Jump to content

Το Άσμα των Νουφάρων


TheTregorian

Recommended Posts

Συγγραφέας: Γιώργος Κατσίπης

Είδος: φαντασίας

Βία: Μπα μωρέ...

Σεξ: Όοοοχι!

Αριθμός Λέξεων:2.990 (καθαρό κείμενο, χωρίς τίτλο, ονοματεπώνυμο, αποφώνηση)

Σχόλια: Η δική μου συμμετοχή για το διαγωνισμό φαντασίας Μαρτίου 2009. Καλή Ανάγνωση!

 

ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΩΝ ΝΟΥΦΑΡΩΝ

Γιώργος Κατσίπης (TheTregorian)

 

 

Ο πήγασος ρουθούνισε ενοχλημένος και τίναξε τις πάλλευκες φτερούγες του. Ο αναβάτης του χάιδεψε στοργικά τη γκρίζα χαίτη του και τού ψιθύρισε κάτι στο αυτί για να τον ηρεμήσει. Εκείνος αντέδρασε ενοχλημένα για λίγο ακόμα και τελικά συνέχισε σταθερά το βήμα του, πεταρίζοντας για άλλη μία φορά τα φτερά του αόριστα, λες και ήταν έτοιμος να πετάξει.

 

«Ούτε εμένα μ’ αρέσει αγόρι μου αυτό το παλιομέρος», ομολόγησε ο αναβάτης κοιτώντας τριγύρω του «Αλλά πρέπει να γίνει»

 

Παραμέρισε στο πλάι τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά του που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό του και κοίταξε ευθεία. Ο χωματόδρομος φαινόταν να μην τελειώνει πουθενά, περιστοιχισμένος από συστάδες ψηλών δέντρων που η κορυφή τους χανόταν στα σύννεφα. Τα κλαδιά τους έκρυβαν ανά διαστήματα τον ήλιο και τον άφηναν να παίζει ανάμεσά τους πεταρίζοντας που και που μερικές αχτίδες.

 

Ο άνδρας είχε διαπεραστικά γαλάζια μάτια, ανοιχτότερα και από το χρώμα του ουρανού και ευγενικά χαρακτηριστικά. Φορούσε ένα καφέ, μακρύ ρούχο -που έδενε στη μέση του με μία μπεζ ζώνη- με ένα χρυσό έμβλημα: Ένα δράκο τυλιγμένο γύρω από ένα σπαθί. Πίσω του ανέμιζε έντονα μια, επίσης χρυσή, μπέρτα, με πορφυρές ραφές στην κορυφή της.

 

Στον ουρανό γκρίζα σύννεφα συνωστίζονταν και πύκνωναν περνώντας γρήγορα από πάνω τους, υπό τις προσταγές ενός ανέμου που μετέφερε ανυπόφορη υγρασία. Μπροστά τους, μια λάμψη εμφανίστηκε και χάθηκε. Σύντομα ακολούθησε ο απόηχος του κεραυνού. Ο άνδρας ατένισε τον ουρανό από πάνω του ενώ άκουσε το άτι του να οσφραίνεται έντονα. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το λαιμό του πήγασου απαλά.

 

«Το μυρίζεις, ε; Έρχεται καταιγίδα! Καλά κάναμε και δεν πετάξαμε!» είπε ο άνδρας κοιτάζοντας εξεταστικά προς όλες τις κατευθύνσεις.

 

Ένα απαλό αεράκι πέρασε ανάμεσα απ’ τα μαλλιά του, πιο ανακουφιστικό απ’ τα προηγούμενα, μεταφέροντας την έντονη οσμή της βροχής. Ο αέρας δυνάμωσε και βούιξε καθώς περνούσε ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων, ενώ ένα κοπάδι κοράκια απομακρύνθηκε προς το νότο κράζοντας δυνατά. Σύντομα οι πρώτες σταγόνες εμφανίστηκαν. Κεραυνοί αυλάκωσαν τον ουρανό δίνοντας φως στο μουντό σκηνικό. Ο άνδρας κλώτσησε ελαφρά τον πήγασο στα καπούλια εξαναγκάζοντάς τον κινηθεί γρηγορότερα και εκείνος υπάκουσε.

 

Κάλπαζαν για περίπου μισή ώρα κατά μήκος αυτού του φαινομενικά ατελείωτου δρόμου, που είχε μετατραπεί σε μια λωρίδα λάσπης στην οποία κύλαγαν θορυβώδη ρυάκια. Το σκηνικό άρχισε να αλλάζει και τα δένδρα μειώνονταν γύρω τους, μέχρι που εξαφανίστηκαν εντελώς. Μπροστά τους ανοιγόταν μία μεγάλη έκταση καλυμμένη από έναν υγρό βάλτο. Πράσινη γλίτσα επέπλεε στην επιφάνεια του, σμίγοντας με τα νούφαρα που λικνίζονταν από τους παλμούς που δημιουργούσαν οι σταγόνες της βροχής, καθώς ενώνονταν με το βρώμικο νερό. Ξεροί κορμοί ξεπρόβαλλαν απ’ τα βάθη του και κρέμαγαν τα κλαδιά τους από πάνω του, σαν κοκαλιάρικα απειλητικά άκρα. Ο αέρας πάνω απ’ την επιφάνεια του ήταν αποπνικτικός και θολός. Μεγάλα και μικρότερα έντομα πετούσαν από πάνω προσπαθώντας να ξεφύγουν από βάτραχους βαμμένους με έντονα κόκκινα και κίτρινα χρώματα. Τα μικρά αμφίβια στέκονταν πάνω σε σκληρά φύλλα που επέπλεαν στην επιφάνεια του βάλτου και έριχναν την κολλώδη γλώσσα τους πάνω στα απροστάτευτα έντομα, οδηγώντας τα κατευθείαν στο στόμα τους.

 

Ο άνδρας ψιθύρισε κάτι στο αυτί του πήγασου και εκείνος σταμάτησε αμέσως. Ξεπέζεψε με μία κίνηση και χτύπησε φιλικά το άτι του για να το ευχαριστήσει. Εκείνο χλιμίντρισε σαν απάντηση, αλλά ο ήχος μιας βροντής κάλυψε τη φωνή του. Ο αναβάτης κοίταξε το βάλτο και έκανε μια γκριμάτσα αηδίας.

 

Σαν σε απάντηση στον ερχομό του άνδρα, η βροχή σταμάτησε σταδιακά, αν και μερικοί κεραυνοί συνέχισαν να πληγώνουν το ουράνιο στερέωμα ανά τακτά διαστήματα. Εκείνος πήρε ένα μικρό σακίδιο που είχε κρεμάσει στο πλάι του πήγασου και έβγαλε από μέσα ένα καρβέλι ψωμί και μία κόκκινη κουβέρτα με καφετί σχέδια. Την έστρωσε στο λασπωμένο χώμα, λίγα μέτρα μακρύτερα από το βάλτο που μετά το σταμάτημα της βροχής έκανε έκδηλη τη παρουσία του με τη μυρωδιά που ανέδιδε. Έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και το πέταξε στον πήγασο. Εκείνος λαίμαργα το καταβρόχθισε πριν καν προλάβει να αγγίξει το βρώμικο έδαφος. Ο άνδρας έφαγε το δικό του κομμάτι, ήπιε λίγο νερό από ένα φλασκί και ξάπλωσε ατενίζοντας τα σύννεφα που είχαν απομείνει και περνούσαν από πάνω του με ορμή, αλλάζοντας σχήματα.

 

Έκλεισε τα μάτια του και μια ευγενική φυσιογνωμία ζωγραφίστηκε στο σκοτάδι του κουρασμένου μυαλού του, που έκανε την καρδιά του να χτυπά γρηγορότερα και ένα σφίξιμο να ανεβοκατεβαίνει από το στομάχι μέχρι το στήθος του. Ήταν μια νεαρή κοπέλα με χείλη κατακόκκινα σαν το αίμα, καστανά μαλλιά και πράσινα ευγενικά μάτια και δεν ήταν άλλη απ’ την πριγκίπισσα του βασιλείου. Ο άνδρας ήταν παράφορα ερωτευμένος μαζί της και εκείνη το ίδιο, αλλά ο πατέρας της δεν ήταν ικανοποιημένος. Ήθελε να παντρέψει τη κόρη του με έναν ευγενή και όχι με ένα στρατιώτη, ακόμα και αν αυτός ήταν μέλος της Επίτιμης Βασιλικής Φρουράς. Ωστόσο, είχε βαρεθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια που τα δύο νεαρά παιδιά ήταν ερωτευμένα, να φέρνει αντιρρήσεις στην κόρη του. Άλλωστε, εκείνη απέρριπτε άμεσα κάθε υποψήφιο γαμπρό που της πρόσφερε ο πατέρας της. Έτσι, μια μέρα, φώναξε στην μεγαλοπρεπή αίθουσα του θρόνου το νεαρό.

 

«Πέρασε», του είπε χωρίς να προσδώσει στη φωνή του κάποιο συναισθηματικό τόνο και δείχνοντας αφηρημένα ένα σημείο μπροστά απ’ το θρόνο.

 

Ο νεαρός υποκλίθηκε και προχώρησε μπροστά σιωπηλά, έχοντας το κεφάλι κατεβασμένο.

 

Ο βασιλιάς χάιδεψε τη γκρίζα γενειάδα του κοιτώντας τον εξεταστικά από τη κορφή ως τα νύχια. «Αγαπάς την κόρη μου, Έιζεθ, έτσι δεν είναι;», ρώτησε.

 

Ο Έιζεθ παρέμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα και τελικά απάντησε σχεδόν άπνοα: «Μάλιστα Εκλαμπρότατε»

 

Ο βασιλιάς κίνησε το κεφάλι συγκαταβατικά, καθώς δεν εξεπλάγη. Σηκώθηκε απ’ τον ψηλό, χρυσό του θρόνο και πλησίασε τον Έιζεθ με μικρά, σταθερά βήματα, συνεχίζοντας να τον ατενίζει όπως ο γύπας τη λεία του.

 

«Θες να την παντρευτείς; Απέδειξε μου πως είσαι αντάξιος της!» είπε ο βασιλιάς ανεβάζοντας για πρώτη φορά ίσως το τόνο της φωνής του.

 

Ο Έιζεθ σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε αποφασιστικά τον βασιλιά «Θα κάνω ό, τι μου ζητήσετε!», είπε και αφού ξανακατέβασε το βλέμμα του στο μαρμάρινο πάτωμα πρόσθεσε: «…Εκλαμπρότατε»

 

Ο βασιλιάς έσκασε ένα αμυδρό χαμόγελο που χάθηκε γρήγορα. «Βρες τι γίνεται στο Βάλτο της Απόγνωσης και θα σου δώσω τη κόρη μού»

 

Τώρα ο Βάλτος της Απόγνωσης δεν ήταν μακρύτερα από μερικά μέτρα. Τα σκοτεινά, λασπωμένα νερά του αντανακλούσαν θολά το φως του φεγγαριού που είχε σηκωθεί στο συννεφιασμένο ουρανό.

 

Πολλοί άνθρωποι είχαν κατά καιρούς οδηγηθεί στο εσωτερικό των απόκοσμων νερών του, χάνοντας τη ζωή τους και όλοι πίστευαν πως κάποιο τέρας παραμόνευε στα βρώμικα νερά του. Αυτή η φήμη είχε διασκορπιστεί σε όλη την επικράτεια του βασιλείου, με αποτέλεσμα οι πραματευτές να αποφεύγουν να περνάνε από κοντά και να προτιμούν να κάνουν ένα τεράστιο κύκλο γύρω απ’ τα Γκρίζα Βουνά, βορειοδυτικά της πρωτεύουσας για να φτάσουν σ’ αυτήν. Έτσι, τα εμπορεύματα καθυστερούσαν υπερβολικά να φτάσουν στον προορισμό τους. Αυτό το γεγονός είχε οδηγήσει σε απόγνωση το βασιλιά, που προσπαθούσε να βρει μια λύση. Επικαλέστηκε λοιπόν την ασταμάτητη θέληση ενός ερωτευμένου να είναι μαζί με την αγαπημένη του.

 

Ο Έιζεθ ανακάθισε τρίβοντας τα μάτια του. Ο ύπνος δεν τον έπιανε. Είχε μείνει να ονειροπολεί ώρες, χωρίς να προσέξει κάτι το ασυνήθιστο. Γύρισε προς τη μεριά του πήγασου. Το θρυλικό άλογο κοιμόταν βαθιά. Ένα νωθρό χαμόγελο πετάρισε στο πρόσωπό του αλλά δεν άργησε να χαθεί. Ομίχλη είχε καλύψει το βάλτο και απλωνόταν γρήγορα τριγύρω του. Ήταν τόσο πυκνή που νόμιζε ότι μπορούσε να τη πιάσει. Ο νεαρός σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε προς όλες τις κατευθύνσεις νιώθοντας το φόβο να περνάει από το δέρμα του μέσω της ομίχλης και να του τρυπάει τη καρδιά. Έκανε πολύ κρύο ξαφνικά και ο αέρας πέρναγε δυνατός ανάμεσα απ’ τα κλαδιά σφυρίζοντας.

 

Ένας αμυδρός ήχος που όλο και δυνάμωνε του κίνησε τη περιέργεια. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει τη πηγή του ήχου, απλά κοίταξε τριγύρω του επιφυλακτικά. Ο ήχος άρχισε να παίρνει υπόσταση και να δυναμώνει. Ο Έιζεθ είδε με την άκρη του ματιού του τον πήγασο να σηκώνει το κεφάλι του. Τράβηξε αυτόματα το σπαθί του, ενώ ένιωσε μια ανατριχίλα να διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά του. Ο ήχος παλλόταν πεντακάθαρα πλέον στον αέρα: μια καθάρια, νεανική, θηλυκή φωνή έψελνε ένα τραγούδι. Το άσμα ήταν γλυκό, αλλά και ανατριχιαστικό την ίδια στιγμή. Ο πήγασος χλιμίντρισε και στάθηκε στο πλευρό του αφέντη του. Ο Έιζεθ ύψωσε τη λεπίδα και έμεινε να κοιτάζει τριγύρω, περιμένοντας κάποια κίνηση μέσα απ’ τη πυκνή ομίχλη. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και ο ιδρώτας κυλούσε με χοντρές σταγόνες σ’ όλο του το σώμα. Ένοιωθε τη φορεσιά του να έχει κολλήσει πάνω του. Ο ήχος έγινε ακόμα πιο δυνατός και ο άνδρας άκουσε τα ακατανόητα λόγια του τραγουδιού.

 

Το τραγούδι κατέληξε σε μια ψηλή κορώνα και μέσα απ’ την ομίχλη εμφανίστηκε ένα κορίτσι. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά που έπεφταν με χάρη στο λευκό της φόρεμα, που έφτανε λίγο πιο κάτω απ’ τα γόνατα της, ενώ τα πόδια της ήταν γυμνά και λασπωμένα. Απ’ το ύψος της ο νεαρός υπέθεσε πως δε πρέπει να ήταν πάνω από δώδεκα χρονών. Ο Έιζεθ κατέβασε αργά το σπαθί του κοιτάζοντας ξαφνιασμένος το κορίτσι. Εκείνη μόλις τον πρόσεξε, πάγωσε στη θέση της και έμεινε να τον κοιτάζει. Τα μάτια της είχαν καρφωθεί στο όπλο του άνδρα και στο άτι του.

 

«Μη φοβάσαι, δεν θα σε βλάψουμε!», πρόλαβε να πει ο Έιζεθ, ενώ το κορίτσι πισωπατούσε. Πλησίασε αργά προς το μέρος της γνέφοντας στον πήγασο να παραμείνει στη θέση του. Φύλαξε το σπαθί του και γονάτισε έτσι ώστε να έρθουν στο ίδιο ύψος. Τα μελιά μάτια της έμειναν κολλημένα στο υγρό χώμα.

 

«Συγγνώμη αν σε τρόμαξα. Μη με φοβάσαι!», επανέλαβε ο Έιζεθ και μόνο τότε κατάφερε τη κοπέλα να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Ο άνδρας της γέλασε και η κοπέλα ανταπέδωσε δειλά.

 

«Πως σε λένε;», ρώτησε ο Έιζεθ.

 

Το κορίτσι έκανε να ανοίξει το στόμα της αλλά δεν το έπραξε. Έμεινε για λίγο σιωπηλή και τελικά απάντησε μετά από μια ευγενική παραίνεση του Έιζεθ.

 

«Αντέλ»

 

«Αντέλ…», επανέλαβε διευρύνοντας το χαμόγελο του ο Έιζεθ «Τι κάνεις εδώ Αντέλ μονάχη σου; Που είναι οι συγγενείς σου; Αυτό το μέρος δεν είναι ασφαλές για ένα μικρό κορίτσι. Θα έπρεπε να ήσουν σπίτι σου!», τη μάλωσε μαλακά.

 

«Δεν έχω συγγενείς», είπε σιγανά η Αντέλ. Έκανε μια παύση και συνέχισε: «Εδώ μένω, εδώ είναι το σπίτι μου»

 

Ο Έιζεθ την αντίκρισε ξαφνιασμένος. «Εδώ; Μα πως είναι δυνατόν;(!)» Το κορίτσι ανασήκωσε τους ώμους του αόριστα.

 

«Πάντα εδώ έμενα» Έκανε μια παύση και επανέλαβε: «Εδώ είναι το σπίτι μου»

 

Ο Έιζεθ δεν θέλησε να συνεχίσει τις ερωτήσεις. Της έπιασε απαλά το αριστερό χέρι και το ένιωσε κρύο και υγρό.

 

Σηκώθηκε όρθιος και το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπο του. «Πεινάς Αντέλ;», τη ρώτησε.

 

Η κοπέλα έγνεψε αρνητικά.

 

«Θα ήθελες τουλάχιστον να έρθεις και να κάτσεις μαζί μου; Να κάνουμε ο ένας παρέα στον άλλο!», πρότεινε ο Έιζεθ που δεν ήθελε να αφήσει ένα μικρό κοριτσάκι μόνο του σ’ αυτή την ερημιά. Ήταν σίγουρος πως η ατμόσφαιρα του βάλτου ή κάτι άλλο, της είχε προκαλέσει σύγχυση κάνοντάς την να ξεχάσει τη ζωή της και αποσκοπούσε, μετά την αποστολή του, να τη πάρει μαζί του στη πρωτεύουσα για να την βοηθήσει.

 

Η Αντέλ αντιμετώπισε πολύ θετικά τη πρόταση του Έιζεθ και ένα φωτεινό χαμόγελο στο πρόσωπο της το πρόδωσε. Ο Έιζεθ κατάλαβε και κρατώντας την πήγαν μαζί μέχρι εκεί που στεκόταν ο πήγασος. Το ζώο κοίταξε επιφυλακτικά τη κοπέλα και ρουθούνισε αγριωπά.

 

«Ηρέμησε Ράντριελ! Συγχώρεσε το ζωάκι μου, απλά δεν είναι καλός στις γνωριμίες και αυτό το μέρος τον ανατριχιάζει», δικαιολόγησε ο Έιζεθ τον πήγασο. Η Αντέλ πλησίασε επιφυλακτικά το Ράντριελ. Εκείνος κάρφωσε τα γαλάζια μάτια του πάνω της και προέταξε το μικρό του κέρατο ρουθουνίζοντας. Η Αντέλ πισωπάτησε.

 

«Ράντριελ!», φώναξε ο Έιζεθ και ο πήγασος αναγκάστηκε να χαλαρώσει τις άμυνες του. Τότε η Αντέλ κατάφερε να χαϊδέψει τα καπούλια του.

 

«Είναι πολύ όμορφος», είπε.

 

Ο Έιζεθ έγνεψε θετικά λέγοντας: «Ο Ράντριελ είναι πολύ καλός σύντροφος!» Ο πήγασος χλιμίντρισε χαρωπά.

 

«Σε ευχαριστώ που μου προσφέρεις τη παρέα σου. Ένιωθα πολύ μόνη εδώ πέρα… τόσο καιρό», είπε η Αντέλ. Ο Έιζεθ της χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελο του ήταν συγκρατημένο και γεμάτο ανησυχία.

 

«Τι ήρθες να κάνεις εδώ;», ρώτησε το κορίτσι.

 

«Ο βασιλιάς με έστειλε για μια αποστολή», απάντησε άκεφα ο Έιζεθ, αλλά σκέφτηκε την πριγκίπισσα και άθελα του κοκκίνισε λιγάκι.

 

«Ο βασιλιάς;» αναρωτήθηκε η κοπέλα. Ο Έιζεθ της έγνεψε θετικά και εκείνη κάρφωσε το βλέμμα της σιωπηλά προς την κατεύθυνση που υπήρχε ο βάλτος. Εκείνος το ακολούθησε, αλλά το μόνο που αντίκρισε ήταν ομίχλη και υπόνοιες κορυφών δέντρων.

 

«Και τι θέλει να κάνεις;», ρώτησε το κορίτσι δείχνοντας απροκάλυπτα τη περιέργεια του.

 

Ο Έιζεθ κίνησε αόριστα το κεφάλι του. «Να κυνηγάω σκιές…», ψέλλισε σκαλίζοντας με το δεξί του δείκτη το βρεγμένο χώμα.

 

«Θα μείνεις για αρκετό καιρό;»

 

«Μάλλον όχι.», αποκρίθηκε ο Έιζεθ κρατώντας το βλέμμα του στο έδαφος.

 

«Δε θέλω να φύγεις. Θα είμαι πάλι μόνη...», κλαψούρισε η Αντέλ.

 

Ο Έιζεθ ύψωσε το βλέμμα του και χάιδεψε τα χρυσά της μαλλιά. «Δε θα σε αφήσω μόνη, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι! Θα σε πάρω μαζί μου στη πρωτεύουσα και όλα θα πάνε καλά!», της είπε χαμογελώντας πλατιά.

 

Η κοπέλα έγνεψε αρνητικά με έντονο ύφος. «Όχι! Δεν μπορώ να φύγω… εδώ είναι το σπίτι μου» Σώπασε για λίγο για να μετρήσει την ένταση των αντιδράσεων στο πρόσωπο του Έιζεθ και συνέχισε «Θέλω να μείνεις εδώ, να μείνουμε μαζί εδώ!»

 

Ο Έιζεθ έγνεψε αρνητικά λυπημένος. «Δεν γίνεται Αντέλ. Πρέπει να γυρίσω. Αγαπάω, ξέρεις, μια κοπέλα και θα παντρευτούμε!»

 

Το κορίτσι κατσούφιασε. Ο Έιζεθ δεν προσπάθησε να της μιλήσει άλλο γιατί ήξερε πως δεν θα κατάφερνε τίποτα. Έμειναν έτσι, σιωπηλοί, για αρκετή ώρα.

 

Τελικά η Αντέλ έσπασε τη σιωπή «Πρέπει να είσαι πολύ χαζός πάντως!» του είπε με έντονο αλλά και αθώο ταυτόχρονα ύφος.

 

Ο Έιζεθ την κοίταξε κατάματα θιγμένος «Γιατί το λες αυτό;» αναρωτήθηκε.

 

Το κορίτσι γέλασε έντονα. «Μα πίστεψες ότι ο βασιλιάς θα σου έδινε την κόρη του;», τον ρώτησε αφήνοντας τον άφωνο.

 

«Μα… πως…»

 

«Αν δεν ήταν για την κόρη του βασιλιά, γιατί να έρθεις σε αυτό το μέρος; Είναι εύκολο να το καταλάβει και ένας χαζός.» κόμπασε η Αντέλ. Ο Έιζεθ παραιτήθηκε της προσπάθειας.

 

«Και γιατί το λες αυτό;», ρώτησε.

 

«Ποιο;»

 

«Το ότι είμαι χαζός που πιστεύω ότι θα μου επιτρέψει να την παντρευτώ»

 

Η Αντέλ γέλασε αλλά το χαμόγελο της μετατράπηκε σε τρόμο που αυλάκωσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. «Δεν θα φύγεις ποτέ από ‘δω. Δεν θα το επιτρέψει»

 

Ο Έιζεθ την κοίταξε γεμάτος περιέργεια, ενώ ένιωσε τη καρδιά του να πεταρίζει έντονα καθώς έριχνε μια κλεφτή ματιά προς τη κατεύθυνση του βάλτου. «Και εσύ που το ξέρεις;», τη ρώτησε.

 

Το κορίτσι τον κοίταξε με λύπη και ο Έιζεθ την είδε να ξεροκαταπίνει. «Έχω κακό προαίσθημα», απάντησε απλά.

 

«Και από ‘που προέρχεται αυτό;», ρώτησε ο Έιζεθ περίεργος.

 

Το κορίτσι δεν απάντησε. Γύρισε τη πλάτη του και ξάπλωσε στο βρώμικο και υγρό έδαφος λερώνοντας το φόρεμα της.

 

«Πες μου!» επέμεινε ο Έιζεθ.

 

«Σε παρακαλώ, μείνε μαζί μου», ικέτεψε η κοπέλα.

 

«Δεν μπορώ! Γιατί δεν καταλαβαίνεις, μα τους Θεούς;(!)», είπε ο Έιζεθ που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τον εγωισμό του κοριτσιού. Ξάπλωσε στη δικιά του κουβέρτα και αποκοιμήθηκε.

 

Όταν ξύπνησε το πρωί, η Αντέλ είχε φύγει. Τη φώναξε για μερικά λεπτά, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Για το υπόλοιπο της ημέρας έψαξε τριγύρω απ’ το βάλτο, κοιτώντας ανά τακτά διαστήματα στο εσωτερικό του για οτιδήποτε περίεργο, αλλά δεν κατάφερε να βρει κάτι. Μόνο τα νούφαρα και η γλίτσα που επέπλεε στην επιφάνεια του έσπαγαν τη μονοτονία καθώς ταλαντεύονταν υπό τις προσταγές ενός απαλού και υγρού αέρα που έζεχνε. Οι βάτραχοι παρέμεναν εκεί να παίρνουν το πρωινό τους και μερικά χέλια τάραζαν τα νερά.

 

«Δεν υπάρχει τίποτα εδώ Ράντριελ. Απορώ πως ο βασιλιάς πιστεύει αυτές τις αηδίες!», είπε εκνευρισμένος στο πήγασο. «Θα φύγουμε αύριο το πρωί. Δεν υπάρχει κανένα τέρας εδώ» Ο πήγασος ακούγοντας την απόφαση του Έιζεθ χλιμίντρισε χαρωπά.

 

Το μεσημέρι ο ουρανός καλύφθηκε από μαύρα νέφη που έρχονταν απ’ το βορρά. Ο ήλιος χάθηκε πίσω τους και το τοπίο σκοτείνιασε. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Έιζεθ και ο Ράντριελ πήραν το μεσημεριανό τους γεύμα: από ένα κομμάτι ψωμί. Έπειτα, ο άνδρας ξάπλωσε νιώθοντας κουρασμένος από τη πρωινή του έρευνα. Ένιωθε ικανοποιημένος. Με βάση την έρευνα του νεαρού στρατιώτη, ο βασιλιάς θα εξέδιδε επίσημη ανακοίνωση πως τίποτα το περίεργο δεν υπάρχει στο βάλτο και τότε, ο δρόμος ίσως να ξαναγέμιζε πραματευτάδες αν και δεν τον ενδιέφερε και τόσο. Όσο για εκείνον, ίσως να κατάφερνε επιτέλους να παντρευτεί την πριγκίπισσα. Η κούραση έφερε γρήγορα τον ύπνο και ο Έιζεθ βυθίστηκε σε αυτόν γρήγορα.

 

Τον ξύπνησε ο ήχος ενός τραγουδιού που πλανιόταν στο βάλτο. Πυκνή ομίχλη είχε πέσει ξανά και δεν του επέτρεπε να δει πάνω από μερικά μέτρα. Πετάχτηκε όρθιος τρίβοντας τα μάτια του.

 

«Επέστρεψε!», σκέφτηκε και αφού φόρεσε ένα μαύρο παλτό, χώθηκε στην ομίχλη άκεφα για να βρει το κορίτσι.

 

Ο Έιζεθ προχώρησε ευθεία φωνάζοντας το όνομα της κοπέλας, αλλά δεν έπαιρνε απόκριση. Το τραγούδι δυνάμωνε και κυλούσε στον αέρα ανατριχιαστικό. Ο Έιζεθ προσπάθησε να εντοπίσει τη κατεύθυνση του ήχου και έτρεξε προς τα εκεί. Η ομίχλη πύκνωνε όλο και περισσότερο. Η ατμόσφαιρα υγρή και στατική, σαν να είχε σαπίσει ακόμα και εκείνη. Ένιωσε τα παπούτσια του να χώνονται όλο και περισσότερο στο λασπωμένο χώμα και δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να τα ξεκολλήσει. Ξαφνικά, άπλωσε το πόδι του αλλά δεν βρήκε αντίσταση. Έπεσε και το σώμα του βυθίστηκε στο βρώμικο και κάκοσμο νερό. Προσπάθησε να κολυμπήσει, αλλά οι μυς του δεν υπάκουαν. Ο άνδρας πάλευε πνευματικά, αλλά το σώμα του είχε παραλύσει. Το νερό εισέβαλλε στα πνευμόνια του και έφραξε την ανάσα του. Το τραγούδι ακουγόταν δυνατότερα από ποτέ, σαν μια νεκρική ωδή και αιχμαλώτιζε το μυαλό του. Με την άκρη του ματιού του, λίγο πριν τα μάτια του σφαλίσουν, είδε δίπλα στις ρίζες των νούφαρων ένα κατάξανθο κορίτσι να τον κοιτάει λυπημένα.

 

«Τώρα δεν θα είμαι μόνη», είπε και ακουμπώντας τη ρίζα ενός νούφαρου, έγινε ένα με αυτήν.

 

Τα βλέφαρα του έκλεισαν και μια κοπέλα με καταπράσινα μάτια και μακριά, μαύρα μαλλιά του χαμογέλασε μέσα στο κενό του μυαλού του. Και μετά τίποτα… το σώμα του έπεσε στο πάτο του βάλτου και ανακατεύτηκε με τη λάσπη του. Από πάνω του, στην επιφάνεια του βάλτου, το φεγγάρι έριχνε το χλωμό του φως σε ένα πανέμορφο νούφαρο που μόλις άνθιζε...

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Το__σμα_των_Νουφάρων.doc

Link to comment
Share on other sites

Καλό, με ανατριχιαστική ατμόσφαιρα που του ταίριαζε. Το μόνο που μου έλειψε είναι μια πιο ζωντανή περιγραφή της μικρής, να δω λίγες κινήσεις της, να βγάλει μια πιο αθώα παιδικότητα, να τη δω να μασουλάει ένα φυλλαράκι, ή να παίζει μ' ένα ζουζούνι, κάτι πάντως που να δώσει περισσότερη αντίθεση στο ρόλο της. Και το τραγούδι να έπαιρνε λίγη βαρύτητα παραπάνω, ίσως και μερικά λόγια του να ξέφευγαν εδώ κι εκεί σαν δυσοίωνοι ψίθυροι...

Link to comment
Share on other sites

Αγαπητέ Γιώργο, στήνεις εδώ μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία και στο τέλος με αφήνεις ανικανοποίητο. Παίζονται πολλά, και στον βάλτο αλλά και έξω από αυτόν – σε έναν βασιλιά που δεν θέλει να δώσει την κόρη του σε αυτόν τον ιππότη. Υπάρχει βέβαια ένας περιορισμός λέξεων και μπορώ να σου κάνω την παρατήρηση πως ο πρωταγωνιστής σου θα μπορούσε να φτάσει στον βάλτο γρηγορότερα. Πέρα από ατμόσφαιρα, η βροχή δεν εξυπηρετεί σε τίποτα άλλο. (Είναι μια παγίδα στην οποία πέφτουμε όλοι μας, όταν στύβουμε το κεφάλι μας να βγάλουμε εισαγωγή. Τη σκοτώνουμε στην ατμόσφαιρα – και σε μυθιστόρημα αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα.) Παίζονται όμως πολλά σε θέματα πλοκής.

 

Το κοριτσάκι είναι μέρος του στοιχειωμένου τοπίου ή μια έκφανση του κακού που βασιλεύει εκεί; Ό,τι από τα δύο και να είναι, αυτό παρουσιάζεται να παγιδέψει –ίσως- αυτόν τον μοναχικό ιππότη. Είχα όμως ανάγκη να δω, έστω εν μέρει, σαν υποψία, το μέγεθος του αληθινού κακού – για το οποίο ολόκληρα καραβάνια αποφεύγουν τον τόπο. Γιατί έτσι όπως το έχεις, νομίζω πως ο ιππότης σου έφυγε φτηνά. Δεν με ικανοποίησε ούτε καν ο χαμός του καθώς δεν τον είδα να προβάλλει έστω μια βαρβάτη αντίσταση. Για να δεχτώ πως ναι, μια δύναμη που καταπίνει καραβάνια μπορεί να νικήσει τον Έιζεθ.

 

Υποψιάζομαι πως γράφεις το πήγασος με μικρό «π» όχι επειδή είναι το όνομα του αλόγου αλλά η ράτσα του. Γιατί όμως μας δίνεις ένα φτερωτό άλογο που δεν το εκμεταλλεύεσαι καθόλου; Μάλλον χωρίς να το καταλάβεις, έφτιαξες το άλογο σαν αληθινό χαρακτήρα παρουσιάζοντας αντιδράσεις του, όπως κατανοεί και αυτά που του λέει το αφεντικό του. Και λέω «χωρίς να το καταλάβεις» γιατί στο τραγικό φινάλε το άλογο απουσιάζει από την δράση. Δεν θα προσπαθούσε να βοηθήσει το αφεντικό του; Έστω κι αν αποτύγχανε; Έχουμε ανάγκη τουλάχιστον αντίδραση του αλόγου (φτερωτού κιόλας) καθώς είναι δεύτερος σημαντικός χαρακτήρας στο δράμα, ο Έιζεθ δεν είναι εκεί μόνος.

 

Πρόσεχε όταν γράφεις την ατμόσφαιρα που στήνεις. Μας λες πως ξεσπάει νεροποντή, και μέσα εκεί μας λες πως βάτραχοι αρπάζουν ζουζούνια με τις γλώσσες τους. Δεν νομίζω πως θα πετούσαν ζουζούνια μέσα στη βροχή. Όταν ο ιππότης φτάνει στον βάλτο και σταματάει η βροχή, ο ίδιος θα πρέπει να είναι μούσκεμα. Ακόμα και ώρες μετά, χωρίς να έχει ανάψει μια φωτιά, στην υγρασία του βάλτου γράφεις: «ο ιδρώτας κυλούσε με χοντρές σταγόνες σ’ όλο του το σώμα. Ένοιωθε τη φορεσιά του να έχει κολλήσει πάνω του». Ασήμαντα πραγματάκια που στα φέρνω στην προσοχή σου. Μπορεί να πέφτω κι έξω.

 

Έχω όμως ανάγκη ανάπτυξης του τρόμου του βάλτου.

Link to comment
Share on other sites

Ρε συ Γιώργο με ξέκανες! Στην αρχή το είχες. Ωραία λέω! Και μετά το έχασες (ή μάλλον με έχασες) με ατάκες τύπου:

 

«Ήταν μια νεαρή κοπέλα με χείλη κατακόκκινα σαν το αίμα, καστανά μαλλιά και πράσινα ευγενικά μάτια και δεν ήταν άλλη απ’ την πριγκίπισσα του βασιλείου.»

 

(ε βέβαια ποια άλλη θα ‘ταν;)

 

και

 

«Γύρισε προς τη μεριά του πήγασου. Το θρυλικό άλογο κοιμόταν βαθιά. Ένα νωθρό χαμόγελο πετάρισε στο πρόσωπό του αλλά δεν άργησε να χαθεί.»

 

(πες μου ότι δεν εννοείς το άλογο)

 

και

 

«Η Αντέλ αντιμετώπισε πολύ θετικά τη πρόταση του Έιζεθ και ένα φωτεινό χαμόγελο στο πρόσωπο της το πρόδωσε.»

 

(κάτι σαν επαγγελματική πρόταση δηλαδή;)

 

Συγνώμη ρε φίλε για το κράξιμο αλλά μου ήταν αδύνατο να το παραβλέψω. ;)

 

Στο τέλος πάντως το ξαναφτιάχνεις και οι τελευταίες παράγραφοι κυλούν σχετικά καλά.

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Κλισέ στόρι. Αδύναμο τέλος. Αυτά μου μείνανε. Η καλή γραφή χάνεται εξαιτίας αυτών.

Link to comment
Share on other sites

«Γύρισε προς τη μεριά του πήγασου. Το θρυλικό άλογο κοιμόταν βαθιά. Ένα νωθρό χαμόγελο πετάρισε στο πρόσωπό του αλλά δεν άργησε να χαθεί.»

 

(πες μου ότι δεν εννοείς το άλογο)

 

Στο λέω... κακό άτομο! :tongue:

 

Ευχαριστώ όλους για το χρόνο σας και για την ευχέρεια σας στη... κακία! :tongue:

Link to comment
Share on other sites

Στα πολύ θετικά, η ατμόσφαιρα και το γεγονός ότι μπορώ και βλέπω μπροστά μου το τοπίο, ακούω τους ήχους και οσμίζομαι τις μυρωδιές. Καλή αρχή και ικανοποιητικό τέλος. Εφόσον ξεπεράσεις τις εκτεταμένες περιγραφές των δύο πρώτων σελίδων, δύσκολα θα το αφήσεις. Η σκηνή της συνάντησης του κοριτσιού και του ήρωα είναι πολύ καλά δοσμένη, όπως και αυτή του πνιγμού. Ο ρυθμός και η ποσότητα των περιγραφών ταιριάζουν καλύτερα σε μυθιστόρημα. Η πλοκή είναι ελάχιστη. Δείχνει κάπως χαλαρό για διήγημα. Ο πήγασος δεν κάνει τίποτα και αυτό δεν είναι καλό για την οικονομία του διηγήματος. Ο ήρωας κοιμάται υπερβολικά εύκολα . Μερικές φορές χρειάζεται καλύτερη επιλογή λέξεων και φράσεων για να αποδώσεις αυτό που έχεις στο μυαλό σου.

Το__σμα_των_Νουφάρων_Σ_όλια_κριτικη.doc

Link to comment
Share on other sites

To διήγημα σου με δίχασε.

Κατ’ αρχήν η γραφή. Ενώ είναι στρωτή με όμορφες φράσεις, έχει σε κάποια σημεία ατέλειες. Μετά oι περιγραφές. Δημιουργούν ατμόσφαιρα και όμορφες εικόνες που πραγματικά σε βάζουν εντός κλίματος. Όμως είναι πολλές και συνεχίζουν ώσπου σε κάποια σημεία παραπάνε.

Η πλοκή τώρα είναι καλή αλλά εξελίσσεται σε κάμποσες ταχύτητες. Το flashback είναι κάπως απότομο αλλά το σώζεις με την έξυπνη δικαιολόγηση της αποστολής του.

Στην εμφάνιση της κοπέλας στη συνέχεια χτίζεις καλή ατμόσφαιρα με μετρημένες υπόννοιες. Όμως ο διάλογος και πάλι είναι μεγάλος και κάπου η αίσθηση πως κάτι πάει στραβά χάνεται.

Το τέλος μου άρεσε όπως και η ιδέα. Συνολικά το διήγημα μου έκανε πολύ καλή εντύπωση καθώς το κείμενο έχει πολλές αρετές αλλά και κάποια λάθη. Βέβαια οι αρετές του είναι περισσότερες από τα λάθη του. Πιστεύω πως η μαγική λέξη που πρέπει να ψάξεις είναι μέτρο.

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ Khar και Solonor για τα χρήσιμα και καλά σας σχόλια! ^_^

Link to comment
Share on other sites

Όμορφο. Τα δυνατά του γνωρίσματα είναι η ατμόσφαιρα, οι εικόνες και ειδικά οι περιγραφές. Τα αδύναμα είναι οι διάλογοι και η αταίριαστη λύση. Περίμενα ένα διαφορετικό τέλος, κάτι που θα έδινε και την αληθινή ουσία της ιστορίας καιτου ήρωα μεσα σε αυτήν. Το Τραγούδι λειτούργησε σωστά, αλλα μάλλον ήταν το μόνο πράγμα στην ιστορία (εκτός από την πονηριά του βασιλιά και το ένστικτο του πήγασου).

Τελικά το υποζήγειο ήταν πήγασος ή μονόκερος; Αναφέρεις ένα κέρατο στο μέτωπο σε κάποια στιγμή. Δεν κατάλαβα αν ήταν φτερωτός μονόκερος ή πήγασος με κράνος.

Link to comment
Share on other sites

χαχα ναι αυτό περίμενα πως κάποιος θα το έθετε! Φτερωτός μονόκερος μάλλον! Αλλά επειδή το κέρατο ήταν μικρό, είπα να τον ονοματίσω πήγασο! Ευχαριστώ για το χρόνο σας αγαπητέ!

Link to comment
Share on other sites

Όμορφη περιγραφή και στα περισσότερα σημεία είναι καλά δοσμένο. Οι εικόνες είναι πολύ ζωντανές, βλέπω μέσα στο μυαλό μου τη βροχή και το βάλτο, με πνίγει η ατμόσφαιρα, όλα καλά εκεί.

Μου φάνηκε όμως ότι ο πήγασος παίρνει μεγαλύτερη έκταση απ' όσο πρέπει στην αρχή της ιστορίας και δεν κάνει τίποτα στο τέλος, ενώ αντίθετα το τραγούδι εμφανίζεται κάπως αργά.

Επίσης, μου είναι δύσκολο να οριοθετήσω πού ξεκινάει το 'κακό' (όχι μόνο χωρικά αλλά και χρονικά) και πόσο μέρος της περιοχής πρέπει να αποφύγουν για να μην πέσουν στη σφαίρα επιρροής του για να φανεί γιατί είναι τόσο σημαντικό το πρόβλημα για το βασιλιά.

Link to comment
Share on other sites

Η γραφή σου βελτιώνεται αλματωδώς, από διήγημα σε διήγημα, οι περιγραφές σου στιβαρές και άρτιες. Έχει δυνατή πένα. Ξέρεις πώς να γράψεις. Αλλά μου φαίνεται ακόμη να ψάχνεις τι να γράψεις, δυσκολεύεσαι να βρεις μια πλοκή, να επικεντρώσεις πάνω της και να την υπηρετήσεις.

Link to comment
Share on other sites

Η γραφή σου βελτιώνεται αλματωδώς, από διήγημα σε διήγημα, οι περιγραφές σου στιβαρές και άρτιες. Έχει δυνατή πένα. Ξέρεις πώς να γράψεις.

 

Χαίρομαι που κάποιος έκανε επιτέλους σύγκριση με προηγούμενες φορές! Το επιθυμούσα, αλλά δεν το είδα... Σε ευχαριστώ αγαπητέ! Συνεχίζω προσπαθώντας όλο και περισσότερο, να ικανοποιήσω όσες πιο πολλές μπορώ απ' τις απαιτήσεις σου!

Link to comment
Share on other sites

Ωραία γλώσσα (αν μου επιτρέπεις, καλύτερα από άλλες σου ιστορίες), σταθερή γραφή σε όλη τη διάρκεια του κειμένου, ενδιαφέρουσα η ιδέα του πήγασου σαν υποζύγιο (ζηλεύω! αν και του έβαλες και κέρατο και τον έκανες υβριδικό μονόκερω… :Ρ ) Δε μου άρεσε όμως ο τρόπος που χειρίστηκες τα φλας μπακ. Ένα φλας μπακ πρέπει να δίνεται όσο το δυνατόν συντομότερα και πιο περιεκτικά, να υποστηρίζει κι όχι και υποσκελίζει την κανονική ροή της ιστορίας. Με το να βάζεις διάλογο συν το ότι το όνομα του Έιζεθ το μαθαίνουμε από το φλας μπακ, μειώνεις την ένταση της ιστορία που τρέχει σε «παρόντα» χρόνο.

 

Έξτρα σημεία που πρέπει να δώσεις προσοχή:

 

λίγα μέτρα μακρύτερα από το βάλτο που μετά το σταμάτημα της βροχής έκανε έκδηλη τη παρουσία του με τη μυρωδιά που ανέδιδε.

 

Όταν βρέχει ακόμη και πάνω από έναν βάλτο, η ατμόσφαιρα καθαρίζει κάπως και οι οσμές αλλοιώνονται προς το καλύτερο.

 

Έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και το πέταξε στον πήγασο

 

Μα έχει τόσο χορτάρι εκεί γύρω. Τι να το κάνει το ψωμί και μάλιστα ένα κομμάτι μόνο;

 

Μα πως είναι δυνατόν;(!)

 

Απέφευγε καλύτερα τα θαυμαστικά εντός παρενθέσεων. Είναι άγαρμπος τρόπος να πεις ότι η ερώτησή του είχε και ξάφνιασμα μέσα.

 

Ξάπλωσε στη δικιά του κουβέρτα και αποκοιμήθηκε.

 

Πολύ βολικό για την πλοκή σου, αλλά δύσκολα θα συνέβαινε στην πραγματικότητα.

 

αφού φόρεσε ένα μαύρο παλτό

 

Αναχρονισμός. Μέχρι τώρα ο ιππότης σου φοράει χρυσή μπέρτα, τώρα έριξε πάνω του ένα πρόχειρο παλτό;

Link to comment
Share on other sites

Σαν ιστορια μου αρεσε αν και καπου χανοταν προς το τελος και αφηνε ερωτηματα....Ποιο ηταν αυτο το μικρο κοριτσακι καθως και ποιο το κακο εμποδιζε τα καραβανια να διαβουν τον βαλτο για παραδειγμα...

Link to comment
Share on other sites

Ποιο ηταν αυτο το μικρο κοριτσακι καθως και ποιο το κακο εμποδιζε τα καραβανια να διαβουν τον βαλτο για παραδειγμα...

 

Το κοριτσάκι ήταν ένα πνεύμα του βάλτου που για κάποιο λόγο, παράσερνε στο θάνατο αυτούς που πήγαιναν κοντά. Ο λόγος τώρα... βασικά, είχα σκοπό να το γράψω, αλλά δε μου έφτασε και δεν ήθελα να τσαπατσουλέψω. Προτίμησα να τ' αφήσω στο πως το φαντάζεται ο καθένας!

 

Ευχαριστώ για το χρόνο σας και για τα σχόλια σας!! ^_^

Link to comment
Share on other sites

Ένα ευχάριστο ανάγνωσμα που πρέπει να συμφωνήσω, δείχνει τουλάχιστον πρόοδο σε σχέση με τα προηγούμενα σου. Ναι,οκ, οι διάλογοι θέλουν λίγο ξεκαθάρισμα, αλλά οι διάλογοι είναι κι από τα πιο δύσκολα κομμάτια γραφής, θέλουν εμπειρία για να ρέουν.

Θα σου πω αυτό σαν μικρό τιπ: όταν το γράφεις, διάβασε το δυνατά και δες πως σου ακούγεται. Αν σου αρέσει, το αφήνεις, αλλά αν υπάρχει κάποιο σκάλωμα, θα διαγνωστεί πιθανότατα εκείνη την στιγμή.

Πάντως έχεις αυτό που χρειάζεται. Φαντασία. Φαίνεται και στην πλοκή. Άρα το επιπλέον είναι διάβασμα και γράψιμο. Περιμένουμε το επόμενο mate.

Link to comment
Share on other sites

Περιμένουμε το επόμενο mate.

 

Θα το έχετε!! Ευχαριστώ Ντίνο!

Link to comment
Share on other sites

Δε θα πω πολλά γιατί ήδη έχουν ειπωθεί τα περισσότερα. Θα συμφωνήσω στο ότι έχεις βελτιωθεί πολύ και αυτό είναι σίγουρα το καλύτερο διήγημα απ’ αυτά που ανέβασες στο φόρουμ και διαβάσαμε παλιότερα. Ήταν ένα σχόλιο που ήθελα να κάνω απ’ την αρχή. Το παράκανες λίγο με τις περιγραφές στην αρχή του διηγήματος, μετά όμως η ιστορία κυλάει καλύτερα… Και τελικά η ιστορία σου μου άρεσε αρκετά χωρίς όμως να με ικανοποιεί πλήρως.

Link to comment
Share on other sites

Όντως, Τρεγκ, η βελτίωση είναι καταφανής. Έχεις αρχίσει να εξοικειώνεσαι με την γραφή, αλλά ακόμα ψάχνεις την Έμπνευση (το κεφαλαίο 'ε' είναι για να διαχωρίσει την απλή, καθημερινή έμπνευση απ' αυτό το κάτι που θα απογειώσει τις ιστορίες σου). Ψάχνεσαι, το οποίο είναι πολύ καλό, αλλά δεν καταφέρνεις ακόμα να ξεφύγεις από τετριμμένα μοτίβα. Συνέχισε να ψάχνεσαι. :)

 

Πιο συγκεκριμένα, το άσμα των νουφάρων ήθελε λίγο περισσότερη δύναμη όσον αφορά το ίδιο το τραγούδι, θέλει διόρθωση σε κάποιες ατέλειες και, φυσικά, να δουλέψεις το τέλος του, με το πάσο σου κι εκτός διαγωνισμού.

 

Επίσης, ναι, το κοριτσάκι έχει δίκιο, ο ήρωας είναι βλάκας. :Ρ

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..