μέσα απ’ τη φωτιά και τα καμένα δοκάρια που είχαν καταρρεύσει και έφτασε στην κουζίνα. Η Μύριελ μη μπορώντας να αναπνεύσει και τυφλωμένη απ’ τον καπνό, σκόνταψε κι έπεσε με δύναμη επάνω σε μια ξύλινη πόρτα που άνοιξε. Αμέσως μετά ένιωσε κάτω απ’ το πρόσωπό και τα γυμνά της χέρια το βρεμένο χορτάρι να τη χαϊδεύει. Με δυσκολία σύρθηκε παραπέρα, βήχοντας, ενώ τα πνευμόνια της έκαιγαν. Λίγες στιγμές αργότερα συνειδητοποίησε τι συνέβη κι έριξε με αγωνία το βλέμμα προς το αρχοντικό που καιγόταν. Διέκρινε την μορφή του Μάλιον να αχνοφαίνεται μέσα απ’ το μαύρο καπνό, στο κατώφλι της πόρτας. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. «Τρέξε», τον άκουσε να της λέει απαλά κι έπειτα χάθηκε μέσα στο πύρινο χάος. «Μάλιον…», ψέλλισε η Μύριελ κλαίγοντας και τον αποχαιρέτησε σιωπηλά. Μέσα της ευχήθηκε η συγχώρεση που του έδινε πια, ολόψυχα μέσα απ’ την καρδιά της, να έπαιρνε μακριά την κατάρα του τραγουδιού και να του χάριζε τη γαλήνη. Μια γαλήνη που η ίδια, καταραμένη καθώς ήταν, δε θα αποκτούσε ποτέ. Είτε ήταν ζωντανή, είτε νεκρή. Γιατί τελικά το τραγούδι ήταν πολύ πιο ισχυρό απ’ όσο πίστευαν οι θνητοί. Κι ύστερα έτρεξε μακριά, όπως επιθυμούσε εκείνος. ΤΕΛΟΣ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Ήταν καλό, αν και κάπως ψυχρά γραμμένο, για τόσο δυνατό θέμα. Θα μου άρεσε να έχει πιο πολύ κλίμα, να "μυρίζω" το υγρό χώμα στο νεκροταφείο, να "ακούω" κι εγώ τις κραυγές του πλήθους, να νιώσω κάπου λίγη αγωνία. Τίποτα απ' όλα αυτά. Δεν ένιωσα τίποτα. Στο τέλος γίνεται λίγο δυσνόητο και μένω με την απορία του τι ακριβώς τελικά έγινε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Σαν την Κασσάνδρα κι εγώ, κάπως μπερδεύτηκα με το τι παιζόταν τελικά. Όσο για το τραγούδι, πολύ δευτερεύον στοιχείο. Θα μπορούσε να μην υπήρχε και καθόλου. Και νισάφι πια να υπάρχει σεξ επειδή είναι πρωταγωνιστής γυναίκα. Είναι ουσιαστικά μια ιστορία εκδίκησης, που έχει την ανατροπή της και την καλή εκφραστικότητά της αλλά στην τελική είναι απλή σε δομή και αόριστη στα κίνητρα αυτών που εκδικείται. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Λιζ, όταν κατάλαβα πώς θα χρησιμοποιούσες το τραγούδι, το κεφάλι μου γέμισε πολύχρωμες εκρήξεις από φωνές, σαν Banshee. Φανταζόμουνα μελωδίες να στραγγαλίζουν, να καταριούνται, να τρώνε τις ψυχές ζωντανές. Με προσγείωσες. Δεν του έδωσες το πάθος και την ορμή τη εκδίκησης. Ίσως να έφταιγε πως μου είχες εξάψει τόσο πολύ την φαντασία που περίμενα τον ουρανό με τ' άστρα. Δεν ήταν κακό, για κανένα λόγο, όμως θα μπορούσε να είναι ΠΟΛΥ καλύτερο. Το τέλος θέλει αρκετή δουλειά, είναι πολύ ασαφές... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 (edited) Δεν ξέρω ακριβώς τι να πω εδώ. Η ιστορία είναι αυτή που είναι, με προβλημάτισε η γραφή της. Είναι πολλά που με αφήνουν ανικανοποίητο. Η πρώτη σκηνή θα μπορούσε π.χ. να αποκαλύπτει λιγότερα. Μην μας εξηγείς γιατί διαπράττει το έγκλημα η ηρωίδα σου. Διέγραψε τον θεατρικό διάλογο ανάμεσα σε θύτη και θύμα. Παράτεινε το μυστήριο, άφησε μας να λυπηθούμε αυτόν που σκοτώθηκε και να δημιουργήσουμε λάθος εντυπώσεις για εκείνη. Επίσης είχα ανάγκη να πληροφορηθώ περισσότερα για την δολοφονία του Κόνραντ, μια κάποια περιγραφή, για να παθιαστώ ισάξια με την Μύριελ στον σκοπό της. Ένα θέμα, αυτό της φθοράς της ίδιας από την εκδίκηση της, επαναλαμβάνεται κουραστικά δύο φορές. Μια με το φάντασμα του άντρα της. Ξανά μετά με τον Μάλιον. Η αποκάλυψη «Εκείνος μας το ζήτησε! Επιθυμούσε το θάνατο γιατί δεν μπορούσε πια να ελέγξει τις μεγάλες δυνάμεις του. Ήταν επικίνδυνος!» με κάνει να θέλω να ξέρω περισσότερα, για να πειστώ. Να σιγουρευτώ πως δεν είναι κάτι που ο Μάλιον λέει για να σώσει την ζωή του. Είναι πάντα πρόβλημα όταν φορτώνουμε το περισσότερο υλικό μιας ιστορίας στο αθέατο παρασκήνιο. Και η ιστορία σου θα μπορούσε κάλλιστα να τελειώσει μέσα στις φλόγες. Η διάσωση της και η φυγή τι νόημα έχουν; Αν όχι για happy end τότε γιατί; Οι ιστορίες εκδίκησης έχουν μια δική τους δύναμη και αυτή θα ήταν κρίμα να πάει χαμένη. Αν όχι τα δικά μου σχόλια, δώσε προσοχή σε όσα σου λένε οι άλλοι και δούλεψε το. Edited March 26, 2009 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted March 26, 2009 Author Share Posted March 26, 2009 Γενικά αυτή η ιστόρία άλλαξε πολλές μορφές! Ας πούμε αρχικά το τέλος ήταν διαφορετικό, εκείνη όντως καιγόταν! Όχι, δεν το άλλαξα για το χάπι έντ(δε μ'αρέσουν κιόλας) απλά μου ήρθε η έμπνευση να τη σώσει ο Μάλιον και το έβαλα έτσι τελικά. Φοβόμουν πως αλλιώς θα ήταν κάπως ξερό το τέλος. Όσο γι' αυτο που προτείνεις Ντίνο για το πρώτο κομμάτι ομολογώ πως δε μου πέρασε απ' το μυαλό να αποκαλύψω λιγότερα. Και τώρα που το λες μ'αρέσει πολύ σαν ιδέα... ακούγεται ενδιαφέρον! Σόνια, έχεις δίκιο θα μπορούσα να το εκμεταλλευτώ καλύτερα το θέμα του τραγουδιού. Για να είμαι ειλικρινής ήξερα αρκετά απ' τα μειονεκτήματα αυτής της ιστορίας αλλα ενώ στην αρχή μου άρεσε η ιδέα να γράψω κάτι τέτοιο μετά δεν είχα πολύ όρεξη για βελτιώσεις. Δεν με βρήκε σε σωστή εποχή φαίνεται... Αν όχι τα δικά μου σχόλια, δώσε προσοχή σε όσα σου λένε οι άλλοι και δούλεψε το. Και βέβαια θα δώσω προσοχή και στα δικά σου και στων υπολοίπων! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 (edited) Όμορφη και περιγραφική γραφή, καλοδουλεμένοι διάλογοι, ομαλή δομή (αν και προς το τέλος κάπου χάθηκες), ταιριαστά χρώματα (κάτι που συναντώ στις ιστορίες σου) και σκηνικά, χαρακτήρες με ενιδαφέρον, ιδέες ωραίες όμως ακατέργαστες. Άλλά δυστυχώς το Τραγούδι είναι σχεδόν ανύπαρκτο και η ιστορία τίνει να ξεφύγει από το θέμα. Αν ένιωσα το τραγούδι σε κάποιο σημείο της ιστορίας, αυτό ήταν στο νεκροταφείο όπου η Μύριελ τραγουδούσε πάνω από τον τάφο του δικού της. Σε όλα τα άλλα σημεία, αυτό που κατάλαβα ήταν μια ωδή μαύρης μαγείας, κάτι σαν σύντομη τελετουργία, ή ας το πω απλά με spell. Βέβαια, και οι μικρέ αυτές ωδές τραγούδια θεωρούνται (καθώς η μαγεία αυτού του είδους έχει συνδεθεί από τα αρχαία χρόνια με το τραγούδι) αλλά το τραγούδι χάνει το ρόλο του στο διήγημα. Επαναλαμβάνω, πολύ ωραία ιδέα το καταραμένο τραγούδι (που τους έστελνε στο ) αλλά ακατέργαστη. Και θα συμφωνήσω με τα άλλα παιδιά. Δεν πολυκατάλαβα τι έγινε στο τέλος αλλά...μου άρεσε! Ωραίος τίτλος by the way Edited March 26, 2009 by Παρατηρητής Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Κατά αρχήν ωραίος τίτλος. Στο κείμενο υπάρχει ένας συνδυασμός μειονεκτημάτων. Ατελής γραφή, βαρύ κόνσεπτ συνεχής προσπάθεια ανατροπών και πολύ μελόδραμα που κορυφώνεται μέσα από ξύλινους διαλόγους. Ένα ερωτηματικό: αφού κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η φόνισσα, πως κατάλαβε ο κόσμος ότι η Μύριελ ήταν η μάγισσα; Υπάρχει όμως και μια πολύ ωραία παράγραφος σ’ αυτή την ιστορία, λίγο πριν το τέλος, εκείνη που ξεκινά: «Έτρεξε στη σκάλα και κάθισε στο ψηλότερο σκαλοπάτι…» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Καλή προσπάθεια, αλλά έχει πολλά κλισέ και αρκετά σημεία αναληθοφάνειας. Το δυνατό του σημείο νομίζω ότι είναι η καταραμένη ηρωίδα και το τραγούδι που χρησιμοποιεί στα θύματά της. Όμως, ερωτήματα όπως γιατί δεν της λέει ο άντρας της-φάντασμα την αλήθεια, γιατί ο Μάλιον δίνει τα ονόματα των υπολοίπων συνενόχων, γιατί τελικά η Μύριελ τον σκοτώνει δημιουργούν λογικά κενά που κάνουν την πλοκή αδύναμη. Χρειάζεσαι μια διαφορετική ίντριγκα, όπου ο Μάλιον όντως σκότωσε τον άντρα της για να την κερδίσει, δίνει τα ονόματα των υπολοίπων για να γλιτώσει το τομάρι του αλλά ο άντρας της καταφέρνει με κάποιο τρόπο να της μεταφέρει την πληροφορία του φόνου και να έχουμε την κατάληξη που επιθυμείς. ΓΙΑ_ΚΕΙΝΗ_ΠΟΥ_ΠΕΝΘΕΙ_σ_όλια_κριτικη.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Καλό. Αρκετά ερωτηματικά μένουν αναπάντητα. Βέβαια καταλαβαίνω πως περιορίζεσαι από το όριο. Όμως νομίζω πως η ιστορία χρειαζόταν περισσότερες λέξεις για ν’ αναπνεύσει. Ακόμη υπάρχουν μερικά λαθάκια που θ’ ανακάλυπτες στην επόμενη διόρθωση, ενώ δε μπορώ παρά να παρατηρήσω πως η ιστορία θα έστεκε μια χαρά και χωρίς την ύπαρξη του τραγουδιού. Πέρα από αυτά μου άρεσε η ιδέα, οι διάλογοι, οι περιγραφές και όπως ξαναείπα το τέλος. Α και η ατάκα «θα σου ’λεγα τα πάντα αν μ’ είχες αφήσει πρώτα να σε πηδήξω», με εξέπληξε ευχάριστα σε κείμενο γυναίκας! Συνολικά μου άρεσε απλώς πιστεύω πως η συγκεκριμένη ιδέα απαιτούσε μεγαλύτερη έκταση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Η ιστορία ξεκίνησε πολύ πιο δυνατά απ' ό,τι συνεχίστηκε. Υπήρχε χρώμα και εικόνα, η παράνοια που φαίνεται να κερδίζει την ηρωίδα σιγά-σιγά είχε ενδιαφέρον, αλλά η πλοκή και ο τρόπος που εξελίχθηκαν κάποια πράγματα, κάπως δεν με έπεισε. Η θέση του Μάλιον στην ιστορία είναι πολύ μπερδεμένη. Της έχει αποκαλύψει τους συνενόχους, μετά της λέει ότι ευθύνεται κι αυτός, στο μεταξύ φαίνεται ότι υπάρχει μια αμοιβαιότητα ερωτικής φύσεως μεταξύ τους, αλλά η γυναίκα πενθεί ακόμη τον άντρα της. Κάτι δεν κάθεται πολύ καλά στην πλοκή και στα κίνητρα. Επίσης φαίνεται σαν όλοι οι εμπλεκόμενοι να είχαν ερωτικές βλέψεις απέναντι στη Μύριελ και αυτό είναι επίσης κάπως παράξενο. Δε με πειράζει αν θα σωθεί ή δε θα σωθεί η ηρωίδα στο τέλος, αλλά με ενοχλεί λιγάκι ότι δεν καταλαβαίνω πολύ καλά πώς σώζεται. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Με δυσκολεύει απίστευτα να σχολιάσω αυτή την ιστορία, η συγγραφέας ξέρει πολύ καλά γιατί! :tongue: Η ιστορία αυτή και με ικανοποίησε και όχι. Μπόρεσα να δεθώ με την πρωταγωνίστρια, μου δημιουργήθηκαν ωραίες εικόνες, ένιωσε την ένταση των σκηνών, αλλά σε πολλά σημεία θα μπορούσε να γίνει καλύτερο. Θα προτιμούσα πχ να πέθαιναν με το τραγούδι, όχι να τους σκότωνε εκείνη. Τώρα, αυτό θα γινόταν με άμεσο ή με έμμεσο τρόπο, δεν ξέρω... Ακόμα, η μεγάλη έκταση που πέρνει η πρώτη σκηνή, μου φαίνεται περιττή... ίσως θα μπορούσες αντί αυτής να γράψεις μια άλλη που μπορεί να μην είχε το ταπεραμέντο αυτής, αλλά να είχε περισσότερη αγωνία, ένταση, συναίσθημα κτλ... Επίσης, με χάλασε αυτή η επαφή με το φάντασμα... δεν ξέρω γιατί, απλά με χάλασε. Ίσως και να φταίνε αυτά που ανέφεραν και οι προηγούμενοι. Το τέλος με ικανοποίησε γιατί μου δημιούργησε συγκίνηση, αλλά θα προτιμούσα να είναι πιο εμφανές και πιο έντονα δωσμένο τι τελικά συνέβει. Αυτά! Καλή επιτυχία και καλή συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Η αρχή ήταν πολύ δυνατή σε γραφή, αλλά μόλις άρχισε να τραγουδά η κυρία και ο επίδοξος εραστής αναγνώρισε το άσμα, άρχισα να χάνω τη μπάλα. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν είμαστε σε βικτωριανή εποχή που με παρέπεμπαν τα ονόματα και τα ρούχα ή σε κάποιον εντελώς φανταστικό κόσμο με μάγους. Το διήγημα δε μου προσέφερε απαντήσεις, μα με καλούσε να τις σκεφτώ μόνος μου και να συμπληρώσω τα λίγα που κατάλαβα. Οι χαρακτήρες ήταν επίσης αδύναμοι, χωρίς εμβάθυνση που θα με βοηθούσε να βιώσω τις καταστάσεις και να ταυτιστώ με τα έντονα συναισθήματα του φινάλε που δυστυχώς έμειναν απόμακρα. Το κείμενο χρειαζόταν περισσότερο "ψωμί". Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Ωραία και στρωτή γλώσσα, χωρίς φιοριτούρες. Η ιστορία έχει δυναμικό να γίνει υπέροχη, με όλο το βάρος που δίνει στη λέξη «υπέροχη» μια καταραμένη μάγισσα. Μ’ αρέσει επίσης η χρήση του τραγουδιού, που παρόλο που μοιάζει συνηθισμένη, δίνεται με ωραίο τρόπο και δε με χαλάει καθόλου μα ξκαθόλου. Υπάρχουν όμως κάποια προβληματάκια που πρέπει να τα προσέξεις και δυστυχώς είναι στο θέμα του στησίματος των χαρακτήρων. Δε με πείθει αρκετά το ότι από τη μία ο άντρας της έχει μόλις τέσσερα χρόνια νεκρός και κάνει φρικτά πράγματα για να τον εκδικηθεί κι από την άλλη φιλιέται με κάποιον, ακόμη περισσότερο δε, που αυτός ο κάποιος είναι ο καλύτερός του φίλος. Χτυπάει πάρα πολύ άσχημα. Κι επίσης και το τέλος μου μοιάζει αρκετά βιαστικό και λίγο παιδιάστικο. Μπορεί να δικαιολογείται ο Μάλιον να την σώσει από τη φωτιά, αλλά η δική της τελευταία σκέψη –ότι τον συγχωρεί- δεν δικαιολογείται. Ή μάλλον για να λέω τα πράγματα όπως έχουν, εμένα δε μου αρέσει, μου φαίνεται ότι δε στέκει. (Και κάτι μάλλον ασήμαντο αλλά κι αυτό το ψείρισα: όταν σκοτώνει το δούκα στο πανδοχείο του φωνάζει. Πώς δε σηκώθηκε το πανδοχείο στο πόδι; Για να μη σου πω ότι θα είχε περισσότερο εφφέ αν του ψιθύριζε.) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted March 30, 2009 Author Share Posted March 30, 2009 Ευχαριστώ πολύ παιδιά για τα σχόλια. Να απαντήσω και σε κάποια πραγματάκια. Ένα ερωτηματικό: αφού κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η φόνισσα, πως κατάλαβε ο κόσμος ότι η Μύριελ ήταν η μάγισσα; Εντάξει, είδαν μια μαυροφορεμένη γυναίκα να φεύγει απο το πανδοχείο, ίσως την ακολούθησαν. Ίσως την άκουσαν να τραγουδάει το τραγούδι στο νεκροταφείο. Κάπως την ανακάλυψαν. Αυτό δεν το θεώρησα τόσο σημαντικό όσο άλλα κενά που υπήρχαν για τα οποία ρωτήσατε αλλα δεν μπαίνω στον κόπο να τα απαντήσω γιατί δεν έχει νόημα απ' τη στιγμή που δε φαίνονται μέσα. Απαντήσεις, βέβαια υπάρχουν για όλα αλλά τελικά θα συμφωνήσω με το παρακάτω του Solonor... πιστεύω πως η συγκεκριμένη ιδέα απαιτούσε μεγαλύτερη έκταση. ή τουλάχιστον εγώ δεν μπορούσα να τη χωρέσω μέσα σε αυτές τις λέξεις με σωστό τρόπο. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω μάλλον να γράφω διηγήματα, ήταν η πρώτη φορά που έγραψα κάτι τόσο μικρό ενώ απ' την άλλη οι ιδέες μου είναι για κάτι μεγαλύτερο. Και μάλλον τα θαλάσσωσα λίγο Α! Όσο για τη σχέση της Μύριελ και του Μάλιον, υποτίθεται ότι δεν ήταν τόσο έρωτας όσο τρυφερότητα αυτό που τους έδενε, ειδικά απ' το μέρος το δικό της. Τώρα οκ αν φάνηκε διαφορετικά. Οι χαρακτήρες όπως τους έχω στο μυαλό μου, θα μπορούσαν να είναι πολύ ενδιαφέροντες με ξεκάθαρα κίνητρα αλλά τι να κάνουμε τώρα που δεν είναι έτσι στο συγκεκριμένο κείμενο... Πάντως οι προτάσεις σας μου άρεσαν και φυσικά θα τις σκεφτώ, όπως και τα σχόλιά σας φυσικά... Thanks και πάλι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted March 30, 2009 Share Posted March 30, 2009 Μου αρεσε, λιγο περισοτερο η αρχη λιγο λιγοτερο το τελος...++Για το setting της μεσσεωνικης εποχης(εμενα το κειμενο προς τα κει με οδηγησε: μαγισες στην πυρα και μια αισθηση αναγενησιακης εποχης στην ευρωπη...) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted March 30, 2009 Share Posted March 30, 2009 Επικροτώ κι εγώ την επιλογή του μέρους ( μου έφερε βικτωριανή εποχή στο μυαλό ) και η πλοκή της με κέρδισε. Η γραφή είναι καλή αλλά είναι αληθεια ότι θέλει κάποια δουλειά ως κείμενο (και επειδή το σέτινγκ δίνει πόντους, δούλεψε το κι άλλο). Διαβαζόταν εύκολα ως ένα σημείο. Το τέλος όμως...παράδοξο. Καλογραμμένο σε κομμάτια αλλά περίεργο στην κατάληξη (ακόμη δεν είμαι σίγουρος πως έφυγε). Ένα ξεκαθάρισμα θα το κάνει πολύ καλό. Και το πως την ανακάλυψαν θέλει δουλειά. Κάποια προδοσία; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.