Jump to content

Απόηχοι ενός Ξεχασμένου Τραγουδιού


Παρατηρητής

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος Χατζηκυριάκος (Παρατηρητής)

Είδος: φαντασίας

Βία; οχι

Σεξ; όχι

Αριθμός Λέξεων:1109

Αυτοτελής;ναι

Σχόλια:

 

 

 

Απόηχοι ενός Ξεχασμένου Τραγουδιού

 

 

 

Γεννήθηκα ένα βράδυ κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι και τα αστέρια του καλοκαιριού, μία νύχτα ήπια και δροσερή. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και γυρολόγος. Ταξίδευε από μέρος σε μέρος σκορπίζοντας μελωδίες και εύθυμους σκοπούς. Έτσι κληρονόμησα το χάρισμα του ταξιδιού και με τον καιρό ξεκίνησα να ακολουθώ κι εγώ με τη σειρά μου τους δικούς μου δρόμους. Ως παιδί μουσικού ήξερα πως όλη μου η ζωή θα άνηκε στους μακρινούς δρόμους και τους ατέλειωτους ορίζοντες.

 

Κι ένα βράδυ, φωτεινό όπως εκείνο που γεννήθηκα, έφυγα μακριά, παίρνοντας μαζί μου του πατέρα την ευχή και την αγάπη της μητέρας. Και γνώρισα ανθρώπους πολλούς και ταξίδεψα μαζί τους σε χίλια μέρη. Και η ζωή μου ενώθηκε με χίλιες δυο ζωές και περιπέτειες μυριάδες, σαν ραψωδία και ωδή που τραγουδούσαν στα παλάτια.

 

Ήμουν εκεί, σε μια ταβέρνα, μια νύχτα του Σεπτέμβρη. Διασκέδαζα τον κόσμο, τους ντόπιους και τους ξένους. Έφυγα με δύο ταξιδευτές που ήτανε σκαστοί από το σπίτι. Είχαν παντρευτεί στα κρυφά και έτρεχαν για να ξεφύγουν από τους διώκτες που είχαν βάλει οι γονείς για να τους βρουν. Με άφησαν σε ένα λιμάνι και από εκεί επιβιβάστηκαν λαθραία σε ένα πλοίο. Τους βρήκα ξόανα μετά από πολλά χρόνια και γνώρισα και τα παιδιά τους. Μα μέχρι τότε έμεινα σε εκείνο το λιμάνι, μαζί με ένα γέρο-ψαρά του οποίου του θύμιζα κάποιο παλιό του φίλο.

 

Τον είχε χάσει λέει στη θάλασσα, τότε που ήταν νέος και πως από τότε δεν τολμούσε να ταξιδέψει ξανά στα πέρα πελάγη. Μα όσο μέναμε μαζί, τα κρύα εκείνα απογεύματα του χειμώνα, εκείνος ονειρευόταν να αρμενίσει για μια τελευταία φορά πριν ο θάνατος τον πάει στα Πέρα Μέρη. Κι έτσι μία πρωία ανοιξιάτικη, με ένα σκαρί που είχε γεράσει μαζί του, ξανοιχτήκαμε στη θάλασσα και φύγαμε για ένα μακρινό ταξίδι.

 

Σε μια τρικυμία παραλίγο και θα έχανε τη ζωή του μα δεν τον ένοιαζε. Γελούσε και φώναζε μέχρι που άρχισε χορεύει ώσπου τα κύματα να μας αναποδογυρίσουν. Και τότε πίστεψα ότι θα χανόμουν μέχρι που μας έσωσε ένα κουρσάρικο που κυνηγούσε πειρατές. Πέρασα κάμποσες νύχτες με εκείνους τους κουρσάρους, ειδικά με έναν νεαρό που είχε αφήσει τη μικρή του σύζυγο να τον περιμένει να γυρίσει. Την αγαπούσε και μιλούσε συχνά για εκείνη και μου ΄λεγε πως είχα κάτι που θύμιζε το γέλιο της και το χορό της. Και για μίλια που ταξιδεύαμε μαζί σε εκείνο το καράβι υπενθύμιζε στους ναύτες πόσο του θύμιζα τη χάρη και την ομορφιά της.

 

Όμως ο κουρσάρος εκείνος ο νεαρός δεν πρόλαβε να πάει κοντά της. Μια συμπλοκή και με γαλέρα πειρατική τον έστειλε μια για πάντα στο Βυθό, μακριά από την αγαπημένη του. Μα πριν πεθάνει ευχή και κατάρα μου έδωσε να πάω και να βρω εκείνη και να μην την αφήσω ποτέ από κοντά μου. Να γινόμουν ο προστάτης της και να της θυμίζω το θαρραλέο σύζυγο της.

 

Αυτό λοιπόν και έκανα. Όταν έφτασα στην πατρίδα του, ένας από τους φίλους του που αρμένιζαν μαζί με οδήγησε στο σπιτικό του. Και γνώρισα τη χήρα του και έμεινα κοντά της. Έμεινα εκεί για να την προστατεύω από τους άπληστους μνηστήρες και να της θυμίζω τον έναν που αγάπησε που δεν έβγαλε στιγμή από την καρδιά της.

 

Και έμεινα για χρόνια εκεί, μέσα στο σκοτεινό της πύργο, παρέα με μικρά κεριά, με υφαντά και με ένα ψηλό παράθυρο που κοίταζε το πέλαγος, τον ουρανό και το ολόγιομο φεγγάρι. Μέχρι ένα απόγευμα φθινοπωρινό που η ζωή έφυγε από τα στήθη της και έπλευσε για τη θάλασσα όπου την περίμενε ο αγαπημένος της. Κι εγώ, μαζί με μια από τις υπηρέτριες, έφυγα κι αναζήτησα το δικό μου δρόμο.

 

Γύρισα χωριά και πόλεις, βρέθηκα σε πανηγύρια και γιορτές, σε γάμους μα και κηδείες, όπως αυτή του μέθυσου σιδερά που ήθελε η ταφή του να συνοδεύεται από χαρούμενα τραγούδια. Ταξίδεψα σε μέρη μίλια μακριά από τη δική μου πατρίδα. Σχεδόν την είχα ξεχάσει και μαζί με εκείνην τον πατέρα μου και το όνομα του. Το μόνο που θυμόμουν από εκείνον ήταν ότι ήταν μουσικός. Για πολύ καιρό με βασάνιζε η τύχη του, τι θα έκανε, που βρισκόταν, τι είχε απογίνει, όμως πάντα κινούσα για νέα κάθε φορά μέρη, δίχως ποτέ να επιστρέφω κοντά του.

 

 

Βρέθηκα και πάλι με εκείνο το ζευγάρι που είχα γνωρίσει παλαιότερα στην ταβέρνα. Τώρα πια δεν έτρεχαν να ξεφύγουν μα είχαν βρει μια ασφαλή κατοικία σε μία ήσυχη πόλη Έμεινα μαζί τους, προσέχοντας το γιο τους, νανουρίζοντας τον τα βράδια και συνοδεύοντας τον στις παιδικές του τρέλες, αργότερα στο κυνήγι και στην εξάσκηση των όπλων. Και όταν μεγάλωσε έφυγα μαζί του και κινήσαμε για περιπέτειες και μεγάλες μάχες.

 

Μαζί του γνώρισα πολλούς, άλλους σε στρατόπεδα, άλλους σε πανδοχεία, λαούς που κρύβονταν στα δάση και τα βουνά και ομάδες που ταξίδευαν σαν θίασοι στις πόλεις. Αυλές βασιλέων γνώρισα και κάστρα αρχόντων. Μα και καλύβια των φτωχών και σπήλαια των κυνηγημένων. Επαναστάτες συγκινησούσα και μέθαγα τους δούκες. Έγινα φίλος πολλών και σύμμαχος ακόμα περισσοτέρων. Και για καιρό συντρόφευα τον νεαρό πολεμιστή σε κάθε του ταξίδι.

 

 

Μα τότε ξέσπασε ένας μεγάλος πόλεμος σε μια μικρή χώρα. Κανείς πια δεν τραγουδούσε. Κανείς δεν χόρευε, κανένας δεν μεθούσε. Άνθρωποι σκοτώνονταν, πολεμιστές και άμαχοι και οι φωτιές που άναψαν δεν έμοιαζαν με εκείνες που θυμόμουν.

 

 

Στον πόλεμο εκείνον έλαβε μέρος και ο σύντροφος μου. Όσο κι αν προσπαθούσα να τον πείσω να αλλάξει γνώμη, επέμενε να ηγηθεί μια στρατιά ατάκτων. Τα λόγια μου δεν είχαν πια δύναμη επάνω του. Κάποιος που ξέρει να μιλά μόνο για την ειρήνη δεν μπορεί να μιλά και για τον πόλεμο.

 

 

Ήταν οι δύο τελευταίες φορές που μείναμε μαζί. Η πρώτη, ένα ανοιξιάτικο δειλινό όπου συγκεντρωθήκαμε με τους πολεμιστές του γύρω από τη φωτιά. Η δεύτερη, μια νύχτα του καλοκαιριού όπου έγινε η κηδεία του, στην οποία οι φίλοι του ήθελαν να είμαι παρών, σαν να ήμουν εγώ εκείνος που θα τον συνόδευε στην τελευταία του κατοικία Και ήταν βράδυ φωτεινό, κάτω ένα ολόγιομο φεγγάρι, όπως εκείνο το βράδυ που είχα γεννηθεί.

 

 

Εκείνη ήταν η τελευταία νύχτα που βρέθηκα με τους ανθρώπους. Από τότε χάθηκα στη σιωπή. Κανείς ποτέ δεν μίλησε για μένα. Οι νότες μου φώλιασαν στις πέτρες και οι στίχοι μου στα δέντρα των βουβών δασών.

 

 

Υπήρξα σύντροφος ανθρώπων, συνταξιδιώτης ναυτικών, προστάτης γυναικών και φύλακας παιδιών. Ήμουν σύμμαχος πολεμιστών και οδηγός ταξιδευτών. Ίσως να έγινα ύμνος εθνικός, ίσως σύμβολο επαναστατών, ίσως νανούρισμα και παραμύθι, κομμάτι παιδικών αθώων τραγουδιών. Ίσως κάποιοι ακόμα να θυμούνται και να μιλούν για μένα. Ίσως να λένε για ένα τραγούδι που άκουσαν κάποτε γύρω από μια φωτιά ή πλάι σε κάποιο τζάκι. Και ίσως αν σταθούν εδώ που έχω ξεχαστεί και αφουγκραστούν, ίσως να ακούσουν τον άνεμο να τραγουδά μέσα από το θρόισμα των φύλλων, τους στίχους και τις νότες μου, κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι και τα άστρα του καλοκαιριού.

Link to comment
Share on other sites

Αυτή η ιστορία είναι πολύ ωραία γραμμένη. Αλλά, ιδίως από τη μέση και μετά, με κούρασε κάπως. Τη βρήκα χαοτική, σα να μην είχε ένα θέμα ακριβώς.

Επίσης, έχει κάποιες ασάφειες, όπως

το ζευγάρι είχε δυο παιδιά, μας λες κάπου, αλλά όταν έζησες μαζί τους πρόσεχες τον -ένα- γιο. Πού είναι το άλλο; Δεν θα έπρεπε να μας πεις; Και κάτι άλλο: λες κάπου ότι έφυγες με μια από τις υπηρέτριες, αλλά στην πορεία τη χάνουμε! Τι έγινε;

 

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Αγαπητέ Παρατηρητή, μου άρεσε πολύ το διήγημα σου, με ταξίδεψε. Η πρόθεση σου, αυτή που ανέφερες στο pm, μου πέρασε σαν υποψία μια-δυο φορές, εκεί που ένιωσα τον αφηγητή σου να απλώνεται σαν τον άνεμο ή και να αψηφάει τον χρόνο. Αλλά κυρίως ακολουθούσα έναν βάρδο. Ας δούμε τι θα πουν και οι άλλοι αναγνώστες.

 

Άσχετα όμως για το αν κάποιος αντιλαμβάνεται την πρόθεση σου, η αφήγηση είναι ποιητικά όμορφη, ονειρική και θεωρώ το διήγημα σου ένα από τα καλύτερα του διαγωνισμού, και ένα από αυτά που θα δυσκολέψει την ψήφο μου.

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Α ρε Παρατηρητή, πας να χωρέσεις γεγονότα 80 χρόνων σε 1000 λέξεις. Πετάγεσαι από τοποθεσία σε τοποθεσία και εξαφανίζεις και χαρακτήρες στην πορεία, όπως παρατήρησε η Κασσάνδρα. Μα που να προλάβω να χαρώ την λυρικότητα που προσπαθείς να αποδόσεις; Και εκείνο το "ξόανα" μάλλον "ξανά" πρέπει να είναι. Ξεκίνησες πολύ καλά αλλά χάθηκες στην πορεία. Όλα περνάνε στο ντούκου γιατί δε προλαβαίνει ο αναγνώστης σε δύο αράδες να αντιληφθεί το βάρος των περιστάσεων που περιγράφεις. Ούτε να συμπονέσει τους χαρακτήρες για τον ίδιο λόγο. Σε μια ώρα το έγραψες μπαγαπόντη, έτσι δεν είναι;

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστορία είναι βρε παιδιά, λυρικό, εμπνευσμένο, ένα ποιητικό παραλήρημα ενός ηλικιωμένου βάρδου που αναπολεί τα περασμένα.

 

Ποιοί χαρακτήρες και ποιές τοποθεσίες ; Μην προσπαθούμε να δούμε όλες τις ιστορίες μέσα από ένα στενό πρίσμα, ποιός το επιβάλλει άλλωστε απαράκλητα ;

 

Εντυπωσιάστηκα, και μένω να θαυμάζω...

Link to comment
Share on other sites

Παιδιά πρώτα πρώτα να σας ευχαριστήσω που διαβάσατε την ιστορία. Πόσο μάλλον δε εσάς που σχολιάσατε (και ειδικά τον Ντίνο που μου έστειλε τις εντυπώσεις σε pm.)

Ήθελα να ξεκαθαρίσω κάτι. Κάτι που ίσως δεν το καταλάβατε με την πρώτη (κι αυτό ήταν το κόλπο μου). Ο αφηγητής δεν είναι άνθρωπος αλλά τραγούδι. Δεν είναι τραγουδιστής, δεν είναι ηλικιωμένος βάρδος, δεν είναι ένας παραπονιάρης που τον πήραν τα χρόνια, είναι ένα ξεχασμένο τραγούδι. Ένα τραγούδι που ταξίδευε από στόμα σε στόμα. Για αυτό και:

 

συντρόφευε πάντα κάποιον (ως τραγούδι)

πήγαινε όπου υπήρχαν γιορτές, πανηγύρια και όπου οι άνθρωποι τραγουδούσαν

δεν θυμόταν το όνομα του πατέρα-δημιουργού του

μιλούσε για ειρήνη και όχι για πόλεμο (οι στίχοι του)

ξεχάστηκε (δεν πέθανε) επειδή μετά τον πόλεμο εκείνο, αυτός που είχε μείνει να το τραγουδά σκοτώθηκε και πιθανώς οι φίλοι του δεν το τραγούδησαν ξανά μετά τη κηδεία

 

Για αυτό και κύριε Ντίνο ο αφηγητής δεν κουτούπωσε τη χήρα του κουρσάρου :D

 

Τώρα που είστε υποψιασμένοι, φαντάζομαι οι παραμικρές ασάφειες (πχ, με τις υπηρέτριες και τα παιδιά) θα έχουν λυθεί. Έτσι κι αλλιώς τα γεγονότα της ιστορίας (όπως σωστά παρατήρησε ο Ρορίκο) ξεπερνούν τα 80 χρόνια. Αποκλείεται ένας άνθρωπος να έκανε τόσα λίγα στη ζωή του και πόσο μάλλον να μην έπαιρνε πρωτοβουλίες όπως ο αφηγητής.

 

Και το πιο βασικό: η ιστορία δεν περιέχει κανένα τραγούδι, το οποίο μάλιστα είναι και το θέμα του διαγωνισμού (και όχι οι βάρδοι ή οι τραγουδοποιοί). Επίσης ο μόνος μουσικός που αναφέρεται στην ιστορία είναι ο πατέρας του αφηγητή. Που είναι λοιπόν το τραγούδι;

 

Και όχι Ρορίκο, δεν το έγραψα μέσα σε μια ώρα.

 

Σας ευχαριστώ και πάλι!

Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι που μέσα απ' αυτά που λες στο παραπάνω τόπικ επαληθεύεις όσα κατάλαβα. Τι να σου 'πω αγόρι μου... σε είχα συνηθίσει αλάνθαστο σε παραμύθια. Με το που είδα αυτό, μες τη κακία είπα: ΑΑΑ ήρθε η ώρα σου :mace: Αλλά τι να κάνω που είσαι ταλαντούχος.... Θρίαμβος: απλά και μονολεκτικά! Ναι, δυσκολεύτηκα να συνηθίσω ότι αυτό το έγραψες εσύ, καθώς σε είχα προσωπικά δει σε άλλα είδη, αλλά όταν ξέχασα το παρελθόν, απλά μαγεύτηκα!! Τίποτα άλλο γιατί δε μ' αρέσει να υπερβάλλω, ακόμα και αν το θέλω και εδώ κρατιέμαι με το ζόρι! ^_^

Link to comment
Share on other sites

Ήθελα να ξεκαθαρίσω κάτι. Κάτι που ίσως δεν το καταλάβατε με την πρώτη (κι αυτό ήταν το κόλπο μου). Ο αφηγητής δεν είναι άνθρωπος αλλά τραγούδι.

Κρατιώμουν ώρα να μην το πω.

Δε θέλω να κάνω σχόλια πριν τη λήξη του διαγωνισμού, αλλά εδώ θα κάνω μια εξαίρεση και θα πω ότι η ιδέα μου άρεσε πολύ. Ήταν (μάλλον) η "αλλού" ιστορία αυτού του διαγωνισμού, όπου ο συγγραφέας αποφασίσει να πετάξει στην μπάντα τις κλασικές συνταγές και να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό.

Η υλοποίηση είναι πετυχημένη, αν και κάπου νομίζω ότι "σήκωνε" κάτι περισσότερο στο γράψιμο.

Link to comment
Share on other sites

Κατά την άποψη μου είναι από τις καλές ιστορίες του διαγωνισμού γιατί έχει γλώσσα στρωτή αλλά όχι στεγνή και άρτια τεχνικά. Δεδομένου και κάποιων άλλων ιστοριών του Γιώργου που έχω διαβάσει απ’ τη βιβλιοθήκη αυτή δείχνει συγγραφικά, πιο ενήλικες προθέσεις. Δεν θα σταθώ στην ανατροπή της ιδέας γιατί η αλήθεια είναι πως μετά τη δεύτερη παράγραφο ήξερα που το πήγαινε, ωστόσο το συναίσθημα μιας γλυκόπικρης νοσταλγίας στο οποίο επένδυσε ο Γιώργος λειτούργησε σε μένα. Μοναδική ένσταση η παντελής απουσία υπόθεσης που την κάνει μια «ασφαλή» συγγραφικά επιλογή.

Link to comment
Share on other sites

Στην αρχή μοιάζει με μια μικρή περίληψη μιας μεγαλύτερης ιστορίας. Στο τέλος, όταν διαπιστώνεις ότι μιλάει το «τραγούδι», τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους. Οπωσδήποτε μια εξαιρετική ιδέα. Εξακολουθεί όμως να δείχνει περιληπτικό. Θέλει λίγο δούλεμα ώστε να αναδειχθεί καλύτερα ο τρόπος που το τραγούδι περνάει από τον ένα στον άλλον. Και φυσικά δύσκολα θα αποφύγεις την κριτική ότι ένα τραγούδι ανήκει σε πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα και επομένως δεν μπορεί να έχει μια τόσο γραμμική ζωή.

Απόη_οι_ενός_Ξε_ασμένου_Τραγουδιού_σ_όλια_κριτικη.doc

Link to comment
Share on other sites

Για ακόμη μια φορά διάβασα και πέρασα καλά με τον Γιώργο. Το ύφος είναι όμορφο γλυκό και ταξιδιάρικο. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό όταν μετά την ανάγνωση της ιστορίας ήρθε η εξήγηση από τον ίδιο τον συγγραφέα. Όχι δεν το είχα καταλάβει και ξαναδιαβάζοντας πιστεύω ότι όλα δουλεύουν καλά εκτός ίσως από αυτό: «έφυγα μακριά, παίρνοντας μαζί μου του πατέρα την ευχή και την αγάπη της μητέρας.» ένα τραγούδι μπορεί να έχει πατέρα αλλά όταν έχει και μητέρα μπερδεύει λίγο τον αναγνώστη. Σε γενικές γραμμές πάντως έμεινα ικανοποιημένος και πέρασα καλά (πιστεύω πως αυτό μετράει) άλλωστε ο τίτλος τα λέει όλα έστω κι αν εγώ δεν το πήρα χαμπάρι. Από τις καλές ιστορίες του διαγωνισμού.

Link to comment
Share on other sites

Ωχ, εξαιρετικό εύρημα πράγματι !

 

Χμ... η μικρή προτελευταία παράγραφο μας προϊδεάζει περισσότερο γι' αυτό: "Εκείνη ήταν η τελευταία νύχτα που βρέθηκα με τους ανθρώπους. Από τότε χάθηκα στη σιωπή. Κανείς ποτέ δεν μίλησε για μένα. Οι νότες μου φώλιασαν στις πέτρες και οι στίχοι μου στα δέντρα των βουβών δασών."

 

Πολυ καλές οι παρατηρήσεις των constantinos και khar.

Link to comment
Share on other sites

Εγώ με υπερηφάνεια σας λέω ότι είχα καταλάβει ποιος είναι ο αφηγητής(από ένα σημείο και μετά) και μάλιστα ενθουσιάστηκα με την ιδέα.

Ήταν εξαιρετικό. Με άγγιξε πολύ και ο ποιητικός τρόπος γραφής και η ιδέα ενός τραγουδιού που περνάει από τόσους ανθρώπους και τόσες διαφορετικές καταστάσεις… Ήταν πολύ ταξιδιάρικο και συγκινητικό. Άλλωστε λατρεύω τις ιστορίες με ναύτες και πόλεμο!!!

Χάρηκα που διάβασα κάτι τόσο διαφορετικό από εσένα και ήταν μάλιστα πάρα πολύ καλό. Μπράβο!

Link to comment
Share on other sites

Πραγματικά ωραία ιδέα. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο είναι πετυχημένη και ταιριαστή. Ο τίτλος επίσης. Θα το προτιμούσα όμως μεγαλύτερο και πιο εμφανές στο μυστικό που έκρυβε. Το τέλος ήταν πολύ καλό. Συνολικά μου άρεσε αλλά πιστεύω πως ήθελε περισσότερες λέξεις. Α και πιστεύω πως το πρώτο πρόσωπο σου πάει.

Link to comment
Share on other sites

Ήταν ευρηματικός ο τρόπος γραφής. Μέχρι τα δύο τρία περίπου της ιστορίας, νόμιζα ότι παρακολουθούσαμε κάποιον άνθρωπο, έναν βάρδο, κι όχι το ίδιο το τραγούδι και είχα αρχίσει ν' αναρωτιέμαι "Τέλος πάντων, το τραγούδι πού είναι;" Μετά βέβαια, όταν συνειδητοποίησα ότι μιλούσε το ίδιο το τραγούδι, ενθουσιάστηκα.

Πιο τραγούδι δεν θα μπορούσε να είναι!

 

Θα συμφωνήσω πάντως αφενός με δυο-τρεις προλαλήσαντες ότι ήταν πολύ περιληπτικό και αφ' ετέρου με τον khar ότι ένα τραγούδι δεν μπορεί να έχει τόσο γραμμική ζωή και να περνάει μόνο από έναν άνθρωπο σ' έναν άλλον, εκτός κι αν είναι κάτι μυστικό, σαν ξόρκι ας πούμε, αλλά εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

 

Το τραγούδι μεταφέρεται όταν κάποιοι άνθρωποι το πάρουν από ένα τόπο και το πάνε σε κάποιον άλλο;

Στη χήρα ας πούμε του κουρσάρου έφτασε από εκείνο το φίλο που μας λέει ότι αντάμωσε στην πατρίδα; Κι εκεί, υποθέτω πως είχε φτάσει από κάποιον άλλο συνταξιδιώτη του;

Link to comment
Share on other sites

Να μια ιδέα που θα με ταξιδεύει για καιρό...

 

Γιώργο, μακριά απ' το χιούμορ που σ' έχω συνηθίσει (έχω εθιστεί στον Θούλη), έγραψες κάτι που είναι τραχύ χτην υφή, αλλά απίστευτα γλυκό σαν γεύση.

 

Σαφώς και έχει τις ατέλειές του, αλλά αυτό νομίζω ότι του δίνει γοητεία αντι να του αφαιρεί...

 

Μ' έκανε κι ένιωσα ηρεμία και γαλήνη κι μια αίσθηση νοσταλγίας. Βασικά, μ' έκανε κι ένιωσα κι ήταν και πανέξυπνο, οπότε μπράβο από μένα. :)

Link to comment
Share on other sites

Κατάλαβα από την πρώτη παράγραφο τη φύση του αφηγητή κι αυτό αύξησε την απόλαυση της ανάγνωσης, καθώς μου επέτρεπε να παρακολουθήσω καλύτερα όσα συνέβαιναν.

 

Αλλά είναι βιαστικά και πρόχειρα γραμμένο. Όλες οι σωστές φράσεις έχουν ειπωθεί στα σωστά σημεία, αλλά όχι με το σωστό τρόπο. Μιας και είναι μικρό, κάνε τον κόπο να το περάσεις ένα χέρι και να το ξανασηκώσεις στο φόρουμ. Εγώ λέω πως αξίζει.

Link to comment
Share on other sites

Καμμία παρατήρηση. Καμμία απολύτως. Ξέρω ότι ίσως είναι σκληρό αυτό για σένα, αλλά αδυνατώ να μιλήσω γι’ αυτό το… τραγούδι. Ίσως μόνο για να πω ένα εύγε.

Link to comment
Share on other sites

Καταπληκτικη ιδεα, καταπληκτικη υλοποιηση και εν τελει καταπληκτικη ιστορια. Η ιδεα σου με την οπτικη ολοκληρης της ιστοριας ως τραγουδι ηταν πανεξυπνη. :clap: :clap: :clap:

Link to comment
Share on other sites

Εγώ πάντα τις ιστορίες τις κρίνω σαν ένας απλός αναγνώστης. Βλέπετε δεν έχω το χάρισμα του γραπτού λόγου. Ούτε σε λίστα για το super market. :(

Έτσι λοιπόν θεωρώ ότι το σημαντικό σε ότι διαβάζω είναι να με αγγίζει. Να μου λέει κάτι...

Άλλες φορές μπορεί αυτό το κάτι να το βρίσκω σε μία έντονα λογοτεχνική γραφή, ποιητική, λυρική και άλλες φορές σε ένα κείμενο γραμμένο απλά (αλλά ὀχι απλοικά).

Άλλες φορές αυτό το κάτι θα το βρώ ξαφνικά σε κάποια σελίδα ενός τεράστιου μυθιστορήματος και άλλες φορές σε ένα δίστιχο ενός ποιήματος ή ενός τραγουδιού.

Διαβάζοντας την ιστορία του Παρατηρητή και συνειδητοποιώντας κάπου στη μέση ότι ο αφηγητής είναι τελικά το ίδιο το τραγούδι ανατρίχιασα ολόκληρη. Με άγγιξε. Θαύμασα την ευρηματικότητα του συγγραφέα. Την εναλλαγή των τοποθεσιών και των χαρακτήρων, που σε κάποιους μπορεί να μοιάζει ανολοκλήρωτη ή δίχως λεπτομέρειες εγώ την εξέλαβα σαν την βιασύνη του τραγουδιού να προλάβει να μας εξιστορήσει ολόκληρο το παρελθόν του πριν ξεχαστεί, χωρίς ιδιαίτερες αναλύσεις. ( Ελπίζω να μην το μπέρδεψα με το δικό μου άγχος και τη βιασύνη να ρουφήξω την ιστορία μέχρι την τελευταία της λέξη). :rolleyes:

Ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ λοιπόν!!!

Link to comment
Share on other sites

Εγώ θα μαλώσω τον Παρατηρητή γιατί:

1) Βιάστηκε να εξηγήσει τη φύση του αφηγητή. Είχαν σχολιάσει μόνο τέσσερεις πριν το κάνει και ακολούθησαν δεκατέσσερεις. Σαν αποτέλεσμα, η εικόνα που έχουμε για το αν η φύση του αφηγητή γίνεται σαφής από το κείμενο του διηγήματος και μόνο, είναι ασαφής. Με άλλα λόγια (έτσι ωμά) υποψιάζομαι ότι στην πραγματικότητα το κατάλαβαν λιγότεροι απ' ότι ισχυρίζονται ότι το κατάλαβαν.

2) Επειδή το όλο ζουμί του διηγήματος είναι αυτή ακριβώς η φύση του αφηγητή, θα πρέπει να γίνεται σαφής και εκτός κλίματος διαγωνισμού. Εννοώ ότι είναι απόλυτα θεμιτό να γυρνάει ο αναγνώστης και να ξαναδιαβάζει τον τίτλο του διηγήματος και να αναφωνεί "Ουάου! Αφηγητής είναι ένα τραγούδι!", γιατί ο τίτλος αποτελεί μέρος του διηγήματος. Αλλά το να ψυλιάζεται ο αναγνώστης το μυστικό απλώς και μόνο επειδή ξέρει ότι το διήγημα πρέπει να αναφέρεται σε ένα τραγούδι, δεν είναι επιθυμητό ακριβώς επειδή η φύση και το θέμα του όποιου διαγωνισμού για τον οποίο γράφτηκε το έργο δεν αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του έργου αυτού.

3) Δεν θα έγραφα τίποτα από τα παραπάνω σπαστικά αν μου είχε γίνει σαφές το μυστικό του διηγήματος με τον τρόπο που (φαντάζομαι ότι) θα ήθελε ο συγγραφέας. Όμως, λέω ξερά ότι δεν το κατάλαβα, ίσως και επειδή ξέρωντας ότι δεν θα διαβάσω όλα τα διηγήματα του διαγωνισμού, δεν είχα το θέμα του στο μυαλό μου (αν και ομολογώ ότι το διάβασα λόγω της υψηλής τελικής του κατάταξης).

4) Το γράψιμο όντως θέλει χτένισμα σε αρκετά σημεία, όπως και οι ανακολουθίες που αναφέρθηκαν.

 

Και τώρα που γκρίνιαξα αρκετά και ξαλάφρωσα να πω ότι η ιδέα είναι καταπληκτική, τρελά πρωτότυπη, και πραγματικά υποκλίνομαι -τώρα που ξεστραβώθηκα. Θα το κατέτασα στα αγαπημένα μου αν ο Γιώργος το έστρωνε με τέτοιο τρόπο που όλοι (τέλος πάντων οι πιο πολλοί) ανυποψιάστοι αναγνώστες να μπορούσαν να χαρούν την έκπληξή του από την πρώτη ανάγνωση (γιατί αν δεν συμβεί αυτό η έλλειψη οποιασδήποτε πλοκής σχεδόν αποκλείει την δεύτερη).

Θα το ήθελα τόσο πολύ που μπορώ να περιμένω όσο χρειάζεται. Thx, Γιώργο!

Link to comment
Share on other sites

Γιώργο συγχαρητήρια.

Μου άρεσε αφάνταστα και ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Κέρδισες σχετικά εύκολα την πρώτη θέση στις προτιμήσεις μου για αυτόν τον διαγωνισμό. Οι "Απόηχοι ενός ξεχασμένου τραγουδιού" θα μείνουν για πολύ στο μυαλό μου.

Αν υπήρχαν μικρολαθάκια, ήταν σαν να μην τα διάβασα καν.

Ξανά συγχαρητήρια, συνέχισε.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

τώρα που το διάβασα και γώ... ε... .υπαρχει κάτι να πω?

δεν στάθηκα στα 'ξανά' που έγιναν 'ξόανα'... το τραγουδι με ταξίδεψε σε θάλασσες και σε πύργους, σε θρήνους και χαρές....

 

είναι από εκείνα τα κείμενα που δεν χρειάζονται ανάλυσεις επί αναλύσεων (για μένα) απλά το ακολουθείς και όπυ σε βγάλει....

 

Thank you... (που θα πάει θα περάσει το καλοκαίρι θα θυμηθώ και τα Ελληνικά μου....)

Edited by white_unicorn
Link to comment
Share on other sites

Thank you... (που θα πάει θα περάσει το καλοκαίρι θα θυμηθώ και τα Ελληνικά μου....)

 

you're welcome!

Link to comment
Share on other sites

Δεν μπορώ να αντισταθώ, έστω και όψιμα να σου πω κι' εγώ: Μαγευτικό, φίλε Παρατηρητή.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..