Solonor Posted March 25, 2009 Share Posted March 25, 2009 Όνομα Συγγραφέα: Σόλονορ. Είδος: ηρωική φαντασία. Βία; Ναι. Σεξ; Όχι. Αριθμός Λέξεων: 2976. Αυτοτελής; Ναι. Το γεράκι. Ο παγερός, νυχτερινός αέρας σφύριζε μανιασμένα στους λόφους της βόρειας Έλγκερλαντ. Από τον πιο ψηλό απ’ όλους το ξύλινο κάστρο διαφέντευε την πόλη του Μπέρμπανγκ. Έξω από τη πόρτα του υπέμεναν το κρύο τρεις εκατοντάδες πολεμιστές τυλιγμένοι σε κουβέρτες και γούνες. Ήταν η φρουρά που είχε επιστρέψει νωρίτερα από την αναμέτρηση με τις ορδές των Δένμεν. Οι επίδοξοι κατακτητές είχαν διασχίσει φέτος με τα καράβια το άστατο βόρειο πέλαγος μες στο καταχείμωνο και είχαν επιτεθεί σφοδρότερα από ποτέ. Οι πολεμιστές της Έλγκερλαντ τους είχαν αντιμετωπίσει σ’ ένα πέρασμα ούτε μισή μέρα δρόμο από την πόλη. Κι από εκεί είχαν γυρίσει απόψε σε πένθιμη σιωπή. Δεν είχαν χάσει, αλλά συνόδευαν στη κατοικία του τον άντρα που λίγες ώρες νωρίτερα τους είχε χαρίσει τη νίκη. Τον πρίγκηπα του Μπέρμπανγκ. Όσοι απ’ αυτούς κατοικούσαν στη πόλη απαρνιούνταν την ζεστασιά των σπιτιών τους. Κι άλλοι τόσοι από τη μακρινή επαρχία της Έγκαρμπεντ δε δέχονταν τη φιλοξενία. Δε θα ησύχαζε κανείς αν δεν ειδοποιούνταν για τη μοίρα του πρίγκηπα. Γηγενείς και ξωμερίτες υπέμεναν το κρύο μαζί κι αν οι ντόπιοι κάποτε αποκαλούσαν τους μαχητές της Έγκαρμπεντ ψαράδες, σαν η λέξη να’ ταν προσβολή, σήμερα είχαν μάθει να τους σέβονται. Μέσα στην αίθουσα του θρόνου οι πορτοκαλιές γλώσσες της πυράς φώτιζαν από τη κεντρική, πέτρινη εστία το συγκεντρωμένο πλήθος: τους ευγενείς, τους στενούς φίλους του βασιλιά και μερικούς σκλάβους. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή, η κάπνα και η μυρωδιά του βρεγμένου ξύλου μπερδεύονταν με τις οσμές που κουβαλούσαν οι άντρες απ’ τη μάχη, τον ιδρώτα και το αίμα. Δίπλα στην εστία, στο πατημένο, χωμάτινο πάτωμα είχε παρατηθεί ένα βαρύ, πολεμικό σφυρί και πλάι του είχε στρωθεί ένα πρόχειρο κρεβάτι. Ήταν καμωμένο με παχιές γούνες, κλεμμένα υφαντά και πολύτιμα χαλιά, ό,τι πιο μαλακό βρέθηκε μέσα στο κάστρο του άρχοντα του Μπέρμπανγκ. Και πάνω τους κείτονταν ο γιος του. Ο διάδοχος του σκαλιστού, δρύινου θρόνου που δέσποζε στο βάθος της αίθουσας. «Ένα τραγούδι». Άψυχη βγήκε η φωνή του πρίγκηπα του Μπέρμπανγκ, μέσα από χείλη γδαρμένα. Για κάθε λέξη που ψέλισσε έδειχνε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια. Η γριά σκλάβα στο πλάι του σφούγγιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο μ’ ένα πανί που βουτούσε κάθε τόσο σ’ έναν κουβά νερό. Τίποτε όμως δε μπορούσε ν’ απαλύνει το μαρτύριο. Το δηλητήριο κυλούσε εδώ και ώρα στο αίμα του. Λίγο πιο μακριά ο ίδιος ο άρχοντας της μακρινής Έγκαρμπεντ ψηλός σαν πεύκο και ντυμένος με λασπωμένη, φολιδωτή πανοπλία στηριζόταν στο πελώριο τσεκούρι του. Και ακόμη πιο πέρα, έστεκε λεπτή και εύθραυστη η μητέρα του πρίγκηπα. Η αρχόντισσα του Μπέρμπανγκ παρατηρούσε κάτωχρη τον γιο της. Δε δάκρυζε, οι γυναίκες της Έλγκερλαντ ήταν σκληρές στο θάνατο και στον πόνο, μονάχα κοιτούσε με μάτια που καθρέφτιζαν την αγωνία της. Τη θέα του παιδιού της μισόκρυβε ο σιδερόφρακτος κλοιός των υπασπιστών του βασιλιά. Βρώμικοι ακόμη από την μάχη, έστεκαν πετρωμένοι πάνω απ’ τον ετοιμοθάνατο πρίγκηπα. Στο πλευρό του παλικαριού γονάτιζε ο πατέρας του, το Γεράκι του Μπέρμπανγκ. Ο βασιλιάς είχε ονομαστεί έτσι από το διαπεραστικό, γερακίσιο βλέμμα του. Εδώ και τριάντα χρόνια κρατούσε το σκήπτρο της βορειότερης επαρχίας της Έλγκερλαντ, πολυπόθητο θησαυρό και νόμιμη κληρονομιά του γιού του, που τώρα έβλεπε να ξεψυχά. Κληρονομιά που εποφθαλμιούσαν αιώνια οι Δένμεν. Οι εχθροί από τον χιονισμένο βορρά, πέρα από το πέλαγος που δεν θα έπαυαν ποτέ να φθονούν την ήπια άνοιξη και το ζεστό καλοκαίρι της πατρίδας του. Μπορούσαν να φθονούν για όσες εποχές ήθελαν. Το Μπέρμπανγκ θα παρέμενε στα χέρια του άρχοντά του. Το πελώριο σώμα του βασιλιά κάλυπτε βαρύς, αλυσιδωτός θώρακας ενώ είχε πετάξει τα γάντια του για να κρατά το χέρι του γιου του. Ήξερε πως η ώρα ζύγωνε για τον άτυχο νέο, του το είχε μαρτυρήσει η γριά μάγισσα που τον συνόδευε στο πεδίο της μάχης. «Δηλητήριο», ήταν η καταραμένη λέξη που είχε φτύσει από το φαφούτικο στόμα της πριν εξαφανιστεί κουτσαίνοντας για ν’ αποφύγει την οργή του. Για πρώτη φορά το Γεράκι συνειδητοποίησε πόσο θα του έλειπε η φωνή του γιου του: καθάρια και μελωδική, φωνή βάρδου κι όχι πολεμιστή. «Ένα τραγούδι», επανέλαβε ξεψυχισμένα ο πρίγκηπας και στη τελευταία συλλαβή τη φωνή του κατάπιε βήξιμο φριχτό. Ο σκληρός, αλύγιστος άρχοντας για πρώτη φορά έπιασε τον εαυτό του να μην δυσανασχετεί με την απαίτηση του γιου του. Πόσες φορές είχαν άραγε μαλώσει για τις μακρινές περιπλανήσεις του, όχι για να αποκτήσει φήμη ανάμεσα στους άρχοντες της Έλγκερλαντ, αλλά για να μάθει, όπως έλεγε, τα τραγούδια όλου του κόσμου; Ο ανήσυχος νέος είχε ταξιδέψει σε τόπους άγνωστους. Είχε μάθει ένα σωρό άχρηστα πράγματα όπως γραφή κι ανάγνωση και μυστήριες γλώσσες. Και τ’ όνομα του μαθευόταν όχι σαν όνομα άρχοντα αλλά σαν όνομα βάρδου. Ντροπή είχε αισθανθεί ο βασιλιάς για τον γιο του κι ας είχε τώρα γίνει ενοχή. Θεοί! Στο Μπέρμπανγκ τραγουδούσαν μόνο γυναίκες και παρακατιανοί βάρδοι κι ο γιος του δεν ήταν τίποτα απ’ τα δυο. Όμως κάθε φορά που ο νέος γύριζε αντί να καυχιέται για καυγάδες και σφαγές και μπάσταρδα που φύτευε σε γυναίκες που είχε χηρέψει, έλεγε μόνο τραγούδια. Αντί να τον ακολουθούν πιστοί ακόλουθοι τον περιτριγύριζαν παρδαλοί τροβαδούροι μ’ ενοχλητικά έγχορδα και πνευστά που τσίριζαν! Κι όταν τρία χρόνια πριν ο άρχοντας του Μπέρμπανγκ είχε απαιτήσει να εξαφανιστούν από το κάστρο του εκείνοι οι χαραμοφάηδες, ο πρίγκηπας είχε φύγει μαζί τους· κι από τότε είχε να φανεί. Μέχρι το τελευταίο πρωινό. Για τρία χρόνια πληροφορούνταν τα ταξίδια του γιου του από πρόθυμους σπιούνους και ντρεπόταν γι’ αυτόν. Δεν το χωρούσε ο νους του πως ο πρίγκηπας του Μπέρμπανγκ είχε καταντήσει να τριγυρίζει σα πλανόδιος παραμυθάς. Έγινε θηρίο απ’ την οργή σαν έμαθε πως κατέληξε στην αυλή του άρχοντα της μακρινής Έγκαρμπεντ, της δυτικής παραλιακής επαρχίας της Έλγκερλαντ, εκεί που οι ψαράδες ήταν περισσότεροι από τα ψάρια και οι πολεμιστές μετρημένοι στα δάχτυλα όπως πίστευε. Μέχρι το τελευταίο πρωινό. Κι άλλο μαντάτο δεν έφτανε εκτός από τ’ ότι παρέμενε στην Έγκαρμπεντ. Και η ντροπή του βασιλιά δεν έσβηνε. Μέχρι το τελευταίο πρωινό. Έσπρωξε τους υπασπιστές του κι άνοιξε χώρο. Έκανε νόημα σ’ έναν από τους παρατρεχάμενους του γιου του που είχε ζαρώσει σε μια γωνιά. Έναν από εκείνους που είχε διώξει τρία χρόνια πριν. Ο μικρόσωμος ραψωδός με τη μελαψή επιδερμίδα πλησίασε δειλά στον κλοιό της βασιλικής φρουράς. Έπειτα στάθηκε σκεβρωμένος σα γέρος μπροστά τους, σφίγγοντας στις παλάμες του το παράξενο έγχορδο του. «Τραγούδα για τον γιο μου», τον πρόσταξε αγριεμένα ο άρχοντας του Μπέρμπανγκ κι εκείνος ταράχτηκε. Για μια στιγμή το τρέμουλο του κορμιού του τον πρόδωσε. Στη συνέχεια όμως σήκωσε την άρπα του και σίμωσε στο προσκέφαλο του πληγωμένου πρίγκηπα. Το βλέμμα του αγκιστρώθηκε στο πονεμένο πρόσωπο του νέου. Δεν άντεξε και δάκρυσε κι ήταν ο πρώτος που δάκρυζε στο μέρος κι ας μην ήταν ο μόνος που πονούσε. Και με φωνή λεπτή και μελωδική άρχισε ν’ απαγγέλλει μια ωδή αφιερωμένη στα ταξίδια του πρίγκηπα. Και μέσα από τα λόγια του ξεπήδησαν δράκοι και στοιχειά, νεράιδες και πριγκίπισσες και βασιλιάδες που ξεπροβόδιζαν τον νέο από περίλαμπρα παλάτια με ευχές για καλή τύχη. Αγέρα είχε για φίλο, σύντροφο τη βροχή, φλογέρα για γυναίκα και ξίφος τη φωνή. Η αρχόντισσα του Μπέρμπανγκ μαγεύτηκε από τις απίστευτες αφηγήσεις του ραψωδού μα δεν έβγαλε άχνα. Και ο βασιλιάς αφέθηκε να φαντασιοσκοπεί σε μέρη που μονάχα ο γιος του είχε αντικρύσει. Κι έτσι χαμένος στην ονειροπόλησή δε μπόρεσε να προσέξει τον γιο του που έδειχνε να βασανίζεται· παρά μόνο σαν ένα άψυχο «όχι» βγήκε απ’ τα χείλη του. Και τότε μόνο κατάλαβε ο πατέρας του πως δεν ήταν αυτό το τραγούδι που θ’ αγαλλίαζε τη ψυχή του. Και μ’ ένα νεύμα ο ραψωδός βουβάθηκε κι οπισθοχώρησε στη γωνιά του. «Άλλος;» απαίτησε ο άρχοντας του Μπέρμπανγκ μα δε κουνήθηκε κανείς. «Μουγκαθήκατε πανάθεμα σας; Ο γιος μου ζητά ένα τραγούδι κι αν δεν το τραγουδήσετε τώρα, μονάχα βουβοί θα δείτε την αυγή!» φώναξε οργισμένος και μόνο τότε αποτόλμησε κάποιος να πλησιάσει. Ήταν ο ξακουστός τροβαδούρος της Έγκαρμπεντ ένα ξανθό παλικάρι με τσακισμένη πανοπλία. Τούτος κουβαλούσε μονάχα ένα μικρό τύμπανο. Κι αμέσως άρχισε να το χτυπά σ’ έναν αργόσυρτο ρυθμό. Τον συνόδεψε με φωνή καθάρια κι αντρική για να ντύσει με μελωδίες τις μέρες και τις νύχτες του πρίγκηπα στη μακρινή Έγκαρμπεντ. Είπε για ληστές και πειρατές που αντιμετώπισε με τρόπους πονηρούς, για φίλους που γνώρισε και για γοργόνες που μάγεψε. Του Μπέρμπανγκ το αστέρι μαγεία φεγγοβολεί, λάμπει στη μαύρη νύχτα, αστράφτει στην αυγή. Η αρχόντισσα του Μπέρμπανγκ χρειάστηκε όλη της την αυτοσυγκράτηση για να κρατήσει μέσα της τα δάκρυα. Κι ο άντρας της μην αφήνοντας το χέρι του γιου του, ένιωθε την ψυχή του ν’ αλαφρώνει από ντροπή και να βαραίνει από αγάπη και συγκίνηση και περηφάνια. Όσο τραγουδούσε ο τροβαδούρος τα μάτια του βούρκωναν κι ανάμεσα στις ανάσες του κρύβονταν λυγμοί και η φωνή του ράγιζε με κάθε στίχο, με κάθε νότα που βούλιαζε το άσμα του σε θρήνο σπαρακτικό. Μα ο πρίγκηπας που άλλη λαλιά δεν είχε, μη δραπετεύσει από το στόμα η ψυχή, ένευσε στον πατέρα του πως ούτε αυτό ήταν το τραγούδι που αποζητούσε. Έτσι ο τροβαδούρος της Έγκαρμπεντ σώπασε και απομακρύνθηκε από το κρεβάτι του φίλου του, πετώντας το τύμπανο στο χώμα. Το πλήθος βουβάθηκε. Αγωνία απλώθηκε στην αίθουσα και όλοι αναρωτιόντουσαν τι άραγε ποθούσε το λαβωμένο παλικάρι. Εκτός ίσως από τον πατέρα του. Ο βασιλιάς δεν κάλεσε άλλο τροβαδούρο μήδε ξένο ραψωδό. Φώναξε ένα μονάχα όνομα: του δικού του βάρδου. Του γέροντα που στα νιάτα του είχε διδάξει τα πρώτα τραγούδια στον γιο του κι είχε τιμωρηθεί γι’ αυτό. Αμέσως τα πρωτοπαλίκαρα του βασιλιά έτρεξαν να τον βρουν. Δε δυσκολεύτηκαν. Ο γέρος καρτερούσε ακόμη έξω απ’ το κάστρο, μαζί με τους υπόλοιπους άντρες. Μπήκε στην αίθουσα ντυμένος με πολεμική περιβολή. Στη θέα του βασιλιά έβγαλε το κράνος του. Ύστερα πλησίασε και γονάτισε πλάι του. Πήρε το υγρό πανί από τα χέρια της σκλάβας που από ώρα είχε λησμονήσει το καθήκον της και σφούγγισε απαλά το μέτωπο του πρίγκηπα. Μετά τραγούδησε. Η βραχνή, επιβλητική φωνή του βάρδου κυριάρχησε στους ήχους της αίθουσας. Το τσιτσίρισμα της πυράς, οι ανάσες των αντρών και το σφύριγμα του αέρα απ’ έξω, όλα έγιναν ανεπαίσθητα μέχρι που χάθηκαν. Μια μελωδία γέμισε τον χώρο, άγνωστη και μοναδική, πρωτάκουστη στο Μπέρμπανγκ. Μαζί της ενώθηκαν για πάντα στίχοι που ως τότε δεν είχαν ειπωθεί ποτέ. Κι όλοι βυθίστηκαν σε απόλυτη σιγή, σε τρομερή συγκέντρωση. Όσα βάλθηκε να τραγουδήσει ο βάρδος έμελλε να διαδοθούν από στόμα σε στόμα σε ολόκληρη την Έλγκερλαντ. Και δε θα ξεχνιόντουσαν για πολύ καιρό. Ήταν το έπος του πρίγκηπα της Μπέρμπανγκ το άσμα για τον ηρωισμό του νέου στην πρόσφατη μάχη. Δίχως υπερβολές και μεγαλοποιήσεις ο γέρος τραγούδησε για την ανδρεία του πρίγκηπα και τον τρόμο που διέσπειρε στο πεδίο της μάχης όταν μετά από τρία χρόνια αυτόκλητης εξορίας εμφανίστηκε από το πουθενά σαν φάντασμα της αυγής. Και δεν ήταν μόνος, αλλά με χίλια φαντάσματα οπλισμένα με κοφτερά σπαθιά και τσεκούρια: τους μαχητές της Έγκαρμπεντ υπό την αρχηγεία του ίδιου του βασιλιά τους. Η εμφάνιση τους ανέτρεψε τα πάντα στην πεδιάδα που είχε μόλις αρχίσει το πανηγύρι της σφαγής ανάμεσα στους υπερασπιστές του Μπέρμπανγκ και τους Δένμεν. Ο γέρο-βάρδος τραγούδησε για τον δολοφονικό χορό που έσυρε πρώτος απ’ όλους ο άφοβος πρίγκηπας με θύματα τους δύσμοιρους εχθρούς του. Και πως, ουρλιάζοντας σα δαίμονας απόκοσμους παιάνες, θέριζε τους Δένμεν που τολμούσαν να τον αψηφήσουν. Σπέρνει στη γη μύρια κουφάρια, σκορπά στον ουρανό ψυχές. Ότανε βλέπουν το σφυρί του, σπάνε των Δένμεν οι ορδές. Η αρχόντισσα του Μπέρμπανγκ ταράχτηκε διότι ως τότε είχε ακούσει την ιστορία βιαστικά καθώς ετοίμαζε με τις σκλάβες της το κρεβάτι του γιου της. Λύγισε και ένιωσε τη ψυχή της να σπαρταρά από τη συγκίνηση μα δεν έκλαψε. Κι ο πατέρας του συγκλονίστηκε γιατί δεν είχε δει με τα μάτια του τη σκηνή στη μάχη καθώς βρισκόταν μακριά. Κι όμως τώρα ο ύμνος του βάρδου ζωγράφιζε στο νου του εικόνες ολοζώντανες και μπορούσε δει τον γιο του εκεί, να στέκει στη καρδιά του μακελειού ολέθριος και φοβερός, να λαμποκοπά σαν ημίθεος, να πολεμά σα θεριό και τραγουδώντας σαν αθάνατος να τρομοκρατεί τον εχθρό. Να σφυροκοπά τον ίδιο τον βασιλιά των Δένμεν σα να’ ταν μαθητευόμενος. Μα όσο ξετυλιγόταν το νήμα της ιστορίας του ο γέροντας γνώριζε πως ζύγωνε η ώρα να πει για το τρισκατάρατο χτύπημα: το φαρμακωμένο μαχαίρι που κάρφωσε ύπουλα στη κοιλιά του ο βασιλιάς των Δένμεν αφού είχε χάσει πρωτύτερα το τσεκούρι του. Τα μάτια του γέρου βούρκωσαν. Ένιωσε ένα κύμα αγωνίας να τον κατακλύζει. Δεν ήξερε αν θ’ άντεχε να τραγουδήσει πως ο πρίγκηπας δε νοιάστηκε για τη θανάσιμη πληγή του. Πως αποκεφάλισε με ασυγκράτητη ορμή τον επίδοξο κατακτητή. Πως χάρισε τελικά τη νίκη στο Μπέρμπανγκ με το αίμα του να ποτίζει τη γη. Τι λόγια θα αποθανάτιζαν τη στιγμή που έστεκε ακίνητος ατενίζοντας τις γραμμές των εχθρών να σπάζουν; Και τι σκοπός θα άρμοζε γα τον λεβέντη που λίγο πριν ακουστούν οι ιαχές των αντρών του, σωριάστηκε στο έδαφος; Ο νέος απάλλαξε από την αγωνία του τον βάρδο. Το τραγούδι ήταν μαγευτικό, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελε. Θα το μάθαινε κάθε γωνιά της Έλγκερλαντ, όχι όμως απόψε. Ο πρίγκηπας έγνεψε στον γέροντα να γύρει κι εκείνος υπάκουσε. Του ψιθύρισε λόγια που δεν άκουσε κανένας άλλος. Όταν τελείωσε ο βάρδος σηκώθηκε και παραμέρισε ευγενικά τον βασιλιά ώστε να στραφεί στην αρχόντισσα που περίμενε με αγωνία στη θέση της. Την προσκάλεσε κι όταν εκείνη πλησίασε δειλά ο κλοιός των υπασπιστών άνοιξε στα δυο για να περάσει. Και όταν γονάτισε ο βάρδος της ψιθύρισε ό,τι του είχε πει ο γιος της. Μετά αποσύρθηκε παραπέρα. Και καθάρισε το νου του και είπε στη καρδιά του ν’ αντέξει το πόνο. Γιατί ήξερε. Είχε μάθει πρώτος απ’ όλους γιατί ο πρίγκηπας είχε απομακρύνει τον ραψωδό, τον τροβαδούρο και τον ίδιο. Και συντετριμμένος ετοιμάστηκε ν’ ακούσει το τραγούδι. Σαν αύρα μαγικής πηγής γέμισε την αίθουσα η ζεστή, αιθέρια φωνή της αρχόντισσας του Μπέρμπανγκ. Σιγανή, αργόσυρτη και λυπητερή έπλεξε λέξεις χιλιοειπωμένες, προορισμένες ν’ απαλύνουν τον πόνο του γιου της μ’ έναν σκοπό πασίγνωστο. Μέσα της αγρυπνούσε φόβος και μαύρη αμφιβολία που σαν μολυβένια σύννεφα σκίαζαν τη φωνή της. Ο τρόμος μιας μοναξιάς αβάσταχτης τυλιγόταν σα φίδι γύρω από τις χορδές της. Και με οδύνη ανείπωτη και καημό μητρικό, τραγούδησε ένα τραγούδι που κάποτε ήταν πολεμικό εμβατήριο μα τώρα ηχούσε σκοτεινό και θλιμμένο σα νανούρισμα., στοργικό κι ανατριχιαστικό μαζί. Κι ο πρίγκηπας το καλοσώρισε σα χάδι με προσήλωση ευλαβική, σφίγγοντας δυνατά το χέρι του πατέρα του. Δεν υπήρχε άντρας στην αίθουσα του θρόνου που να μην είχε ακούσει τον σκοπό. Δεν είχε γεννηθεί γυναίκα στο Μπέρμπανγκ που να μην είχε διδαχθεί το μύθο. Δε περνούσε μεθύσι που να ξεχνιόταν η μελωδία και δε γινόταν γιορτή που να μην ακούγονταν τα λόγια. Και δεν είχε περάσει συγκέντρωση που να μην είχε κλείσει μ’ αυτό το τραγούδι. Γιατί ο ύμνος που τώρα αφιέρωνε στον γιο της η αρχόντισσα ήταν εκείνος του Γερακιού του Μπέρμπανγκ, του βασιλιά της βορειότερης επαρχίας της Έλγκερλαντ. Τριάντα χρόνια πριν είχε πρωτοειπωθεί για να δοξάσει έναν ήρωα που με θράσος και πονηριά, ανδρεία και τόλμη, σφύρα και μια χούφτα άντρες πήρε πίσω τον θρόνο του Μπέρμπανγκ από τους Δένμεν που είχαν κατακτήσει τότε ολόκληρη τη βόρεια Έλγκερλαντ. Αυτό ήταν το τραγούδι που ήθελε ν’ ακούσει ο πρίγκηπας. Το έπος του πατέρα του. Στο άκουσμα του ο μελαψός ραψωδός λύγισε. Θυμήθηκε τη μέρα που το είχε πρωτοακούσει, τότε που μαγεμένος είχε πει στον φίλο του πως έπρεπε να ’ταν πολύ περήφανος για τον πατέρα του κι εκείνος του είχε απαντήσει πως, ναι, ήταν. Λίγο πιο πέρα ο τροβαδούρος της Έγκαρμπεντ άρχισε να σιγοτραγουδά με φωνή καταρρακωμένη από λύπη. Γιατί από το στόμα του πρίγκηπα είχε μάθει ολόκληρη η αυλή της Έγκαρμπεντ ετούτο το τραγούδι. Μα πιο πολύ απ’ όλους ταράχτηκε ο βάρδος του βασιλιά. Βούλιαξε σε σπαραγμό διότι το άσμα αυτό δεν ήταν άλλο από το τραγούδι που είχε ο ίδιος συνθέσει για να αποθεώσει τον άρχοντά του σε μάχες που είχε κι ο ίδιος τραβήξει ξίφος. Κι ήταν ο ίδιος που είχε μάθει τον σκοπό στη μητέρα του πρίγκηπα, έτσι ώστε να έχει εκείνη την τιμή να του το πρωτοτραγουδήσει, τιμή που είχε απαρνηθεί τότε, μα απαρνιόταν και τώρα. Και αν είχε δεύτερο στόμα θα σιγοτραγουδούσε κι αυτός μα είχε μόνο ένα κι αυτό ήταν σφραγισμένο από τον πόνο. Οι τραγουδιστές ήταν οι μόνοι που έκλαιγαν. Εξάλλου ήταν τραγουδιστές και συγκινούνταν ευκολότερα από τους άντρες και τις γυναίκες του Μπέρμπανγκ που έστεκαν σιωπηλοί στην αίθουσα, ακούγοντας τον παιάνα ή νανούρισμα, ύμνο ή μοιρολόι της αρχόντισσάς τους. Κάποτε το τραγούδι έσβησε κι όταν αυτό συνέβη η λαβή του πρίγκηπα χαλάρωσε και το χέρι του πατέρα του ελευθερώθηκε. Ο βασιλιάς φάνηκε να σκοντάφτει μα δεν έπεσε. Η αρχόντισσα παρέμεινε ακίνητη στην ίδια θέση σαν άγαλμα. Τα μάτια του γιου της έκλεισαν. Κι όταν η ψυχή του πέταξε με την στερνή πνοή, στο πρόσωπο του έμεινε σχηματισμένο ένα αχνό χαμόγελο. Και τότε πια δε θρηνούσαν μόνο οι τραγουδιστές. Η αρχόντισσα του Μπέρμπανγκ έκλαψε. Τα δάκρυα της νότισαν το πρόσωπο του γιού της, μα όσο κι αν έβρεχε ο πόνος, το χαμόγελο δεν έσβηνε. Δίπλα της ο βασιλιάς σηκώθηκε. Βαστούσε το πολεμικό σφυρί του γιου του. Το απόθεσε μαλακά στο στήθος του. Πήρε το χέρια του και τα έφερε στη λαβή του σφυριού, έτσι όπως αρμόζει στους βασιλιάδες. Έπειτα όρθωσε περήφανα το ανάστημα του κι απέμεινε να κοιτά το παιδί του που χαμογελούσε ακόμη. Κι από τα μάτια του κυλούσαν ποτάμι τα πρώτα δάκρυα που έβλεπε ποτέ υπήκοός του. Χίλια βλέμματα ταξίδεψαν το νέο σ’ όλη την αίθουσα. Λέξη δεν ακούστηκε μα το έμαθαν όλοι, ως και οι τριακόσιοι που περίμεναν έξω. Κι από τα βουρκωμένα μάτια τους το έκλεψε ο αέρας που είχε πια κοπάσει και το διέδωσε ήσυχα σ’ ολόκληρη τη πόλη. Και με γαλήνια θροϊσματα και γλυκά φυσήματα ταξίδεψε στους λόφους και στα δάση ως και ψηλά στον ουρανό ψιθυρίζοντας πως ο πρίγκηπας του Μπέρμπανγκ πέθανε χαμογελώντας με το τραγούδι του πατέρα του. Κι όταν το χιόνι πάλι λιώσει, θα’ χω ασπίδα στη βοσκή, τσεκούρι για δρεπάνι και στο προσκέφαλο σπαθί. Κι αν πόδι εχθρού πατήσει στης Έλγκερλαντ τη γη Κομμάτια θα το κάνω, φωνή από γεράκι, φριχτή σαν ακουστεί . Τέλος 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Συγκινητική η ιστορία σου, ωραία γραμμένη. Δεν έχω να πω κάτι άλλο, ίσως γιατί, αν και με συγκίνησε, δεν μου είπε και κάτι άλλο. Μόλις τέλειωσε σχεδόν την ξέχασα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Ήταν ένα όμορφο πονεμένο τραγούδι. Τέλος. Αν έβγαζες τα μέρη του τι συνέβαινε στον πόλεμο και επικεντρώσουνα στις αντιδράσεις του κόσμου στο τραγούδι, θα ήταν μούρλια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Ήμουν σίγουρος πως αυτό θα ήταν το μοναδικό διήγημα για το οποίο δεν θα είχα τίποτα να γράψω. Τι να γράψεις; Εξαιρετικό, δηλαδή πρωτότυπο, δεν ήταν, αλλά ούτε ήταν κακό, ψεγάδι δεν είχε. Ήταν απλά…σκέτο. Θυμήθηκα μια διαφήμιση που έβλεπα στην τηλεόραση της Αμερικής τη δεκαετία του 80, μια καμπάνια που προωθούσε το κρέας (beef). Ο ηθοποιός James Garner, στην ύπαιθρο του ουέστ, με καουμπόικες μπότες και τζιν, έβγαζε ένα σουβλάκι από τη φωτιά και μας πληροφορούσε πως δεν γουστάρει πιπεριές και ντομάτες στο σουβλάκι του. «Χάρισμα σας τα λαχανικά, εγώ προτιμώ το κρέας μου σκέτο!» Έχουμε εδώ λοιπόν μια straight μάτσο ιστορία, από άντρες για άντρες, για έναν πολεμιστή πρίγκιπα που πολέμησε γενναία και τώρα είναι πληγωμένος και στα τελευταία του. Δίπλα του καρτερικά περιμένουν το τέλος οι συμπολεμιστές του, η μητέρα του και ο πατέρας του και το κλίμα είναι «ανάθεμα σε όποιον ξεκινήσει τα ζουμιά.» Ααα, ιδού όμως το παραμύθι. Λέγεται όμως αλλιώς, πλαγίως, γιατί είπαμε, η διήγηση είναι ματσό. Κέρδισε βλέπετε κάποτε τον πρίγκιπα το τραγούδι και ο πατέρας του τον πήρε με τις κλοτσιές που πήγε και του βγήκε ο γιος «τοιούτος»! Έφυγε λοιπόν ο πρίγκιπας και πήγε να ζήσει με τους ψαράδες Έλγκερλαντ, που οι του Μπέρμπανγκ τους είχαν όλους για «τοιούτους», γιατί εκτός από το ψάρεμα τους άρεσαν πολύ και τα τραγούδια. Ήρθε όμως η μέρα και φάνηκαν οι Δενμεν και κόντεψαν να πάρουν το Μπέρμπανγκ φαλάγγι. Την ύστατη στιγμή φάνηκαν οι Έλγκερλαντ με τον διωγμένο πρίγκιπα μπροστά και έδειξαν σε όλους πως πολεμούν τα παλικάρια. Και εδώ, στο νεκροκρέβατο του πρίγκιπα δίπλα, αφυπνίζεται κάτι ξεχασμένο, γιατί και οι Μπέρμπανγκ τραγουδούσαν κάποτε (ίσως κάτι πιο βαρύ, ίσως ζεϊμπέκικα) και πέφτει το τραγούδι και ξεκινούν τα ζουμιά, μέχρι και το γεράκι λυγίζει. Είναι ένα πανέμορφο και διδακτικό παραμύθι που όμως χάνει τις εντυπώσεις γιατί αφηγείται ματσό…και σκέτο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Επίσης από τις καλές ιστορίες του διαγωνισμού χωρίς όμως να μπορεί να ξεφύγει από δυο βασικά ελαττώματα (κατά την άποψη μου) που την υποβιβάζουν: το πρώτο είναι οι υπερβολικά έντονες επιρροές από ταινίες και βιβλία του είδους (στο μυαλό μου καθώς το διάβαζα έπαιζαν αντίστοιχες σκηνές από το lord of the rings και το Μπέογουλφ) και το δεύτερο που είναι χειρότερο, η υπερβολή στον λόγο σε μια προσπάθεια να απεικονισθεί το ένδοξον του γεγονότος. Ωστόσο επειδή η γραφή είναι αρκετά δουλεμένη (με ενδείξεις σε μερικά σημεία ότι μπορεί και ακόμα καλύτερα), το συναίσθημα εδώ υπάρχει και θολώνει μονάχα από την ηρωική υπερβολή στην οποία το υποβάλει ο συγγραφέας και της οποίας εγώ δεν είμαι οπαδός (ιδεολογικά και ηλικιακά). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Καλογραμμένο, προσεγμένο και απόλυτα ταιριαστό με τη θεματολογία. Μου αρέσει που οι πληροφορίες για τον κόσμο σου έρχονται μέσα στην αφήγηση αβίαστα και συμπληρώνουν σιγά-σιγά μια ικανοποιητική εικόνα για το που βρισκόμαστε και τι συμβαίνει. Νομίζω ότι οι συνεχόμενες αποτυχημένες προσπάθειες να βρεθεί το κατάλληλο τραγούδι προκαλούν μια δυσπιστία στον αναγνώστη, ειδικά αν σκεφτείς ότι εκεί μπροστά πεθαίνει ένας πρίγκηπας. Θα μου φαινόταν πιο λογικό αν οι άνθρωποι που τραγουδούσαν ακολουθούσαν κάποιο εθιμοτυπικό τελετουργικό και γι’ αυτό εμφανίζονταν με αυτήν τη σειρά. Μια πολύ καλή ιστορία. Το_γεράκι_σ_όλια_κριτικη.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted March 27, 2009 Share Posted March 27, 2009 Δυνατή ηρωική φαντασία. Απ’ όλα είχε βασιλιάδες, κάστρα, γενναίους πολεμιστές, βάρδους, τραγούδια, κατορθώματα και τέλος λύτρωση. Solonor κατάφερες μέσα σε 3000 λέξεις να γράψεις αυτό που λέμε καθαρό φάντασυ με έξτρα δόσεις ηρωισμού αλλά και συγκίνησης. Νομίζω πως τα πήγες πολύ καλά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted March 28, 2009 Author Share Posted March 28, 2009 (edited) Ευχαριστώ για τα σχόλια! Khar, οι επαναλήψεις ήταν ένας συνειδητός συμβιβασμός, ενώ το εθιμοτυπικό τελετουργικό είναι μια πολύ καλή ιδέα. Constantinos, Dino, ομολογώ πως εξεπλάγην από τα σχόλια, ειδικά για το κινηματογραφικό της υπόθεσης! Έχω σκέψη να ρίξω μάλλον! Rorico σ' ευχαριστώ για τη πρόταση αλλά η αλήθεια είναι πως με δυσκολία κρατούσα το χέρι μου να γράψει τόσα λίγα για τον πόλεμο, αν έκοβα κι αυτά θα έπεφτε το...χμμ... Cassandra σ' ευχαριστώ για το χρόνο σου αν σε συγκίνησε υποθέτω πως πέτυχε τον σκοπό της! Εδιτιον για να προσθέσω κι ένα χιουτζ θενξ μίστερ Κίτσο μιας κι έγραφα ταυτόχρονα την απάντα! Edited March 28, 2009 by Solonor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Δυνατή ηρωική φαντασία. Απ’ όλα είχε βασιλιάδες, κάστρα, γενναίους πολεμιστές, βάρδους, τραγούδια, κατορθώματα και τέλος λύτρωση. Solonor κατάφερες μέσα σε 3000 λέξεις να γράψεις αυτό που λέμε καθαρό φάντασυ με έξτρα δόσεις ηρωισμού αλλά και συγκίνησης. Νομίζω πως τα πήγες πολύ καλά. Δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω από αυτά που έγραψε ο Κίτσος. Πειστικό μέχρι εκεί που δεν πάει, λες και τα έζησες όντως όλα αυτά και γύρισες για να μας τα αφηγηθείς. Πολύ δυνατή πένα πάνω στο sword n sworcery fantasy, και άξιος στιχουργός. Ένα μόνο ψεγάδι. Όσο κι αν μου άρεσε, με κούρασε αρκετά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Μου άρεσε η ιστορία. Καλό ηρωικό φάντασυ, παρά το ότι βασίζεται σ' ένα συνηθισμένο θέμα. Ομολογώ ότι συγκινήθηκα και λίγο. Αυτά τα θέματα της μη αποδοχής του παιδιού από το γονιό και αντίστροφα, τα οποία κάποια στιγμή βρίσκουν τη λύση τους, με αγγίζουν πάντοτε. Μου άρεσαν και τα ποιήματα και οι επαναλήψεις που δηλώνουν το τελετουργικό. Θέλω όμως να εκφράσω μια απορία, γιατί με μπερδεύει μια λεπτομέρεια: Ο πρίγκιπας ξέρει, φυσικά, να πολεμάει επειδή είναι ο γιος του βασιλιά κι ας έχει γίνει γραμματιζούμενος και βάρδος. Και είναι λογικό, όταν κινδυνεύει η πατρίδα του, να πάρει το σπαθί. Οι βάρδοι και οι τροβαδούροι ωστόσο, γιατί εμφανίζονται με πολεμικές εξαρτύσεις και πανοπλίες; Αν πολεμούν κι αυτοί, όπως καταλαβαίνω από την ιστορία, γιατί αντιμετωπίζονται με τόση περιφρόνηση από το βασιλιά; Αν εμφανίζονταν με πολιτική περιβολή, δε θα ταίριαζε καλύτερα με το πνεύμα της απαξίωσης που τους περιβάλλει ο βασιλιάς τους; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 (edited) Συμφωνώ με τον Παρατηρητή που συμφωνεί με τον Κίτσο! Μπράβο Σόλονορ! Εμένα και με άγγιξε και μου δημιούργησε εικόνες και μου έδωσε αυτό που μ' αρέσει. Εγώ άλλωστε, ίσως είμαι από τους λίγους που δεν τους απασχολούν το αν είναι πολυχρησιμοποιημένο το μοτίβο ή όχι. Μ' αρέσει αυτό το μοτίβο και τέλος και χάρηκα που επιτέλους, γράφτηκε και μια τέτοια ιστορία για αυτόν το διαγωνισμό! Από μένα μπράβο! Καλή επιτυχία και καλή συνέχεια! Edited March 29, 2009 by TheTregorian Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Μια εξαιρετικά άρτια ιστορία, η μόνη που καταδέχτηκε να μας πει και κανέναν στίχο από το τραγούδι της. Ένα σημείο που με ενθουσίασε, ήταν ακριβώς η παρουσίαση της "μάτσο" σκέψης του βασιλιά πάνω στο ζήτημα, την οποία ο συγγραφέας ΔΕΝ συμμερίζεται. Κλισέ-ξεκλισέ, είμαστε σε ένα φόρουμ φαντασίας και γράφουμε για ανθρώπους/πλάσματα από χίλιους άλλους κόσμους. Κι έχω βαρεθεί να βλέπω εξιδανικευμένα ξωτικά που σκέφτονται ακριβώς όπως ο συγγραφέας και (τι σύμπτωση!) μέσα στην αιώνια σοφία τους έχουν καταλήξει να πρεσβεύουν τις ίδιες αρχές με τον νου που τα δημιούργησε. Ή, από την άλλη, πλούσιους και/ή δυνατούς κακούς οι οποίοι είναι καρικατούρες που δείχνουν ότι ο συγγραφέας δεν έχει κάνει τον παραμικρό κόπο να κατανοήσει τι διάολο ωθεί τελικά όσους αυτός εχθρεύεται να κάνουν αυτά που κάνουν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted March 29, 2009 Author Share Posted March 29, 2009 (edited) The Tregorian Thanks!!! Παρατηρητής Χαίρομαι που σου άρεσε και θα χαιρόμουν εξίσου ν' ακούσω αν υπήρξε κάτι συγκεκριμένο που σε κούρασε, π.χ. λόγος, εξέλιξη, λέξεις, ή όλα αυτά και κάποια άλλα μαζί Tiessa Σ' ευχαριστώ για τα σχόλια κ τα καλά σου λόγια!Όσον αφορά την απορία σου Αυτές οι λεπτομέρειες είναι από εκείνες που παραλήφθηκαν για να χωρέσει στις 3000 λέξεις! Ανάλογα την περίπτωση, κάποιοι πολέμησαν, κάποιοι όχι, όμως σ' ένα περιβάλλον όπως αυτό που φαντάστηκα άντρας με πολιτική περιβολή σε καιρό πολέμου θα είχε σταυρωθεί εις τριπλούν! Ίσως να είναι λάθος μου που δεν φάνηκε, όμως η απαξίωση έχει να κάνει κυρίως με το γεγονός πως ο γιός του δε τιμά όσο πρέπει τον ρόλο του βασιλιά-πολεμιστή υπέρ της τέχνης. Τον προσωπικό του βάρδο τον σέβεται, είναι εξάλλου πολεμιστής του, αλλά τον γιο του τον προόριζε γι' άρχοντα. Τους ξένους δεν τους πολυσέβεται βάρδους-ξεβάρδους! Electroscribe Τι να πω, μονάχα πως σ' ευχαριστώ και πως είσαι στο μυαλό μου! Edited March 29, 2009 by Solonor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 (edited) 1) Έχω την ίδια επιφύλαξη - απορία με την Tiessa για την περιβολή και τον πολεμικό ρόλο των βάρδων. 2) Φαντάζομαι (γιατί έχω διαβάσει ελάχιστη φάνταζυ) ότι όντως το θέμα είναι χιλιοχρησιμοποιημένο. 3) ...δεν υπάρχει τρία. Δυστυχώς εδώ τελειώνουν τα εύκολα (=θαψίματα) για μένα κι αρχίζουν τα ζόρια: 1) Μου άρεσε το γράψιμο. Θα έγραφα ότι μου άρεσε πολύ το γράψιμο αν δεν κρατούσα την επιφύλαξη ότι μπορεί να είναι πολύ κλισαρισμένο για (την σχεδόν άγνωστη σε μένα επαναλαμβάνω) φάνταζυ. 2) Η ατμόσφαιρα είναι πολύ πετυχημένη κι αυτό είναι, χωρίς καμία επιφύλαξη, σίγουρα σπάνιο. 3) Υπάρχει μία συλλαβή σε έναν στίχο που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπήρχε και μπήκε εκεί ποιητική αδεία (Ότανε) και η οποία δείχνει ότι ο συγγραφέας έχει πλήρη συνείδηση του πώς (αριθμός συλλαβών ανά στίχο) θα έπρεπε να ήταν ένα τέτοιο τραγούδι. Ίσως στους περισσότερους αναγνώστες να φάνηκε αυτονόητο, αλλά πιστέψτε με, δεν είναι. Κουβάλησα την Τέτη από το γραφείο μέχρι τον laptop μόνο γι αυτή τη συλλαβή. 4) ...δεν γράφω τέσσερα γιατί θα χαλάσω τη φήμη μου ως δύσκολος, στριφνός και κακιασμένος αναγνώστης. Συμπέρασμα: Αδιαφορώ για το τι θα κάνει αυτό το διήγημα στο διαγωνισμό. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να τσιμπήσω το βιβλίο σου μόλις κυκλοφορήσει. (εδίτιον το καταραμένον και τυπογραφικόν) Edited March 30, 2009 by mman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Γενικά τσιμπάω θανάσιμα με ανθρώπους που χάνουν τα παιδιά τους. Θανάσιμα όμως. Αν είναι και καλογραμμένη μάλιστα η ιστορία τους, βράστα κι άστα. Εύγε και σε σένα παλικάρι μου, έκανες τη θεία να βάλει τα κλάματα. Συγχαρητήρια. Ελαττώματα. Μ. Κάτι που κάποιες φορές κάνω κι εγώ: μεγάλη περίοδος αποφόρτισης μετά την κορύφωση του δράματος. Μετά την αποκάλυψη του τι τραγούδι ήθελε ν’ ακούσει τελικά ο πρίγκιπας, δεν έπρεπε να γράψεις πάνω από 150-200 λέξεις κι εσύ έχεις 500+. Έπειτα δυσκολεύτηκα να καταλάβω πώς ήρθε από την αυλή της Έγκαρμπεντ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted March 30, 2009 Author Share Posted March 30, 2009 Γκλούπ! Μman... Ευχαριστώ! Πάντως όσον αφορά το βιβλίο πίστεψε με δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό το διήγημα σαν θέμα και σαν εκτέλεση! Τώρα το θέμα του διηγήματος φυσικά και είναι κλισέ, αλλά μονάχα αυτή την ιδέα κατέβασε το ρημάδι (το μυαλό μου)... Naroualis, sorry για το κλάμα Για το τέλος... με τσάκωσες! Όσον αφορά το πως έφτασαν από την Έγκαρμπεντ υπήρχε μια παράγραφος του πως έφτασαν, πως έσκασαν μύτη στη παραλία κλπ αλλά η ιστορία έφτανε 3300 λέξεις οπότε το άφησα (λάθος μου μιας και με τσάκωσες κι εδώ). Για την ιστορία έφτασαν με καράβια. Το πως το έμαθαν μονάχα με νέα ιστορία μπορώ να το διευκρινήσω αν και στο μυαλό μου είχε να κάνει με τα ταξίδια του νέου στην Έγκαρμπεντ, από τα οποία άκουσε έγκαιρα για τα σχέδια του εχθρού. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted March 30, 2009 Share Posted March 30, 2009 Γκλούπ! Μman... Ευχαριστώ! Πάντως όσον αφορά το βιβλίο πίστεψε με δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό το διήγημα σαν θέμα και σαν εκτέλεση! [...] Ακόμα καλύτερα. Αρκεί, όπως εδώ, να μην παραλείπεις την εκτέλεση... του αναγνώστη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted March 30, 2009 Share Posted March 30, 2009 (edited) Η τελευταία ιστορία που διάβασα ήταν για μένα και αυτή που μου άρεσε περισσότερο. Η γραφή ήταν απίστευτα ζυγισμένη σε όλη την διάρκεια. Ούτε πολύ βαριά αλλά ούτε στεγνή. Η αρχή μου άρεσε, μια γρήγορη επεξήγηση δίχως infodumps, το ίδιο και το σέτινγκ (γνώριμο μέρος, πάγος, βάρβαροι πολεμιστές, βάρδοι ή skalds πιο σωστά) μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Έριξα και ένα ταιριαστό σάουντρακ στα ηχεία και χάθηκα. Η πλοκή με άρπαξε από τον γιακά και με τράβηξε μέσα στην οθόνη. Ειδικά μετά το τέλος του 3ου τραγουδιού που είπα, "ε εντάξει, αυτό ήθελε να ακούσει ο κακόμοιρος." αναφώνησα "ούτε αυτό;;" Και μετά κατάλαβα πριν το διαβάσω ότι ο άνθρωπος ήθελε να ακούσει την μάνα του πριν πεθάνει. Damn you ρε Solo, δεν είμαστε φτιαγμένοι από πέτρα! Και να 'μαι εγώ που έλεγα πως δεν θα πέσω στην παγίδα να ψηφίσω με βάση την συγκίνηση. Για όποιον κατονόμασε το φάντασυ μάστιγα των διηγημάτων (οκ, δεν στην λέω Ντίνο, αλλά μιας και το έφερε η κουβέντα) αυτό το διήγημα είναι η καλύτερη απάντηση. Τα respect μου στον βάρδο. Φάντασυ και τραγούδι του ζητήθηκε, αυτό μας έδωσε. Edit τώρα που διάβασα και τα σχόλια. Μπορώ να απαντήσω εγώ για τους αρματωμένους βάρδους, όπως τους καταλαβαίνω εγώ. Οι Vikings δεν είχαν αυτό που ακριβώς λέμε bards αλλά τους skalds οι οποιοι βρίσκονταν μέσα στην μάχη, με πλήρη οπλισμό κι εξάρτηση και τραγουδούσαν την ίδια στιγμή. Γι'αυτό δεν με παραξένεψε η αρματωσιά τους και είπα να το σημειώσω. Προσωπικά δεν πιστεύω πως η ιστορία είναι ΜΑΤΣΟ όπως την λέει ο Ντίνος. Είναι μια πολύ συγκινητική ιστορία μέσα σε ένα περιβάλλον επικής φαντασίας. Κι αφού καταφέρνει να βγάλει συγκίνηση μέσα σε τετοιο περιβάλλον, τι άλλο να πεις... Edited March 30, 2009 by Dinosxanthi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted March 30, 2009 Share Posted March 30, 2009 Πολη ωραια και συγκινητικη ιστορια ^_^ Το μονο που θα πω ειναι μπραβο!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Venea Posted March 30, 2009 Share Posted March 30, 2009 Πολύ όμορφη ιστορία και άκρως συγκινητική. Τι κι αν η ιδέα δεν ήταν τόσο πρωτότυπη όπως προαναφέρθηκε; Εγώ προσωπικά την βρήκα εξαιρετική και με ταξίδεψε ευχάριστα. Θα ήθελα πάντως κάποια στιγμή να ξαναδιαβάσω με περισσότερες λεπτομέρειες την ιστορία αυτού του Πρίγκηπα - Βάρδου Συγχαρητήρια και πολλά μπράβο!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted March 31, 2009 Share Posted March 31, 2009 Κι εγώ, όπως και η Ευθυμία, πιάνομαι τρελό κορόιδο σε τέτοιες ιστορίες. Με πόνο, με δάκρυα που δεν χύνονται μέχρι το τέλος, με πολύ Θέοντεν μέσα και Ροχίριμ και τέτοια. Οπότε πιάστηκα στην παγίδα σαν πρόθυμη μύγα κι είμαι και περήφανη γι αυτό. Κι έκλαψα και το φχαριστήθηκα. Μπράβο, παλικάρι μου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted April 1, 2009 Share Posted April 1, 2009 Ε κι εγώ συγκινήθηκα λοιπόν όπως και πολλοί άλλοι απ’ όσο καταλαβαίνω… Ήταν μια πολύ ωραία ιστορία απ’ αυτές που μου αρέσουν. Αναπόφευκτα μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες από ταινίες και βιβλία με παρόμοια θεματολογία. Δεν το θεωρώ και τόσο αρνητικό αυτό. Η γραφή ήταν πολύ καλή, έρεε πολύ όμορφα. Μου άρεσε πως ξετυλίχτηκε ο κόσμος που έπλασες, απλά μέσα από τη διήγηση και χωρίς να κουράζει. Γενικά λοιπόν μου άρεσε πολύ αυτό το διήγημα. Και μ’ αρέσει να συγκινούμαι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted April 2, 2009 Author Share Posted April 2, 2009 Thnx για τα σχόλια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted April 3, 2009 Share Posted April 3, 2009 Συγχαρητήρια Antoine. Αυτή η ιστορία ήταν ανάμεσα στις τρεις πρώτες επιλογές μου και χάρηκα γιατί τη γνώμη μου μοιράστηκαν και τα υπόλοιπα μέλη του φόρουμ. Νομίζω έπιασε πολύ όμορφα το θέμα, ήταν καλογραμμένη και μας έδειξες ότι βελτιωνέσαι συνέχεια ως συγγραφέας. Συγχαρητήρια ξανά, καλή συνέχεια στις επιτυχίες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nova Posted August 2, 2009 Share Posted August 2, 2009 Άτσα Σόλονορ, μας βγήκες ρομαντικός! Δυο πράγματα θα πω: ένα, πως ίσως να έπρεπε η ιστορία να τελειώσει πιο γρήγορα από τη στιγμή που μαθαίναμε τελικά το τραγούδι (αναφέρθηκε ήδη από κάποιον άλλο) γιατί οι 500+ λέξεις που γραφτήκανε μετά αποφορτίζουν την θαυμάσια ατμόσφαιρα που δημιούργησες μέχρι εκείνο το σημείο (και που είναι το δυνατότερο στοιχείο του διηγήματος) και 'χαλάει' ελαφρά το τέλος. Δύο, αυτό είναι ένα παραμύθι για τον θάνατο του πρίγκηπα, ένα παραμύθι από άλλες εποχές. Αν το πάρεις σαν μια ιστορία που γράφτηκε σήμερα σίγουρα και πολύ μάτσο είναι και πολύ ηρωικό είναι και πολλά ελαττώματα μπορείς να του βρεις. Αντίθετα αν το πάρεις σαν ένα παραμύθι που έφτασε ως τις μέρες μας, από μια άλλη εποχή, τότε είναι πολύ όμορφο. Μετά τη συζήτηση που κάναμε την Τετάρτη έψαξα να βρω κάτι που έχεις γράψει, για να δω τι γράφεις και το στυλ σου. Έτσι από περιέργεια. Και η περιέργεια μου βγήκε σε καλό. Πολύ ωραίο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.