constantinos Posted March 25, 2009 Share Posted March 25, 2009 Όνομα Συγγραφέα:Κωνσταντίνος Μίσσιος Είδος: φαντασία-παραμύθι Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 2000 κάτι Αυτοτελής;Ναι Σχόλια: δικά σας Ο Ερωτευμένος Γάτος Ήταν Χειμώνας και χάραμα στην άκρη του δάσους. Τα νησιά της ομίχλης ανέρχονταν στα σύνορα του κόσμου κι οι ασημένιοι καταρράχτες έμοιαζαν λόγια παγωμένα στη μέση μιας φράσης. Το φρέσκο χιόνι ακουμπούσε απαλά πάνω στη γη κι η ησυχία αόρατη στρώση από πάνω. Στο αγροτόσπιτο όλα ήταν ήσυχα ακόμα και κοιμισμένα. Το ίδιο κι ο Βαγγέλης, ο σκύλος, ο βαρέλας με το βραχνό του γαύγισμα. Μα στο ξάφνιασμα της μέρας μια μυρωδιά που κουβαλούσε μνήμες αγριοσύνης τρύπωσε στα ρουθούνια του και τον έκανε να σηκώσει πρώτα το μαλλιαρό κεφάλι του κι έπειτα το βαρύ, μαχμουρλίδικο σώμα του. Βγήκε έξω απ’ τον μικρό στάβλο όπου φώλιαζε τα κρύα βράδια και πατώντας άτολμα το αφράτο χιόνι ακολούθησε το νήμα της οσμής. Και δεν άργησε ν’ ανακαλύψει την πηγή της. Πάνω στο χιόνι ήταν πεσμένο κάτι μικρό, μαύρο και ζωντανό ακόμα. Ο Βαγγέλης ψυχοπονιάρης γίγαντας του σκυλόκοσμου λυπήθηκε το μαύρο γούνινο κουβάρι και παίρνοντας το απαλά στο στόμα το κουβάλησε ως το σπίτι της κυράς του. Το απίθωσε στο κατώφλι και κοίταξε την κλειστή πόρτα γαβγίζοντας της βραχνά. Όταν η Μαρία άνοιξε την εξώπορτα ταραγμένη απ’ το άκαιρο ξύπνημα, τράβαγε ακόμα πάνω της εκείνη τη ρόμπα, την κόκκινη με τα κεντημένα λουλούδια που την έκανε να μοιάζει με κήπο. Κι εκεί που ήταν έτοιμη να κατσαδιάσει το μαντρόσκυλο της που την ξύπναγε χωρίς λόγο πριν απ’ τα κοκόρια, το μάτι της έπεσε μπροστά στα πόδια της. Με τα μαλλιά ξέμπλεκα να πέφτουν χρυσή κουρτίνα στ’ όμορφο αγουροξυπνημένο πρόσωπο η Μαρία σήκωσε το μικρό πλάσμα που χωρούσε στη χούφτα της κι ήταν ελαφρύ σα πούπουλο, μονάχα μαύρη γούνα και κοκαλάκια. «Έλα παναγιά μου! Που βρέθηκες εσύ εδώ;», είπε και σαν η ζέστη του χεριού της να το ζωντάνεψε ένα μικρό καρβουνοκεφαλάκι με δυο μάτια ζαφείρια γύρισε και την κοίταξε. «Μωρέ.., το καημένο!», είπε και χάιδεψε μια υγρή μουσούδα, «Πάμε να σε ζεστάνω και να σου βρω λίγο γάλα πριν ψοφήσεις». Από κείνο το χάραμα ένας καινούργιος ένοικος προστέθηκε στο αγροτόσπιτο στην άκρη του δάσους. Και καθώς ζωντάνευε και ξεθάρρευε αναστημένος από την στοργή της Μαρίας, μέσα απ’ την απαλή γούνα και τα εύθραυστα κοκαλάκια ξεπήδησε ένας μαύρος γάτος, γεμάτος ζωή. Ένας γάτος που καθώς ο καιρός περνούσε αγάπησε την κυρά του με τον ασίγαστο, παράφορο έρωτα των μαύρων γάτων. Κι όσο για το όνομα του…, αυτό του το ‘δωσε η Μαρία τη μέρα που πήγε και χώθηκε μέσα στο σακί με τ’ αλεύρι και βγήκε σα πέστροφα για το τηγάνι. Φαρίνας. Φαρίνας ο άταχτος, ο γοργοπόδαρος, ο ποντικοσφάχτης, ο ερωτιάρης. Και δεν υπήρχε μεγαλύτερη ευτυχία για τον Φαρίνα από τις ήρεμες ώρες του απομεσήμερου όταν η κυρά του τον έπαιρνε στην αγκαλιά της και τον χάιδευε τρυφερά τραγουδώντας με κείνη τη φωνή, γλυκιά σαν ταξιδιάρικη αύρα, που ξύπναγε τις φρυγανισμένες ψυχές κι έκανε πλάσματα αχόρταγα στην αγάπη όπως ο Φαρίνας να σπαρταρούν. Έτσι του τραγούδαγε για τόπους, χρόνους κι αγάπες ώσπου ο ήλιος ρόδιζε και τα δέντρα σκοτείνιαζαν. Ώσπου ο Φαρίνας ένιωθε πως η καρδιά του θα κομματιαζόταν από ευτυχία. «Ψάξε να βρεις μια γάτα ν’ αγαπήσεις. Η κυρά μας δεν είναι για σένα. Δεν ήρθε η ώρα της ακόμα ν’ αγαπήσει κι όταν το κάνει θα ‘ναι γι’ άνθρωπο, όχι για γάτο», έλεγε στον Φαρίνα ο Βαγγέλης με πατρική φωνή μπας και του βάλει μυαλό αλλά που ν’ ακούσει εκείνος. Το πέπλο του έρωτα έπεφτε αδιάκοπα στα μάτια της γατοψυχής του κάνοντας τον ν’ απαντά με στόμφο: «Έτσι λες εσύ που την καρδιά σου τη χάρισες στο πιάτο. Που να καταλάβεις απ’ αγάπη!» Όμως ο Βαγγέλης καταλάβαινε και τον κοίταζε σκυθρωπός μέσα απ’ τα ζεστά καστανά του μάτια περιμένοντας πότε θα γινόταν το κακό. Και το κακό ήρθε ένα Φθινόπωρο όταν η Μαρία γυρνώντας από το χωριό με τα σακιά τ’ αλεύρι έφερε κι έναν άντρα μαζί της. Έναν ψηλό μελαχρινό με τετράγωνους ώμους και βαριά φωνή. Μ’ ένα χαμόγελο πλατύ σαν ποταμό. Απ’ την αρχή ο Φαρίνας μίσησε τον Διονύση. Από την πρώτη στιγμή που ένιωσε πάνω του την παράξενη οσμή του κυνηγού τον φοβήθηκε και του ‘δειξε δόντια και νύχια. Μα όταν είδε να του κλέβει την ευτυχία του, τα απομεσήμερα του στην αγκαλιά της Μαρίας και τα τραγούδια της, λύσσαξε. «Βρες μια γάτα ν’ αγαπήσεις», ξανάλεγε ο Βαγγέλης τη μέρα που ο Φαρίνας έφυγε να βρει τη μάγισσα των γάτων. Μα εκείνος κλεισμένος στο καβούκι του απέλπιδου έρωτα και της ζήλιας δεν απάντησε. Μπήκε στο δάσος κι έξαψε για το λημέρι της μάγισσας που ‘ξερε τις πιο μεγάλες μαγγανείες της γατοκοινωνίας, γυρεύοντας τη σκοτεινή βοήθεια της. Τη βρήκε με τον μοβ φιόγκο του θανάτου στο λαιμό να μαγειρεύει μαυρισμένες τσουκάλες με ποντικοουρές και νυχτεριδόγλωσσες. Να ψέλνει τα πανάρχαια νιαουρίσματα της κάτω από ποντικοκεφαλές και ξεραμένα καναρίνια που αιωρούνταν άψυχα απ’ το χαμηλό ταβάνι της υπόγας της. «Είσαι σίγουρος ότι αυτό θες μαύρε;», τον ρώτησε όταν της άνοιξε την καρδιά του. «Ναι», απάντησε χωρίς σκέψη. Ναι… Οι πορτοκαλιές ρίγες της μάγισσας των γάτων ρίγησαν. Μέσα απ’ τα σκοτάδια του λαγουμιού της, του έφερε τη λεκάνη με το μαύρο πηχτό κατράμι. «Βάλε πατούσες και νύχια εδώ και θα ‘χεις αυτό που ζητάς. Μα πρόσεχε! Να ‘σαι σίγουρος ότι αυτό που θα συμβεί, είναι αυτό που θέλεις». «Ναι», ξανάπε ο Φαρίνας κι έβρεξε τις πατούσες του στο μίασμα. «Τράβα τότε», του ‘πε η μάγισσα κι εκείνος γύρισε χαρούμενος και μοχθηρός στο αγροτόσπιτο για πρώτη φορά τριβόμενος παθιάρικα στις μπότες του Διονύση. «Για δες τον! Τι έπαθε ξαφνικά τούτος ‘δω;», μουρμούρισε ο Διονύσης στη Μαρία απορημένος. «Φαίνεται πως σε συνήθισε», απάντησε εκείνη χαμογελώντας που ο αγαπημένος της άντρας έγινε μέρος του σπιτικού της κι ο αγαπημένος της γάτος τον δέχτηκε τελικά. Μα μόλις ο Διονύσης έσκυψε να χαϊδέψει τον Φαρίνα εκείνος σήκωσε το πόδι με τα κατάμαυρα νύχια-βελόνες και του χαράκωσε βαθιά το χέρι. «Μη! Βρωμόγατο», φώναξε η Μαρία κι έτρεξε να δει το χέρι του Διονύση που μάτωσε. Χάντρες αίμα κυλούσαν απ’ τα δάχτυλα του. «Μπα, πανάθεμα σε άτιμε γάτε!», καταριόταν η Μαρία μα ο Φαρίνας δεν έδινε σημασία. Κοιτούσε τον πληγωμένο άντρα με προσμονή, σίγουρος τώρα πως τα μάγια που ‘χε ρίξει στην κυρά του θα διαλυόταν κι εκείνη θ’ άνοιγε πάλι την αγκαλιά της μοναχά για εκείνον. Ο Διονύσης σύντομα αρρώστησε και κάθε μέρα που περνούσε το δηλητήριο της μάγισσας του ‘τρωγε το κορμί μ’ έναν φλεγόμενο πυρετό. Η καρδιά του χτυπούσε μέρα με τη μέρα όλο και πιο αδύναμα, όλο και πιο απαλά αλλά η χαρά που τόσο επιθυμούσε ο Φαρίνας δεν επέστρεφε. Σα να ‘χε πέσει σε μια δίνη σκοτεινή η καρδιά της Μαρίας βυθιζόταν κι εκείνη σε μια θάλασσα πίκρας. Η φωνή της στέρεψε, τραγούδι δεν ξανακούστηκε κι η ομορφιά της άρχισε να λιώνει πλάι στο χλωμό στήθος του Διονύση που αγκομαχούσε και πάλευε με το φαρμάκι. Ο γάτος νιαούριζε, γουργούριζε αποζητώντας το χάδι της κυράς του και τα γλυκά της μάτια, μα εκείνη έμοιαζε πια νεκρή. Ο Φαρίνας νιαούριζε και τριβόταν κι ο Βαγγέλης τον παρακολουθούσε λυπημένος. Ώσπου ήρθε ένα πρωί που ο γάτος σηκώθηκε, πήδησε στην άκρη του κρεβατιού του σαβανωμένου με θλίψη και κοίταξε. Κι επιτέλους είδε! Η Μαρία κοιμόταν αποκαμωμένη από την κούραση κοντά στον άντρα της με την απελπισία χαραγμένη στο πρόσωπο. Την απελπισία της αγάπης. Κατάλαβε ο γάτος κι η καρδιά του έγινε κομμάτια αφήνοντας στη θέση της, τις τύψεις για το κακό που έκανε σε κείνη που τον ανάστησε, σ’ εκείνη που τον έθρεψε και που του τραγουδούσε τ’ απομεσήμερα της ζωής του. Έτρεξε στη σιγαλιά του πρωινού να βρει στις γρηγορούσες σκιές της νύχτας τη μάγισσα να της ζητήσει να πάρει πίσω το κακό που έκανε. Μα εκείνη σκληρή σα πέτρα κούνησε το κεφάλι και του ‘πε όχι! «Σε προειδοποίησα ανόητο γατί! Να το σκεφθείς καλά σου είπα. Ορίστε τώρα. Έρχεσαι και μου ζητάς να πάρω πίσω τα μάγια. Μα δεν μπορώ. Κανείς δεν μπορεί. Μονάχα…», είπε και στην τελευταία λέξη οι ρίγες της γούνας της ρίγησαν σαν τα κυματάκια μιας ενοχλημένης λιμνούλας. Ο Φαρίνας κοίταξε όλο ελπίδα. «Μονάχα η μεγάλη θεά μπορεί να σε βοηθήσει πια». «Και που θα την βρω;», ρώτησε μ’ αφέλεια εκείνος. Η μάγισσα άφησε ένα κοφτό νιαούρισμα που στη γλώσσα των ανθρώπων θ’ ακουγόταν σαν ειρωνικό γέλιο. «Στην άκρη του κόσμου! Στην καυτή γη πέρα απ’ τα σύνορα της ομίχλης!», απάντησε. Ο Φαρίνας έσκυψε το κεφάλι για μια στιγμή, μαστίγωσε νευρικά τον αέρα με την ουρά του κι έπειτα δίχως λέξη άρχισε να τρέχει, να τρέχει και να τρέχει στις ερημιές του κόσμου αναζητώντας μονοπάτια πάνω από ψηλά βουνά και δάση απροσπέλαστα. Με την καρδιά του να ‘χει απομείνει πίσω στη Μαρία έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αγνοώντας τις ταλαιπώριες, περνώντας ποτάμια και θάλασσες με σκυλοπνίχτες και διασχίζοντας τους δρόμους πολυάνθρωπων, τρομαχτικών πόλεων. Ώσπου έφτασε σε τόπους άγονους που στέναζαν κάτω απ’ τον ήλιο λιώνοντας ανελέητα στην ατέλειωτη λαύρα. Ξεθεωμένος βρήκε το άγνωστο ιερό της μάνας όλων των γάτων και στο δροσερό γεμάτο σκόνη λησμονιάς εσωτερικό του έσυρε τα βήματα του και προσευχήθηκε για λύτρωση. Οι σκιές πίσω απ’ τις κολώνες του ναού συμπτύχθηκαν κι απ’ την μαύρη οροφή έσταξαν σιγανά νιαουρίσματα και τρομαχτικά γουργουρητά. Ο Φαρίνας μαζεύτηκε τρομαγμένος και κοίταξε γύρω του τον άδειο χώρο καθώς οι τρίχες της γούνας του ορθώθηκαν παρά τη θέληση του. Μια γιγάντια γατοσκιά πήδησε στον τοίχο μπροστά του. Αλαφιασμένος άκουσε τη φωνή της. «Αυτό που ήρθες να ζητήσεις είναι βαρύ γιε μου». Μια γλυκιά, βαθιά κατανόηση τύλιξε την ψυχή του στο άκουσμα της φωνής. Έσκυψε το κεφάλι ταπεινά. «Ναι μάνα, μα το ίδιο και το κακό που έκανα», ψιθύρισε. «Αλήθεια είναι γιε μου, αλήθεια… Κι αν τώρα βαστάει η καρδιά σου πρέπει να πληρώσεις γι’ αυτό», είπε η γατομάνα. «Θα πληρώσω», απάντησε χωρίς δισταγμό ο Φαρίνας. «Κάθε γάτος γιε μου, έχει εφτά ζωές να ζήσει, εφτά ψυχές να λιώσει. Το ίδιο κι εσύ. Αν επιθυμείς ν’ αντιστρέψεις το κακό που έκανες και να γλιτώσει τον τάφο εκείνος ο άνθρωπος πρέπει να του χαρίσεις τις έξη απ’ αυτές». Εφτά ψυχές έχουν οι γάτοι, εφτά ζωές να λιώσουν κι ο Φαρίνας με τη σκέψη στη Μαρία του, στα τραγούδια του απομεσήμερου, έδωσε τις έξη. Μια να μου μείνει να την ακούω να τραγουδά ευτυχισμένη μου φτάνει, σκέφτηκε. Η γατοσκιά στον τοίχο κουλουριάστηκε κι έγινε μια μαύρη τρύπα στον τοίχο του ναού των γάτων και πίσω της, μόνη στο αδιαπέραστο σκοτάδι είδε μια φωτιά αναμμένη μπρος απ’ ένα βωμό. Πάνω στο βωμό υπήρχαν ακουμπισμένα εφτά κόκκινα κουβάρια από μάλλινη κλωστή. Εφτά μάλλινες μπάλες απ’ εκείνες που λιγουρεύονται τα γατόπουλα όταν είναι μικρά. «Κάνε αυτό που πρέπει λοιπόν», είπε μια φωνή μέσα του. Ο Φαρίνας πλησίασε το βωμό και πηδώντας πάνω του έσπρωξε με την πατούσα του έξη κουβάρια στην πυρά. Κι οι έξη ζωές του κάηκαν. Έτσι, χωρίς λύπη πια, λίγο πιο ανάλαφρος ο Φαρίνας, έφυγε απ’ το ναό των γάτων κι έκανε το μακρύ ταξίδι του γυρισμού σίγουρος ότι η κυρά του όμορφη, ευτυχισμένη πάλι θα τον περίμενε τραγουδώντας στην άκρη του δάσους. Και πέρασε πάλι τις πόλεις, τις θάλασσες και τα ποτάμια, τα δάση και τις ερημιές ώσπου ένα χάραμα χειμερινό να φτάσει αγκομαχώντας πίσω στο αγροτόσπιτο. Μα οι ταλαιπώριες τον είχαν προφτάσει κι αυτές. Ο Φαρίνας είχε κουραστεί και λίγο πριν τον φράχτη τα γοργοπόδαρα του λύγισαν στο αφράτο χιόνι. Ο Βαγγέλης πλησίασε κι είδε τον γάτο στο χιόνι όπως τότε εκείνη τη μέρα που τον είχε ανακαλύψει γατί, ψόφιο σχεδόν. Τον πήρε πάλι λυπημένος και ψυχοπονιάρης στο στόμα του και τον κουβάλησε στο σπίτι. Και με το βραχνό του γαύγισμα σήκωσε τον κόσμο. Η πόρτα άνοιξε κι ένας άντρας στάθηκε πάνω απ’ τον Φαρίνα. Ο γάτος είδε τον Διονύση κι η ελπίδα ξαναγεννήθηκε. Τώρα η κυρά μου θα ‘ρθει να με μαζέψει, σκέφτηκε κι άφησε ένα παραπονεμένο νιαούρισμα σα συγνώμη. Μα η Μαρία δεν ήρθε. Ο Διονύσης τον μάζεψε αμίλητος και θλιμμένος. Τον πήρε στην αγκαλιά του και κάθισε λυπημένος στην καρέκλα που άλλοτε καθόταν εκείνη. «Πέθανε γάτε..., πέθανε απ’ τη λύπη της για ‘μένα. Πέθανε που δεν ήσουν εκεί να μοιραστείς τον πόνο της. Πέθανε…», ψιθύρισε ο άντρας αφηρημένα και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Οι γάτοι δεν μπορούν να κλάψουν, να βγάλουν δάκρυα όπως οι άνθρωποι κι αυτό κάνει τον πόνο πιο μεγάλο κι απ’ τον ήλιο. Αγκομαχώντας, μ’ ότι του ‘χε απομείνει τότε, ο Φαρίνας προσευχήθηκε ξανά στη μεγάλη γατομάνα μια τελευταία ευχή. Και κάπου μακριά, στην άκρη του κόσμου ένα κατακόκκινο κουβάρι κύλησε απ’ έναν βωμό και έπεσε μέσα σε μια πυρά. Το πνεύμα του Φαρίνα λευτερώθηκε απαλά απ’ τα δεσμά της σάρκας και της γούνας, πέταξε για τον ουρανό που φώτιζε το χάδι της καινούργιας μέρας και στη σιγαλιά του κρυσταλλένιου ουρανού συνάντησε το πνεύμα της αγαπημένης του Μαρίας που κυλούσε πίσω στον κόσμο των ζωντανών. Μια αχτίδα φώτισε τις ψυχές, την ανθρώπινη και τη γατίσια που ενώθηκαν για μια στιγμή ψηλά πάνω απ’ τη γη κι ένα γλυκό τραγούδι έσπρωξε τη μια ψηλά και την άλλη χαμηλά. Οι γάτοι πάνε, οι γάτοι έρχονται και σαν σκιές κοιτούν τους καιρούς των ανθρώπων. Γλύφουν το γάλα που στάζει απ’ τα τραπέζια της ζωής τους και κουλουριάζονται στις αγκαλιές τους ανταποδίδοντας μια αγάπη γεμάτη νύχια και μάτια κίτρινα που κοιτάζουν με τη δικαιοσύνη της ζούγκλας. Κι οι μαύροι γάτοι είναι οι πιο αδιάλαχτοι για τον πολιτισμό των ανθρώπων, οι πιο ατίθασοι και παράφοροι. Παράφοροι στην ελευθερία τους, παράφοροι στην αγάπη τους… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Πολύ ωραία γραμμένη, "στολισμένη" όσο πρέπει (γενικά λιτή, όπως μου αρέσουν ) και με έντονα συναισθήματα. Ένα παραμύθι αλιώτικο από τ' άλλα! Μόνο που το θέμα 'Τραγούδι" δεν ήταν αρκετά δυνατό, αν και έκανε αισθητή την παρουσία του. Κάποια στιγμή όμως ξεχάστηκε. Σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ σ' ευχαριστώ που δεν έβαλες κάποιον άνθρωπο να κάνει κακό στο γάτο! Σ' ευχαριστώ! Όχι και στα παραμύθια να γίνεται ό,τι στην πραγματικότητα! Στα παραμύθια ας ξεφεύγουμε τουλάχιστον! Επίσης, έπιασες πολύ καλά τα συναισθήματα του γάτου, την αγάπη του, που γίνεται κτητική -όπως ακριβώς των ανθρώπων- τον έρωτά του, αλλά και το μεγαλείο της ανωτερότητας που έχουν -τελικά, είδες;- τα ζώα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Αναπάντεχα ξεχωριστό το παραμύθι σου constantinos, με πρωταγωνιστές γάτες – και έναν σπέσιαλ γατόκοσμο (γάτα μάγισσα;! Ουάου!) Ίσως όχι δυνατό στο θέμα «τραγούδι» εμένα όμως με κέρδισε. Το μόνο, από όλα τα διηγήματα, που μου σήκωσε τον κόμπο στο λαιμό στο τέλος. Με μια λέξη, υπέροχο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Αχ, ρε Κωνσταντίνε, μου θύμισες τον Μορφέα μου, τον κατάμαυρο γατούλη μου που δεν κούναγε ρούπι από πάνω μου... Σαν να διάβαζα γι αυτό το κτητικό κι απαιτητικό, γουργούρικο κουκλί ήτανε... Υπέροχο, ρε συ, πανέμορφο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Κι εμένα μου άρεσε αλλά για το θέμα του διαγωνισμού, το βρίσκω εκτός. Και για αυτό απλά θα το βάλω προτελευταίο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 (edited) Ζητείται σκιτσογράφος να σχεδιάσει την γάτα μάγισσα που γελάει με κακία( ; ) πριν το τέλος! This is the stuff LoLcats are made of! Η ιστορία ήταν πολύ καλή, το στυλ γραφής ότι πρέπει για παραμύθι, όσο για το θέμα με το τραγούδι τώρα... μεταξύ μας, πάντα το θέμα των διαγωνισμών ήταν κυρίως το ερέθισμα για να γραφτεί μια ιστορία, όχι ο αυτοσκοπός. Οπότε δεν θα βασίσω την ψήφο μου πάνω σε αυτό. Μόνο η τελευταία παράγραφος δεν με άγγιξε όσο θα ήθελα. Μου φάνηκε πολύ πομπώδες για αυτό που λέει, αν με πιάνεις. Αλλά το τέλος πριν το τέλος ήταν κορύφωση από μόνο του. Edited March 26, 2009 by Dinosxanthi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
ntoing Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Ότι θα με συγκινούσε μια ιστορία με μια σιχαμένη κωλόγατα (όου γιές, δεν είμαι γατοπέρσον) δεν το περίμενα. Νομίζω πως μπήκες στην τελική μου τριάδα και πολλά συγχαρητήρια για τη γραφή σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 μεταξύ μας, πάντα το θέμα των διαγωνισμών ήταν κυρίως το ερέθισμα για να γραφτεί μια ιστορία, όχι ο αυτοσκοπός. Οπότε δεν θα βασίσω την ψήφο μου πάνω σε αυτό. Ζαβολιααά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 Το γράψιμο είναι πολύ καλό, αν και εμένα με κουράζουν οι πολύ λογοτεχνικές εκφράσεις σου, που αρκετοί άλλοι θα εκτιμήσουν. Οι σκηνές με τον σκύλο και τον σχεδόν ψόφιο γάτο και η συνάντηση της ψυχής του γάτου με αυτήν της Μαρίας είναι πολύ συγκινητικές. Η ευκολία με την οποία ο γάτος έβρισκε γάτες-μάγους και γάτες-Θεούς μου δημιούργησε μια αμηχανία και γενικά με έβγαλε από την ιστορία, η οποία πήγαινε αρκετά καλά μέχρι εκεί. Φυσικά είναι ιστορία φαντασίας, αλλά έχει σημασία να κρατήσεις την ισορροπία, όταν προσπαθείς να εντάξεις σε ρεαλιστικό πλαίσιο, τόσο φανταστικά στοιχεία Ερωτευμένος_Γάτος_κριτικη_σ_όλια.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted March 26, 2009 Author Share Posted March 26, 2009 Το γράψιμο είναι πολύ καλό, αν και εμένα με κουράζουν οι πολύ λογοτεχνικές εκφράσεις σου, που αρκετοί άλλοι θα εκτιμήσουν. Οι σκηνές με τον σκύλο και τον σχεδόν ψόφιο γάτο και η συνάντηση της ψυχής του γάτου με αυτήν της Μαρίας είναι πολύ συγκινητικές. Η ευκολία με την οποία ο γάτος έβρισκε γάτες-μάγους και γάτες-Θεούς μου δημιούργησε μια αμηχανία και γενικά με έβγαλε από την ιστορία, η οποία πήγαινε αρκετά καλά μέχρι εκεί. Φυσικά είναι ιστορία φαντασίας, αλλά έχει σημασία να κρατήσεις την ισορροπία, όταν προσπαθείς να εντάξεις σε ρεαλιστικό πλαίσιο, τόσο φανταστικά στοιχεία Όπως κι εσύ παραδέχεσαι είναι θέμα γούστου. Για τις λογοτεχνικές εκφράσεις... Πάντως δεν είναι ακριβώς ιστορία φαντασίας (με τη γενικότερη έννοια του όρου), είναι παραμύθι και τα παραμύθια έχουν πολλές συμβάσεις και αυτό ήθελα να το διατηρήσω γι' αυτό και αντίθετα με τις περισσότερες των ιστοριών μου εδώ δεν προσπάθησα καθόλου να τις εντάξω σε ρεαλιστικό πλαίσιο. Δεν μ' ενδιέφερε αν οι χρόνοι κι οι αποστάσεις ήταν αληθοφανείς, αν οι γάτες που χρησιμοποιούν πατούσες μπορούν να μαγειρέψουν σε μια τσουκάλα κτλ. Αυτά τα σκέφτομαι μόνο όταν γράφω άλλου είδους ιστορίες φαντασίας. Ευχαριστώ κι εσένα κι όλους σας που διαβάσατε την ιστορία και μπήκατε στον κοπο να τη σχολιάσετε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted March 26, 2009 Share Posted March 26, 2009 (edited) Ζαβολιααά! Καλό είναι να μην κρίνουμε τις ψήφους των άλλων, καθένας κρίνει με βάση τα δικά του γούστα και κριτήρια (αν και καλό θα ήταν το θέμα να ήταν γνώμονας). Αν είναι έτσι να ψάχνω κι εγώ για κίνητρα για τους οποίους μπήκαν κάποιες ιστορίες στις κατατάξεις μερικών και να τις αλλάζω αν κρίνω ότι δεν είναι τα σωστά, έτσι δεν είναι; ;) ΥΓ: Εγώ θα ψηφίσω πρώτους τη Sonya επειδή είναι hot dwarven wench και τον Κωνσταντίνο, επειδή ο Λεκγουελ είναι τρελό αγόρι - και φυσικά κάνω πλάκα. Edited March 26, 2009 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Η αφήγηση φοβερή και η γλώσσα εξαίσια. Το εύρημα με τα κουβάρια το βρήκα πανέξυπνο, το ίδιο και την απαιτούμενη θυσία. Κάπου εκεί για μένα το διήγημα απογειώθηκε και συνέχισε να πετά στην επιστροφή. Θα προτιμούσα όμως η απόφαση του γάτου για το τελευταίο κουβάρι να γινόταν με πιο θεατρικό τρόπο από μια προσευχή κι αυτό είναι το μόνο μου παράπονο. Επίσης δε μπορώ παρά να παρατηρήσω πως η ιστορία θα μπορούσε να γραφτεί δίχως την ύπαρξη τραγουδιού. Πραγματικά υπέροχο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
hombre Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Απλώς υποκλίνομαι βγάζοντάς σου και το καπέλο (ημίψηλο)...!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Η ιστορία ήταν υπέροχη! Πολύ πρωτότυπη και συγκινητική με πολύ καλή παραμυθιάρικη γραφή. Για άλλη μία φορά σε αυτό το διαγωνισμό συμφωνώ με το Χατζηγιώργη σ' ότι αφορά αυτό τον κόμπο. Δυστυχώς όμως, πιστεύω πως είναι εκτός θέματος... Δε διέκρινα πουθενά κάτι σχετικό με τραγούδι... Αυτό με αναγκάζει να τη βάλω χαμηλά, κάτι που ειλικρινά δεν το θέλω και καταπιέζομαι αφόρητα... Πάντως πέρα από διαγωνισμούς κτλ, η ιστορία ήταν τέλεια! Μπράβο! Καλή συνέχεια! ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Ελάαατε ρε παιδιά!!! Με αυτή την ιστορία παραλίγο να κλάψω!!! Ηταν πολύ λυπητερή και υπέροχη!!! ΟΚ, δεν είχε σχέση με το τραγούδι! Κάποιους κατανοώ ότι τους ενδιαφέρει αυτό... και ίσως έχουν δίκιο γιατί ο διαγωνισμός είναι για το τραγούδι. Εμένα δε με αφορά καθόλου! Είναι εξαιρετική ιστορία, πολύ ωραία ιδέα να χρησιμοποιήσεις γάτες και η γραφή άψογη. Βασικά και να μην ήταν άψογη δε θα με ένοιαζε αφού κατάφερε να με συγκινήσει τόοοσο πολύ! Μπράβο κι απο μένα Κωνσταντίνε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Εμένα γιατί δεν μου άρεσε; Μήπως επειδή περίμενα ένα πιο σωστό δέσιμο της αγάπης του γάτου με το πλαίσιο του φανταστικού; Κάτι μου το χάλασε και δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό ακριβώς, παρά τις πετυχημένες ιδέες με τη μάγισσα, το ναό και τα κουβάρια. Ίσως δεν με έπεισε. Η γραφή, από την άλλη, είναι ξεκούραστη και όπως είπε και ο Σολονορ, η αφήγηση φοβερή και η γλώσσα εξαίσια. Συγκινήθηκα πάρα πολύ με την τελευταία παράγραφο. Λειτουργεί και από μόνη της, δίχως το όλο κείμενο που προηγείται. Το Τραγούδι που πήγε; Το έφαγε η γάτα ε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted March 28, 2009 Author Share Posted March 28, 2009 Εμένα γιατί δεν μου άρεσε; Μήπως επειδή περίμενα ένα πιο σωστό δέσιμο της αγάπης του γάτου με το πλαίσιο του φανταστικού; Κάτι μου το χάλασε και δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό ακριβώς, παρά τις πετυχημένες ιδέες με τη μάγισσα, το ναό και τα κουβάρια. Ίσως δεν με έπεισε.Η γραφή, από την άλλη, είναι ξεκούραστη και όπως είπε και ο Σολονορ, η αφήγηση φοβερή και η γλώσσα εξαίσια. Συγκινήθηκα πάρα πολύ με την τελευταία παράγραφο. Λειτουργεί και από μόνη της, δίχως το όλο κείμενο που προηγείται. Το Τραγούδι που πήγε; Το έφαγε η γάτα ε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted March 28, 2009 Share Posted March 28, 2009 Αχ, αυτή η μαύρη μπαλίτσα από γούνα και κοκαλάκια, πολύ με συγκίνησε. Ήταν τόσο αδύναμη και απροστάτευτη στην αρχή και παρέμεινε εξίσου αδύναμη και απροστάτευτη από το πάθος μέχρι το τέλος. Η γραφή σου είναι πολύ ωραία, αλλά σε μερικά σημεία ήταν ανόμοια, αλλού πολύ λογοτεχνική και αλλού πολύ πιο άμεση. Υποψιάζομαι ότι είναι αποτέλεσμα του χρόνου που είχες διαθέσιμο. Δε θα σχολιάσω το θέμα τραγούδι μέσα στην ιστορία -σχολιάστηκε υπέρ και κατά επαρκώς από άλλους. Με βλέπω να εξαντλώ το όριο που μας θέτει ο διοργανωτής πριν στείλω την κατάταξή μου για ν' αποφασίσω με τι κριτήριο θα ψηφίσω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μάρβιν ΑΑΠ Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 ναι, είναι πολύ συγκινητικό. Αν και δύσκολα θα με άφηνε χωρίς συγκίνηση ένα γατοπαραμύθι. Ή μήπως όχι, ύστερα από τόσα χρόνια γατοσυμβίωσης; Όσο το σκέφτομαι, υπάρχουν τέτοια γατούλια, κι αυτή είναι η χάρη του παραμυθιού, να ζυμώνει τον πραγματικό με το φανταστικό κόσμο και να ξαναπλάθει και τους δυο. Με ποιας γατομάγισσας το ξόρκι να πετυχαίνει άραγε έτσι άρτια η γραφή; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Όμορφος μύθος, όμορφη εκτέλεση. Αλλά τα υπερφυσικά κομμάτια είναι διαφορετικά σε ύφος από το υπόλοιπο, σαν να έχουν παρεισφρήσει στο κείμενο από άλλο διήγημα, με διαφορετικές παραδοχές (που εδώ παραμένουν ελαφρώς ασαφείς). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Θα πω μόνο ότι είναι μια πολύ καλή ιστορία και θα ζητήσω ποσοστά για την έμπνευση. Οκ; ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted March 29, 2009 Share Posted March 29, 2009 Να γκρινιάξω και να πω ότι το τραγούδι δεν έχει και πολύ μεγάλο ρόλο εδώ. Αλλά από την άλλη, τι κατάφερες να γράψεις… Το διάβασα τρεις ή τέσσερις φορές και κάθε φορά με παίρναν τα ζουμιά. Μπορεί να φταίει η αδυναμία στους γάτους, δεν ξέρω. Σχετικά με τους λόξυγκες που έχουμε μιλήσει κατά καιρούς (και που κοντεύουν να γίνουν ορολογία στο χώρο :Ρ): ο «απέλπιδος έρωτας» είναι ένας λόξυγκας, δεν ταιριάζει στο υπόλοιπο στυλ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted March 30, 2009 Share Posted March 30, 2009 Σιγουρα δεν ηταν απο τις κλασικες φανταζυ ιστοριες και το θεμα τραγουδι ηταν σχεδον αφαντο αλλα σαν ιστορια ηταν απλα κορυφαια και απολαυστικη στην αναγνωση. Φοβερο γατο-κλιμα :thumbsup: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Venea Posted March 30, 2009 Share Posted March 30, 2009 Πάντα με αγγίζουν οι ιστορίες με ζώα (βλεπε Robin Hobb και Νυχτερίτη) ίσως γιατἰ το δέσιμό μου με αυτά αγγίζει την υπερβολή. Μπορεί όπως προαναφέρθηκε, το τραγούδι να μην είναι βασικό στοιχείο αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός οτι μιλάμε για μια συγκινητική, παραμυθιάρα και όμορφα γραμμένη ιστορία. Δύσκολη λοιπόν η απόφαση για την κατάταξη... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted October 29, 2011 Share Posted October 29, 2011 Bump εδώ γιατί το αξίζει! Ερωτευμένος γάτος κάνει τα πάντα για να κρατήσει την αγάπη της κυράς του. Ένα παραμύθι απ' αυτά που δεν έχετε συνηθίσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.